(Β) Προβλήµατα της ΘΚΤ

Σχετικά έγγραφα
Θεωρία Κοινωνικής Ταυτότητας: Επιτεύγµατα του παρελθόντος, τρέχοντα προβλήµατα, και µελλοντικές προκλήσεις

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

(Γ) Μελλοντικές προκλήσεις για την ΘΚΤ

Ο εαυτός και η κοινωνική ταυτότητα

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Μάθηµα: Κοινωνική Ταυτότητα και ιοµαδικές Σχέσεις ιδάσκουσα: Αλεξάνδρα Χαντζή

Μείωση της διοµαδικής µεροληψίας Βελτίωση διοµαδικών σχέσεων

Η ειρωνεία της αρµονίας Το παράδοξο των στρατηγικών µείωσης της ανισότητας : Μείωση της προκατάληψη έναντι συλλογικής δράσης

Παράγοντες που διευκολύνουν την εκδήλωση κοινωνικής διαµαρτυρίας. Θεωρία Κοινωνικής Ταυτότητας

Όλα αυτά αποκτούν νόηµα µόνο µέσα από τη σύγκριση µε άλλες οµάδες.

Ηθεωρία της ρεαλιστικής σύγκρουσης (Sherif, 1966).

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ Μάθηµα: Κοινωνική Ταυτότητα και ιοµαδικές Σχέσεις ιδάσκουσα: Αλεξάνδρα Χαντζή

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Κριτικά σχόλια για τις στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης. Ζητήματα μέτρησης Ταυτοποίηση Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή

Ενδο-ομαδικές διεργασίες:

Πρόλογος για την ελληνική έκδοση Eισαγωγή... 15

Διαπολιτισμικές σχέσεις στις πλουραλιστικές κοινωνίες

Περιεχόμενο της έννοιας «πολιτισμός» Γνωρίσματα Λειτουργικός ορισμός Πολιτισμικός σχετικισμός

Γνωστικές δοµές και συναίσθηµα Ειδικές Πηγές: Το φαινόµενο πολυπλοκότητας ακρότητας (Linville, 1982)

Επιπολιτισμοποίηση και εθνοτική ταυτότητα. Η έννοια του εαυτού Θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας Εθνοτική ταυτότητα

Συλλογική ράση και Κοινωνική Αλλαγή

Ρυθµιστικοί παράγοντες (moderators) της αποτελεσµατικότητας της επαφής

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Περιγραφή ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Οεαυτός και η κοινωνική γνώση. Η έννοια του εαυτού διαφέρει σηµαντικά από πολιτισµό σε πολιτισµό.

Μετανάστευση και ψυχική υγεία:

Κοινωνική Ψυχολογία. Διδάσκουσα: Δέσποινα - Δήμητρα Ρήγα. Πανεπιστημιακά Μαθήματα-Έρευνα-Ανάλυση Δεδομένων

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

Στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους μετανάστες

Αξιοποιώντας τις θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σε πολλαπλά πεδία έρευνας και εφαρμογών

Αξιοποιώντας τις θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σε πολλαπλά πεδία έρευνας και εφαρμογών. Θεωρία της λογικής πράξης Ομαδοσκέψη Μειονοτική επιρροή

Θεμελιώδεις Αρχές Επιστήμης και Μέθοδοι Έρευνας

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Οργανωσιακή Ψυχολογία

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Θεωρητικές προσεγγίσεις της επιπολιτισμοποίησης. Επίπεδα ανάλυσης Περιγραφικά μοντέλα Στρατηγικές επιπολιτισμοποίησης

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 4.1 Σύνολο νοµού Αργολίδας Γενικές παρατηρήσεις

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Καλλιόπη-Ελένη Τσάφου, Βασίλης Παυλόπουλος Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Μανώλης Κουτούζης Αναπληρωτής Καθηγητής Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Αναγνώσεις σε επίπεδα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ

Εκτεταµένη (extended) ή Έµµεση Επαφή

ιαπολιτισµική κοινωνική ψυχολογία Στόχος µαθήµατος: η κατάδειξη του ρόλου που παίζει ο πολιτισµός στις κοινονικο-ψυχολογικές διαδικασίες.

Ανάλυση ποιοτικών δεδομένων

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

Η Κοινωνική Ψυχολογία στην πράξη: Παρεμβάσεις. Σχεδιασμός και αξιολόγηση προγραμμάτων

ΑΤΤΙΚΗ. Οκτώβριος 2014

Ανταγωνισμός & Συνεργασία στον Παιδικό Αθλητισμό και στη Φυσική Αγωγή

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

Λογιστική Θεωρία και Έρευνα

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Κεφάλαιο 14. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης. Ανάλυση ιακύµανσης Μονής Κατεύθυνσης

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

Διοίκηση Ανθρώπινων Πόρων

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Παρουσίαση του προβλήματος

ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ: ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ, ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων

Έρευνα Καταναλωτικής λ ή Εμπιστοσύνηςύ. Ιούλιος 2012

Επιπολιτισμοποίηση και προσαρμογή των μεταναστών στην Ελλάδα: Είναι απλώς «ζήτημα χρόνου»;

Επιπολιτισμός, οικογενειακοί παράγοντες και προσαρμογή μεταναστών εφήβων: Διαχρονική προσέγγιση

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Σχέδιο Έκθεσης Γενικής Εκτίμησης της Εικόνας του Σχολείου

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ- ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Η

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Πολιτισμός και Αξίες

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

Ζητήματα μεθοδολογίας στη διαπολιτισμική έρευνα

Κοινωνιογνωστική θεωρία Social Cognitive Theory

Γράφει: Βασιλειάδης Γρηγόρης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

ΜΕΤΑ-ΑΝΑΛΥΣΗ (Meta-Analysis)

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Προσανατολισμός των Millennials απέναντι στην καριέρα σε περίοδο οικονομικής κρίσης

Εναλλακτικές θεωρήσεις για την εκπαίδευση και το επάγγελμα του εκπαιδευτικού

Έρευνα Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Αντιλήψεις φοιτητών για τη δικαιοσύνη σε συνάρτηση με τις κρίσεις τους πάνω σε ηθικά-κοινωνικά διλήμματα

Η έννοια του χώρου. Η ταυτότητα του χώρου Προσωπικός χώρος Εδαφικότητα Ιδιωτικότητα

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΙΙ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Άτοµα & οµάδες. Από την οµαδική επιρροή στην οµαδική ψυχοθεραπεία. Αποστόλης Αγγελόπουλος.

Στάσεις φοιτητών προς τη συμμετοχή μεταναστών μαθητών στο σχολικό εορτασμό εθνικών επετείων

1. Στατιστική Στοιχεία

Τακτικές επιπολιτισμού, εθνική ταυτότητα και ψυχολογική επάρκεια μεταναστών εφήβων, ανάλογα με την εθνική καταγωγή

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Έννοια και Περιεχόμενο

Transcript:

40 ταυτότητας της οµάδας (κεντρικές) εµφανίζεται ενδοοµαδική οµοιογένεια, ενώ σε πιο περιφερειακές διαστάσεις εµφανίζεται σχετική εξωοµαδική οµοιογένεια. Το γεγονός ότι τα µέλη µειονοτικών οµάδων παρουσιάζουν αυξηµένη ταύτιση µε την ενδοοµάδα, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι η ενδοοµαδική οµοιογένεια εµφανίζεται συνήθως σε σχετικές µε την ταυτότητα της οµάδας διαστάσεις, δείχνει ότι η πρόσληψη της οµοιογένειας των οµάδων µάλλον οφείλεται σε διαδικασίες διατήρησης ή προστασίας της κοινωνικής ταυτότητας της οµάδας και όχι στο θέµα της οικειότητας. Ο ρόλος της ταύτισης στην πρόσληψη της οµοιογένειας των οµάδων. Επειδή το χαµηλό status µιας οµάδας έχει αρνητικές επιπτώσεις για την ταυτότητα των µελών της, µια από τις αποκρίσεις των µελών οµάδων χαµηλού status, µπορεί να είναι ο τονισµός της ποικιλοµορφίας της οµάδας (χαµηλή ενδοοµαδική οµοιογένεια) ώστε να µειωθούν οι επιπτώσεις του να χαρακτηριστούν όλα τα µέλη µε τον ίδιο (αρνητικό) τρόπο. Όµως, αν το ιεραρχικό σύστηµα είναι ασταθές (ή/και µη νόµιµο), εκείνα τα µέλη που έχουν ισχυρή ταύτιση µε την οµάδα, τείνουν να βλέπουν την ενδοοµάδα ως πιο οµοιογενή. Τέλος, γενικά εκείνα τα µέλη που έχουν ισχυρή ταύτιση µε την οµάδα, τείνουν να βλέπουν τόσο την ενδοοµάδα όσο και τις εξωοµάδες ως πιο οµοιογενείς, σε σύγκριση µε τα µέλη µε χαµηλή ταύτιση, κυρίως όταν καθίσταται ευκρινές το διοµαδικό πλαίσιο. 4. Συνεισφορά της ΘΚΤ στην Υπόθεση της Επαφής για τη βελτίωση των διοµαδικών σχέσεων Με αυτή τη συνεισφορά της ΘΚΤ θα ασχοληθούµε σε επόµενη θεµατική ενότητα (Υπόθεση της Επαφής) (Β) Προβλήµατα της ΘΚΤ 1. Εξωοµαδική Εύνοια (Βλ. και Hinkle, S., & Brown, R.J. (1990). Intergroup comparisons and social identity: Some links and lacunae. In D. Abrams, & M.A. Hogg (Eds), Social identity theory: Constructive and critical advances (pp. 48-70). New York: Springer-Verlag).

41 Αν και η ενδοοµαδική εύνοια είναι ευρέως διαδεδοµένη και κυρίαρχη απόκριση, δεν αποτελεί καθολικό φαινόµενο, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου εµφανίζεται εξωοµαδική εύνοια. Βέβαια, η εξωοµαδική εύνοια δεν συνάδει µε τις προβλέψεις της ΘΚΤ, ότι τα µέλη της ευνοούν την ενδοοµάδα σε µια προσπάθεια να εξυψώσουν ή να διατηρήσουν θετική κοινωνική ταυτότητα, και αυτό αποτελεί πρόβληµα για τη ΘΚΤ. Για παράδειγµα, κάποιες έρευνες δεν διαπίστωσαν ενδοοµαδική εύνοια όταν η εξωοµάδα ήταν περιορισµένης ευκρίνειας, δηλ. δεν ήταν (ψυχολογικά) ευκρινής για την ενδοοµάδα. Άλλες έρευνες διαπίστωσαν µείωση ή και εξάλειψη της ενδοοµαδικής εύνοιας σε µη ανταγωνιστικά διοµαδικά πλαίσια. Κάποιες έρευνες έχουν δείξει ότι η εκδήλωση ενδοοµαδικής εύνοιας επηρεάζεται από την ισχύ και το status των οµάδων, δηλ. τα µέλη οµάδων χαµηλού status συχνά εκδηλώνουν εξωοµαδική εύνοια, που αντικατοπτρίζει την πραγµατικότητα της χαµηλής τους θέσης. Για παράδειγµα, σε δύο πειραµατικές µελέτες οι Sachdev & Bourhis (1985, 1987) διαπίστωσαν ενδοοµαδική εύνοια µόνο σε οµάδες υψηλότερου ή ιδίου status (ή ισχύος) µε την εξωοµάδα, ενώ σε οµάδες χαµηλότερου status (ή ισχύος) από την εξωοµάδα, διαπίστωσαν εξωοµαδική εύνοια. Ακόµα και σε µια αναπτυξιακή µελέτη µε παιδιά 3 9 ετών διαπιστώθηκε κάτι ανάλογο: τα παιδιά που ήταν µέλη οµάδων «σκυταλοδροµίας» (ποια οµάδα θα φτάσει στο τέρµα µε ένα αυγό σε ένα κουτάλι χωρίς να το σπάσει) έλαβαν (εικονική) ανατροφοδότηση ότι η οµάδα τους ήταν είτε γρήγορη είτε αργή. Τα µέλη της «γρήγορης» οµάδας έδειξαν ενδοοµαδική εύνοια, ενώ τα µέλη της «αργής» οµάδας έδειξαν εξωοµαδική εύνοια. Έρευνα του Brown (1978) σε εργάτες βιοµηχανίας αεροσκαφών έδειξε ότι οι σχετικά χαµηλού status ανειδίκευτοι εργάτες παραγωγής και ανάπτυξης παραδέχονταν την ανωτερότητα των εξειδικευµένων εργατών. Αντίστοιχα, η Skevington (1981) σε έρευνα µε νοσηλεύτριες (υψηλού status) και νοσοκόµες (χαµηλότερου status), διαπίστωσε ενδοοµαδική εύνοια στις νοσηλεύτριες και εξωοµαδική εύνοια στις νοσοκόµες. Το γεγονός ότι σε γενικές γραµµές, τα µέλη των οµάδων χαµηλού status ή ισχύος επιδεικνύουν εξωοµαδική εύνοια είναι ιδιαίτερα προβληµατικό για τη ΘΚΤ, η οποία θα προέβλεπε ότι ειδικά τα µέλη των οµάδων χαµηλού status θα είχαν µεγαλύτερο κίνητρο να επιδείξουν ενδοοµαδική εύνοια στην προσπάθειά τους να εξυψώσουν την κοινωνική τους ταυτότητα.

42 Ερµηνείες για την εκδήλωση εξωοµαδικής εύνοιας Πόσο «σχετική» είναι η εξωοµάδα Η θετική κοινωνική ταυτότητα µπορεί να µην είναι αποτέλεσµα µιας ευνοϊκής διοµαδικής σύγκρισης αυτής καθεαυτής, αλλά αποτέλεσµα µιας ευνοϊκής σύγκρισης µε µια «σχετική» εξωοµάδα. Μπορεί τα µέλη των οµάδων χαµηλού status να επιδεικνύουν εξωοµαδική εύνοια διότι θεωρούν ότι η (µη ευνοϊκή) σύγκριση µε τα µέλη των οµάδων υψηλού status δεν επηρεάζει τη δική τους αξία, ή να επιδίδονται σε ευνοϊκές συγκρίσεις µε άλλες εξωοµάδες ώστε να αντισταθµίζονται οι επιπτώσεις της µη ευνοϊκής σύγκρισης µε οµάδες υψηλού status. Για παράδειγµα, στην έρευνα του Brown (1978), οι ανειδίκευτοι εργάτες ανάπτυξης υποστήριζαν την ανωτερότητά τους έναντι των ανειδίκευτων εργατών παραγωγής, αντισταθµίζοντας την εξωοµαδική εύνοια που έδειχναν προς τους εξειδικευµένους εργάτες. Εδώ βέβαια τίθεται το ερώτηµα, πώς διαχειρίζονταν την κοινωνική τους ταυτότητα οι ανειδίκευτοι εργάτες παραγωγής που έδειχναν εξωοµαδική εύνοια και προς τις δύο άλλες οµάδες εργατών. Ίσως να συγκρίνονταν νοερά µε κάποια άλλη οµάδα που δεν συµπεριλαµβάνονταν στην έρευνα (π.χ. άνεργοι), ή ακόµα και να µη θεωρούσαν την εργασιακή τους ταυτότητα ως σηµαντική πηγή αυτοπροσδιορισµού τους. Στρατηγική ιαχείρισης Εντυπώσεων Όπως ισχυρίζεται ο van Knippenberg (1984), µπορεί η εκδήλωση εξωοµαδικής εύνοιας να υποστηρίζει τις ανάγκες της κοινωνικής ταυτότητας της οµάδας, όταν δεν αποτελεί απειλή για την οµάδα, αλλά εξασφαλίζει την (πιθανή διαπραγµατευτική) θέση της οµάδας. Για παράδειγµα, σε έρευνα µε ψυχιατρικές νοσηλεύτριες και νοσοκόµες, οι χαµηλού status ψυχιατρικές νοσοκόµες έδειξαν εξωοµαδική εύνοια σε συγκριτικές αξιολογήσεις των επαγγελµατικών τους προοπτικών σε σχέση µε τις προοπτικές των υψηλού status ψυχιατρικών νοσηλευτριών, ίσως προσπαθώντας να ισχυροποιήσουν τη διαπραγµατευτική τους θέση για µελλοντική διεκδίκηση καλύτερων προοπτικών. οµικοί περιορισµοί Όταν ένα πολιτικό κόµµα, χάνει την εξουσία στις τελευταίες εκλογές, ακόµα και τα πιο αφοσιωµένα µέλη του δεν µπορούν να αρνηθούν την αντικειµενική πραγµατικότητα της θέσης του ως αντιπολίτευση. Η άρνηση της πραγµατικότητας µπορεί να είναι δυσλειτουργική για το µέλλον της οµάδας. Τέτοιοι αντικειµενικοί (δοµικοί) περιορισµοί, ενώ πλήττουν την κοινωνική ταυτότητα των µελών της οµάδας, παράλληλα συνθέτουν τις συνθήκες που υποκινούν τον αγώνα για

43 µελλοντική θετική διάκριση. Εποµένως, η εξωοµαδική εύνοια (π.χ. τα συγχαρητήρια στο κόµµα που κέρδισε και η σχετική αυτοκριτική για τις αδυναµίες που οδήγησαν στην εκλογική ήττα) αντανακλούν την αντικειµενική πραγµατικότητα, αλλά δεν εµποδίζουν αντίθετα πυροδοτούν τις προσπάθειες για µελλοντική εξύψωση της κοινωνικής ταυτότητας του ηττηµένου κόµµατος. 2. Πολυδιάστατες διοµαδικές συγκρίσεις (Βλ. και Hinkle, S., & Brown, R.J. (1990). Intergroup comparisons and social identity: Some links and lacunae. In D. Abrams, & M.A. Hogg (Eds), Social identity theory: Constructive and critical advances (pp. 48-70). New York: Springer-Verlag). Οι έρευνες για τις διοµαδικές συγκρίσεις σε πλαίσια όπου υπάρχουν πολλαπλές διαστάσεις σύγκρισης, δείχνουν συστηµατικά ότι εµφανίζεται περισσότερη ενδοοµαδική εύνοια σε κάποιες διαστάσεις, παρά σε κάποιες άλλες, και βέβαια σε κάποιες εµφανίζεται εξωοµαδική εύνοια. Αυτή η διαπίστωση, εγείρει το ερώτηµα ποιες συγκεκριµένες διοµαδικές συγκρίσεις εξυπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνικής ταυτότητας της οµάδας και ποιες είναι ήσσονος σηµασίας ή και άσχετες µε τις ανάγκες της κοινωνικής ταυτότητας της οµάδας. Σηµαντικές και Μη σηµαντικές διαστάσεις σύγκρισης Σε µια σειρά από πειραµατικές αλλά και µελέτες πεδίου η Mummendey και οι συνεργάτες της έδειξαν ότι η ενδοοµαδική εύνοια εµφανίζεται σε διαστάσεις σύγκρισης που είναι σηµαντικές για την ενδοοµάδα, ενώ εµφανίζεται εξωοµαδική εύνοια σε διαστάσεις σύγκρισης που δεν είναι σηµαντικές για την ενδοοµάδα. Αυτό το εύρηµα ερµηνεύεται βάσει της ΘΚΤ ως εξής: η εξωοµαδική εύνοια σε διαστάσεις σύγκρισης που δεν είναι σηµαντικές για την ενδοοµάδα δεν µπορεί να βλάψει την κοινωνική ταυτότητα των µελών της ενδοοµάδας. Ακόµα όµως και αν αυτό συµβαίνει σε κάποιο βαθµό, αντισταθµίζεται από τα οφέλη για την κοινωνική ταυτότητα της ενδοοµαδικής εύνοιας που εµφανίζεται σε διαστάσεις σύγκρισης που είναι σηµαντικές για την ενδοοµάδα. Τέλος η Mummendey ισχυρίζεται ότι η εξωοµαδική εύνοια σε δευτερεύουσας σηµασίας διαστάσεις µπορεί υπαινίσσεται ότι η διακριτότητα της εξωοµάδας δεν συνάδει µε τις κυρίαρχες νόρµες και αξίες και έτσι να αποτελεί έναν εύσχηµο τρόπο διατήρησης θετικής κοινωνικής ταυτότητας της ενδοοµάδας. Πάντως αυτή η ερµηνεία δεν εξηγεί τι καθορίζει τη σηµαντικότητα µιας διάστασης σύγκρισης.

44 Οι Hinkle & Brown (1990) ισχυρίζονται ότι ο προσανατολισµός στο έργο και ο κοινωνικο-συναισθηµατικός προσανατολισµός αποτελούν βασικές όψεις της αλληλεπίδρασης µεταξύ οµάδων και ανάλογα µε το πλαίσιο κυριαρχεί η µία όψη έναντι της άλλης. Για παράδειγµα, µια οµάδα φοιτητών, όταν ετοιµάζει µια εργασία έχει προσανατολισµό στο έργο, ενώ όταν βρίσκεται σε ένα πάρτι έχει κοινωνικοσυναισθηµατικό προσανατολισµό. Η Condor και οι συνεργάτες της (1987) χειρίστηκαν πειραµατικά τον προσανατολισµό (στο έργο ή κοινωνικοσυναισθηµατικό) σε οµάδες φοιτητών που συµµετείχαν σε µια συζήτηση. Τα επίπεδα ενδοοµαδικής εύνοιας δεν διέφεραν µεταξύ οµάδων διαφορετικού προσανατολισµού. Όµως, οι οµάδες που ήταν προσανατολισµένες στο έργο έδειχναν περισσότερη ενδοοµαδική εύνοια σε διαστάσεις σχετικές µε το έργο παρά σε διαστάσεις κοινωνικο-συναισθηµατικές και αντιστρόφως οι οµάδες µε κοινωνικοσυναισθηµατικό προσανατολισµό έδειχναν περισσότερη ενδοοµαδική εύνοια σε διαστάσεις κοινωνικο-συναισθηµατικές παρά σε διαστάσεις σχετικές µε το έργο. Μειονοτικές οµάδες και πολυδιάστατες διοµαδικές συγκρίσεις Κάποιες έρευνες έχουν εξετάσει τις ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές των διοµαδικών συγκρίσεων µειονοτικών και πλειοψηφικών οµάδων. Αν και υπάρχει µια τάση οι µειονοτικές οµάδες να δείχνουν µεγαλύτερη ενδοοµαδική εύνοια από τις πλειοψηφικές οµάδες µια ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας που έγινε από τον Mullen έδειξε µια άλλη συστηµατική ποιοτική διαφορά: οι µειονοτικές οµάδες τείνουν να βλέπουν την οµάδα τους πιο οµοιογενή (ενδοοµαδική οµοιογένεια) απ ότι οι πλειοψηφικές οµάδες (βλ. παραπάνω). Οι Simon & Brown (1987) υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο εξυπηρετεί την ανάγκη της µειονοτικής οµάδας να διατηρήσει τη συνοχή της απέναντι σε προσλαµβανόµενες απειλές κατά της ακεραιότητάς της που προέρχονται από µια πλειοψηφική οµάδα. Πιθανόν για τις µειονοτικές οµάδες οι διαστάσεις σύγκρισης που αφορούν τη συνοχή, και την αλληλεγγύη να είναι πιο σηµαντικές από άλλες παραδοσιακές διαστάσεις (επιδόσεις, επιτεύγµατα). 3. Η σχέση µεταξύ Ταύτισης και Ενδοοµαδικής Εύνοιας Εφόσον σύµφωνα µε τη ΘΚΤ η θετική κοινωνική ταυτότητα στηρίζεται κυρίως σε ευνοϊκές για την ενδοοµάδα διοµαδικές συγκρίσεις, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι θα υπάρχει θετική συσχέτιση (συνάφεια) µεταξύ του βαθµού ταύτισης µε την ενδοοµάδα και της εκδήλωσης ενδοοµαδικής εύνοιας. Ωστόσο, επισκόπηση 14

45 σχετικών ερευνών (Hinkle & Brown, 1990) έδειξε ότι κατά µέσο όρο η συσχέτιση µεταξύ ταύτισης και ενδοοµαδικής εύνοιας ήταν σχεδόν µηδενική (r = +0.08) και ενώ στην πλειοψηφία (64%) των ερευνών η συσχέτιση ήταν θετική (στις υπόλοιπες ήταν αρνητική), εντούτοις ήταν σχετικά µικρή (r = +0.24). Αυτή η παρατήρηση οδήγησε τους Hinkle & Brown (1990) να προτείνουν ένα µοντέλο ταξινόµησης για να καθορίσουν κάτω από ποιες συνθήκες ισχύει αυτή η υπόθεση που απορρέει από την ΘΚΤ. Συγκεκριµένα προτείνουν ότι οι οµάδες, αλλά και τα διοµαδικά πλαίσια, ακόµα και τα µέλη των οµάδων διαφέρουν ως προς δύο διαστάσεις: ως προς τον Ατοµικισµό Συλλογικότητα και ως προς τον Αυτόνοµο προσανατολισµό (µη Συγκριτική ιδεολογία) Σχεσιακό προσανατολισµό (Συγκριτική ιδεολογία). Η διάσταση Ατοµικισµός Συλλογικότητα αναφέρεται στο βαθµό που οι κουλτούρες δίνουν έµφαση στο διαπροσωπικό ανταγωνισµό, τα ατοµικά επιτεύγµατα και την «απόσταση» από την ενδοοµάδα (Ατοµικισµός), έναντι της συνεργασίας εντός της οµάδας, τα συλλογικά επιτεύγµατα και τους στενούς δεσµούς µεταξύ των µελών της ενδοοµάδας. Βάσει αυτής της διάστασης, οι διαδικασίες κοινωνικής ταυτότητας που προβλέπει η ΘΚΤ θα πρέπει να εµφανίζονται σε οµάδες που χαρακτηρίζονται από Συλλογικότητα, γιατί µόνο σε αυτές τις οµάδες τα µέλη νοιάζονται για το καλό της οµάδα τους στο σύνολό της. Όµως ο προσανατολισµός προς τη Συλλογικότητα, από µόνος του, δεν εγγυάται ότι οι διαδικασίες κοινωνικής ταυτότητας θα εκδηλωθούν µέσω διοµαδικής σύγκρισης (σύγκρισης µε την εξωοµάδα). Για παράδειγµα, οι θεραπευτικές οµάδες δεν αντλούν απαραίτητα θετική κοινωνική ταυτότητα µέσω σύγκρισης µε άλλες θεραπευτικές οµάδες, ενώ οι αθλητικές οµάδες και τα πολιτικά κόµµατα αντλούν θετική κοινωνική ταυτότητα µέσω σύγκρισης µε τις αντίστοιχες εξωοµάδες. Έτσι, προτείνεται µια δεύτερη σηµαντική διάσταση που διαφοροποιεί τις οµάδες: µη Συγκριτική ιδεολογία (Αυτόνοµος προσανατολισµός) Συγκριτική ιδεολογία (Σχεσιακός προσανατολισµός). Βέβαια, µπορεί και η ίδια οµάδα να επιδείξει είτε Αυτόνοµο είτε Σχεσιακό προσανατολισµό ανάλογα µε την περίσταση.

46 Μια Τυπολογία των Οµάδων ή των ιοµαδικών Καταστάσεων Συγκριτική ιδεολογία (Σχεσιακός προσανατολισµός) Συλλογικός Προσανατολισµός ΘΚΤ (r = +0.55) Σύγκριση µε standards (r = +0.05) Ατοµικιστικός Προσανατολισµός Μη Συγκριτική ιδεολογία (Αυτόνοµος προσανατολισµός) Οι Hinkle & Brown (1990) υπέθεσαν ότι οι προβλέψεις της ΘΚΤ είναι πιο πιθανό να ισχύουν για οµάδες µε Συλλογικό προσανατολισµό και Συγκριτική ιδεολογία (Σχεσιακό προσανατολισµό) και λιγότερο πιθανό να ισχύουν για οµάδες µε Ατοµικιστικό προσανατολισµό και Μη Συγκριτική ιδεολογία (Αυτόνοµο προσανατολισµό). Πράγµατι, οι Brown et al. (1992) σε τρεις διαφορετικές µελέτες βρήκαν κατά µέσο όρο υψηλή συσχέτιση (r = +0.55) µεταξύ ταύτισης και ενδοοµαδικής εύνοιας για οµάδες που εντάσσονται στο άνω αριστερά τεταρτηµόριο, αλλά σχεδόν µηδενική (r = +0.05) συσχέτιση για οµάδες που εντάσσονται στο κάτω δεξιά τεταρτηµόριο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη των Hinkle & Brown (1990) ότι στο κάτω αριστερά τεταρτηµόριο εντάσσεται µια ήδη γνωστή µας στρατηγική διαχείρισης της κοινωνικής ταυτότητας: η σύγκριση µε standards. Αποτελέσµατα έρευνάς τους, όπου φοιτητές πήραν οδηγίες που µείωναν την έµφαση στον ανταγωνισµό (οδηγώντας σε Συλλογικότητα) και τις διοµαδικές συγκρίσεις (οδηγώντας σε Αυτόνοµο προσανατολισµό) έδειξαν ότι η συσχέτιση µεταξύ ταύτισης και αξιολόγησης της ενδοοµάδας ήταν ισχυρότερη (r = +0.65) από τη συσχέτιση µεταξύ ταύτισης και ενδοοµαδικής εύνοιας (r = +0.31), εύρηµα που δείχνει ότι οι ανάγκες της κοινωνικής ταυτότητας αυτών των οµάδων πιθανόν να εξυπηρετούνται καλύτερα από την άµεση αξιολόγηση της ενδοοµάδας, παρά από µια διαδικασία σύγκρισης ενδοοµάδας µε την εξωοµάδα. 4. Η υπόθεση της Αυτοεκτίµησης Όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, µια βασική υπόθεση της ΘΚΤ είναι ότι η επίδειξη ενδοοµαδικής εύνοιας εξυπηρετεί την ανάγκη της οµάδας για θετική διάκριση και θετική κοινωνική ταυτότητα, κάτι που συµβάλει στην αυτοεκτίµηση των µελών της. Εποµένως, υποτίθεται ότι υπάρχει µια αιτιώδης σχέση µεταξύ θετικής διοµαδικής διαφοροποίησης (π.χ. ενδοοµαδικής εύνοιας) και αυτοεκτίµησης. Αυτή η σχέση, δηλ.

47 η υπόθεση της αυτοεκτίµησης, µπορεί να πάρει δύο µορφές: (α) είτε η θετική διοµαδική διαφοροποίηση έχει ως αποτέλεσµα την εξύψωση της αυτοεκτίµησης (δηλ. έχοντας κρίνει την ενδοοµάδα πιο ευνοϊκά σε σχέση µε την εξωοµάδα, τα µέλη νιώθουν καλύτερα για τον εαυτό τους), είτε (β) άτοµα που η αυτοεκτίµησή τους είναι µειωµένη (πιθανόν εξαιτίας του ότι είναι µέλη οµάδας µε χαµηλό status) επιδεικνύουν µεγαλύτερη διοµαδική διαφοροποίηση (π.χ. ενδοοµαδική εύνοια) έτσι ώστε να αποκαταστήσουν την αυτοεκτίµησή τους. Ωστόσο, τόσα χρόνια έρευνας δεν έχουν µε σαφήνεια δείξει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν και η πρώτη µορφή έχει τύχει µεγαλύτερης ερευνητικής στήριξης σε σχέση µε τη δεύτερη. Οι Rubin & Hewstone (1998) σε µια επισκόπηση των σχετικών ερευνών διαπίστωσαν ότι 9 από τις 12 έρευνες για τον έλεγχο της πρώτης µορφής της υπόθεσης της αυτοεκτίµησης απέδωσαν υποστηρικτικά αποτελέσµατα, έναντι µόνο τριών από τις 19 έρευνες για τον έλεγχο της δεύτερης µορφής της υπόθεσης της αυτοεκτίµησης. Οι Rubin & Hewstone (1998) εστιάζουν την ερµηνεία τους για τη (σχετική) έλλειψη ερευνητικής υποστήριξης για την υπόθεση της αυτοεκτίµησης στο θέµα του τρόπου µέτρησης της αυτοεκτίµησης, που δεν συνάδει πάντα µε τις προϋποθέσεις της ΘΚΤ. Πιο συγκεκριµένα, υπάρχει η διάκριση µεταξύ Σφαιρικής (Global) και Ειδικής (Specific) αυτοεκτίµησης: Η σφαιρική αυτοεκτίµηση αναφέρεται στην εκτίµηση που έχει κανείς για τη συνολική του αυτοεικόνα (τον εαυτό του συνολικά), ενώ η ειδική αυτοεκτίµηση αναφέρεται στην εκτίµηση που έχει κανείς για κάποια συγκεκριµένη αυτοεικόνα ή όψη του εαυτού του (π.χ. για την εµφάνισή του, το µισθό του κλπ). Επίσης, υπάρχει διάκριση µεταξύ αυτοεκτίµησης χαρακτηριστικών (trait self-esteem) και αυτοεκτίµησης κατάστασης (state self-esteem): Η αυτοεκτίµηση χαρακτηριστικών είναι προϊόν αυτοαξιολογήσεων σε βάθος χρόνου (π.χ. συχνά, αισθάνοµαι ) ενώ η αυτοεκτίµηση κατάστασης είναι προϊόν αυτοαξιολογήσεων που γίνονται στο άµεσο παρόν (π.χ. αυτή τη στιγµή, αισθάνοµαι ). Τέλος, υπάρχει διάκριση µεταξύ προσωπικής και κοινωνικής (συλλογικής) αυτοεκτίµησης που αντανακλούν τη διάκριση µεταξύ προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας, δηλ. τη διάκριση µεταξύ εκτίµησης για την εικόνα του συλλογικού εαυτού (για την κοινή εικόνα των µελών της οµάδας, π.χ. αισθάνοµαι καλά για την οµάδα µου, δηλ. το φύλο µου, το επάγγελµά µου κλπ), έναντι της εκτίµησης για την εικόνα του προσωπικού εαυτού (π.χ. αισθάνοµαι καλά για τον εαυτό µου). Οι Rubin & Hewstone (1998) λοιπόν υποστηρίζουν ότι οι περισσότερες έρευνες που εξετάζουν την υπόθεση της αυτοεκτίµησης χρησιµοποιούν µετρήσεις σφαιρικής, προσωπικής αυτοεκτίµησης

48 χαρακτηριστικών (π.χ. Συχνά, αισθάνοµαι καλά για τον εαυτό µου συνολικά) αντί για µετρήσεις ειδικής, κοινωνικής (συλλογικής) αυτοεκτίµησης κατάστασης (π.χ. αυτή τη στιγµή, αισθάνοµαι καλά για το φύλο µου ως προς την εµφάνιση/ για το επάγγελµά µου ως προς το µισθό, κλπ), που είναι πιο κατάλληλες βάσει των προϋποθέσεων της ΘΚΤ. Μια άλλη ερµηνεία για τη (σχετική) έλλειψη ερευνητικής υποστήριξης για την υπόθεση της αυτοεκτίµησης δίνεται από τους Farnham et al. (1999), οι οποίοι εστιάζουν στον παράγοντα της κοινωνικής επιθυµητότητας. ηλ. οι συµµετέχοντες στις σχετικές έρευνες ίσως διστάζουν να δείξουν ρητά υψηλή (ή χαµηλή) αυτοεκτίµηση ή και υψηλή διοµαδική διάκριση (ενδοοµαδική εύνοια), πράγµα που µειώνει τη διακύµανση αυτών των µεταβλητών και εποµένως το µέγεθος της συσχέτισης µεταξύ τους. 5. Θετική Αρνητική Ασυµµετρία Στο υπόδειγµα των ελαχίστων οµάδων, η Mummendey και οι συνεργάτες της (1992) έκαναν την εξής διαπίστωση: όταν οι παραδοσιακές αµοιβές (π.χ. πόντοι) αντικαταστάθηκαν µε αρνητικές επιπτώσεις (π.χ. έκθεση σε ενοχλητικό θόρυβο) η ενδοοµαδική εύνοια κυριολεκτικά εξαφανίστηκε (δηλ. οι συµµετέχοντες δεν εξέθεταν τα µέλη της εξωοµάδας σε περισσότερο ενοχλητικό θόρυβο απ ότι τα µέλη της ενδοοµάδας). Αυτή η ασυµµετρία στην ενδοοµαδική εύνοια µεταξύ θετικών και αρνητικών συνεπειών που ονοµάστηκε φαινόµενο θετικής αρνητικής ασυµµετρίας, είναι ένα µάλλον γενικό φαινόµενο. Αξιολογήσεις της ενδοοµάδας και της εξωοµάδας µε χρήση αρνητικά διατυπωµένων κλιµάκων παράγει λιγότερη ενδοοµαδική εύνοια απ ότι αντίστοιχες αξιολογήσεις µε χρήση θετικά διατυπωµένων κλιµάκων. Αυτή η διαπίστωση, ότι οι ψυχολογικές διεργασίες που προσδιορίζει η ΘΚΤ φαίνεται να ισχύουν για την ενδοοµαδική εύνοια µόνο σε σχέση µε θετικές διαστάσεις σύγκρισης είναι κάπως προβληµατική για τη ΘΚΤ. Οι Mummendey & Otten (1998) πρότειναν τρεις πιθανές ερµηνείες για το φαινόµενο της θετικής αρνητικής ασυµµετρίας: Η κανονιστική (normative) ερµηνεία υποστηρίζει ότι ίσως είναι κανονιστικά ανάρµοστη (αντίθετη µε τις κοινωνικές νόρµες) η εκδήλωση ενδοοµαδικής εύνοιας στο αρνητικό πεδίο, γιατί υποδηλώνει επιβολή αρνητικών ερεθισµάτων στα µέλη της εξωοµάδας σε µεγαλύτερο βαθµό απ ότι στα µέλη της ενδοοµάδας. Ενώ γενικά η διάκριση είναι κοινωνικά αποδοκιµαστέα, ίσως θεωρείται πολύ πιο ανάρµοστη

49 κοινωνικά, όταν υποδηλώνει λιγότερη επιβάρυνση για την ενδοοµάδα εις βάρος της εξωοµάδας, παρά όταν υποδηλώνει µεγαλύτερα οφέλη για την ενδοοµάδα εις βάρος της εξωοµάδας, γιατί το δεύτερο σηµαίνει ότι και η εξωοµάδα επωφελείται αν και σε µικρότερο βαθµό απ ότι η ενδοοµάδα. Η γνωστική ερµηνεία στηρίζεται στο γεγονός ότι διαφορετικές διαδικασίες υπεισέρχονται στην επεξεργασία θετικών και αρνητικών ερεθισµάτων. Έχει διαπιστωθεί σε µελέτες για τη δηµιουργία εντυπώσεων και την αντίληψη προσώπων ότι οι αρνητικές πληροφορίες έχουν µεγαλύτερη βαρύτητα στη δηµιουργία εντυπώσεων (φαινόµενο αρνητικότητας) καθώς και ότι υφίστανται πιο προσεκτική και συστηµατική επεξεργασία έναντι των θετικών πληροφοριών. Κατά συνέπεια, αξιολογικές κρίσεις για αρνητικές διαστάσεις (καθώς και αποφάσεις για επιβολή αρνητικών ερεθισµάτων) πρέπει να είναι λιγότερο επιρρεπείς σε ενδοοµαδική µεροληψία, αν δεν υπάρχουν αντικειµενικές πληροφορίες που να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση µεταξύ ενδοοµάδας και εξωοµάδας αναφορικά µε τις συγκεκριµένες αρνητικές διαστάσεις (λόγω λεπτοµερέστερης συστηµατικής επεξεργασίας). Η ερµηνεία της επανακατηγοριοποίησης η οποία είναι η πλέον σχετική µε την ΘΚΤ υποστηρίζει ότι η µείωση ή και εξάλειψη της διάκρισης ενάντια στη εξωοµάδα αναφορικά µε αρνητικές επιπτώσεις στο υπόδειγµα των ελαχίστων οµάδων, οφείλεται σε κάποια γνωστική επαναδόµηση της πειραµατικής κατάστασης, που προκαλείται από µια αίσθηση «κοινής µοίρας» όταν οι συµµετέχοντες καλούνται να κάνουν κάτι ασυνήθιστο ή κανονιστικά ανάρµοστο. Οι συµµετέχοντες νιώθουν ότι «βράζουνε στο ίδιο καζάνι» µε τα µέλη της εξωοµάδας και ίσως επανακατηγοριοποιούν την κατάσταση ως εξής: «εµείς οι συµµετέχοντες» έναντι «του πειραµατιστή». Έτσι, οι αρχικές κατηγορίες ενδοοµάδα εξωοµάδα υποκαθίστανται από µια υπερκείµενη κατηγορία («εµείς οι συµµετέχοντες») και µειώνεται ή εξαλείφεται η ενδοοµαδική εύνοια, γιατί τα µέλη της πρώην εξωοµάδας θεωρούνται ότι ανήκουν πλέον σε µια διευρυµένη ενδοοµάδα. Πράγµατι, σε έρευνα διαπιστώθηκε ότι στην κανονιστικά ανάρµοστη συνθήκη (αρνητικά ερεθίσµατα) υπήρχε µεγαλύτερος βαθµός ταύτισης µε την υπερκείµενη οµάδα παρά µε τη αρχική ενδοοµάδα και η εκδήλωση ή όχι µεροληψίας ήταν συνάρτηση του βαθµού ταύτισης µε την υπερκείµενη οµάδα. Η υπόθεση της επιβάρυνσης: Η Mummendey και οι συνεργάτες της διερεύνησαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εµφανίζεται ενδοοµαδική εύνοια και σε αρνητικές διαστάσεις, δηλ. παύει να εµφανίζεται θετική αρνητική ασυµµετρία.

50 ιαπίστωσαν ότι το σχετικό status και το µέγεθος των οµάδων παίζουν σηµαντικό ρόλο. Πιο συγκεκριµένα, οι χαµηλού status και οι µειονοτικές οµάδες αυτές που έχουν µεγαλύτερη ανάγκη τη θετική διάκριση προς ενίσχυση της κοινωνικής τους ταυτότητας έδειξαν ενδοοµαδική εύνοια και σε αρνητικά ερεθίσµατα (π.χ. να βάλουν µέλος της ενδοοµάδας ή της εξωοµάδας να µάθουν µια λίστα συλλαβών χωρίς νόηµα). Έτσι, κατέληξαν στην υπόθεση της επιβάρυνσης: για να εµφανιστεί ενδοοµαδική εύνοια (και εξωοµαδική διάκριση) χρειάζονται επιπρόσθετες επιβαρυντικές συνθήκες (χαµηλό status, µειονοτική θέση ενδοοµάδας) πέρα από την απλή κατηγοριοποίηση σε ελάχιστες οµάδες. Προφανώς, τόσο το χαµηλό status, όσο και η µειονοτική θέση ενδοοµάδας καθιστούν πιο ευκρινή τη διάκριση µεταξύ ενδοοµάδας και εξωοµάδας, κάνοντας πιο δύσκολη την επανακατηγοριοποίηση σε µια υπερκείµενη οµάδα, µε αποτέλεσµα να αίρεται η θετική αρνητική ασυµµετρία. Τέλος, σύµφωνα µε τους Reynolds et al. (2000) η θετική αρνητική ασυµµετρία αίρεται, όταν οι διαστάσεις σύγκρισης (είτε θετικές είτε αρνητικές) είναι τυπικές και σηµαντικές για τον προσδιορισµό ενδοοµάδας εξωοµάδας. Αν κάποιο χαρακτηριστικό είναι συναινετικά πιο τυπικό για την οµάδα Α (π.χ. φοιτητές ΑΕΙ) σε σχέση µε την οµάδα Β (π.χ. φοιτητές ΤΕΙ), τόσο τα µέλη της ενδοοµάδας όσο και τα µέλη της εξωοµάδας θα αποδώσουν αυτό το χαρακτηριστικό πιο πολύ στην οµάδα Α, ανεξάρτητα από το αν είναι θετικό ή αρνητικό. Για παράδειγµα, αν τα χαρακτηριστικά «διανοούµενος» (θετικό) και «υπερόπτης» (αρνητικό) θεωρούνται (συναινετικά) τυπικά των φοιτητών ΑΕΙ, και τα χαρακτηριστικά «πρακτικός» (θετικό) και «χωρίς έµπνευση» (αρνητικό) θεωρούνται (συναινετικά) τυπικά των φοιτητών ΤΕΙ, οι φοιτητές ΑΕΙ θα δείξουν ενδοοµαδική εύνοια ως προς το «διανοούµενος» (θετικό, τυπικό της ενδοοµάδας) και ως προς το «χωρίς έµπνευση» (αρνητικό, τυπικό της εξωοµάδας), δηλ. αίρεται η θετική αρνητική ασυµµετρία (παράλληλα θα δείξουν εξωοµαδική εύνοια ως προς το «υπερόπτης» (αρνητικό, τυπικό της ενδοοµάδας) και ως προς το «πρακτικός» (θετικό, τυπικό της εξωοµάδας). Αντίστοιχα, οι φοιτητές ΤΕΙ θα δείξουν ενδοοµαδική εύνοια ως προς το «πρακτικός» (θετικό, τυπικό της ενδοοµάδας) και ως προς «υπερόπτης» (αρνητικό, τυπικό της εξωοµάδας), δηλ. αίρεται η θετική αρνητική ασυµµετρία (παράλληλα θα δείξουν εξωοµαδική εύνοια ως προς το «χωρίς έµπνευση» (αρνητικό, τυπικό της ενδοοµάδας) και ως «διανοούµενος» (θετικό, τυπικό της εξωοµάδας). Τα ευρήµατα τριών πειραµάτων των Reynolds et al. (2000) επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις τους.

51 6. Οι επιπτώσεις της ιοµαδικής Οµοιότητας Η ΘΚΤ είναι ουσιαστικά µια θεωρία για τη διοµαδική διαφοροποίηση, δηλ. τα µέλη προσπαθούν να προσδώσουν θετική διάκριση στην οµάδα τους έναντι της εξωοµάδας. Εποµένως, οι οµάδες που ανακαλύπτουν ότι µοιάζουν µεταξύ τους θα έχουν µεγαλύτερο κίνητρο να επιδοθούν σε διοµαδική διαφοροποίηση. Τα αποτελέσµατα ερευνών που εξετάζουν αυτή την υπόθεση είναι µάλλον ανάµικτα. Από τη µια, υπάρχουν ενδείξεις ότι οµάδες που θεωρούν ότι έχουν παρόµοιες νόρµες και στάσεις δείχνουν µεγαλύτερη διοµαδική έλξη και λιγότερη ενδοοµαδική εύνοια απ ότι ανόµοιες οµάδες κάτι που αντίκειται στη ΘΚΤ. Από την άλλη και σε συµφωνία µε τη ΘΚΤ έχει βρεθεί ότι η διοµαδική οµοιότητα οδηγεί σε µεγαλύτερη διοµαδική διαφοροποίηση. Η εξήγηση γι αυτά τα αντιφατικά αποτελέσµατα είναι µάλλον δύσκολη. Μια ερµηνεία στηρίζεται στη Θεωρία Βέλτιστης ιακριτότητας (Optimal Distinctiveness Theory, Brewer, 1991). Η Θεωρία Βέλτιστης ιακριτότητας υποστηρίζει ότι η κοινωνική ταυτότητα µπορεί να θεωρηθεί σαν ένας συµβιβασµός µεταξύ δύο αντιτιθέµενων αναγκών: της ανάγκης για αφοµοίωση έναντι της ανάγκης για διαφοροποίηση. Η βέλτιστη διακριτότητα αποκτάται µέσω ταύτισης µε οµάδες που δεν είναι ούτε πολύ µεγάλες ώστε να κινδυνεύει η διακριτότητα του εαυτού µέσα στην οµαδική ταυτότητα, ούτε πολύ µικρές ώστε η αφοµοίωση να είναι δύσκολη, δηλ. µε οµάδες όπου εξυπηρετούνται εξίσου και ως ένα βαθµό και οι δύο ανάγκες. Με την ίδια λογική, τα µέλη των οµάδων, πιθανόν, να επιθυµούν η οµάδα τους να έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά (να µοιάζει) µε άλλες οµάδες ώστε να µην νιώθουν στιγµατισµένα, αλλά παράλληλα να έχει και αρκετά µη κοινά ώστε να διασφαλίζεται η διακριτότητά της. Με βάση αυτό το σκεπτικό µπορεί κανείς να υποθέσει ότι η λιγότερη ενδοοµαδική εύνοια (και η πιο ευνοϊκή στάση) θα εκδηλώνεται προς οµάδες ενδιάµεσης οµοιότητας προς την ενδοοµάδα, δηλ. ούτε τόσο διαφορετικές που να µην υπάρχει τίποτα κοινό, ούτε τόσο όµοιες που να απειλείται η διακριτότητα της ενδοοµάδας. 7. Επιλογή στρατηγικής διαχείρισης της ταυτότητας από οµάδες χαµηλού status Έχουµε ήδη αναφερθεί σε πολλές πιθανές στρατηγικές διαχείρισης της κοινωνικής ταυτότητας (Βλ. Blanz et al., 1998). Ένα όµως ερώτηµα παραµένει: είναι δυνατόν να προβλεφθεί ποια στρατηγική θα υιοθετηθεί στο εκάστοτε διοµαδικό πλαίσιο; Γνωρίζουµε τις βασικές προβλέψεις της ΘΚΤ (ατοµική κινητικότητα όταν τα όρια

52 είναι διαπερατά και το σύστηµα σταθερό και νόµιµο, κοινωνική δηµιουργικότητα όταν τα όρια δεν είναι διαπερατά και το σύστηµα σταθερό και νόµιµο, κοινωνικός ανταγωνισµός όταν τα όρια δεν είναι διαπερατά και το σύστηµα µη σταθερό και µη νόµιµο. εδοµένης της πληθώρας των στρατηγικών που ανοίγονται στις οµάδες χαµηλού status, ο Brown (2000) προτείνει µια εξειδίκευση των προβλέψεων µε βάση την ταύτιση µε την οµάδα. Έχει βρεθεί σε πειραµατικές µελέτες ότι τα µέλη µε υψηλή ταύτιση είναι λιγότερο πιθανόν να υιοθετήσουν ατοµικές στρατηγικές (π.χ. ατοµική κινητικότητα). Αλλά και σε έρευνες πεδίου σε διαφορετικά πλαίσια έχει διαπιστωθεί αρνητική συσχέτιση µεταξύ ταύτισης και ατοµικών στρατηγικών. Ωστόσο, οι προσπάθειες να προβλεφθούν ποιες από τις άλλες στρατηγικές θα χρησιµοποιηθούν δεν είχαν την ίδια επιτυχία. Για παράδειγµα, οι Turner & Brown (1978) βρήκαν ότι κάτω από συνθήκες χαµηλής σταθερότητας και νοµιµότητας, τα µέλη οµάδων χαµηλού status έδειχναν τόσο κοινωνικό ανταγωνισµό όσο και κοινωνική δηµιουργικότητα. Η Mummendey et al. (1999) σε µια µελέτη πεδίου αναφορικά µε την πρόβλεψη των στρατηγικών διαχείρισης της ταυτότητας των (πρώην) Ανατολικογερµανών, όπου οι τρεις κοινωνικοδοµικές µεταβλητές χρησιµοποιήθηκαν ως προβλεπτικές («ανεξάρτητες») µεταβλητές, η ταύτιση ως διαµεσολαβούσα µεταβλητή (mediator) και οι διάφορες στρατηγικές ως εξαρτηµένες (προς πρόβλεψη) µεταβλητές, βρήκαν τα εξής: 1) Η σταθερότητα και η νοµιµότητα ήταν ανεξάρτητες µεταξύ τους (δεν παρουσίαζαν σηµαντική συσχέτιση). Όµως, η σταθερότητα είχε αρνητική συσχέτιση µε την διαπερατότητα (όσο πιο σταθερό το σύστηµα τόσο λιγότερο διαπερατά τα όρια), ενώ η νοµιµότητα θετική (όσο πιο νόµιµο το σύστηµα τόσο περισσότερο διαπερατά τα όρια). 2) Η σταθερότητα είχε θετική επίδραση στον κοινωνικό ανταγωνισµό, αρνητική στην ατοµική κινητικότητα (και καµία επίδραση στην κοινωνική δηµιουργικότητα): αυτά τα ευρήµατα δεν είναι συµβατά µε τις προβλέψεις της ΘΚΤ (είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση). 3) Η διαπερατότητα σχετίζονταν αρνητικά µε την ατοµική κινητικότητα και θετικά µε τον κοινωνικό ανταγωνισµό (και δεν είχε καµία επίδραση στην κοινωνική δηµιουργικότητα) εύρηµα µη αναµενόµενο βάσει της ΘΚΤ.

53 4) Η νοµιµότητα είχε αρνητική επίδραση στον κοινωνικό ανταγωνισµό, και θετική στην ατοµική κινητικότητα (και καµία επίδραση στην κοινωνική δηµιουργικότητα): αυτά τα ευρήµατα είναι συµβατά µε τις προβλέψεις της ΘΚΤ. 5) Τέλος, η ταύτιση είχε αρνητική συσχέτιση µε την ατοµική κινητικότητα και θετική συσχέτιση µε τον άµεσο ανταγωνισµό και την επαναξιολόγηση διάστασης σύγκρισης αποτελέσµατα συµβατά µε την ΘΚΤ. Συµπερασµατικά, µε εξαίρεση την ατοµική κινητικότητα, η πρόβλεψη των άλλων στρατηγικών στο πλαίσιο της ΘΚΤ είναι προβληµατική. Εποµένως, οι προβλέψεις για τις στρατηγικές χρειάζονται περαιτέρω θεωρητικές διευκρινήσεις και επιπλέον εµπειρικούς ελέγχους. (Γ) Μελλοντικές προκλήσεις για την ΘΚΤ 1. Η Επέκταση της έννοιας της Κοινωνικής Ταυτότητας 1α) Σύµφωνα µε τον Brown (2000) πρέπει να αναγνωριστεί η τεράστια ποικιλότητα των οµάδων που µπορούν να λειτουργήσουν ως βάση για την κοινωνική ταυτότητα των ανθρώπων. Προς το παρόν η ΘΚΤ δεν διαφοροποιεί µεταξύ των διαφορετικών ειδών οµάδων. ηλ. όλες οι οµάδες είτε µικρές οµάδες που τα µέλη έχουν διαπροσωπική αλληλεπίδραση, είτε µεγάλες κοινωνικές οµάδες, θεωρούνται στο πλαίσιο της ΘΚΤ ψυχολογικά ισοδύναµες για τα µέλη τους αναφορικά µε τις διαδικασίες ταυτότητας. Όµως, οι διάφορες οµάδες µπορεί να εξυπηρετούν εντελώς διαφορετικές ανάγκες ταυτότητας. Για παράδειγµα, οι Deaux et al. (1995) σε µια έρευνα, ζήτησαν από συµµετέχοντες να αξιολογήσουν και να ταξινοµήσουν 64 διαφορετικές οµάδες. Από την ανάλυση προέκυψαν τέσσερεις κύριες διακριτές συστάδες οµάδων: επαγγελµατικές οµάδες, πολιτικές οµάδες, εθνικές και θρησκευτικές οµάδες. Ανάλογα ευρήµατα προέκυψαν και σε τρία διαφορετικά πολιτισµικά πλαίσια, αλλά και αποκλειστικά για ενδοοµάδες. Επίσης, ενώ η ταύτιση µε τις οµάδες ήταν εξίσου υψηλή για όλες, η σχέση (συσχέτιση) ταύτισης µε ενδοοµαδική εύνοια διέφερε από οµάδα σε οµάδα. Αυτές οι κεντρικές διαστάσεις της ποικιλότητας των οµάδων πρέπει να ενσωµατωθούν στην ΘΚΤ, και οι κοινωνιοψυχολογικοί µηχανισµοί της κοινωνικής ταυτότητας ανάλογα µε το είδος της οµάδας πρέπει να αποτελέσουν αντικείµενο µελλοντικής έρευνας.