ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Α1. Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι πρόδηλη στο έργο του

Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α Λυκείου Κωδικός 4528 Ενότητα: «Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση»

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. «Μόνο γιατί µ αγάπησες» (Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928, σελ σχολικού βιβλίου) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ιονύσιος Σολωµός: Ο Πόρφυρας (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

ιονύσιος Σολωµός ( )

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΥΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Ο Σολωµός και οι Επτανήσιοι

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Βιτσέντζου Κορνάρου: Ερωτόκριτος β. [Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός] (στίχοι ) (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ «Μόνο γιατί μ αγάπησες», Μαρία Πολυδούρη

Ρομαντισμός. Εργασία για το μάθημα της λογοτεχνίας Αραμπατζή Μαρία, Βάσιου Μαρίνα, Παραγιού Σοφία Σχολικό έτος Τμήμα Α1

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΜΑΪΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «Επι-σκέψεις στο εργαστήρι ενός ποιητή» Κώστας Καρυωτάκης- Μαρία Πολυδούρη

ÈÅÌÁÔÁ 2007 ÏÅÖÅ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ιονύσιο Σολωµό «Ο Κρητικό» Επαναληπτικά Θέµατα ΟΕΦΕ 2007

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Κωστή Παλαµά: «Ο ωδεκάλογος του Γύφτου» (Απόσπασµα από τον Προφητικό) (Κ.Ν.Λ. Β Λυκείου, σσ )

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Ποίηση. Ἡ ποίησή μας δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση, ὄχι πὼς ἀνακαλύψαμε κάτι καινούργιο, ἀλλὰ πὼς θυμηθήκαμε κάτι ποὺ εἴχαμε ξεχάσει

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Παραγωγή γραπτού λόγου Ε - Στ τάξη Σύνθεση ποιήµατος

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ - ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΟΙΗΣΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ- ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Ουίλλιαµ Σαίξπηρ: «Σονέτο XVIII» (Ν.Ε.Λ. Β Λυκείου, Α5, σσ )

Οδυσσέας Ελύτης: Ο Ύπνος των Γενναίων (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Νεωτερική παιδική ποίηση

8. MOUSES :00 ÂÏ 145 Mούσες των οιητών

Τέλλος Άγρας, Το ξανθό παιδί Νικηφόρος Βρεττάκος, Το παιδί με τα σπίρτα

μακέτα δημοτικό τραγουδι.qxp_layout 1 5/12/16 11:22 π.μ. Page 3 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

«Βασιλιάς των Ξωτικών» ( Erlkonig ) Κατηγορία: Lied Στίχοι: Goethe Μουσική: Schubert

Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ κ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ» Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 22 ΜΑΪΟΥ 2015 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Αγγελική Βαρελλά, Η νίκη του Σπύρου Λούη

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η δικη μου μαργαριτα 1

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

Περί Μελαγχολίας. Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Δημήτριος Καργιώτης. 6 η ενότητα: «Το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα»

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

22 ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΟΙΗΤΩΝ WORLD CONGRESS OF POETS ΛΑΡΙΣΑ, 29 ΙΟΥΝΙΟΥ ΕΩΣ 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011 ΟΜΙΛΙΑ ΒΟΥΛΑΣ ΚΩΣΤΟΠΕΤΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ:

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Κ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Κλέφτικο τραγούδι: [Της νύχτας οι αρµατολοί] (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2004

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2004

Ώρες με τη μητέρα μου

ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Σ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ

Ποιητικό Κουίζ. 1. Ποιος Έλληνας ποιητής τιμήθηκε πρώτος με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας; 2. Ποιο είναι το μέτρο των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών;

Ζωή Γεωργιάδου, «Εισαγωγή» (για το έργο Ερωτοπαίγνια ή Καταλόγια. Στίχοι περί έρωτος και αγάπης)

Ο ίδιος είχε μια έμφυτη ανάγκη ισορροπίας και θετικισμού μέσα στο όνειρο.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΜΑΙΟΥ 2011 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΣ Είκοσι Δύο Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, Δώδεκα Εικόνες του Χ.Ι. Ξένου

ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΩΔΩΝ

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2009 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 1 IOYNIOY 2001 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Γιάννης Ρίτσος: Ανυπόταχτη Πολιτεία (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Κυριακή 5 Μαΐου 2019.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ (14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016)

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

3 πνοές της Άνοιξης. Ε 1 τάξη. 2 ο Δημ. Σχολ. Υμηττού

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λάρισας «Κωνσταντίνος Κούμας» Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Κείμενα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Οδυσσέας Ελύτης: Η Μαρίνα των βράχων (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ορόσημο. Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης

Α. ΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

«Έλα με το ποίημά σου» τον λαό ελπίζει δύναμης, ελπίδας!

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ. Ο Συλλέκτης

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α


Γιάννη Ρίτσου: Ρωµιοσύνη (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. Μίλτος Σταχτούρης Ὁ Ἐλεγκτής

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Μουσικοκινητική αγωγή

Του γιοφυριού της Άρτας- Ανάλυση. Επιμέλεια: Κατερίνα Κάζηρα

2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου

Transcript:

1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΙΙ : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ (19 ΟΣ ΚΑΙ 20 ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ) ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΣ ΑΜ.: 37565 ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΔΩΡΑ ΜΕΝΤΗ, ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2008

Να μελετήσετε τα ποιήματα «Η Αγνώριστη» του Διονύσιου Σολωμού, «Το πλάσμα της φαντασίας» του Ιούλιου Τυπάλδου και «Προτίμησις» του Αχιλλέα Παράσχου. Αφού συμβουλευτείτε τις σχετικές σελίδες από το Εγχειρίδιο Μελέτης και από τις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας για την επτανησιακή ποίηση, την ποίηση του Σολωμού και την ποίηση του αθηναϊκού ρομαντισμού, α) Να προσδιορίσετε και να σχολιάσετε την τεχνοτροπία, τη μορφολογία και τη γλώσσα του κάθε ποιήματος. β) Να σχολιάσετε τη διαχείριση του ερωτικού θέματος και τον συσχετισμό της γυναικείας μορφής με τη φύση στα τρία ποιήματα. 1

Διονύσιος Σολωμός «Η Αγνώριστη» Ποιά εἶναι τούτη ποὺ κατεβαίνει ἀσπροεντυμένη ὀχ τὸ βουνό; Τώρα ποὺ τούτη ἡ κόρη φαίνεται, τὸ χόρτο γένεται ἄνθι ἁπαλό κι εὐθὺς ἀνοίγει τὰ ὡραῖα του κάλλη, καὶ τὸ κεφάλι συχνοκουνεῖ κι ἐρωτεμένο, νὰ μὴ τὸ ἀφήσει, νὰ τὸ πατήσει, παρακαλεῖ. Κόκκινα κι ὄμορφα ἔχει τὰ χεῖλα, ὡσὰν τὰ φύλλα τῆς ροδαριᾶς, ὅταν χαράζει, καὶ ἡ αὐγούλα λεπτὴ βροχούλα στέρνει δροσιᾶς. Καὶ τῶν μαλλιῶνε της τ' ὡραῖο πλῆθος πάνου στὸ στῆθος λάμπει ξανθό ἔχουν τὰ μάτια της, ὁποὺ γελοῦνε, τὸ χρῶμα ποὔναι στὸν οὐρανό. Ποιά εἶναι τούτη ποὺ κατεβαίνει ἀσπροντυμένη ὀχ τὸ βουνό; Αχιλλέας Παράσχος «Προτίμησις» Δὲν θέλω κόρην ἄπειρον τοῦ ἔρωτος, δὲν θέλω! Δὲν θέλω ἀθωότητα δειλήν, ἐρυθριῶσαν. Εἶν' εὔκολον εἰς ἄπειρον καρδίαν ν' ἀνατέλλω, λατρεύουσαν τὸ ἄδηλον, τὸ ἄγνωστον ἐρῶσαν. Ποτὲ γενναῖος μαχητὴς ἀόπλους δὲν φονεύει ψυχραίνει νίκη εὔκολος τὴν εὐγενῆ ἀνδρείαν. Ζητεῖ ἀγρίαν συμπλοκήν, ζητεῖ νὰ κινδυνεύσει, καὶ ἰσχυροῦ πολεμιστοῦ νὰ σχίζει τὴν καρδίαν. Κι ἐγὼ ἐδέχθην φίλημα ἀπὸ ψυχὴν παρθένον, κι ἤκουσα στόνον συμπαθῆ νεάνιδος ἁγίας ἀλλὰ τὸ φίλημα μὲ πῦρ δὲν ἦτο μεμιγμένον, οὐδ' ἦτο στόνος ἔρωτος ὁ στόνος τῆς δειλίας. Τοιοῦτος ἔρως παίγνιον ἀγάπης θεωρεῖται καλεῖται περιέργεια, ἀνυπομονησία... καλεῖται ὅ,τι θέλετε, ἀλλ' ἔρως δὲν καλεῖται. -Ἡ προανάκρουσις ποτὲ δὲν εἶναι ἁρμονία. Ἔ, ὅσοι τὸ ἐρύθημα ποθοῦν τὸ τετριμμένον, εἰς τὸ γυμνάσιον αὐτὸ τοῦ ἔρωτος τοὺς στέλλω. Ἂς λάβουν ἄλλοι φίλημα ἀπὸ ἁγνὴν παρθένον ἐμέ, τοιοῦτον φίλημα κουράζει: - δὲν τὸ θέλω! Θέλω ψυχὴν ἡμιθανή, ψυχὴν καταβληθεῖσαν, τὸ πᾶν ἰδοῦσαν καὶ οὐδὲν μὴ ἔχουσαν νὰ μάθη καρδίαν ἁμαρτήσασαν, καρδίαν τεφρωθεῖσαν, γνωρίζουσαν τί ἔπαθε, καὶ... θέλουσαν νὰ πάθη! Θέλω καρδίαν ζήσασαν ταχύτερον, πεσοῦσαν νὰ τὴν ἐγείρω κι εἰς νεκρὰν ψυχὴν νὰ ἐμφυσήσω καρδίαν φθινοπωρινήν, ζωὴν φυλλορροοῦσαν, καὶ πεπτωκότα ἄγγελον ποθῶ νὰ ἐλεήσω. Τοιοῦτος εἶμαι προτιμῶ τὴν νύκτα τῆς ἡμέρας τὸ πίπτον φύλλον καὶ οὐχὶ ναρκίσσους μυροβόλους ἀπὸ τὸ ἄστρον τῆς αὐγῆς, τοὺς δύοντας ἀστέρας, καὶ προτιμῶ ἕνα νεκρὸν ἀπὸ τοὺς ζῶντας ὅλους! 1862 2

Ιούλιος Τυπάλδος «Το πλάσμα της φαντασίας» Ἐσὺ ποὺ πρώτη ἐπρόβαλες Ὅπου να ἰδῶ μοῦ φαίνεται, σὰν ὄνειρο ἐμπροστά μου, σὲ τρυφερὴ εὐμορφία κι ἄναψες πάθη ἀκοίμητα ἢ σὲ θλιμμένα βλέμματα στὴν ἄδολη καρδιά μου, νὰ λάμπη ἀκτίνα θεία, ἄ! ποῦ 'σαι, πὲς μου, ἀγάπη μου, ἐκεῖ ἡ ψυχή μου ρίχνεται ποῦ 'σαι, γλυκιά μου ἐλπίδα; ὁλόθερμη, ἀναμμένη, Tὴ γῆν ἔχεις πατρίδα καὶ στρέφει παγωμένη ἢ τ' ἄστρα τ' οὐρανοῦ; στὸ στῆθος τὸ θερμό. Ἐσὲ ζητῶ στὸ χάραμα, σὰ γλυκοφέγγει ἡ μέρα, εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας, στὸν ἥσυχον αἰθέρα ἐσὲ στὴν ἀνθοστόλιστη τοῦ κάμπου πρασινάδα, στὴν μυστικὴν ἀχνάδα τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ. Πόσες φορὲς μοῦ φαίνεται νὰ σὲ θωρῶ μπροστά μου, καὶ ἀπὸ τὰ στήθια στέκεται νὰ πετακτῆ ἡ καρδιά μου θωρῶ τὰ οὐράνια βλέμματα, τ' ἀγγελικό σου στόμα, τ' ἀέρινο τὸ σῶμα, τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά. Πόσες φορές, ἀγάπη μου, ζητώντας σὲ εἰς τὰ ξένα, μὲ πόθο γύρω ἀσήκωσα, τὰ μάτια ἐρωτευμένα, ὅπου τὰ κάλλη ἐλάμπανε μὲς στ' ἄνθη, στὰ λουλούδια, ὅπου χοροί, τραγούδια μαγεύουν τὴν καρδιά. Κι ἐλόγιασα νὰ σ' εὕρηκα, ὦ ποθητή μου, ἐσένα κι ηὖρα γλυκὰ χαμόγελα καὶ στήθια παγωμένα μία μόνη εἶδαν τὰ μάτια μου, καὶ τ' ἀνθηρά της κάλλη σὲ παγωμένη ἀγκάλη μαραίνονται κρυφά. Ἀγάπησα κι ἀγάπησα κι ἐσὲ ποτὲ δὲν εἶδα ἄ! ποῦ 'σαι, πὲς μου, ἀγάπη μου, ποῦ 'σαι, γλυκιά μου ἐλπίδα; Πάθη βαθιὰ μ' ἐπλάκωσαν μὲ δύναμη μεγάλη, ἀλλ' ἔμεινε στὴν πάλη ἀμόλυντη ἡ καρδιά! Εἶδα θολή, κατάμαυρη ἡ αὐγὴ γιὰ μὲ νὰ βγαὶνη κι ἔρμη ἡ ψυχή μου ἀπόμεινε, σ' ὅλον τὸν κόσμο ξένη ἀλλὰ μεμιᾶς ἡ θάλασσα, τ' ἀστέρια, ἡ γῆ ἀναζῆσαν, καὶ λόγια μοῦ ἐμιλῆσαν ἐγκάρδια, μυστικά. Συχνὰ ἡ ψυχή μου ὑψώνεται στὸν ἄπλαστον αἰθέρα, κόσμους ξανοίγει ἀγνώριστους, ὅπου ἀναβρύζει ἡ μέρα. Γύρου ἀντηχάει ἀνέκφραστη οὐράνια μελωδία, χύνoυν κρυφὴ εὐωδία τὰ ρόδα τ' οὐρανοῦ. Κι ὅταν τῆς μοίρας τ' ἄσπλαχνο, τὸ παγωμένο χέρι, σκορπάη τὰ οὐράνια ὀνείρατα σὰ σύγνεφο τ' ἀέρι, μόλις στῆς γῆς τὴν ἄχαρη μαύρη ζωὴ ξυπνάω, ἐσένα ἐποζητάω, θεῖο πλάσμα τ' οὐρανοῦ. 3

Εἶν' ἐδῶ κάτου ἀκόπιαστα φθόνος, δειλία καὶ πλάνη στολίζει ἀνείδια πρόσωπα τῆς δόξης τὸ στεφάνι σὰν τὴν ὀχιά, τὸ φίλημα τὰ χείλη φαρμακώνει, ἡ προδοσία πλακώνει τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς. Ἂν νιὸς ἀετός ἀπότομα τινάξη τὰ φτερά του, ἄγριο γεράκι ρίχνεται σὰν ἀστραπὴ ἐμπροστά του. Ἀνίσως ἄστρο ἀγνώριστο στὸν οὐρανὸ προβὰλη, ἡ μαύρη ἀνεμοζάλη σηκώνεται μεμιᾶς. Ἀγάπη μου, σπλαχνίσου με καὶ πρόβαλε ἐμπροστά μου μ' ἐσένα κι ἡ Παράδεισο θὰ κατεβῆ σιμά μου, στ' ἀγγελικὸ τὸ στῆθος σου νὰ γείρω τὸ κεφάλι, εἰς τὴ γλυκιά σου ἀγκάλη νὰ βρῶ παρηγοριά. τοῦ κόσμου τὰ πλανέματα καὶ τὲς χαρὲς ν' ἀφήσω, καὶ μ' ἐσὲ μόνη, ἀγάπη μου, σὲ μίαν ἐρμιὰ νὰ ζήσω νὰ μᾶς λέη λόγια ἀνέκφραστα τὸ τρυφερὸ λουλούδι, καὶ μυστικὸ τραγούδι τὴ νύκτα ἡ ἀστροφεγγιά. Δάση, βουνά ἀνθοστόλιστα καὶ κρυσταλλένια βρύση! ἡ ἐρμιά σας, ναί, τὴν ἄχαρη ψυχή μου θ' ἀναζήση ὁ ὕμνος, ἄνθι οὐράνιο, ὁποὺ ποτὲ δὲν σβηέται, θερμὸς θέλει πετιέται ἀπ' τὴ θερμὴ καρδιά. Πλέρια ν' ἀκούσω ἀτάραχη τὴν ὕπαρξη σιμά σου, καὶ κόσμο καὶ Παράδεισο νὰ βρῶ στὴν ἀγκαλιά σου νὰ 'ναι γιὰ μᾶς οἱ μέρες μας, δική μας ἡ χαρά μας, τα δάκρυα μας δικά μας, δύο στήθια, μία καρδιά. Κι ὅταν ψηλάθε ἡ ὕστερη αὐγὴ γιὰ μὲ προβάλη, νὰ μὲ πλακὼση ὁ θάνατος στὴ σπλαχνική σου ἀγκάλη τὰ μάτια μου θωρώντας σε νὰ μείνουνε σβημένα, κι ἡ πλάση ὅλη γιὰ μένα θὰ 'ναι ἐνωμένη ἐκεῖ. Ἐσὺ τὸ ἔρμο μνῆμα μου μὲ ρόδα θὰ στολίσης, κι αὐγὴ καὶ βράδυ θὰ 'ρχεσαι δάκρυα σ' αὐτὸ νὰ χύσης καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τάφο μου, σὰν αὔρα δροσισμένη, νύκτα βαθιὰ θὰ βγαίνη μία μελωδία κρυφή. 4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΜΟΡΦΗ & ΤΑ ΡΕΥΜΑΤΑ... 7 ΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ... 11 ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 15 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 16 5

Για το ιονύσιο Σολωµό «Τριῶν μεγάλων ἐθνοπλαστικῶν ἰδεῶν λαμπρὰ ἐνσάρκωσις εἶναι ἡ ποίησις τοῦ Σολωμοῦ: Τῆς ἰδέας τῆς πατρίδος, τῆς ἰδέας τοῦ ὡραίου, τῆς ἰδέας τῆς γλώσσης.» Για τον Ιούλιο Τυπάλδο «Ἡ τέχνη τοῦ Ἰουλίου Τυπάλδου κινεῖ μέσα μας αἰσθήματα καὶ νοήματα πολὺ πνευματικά, ἑπομένως πολὺ διαλεχτά, νοήματα καὶ αἰσθήματα ρεμβασμῶν ἐκεῖθε ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ ὀνείρων ὑπερουσιων, ἕνα κόσμο ὑπερπέραν» Για τον Αχιλλέα Παράσχο «... ἀποτελεῖ ἄν ὄχι μοναδικόν, ἀλλ ὅμως σπάνιον φαινόμενον ποιητοῦ τόσον ἐξόχου μὲ τόσας ἐλλείψεις.» Κ. Παλαμάς 6

Η ΜΟΡΦΗ & ΤΑ ΡΕΥΜΑΤΑ Όταν οι μελετητές προσεγγίζουν τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία προσπαθώντας να προσδιορίσουν την απαρχή της, οι γνώμες διίστανται και οι ημερομηνίες μεταβάλλονται. Ωστόσο αν δεχτούμε τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους ως το κομβικό χρονικό όριο για την έναρξη της νεοελληνικής ιστορίας και αναγνωρίσουμε το δέκατο ένατο αιώνα ως το χρονικό ορίζοντα όπου ανατέλλει η νεοελληνική λογοτεχνία, θα συναντήσουμε εκεί δυο διακεκριμένα λογοτεχνικά ρεύματα, την Επτανησιακή Σχολή και την Αθηναϊκή Σχολή. Τα ποιήματα που επιλέχτηκαν και δόθηκαν προς σχολιασμό ανήκουν σε αυτές τις λογοτεχνικές τάσεις, με το Σολωμό και τον Τυπάλδο να εκφράζουν την ποίηση όπως αυτή αναπτύχθηκε στα υπό δυτική επιρροή Επτάνησα και τον Αχιλλέα Παράσχο να εκπροσωπεί την Αθηναϊκή Σχολή που κυριάρχησε στα πρώτα πενήντα χρόνια του νεότευκτου ελληνικού κράτους. 1 «Η Αγνώριστη» ανήκει στα νεανικά λυρικά ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού, σε αυτά που έγραψε στην πρώιμη περίοδό του, την πενταετία 1818-1823, όταν εγκατεστημένος στη Ζάκυνθο, αφήνει την ιταλική γλώσσα και μεταμορφώνεται σε ελληνόγλωσσο ποιητή. Επηρεασμένος από την ιταλική λογοτεχνία και με την αυτοσχεδιαστική ευκολία που διαθέτει όταν δημιουργεί σονέτα σε αυτή τη γλώσσα, συνθέτει πρώτα στα ιταλικά και μετά μεταφράζει στην ελληνική γλώσσα. 2 Γράφει λοιπόν το ποίημα σε μέτρο ιταλικής προέλευσης, συνθέτοντας ένα σύντομο έργο, αποτελούμενο από εννέα συνολικά τετράστιχες στροφές. Τους τρεις πρώτους στίχους κάθε στροφής που είναι ιαμβικοί πεντασύλλαβοι ή εξασύλλαβοι διαδέχεται ο τέταρτος που είναι οξύτονος και τετρασύλλαβος. Ο πρώτος στίχος σε κάθε στροφή είναι ανομοιοκατάληκτος ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος είναι μεταξύ τους ομοιοκατάληκτοι, ο τέταρτος δε, ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο στίχο της επόμενης στροφής. Το ποίημα ολοκληρώνεται σε κυκλικό σχήμα, επαναλαμβάνοντας ως ένατη στροφή την πρώτη. Χρησιμοποιώντας λοιπόν μικρούς ευλύγιστους στίχους που θυμίζουν ιταλική στιχουργία, εκφράζεται σε λαϊκή γλώσσα, σε μια δημοτική διανθισμένη με ζακυνθινούς ιδιωματισμούς όπως «ὀχ τὸ βουνό», «γένεται», «χεῖλα», «ροδαριᾶς», «στέρνει» & «μαλλιῶνε». Οι λέξεις αυτές που ο ποιητής συμπεριλαμβάνει στη γλώσσα του μαζί με σύνθετες λέξεις που εμπλουτίζουν λεξικολογικά και αισθητικά τη σύνθεσή του, όπως «ἀσπροεντυμένη», και «συχνοκουνεῖ», δημιουργούν μια εύστοχη γλωσσική επιλογή, έναν λόγο που ρέει ευχάριστα, χωρίς να προσφεύγει σε «λόγιες» εκφράσεις της καθαρεύουσας. Είναι στους στόχους του ποιητή να αναγάγει την καθομιλουμένη σε ποιητική γλώσσα, ακολουθώντας τις επιταγές του ρομαντισμού. Χωρίς να αποκλίνει λοιπόν από τη μορφολογία της λαϊκής γλώσσας, διατηρεί τη φυσικότητά της και κατορθώνει να ενδιαφέρει και να 1 Πολίτης Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2007 13, σ.4. 2 Παναγιωτόπουλος Μ., «ιονύσιος Σολωµός» στο Νεοελληνική ποιητική ανθολογία, εκδ. Κανελλόπουλος Γ., Αθήνα 1978, σ.64. 7

συγκινεί το σημερινό αναγνώστη, λόγω της αισθητικής ποιότητας αλλά και της γλωσσικής οικειότητάς του έργου του. 3 Παρά το γεγονός ότι ο Σολωμός την ίδια εποχή στα ιταλικά σονέτα του εκφράζεται με ωριμότητα και πυκνότητα, οι ελληνικές του συνθέσεις αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται, τόσο στο θέμα αλλά κυρίως στη μορφή, ως απλοϊκά, θα μπορούσε να πει κανείς και αφελή έργα. Μοιάζει σαν να προσαρμόζει το ύφος και το περιεχόμενο των συνθέσεών του στο πρώιμο στάδιο που γενικότερα διανύει η νεοελληνική ποίηση. 4 Σε αυτά πάντως τα πρώτα του λυρικά στιχουργήματα ειδυλλιακής μορφής, εντοπίζεται η νεοκλασικιστική επίδραση του ποιητή, στην προσπάθειά του να μιμηθεί τα μορφολογικά στοιχεία του πρότυπου και να υπηρετήσει τους κλασικούς κανόνες της ισορροπίας και της αρμονίας. Ο κλασικισμός του Σολωμού λοιπόν εντοπίζεται στη λιτότητα του ύφους εκφράζοντας το μέτρο, την τάξη και την αρμονική μορφολογική ανάπτυξη. 5 Εμφανές στοιχείο εξάλλου αποτελεί και η προσεγμένη τριμερή δομή του ποιήματος, χρησιμοποιώντας ως πρώτη και τελευταία την ίδια στροφή που λειτουργεί ως πρόλογος αλλά και ως επίλογος αντίστοιχα, ενώ στις ενδιάμεσες στροφές αναπτύσσει το θέμα του ποιήματος. Η σχέση όμως του ποιητή με το ρομαντισμό ανιχνεύεται πέρα από τη χρήση της δημοτικής γλώσσας και στην επιλογή της φύσης ως μέσο έκφρασης υποκειμενικών αισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων. 6 «Η Αγνώριστη» διατηρεί τα συνήθη μορφικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού λυρικού ποιήματος, όπως συντομία, χρήση στροφών και συχνή ομοιοκαταληξία, μιας ποίησης που κυριαρχεί στο ρομαντισμό. 7 Άλλωστε, αναγνωρίζοντας τον απόηχο μιας αρκαδικής ειδυλλιακής ποίησης, διαπιστώνουμε ότι ο Σολωμός σε πλήρη σύμπλευση με τον προρομαντισμό, εκφράζει τον ιδανισμό του επιλέγοντας ως θεματολογία του την εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή. Σαφώς μεγαλύτερης έκτασης από την «Αγνώριστη» είναι το ποίημα του Ιούλιου Τυπάλδου «Το πλάσμα της φαντασίας», μια σύνθεση δεκαοκτώ οκτάστιχων στροφών που σχηματίζουν οκτάβες, περιλαμβάνοντας τρεις ομοιοκαταληξίες που συμπλέκονται αυστηρά μεταξύ τους. Έτσι σε κάθε στροφή ο δεύτερος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και ο έκτος με τον έβδομο, ενώ με εξαίρεση την πέμπτη και την έκτη στροφή ο όγδοος στίχος έχει κατάληξη όμοια με τον αντίστοιχο όγδοο της επόμενης στροφής. Ο πρώτος ο τρίτος και ο πέμπτος στίχος είναι προπαροξύτονοι, ο δεύτερος, ο τέταρτος, ο έκτος και ο έβδομος παροξύτονοι ενώ ο όγδοος οξύτονος. Στην πραγματικότητα η μορφή της οκτάβας που έχει το ποίημα προκύπτει από τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο του δημοτικού τραγουδιού, που δανείζεται ο Τυπάλδος και τον οποίο χωρίζει μετά την όγδοη συλλαβή, στο σημείο που παίρνουμε ανάσα όταν απαγγέλουμε το στίχο. Ως εκ τούτου ένας οκτασύλλαβος στίχος ακολουθείται από έναν επτασύλλαβο, στην ουσία το δεύτερο ημιστίχιο, το οποίο συνιστά τη νοηματική επανάληψη 3 Γαραντούδης Ε., «Η επτανησιακή ποίηση του 19 ου αιώνα. Γενικά χαρακτηριστικά» στο Γράµµατα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία, Νεότερη ελληνική λογοτεχνία (19 ος και 20 ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ.48. 4 Πολίτης Λ., ό.π., σ.142. 5 Γαραντούδης, «Επτανησιακή ποίηση», ό.π., σσ.43-44. 6 Γαραντούδης, «Η ποίηση του ιονύσιου Σολωµού» στο Γράµµατα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία, Νεότερη ελληνική λογοτεχνία (19 ος και 20 ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ.73. 7 Mackridge P., ιονύσιος Σολωµός, µτφρ. Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σ.70. 8

του πρώτου, συμπληρώνοντάς τον και αποδίδοντας στο δίστιχο μια νοηματική αυτοτέλεια. Οι δυο τελευταίοι στίχοι κάθε στροφής όμως είναι επτασύλλαβοι. Κι εδώ ακριβώς διαφαίνεται ο εγκλιματισμός των ιταλικών μετρικών σχημάτων με τη χρήση περίτεχνων στην ομοιοκαταληξία και πολύστιχων στροφών όπως η οκτάβα, αλλά και ο αρμονικός συνδυασμός αυτών των μέτρων με τον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο, το στίχο που αποτέλεσε τη βάση όπου αναπτύχθηκε η έμμετρη ελληνική ποίηση. 8 Ο Τυπάλδος, ο πιο τυπικός συνεχιστής του σολωμικού πνεύματος, ακολουθεί το πρότυπό του, κρατώντας από τη σολωμική ποίηση την ηδύτητα και τον ιδανισμό της. 9 Εξάλλου ο «κρίθινος Σολωμός», όπως χαρακτηρίσθηκε ο Τυπάλδος από τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, αποκαλύπτει στο έργο του μια επίδρασή που εστιάζεται κυρίως στα νεανικά ποιήματα της πρώτης ζακυνθινής περιόδου του Σολωμού. 10 Ως πιστός οπαδός και αυτός της δημοτικής, την οποία θεωρεί ως την καταλληλότερη για την ανάπτυξη της λογοτεχνίας, γράφει σε αυτήν, σε μια γλώσσα άμεση, εδραιωμένη στη συνείδηση των Επτανησίων, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου ή κοινωνικής προελεύσεως, εμπλουτισμένη από το λαϊκό λεξιλόγιο, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του επτανησιακού ρομαντισμού. Μια δημώδης γλώσσα με ιδιωματισμούς όπως «ἀχνάδα», «ἐλόγιασα», «ἀνείδια» και «νιὸς», ζωντανή, που αντλεί από τη λαϊκή παράδοση μορφή και μέτρο. Εμπλουτισμένη όμως και από λόγια στοιχεία όπως «εἰς», «ἐπρόβαλες», «ὅπου» και «ἐλάμπανε», στοιχεία που μεταχειρίζεται ο ποιητής προσπαθώντας να της αποδώσει λογοτεχνικό χαρακτήρα. Χρησιμοποιώντας μια ρητορική που αναπτύσσεται με επιφωνήματα θαυμασμού και επαναλήψεις ερωτήσεων, με την παράθεση συμπλεκτικών συνδέσμων και αναδιπλώσεις, με αντιθέσεις και συμβολισμούς, αλλά διατηρώντας πάντα ένα ύφος λιτό, εκφράζει το συναίσθημα και τη φαντασία, το συγκινησιακό και το ιδανικό, όπως επιτάσσει ο εξιδανικευμένος ρομαντισμός που υιοθετεί ο Τυπάλδος. Η θεματική του αντικατοπτρίζει τις ρομαντικές επιρροές με τις προσηνείς και εδώ αναφορές στην εξιδανικευμένη, αέρινη, ιδεατή, σχεδόν συμβολική γυναικεία μορφή, αλλά και με τη διαχέουσα μελαγχολική διάθεση, που κορυφώνεται στην τελευταία στροφή με τα ταφικά τοπία, εκεί όπου κυριαρχεί ο θάνατος, ένα άλλο επίσης προσφιλές ρομαντικό μοτίβο. Παράλληλα με την ισορροπημένη δομή του ποιήματος και στη μορφική ισορροπία που το χαρακτηρίζει διαβλέπουμε και τα κατάλοιπα των εκφάνσεων του κλασικισμού όπως αυτός ενσωματώθηκε στην επτανησιακή ποίηση. Ο λυρισμός του ποιήματος είναι έκδηλος και αναμφισβήτητος, ίσως ασθενέστερος από αυτόν του Σολωμού, αλλά εντέλει κινείται ξεκάθαρα στη σφαίρα του ιδανισμού, με ηδύτητα και εκλεπτυσμένη χάρη. 11 Η εύκολη ρίμα δίνει μια πρόσθετη μαλακότητα στη σύνθεση, ενώ οι ιδανικοί οραματισμοί, με μουσική ευαισθησία, μετουσιώνονται σε λυγερούς μουσικούς στίχους, σε μελωδικότατες οκτάστιχες στροφές που μελοποιημένες έγιναν δημοφιλέστατο 8 Γαραντούδης, «Επτανησιακή ποίηση», ό.π., σ.49. 9 ηµαράς Κ. Θ., Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Ικαρος, Αθήνα 1968, σ.291. 10 Γαραντούδης Ε., Οι Επτανήσιοι και ο Σολωµός, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σσ.66,71. 11 Πολίτης Λ., ό.π., σ.161. 9

τραγούδι στο στόμα του λαού. 12 Είναι ξεκάθαρος ο διάλογος και των δυο ποιητών με την τοπική παράδοση, η προσφυγή τους στις πιο πρόχειρες και εύληπτες πηγές του περιβάλλοντός τους, της αστικής καντάδας και του δημοτικού τραγουδιού. 13 Και τα δυο ποιήματα βρίσκονταν στα χείλη όλων των νυχτερινών κανταδόρων. Αγαπήθηκαν αμέσως από το λαό, μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν στην εποχή τους, ενώ ακόμα και σήμερα αποτελούν έναυσμα για τη σύγχρονη δισκογραφία. 14 Αντίθετα στο ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου, «Προτίμησις», παρατηρούμε διαφοροποιήσεις από τα προηγούμενα δείγματα της Επτανησιακής Σχολής. Το ποίημα αποτελείται από οκτώ τετράστιχα με ιαμβικούς παροξύτονους δεκαπεντασύλλαβους που ακολουθούν πλεχτή ομοιοκαταληξία. Η διαφορά του στιχουργήματος προβάλλει ξεκάθαρα στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο πολυγραφότατος ποιητής, στην απλή καθαρεύουσα, αυτήν που χρησιμοποιεί συχνότερα και η οποία κυριαρχεί στην πνευματική δημιουργία της Αθηναϊκής Σχολής. Η χρήση της καθαρεύουσας στον ελλαδικό χώρο αντικατοπτρίζει τη διάδοση του γλωσσικού αρχαϊσμού, αφού σύμφωνα με το κλασικιστικό δόγμα, η εθνικοπατριωτική ιδεολογία του ελληνικού βασιλείου βρίσκει έκφραση και στην προσέγγιση του αρχαιοελληνικού γλωσσικού μεγαλείου. Μέσα από την ποιητική δημιουργία η αθηναϊκή κοινωνία ελπίζει σε ένα απότομο ποιοτικό άλμα που θα της εξασφαλίσει το νέο της επιθυμητό πρόσωπο. Είναι το ρομαντικό πάθος που θα κατευθύνει για σαράντα χρόνια την πνευματική ζωή της Ελλάδας, χτίζοντας φανταστικά παλάτια της Μεγάλης Ιδέας ή γκρεμίζοντας έναν θρόνο. Ο ίδιος ρομαντισμός που στα Επτάνησα ρέπει προς τη λαϊκή γλώσσα και τις λαϊκές παραδόσεις, εδώ πορεύεται προς τη γλώσσα των αρχαίων. Αυτόν τον αθηναϊκό ρομαντισμό εκφράζει ο Παράσχος, με την προσπάθειά του να μετατρέψει τον καθημερινό λόγο σε κάτι υψηλότερο, να του δώσει έστω και με το ζόρι διαστάσεις που δε διαθέτει, με την υπερφορτωμένη ρητορική του έκφραση, τη λατρεία του εξεζητημένου επιθέτου με την κενή ηχηρότητα, το στόμφο και την ακυρολεξία, την αντίφαση και πρώτα από όλα με την περιφρόνηση της λογικής. 15 Ο ποιητής ως τελευταίος εκπρόσωπος της Πρώτης Αθηναϊκής Σχολής στην πραγματικότητα εκφράζει τη φάση της παρακμής της. Στο έργο του διατηρεί όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της σχολής όπως λυρισμός, μεγαλοστομία και υπερβολή αλλά υπολείπεται του γνήσιου χαρακτήρα της, αφού στερείται περιεχομένου και νοήματος. 16 Με τη χαρακτηριστική του ευκολία γράφει πηγαίες αλλά αφρόντιστες συνθέσεις χωρίς να σβήνει ή χωρίς σχεδόν ποτέ να τις διορθώνει. Με ανεξέλεγκτη φαντασία αραδιάζει τους συχνά ανορθόγραφους στίχους του, που με στόμφο εκφράζουν το ξεχείλισμα των αισθημάτων, των ονείρων και των πόθων του. Στίχοι που πηγάζουν από 12 Ζώρας Γ. Θ., Ποίησις και πεζογραφία της επτανήσου, εκδ. Ζαχαρόπουλου Ι., Αθήνα 1958, σ.174. 13 Καψωµένος Ε., Ο Σολωµός και η Ελληνική πολιτισµική παράδοση, εκδ. Η βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1998, σ.11. 14 πρβλ. CD Προς τον κύριο Γεώργιο έ Ρώσση, στίχοι ιονύσιος Σολωµός, µουσική σύνθεση Ξυδάκης Νίκος, δισκογραφική εταιρεία Lyra, Αθήνα 1990. 15 Πολίτης Α., Ροµαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 18730-1880, εκδ. Μνήµων, Αθήνα 2003, σ.115. 16 Μαστροδηµήτρης Π.., Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία, εκδ. όµος, Αθήνα 1990, σσ.145-146. 10

την καρδιά και χωρίς να φιλτραριστούν από τη λογική, αποδίδονται στο πολυπληθές κοινό του θερμοί και ευκολονόητοι, με παλμό, κάποιες φορές συγκινητικοί αλλά πάντα εν βρασμώ και συγχρόνως με σύγχυση και ακαταστασία, γεμάτοι κενή ρητορεία και ακυρολεξία, με επαναλήψεις και χασμωδίες. 17 ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Στην «Αγνώριστη» άξονας της ποιητικής μυθολογίας του Σολωμού είναι η βαθιά ανταπόκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ο ζακυνθινός ποιητής σε μια θεματική που καλύπτει τον ιδιωτικό χώρο, εκφράζει τις προσωπικές του συγκινήσεις, μέσω μιας ενότητας που αναγνωρίζει ανάμεσα σε άνθρωπο και φύση. Η ενότητα αυτή, στην οποία αργότερα θα προσθέσει και το θείο, αποτελεί έκφραση μιας βαθύτερης ποιοτικής συγγένειας που στηρίζεται στην ταυτότητα κάλλους και αγαθού, αφού στο σολωμικό ιδανισμό ομορφιά και καλοσύνη, αισθητικές και ηθικές αξίες, αποτελούν ταυτόσημες κατηγορίες του αντικειμενικού κόσμου. 18 Το ποίημα λοιπόν ξεκινά με την απορία για την ταυτότητα μιας κοπέλας, την εικόνα της οποίας ο ποιητής σε ενεστώτα χρόνο μας περιγράφει με αμεσότητα και παραστατικότητα. Το σχήμα της υποφοράς προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη ο οποίος αισθάνεται ότι οι περιγραφόμενες σκηνές εξελίσσονται μπροστά του, στο δικό του παρόν. Η περιγραφή της κοπέλας με το «ἀσπροεντυμένη» υποδηλώνει με το αμόλυντο λευκό, την παρθενική της αγνότητα, την καθαρότητα της ψυχής της. Το λευκό χρώμα συγκινεί το Σολωμό και το συναντούμε συχνά στην ποίησή του, είτε στον αφρό της θάλασσας, είτε στα κοριτσίστικα χέρια ακόμα και στα ιδεατά άνθη. Η είσοδος όμως της γυναικείας μορφής στο ποιητικό τοπίο, προκαλεί μια άμεση μεταμόρφωση στη φύση. Στη δεύτερη στροφή και για δυο στροφές ακόμα, παρατηρούμε το ταπεινό χορτάρι της πλαγιάς να μεταμορφώνεται σε όμορφο λουλούδι και μέσω της κίνησης του άνθους του να προβάλλει τον έρωτά του, παρακαλώντας για το άγγιγμά της, έστω και θανατηφόρο αφού σε ένα σχήμα δημοτικής έμπνευσης, προτιμά να το πατήσει παρά να το αγνοήσει. Πέρα από τη ζωντάνια και την παραστατικότητα που προσλαμβάνει η σύνθεση από αυτή την προσωποποίηση, η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων αλλά και της συγκεκριμένης συμπεριφοράς στο χορτάρι, αποτελεί το μέσο για να εκφράσει ο ποιητής τα δικά του αισθήματα, το δικό του έρωτα, αυθόρμητο και κεραυνοβόλο, «κι εὐθὺς ἀνοίγει / τὰ ὡραῖα του κάλλη», αλλά και παθητικό, διαβρωτικό και ανέλπιστο «νὰ μὴ τὸ ἀφήσει, / νὰ τὸ πατήσει, /παρακαλεῖ». 19 Στις επόμενες τρεις στροφές ακολουθεί περιγραφή της νέας, η οποία γίνεται πάλι μέσω της φύσης. Τα κόκκινα χείλη της περιγράφονται σαν φρέσκα, υγρά και σαρκώδη ροδοπέταλα της αυγής και τα μάτια της με το χρώμα του ουρανού. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ποιητής ακολουθώντας τα ρομαντικά χαρακτηριστικά εκφράζει τα συναισθήματά του με συνεχείς 17 Ουράνης Κ., Αχιλλεύς Παράσχος, Η ζωή του, εκδ. Ο Γλάρος, Αθήνα, χ.χ., σ.35. 18 Καψωµένος, ό.π., σ.18. 19 Μπέλλα Ζ Πτολεµαίου., Κείµενα νεοελληνικής λογοτεχνίας, τ.1, εκδ.gutrnberg, Αθήνα 1993, σσ.100-103. 11

αναφορές του στη φύση. Η συγκεκριμένη κοπέλα που θαυμάζει μπορεί να ήταν η Μαρία Παπαγεωργοπούλου για την οποία έγραψε και τη «Φαρμακωμένη» ή η κόρη του Άγγλου Αρμοστή στα Εφτάνησα, ακόμα και η εξαϋλωμένη μορφή κάποιας άλλης νεαρής γυναίκας ή ένα εξιδανικευμένο πρότυπο, μια αλληγορική αναφορά στην ελληνική ποίηση ή η προσωποποίηση της Άνοιξης. Έως και αναφορά στη θρησκεία ως περιγραφή της Παρθένου έχει υποστηριχτεί. 20 Ανεξάρτητα από την ταυτότητά της πάντως, προβάλλεται σαν η ιδανική γυναικεία μορφή, πηγή αγνού και άδολου πάθους, πρότυπο καταλυτικής ομορφιάς με τα σαρκώδη χείλη, τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια, αλλά πάντα ιδεατή να «κατεβαίνει» από ψηλά στο δικό μας χαμηλό κόσμο. Η γοητεία του κειμένου προέρχεται από τις αξίες και επιθυμίες που αντιπροσωπεύει. Ο Σολωμός βιώνει την εμπειρία μιας θεοφάνειας, την ξαφνική αποκάλυψη μιας μεταφυσικής ομορφιάς μέσα στην καθημερινότητα. Με την ποίησή του επιτρέπει και σε εμάς να βιώσουμε αυτή την αποκάλυψη, μέσα από την αναπαράσταση της φύσης και τη συμβολική ερμηνεία που της προσδίδει. Το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί λοιπόν εκτός από σκηνικό στο οποίο εξελίσσεται η υπόθεση και ως το πεδίο από όπου αντλεί ο ποιητής τα εκφραστικά του μέσα για να δηλώσει τα συναισθήματα και τον ψυχισμό του. Στο ποίημα του Τυπάλδου κυρίαρχο μοτίβο είναι επίσης η εξιδανικευμένη γυναικεία φιγούρα αφού εδώ προβάλλει η ρομαντική αναζήτηση του ποιητή για τον ιδανικό έρωτα. Το «πλάσμα της φαντασίας» περιλαμβάνεται στο πρώτο και μοναδικό ποιητικό βιβλίο που εξέδωσε ο ίδιος ο ποιητής στη Ζάκυνθο το 1856, με τίτλο «Ποιήματα διάφορα Ιουλίου Τυπάλδου», αφιερωμένο στο Σολωμό ως «σημεῖον σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης». 21 Η μορφή που προκαλεί τον ερωτά του Τυπάλδου όμως διαφέρει από αυτήν του Σολωμού, αφού παρουσιάζεται ως μια ύπαρξη που βρίσκεται στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και της φαντασίας. Είναι ένα όνειρο, «ἐπρόβαλες σὰν όνειρο ἐμπροστά μου», είναι η αναζήτησή του στη γήινη πραγματικότητα αλλά και στα άστρα του ουρανού. Το πλάσμα της φαντασίας του, που το ψάχνει στον «ἀφρὸ τῆς θάλασσας» και «στὸν ἥσυχον αἰθέρα», στην ανθοστόλιστη πρασινάδα του κάμπου αλλά και στη «μυστικὴν ἀχνάδα τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ». Η μούσα του είναι άυλη, ένα «θεῖο πλάσμα τ' οὐρανοῦ» με ουράνιο βλέμμα, αγγελικό στόμα και αέρινο σώμα, ένα αγγελικό πλάσμα με «ὁλόχρυσα μαλλιά» και αγγελικό στήθος. Ο έρωτας του Τυπάλδου εδώ είναι απροκάλυπτος, δεν φανερώνεται μέσα από προσωποποιήσεις και συμβολισμούς αλλά προβάλλει ξεκάθαρος μέσα από την αγωνιώδη αναζήτηση. Ένας έρωτας που αγγίζει ως «θεία ἀκτίνα» μιαν «ἄδολη καρδιά», μια γλυκιά ελπίδα που μιλά με μυστικά εγκάρδια λόγια και υπόσχεται στον ποιητή μια γλυκιά αγκάλη για να βρει παρηγοριά. Η γυναίκα για τον ποιητή είναι μια οντότητα που έχει αποβάλει την υλική της υπόσταση. Γίνεται μια θεϊκή παρουσία που δεν προξενεί σαρκικό πόθο, αλλά την επιθυμία ενός ιδανικού και μυστικού έρωτα. Ο έρωτας αυτός λειτουργεί ως λυτρωμός από τις ταπεινές γήινες αναγκαιότητες. 22 Από τη μια πλευρά χάρη στον έρωτα και στην αναζήτησή του, η ζωή και η ύπαρξη του 20 Στο ίδιο, σσ.98-99. 21 Ζώρα, ό.π., σ.173. 22 Γαραντούδης, επτανησιακή ποίηση, ό.π., σ.46. 12

ποιητή αποκτά νόημα και ουσία. Όταν νομίζει ότι την βλέπει, η καρδιά του θέλει να βγει από τα στήθια του, ενώ η αγκαλιά της είναι για αυτόν όλος ο κόσμος και ο παράδεισος μαζί. Ο έρωτας υψώνει την ψυχή του στον «ἄπλαστον αἰθέρα», του αποκαλύπτει ανέκφραστες ουράνιες μελωδίες και τον αποσπά από τη «μαύρη ζωὴ» της άχαρης γης. Από την άλλη πλευρά όμως η αναζήτηση του ιδανικού αυτού έρωτα τον βασανίζει με τα βαθιά πάθη που «ἐπλάκωσαν μὲ δύναμη μεγάλη» την «ἀμόλυντη» καρδιά του, με τις παγωμένες αγκαλιές και τα μαραμένα κάλλη που ανακαλύπτει, με τις παγωμένες καρδιές, τα φαρμακωμένα χείλη, την προδοσία και το φθόνο, τη δειλία και την πλάνη. Όλα αυτά τα υπαρκτά στοιχεία, τα χαρακτηριστικά των ανεπιτυχών προσπαθειών του στην αναζήτηση του ιδανικού του, προβάλλουν περισσότερο την καθαρή συνείδηση της νοερής ομορφιάς που αναζητεί. Το ιδανικό του Τυπάλδου είναι το αγνό και ανόθευτο κάλλος. Το κάλλος που φανερώνεται μονάχα στη σιωπή και στη μελέτη της μοναξιάς, και που ξυπνά όχι την ενέργεια αλλά την ονειροπόληση. Ο έρωτάς του μας παρουσιάζεται μέσα από ένα ξεχείλισμα συναισθημάτων σε μια ολοκληρωμένη εικόνα και όχι σε ένα μόνο στιγμιότυπο όπως στη σολωμική ποιητική σύνθεση. Με φαντασία που μας παραπέμπει στο ρομαντισμό, ως απαλόφωνος και γλυκόφωνος τραγουδιστής του ιδανικού έρωτα και των ανθρώπινων συναισθημάτων, χρησιμοποιεί το πρώτο ενικό πρόσωπο για να προβάλει την ποιητική του φωνή, συμμετέχοντας προσωπικά, άμεσα και συγκινησιακά στη σκηνή που παρουσιάζει. Στην παρουσίαση όμως της αναζήτησής του σημαντικό ρόλο έχει και η φύση. Το φυσικό περιβάλλον αποτελεί πρωτίστως το σκηνικό δράσης. Σε αυτό όπως ήδη είδαμε ο ποιητής ψάχνει τον έρωτά του, στη γη και στον ουρανό, στους κάμπους και στη θάλασσα, ακόμα και στον αιθέρα. Η φύση όμως αποκτά και άλλη διάσταση όταν συμμετέχει στην ψυχική του κατάσταση, είτε ως «θολή, κατάμαυρη αὐγὴ», είτε σαν «ἄγριο γεράκι» που «ρίχνεται» σε «νιὸ ἀετό», είτε ως «ἡ μαύρη ἀνεμοζάλη» που «σηκώνεται μεμιᾶς» για να καλύψει το «ἀγνώριστο ἄστρο». Αλλά πέρα από αυτή τη συμμετοχή, με μια περισσότερο ενεργητική εισφορά, η φύση επικοινωνεί με τον ποιητή, του συμπαραστέκεται με εγκάρδια και μυστικά λόγια και τον παρηγορεί ως «ἡ θάλασσα, τ' ἀστέρια» και «ἡ γῆ» που στηρίζουν την «ἔρμη ψυχή» του. Στο ποίημα του Τυπάλδου το άστρο που φωτίζει την ποίησή του είναι το φεγγάρι και έτσι τα χρώματα είναι μισοσβησμένα, μέσα «στὴν μυστικὴν ἀχνάδα τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ». Στην αυγή πάλι τα σχήματα είναι θολά και θαμπά. Μέσα σε αυτό το φως διακρίνεται στο φυσικό κόσμο και το υπερβατικό στοιχείο, με τις συμβολικές εικόνες του μεταφυσικού οράματος να στέκονται πλάι πλάι με συγκεκριμένα αντικείμενα. 23 Η φύση τέλος αποτελεί και την απεικόνιση του ιδανικού τόπου όπου εκεί, και μόνο εκεί θα μπορέσει να βρει τον ιδανικό έρωτα και να ζήσει μαζί του. Είναι τα δάση με τα ανθοστόλιστα βουνά και με την κρυσταλλένια βρύση, ο Παράδεισος όπου τα «δύο στήθια» θα γίνουν «μία καρδιά». Ο τόπος όπου ο ποιητής, μετά από την αναζήτησή του θα βρει τη λύτρωση, στις ρομαντικές εικόνες ενός θανάτου στη σπλαχνική αγκαλιά του έρωτα, που ανοήτως ίσως για το σημερινό αναγνώστη, αλλά τόσο 23 Αθανασόπουλος Β., Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19 ου και 20 ου αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ.227. 13

συγκινητικά για τα μάτια του σύγχρονου με τον Τυπάλδο, θα χύνει δάκρυα στο στολισμένο με ρόδα μνήμα. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν υπάρχουν στην «Προτίμηση» του Αχιλλέα Παράσχου. Οι προτιμήσεις που εκφράζει ο ποιητής δεν είναι αισθηματολογικές φιλοσοφίες αλλά μοιάζουν με κραυγές πληγωμένου ανθρώπου. Κανένα βαθύ νόημα, καμιά ωραία εικόνα, πουθενά η εσωτερική μουσική. Αντιθέτως εδώ διακηρύσσει μια πλασματικά ανικανοποίητη ιδιοσυστασία, προσπαθώντας να αυτοπαρουσιαστεί ως εκείνος που έχοντας δοκιμάσει όλες τις ηδονές, απογοητεύθηκε από αυτές αφού δεν του ήταν αρκετές. Η ματαιοδοξία του γίνεται αντιληπτή και από τους σύγχρονούς του οι οποίοι τον σατιρίζουν όχι μόνο για την ποιητική του μορφή αλλά και για την τραβηγμένη από τα μαλλιά θεματική του. Λέει η καυστική σάτιρα εμπνευσμένη από το συγκεκριμένο ποίημα: Θέλω τήν φίλην φθισικήν, ἄσωμον, στάκτην, κόνιν, ἄναιμον, ἐπιθάνατον, φάσμα, ἀθανασίαν, αὐτήν νά ἔχω ἀδελφήν καί ἀδελφήν μου μόνην, ἀλλ ὄχι καί νυμφίαν μου, ἀλλ ὄχι καί νυμφίαν. Τό κάλλος δέν τό ἀγαπῶ, δέν ἀγαπῶ τό κάλλος, ὁπόταν εἶναι ὑγιές, ὁπόταν ἔχ ὑγείαν πᾶς ἄλλος ἄς τό ἀγαπᾷ, ἄς τ ἀγαπᾷ πᾶς ἄλλος, τ ἀηδιάζω ἐντελῶς, μοί φέρει ἀηδίαν. 24 Στο ποίημα του η ιδανική γυναίκα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτές του Σολωμού και του Τυπάλδου. Ο ποιητής προβάλλει έντονα το ποιητικό του εγώ και με τον απαραίτητο για αυτόν στόμφο αποποιείται «τήν δειλήν, ἐρυθριῶσαν ἀθωότητα», την «παρθένον ψυχὴν» και την «ἄπειρον τοῦ ἔρωτος κόρην». Αντιθέτως υποστηρίζει ότι αυτός επιλέγει «ἡμιθανή» και «καταβληθεῖσαν ψυχὴν», μια «ἁμαρτήσασαν» και «τεφρωθεῖσαν καρδίαν» που «τὸ πᾶν ἰδοῦσαν», μια «ψυχὴν νεκρὰν», έναν «πεπτωκότα ἄγγελον». Το ερωτικό του αντικείμενο είναι λοιπόν μακριά από το ιδανικό του κάλλους και του αγαθού, είναι μια γυναίκα με εμπειρίες, μια συνειδητοποιημένη και ώριμη σε πάθη και ηλικία ύπαρξη. Παρουσιάζει τον έρωτα άλλωστε σαν φονική μάχη, όχι μια εύκολη νίκη αλλά μια άγρια συμπλοκή, κίνδυνο και όχι παιγνίδι, ένα «φίλημα μεμιγμένον μὲ πῦρ», όχι ένα «φίλημα ἀπὸ ψυχὴν παρθένον». Και αυτός σαν να είναι θεός όταν ερωτεύεται ελεεί, ανυψώνει πεσμένες καρδιές και εμφυσά ζωή σε νεκρές ψυχές. Είναι ο γενναίος μαχητής, ο ισχυρός πολεμιστής με ευγενή ανδρεία, που δεν συμπαθεί τις νεαρές αγίες. Η ρομαντική μελαγχολία εδώ μετατρέπεται σε υπερβολή και κατάθλιψη και από εκεί το πέρασμα από τη μελαγχολία του θανάτου στην εναργή νεκροφιλία χρειάζεται μόνον ένα στίχο, «καὶ προτιμῶ ἕνα νεκρὸν ἀπὸ τοὺς ζῶντας ὅλους». Και η φύση; Στο ποίημα του Παράσχου η φύση χρησιμεύει για να δανείσει τα χαρακτηριστικά της στις ερωτικές περιπτώσεις που ο θερμός ποιητής απορρίπτει. Έτσι χαρακτηρίζει αυτές τις καρδιές φθινοπωρινές και τη ζωή που διάγουν «φυλλορροοῦσαν». Περιέργως όμως, μόλις δυο στίχους 24 ηµαράς Κ. Θ., Ελληνικός Ρωµαντισµός, εκδ. Ερµής, Αθήνα 1985, σ.215. 14

αργότερα είναι «τὸ πίπτον φύλλον» που εκφράζει την προτίμησή του αντί των μυροβόλων νάρκισσων και ο «δύοντας ἀστέρας» αντί του άστρου «τῆς αὐγῆς». ΕΠΙΛΟΓΟΣ Στα ποιήματα που εξετάσαμε αναγνωρίσαμε στοιχεία που τα συσχετίζουν όμως και άλλα που τα διαφοροποιούν. Είδαμε μέσα από αυτά τις διαφορετικές εκφάνσεις που προσλαμβάνει ο ρομαντισμός ανάλογα τα λογοτεχνικά ρεύματα, τις κοινωνικές συνθήκες και την προσωπικότητα του δημιουργού. Παρά τις όποιες όμως ιδιαιτερότητες και τις διαφορές, είδαμε και στις τρεις περιπτώσεις την ανάγκη του ποιητή να εκφράσει το ιδανικό του, να γνωστοποιήσει το πάθος του και να κοινοποιήσει την ψυχική, και όχι μόνο, ανάγκη του για τον έρωτα. Κι αν οι σχολές είναι διαφορετικές, η γλώσσα ανόμοια, η ιδανική γυναίκα αλλιώτικη, ο στόχος παραμένει ίδιος. Η μούσα, αιώνια ιδανική γυναίκα, αποκαλύπτεται στα μάτια μας επειδή ψιθυρίζει στα αυτιά των ποιητών και εμπνέει τα στόματά τους. 15

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19 ου και 20 ου αιώνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996. Γαραντούδης Ευριπίδης, «Η επτανησιακή ποίηση του 19 ου αιώνα. Γενικά χαρακτηριστικά» στο Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία, Νεότερη ελληνική λογοτεχνία (19 ος και 20 ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ.29-57. Γαραντούδης Ευριπίδης, «Η ποίηση του Διονύσιου Σολωμού» στο Γράμματα ΙΙ : Νεοελληνική Φιλολογία, Νεότερη ελληνική λογοτεχνία (19 ος και 20 ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σσ.59-84. Γαραντούδης Ευριπίδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001. Δημαράς Κωνσταντίνος Θ., Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1968. Δημαράς Κωνσταντίνος Θ., Ελληνικός Ρωμαντισμός, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985. Ζώρας Γεράσιμος Θ., Ποίησις και πεζογραφία της επτανήσου, εκδ. Ζαχαρόπουλου Ι., Αθήνα 1958. Καψωμένος Ερατοσθένης, Ο Σολωμός και η Ελληνική πολιτισμική παράδοση, εκδ. Η βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 1998. Mackridge Peter, Διονύσιος Σολωμός, μτφρ. Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995. Μαστροδημήτρης Παναγιώτης Δ., Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990. Μπέλλα Ζωή Πτολεμαίου Δημήτρης, Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας, τ.1, εκδ.gutrnberg, Αθήνα 1993. Ουράνης Κώστας, Αχιλλεύς Παράσχος, Η ζωή του, εκδ. Ο Γλάρος, Αθήνα. Παναγιωτόπουλος Μέμος, «Διονύσιος Σολωμός» στο Νεοελληνική ποιητική ανθολογία, εκδ. Κανελλόπουλος Γεώργιος, Αθήνα 1978, σσ.63-70. Πολίτης Αλέξης, Ρομαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 18730-1880, εκδ. Μνήμων, Αθήνα 2003. Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2007 13. 16