Συνέντευξη με τον κύριο Παυλή Πολυράκη 11-2-1999 Α. Πλευρά Ερ. Για πέστε μου κύριε Παυλή, πότε άρχισες να παίζεις βιολί; Απ. Το πρώτο όργανο που έπιασα ήταν μαντολίνο σε ηλικία περίπου οχτώ χρονών, οχτώ με δέκα χρονών. Μου είχε δείξει λίγο ο αδερφός μου, πήγαινε στο γυμνάσιο τότε και μου έδειξε κι έπαιζα μερικά σκοπουδάκια. Μετά βιολί ξεκίνησα, ήρθα στα Χανιά, θυμάμαι καλά, το Μάρτιο του 1962, σε ηλικία τότε δέκα οχτώ χρονών, πήγα στο μακαρίτη το Μανώλη το Τζινεδάκη και τότε πήρα το βιολί και μου έμαθε να κουρντίζω κι έκανα και μερικά μαθήματα καμιά δεκαπενταριά μέρες. Ερ. Η καταγωγή σου είναι από πού; Απ. Εγώ γεννήθηκα στον Άι-Γιάννη στα Σφακιά. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα μέχρι που πήγα στρατιώτης. Ερ. Κι ερχόσουνα από κει εδώ για να κάνεις μαθήματα βιολιού; Απ. Όχι, ήρθα και κάθισα δεκαπέντε μέρες συνεχόμενες και μου δειξε ορισμένα πράγματα ο Μανώλης ο Τζιμιδάκης. Από κει και μετά συνέχισα, έμαθα μόνος μου σχεδόν. Βέβαια μετά που ήρθε ο Ναύτης από την Αμερική μ έβαλε στο σωστό δρόμο. Ό,τι καλό ξέρω πάνω στο βιολί, το οφείλω στο Ναύτη. Ερ. Πριν φτάσουμε εκεί, στο χωριό σου υπήρχαν άλλοι βιολιστές; Απ. Στο χωριό μου όχι. Στο χωριό μου υπήρχε ένα παιδί συνομήλικός μου τότε που ήρθαμε μαζί στα Χανιά και έμαθε λαούτο και αρχίσαμε και παίζαμε σε γλέντια, σε πανηγύρια. Το πρώτο γλέντι που παίξαμε ήτανε 8 Μαίου το 62 στο πανηγύρι του Άι-Γιαννιού που κάνουμε στον Άϊ- Γιάννη. Μετά συνεχίζαμε παίζαμε κάπου-κάπου σε ορισμένα γλέντια, μετά από δυο χρόνια πήγαμε φαντάροι. Όταν γύρισα δεν μπορώ να πω ότι έκανα επάγγελμα στο όργανο, έφυγα απ το χωριό, έμεινα στα 1
Χανιά, εδούλευα εδώ πέρα. Πήγα σε ορισμένα γλέντια κυρίως με τον Παναγιώτη τον Καστάνη. Μπορώ να πω ότι δεν έκανα καθόλου σχεδόν επάγγελμα εδώ στα Χανιά. Πήγα, όμως, πάρα πολλές φορές στο εξωτερικό. Πήγα Αμερική, Καναδά έχω πάει έντεκα φορές. Ερ. Για να παίξεις; Απ. Ναι, καλεσμένος από κρητικούς συλλόγους. Και μιλάμε τώρα την κάθε φορά κάθιζα περίπου δύο μήνες. Έπαιζα φερ ειπείν σε διάφορους συλλόγους στην Ομόνοια, στο Νιου Τζέρσεϋ, στο Μπρούκλιν στο Μόντρεαλ, στο Νιού Τζώρτζ παντού έχουμε παίξει. Ερ. Για πες μου κάτι, καλά την τεχνική του βιολιού την έμαθες απ τον Τζιμιδάκη. Απ. Καλά αυτός μου έδειξε με τι τρόπο να παίζω βιολί. Ερ. Αλλά τα ακούσματα, τους σκοπούς πώς τους έμαθες; Απ. Σκοπούς, όπως σας είπα, έπαιζα μαντολίνο από μικρός και ήξερα πάρα πολλούς σκοπούς. Ερ. Ναι, έπαιζες μαντολίνο, πού τους άκουγες; Είπες ότι δεν υπήρχανε βιολατόροι. Απ. Δεν υπήρχαν βιολατόροι, δεν υπήρχαν οργανοπαίχτες, ήταν στο χωριό κανά δύο γραμμόφωνα, αυτά τα κουρδιστά. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά κρητική μουσική, εκεί άκουσα το Μαύρο πρώτη φορά, εκεί άκουσα το Ναύτη πρώτη φορά τη μεγάλη του επιτυχία το «τελευταίο δάκρυ» και διάφορα άλλα τραγούδια. Ερ. Για ποια δεκαετία μιλάμε περίπου; Απ. Αυτά τα άκουγα, το γραμμόφωνο συγκεκριμένα, θυμάμαι πρέπει να πήγαινα δευτέρα δημοτικού, πρέπει να τανε από το 50 και μετά. Ερ. Τη δεκαετία του πενήντα; Απ. Ναι, τη δεκαετία του πενήντα υπήρχαν τα γραμμόφωνα στο χωριό. Μετά είχαμε ένα δάσκαλο, κάποιος Λαθιωτάκης Σπύρος λεγότανε, ο οποίος έπαιζε και λίγο μαντολίνο και αυτός έφερε και ράδιο στο χωριό τότε με ξηρά μπαταρία, μεγάλη μπαταρία, τα ράδια με την κεραία. 2
Ερ. Όταν είχε κρητικά το ράδιο, σταματούσε όλο το σχολείο και ακούγαμε τα κρητικά. Και μετά πήραμε και δυο, τρεις άλλοι ράδιο στο χωριό κι ακούγαμε τις κρητικές εκπομπές, δεν χάναμε ούτε μία. Μπορεί να μην είχαμε στο χωριό οργανοπαίχτες, αλλά τότε το χωριό είχε πολύ κόσμο. Αφού να σκεφτείς στο δημοτικό σχολείο εμείς τότε πηγαίναμε είκοσι πέντε παιδιά, στον Άι-Γιάννη. Και τώρα, πολλά χρόνια, έχει κλείσει το σχολείο, δεν έχει παιδιά. Τότε πηγαίναμε είκοσι πέντε παιδιά. Αφού είχε κόσμο, γινότανε και γάμοι, γινόταν και πανηγύρι 8 Μαΐου, που φέρναμε όργανα, πάντα φέρναμε όργανα και γλεντούσαμε, άρχιζε από την παραμονή και την ημέρα του πανηγυριού στον Άι-Γιάννη απέξω στην εκκλησία πάντα τα όργανα εκεί στεριώνανε χορό μετά τη λειτουργία, μοιράζανε κρέπα, τυριά, άρτους, διάφορα και στεριώνανε τον πρώτο χορό στην εκκλησία απέξω. Μετά τους παίρνανε, όπως ήταν το έθιμο, παίρνανε τους πανηγυριώτες όλα τα σπίτια τραπέζι. Βέβαια τότε δεν υπήρχε δρόμος στον Άι-Γιάννη μέχρι τα Σφακιά ερχόταν ο δρόμος, είκοσι χιλιόμετρα και δεν ερχόντανε πολλοί. Ερχότανε φερ ειπείν πενήντα, εξήντα, εβδομήντα ανθρώποι από τα γύρω χωριά. Και τους παίρνανε σ όλα τα σπίτια. Την παραμονή, ξέχασα να σας πω, ότι άνοιγε κάποιος μια ταβέρνα, γιατί δεν υπήρχε καφενείο στο χωριό, αλλά άνοιγε κάποιος μια ταβέρνα για τη μέρα αυτή και μαζευότανε την παραμονή στο χωριό όλοι οι πανηγυριώτες και τα όργανα και το ξημερώναμε. Την άλλη μέρα στην εκκλησία, μετά την εκκλησία τους παίρναμε σ όλα τα σπίτια στο χωριό τραπέζι και την Κυριακή το βράδυ πάλι καταλήγανε στην ταβέρνα μέχρι τα ξημερώματα. Λέω την Κυριακή δεν ήταν απαραίτητο να ήτανε Κυριακή το πανηγύρι, αλλά συνηθισμένος από τους γάμους, την ημέρα του πανηγυριού το βράδυ το ξημερώνανε μέχρι την άλλη μέρα. Τα ακούσματά σου, λοιπόν, είναι απ το γραμμόφωνο, απ το ραδιόφωνο και από τους βιολάτορες που ερχόντουσαν στα πανηγύρια και στους γάμους; 3
Απ. Απ το γραμμόφωνο, απ το ραδιόφωνο και απ τους βιολάτορες. Και μιλάω τότε ερχότανε κυρίως βιολί. Όλοι στους καλούς γάμους εφέρνανε τρανταχτά ονόματα. Όσοι ήταν τότε τρανταχτά ονόματα την εποχή εκείνη, ήτανε ο Γαλάνης με το Γαλαθιανό. Ερ. Γαλάνης, πώς είναι το κανονικό του όνομα; Απ. Γαλάνης Δημήτριος. Ερ. Όχι Γαλανάκης; Απ. Γαλάνης, με το Γαλαθιανό το Στρατή ήτανε συγκρότημα, ήτανε ζυγιά από τις κορυφαίες ζυγιές την εποχή εκείνη. Ένας που ήθελε να φέρει φίρμες στο γάμο του έφερνε το Γαλάνη με το Γαλαθιανό, όταν είχανε τότε τη μεγάλη φήμη ή το Ναύτη. Ο Ναύτης ήτανε ακόμα παραπάνω. Ο Μαύρος. Και φέρνανε όμως και καμιά φορά στο πανηγύρι, επειδή ήτανε κοντοχωριανός από το Μπαθιανό, εφέρνανε το Σκουλούδη το Γιώργη, ο οποίος έπαιζε λύρα. Ο μοναδικός που ερχόταν εκεί πέρα με λύρα ήταν Σκουλούδης ο Γιώργης και μόνο σε πανηγύρι, όχι σε γάμο, ποτέ. Και τον φέρνανε επειδή ήτανε κοντοχωριανός. Αυτά ήταν τ ακούσματά μου. Εκεί γινότανε και παρέες, που τραγουδούσανε τους σκοπούς όλους, έβγαινε ένας σκοπός, τον ακούγανε και τον τραγουδούσανε συνέχεια. Ερ. Και χωρίς όργανα; Απ. Όχι, τον τραγουδούσαν οι παρέες, όπως τραγουδούσαν τα ριζίτικα, τραγουδούσαν και τους καινούργιους σκοπούς κι από κει εμαθέναμε και τους σκοπούς. Κι όταν ήρθα λοιπόν εγώ στα Χανιά να μάθω βιολί, ήξερα όλους τους σκοπούς. Και με το που έμαθα λίγο να παίζω, να κουρδίζω και να παίζω μέσα έξω το βιολί, δεν είχα ανάγκη, τους ήξερα, ήτανε οι σκοποί μέσα μου. Ερ. Δηλαδή έχεις γνωρίσει όλους αυτούς τους μεγάλους, το Μαύρο; Απ. Βεβαίως και το Χάρχαλη έχω γνωρίσει. Ερ. Και τον Χάρχαλη. Ποιον άλλο, τον Μαριάννο; Απ. Το Μαριάννο όχι, δυστυχώς, δεν τονε γνώρισα. Εγνώρισα το Χάρχαλη και πάρα πολύ καλά και μου χει δείξει και ορισμένα πράγματα ο 4
Χάρχαλης. Δεν το σκέφτηκα να χα ηχογραφήσει ένα συρτό που μου τον είχε δείξει, τονε παίζω με το στυλ που τον έπαιζε ο Χάρχαλης. Εγνώρισα τον Χαρίλαο τον Πιπεράκη τον λυράρη, πολύ γέρος ήταν τότε, κατέβαινε κατά διαστήματα από την Αμερική κι ερχόταν στο σύλλογο κι έπιανε τη λύρα κι έπαιζε ό,τι μπορούσε, αλλά φαινότανε η τέχνη του. Και επειδή δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη λύρα, έδενε στο γόνατό του ένα μαντήλι για ν ακουμπάει η λύρα να μη του γλιστράει κι έπαιζε. Εγνώρισα το Μαύρο πάρα πολύ καλά, ο Μαύρος δεν είναι εξάλλου και πολλά χρόνια που έχει πεθάνει. Τους μακαρίτες το Γαλαθιανό με το Γαλάνη, το Χάρχαλη είπαμε. Άλλους παλιούς οργανοπαίχτες δεν γνώρισα, το Μαριάννο δυστυχώς δεν τονε γνώρισα. Τον Κουτσουρέλη φυσικά πάρα πολύ καλά και μάλιστα πριν έξι χρόνια ακριβώς έπαιζα στο Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στη Νέα Υόρκη. Λοιπόν εκάμανε εκείνο το βράδυ μία τιμητική για τον Κουτσουρέλη και για το Μαύρο και τους απένειμε ο σύλλογος η Ομόνοια της Νέας Υόρκης, όταν λέμε για Ομόνοια, είναι ο μεγαλύτερος κρητικός σύλλογος της Αμερικής, με πάρα πολλά λεφτά. Και τους απένειμε δύο πλακέτες που είχα την τιμή να μου τις δώσουνε εμένα, τις παραδώσαν εμένα και τις έφερα, τις έδωσα ιδιοχείρως στον καθένα. Και κατά τραγική ειρωνεία ήταν και η τελευταία φορά που είδα και τον Μαύρο και τον Κουτσουρέλη. Πήγα στο Κολυμπάρι και βρήκα τον Κουτσουρέλη (ή Μαύρο) εκεί στο μαγαζί του και καθότανε στα σκαλάκια, του έδωσα την πλακέτα και πήγα στο Καστέλλι και βρήκα τον Κουτσουρέλη (ή Μαύρο) στο σπίτι του και του παρέδωσα την πλακέτα. Ε, δεν τους ξαναείδα, ήταν η τελευταία φορά. Ερ. Δηλαδή όλα αυτά που έμαθες, τους σκοπούς που έμαθες, τους έμαθες με το αυτί, δεν σου έδειξε κάποιος ποτέ; Απ. Μου έδειξε είπα ο Τζινευράκης ο Μανώλης ο συχωρεμένος, μου έδειξε πώς να παίζω βιολί. Από κει και πέρα έπαιζα εμπειροτεχνικά, με το αυτί, αλλά ό,τι σωστό παίζω στο βιολί πάνω, μου το δίδαξε ο Ναύτης μετά που γύρισε που ήμουνα εγώ τότε είκοσι πέντε χρονών, τότε που 5
κατέβηκε ο Ναύτης από Αμερική, μετά το 69. Ό,τι σωστό παίζω το οφείλω στο Ναύτη. Στον Κωστή το Ναύτη. Ερ. Όταν σε καλούσαν να παίξεις σε γλέντι ή μάλλον πες μου κάτι άλλο, με ποιους έπαιξες καλούς λαουτιέρηδες μαζί; Απ. Όταν ξεκίνησα που έπαιξα σε ορισμένα γλέντια πριν πάω φαντάρος, είχα ένα χωριανάκι μου που σας είπα προηγουμένως ότι μάθαινε κι αυτός λαούτο, μαθητής ήταν κι αυτός και παίζαμε μαζί. Λουκάκης Ρούσσος λεγότανε, τώρα δεν είναι στη ζωή από κάποιο ατύχημα. Μετά που πήγαμε φαντάροι κι απολυθήκαμε, αυτός ασχολήθηκε με άλλες δουλειές, παράτησε το λαγούτο και στα πολύ λίγα γλέντια που έπαιξα, έπαιξα κυρίως με τον Παναγιώτη το Καστάνη και σε δυο, τρία γλέντια, αν θυμάμαι καλά με τον Κατάκη τον Αντώνη το μακαρίτη. Στην Αμερική, που έχω πάει αρκετές φορές, πήγα κυρίως με τον Παναγιώτη τον Καστάνη, πέντε φορές συγκεκριμένα πήγαμε με τον Παναγιώτη τον Καστάνη Αμερική, Καναδά και έξι φορές πήγα με τον Κώστα τον Κουκουμπεδάκη. Είναι επαγγελματίας, αυτός είναι τώρα προϊστάμενος στην δημοτική αστυνομία εδώ στον δήμο Χανίων και πήγα και μία φορά με το Γιάννη τον Κατάκη, την τελευταία φορά που είχα πάει, πήγα με τον Γιάννη τον Κατάκη. Με το Στέλιο το Λαϊνάκη πήγαμε τότε που θυμάστε που είχαμε έρθει στην Ιταλία, τότε δεν ήμασταν καλεσμένοι από σύλλογο και πήγαμε και στο Βερολίνο δυο φορές. Την πρώτη φορά πήγα στο Βερολίνο με πήρε ο Στέλιος και παίξαμε. Ήταν τα εφτακόσια πενήντα χρόνια, γιορτάζαν οι Γερμανοί τα εφτακόσια χρόνια της πόλεως του Βερολίνου και είχε κατέβει εδώ πέρα κάποια μουσικολόγος Κορίνα η οποία είχε καλέσει ορισμένους, από δω πέρα μεταξύ των οποίων είχε καλέσει και το Στέλιο και το Ναύτη και αυτοί με πήρανε κι εμένα. Είχε καλέσει τον Αβυσσηνό, είχε καλέσει τον Ψαραντώνη κάναμε πάρα πολύ καλή παρέα στο Βερολίνο και περάσαμε και πολύ καλά. Μετά ακριβώς από δύο χρόνια με πήρε εμένα ο πρόεδρος του συλλόγου του Βερολίνου και με κάλεσε και μου λέει «θα ρθεις εδώ πέρα θα πάρεις ένα λαγούτο 6
όποιο θέλεις και μία λύρα». Ο Στέλιος δεν μπορούσε να ρθει, γιατί ήταν άρρωστη η μητέρα του και πήρα τον Κώστα τον Κουκουμπεδάκη πάλι και λύρα πήρα τον Κογιακουδάκη τον Νίκο. Θέλανε και βιολί και λύρα και παίξαμε στο Βερολίνο. Με άλλους λαουτιέρηδες δεν έχω συνεργαστεί. Δύο δίσκους έχω κάνει μεγάλους. Στον πρώτο δίσκο παίζω με τον Πέτρο τον Καρπαθάκη (ή Καρπαδάκη), πάρα πολύ καλός λαουτιέρης από την Κίσσαμο και στον άλλο δίσκο παίζω με τον Παναγιώτη τον Καστάνη. Ερ. Απ ό,τι κατάλαβα, δηλαδή, από τη μαθητεία σου στο Ναύτη έχεις επηρεαστεί περισσότερο από την κισσαμίτικη μουσική, το στυλ το κισσαμίτικο; Απ. Φυσικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να πω ότι μπορώ ν αποδώσω το χρώμα το κισσαμίτικο, όπως το αποδίδει ο Κουνέλης, ή ο Ναύτης ή οι άλλοι κισσαμίτες οργανοπαίχτες, αλλά οπωσδήποτε. Ερ. Η πρόθεσή σου είναι να μιμηθείς το ύφος αυτό; Απ. Ναι, σ αυτό το χώρο ανήκω. Ερ. Είναι αυτό που σε ενθουσιάζει περισσότερο. Απ. Ναι. Μπορώ να παίξω βέβαια, ειδικά στα γλέντια στην Αμερική που έχω ασχοληθεί πολύ, έπαιζα και Σκορδαλό όταν μου ζητούσανε και Μουντάκη, τα παίζω. Αλλά το στυλ μου είναι κισσαμίτικο. Ερ. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του κισσαμίτικου στυλ, δηλαδή τι το ιδιαίτερο έχει; Απ. Νομίζω ότι αυτό που ξεχωρίζει το κισσαμίτικο για μένα τουλάχιστον, είναι ότι ο κάθε σκοπός ξεχωρίζει αισθητά. Καταρχήν τα συρτά όλα είναι χανιώτικα, στα Χανιά πρωτοβγήκανε, αλλά δεν έχει σημασία, οι συνθέσεις που γίνονται προς την ανατολική Κρήτη, είναι πάρα πολλοί σκοποί που είναι στο ίδιο μοτίβο. Δύσκολα ξεχωρίζεις τον ένα απ τ άλλο. Τα κισσαμίτικα είναι πιο γρήγορα, πιο ζωντανά, έτσι τα ξεχωρίζω εγώ, πιο κεφάτα και πιο χορευτικά. Και γιατί αυτό; Διότι από την Κίσσαμο πρωτοβγήκανε τα συρτά και οπωσδήποτε εφόσον πρωτοβγήκανε από κει είναι πιο γνήσια. Εγώ άμα πιάσω φερ ειπείν το 7
βιολί και παίξω τώρα στειακές κοντυλιές, δεν υπάρχει περίπτωση να τις παίξω όπως θα τις παίξει ο γιατρός. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τα συρτά. Ερ. Εγώ θέλω να το πάμε λίγο πιο κοντά. Ακούμε κισσαμίτικα συρτά, ακούμε και αποκορονιώτικα ή σελινιώτικα και υπάρχει μια διαφορά. Απ. Υπάρχει διαφορά, υπάρχει στο μοτίβο. Ερ. Αυτό θέλω να μου πεις, εδώ στην περιοχή που είναι πολύ κοντά οι σκοποί αυτοί, παίζουν όλοι τους ίδιους σκοπούς περίπου, αλλά το κισσαμίτικο είναι κισσαμίτικο, σε τι διαφέρει το κισσαμίτικο από τα άλλα; Απ. Διαφέρει στο μοτίβο, στο χρώμα. Δηλαδή έχει τελείως διαφορετικό χρώμα. Ερ. Ναι, τι είναι το χρώμα αυτό, πώς το προσδιορίζεις το χρώμα αυτό; Απ. Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω, εγώ μέσα μου το καταλαβαίνω το κισσαμίτικο, έχει εντελώς άλλο μοτίβο, άλλο χρώμα. Ερ. Ναι, αλλά πώς βγαίνει αυτό το χρώμα, τι κάνουν δηλαδή και βγαίνει αυτό το χρώμα; Απ. Εδώ τώρα είναι το μυστικό του κάθε τόπου. Δεν μπορώ να το πω μυστικό, είναι δηλαδή ο χαρακτήρας του κάθε τόπου. Όπως φερ ειπείν το ριζίτικο, όπως θα το τραγουδήσει ο χανιώτης, γιατί το ριζίτικο γεννήθηκε στα Χανιά. Ερ. Κοίταξε, βλέπουμε ένα άνθρωπο και λέμε αυτός έχει πιο μεγάλη μύτη, αυτός έχει πιο μικρή μύτη, αυτός έχει γαλανά μάτια, αυτός έχει μαύρα μάτια, εδώ τι θα μπορούσαμε να πούμε για το κισσαμίτικο, τι έχει το ιδιαίτερο, μπορούμε να βρούμε τέτοια στοιχεία; Απ. Εγώ νομίζω αυτό που είπα προηγουμένως ότι είναι πιο ζωντανό το κισσαμίτικο, πιο κεφάτο. Αυτό νομίζω. Μεγάλη διαφορά υπάρχει στο μοτίβο, στο χρώμα. Ερ. Αυτό το χρώμα πώς βγαίνει, είναι στολίδια που βάζουν μέσα, είναι το δοξάρι, πώς γίνεται αυτό; 8
Απ. Γι αυτό ακριβώς, όπως σας είπα προηγουμένως, είναι όπως γεννηθεί, όπως μάθει ο καθένας, είναι με τα δάχτυλα, το χρώμα αυτό βγαίνει με τα δάχτυλα, γι αυτό και θα πρέπει να χεις γεννηθεί, να χεις γαλουχηθεί, να χεις βιώματα στην Κίσσαμο για να τα βγάλεις έτσι. Όπως και ο Στειακός που θα βγάλει τις κοντυλιές έχει γεννηθεί και έχει βιώσει στη Σητεία και τα βγάζει γνήσια, τις κοντυλιές τις στειακές. Δεν θα τις βγάλει ο Χανιώτης, όμως, όσο τεχνίτης και να ναι, δεν θ αποδώσει το χρώμα. Εκεί είναι το μυστικό. Το οποίο δεν είναι μυστικό, είναι ότι έχεις βιώσει πάνω σ αυτή τη μουσική, γι αυτό το αποδίδεις έτσι. Το ίδιο πράμα συμβαίνει και με το κισσαμίτικο. Ερ. Εδώ όταν είσαι στα Χανιά παίζεις ορισμένους σκοπούς. Όταν πηγαίνεις στην Αμερική σου ζητάνε άλλα πράγματα; Απ. Όχι, καταρχήν το κοινό σ ένα σύλλογο δεν μπορεί να ναι Χανιώτες μόνο. Είναι Χανιώτες, είναι Ρεθεμνιώτες, είναι Ηρακλειώτες, είναι Λασιθιώτες. Ερ. Εκεί τι παίζεις, εδώ σου αρέσει να παίζεις το κισσαμίτικο. Εκεί όταν πας διαφοροποιείς το ρεπερτόριό σου; Απ. Θα σας πω. Καταρχήν ποτέ δεν με ρώτησε κανείς γιατί παίζεις βιολί και δεν παίζεις λύρα, ειλικρινά σας λέω. Κατάφερα κι έχω κάνει καλές δημόσιες σχέσεις στην Αμερική, δηλαδή ο κόσμος μ έχει συμπαθήσει πρώτα σαν άνθρωπο. Εν πάση περιπτώσει άλλο θέμα αυτό. Αυτά που παίζω, όταν δεν επηρεαστώ από το κοινό, δηλαδή όταν δεν μου ζητήσουνε, εγώ κυρίως κισσαμίτικο παίζω. Αυτό που αποδίδω καλύτερα. Φυσικά όταν η παρέα είναι ας πούμε Ρεθεμνιώτες, Ηρακλειώτες και μου ζητήσουνε «παίξε μας Σκορδαλό», θα τους παίξω. Δεν τονε χαλώ χατίρι, είμαι υποχρεωμένος να τα παίξω και γιατί να μην τα παίξω, έχει πολύ ωραία συρτά ο Σκορδαλός, ή Μουντάκη. Αλλά από μόνος μου σπανίως να παίξω. Παίζω τα δικά μας. Και δεν μου χει παραπονεθεί κανείς βέβαια. Καμιά φορά σηκώνεται ο άλλος και πιάνει στο χορό και μου λέει «παίξε μου τον άνεμο». Επειδή είναι χορευτικό και είναι και πολύ 9
διαδεδομένο ή «παίξε μου το εσύ είσαι η αγάπη μου», το οποίο είναι κισσαμίτικο του Κουνέλη φερ ειπείν. Ορισμένα συρτά, δηλαδή, που τους πηγαίνουν πάρα πολύ στο χορό, όπως είναι ο πρώτος, όπως είναι ο άνεμος, όπως είναι εσύ η αγάπη μου του Κουνέλη. Εν πάση περιπτώσει από μόνος μου εγώ πάντα στο κισσαμίτικο. Ερ. Δεν σε είδα προηγουμένως πώς έπαιζες, αλλά νομίζω ότι έπαιζες κι εσύ το ίδιο, οι περισσότεροι που είδα εδώ, δεν κρατάνε το βιολί κάτω απ το σαγόνι, το κρατάνε λίγο πιο κάτω. Απ. Εγώ θυμάμαι το 82 δεν είχαμε πάει στην Ιταλία, τότε σας είχα κάνει την ερώτηση αυτή και μου είπατε αν θυμάμαι καλά, είπα ότι οι μόνοι που κρατάνε το βιολί χαμηλά εδώ στην Κρήτη και ειδικά προς τα Χανιά και μου είπατε αν θυμάμαι καλά τότε ότι αυτό δεν είναι μόνο στα Χανιά, είναι παγκόσμιο φαινόμενο οι ερασιτέχνες, οι οργανοπαίχτες που δεν έχουνε διδαχτεί, δεν έχουνε βγάλει ωδείο να το κρατάνε χαμηλά, αν θυμάμαι καλά. Ερ. Καλά δεν έχει σημασία τι λέω εγώ, εσύ τι λες; Γιατί το κρατάς εκεί το βιολί; Απ. Το κρατάω εκεί διότι έτσι συνήθισα καλώς ή κακώς. Και είναι λάθος βέβαια. Ερ. Όχι δεν ξέρω αν είναι λάθος. Εγώ σε ρωτάω γιατί το κρατάς εκεί, σε βολεύει ή δεν σε βολεύει; Απ. Εκεί με βολεύει φυσικά. Ερ. Δοκίμασες να το βάλεις στο σαγόνι και δεν σε βολεύει; Απ. Το βάζω στο σαγόνι, αλλά δεν μπορώ να παίξω ελεύθερα, όπως θα παίξω όταν το κρατάω χαμηλά. Το βάζω και στο σαγόνι και καμιά φορά, όταν παίζω ορισμένα καλαματιανά, με βολεύει καλύτερα να το κρατήσω κανονικά το βιολί, αλλά όταν παίζω συρτά και ειδικά με τις φιγούρες που βάζουμε αισθάνομαι πιο ελεύθερος να το κρατάω χαμηλά. Ερ. Όταν παίζεις βιολί τραγουδάς κιόλα; 10
Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Ερ. Απ. Τραγουδάω, όταν έχω τραγουδιστή καλό όχι. Στο γλέντι όμως τραγουδάω. Όταν είναι στο σαγόνι το βιολί σε εμποδίζει να τραγουδήσεις; Ε, οπωσδήποτε πιστεύω ότι πιο ελεύθερα τουλάχιστον έτσι έχω συνηθίσει. Χαμηλά τραγουδάς πιο ελεύθερα. Τώρα βέβαια μπορεί να μη χτυπάει ωραία στο μάτι του άλλου, να σε βλέπει να κρατάς ατζαμίστικα το βιολί. Μη το λες αυτό, πώς τον βολεύει τον καθένα. Πάντως θυμάμαι τότε που μου είχατε πει ότι είναι παγκόσμιο φαινόμενο οι πραχτικοί βιολατόροι να το κρατάνε χαμηλά το βιολί. Έτσι είναι, αλλά δεν έχει σημασία τι λέω εγώ, εγώ θέλω να μου πεις τι λες εσύ. Φυσικά αισθάνομαι πιο ελεύθερος. Όταν παίζεις το βιολί και σε συνοδεύει ένας καλός λαουτιέρης, εξίσου καλός όπως κι εσύ, αισθάνεσαι ποτέ την ανάγκη την ώρα που παίζετε να χαμηλώσεις λίγο το βιολί και να τον βγάλεις μπροστά να παίξει κι ο λαουτιέρης; Φυσικά. Και πρώτα-πρώτα, αν είχατε προσέξει εδώ που παίζαμε με τον Παναγιώτη και αυτό συμβαίνει και στο γλέντι, την ώρα που τραγουδάει ο λαουτιέρης, πάντα χαμηλώνω, σχεδόν δεν ακούγομαι καθόλου και καμιά φορά σταματάω. Καλά εκεί είναι το τραγούδι το καταλαβαίνω, για το λαγούτο μιλάω. Να σου πω, εγώ πάντα θέλω, δηλαδή δεν είμαι εγωιστής στο παίξιμο, εγώ θέλω ν ακούγεται και το λαγούτο και το βιολί, διότι όταν ακούγεται το ένα απ τα δύο όργανα, δεν ακούει ο άλλος τίποτα κι όταν δεν ακούγονται και τα δύο συγχρονισμένα δεν βγαίνει μουσική καλή και δεν θα πουν ότι ο λαουτιέρης ή ο βιολάτορας δεν παίζει, θα πούνε τα όργανα δεν παίζουν. Και πάντα στη ρύθμιση του μηχανήματος, πάντα κανονίζω να τ ακούω το λαγούτο καλά εγώ και ν ακούγεται και από κάτω. Ειδικά όταν είναι οχλαγωγία. 11
Ερ. Αυτό είναι το σωστό και δεν αμφιβάλω. Απ. Ακούγεται το μπάσο όργανο, διότι, αν δεν ακούγεται, δεν ακούγεται ωραία η μουσική. Ερ. Καλά αυτό το θεωρώ αυτονόητο, αλλά σε ρωτάω το άλλο, εάν ποτέ χαμηλώνεις λίγο, να βγει το λαγούτο και ν ακουστεί και αυτό; Απ. Αυτό δεν το χω σκεφτεί να το κάνω παρόλο που είναι σωστό. Ερ. Το κάνουνε άλλοι; Απ. Πιθανόν να το κάνουνε δεν ξέρω. Αλλά εγώ, όμως, κάνω το εξής πράγμα, δίνω την ευκαιρία στο λαουτιέρη σε ορισμένα διαλείμματα στο γλέντι, που δεν χορεύει ο κόσμος, που κάνουμε ένα διάλειμμα, να παίξει ένα σόλο δικό του, να παίξει ένα τραγούδι και να τραγουδήσει μόνος του, να παίξει ένα μανέ φερ ειπείν, ένα ταμπαχανιώτικο ή ξέρω τι ακούγεται καλύτερα με σκέτο λαούτο. Ερ. Όταν συνεργάζεσαι μ ένα λαουτιέρη ποια θεωρείς ότι πρέπει να είναι τα προσόντα του για να τον κάνεις ταίρι και να παίξετε μαζί και να μην τα χαλάσετε; Απ. Το βασικότερο είναι, βεβαία, να ταιριάζουν οι χαρακτήρες, είναι πολύ βασικό αυτό, γιατί όταν ταιριάζουν οι χαρακτήρες και πρόβες θα κάμετε και θα τα βρείτε στο παίξιμο επάνω. Οπωσδήποτε, βέβαια, όπως κι ο λαουτιέρης θέλει κάποιον ο οποίος να μην είναι για να κάνεις ζυγιά, πρέπει να μην είναι ατζαμής τελείως, άσχετο αν μια κατάσταση τον υποχρεώσει κάποια στιγμή το λαουτιέρη ή τον βιολάτορα να παίξει με κάποιον άλλο που δεν είναι ταίρι σ ένα γλέντι που είναι και οι δυο καλεσμένοι, λόγω συγγένειας ή κάποια υποχρέωση, αυτό συμβαίνει πολλές φορές. Αλλά για να χεις κάποιο μόνιμο ταίρι θα πρέπει πρώταπρώτα να ταιριάζουν οι χαρακτήρες κι από κει και πέρα όλα τ άλλα βρίσκονται. Ερ. Εδώ η τοπική συνήθεια ποια είναι όταν πηγαίνετε σε γλέντια, πώς σας πληρώνουνε; Απ. Εδώ δεν ξέρω, τώρα ακούω καμιά φορά ότι τους δίνουνε κάτι. 12
Ερ. Κάνουνε συμφωνία; Απ. Αυτό που υπήρχε παλιά το έθιμο το παραδοσιακό το παλιό ήτανε πήγαινες στο γλέντι κι ό,τι έβγαζες, είτε στο πανηγύρι είτε στο γάμο. Μπορεί να υπήρχανε εξαιρέσεις και ο γαμπρός να βγαζε από ευχαρίστηση δικιά του να δώσει κάτι στα όργανα. Τώρα ακούω τελευταία, εγώ σας είπα δεν ασχολούμαι αυτή τη στιγμή, αλλά ακούω τώρα τελευταία ότι κλείνουνε συμφωνία, «θα μας δώσεις τόσο» φερ ειπείν. Ερ. Ανεξάρτητα απ το αν κλείνουν συμφωνία ή αν είναι τα τυχερά, με το λαουτιέρη πώς τα μοιράζεστε τα χρήματα; Απ. Εγώ πάντα μισά-μισά. Ερ. Παρόλο που λέμε ότι το βιολί είναι το κύριο όργανο, μισά-μισά; Απ. Πάντα μισά-μισά. Μαζί δουλεύετε μαζί πρέπει να μοιραστείτε τα λεφτά. Και το βιολί μπορεί να είναι κύριο όργανο, αλλά δεν μπορεί να παίξει μόνο του. Στην Αμερική είχα πάει κάποτε με δυο λαουτιέρηδες, διότι ο ένας λαουτιέρης, και ξέχασα να το πω προηγουμένως ήταν η μοναδική φορά που έπαιξα με το Μιχαηλάκη το Στέλιο απ τη Σούδα, ο οποίος έχει κάτι συγγενείς στη Σούδα και παρακαλέσανε σε κάποιο Πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν να ρθει κι αυτός μαζί μας. Και ήρθε μαζί μας. Εκεί έχουν άλλα συστήματα οι συλλόγοι, πληρώνουν τα εισιτήρια, για την Ομόνοια μιλάω τώρα, δίνουν χίλια δολάρια στον καθένα για ένα βράδυ κι ό,τι βγάλεις χαρτούρα. Η χαρτούρα πήγε σε τρία μερίδια εξίσου. Έτσι είναι το σωστό. Δεν υπάρχει πρώτο και δεύτερο λαγούτο. Άλλοι βάζουνε, παίρνουνε πιτσιρικάδες και τους δίνουνε μεροκάματο. Ερ. Τα γλέντια που έχεις τύχει εδώ στην περιοχή, δεν μιλάμε για Αμερική, εδώ στα Χανιά και στο χωριό σου απ ό,τι θυμάσαι παλαιότερα, οι παραγγελιές υπήρχαν πάντα; Απ. Υπήρχαν πάντα, ναι. Παραγγελιές υπήρχαν πάντα. Ερ. Και έπρεπε να χορέψει μόνο αυτός που έκανε την παραγγελία, μπορούσε να σηκωθεί άλλος; 13
Απ. Απ ό,τι θυμάμαι όχι. Παλιά όχι. Αυτός που έκανε παραγγελία σηκωνότανε με την παρέα του κι όπως ήταν παλιά δεν χορεύανε όλοι μαζί, μιλάμε τώρα πριν από πολλά χρόνια, τότε που πρωτοβγήκα εγώ, δεν χορεύανε. Το φαινόμενο να χορεύουν όλοι μαζί είναι λίγα χρόνια. Σηκωνότανε κάποιος φερ ειπείν να χορέψει δέκα κοπελιές, δέκα γυναίκες. Τις χόρευε μία-μία. Οι άλλες ακολουθούσανε, δεν χορεύανε. Εχόρευε μόνο αυτή που ήτανε δίπλα στον άντρα και οι άλλες ακολουθούσανε. Έκανε μερικούς κύκλους η κοπελιά, χόρευε, έλεγε ευχαριστώ σ αυτόν που τη χόρευε και πήγαινε στην άκρη κι έπιανε η επόμενη μέχρι να τις χορέψει όλες. Και μάλιστα τότε ήτανε ο κακός χάρος του οργανοπαίχτη ήταν να σηκωθούνε πολλές γυναίκες, γιατί περνούσε μιάμιση ώρα να τελειώσουνε. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άντρες. Ερ. Για πες μου πώς πιανόντουσαν, σήκωνε δέκα γυναίκες, αυτός που τις χόρευε ήταν ο πρώτος; Απ. Ο πρώτος και τις χόρευε μία-μία όλες. Ερ. Λοιπόν ήταν πρώτος αυτός και χόρευε. Και χόρευε και η πρώτη από τις γυναίκες. Απ. Η πρώτη από τις γυναίκες. Κάποια στιγμή σταματούσε η κοπέλα, αυτός δεν μπορούσε να τις σταματήσει ποτέ, σε καμία περίπτωση. Ερ. Έφευγε, λοιπόν, η πρώτη γυναίκα και πήγαινε στην άκρη. Απ. Κάποια στιγμή που νόμιζε αυτή ότι αρκετά χόρεψα, σταματούσε, του λεγε ευχαριστώ, άφηνε το μαντιλάκι, έδινε το μαντιλάκι στην αριστερή της και πήγαινε στην άκρη, στο στάρι που λέμε. Ερ. Αυτός συνέχιζε να είναι πρώτος; Απ. Αυτός τις χόρευε όλες, αφού αυτός πλήρωνε. Κι όταν τέλειωνε και η τελευταία, πήγαινε πλήρωνε στα όργανα και κατέβαινε. Το ίδιο συνέβαινε και όταν σηκώνονταν άντρες. Με τη διαφορά ότι αν σηκωνότανε άντρες, δέκα άντρες φερ ειπείν, χορεύανε ένας-ένας, δηλαδή δύο-δύο, αλλά εκεί υπήρχε άλλο στυλ. Δηλαδή έπιανα εγώ πρώτος, είσαστε εσείς δεύτερος, κάποια στιγμή αντί να σταματήσετε εσείς, 14
σταματούσα εγώ που ήμουνα ο πρώτος και πήγαινα στην ουρά. Και γινόσουνα εσύ πρώτος. Και ούτω το κάθε εξής. Και υπήρχε και η άλλη διαφορά ότι οι άντρες πληρώνανε όλοι στα όργανα, ενώ οι γυναίκες δεν πλήρωνε καμία, πλήρωνε ο καβαλιέρος. Και τις χόρευε μία-μία. Ερ. Πώς τις σήκωνε αυτές τις γυναίκες ο καβαλιέρος; Έπρεπε να ζητήσει άδεια από τον πατέρα, απ τη μάνα; Μπορούσε να σηκώσει οποιαδήποτε; Απ. Όχι, δεν θα πήγαινε να σηκώσει μια άγνωστη ποτέ, τουλάχιστον τα χρόνια εκείνα. Θα σήκωνε κάποια δικιά του κοπέλα, ή τη γυναίκα του ή την αδερφή του ή την αρραβωνιαστικιά του ή την ξαδέρφη του και από κει τώρα γινόταν ο κύκλος. Μπορεί να ταν κι άλλες γνωστές έλεγε «σηκωθείτε κοπέλες να χορέψουμε» ή η κοπελιά η γυναίκα του έλεγε «σήκω να χορέψουμε» και πάλι σε γνωστές κι έτσι γινότανε. Σε άγνωστη δεν πήγαινε σε καμιά περίπτωση. Ερ. Οι γυναίκες συμμετείχαν στα γλέντια απ ό,τι θυμάσαι, πάμε λιγάκι παλιά. Συμμετείχαν ισότιμα με τους άντρες; Μπορούσε, δηλαδή, μία γυναίκα να σηκωθεί μόνη της να χορέψει; Απ. Όχι. Απ ό,τι θυμάμαι όχι να σηκωθεί μόνη της. Σηκωνόταν κι η γυναίκα να χορέψει, αλλά για να σηκωθεί κατόπιν συνεννοήσεως με τους δικούς της. Να σηκωθεί να χορέψει με παρέα κοπελιές, δεν θα σηκωθεί να χορέψει με παρέα άντρες. Και θυμάμαι και γυναίκες και συμμετείχαν στο ριζίτικο. Όχι, όμως, με τους άντρες. Στην τάβλα φερ ειπείν, καθόντανε μόνο άντρες. Βεβαίως αν στην παρέα των αντρών υπήρχαν και γυναίκες, καθόταν κι αυτές στο τραπέζι, δεν τις διώχνανε, αλλά οι χωριανές γυναίκες, γινότανε γάμος ή πανηγύρι, δεν θα πηγαίναν να κάτσουν στην τάβλα που ήταν οι άντρες. Ήταν οι άντρες μόνοι. Μιλάω τώρα για το χωριό μου που ήταν τότε αυστηρές ηθικές αρχές. Ερ. Εσύ νομίζεις ότι το τοπικό ρεπερτόριο, δηλαδή οι σκοποί που παίζουν σήμερα οι καλλιτέχνες, έχει επηρεαστεί από τα μέσα επικοινωνίας, απ το ραδιόφωνο και την τηλεόραση; 15
Απ. Δεν ξέρω από πού έχει επηρεαστεί, αλλά έχει επηρεαστεί πάντως. Αν πάρω παράδειγμα τα καινούργια συρτά που βγάζουν, οπωσδήποτε έχουν επηρεαστεί. Και μάλιστα ορισμένα συρτά αρχίζουν να χάνουνε και παντελώς το κρητικό χρώμα. Άκουγα απόψε απ το ράδιο κάποιον συνάδελφο, δεν θέλω να πω τ όνομά του, που έλεγε κάποιο συρτό, στην αρχή νόμισα ότι έλεγε μανέ και μετά κατάλαβα ότι ήτανε συρτό. Δυστυχώς αυτό υπάρχει, τρομερή παραποίηση. Αυτό κατά γενική ομολογία. Χαλάει το χρώμα τελείως της μουσικής. Τώρα από πού επηρεαστήκανε δεν ξέρω. Ερ. Ο κόσμος πώς το δέχεται αυτό; Απ. Νομίζετε ότι πολλοί το καταλαβαίνουν. Οι καινούργιοι τουλάχιστον. Αυτό είναι γεγονός. Ερ. Το καταλαβαίνεις εσύ που ξέρεις. Απ. Εγώ που ξέρω κι ορισμένοι παλιοί μερακλήδες που είχαν ασχοληθεί το καταλαβαίνουνε, άλλοι δεν νομίζω να το καταλαβαίνουνε και πολύς κόσμος. Αλλά έχει παραποιηθεί πάρα πολύ η μουσική κι έχει παραποιηθεί και ο χορός. Αν παρακολουθήσετε τηλεόραση να δείτε χορευτικά σε ορισμένες περιπτώσεις θα βγείτε απ τα ρούχα σας. Ερ. Παλιότερα υπήρχε ο έλεγχος απ τον κόσμο. Είπες προηγουμένως δεν έπαιζες καλά θα σε αγριοκοίταζε ο χορευτής. Τώρα γίνεται αυτό; Απ. Τώρα έχει αλλάξει. Πάντα λέγανε ότι όπως παίζει η λύρα θα χορεύεις. Τώρα κάπως έχει αλλάξει. Έχω δει οργανοπαίχτες που χορεύει ένα χορευτικό κι όταν κάνει ταλίμια ο μπροστινός, δεν συνεχίζει να παίζει το σκοπό το συρτό, θα το χετε προσέξει αυτό, παρά προσπαθεί να κάνει φιγούρες με το όργανο κυρίως με τη λύρα, χωρίς να θέλω να κατηγορήσω, αλλά κυρίως από κείνη τη μεριά βλέπεις κάνει ταλίμια ο χορευτής μπροστά και προσπαθεί να παίζει στο ρυθμό που παίζει τα ταλιμάκια, φεύγοντας απ το σκοπό τελείως. Ενώ είναι υποχρεωμένος ο χορευτής να παρακολουθεί το σκοπό. Και πάνω στο σκοπό να κάνει το ταλίμι του. Αυτό έχει αλλάξει πολύ. Εγώ, δηλαδή, πιστεύω ότι πάρα 16
πολύ ορισμένα χορευτικά, βλέπεις το συρτό και θέλοντας να κάνουνε πολλές φιγούρες και πρωτοτυπίες, βλέπεις και κάνουν ορισμένες φιγούρες στο συρτό πάνω που νομίζεις ότι χορεύουνε τσιφτετέλι. Αυτό είναι δεδομένο. Ερ. Κατά τη γνώμη σου ποια είναι τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός βιολάτορας για να πεις αυτός είναι καλός; Απ. Εξαρτάται, βέβαια, απ το κοινό. Ερ. Όχι εσύ. Ας πούμε πως παίζουνε εδώ τέσσερις πέντε βιολατόροι και μου λες «να, αυτός είναι ο καλύτερος». Πώς θα τον κρίνεις, με τι κριτήρια θα τον κρίνεις; Απ. Δεν είναι δύσκολο να κρίνεις ένα καλό βιολάτορα. Να είναι σωστός. Ερ. Σωστός σε τι; Απ. Στα συρτά, να μην τα παραποιεί, να τα παίζει σωστά, δηλαδή να κρατάνε τα χέρια του, να μη φαλτσάρει. Εύκολα φαίνεται ο σωστός. Μιλάμε για τέχνη, διότι άλλο τέχνη άλλο παρουσία. Δηλαδή μπορεί ένας να μην είναι τεχνίτης καλός και να κάνει χαβαλέ που λέμε και να ενθουσιάζει τον κόσμο. Και να υπάρχει ένας άλλος άριστος τεχνίτης και να μην κάνει κέφι στον κόσμο. Δεν δημιουργεί χαβαλέ. Και αυτό τώρα, ο χαβαλές από τα όργανα, είναι τώρα τελευταία. Πριν δεν ήτανε. Εδώ περάσανε ιερά τέρατα απ τη μουσική κι από το χώρο το δικό μας και από την άλλη Κρήτη. Από δω πέρα πέρασαν Ναύτες, Μαύρηδες, Κουτσουρέληδες, Χαρχάληδες, όλοι αυτοί ήτανε σοβαροί, δεν κάνανε τίποτα άλλο, το παίξιμό τους, το τραγούδι τους. Και ενθουσιάζανε τον κόσμο. Από την άλλη μεριά Μουντάκης, Σηφογιώργης, Σκορδαλός ήτανε σοβαροί, κύριοι πάνω στο πάλκο. Δεν κάναν τίποτα παραπάνω απ τη μουσική και απ το τραγούδι κι ενθουσιάζανε τον κόσμο. Ερ. Μα γι αυτό δεν σε ρώτησα για το κοινό. Εγώ ρωτάω εσένα, εσύ πώς τον αξιολογείς; Τι παρατηρείς δηλαδή και λες αυτός είναι καλός, ποια πράγματα παρατηρείς, τι στοιχεία παρατηρείς για να πεις ότι είναι καλός; 17
Απ. Άμα είναι τεχνίτης, δηλαδή να παίζει σωστά το σκοπό, να μη φαλτσάρει, να είναι σοβαρός. Γιατί κοίταξε να δεις, να πάρουμε παράδειγμα τον Μιχάλη τον Κουνέλη ο οποίος κάνει μια πάρα πολύ καλή παρουσία, δηλαδή συνδυάζει πολλά πράγματα και τέχνη και καλή παρουσία. Και με το καλαμπούρι του, όποιος μπορεί να τα χει όλα αυτά είναι ακόμα καλύτερα. Αλλά δεν μπορεί να τα χει κανείς όλα, ο Μιχάλης είναι εξαίρεση. Αλλά κυρίως τι βγάζουν τα χέρια του. Και το τραγούδι, αλλά το τραγούδι είναι φυσικό χάρισμα, αν έχεις φωνή, αν δεν έχεις Το παίξιμο είναι τι τέχνη έχεις στα χέρια. Ερ. Έπαιξες ποτέ χωρίς ενισχυτές; Απ. Ναι, στα πρώτα μου γλέντια στο πανηγύρι στον Αϊ-Γιάννη χωρίς ενισχυτές φυσικά. Και σ ένα πανηγύρι στα Κυριακοσέλλια στον Αποκόρωνα. Ερ. Αν σε ρώταγα πώς σου αρέσει καλύτερα να παίζεις με ενισχυτές ή χωρίς ενισχυτές, τι θα μου λεγες; Απ. Άμα υπάρχει ησυχία, γιατί τότε παρακολουθούσε ο κόσμος και άμα υπάρχει ησυχία και ακούει ο κόσμος και ακούγεται φυσικά καλύτερα χωρίς ενισχυτές. Ακούγεται πιο γνήσια το όργανο. Αλλά όπως είναι τώρα τα γλέντια που πάνε πολλά άτομα και γίνεται βαβούρα μεγάλη, δεν μπορείς να παίξεις. Οπωσδήποτε παίζεις πιο ξεκούραστα με τον ενισχυτή και σε βοηθάει και στο τραγούδι, διότι για να τραγουδήσεις σε κοινό χωρίς μηχάνημα θα πρέπει να σαι υψίφωνος και δεν υπάρχουνε πολλοί. Ερ. Εκτός από την Ασπασία που παίζει βιολί και λύρα, εδώ στην περιοχή υπήρξαν ποτέ γυναίκες που έπαιζαν όργανο; Απ. Εγώ δεν γνωρίζω καμιά. Τώρα τελευταία, βέβαια, ξέρουμε μια κοπελιά που παίζει λαγούτο από την Ανώσκερη κάποια Χατζηδάκη, ο αδερφός της έπαιζε βιολί, περίπτωση όπως η Ασπασία. Ξεκίνησε με βιολί, τον έμαθε ο Κουνέλης και συνέχισε με λύρα. Μιλάμε για νέο παιδί, τώρα να ναι τριάντα πέντε χρονών. Κι έπαιζε η αδερφή του λαγούτο. Και παίζαν 18
και μαζί και παίζουν κι ακόμα. Χατζηδάκη Μαρία. Από τα Χανιά στο σύλλογο εβγάλαμε πολλά κορίτσια με βιολί και δυο, τρεις με λαγούτο, αλλά δεν είδα καμιά να βγει στο πάλκο, να βγει να παίξει, να γίνει επαγγελματίας. Ήρθαν όμως και κάναν μαθήματα οι κοπελιές στο σύλλογο. Ερ. Σήμερα έχεις δει συγκροτήματα να βάζουν και άλλα όργανα μέσα εκτός από βιολί και λαγούτο; Απ. Βεβαίως, έχω δει να βάζουνε τουμπερλέκι, έχω δει να βάζουνε κιθάρα, έχω δει συγκρότημα σε γάμο να παίζει λύρα, δύο λαγούτα, μαντολίνο και κιθάρα. Ερ. Εδώ στα Χανιά; Απ. Δεν ήταν Χανιώτες. Ερ. Για εδώ μιλάω. Απ. Αποκλειστικά για τα Χανιά όχι. Είναι όμως και ορισμένοι λυράρηδες κυρίως, που βάζουνε και βιολατόροι είναι που βάζουν κιθάρα ή δυο λαγούτα. Δεν έχω δει να βάλει τουμπερλέκι, δεν έχω δει εδώ στα Χανιά. Ερ. Υπάρχει τώρα η συνήθεια αυτή και οι βιολατόροι να βάζουνε δυο λαγούτα; Απ. Ναι. Ερ. Γιατί το κάνουν αυτό; Απ. Νομίζουν ότι τους βοηθάει καλύτερα, δεν ξέρω. Αλλά συνηθίζεται κυρίως από νέα παιδιά, από νέους βιολατόρους. Αν δεν βάλει λαγούτο θα βάλει κιθάρα. Ερ. Στην Κρήτη παρατηρούμε σήμερα μια υποχώρηση του βιολιού γενικά, δεν μιλάω για την Κίσσαμο που κρατάει ακόμα, αλλά γενικότερα στην Κρήτη υπάρχει μια υποχώρηση του βιολιού. Πού οφείλεται αυτή η υποχώρηση κατά τη γνώμη σου; Απ. Δεν ξέρω, εγώ ξέρω ότι στο νομό Χανίων τότε που άρχισα και μάθαινα ο κόσμος όλος, το μεγάλο ποσοστό ήθελε βιολί κι ερχόταν όπως σας είπα προηγουμένως στο χωριό, πάντα βιολιά ερχότανε. Μετά πιστεύω ότι 19
αυτό οφείλεται ότι κάποια στιγμή τα βιολιά κάτσανε. Δηλαδή αυτοί οι μεγάλοι βιολατόροι που υπήρξαν μια εποχή μια φουρνιά, περίπου ήτανε μια γενιά, μικρή διαφορά υπήρχε στις ηλικίες Μαύρος, Γαλατιανός, Μαριάννος, αυτοί πρέπει να τανε περίπου της ηλικίας, πέντε δέκα χρόνια διαφορά ο ένας απ τον άλλο, ο Χάρχαλης παλιότερα πολύ πιο μεγαλύτερος, ο Ναύτης, αυτοί βγήκανε σχεδόν τα ίδια χρόνια κι είχανε τότε κυριαρχήσει στο νομό Χανίων. Πιο παλιά υπήρχανε άλλοι τους οποίους εγώ δεν τους γνώρισα και όταν αυτοί κάτσανε, είτε λόγω ηλικίας, να, ο Ναύτης έφυγε στην Αμερική, ο Χάρχαλης πολύ νέος σταμάτησε να παίζει, γιατί του σκοτώσανε το κοπέλι του. Είχε ένα γιο και τον σκοτώσανε κι από τότε δεν εξανάπαιξε σε γλέντια ο Χάρχαλης, μιλάμε ότι ήταν ακόμα σε ακμή. Όταν ο Μαύρος έκατσε πια, είχε μεγαλώσει. Και δεν υπήρχανε νεότερα βιολιά, υπήρχανε λίγοι. Τότε έβγαινε ο Μιχάλης ο Κουνέλης, ο οποίος ήταν μόνο στο χορό της Κισσάμου. Βγήκαν οι περισσότεροι λυράρηδες και έτσι ξεπετάχτηκε η λύρα. Ερ. Έγινε αυτό που έγινε με τα ραδιόφωνα κλπ που λέει ο Ναύτης, αλλά σκέφτομαι μερικές φορές μήπως φταίνε και τα βιολιά. Απ. Είπα τότε που κάτσανε. Όταν λέω κάτσανε δεν κάνανε δισκογραφίες, απαγορέψανε το σταθμό και δεν παίζανε πάρα πολλά χρόνια δεν άκουγε ο κόσμος βιολί από το σταθμό, πέρασαν πολλά χρόνια και δεν κάνανε δισκογραφίες και όλα αυτά συντελέσανε στο να πάθει καθίζηση το βιολί και ν ανέβει η λύρα. Ερ. Δηλαδή σκέφτομαι καμιά φορά μήπως θα πρεπε ν ανασκουμπωθούμε λιγάκι, δηλαδή αντί να κλαίμε την μοίρα μας, αυτό που κάνει τώρα ο Κουνέλης που βγάζει νέα παιδιά και ο Ναύτης, μήπως θα πρεπε αυτό να γίνει πιο έντονα. 20
Β. Πλευρά Απ. Πιστεύω ότι αυτό που έκανε ο Κουνέλης που έβγαλε πολλά παιδιά, αυτά τα παιδιά έχουνε μεγάλες δυνατότητες, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να κοιτάξουμε να κάνουμε δισκογραφίες για να γίνουνε πιο γνωστά στο ευρύ κοινό. Και πιστεύω ότι το βιολί για πάρα πολλά ακόμα χρόνια, έδωσε μια μεγάλη ανάσα η σχολή του Κουνέλη. Και ο σύλλογος ο Χάρχαλης έχει βγάλει αρκετά παιδιά καλά, όπως είναι ο Φαντάκης, όπως είναι το παιδί που έπαιξε χτες το βράδυ εδώ πέρα το Λουφαρδάκι, έχει βγάλει. Πιστεύω ότι έχουμε τώρα μαγιά για πάνω από πενήντα χρόνια. Ερ. Έχεις μια αισιοδοξία ότι θα πάει καλά το πράμα τουλάχιστον στην περιοχή εδώ; Απ. Βεβαίως κι είναι κρίμα να χάνεται η παράδοση του κάθε τόπου. Εγώ θα στενοχωρηθώ πάρα πολύ αν μάθω κάποτε ότι δεν υπάρχει στη Σητεία κάποιος να παίζει τις στειακές κοντυλιές γνήσια με βιολί να τις ακούς. Το ίδιο πράμα συμβαίνει και στην Κίσσαμο, το ίδιο πράμα συμβαίνει και σ όλους τους άλλους νομούς, με τη δικιά τους παράδοση, δεν πρέπει να χαθούν οι παραδόσεις του καθενός, πρέπει να διατηρηθούνε και να μη λέμε να κυριαρχήσει το ένα όργανο ή να κυριαρχήσει το άλλο. Ας μείνει το κάθε όργανο στον τόπο του να παίζει την παράδοσή του και να μη μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου κατά τρόπο τουλάχιστον ξεδιάντροπο. Ερ. Σ ευχαριστώ πολύ σε κούρασα λιγάκι. Απ. Κι εγώ σ ευχαριστώ για την πρωτοβουλία σας κι εύχομαι επιτυχίες. Ερ. Ελπίζω να βγει κάτι καλό. 21
22