Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Σχετικά έγγραφα
Εργαστήριο Δημογραφικών και Κο ινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334, ldsa.gr / demolab@uth.gr,

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Οι µεταπολεµικές δηµογραφικές µας εξελίξεις

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Δημογραφία. Ενότητα 5: Μέθοδοι ανάλυσης πληθυσμιακών δομών - Η Πυραμίδα των ηλικιών

ΘΡΑΚΗ, ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑ ΕΝΤΟΝΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΩΝ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΩΝ ( )

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

A. ΠΗΓΕΣ &ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

Σχήμα 20: Τύποι πληθυσμιακών πυραμίδων

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑΛΥΣΗ ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ (ΓΑΜΩΝ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΘΑΝΑΤΩΝ)

2. Το δημογραφικό πλαίσιο και η σημασία του για τη σύνθεση των νοικοκυριών και της οικογένειας

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος,

Χαρτογράφηση της εξαγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας ανά Περιφέρεια και Νοµό

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334,

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για μη εμπορικούς σκοπούς με την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η πηγή (Παρατηρητήριο ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.).

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ: 2018

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει;

Εισαγωγή στη Στατιστική- Κοινωνικές Στατιστικές. Διάλεξη

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ έτους 2013

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ έτους 2012

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς, 31/01/2011 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αύξηση πληθυσμού κατά 0,4 % ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ: Έτος 2009

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων, Πεδίον Άρεως, Βόλος, 38334,

Δημογραφία. Ενότητα 13: Ανάλυση Γαμηλιότητας. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2004

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Α τρίµηνο 2005

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΛΛΑ ΟΣ

Marriages and births in Cyprus/el

Αλλοδαποί και παλιννοστούντες μαθητές στην ελληνική εκπαίδευση. Αθήνα 2003

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

Περιφερειακή Ανάπτυξη

Γεννητικότητα-γονιμότητα

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΦΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ. Έτος 2014

Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (FERTILITY)

Απογραφή Πληθυσμού-Κατοικιών 2011

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

3. Οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας και των νοικοκυριών

στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τοµέα.

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΈΝΩΣΗ

Δημογραφία. Ενότητα 16: Δημογραφικές Θεωρίες και Δημογραφική Πολιτική

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ

ηµογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στις περιφέρειες της Ελλάδας

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ τρίµηνο 2003

Δημογραφία. Ενότητα 3.2: e-demography. Βύρων Κοτζαμάνης & Μιχάλης Αγοραστάκης. Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Δημογραφία. Ενότητα 10: Προτυποποίηση. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΥΤΗΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ CBC04. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΡΟΕΣ

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές

Η απασχόληση & η ανεργία στην Ελλάδα το 2012

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ Γ τρίµηνο 2007

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET09: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

Εργαστήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσεων

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET04: ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

«ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Τίτλος Μαθήματος. Ενότητα 7: Αδροί δείκτες & Ισοζύγια. Βύρων Κοτζαμάνης Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET02: ΜΕΓΕΘΟΣ ΑΓΟΡΑΣ

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

ΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΕΙΚΤΗ ΚΟ-Π-4: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Η έρευνα για το γενεαλογικό δέντρο των μαθητών του project, ανέδειξε την αναγκαιότητα της καταγραφής της μετακίνησης των τριών (3) προηγούμενων

Η μεταβλητή "χρόνος" στη δημογραφική ανάλυση - το διάγραμμα του Lexis

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Κ.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΥΨΗΛΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (Ν. 4071/2012)

η πληρότητα των ξενοδοχείων στο σύνολο της χώρας την ίδια περίοδο, καθώς αυτό αποτελεί μια σημαντική ένδειξη του συνολικού τζίρου των τουριστικών

ΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ (ΕΣΥΕ)

Transcript:

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ 2001 Γ.Γ.Ε.Τ. ΚΩ ΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ: 01Ε 322 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: Επικ. Καθηγητής Β. Παππάς Ερευνητικό έργο: Το πορτραίτο της σύγχρονης Ελληνίδας Αποτύπωση και ανάλυση των κοινωνικοοικονοµικών και δηµογραφικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης Ελληνίδας και χωρικές διαφοροποιήσεις τους Πρώτη Θεµατική Έκθεση Το προφίλ της σύγχρονης ελληνίδας: τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του γυναικείου πληθυσµού της Ελλάδας το 2001 Το έργο συγχρηµατοδοτείται από το Κέντρο Ερευνών για Θέµατα Ισότητας Β. Κοτζαµάνης, Ε. Ανδρουλάκη, Κ. Σοφιανοπούλου ΒΟΛΟΣ, 2004

Το παρόν τεύχος εντάσσεται στο πλαίσιο εκπόνησης του ερευνητικού έργου µε τίτλο «Αποτύπωση και ανάλυση των κοινωνικοοικονοµικών και δηµογραφικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης Ελληνίδας και χωρικές διαφοροποιήσεις», το οποίο χρηµατοδοτείται αφενός από τη Γενική Γραµµατεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), στο πλαίσιο του Προγράµµατος Ενίσχυσης Ερευνητικού υναµικού (ΠΕΝΕ 2001) και αφετέρου από το Κέντρο Ερευνών για Θέµατα Ισότητας (ΚΕΘΙ) ως φορέας συγχρηµατοδότησης στο ίδιο πρόγραµµα. Το αντικείµενο του έργου, όπως αυτό αναφέρεται στη σχετική σύµβαση της ΓΓΕΤ, είναι «η ανάδειξη του προφίλ της σύγχρονης ελληνίδας µέσα από τα στοιχεία της τελευταίας διεξαχθείσας απογραφής πληθυσµού στην Ελλάδα. Ιδιαίτερη έµφαση θα δοθεί στις δηµογραφικές εξελίξεις και στα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του γυναικείου πληθυσµού και στις χωρικές τους διαφοροποιήσεις». Το έργο εκπονείται από το Εργαστηρίου ηµογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Τµήµατος Χωροταξίας, Πολεοδοµίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης το Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας και στην ερευνητική οµάδα συµµετέχουν: Επιστηµονικός υπεύθυνος: Αναπλ. επιστηµονικός υπεύθυνος: Έµπειροι ερευνητές: Βασίλης Παππάς, Επίκουρος Καθηγητής Βύρων Κοτζαµάνης, Καθηγητής Νέοι ερευνητές Υποψήφιοι ιδάκτορες: Συνεργάτης: Ντυκέν Μαρί Νοέλ, Επίκ. Καθηγήτρια, ρ. Οικονοµετρίας Κακλαµάνη Τίνα, ρ. Κοινωνιολογίας ηµογραφίας Σιδηρόπουλος Γιώργος, Χωροτάκτης, ρ. Γεωγραφίας Κρητικού Χριστίνα, Οικονοµολόγος Παπαπάσχου Παρασκευή, Γεωγράφος Σοφιανοπούλου Κάκια, Μηχανικός Χωροταξίας, Πολεοδοµίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Ελευθερία Ανδρουλάκη, Μηχανικός Χωροταξίας, Πολεοδοµίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Κεφάλαιο 1. Σύντοµη αναδροµή στη µεταπολεµική δηµογραφική πορεία της χώρας...4 1.1 Εισαγωγικά...4 1.2 Οι πληθυσµιακές δοµές...7 1.3 Η πορεία της γεννητικότητας- γονιµότητας /γαµηλιότητας και της θνησιµότητας...10 1.4 Τα µεταναστευτικά ρεύµατα...19 Κεφάλαιο 2. Τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του γυναικείου πληθυσµού της Ελλάδας το 2001. Μία πρώτη προσέγγιση σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο...23 2.1 Οι πληθυσµιακές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, µέσοι ετήσιοι ρυθµοί µεταβολής και αδροί δείκτες...23 2.2 Οι πληθυσµιακές δοµές...30 2.3 Η γονιµότητα...50 2.4 Η γαµηλιότητα...55 2.5 Η θνησιµότητα...59 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ...66 3

Κεφάλαιο 1. Σύντοµη αναδροµή στη µεταπολεµική δηµογραφική πορεία της χώρας 1.1 Εισαγωγικά Η ταραγµένη ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας είχε ως αποτέλεσµα τη σταθεροποίηση των εδαφικών ορίων της χώρας µας µόλις το 1947, µε την πρόσκτηση των ωδεκανήσων. Στη διάρκεια της πρώτης αυτής περιόδου, η χώρα µεγεθύνεται ενσωµατώνοντας αφενός µεν εδάφη και πληθυσµούς, αφετέρου δε υποδεχόµενη τµήµατα του ελληνισµού που αναδιπλώνονται. Έτσι, το 1940, ο πληθυσµός της Ελλάδας ανέρχεται πλέον σε 7,34 εκατοµµύρια κατοίκους, ενώ οι απώλειες του πολέµου που θα ακολουθήσει, θα υπερκαλυφθούν µε την προσάρτηση των ωδεκανήσων, µε αποτέλεσµα, το 1947, η χώρα µας στα οριστικά πλέον σύνορά της -132.000 τ.χλµ.- να συγκεντρώνει 7,563 εκατοµµύρια κατοίκους (µε µέση πληθυσµιακή πυκνότητα 57,3 κατ/τ.χλµ.). Έκτοτε οι όποιες µεταβολές στο µέγεθος του πληθυσµού µας οφείλονται αποκλειστικά στη διαφορά ανάµεσα στα µεταναστευτικά ισοζύγια (έξοδοι- είσοδοι) και τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις-θάνατοι). Η εξέλιξη των φυσικών ισοζυγίων στη διάρκεια των τελευταίων 150 ετών αντικατοπτρίζει έµµεσα και τα διάφορα στάδια της δηµογραφικής µετάβασης από τα οποία πέρασε η χώρα µας. Η δηµογραφική αυτή µετάβαση που θα ξεκινήσει διστακτικά το τελευταίο τέταρτο του ΧΙΧου αιώνα και θα ολοκληρωθεί µεταπολεµικά, µε σχετική υστέρηση σε σχέση µε τις ανεπτυγµένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες της ηπείρου µας. Τα διαθέσιµα δεδοµένα αφήνουν να διαφανεί µια πρώτη τάση πτώσης της γεννητικότητας που ξεκινά δειλά γύρω στο 1880-1890 για να επιταχυνθεί στο πρώτο ήµισυ του ΧΧου αιώνα, µε αποτέλεσµα τη σηµαντική συρρίκνωση των αδρών δεικτών (από 50 γύρω το 1870 στο 20 το 1950). Πτωτική πορεία ακολουθούν φυσικά και οι δείκτες θνησιµότητας, οι τιµές των οποίων διαιρούνται δια του 6 σε µια εκατονταετία (από 40 το 1850 στο 8 το 1950). Η αναντιστοιχία ανάµεσα στους ρυθµούς πτώσης των δυο αυτών δεικτών (και τις τιµές τους) θα επέτρεπαν την δηµιουργία υψηλών πλεονασµάτων, που θα οδηγούσαν σε ακόµη ταχύτερη αύξηση του πληθυσµού της χώρας, εάν τις δεκαετίες γύρω από τις αρχές του ΧΧου αιώνα δεν εκδηλωνόταν το µεγάλο κύµα φυγής προς τις ΗΠΑ. Η διαφορά αυτή ανάµεσα στους αδρούς δείκτες γεννητικότητας και θνησιµότητας περιορίζεται ακόµη περισσότερο µεταπολεµικά (Πίνακας 1) και µηδενίζεται σχεδόν στην τελευταία δεκαετία, καθώς θάνατοι και γεννήσεις βρίσκονται πλέον στα ίδια επίπεδα (γεγονός που θα οδηγούσε, στην περίπτωση µηδενικών µεταναστευτικών ισοζυγιών και στην σταθεροποίηση του πληθυσµού µας). Παρ όλα αυτά, ο πληθυσµός της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται απρόσκοπτα το δεύτερο ήµισυ του ΧΧου αιώνα, αν και µε σαφώς ποικίλους ρυθµούς (Πίνακας 2), οι οποίοι αποτυπώνουν το διαφοροποιηµένο «παίγνιο» ανάµεσα στο φυσικό και το µεταναστευτικό ισοζύγιο. Έτσι, τις δύο πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες που 4

χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλά θετικά φυσικά ισοζύγια (σηµαντικό πλεόνασµα κατ έτος των γεννήσεων έναντι των θανάτων, αντιστοίχων του µεσοπολέµου), η έντονη εξωτερική µετανάστευση προς τις υπερωκεάνιες χώρες αρχικά και εν συνεχεία µέχρι και το 1973- προς την υτική Ευρώπη παίζει αρνητικό ρόλο, προκαλώντας την πτώση των µέσων ετήσιων ρυθµών µεταβολής. Στη µεταβατική περίοδο 1971-1981 το φυσικό ισοζύγιο συρρικνώνεται µεν, αλλά ταυτόχρονα παρατηρείται αφενός µεν ένα σηµαντικό κύµα παλιννόστησης µεταναστών της προηγούµενης περιόδου, αφετέρου δε η ανακοπή των µεταναστευτικών εξόδων, µε αποτέλεσµα, στο βαθµό που τα δύο ισοζυγία έχουν θετικό πρόσηµο, την σηµαντική αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας (πάνω από 1.000.000 άτοµα). Ο µέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ανάµεσα στο 1971 και το 1981 εγγίζει το 10, και πιθανότατα θα είναι και η τελευταία φορά που η χώρα µας θα καταγράψει µια τέτοια θετική πληθυσµιακή µεταβολή. Μετά το 1981 το φυσικό ισοζύγιο τείνει να µηδενισθεί (πτώση της γεννητικότητας και αύξηση της θνησιµότητας εξαιτίας της γήρανσης), µε αποτέλεσµα η όποια αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας µετά το 2000 να οφείλεται πλέον στα θετικά µεταναστευτικά ισοζύγια. Τα ισοζύγια αυτά παραµένουν πιθανότατα θετικά και την τρέχουσα δεκαετία, στο βαθµό που η χώρα µας προοδευτικά, από τα µέσα του 1980, από χώρα εξόδου έχει µετατραπεί πλέον σε χώρα εισόδου µεταναστών 1. Πίνακας 1: Φυσικά ισοζύγια και φαινόµενη µετανάστευση (1951-2000) Περίοδοι Μέσος Πληθυσµός (.000) Γεγονότα (απόλυτες τιµές,.000) Γεννήσεις κατ ετος Θάνατοι κατ ετος Φυσικό Ισοζύγιο περιόδου (Μέσο ετήσιο,.000) Μέσο ετήσιο φυσικό ισοζύγιο περιόδου ( ) Μέση ετήσια φαινόµενη µετανάστευση (.000) Μέση ετήσια φαινόµενη µετανάστευση ( ) 1951-61 8.010,7* 7,5 1961-71 8.578,5* 153,3 69,3 83,9 10,58-46,0-5,73 1971-81 9.254,0* 143,9 80,2 63,7 7,4 33,4 3,9 1981-91 9.999,8* 118,4 91,1 27,2 2,7 24,,7 2,7 1991-2001 10.612,0* 10.593,7** 102,3 100,1 2,2 0,2 70,9*** 6,7*** Πηγή: ΕΣΥΕ και ίδια επεξεργασία * Πραγµατικός πληθυσµός απογραφών ** Μόνιµος πληθυσµός απογραφών *** Υπολογιζόµενα στο µόνιµο πληθυσµό. 1 Ενδεικτικά και µόνον αναφέρουµε ότι την τελευταία δεκαετία (1991-2001), εν απουσία µετανάστευσης, ο πληθυσµός της Ελλάδας θα αυξάνετο µόλις κατά µερικές χιλιάδες, ενώ, µε βάση τα τελευταία στοιχεία της απογραφής εγγίζει πλέον τα 11 εκατοµµύρια κατοίκους (10,3 το 1991). 5

Πίνακας 2: Πληθυσµός της Ελλάδος, επιφάνεια και πυκνότητα, 1940-2001 Έτος Απογραφής Συνολικός πληθυσµός Συνολική µεταβολή Πληθυσµός γυναικών Εδαφικές µεταβολές Επιφ. σε τ.χλµ Πυκνότητα (κάτ. ανά km2) Μέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ανάµεσα στις διαδοχικές απογραφές (ο/οο) 1940 7.344.860»» 56,8 14,2 1951 7.632.801 287.941 3.879.659 +121.480 ( ωδεκάνησ 131.944 57,9 α) 3,5 1961 8.388.553 755.752 4.269.206»» 63,6 9,5 1971 8.768.372 379.819 4.481.580»» 66,4 4,4 1981 9.739.589 971.217 4.959.318»» 73,8 10,6 1991 10.259.900* 520.311* 5.204.492*»» 77,8 10.223.392** 5.189.080** 5,2 2001 10.964.020* 710.705* 5.536.338»» 83,1 10.934.097** 704.120** 5.520.671** 6,7 * Πραγµατικός πληθυσµός απογραφών ** Μόνιµος πληθυσµός απογραφών Πηγές: ΕΣΥΕ και ίδια επεξεργασία Παράλληλα, η χωρική κατανοµή του πληθυσµού της Ελλάδος ( ιάγραµµα 1) έχει µεταβληθεί σηµαντικά. Η µετακίνηση από τις ορεινές προς τις πεδινές περιοχές - και ταυτόχρονα από τις αγροτικές στις αστικές - χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, και οι εσωτερικές αυτές µεταναστεύσεις, ιδιαίτερα έντονες στη διάρκεια των τριών πρώτων µεταπολεµικών δεκαετιών, επιβραδύνονται µόλις την τελευταία εικοσαετία. Ειδικότερα, ο αστικός πληθυσµός που το 1853 αποτελούσε µόλις το 7,1% του συνόλου, εγγίζει την παραµονή της µικρασιατικής καταστροφής το 23% και στην απογραφή του 1928 (µετά την εγκατάσταση των προσφύγων) κάνει ένα άλµα, φθάνοντας το 31%. Την επόµενη δωδεκαετία οι τάσεις αστικοποίησης επιβραδύνονται σηµαντικά (ο αστικός πληθυσµός αποτελεί το 33% το 1940) για να επιταχυνθούν εκ νέου την περίοδο της κατοχής και του εµφυλίου µε αποτέλεσµα, το 1951, 38 στους 100 κατοίκους της χώρας µας να είναι εγκατεστηµένοι στα αστικά της κέντρα.. Η επόµενη τριακονταετία χαρακτηρίζεται από το µεγάλο κύµα της εξωτερικής και εσωτερικής µετανάστευσης / αστικοποίησης (στην απογραφή του 1981 το 58% των κατοίκων της χώρας µας συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα δε στα Πολεοδοµικά Συγκροτήµατα Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης). Έκτοτε οι τάσεις εξόδου από την ύπαιθρο ατονούν και ο αστικός πληθυσµός παρουσιάζει µικρή µόνον αύξηση ανάµεσα στο 1981 και το 2001 (58% το 1981, γύρω στο 60% το 2001). Η άνιση κατανοµή και η χωρική υπερ-συγκέντρωση του πληθυσµού αντικατοπτρίζονται όµως σαφώς και στην τελευταία απογραφή, στο βαθµό που τα δύο µεγαλύτερα πολεοδοµικά συγκροτήµατα (ΠΣ Πρωτευούσης και ΠΣ Θεσσαλονίκης) συγκεντρώνουν πλέον το 36% του συνολικού πληθυσµού της Ελλάδας και οι ευρύτερες µητροπολιτικές τους περιοχές το 50% σχεδόν του πληθυσµού της). 6

ιάγραµµα 1: Η εξέλιξη (%) του αστικού, του ηµι-αστικού και του αγροτικού πληθυσµού της Ελλάδος, 1853-2001. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% 1853 1856 1861 1870 Πηγές:, ΕΣΥΕ (Αποτελέσµατα Απογραφών 1928, 1951-2001) 1879 1.2 Οι πληθυσµιακές δοµές 1889 1896 Αστικός Η µι-αστικός Αγροτικός 1907 1920 Ταυτόχρονα, η κατανοµή του πληθυσµού ανά φύλο και ηλικία στη χώρα µας έχει αλλάξει σηµαντικά στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, ιδιαίτερα δε στο δεύτερο µισό του. Η µετάβαση από τις υψηλές τιµές των δεικτών γεννητικότητας και θνησιµότητας (περίπου 50 και 40 αντίστοιχα) των αρχών του ΧΧου αιώνα σε επίπεδα γύρω από το 10 στις αρχές του 2000 (µηδενισµός των φυσικών ισοζυγίων), συνοδεύτηκε από τη δηµογραφική γήρανση (αύξηση του ειδικού βάρους των ηλικιωµένων) και αποτυπώνεται έντονα, τόσο στις πληθυσµιακές πυραµίδες ( ιάγραµµα 2), όσο και στο γράφηµα που δίδει την εξέλιξη του ποσοστού (%) των µεγάλων ηλικιακών οµάδων (Πίνακας 3 και ιάγραµµα 3). Η µείωση της θνησιµότητας και ακολούθως η σταδιακή πτώση της γεννητικότητας αντικατοπτρίζονται τόσο στους απόλυτους αριθµούς των γεννήσεων και των θανάτων και στους αδρούς δείκτες (ποσοστά γεννητικότητας και θνησιµότητας) όσο και στις πληθυσµιακές πυραµίδες, καθώς από µια «κλασσική» πυραµίδα ηλικιών µε διευρυµένη βάση (υψηλό ποσοστό νέων) και συρρικνωµένη κεφαλή (χαµηλό ποσοστό ηλικιωµένων) περάσαµε προοδευτικά σε µια πυραµίδα που τείνει να λάβει τη µορφή αµφορέα (περισσότερο γηρασµένη, µε αυξηµένο το ποσοστό των ηλικιωµένων). Έτσι, ενώ η χώρα µας βρισκόταν στις αρχές του 20 ου αιώνα 1928 1940 1951 1961 1971 1981 1991 2001 7

ανάµεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες µε το «νεανικότερο» πληθυσµό, στις αρχές του 21 ου κατατάσσεται ανάµεσα στις πλέον «γηρασµένες» χώρες της ηπείρου µας. ΗΛΙΚΙΕΣ ιάγραµµα 2: Πληθυσµιακές πυραµίδες της Ελλάδος, 1900, 1951, 2001 (%)* 80-84 70-74 60-64 50-54 40-44 30-34 20-24 10-14 0-4 7,5 6,5 5,5 4,5 3,5 2,5 1,5 0,5 0,5 1,5 2,5 3,5 4,5 5,5 6,5 7,5 ΚΑΤΑΝΟΜΗ (%) ΑΝΑ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ *Πραγµατικός πληθυσµός Οι επιπτώσεις των πρότερων αλλαγών αποτυπώνονται και στους δοµικούς δείκτες, τους δείκτες γήρανσης, εξάρτησης και αντικατάστασης (Πίνακας 3). Έτσι, ο δείκτης γήρανσης (αναλογών αριθµός ατόµων άνω των 65 ετών ως προς 100 άτοµα ηλικίας 0-14 ετών) αυξάνεται αργά αλλά σταθερά µέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 30 (το 1850 αναλογούσαν 8 ηλικιωµένοι σε 100 νέους και το 1928 18), µε επιταχυνόµενους δε ρυθµούς την περίοδο 1951-2001 (23 και 110 αντίστοιχα). Ο δείκτης εξάρτησης (αναλογών αριθµός νέων και ηλικιωµένων επί 100 ατόµων ηλικίας 15-44 ετών ), αντιθέτως έχει αργές πτωτικές τάσεις: στα µέσα του ΧΙΧου αιώνα έχουµε γύρω στους 70 «εξαρτώµενους» από 100 άτοµα ηλικίας 15-64 ετών, το 1951 55 και το 2001 µόλις 47. Η αργή πτωτική πορεία του δείκτη την τελευταία πεντηκονταετία, παρά τη αύξηση της γήρανσης, οφείλεται αφενός µεν στη σχετική σταθεροποίηση του ειδικού βάρους των «ενεργών» ηλικιών (η ηλικιακή οµάδα των 15-64 χρόνων αποτελεί µεταπολεµικά το 64-68% του συνολικού πληθυσµού), αφετέρου δε στη µείωση της οµάδας των 0-14 ετών, µείωση που υπερκαλύπτει την αύξηση του ειδικού βάρους των άνω των 65 ετών. Τέλος, ο δείκτης αντικατάστασης (αναλογών αριθµός νέων 10-14 ετών σε κάθε άτοµο 60-64 ετών) συρρικνώνεται σηµαντικά, καθώς η πτωτική τάση της γεννητικότητας οδηγεί στη ταχύτατη µείωση του ειδικού βάρους των νέων. Αν εποµένως η δηµογραφία ήταν η µόνη παράµετρος στην αγορά εργασίας, η µείωση των τιµών του δείκτη αντικατάστασης έπρεπε να διευκολύνει σηµαντικά την είσοδο των νέων σε αυτήν (και κατ επέκταση να οδηγήσει στη πτώση της ανεργίας τους), στο βαθµό που, ενώ στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας σε κάθε ηλικιωµένο που ετοιµάζεται να συνταξιοδοτηθεί αντιστοιχεί 2001 1951 1900 8

ένας µόνον νέος υποψήφιος για ένταξη στην αγορά εργασίας, πριν από µια πεντηκονταετία αντιστοιχούσαν 3,5. Πίνακας 3: Κατανοµή του ελληνικού πληθυσµού* κατά µεγάλες ηλικιακές οµάδες (1951-2001) Έτη Πληθυσµός 0-14 15-64 65 ετών 65 ετών και είκτης είκτης είκτης (000) % % και άνω % άνω (.000) εξάρτησης 1 γήρανσης 2 αντικατάστασης 3 1951 7.632,8 28,8 64,5 6,7 509,3 55,2 23,4 3,5 1961 8.388,5 26,7 65,1 8,2 687,9 53,7 30,6 2,3 1971 8.767,3 24,9 64,0 11,1 956,6 56,3 44,8 1,6 1981 9.740,4 23,7 63,6 12,7 1237,7 57,3 53,7 1,8 1991 10.259,9 19,2 67,1 13,7 1404,1 49,1 71,1 1,2 2001 10.934.10* 15,2 68,1 16,7 1831,6 46,8 110,1 0,9 1. [(0-14) + (>65 ετών)] /πληθυσµό 15-64 ετών x 100 2. Πληθυσµός >65 ετών / πληθυσµό 0-14 ετών x 100 3. Πληθυσµός 15-19 ετών/ 60-64 ετών x 100 * Πραγµατικός πληθυσµός Πηγή: ΕΣΥΕ και ίδια επεξεργασία ιάγραµµα 3: Ειδικό βάρος των µεγάλων ηλικιακών οµάδων στον συνολικό πληθυσµό Άνδρες 100 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 0-14 15-29 30-44 45-64 65+ 1828 1845 1861 1870 1881 1896 1913 1928 1947 1961 1981 2001 100 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 0-14 15-29 30-44 45-64 65+ Γυναίκες 1828 1845 1861 1870 1881 1896 1913 1928 1947 1961 1981 2001 9

1.3 Η πορεία της γεννητικότητας- γονιµότητας /γαµηλιότητας και της θνησιµότητας Οι επιπτώσεις της γεννητικότητας, της θνησιµότητας και της µετανάστευσης είναι προφανείς καθώς προσδιορίζουν την εξέλιξή τόσο του όγκου όσο και της δοµής του πληθυσµού στην πορεία του χρόνου. Η Ελλάδα γνώρισε, µέχρι το τέλος του Β παγκοσµίου πολέµου υψηλή γεννητικότητα και θνησιµότητα, τα ισοζύγια των οποίων έδωσαν σηµαντικά πλεονάσµατα. Τα ισοζύγια όµως αυτά, συρρικνώνονται ταχύτατα την τελευταία τριακονταετία του ΧΧου αιώνα, µε αποτέλεσµα η διαφορά ανάµεσα στους δύο δείκτες να έχει πλέον µηδενισθεί τα τελευταία χρόνια, οι δε ανοδικές τάσεις της θνησιµότητας να οδηγούν προοδευτικά στην εµφάνιση αρνητικών τιµών µεταβολής, όπως και σε µια σειρά άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η µακρόσυρτη αυτή τάση συρρίκνωσης του φυσικού πλεονάσµατος, στο βαθµό που από τη µια µεριά οι ελληνίδες περιορίζουν την γονιµότητά τους, από την άλλη, µε την επερχόµενη γήρανση του πληθυσµού ο αριθµός των θανάτων τείνει να αυξηθεί, δεν αποτελεί φυσικά ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά χαρακτηρίζει όλες τις ανεπτυγµένες χώρες της ηπείρου µας, που έχουν περατώσει τη δηµογραφική τους µετάβαση. 1.3.1 Η γονιµότητα / γαµηλιότητα Η έντονη αναπαραγωγή που χαρακτήριζε τη χώρα µας (υψηλός αριθµός παιδιών ανά γυναίκα) πιθανότατα αρχίζει να συρρικνώνεται σε εθνικό επίπεδο στις τελευταίες δεκαετίες του ΧΙΧου αιώνα. Οι πτωτικές αυτές τάσεις ανακόπτονται προσωρινά µε την εγκατάσταση των προσφύγων στην χώρα µας, επιταχύνονται δε στη δεκαετία 1940-1950. Η πτώση αυτή θα ανακοπεί εν συνεχεία (παρόλα αυτά η χώρα µας, µεταπολεµικά, δεν γνώρισε την έκρηξη των γεννήσεων -baby-boom- που σηµάδεψε τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες), για να συνεχισθεί µε έντονους ρυθµούς την δεκαετία 1980-1995. Ειδικότερα, η συγχρονική γονιµότητα (εκφραζόµενη ως µέσος αριθµός παιδιών/γυναίκα ανά έτος), όπως φαίνεται, έχει πλέον περιορισθεί σε 1,2-1,3 παιδιά/ γυναίκα, ενώ παρέµεινε για µια σχεδόν εικοσαπενταετία (1955-1980) σε επίπεδα που άφηναν να διαφανεί η εξασφάλιση (2,4-2,2 παιδιά) της ανανέωσης των γενεών (Πίνακας 4). Όµως η εικόνα αυτή ήταν, σε µεγάλο βαθµό, παραπλανητική στο βαθµό που οι υψηλές τιµές των δεικτών οφείλονταν σε αυτό που οι δηµογράφοι αποκαλούν «αλλαγή στο ηµερολόγιο της γονιµότητας» (στην πτώση δηλαδή της µέσης ηλικίας στην γέννηση των παιδιών). Έτσι, την πρώτη µεταπολεµική περίοδο (1955-1980) οι ελληνίδες των διαδοχικών γενεών περιορίζοντας ελαφρώς την γονιµότητά τους φέρνουν ταυτόχρονα στο κόσµο όλο και σε µικρότερη ηλικία τα παιδιά τους (γύρω στα 29,5 τους χρόνια το 1955, στα 26 τους γύρω στο 1980). Οι πτωτικές όµως τάσεις της µέσης ηλικίας στην τεκνογονία ανατρέπονται στη συνέχεια: τα νέα ζευγάρια τείνουν να τεκνοποιήσουν σε όλο και µεγαλύτερες ηλικίες (γύρω στα 29,5 έτη σήµερα), συνεχίζοντας 10

παράλληλα να περιορίζουν κατά τι ακόµη τον αριθµό των παιδιών που φέρνουν στον κόσµο. Στους δύο αυτούς παράγοντες (περισσότερο όµως στον πρώτο) οφείλεται και η κατάρρευση των δεικτών της περιόδου 1980-1995 και η σταθεροποίησή τους δε στη συνέχεια (1995-2005) σε επίπεδα που σίγουρα δεν επιτρέπουν την αναπαραγωγή των γενεών. Η διαγενεακή γονιµότητα (ο µέσος δηλαδή αριθµός παιδιών που κάνουν οι γυναίκες των διαδοχικών γενεών), στο βαθµό που δεν επηρεάζεται από την συγκυρία όπως η ετήσια γονιµότητα, επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλέστερων συµπερασµάτων για τις αναπαραγωγικές συµπεριφορές των ελληνίδων. Η ανασύσταση της αναπαραγωγικής διαδροµής των γενεών προσκρούει φυσικά στην έλλειψη δεδοµένων και το εγχείρηµα είναι εφικτό µόνον για τις γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν από το 1925 µέχρι το 1965, δηλαδή για τις γενεές που έχουν ολοκληρώσει τον αναπαραγωγικό τους κύκλο ή βρίσκονται στο τέλος του. ιαπιστώνουµε καταρχάς (Πίνακας 5) ότι η γονιµότητα έχει ήδη ταχύτατα συρρικνωθεί ανάµεσα στις γενεές των τελευταίων δεκαετιών του 19 ου (γενεές που έκαναν γύρω στα 5 παιδιά) και σε αυτές του µεσοπολέµου (µόλις 2,3 παιδιά), ενώ τα δεδοµένα αποτυπώνουν παράλληλα την αργόσυρτη τάση για τη περαιτέρω µείωση του µέσου αριθµού παιδιών στις γυναίκες που γεννήθηκαν µετά το 1925: οι γενεές αυτές έφεραν στον κόσµο γύρω στα 2,2 παιδιά, ενώ οι νεαρότερές τους (αυτές που γεννήθηκαν γύρω στο 1965) θα αποκτήσουν µόλις 1,7 παιδιά. Και οι µεν και οι δε όµως δεν εξασφαλίζουν την αναπλήρωσή τους όπως, µε την ισχύουσα µέχρι τα τέλη του 1940 θνησιµότητα απαιτούντο περισσότερα από 2,5 παιδιά ανά γυναίκα για να αντικατασταθεί κάθε µητέρα από µια κόρη, ενώ στις νεότερες γενεές (1965-1970) χρειάζονται µόλις 2,1. Πίνακας 4: Ελλάδα, στιγµιαίοι δείκτες αναπαραγωγής, 1951-2001 Έτος Γεννήσεις ζώντων Γεννήσεις σε 1000 άτοµα Μέσος αριθµός παιδιών ανά γυναίκα Μέση ηλικία της µητέρας κατά τη γέννηση των παιδιών 1956 158.203 19,7 2,32 29,32 1960 157.239 18,9 2,22 28,70 1970 144.928 16,5 2,40 27,42 1980 148.134 15,4 2,23 26,13 1990 102.229 10,1 1,40 27,18 1999 100.643 9,6 1,29 28,90 2000 103.267 9,4 1,28 29,2 2001 102.282 9,3 1,25 29,3 * Μέσοι ετήσιοι περιόδου Πηγές: ΕΣΥΕ, Στατιστικές Φυσικής Κίνησης, www.statistics.gr, Στατιστικές Επετηρίδες της Ελλάδος, Γ. Σιάµπος (1973) και ίδιοι υπολογισµοί. 11

Πίνακας 5: Ελλάδα, διαγενεακοί δείκτες γονιµότητας, γενεές 1925-1965 Γενεές Μέσος αριθµός παιδιών ανά γυναίκα στις γενεές Μέση ηλικία της µητέρας κατά τη γέννηση των παιδιών 1925* 2,19 28,19 1930* 2,13 28,04 1935 2,03 27,83 1940 2,01 27,28 1945 1,98 26,53 1950 1,99 25,85 1955 1,97 25,44 1960 1,88 25,49 1965* 1,72 26,20 * εκτίµηση Πηγές: ΕΣΥΕ, Απογραφές Πληθυσµού 1991 και 2001, ίδιοι υπολογισµοί Οι πρότερες ανακατατάξεις στη γονιµότητα των ελληνίδων είναι φυσικά άµεσα συνδεδεµένες και µε τις αλλαγές στα πρότυπα γαµηλιότητάς τους. ιαπιστώνουµε έτσι (Πίνακας 6), ότι µετά από µια τριακονταετία έντονης και πρώιµης γαµηλιότητας (1955-1985) οι δείκτες πρώτων γάµων συρρικνώνονται, ενώ παράλληλα η µέση ηλικία ανέρχεται, εγγίζοντας τα τελευταία χρόνια τα 31 έτη για τους άνδρες και τα 27,5 έτη για τις γυναίκες (28,5 και 24,5 αντίστοιχα γύρω από το 1960). Αντιστοίχως, οι διαγενεακοί δείκτες γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι γυναικών), αφήνουν να διαφανεί µια αύξηση της έντασης του γάµου στις γυναίκες που γεννήθηκαν µέχρι τα µέσα της πρώτης µεταπολεµικής δεκαετίας (Πίνακας 7), στο βαθµό που στις γενεές του 1930, 85 στις 100 γυναίκες θα συνάψουν έναν πρώτο γάµο, ενώ στις γενεές του 1950-55 µόνον 4-5 στις 100 θα µείνουν άγαµες. Θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να συγκρίνουµε τις τάσεις της γαµηλιότητας στην χώρα µας µε το δυτικό µοντέλο της σύστασης της οικογένειας που έχει ήδη εκτενώς µελετηθεί και είναι γνωστό στις λεπτοµέρειές του. Υπενθυµίζουµε ότι το µοντέλο αυτό υπέστη ριζικές αλλαγές στη διάρκεια της τελευταίας εκατονταετίας: ενώ στις επτά πρώτες δεκαετίες του ΧΧου αιώνα οι αλλαγές αυτές συνέτειναν στη σηµαντική συρρίκνωση των άγαµων (ιδιαίτερα δε στην πρώτη µεταπολεµική περίοδο) 2, οι τάσεις ανατρέπονται από τα µέσα της δεκαετίας του 1960 και η γαµηλιότητα υποχωρεί προοδευτικά παντού, η µέση ηλικία στον γάµο ανέρχεται µε ταχείς ρυθµούς, οι όλο και λιγότεροι γάµοι γίνονται όλο και πιο εύθραυστοι, οι εκτός γάµου γεννήσεις αυξάνονται τάχιστα 3. 2 Το γεγονός αυτό επέτρεψε σε ορισµένους δηµογράφους να χαρακτηρίσουν το φαινόµενο αυτό ως ένα ''marriageboom'', διαπιστώνοντας ταυτόχρονα τη σύγκλιση της βορειοδυτικής Ευρώπης µε τη νοτιοανατολική που χαρακτηριζόταν ήδη από τις αρχές του αιώνα µας από τη σχετικά έντονη και πρώιµη γαµηλιότητα. 3 Και το ίδιο συµβαίνει και µε τις εκτός γάµου συµβιώσεις, οι οποίες από προγαµιαίες συµβιώσεις εξελίσσονται προοδευτικά σε συµβιώσεις λιγότερο ή περισσότερο εύθραυστες που δεν καταλήγουν σε γάµο. 12

Οι επιπτώσεις των πρότερων αλλαγών αντικατοπτρίζονται τόσο στους διαγενεακούς και ετήσιους δείκτες γαµηλιότητας όσο και στις διακυµάνσεις της µέσης ηλικίας στο γάµο. Έτσι από τις 100 γυναίκες που γεννήθηκαν στη δυτική και βόρεια Ευρώπη ανάµεσα στο 1936 και το 1940, 10 θα µείνουν άγαµες, η δε µέση ηλικία τους στη σύναψη του πρώτου γάµου τοποθετείται συνήθως γύρω στα 23 έτη, ενώ παράλληλα οι ετήσιοι δείκτες γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι) λαµβάνουν ιδιαίτερα υψηλές τιµές ανάµεσα στο 1945 και το 1965 εγγίζοντας ή υπερβαίνοντας ακόµη την µονάδα. Αντιθέτως οι µετέπειτα γενεές ζουν όλο και λιγότερο σε έγγαµες συµβιώσεις τις οποίες συνάπτουν επί πλέον σε σαφώς µεγαλύτερη ηλικία, µε αποτέλεσµα αφ' ενός µεν οι ετήσιοι δείκτες να καταρρεύσουν τάχιστα, αφ' ετέρου δε στις 100 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1960 µόνον 80 έως 70 να συνάψουν έναν πρώτο γάµο (συνήθως γύρω στα 25 έτη), γάµο που για το 1/3-1/4 εξ αυτών δεν θα αντέξει στη φθορά του χρόνου (εκτιµήσεις). Κατ' επέκταση, αν και το µοντέλο της πυρηνικής οικογένειας παραµένει κατά το µάλλον ή ήττον κυρίαρχο ακόµη, πληθώρα νέων οικογενειακών τύπων αναδύονται µε ιδιαίτερο ειδικό βάρος σε κάθε µια από τις βόρειες και δυτικές ευρωπαϊκές χώρες. Πίνακας 6: Ελλάδα, γάµοι και αδρός δείκτης γαµηλιότητας, συνθετικός δείκτης πρώτων γάµων γυναικών και µέση ηλικία στον πρώτο γάµο, 1955-2001 Έτος Γάµοι (σύνολο) Γάµοι σε 1000 άτοµα 1955 66.274 8,32 Συνθετικός δείκτης γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι γυναικών) Μέση ηλικία γυναίκας στον πρώτο γάµο 1960 ** 58.165 6,98 786 25,2 1965 80.728 9,44 1186 24,6 1970 67.439 7,67 1056 24,0 1975 76.452 8,45 1158 23,6 1980 ** 62.352 6,47 866 23,3 1985 63.709 6,41 833 23,7 1990 59.052 5,81 725 24,7 1995 63.987 6,02 750 25,9 1999 61.165 5,62 686 27,0 2000** 48.880 4,48 540 27,2 2001 58.491 5,34 649 27,4 2002 57.872 5,27 642 27,6 Από το 1995 και στο εξής οι υπολογισµοί έγιναν µε βάση την επανεκτίµηση (ΕΣΥΕ) του µόνιµου πληθυσµού της χώρας * Μέσοι ετήσιοι περιόδου ** δίσεκτα έτη Πηγές: ΕΣΥΕ, Στατιστική της Φυσικής Κίνησης και ίδιοι υπολογισµοί. 13

Πίνακας 7: Ελλάδα, διαγενεακοί δείκτες γαµηλιότητας (πρώτοι γάµοι γυναικών), γενεές 1935-1965 Γενεές Ένταση της γαµηλιότητας (α γάµοι σε 1000 γυναίκες κάθε γενεάς) Μέση ηλικία της γυναίκας στον πρώτο γάµο 1935* 838 25,9 1940 899 24,9 1945 922 24,2 1950 952 23,5 1955 965 23,2 1960 952 23,2 1965* 910 23,9 *εκτίµηση Πηγές: ίδιοι υπολογισµοί Σε αντίθεση µε τις χώρες αυτές, στην Ελλάδα καταγράφονται σηµαντικές διαφοροποιήσεις και τα δεδοµένα των απογραφών το επιβεβαιώνουν (Πίνακας 8): µόνον 5 στις 100 γυναίκες των γενεών 1875-1890 θα παραµείνουν άγαµες στην πέµπτη δεκαετία της ζωής τους (εντονότατη γαµηλιότητα, σαφώς υψηλότερη των χωρών της βόρειας και δυτικής Ευρώπης). Αυτά τα, ιδιαίτερα συρρικνωµένα, ποσοστά ελάχιστα µεταβάλλονται µέχρι και τις γενεές των γυναικών που γεννήθηκαν λίγο µετά τη µικρασιατική καταστροφή. Η έντονη αυτή γαµηλιότητα συνεχίζεται, όπως είδαµε, µέχρι και τις γενεές του 50, επιβεβαιώνοντας την απόλυτη κυριαρχία του θεσµού του γάµου στην χώρα µας που διακρίνεται για τα περιορισµένα ποσοστά των άγαµων (και την πτώση της µέσης ηλικίας στη σύναψή του στις γυναίκες που γεννήθηκαν ανάµεσα στο 1930 και το 1960: 26 έτη και 23,0 έτη αντίστοιχα). Η µείωση της έντασης της γαµηλιότητας και η µεταβολή του ηµερολογίου της επέρχονται αργότερα (όπως και η αύξηση της έντασης των διαζυγίων), µε τις νεότερες γενεές γυναικών, αυτές που γεννήθηκαν µετά το 1960. Αν και οι αλλαγές είναι ταχύτατες και οι τάσεις κοινές µε τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διαφορές παραµένουν έντονες τόσον όσον αφορά την ετήσια όσο και τη διαγενεακή γαµηλιότητα: ουδέποτε προσµετρήθηκαν στη χώρα µας -µε εξαίρεση τα δίσεκτα έτη- κάτω από 600 πρώτοι γάµοι επί 1.000 γυναικών (όταν οι ετήσιοι αντίστοιχοι δείκτες στις προαναφερθείσες χώρες τοποθετούνται σταθερά στους 500-550 γάµους επί 1.000 γυναικών), ενώ µε το πλέον απαισιόδοξο σενάριο, µόνο το 15% των ελληνίδων που γεννήθηκαν την δεκαετία του 1970 θα παραµείνουν άγαµες, όταν στις περισσότερες χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης το ποσοστό αυτό εγγίζει πλέον το 40%. 14

Πίνακας 8 : Ποσοστά αγάµων στις απογραφές 1928-1971 ανά φύλο και ηλικία (γενεές 1874-1936) Έτος απογραφής Ηλικία Γενεές Άγαµοι (%) 1928 1951 1961 1971 Γενεές Άγαµοι (%) Γενεές Άγαµοι (%) Γενεές Άγαµοι (%) * Άγαµοι στις ηλικίες 35-44. ** Άγαµοι, στις ηλικίες 45-54 ετών. Πηγή : ΕΣΥΕ, Στατιστικές Επετηρίδες και ίδιοι υπολογισµοί 40-44 Άνδρες 1884- - 10,1 1907-10,7 1917-9,9 1936 10,2* 40-44 Γυναίκες 1888 4,3 1911 6,6 1921 8,5 1927 9,2* 45-49-Άνδρες 1879-7,4 1902-7,3 1912-6,9 45-49-Γυναίκες 1883-3,8 1906 5,1 1916 6,1 50-54- Άνδρες 6,3 1897-5,8 1907-5,7 1874-1878 50-54 Γυναίκες 3,7 1901 4,8 1911 5,5 1917-1926 6,0** 7,2** Η Ελλάδα διαφοροποιείται εποµένως, µε τις χώρες της Βόρειας και υτικής Ευρώπης, ακόµη και σήµερα, για τη σχετικά έντονη και πρώιµη γαµηλιότητά της και την αντοχή των γάµων στη φθορά, στο βαθµό που η διάλυση τους αποτελεί εξαίρεση. Ταυτόχρονα οι άγαµες µητέρες αποτελούν ένα πολύ µικρό ποσοστό (γύρω στο 2-4% του συνόλου των γεννήσεων, στη µεταπολεµική περίοδο, προέρχονται από σχέσεις που δεν έχουν νοµιµοποιηθεί και η συµβίωση, που δεν οδηγεί στη σύναψη γάµου, αποτελεί σχετικά περιθωριακό φαινόµενο). Τα δεδοµένα αυτά, κοινά µε τις περισσότερες χώρες του κοινοτικού νότου και της νοτιοανατολικής Ευρώπης, συνθέτουν µια εικόνα σαφώς διαφορετική από αυτή που απαντάται στο Βόρειο και δυτικό τµήµα της ηπείρου µας: στο τµήµα αυτό οι έγγαµες συµβιώσεις αποτελούν µια µικρή πλειοψηφία και οι εκτός γάµου συµβιώσεις είναι σύνηθες φαινόµενο, όπως και το διαζύγιο. Με τον τρόπο αυτό και αναφορικά µε το θεσµό του γάµου, η Βόρεια και υτική Ευρώπη, µετά από µια σύντοµη περίοδο σύγκλισης (1950-1975) µε τη νότια-νοτιανατολική, αποµακρύνεται εκ νέου, και οι προϋπάρχουσες του δευτέρου παγκοσµίου πολέµου διαφορές αναδύονται εκ νέου. Οι διαφορές αυτές, αισθητές ακόµη, θέτουν το ερώτηµα, ιδιαίτερα σήµερα, των κοινών τόπων ένθεν και ένθεν της Ευρώπης. ιαφαίνεται, σε ένα πρώτο επίπεδο, ότι εκείνο που διαφοροποιεί τις δύο αυτές ενότητες είναι οι διαφορετικές αντιλήψεις και στάσεις έναντι του θεσµού του γάµου. Στις βόρειες, και σε µικρότερο βαθµό στις δυτικές χώρες της ηπείρου µας, οι συµπεριφορές στο τοµέα αυτό θεωρείται ότι αποτελούν αποκλειστικά τµήµα της σφαίρας του ιδιωτικού βίου, και η έννοια της «νοµιµοποίησης- θεσµοθέτησης» έχει ατονήσει (και κατ επέκταση, δεν υπάρχει διαφορετική αντιµετώπιση ανάµεσα στη συµβίωση - γεννήσεις εντός και εκτός γάµου). Η «αποθεσµοποίηση» της οικογένειας στη βόρειο-δυτική Ευρώπη, που συντελέσθηκε µε διαφορετικούς ρυθµούς και σε διαφορετικούς συχνά χρόνους, δεν συνεπάγεται την απουσία κοινωνικών κανόνων: δεν είναι τόσο ο νόµος, µε τους καταναγκασµούς και τις απαγορεύσεις του, που ρυθµίζει τις συµπεριφορές, αλλά τα νέα 15

αναδυόµενα, πλέον του ενός, συλλογικά µοντέλα που επιτρέπουν σαφώς περισσότερες επιλογές απ ότι στο παρελθόν. Παράλληλα µε την προαναφερθείσα διαφοροποίηση, οι ενοποιητικές τάσεις παραµένουν ισχυρές. Από τα τέλη της δεύτερης µεταπολεµικής δεκαετίας ήδη, προοδευτικά, έντονες κοινωνικές και οικονοµικές αλλαγές καταγράφονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, µεταβάλλοντας δυναµικά, στη διάρκεια µίας γενεάς, το πλαίσιο εντός του οποίου δηµιουργούνται και κινούνται οι συµβιούντες. Η ανάπτυξη του τριτογενούς τοµέα σε βάρος του δευτερογενούς και ιδιαίτερα του πρωτογενούς, η ταχεία αστικοποίηση, η αύξηση του εισοδήµατος των νοικοκυριών, η άνοδος του εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών και η είσοδός τους στην αγορά της εργασίας (και η επάγωγη σχετική αυτονόµησή τους), η διάδοση των σύγχρονων µεθόδων αντισύλληψης, η οποία κατέστησε εφικτό το διαχωρισµό ανάµεσα στη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή, η διάχυση της πληροφόρησης και η κατάργηση των συνόρων στο τοµέα αυτό, άλλαξαν ριζικά τις σχέσεις ανάµεσα στα δύο φύλα. Οι αλλαγές αυτές που µε διαφορετικούς ρυθµούς και σε διαφορετικούς χρόνους χαρακτηρίζουν όλες τις χώρες της ηπείρου µας επηρέασαν σηµαντικά και τις σχέσεις των δύο φύλων, και ειδικότερα τους τρόπους συµβίωσης και τη διάρκειά τους, στον βαθµό που οι αναµονές και επιδιώξεις εκάστου εκ των δύο µελών µεταβάλλονται ριζικά. Οι προσδοκίες, την ανάδειξη των οποίων επιτρέπουν οι επελθούσες κοινωνικο-οικονοµικές αλλαγές, εξατοµικεύονται πλέον και οδηγούν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στην υποχώρηση του θεσµού του γάµου και στην ανάδυση νέων µορφών συµβίωσης, πλέον ευέλικτων και λιγότερο «καταναγκαστικών». Ταυτόχρονα µε τη συρρίκνωση των γάµων, οι έγγαµες συµβιώσεις γίνονται όλο και πιο εύθραυστες, στο βαθµό που η συνέχιση τους συναρτάται όλο και περισσότερο από την ταυτόχρονη δυνατότητα εκπλήρωσης των στόχων εκάστου εκ των δύο συµβαλλοµένων µελών ενώ, η σχετική οικονοµική και κοινωνική αυτονόµηση της γυναίκας, παράλληλα µε την µείωση του αριθµού των παιδιών, της επιτρέπει να αντεπεξέλθει στις επιπτώσεις του διαζυγίου. 1.3.2 Η εξέλιξη της θνησιµότητας Όπως και στις άλλες ανεπτυγµένες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα η θνησιµότητα συρρικνώνεται απρόσκοπτα καθ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Η δηµιουργία των αποκαλουµένων πινάκων θνησιµότητας ή επιβίωσης,4 επιτρέπει τον υπολογισµό της προσδοκώµενης ζωής (αυτό που κοινά ονοµάζουµε και «µέσο όρο ζωής»), δείκτη που καθιστά δυνατή τη σύγκριση των διαφόρων χρονικών και χωρικών επιπέδων θνησιµότητας. Οι δηµιουργηθέντες πίνακες αφήνουν να διαφανεί η απρόσκοπτη αύξηση της 4 Οι πίνακες αυτοί δίνουν την «πιθανότητα» επιβίωσης στις διαδοχικές ηλικίες, αδρανοποιώντας την επίδραση της δοµής του πληθυσµού (κυρίως της γήρανσης). 16

προσδοκώµενης ζωής στη γέννηση, παρόλη την αισθητή επιβράδυνση των κερδών σε έτη ζωής στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας (Πίνακας 9). Είναι προφανές ότι οι ταχύτατοι αρχικά ρυθµοί µεταβολής οφείλονται κυρίως στη συρρίκνωση της βρεφικής θνησιµότητας5, θνησιµότητας ιδιαίτερα υψηλής (περίπου 130 ) σε όλη τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Πίνακας 9: Εξέλιξη στην προσδοκώµενη ζωή στη γέννηση και την ηλικία των 65 ετών σε διάφορες χρονικές τοµές στην Ελλάδα Έτος e0 Ανδρών (Α) e0 Γυναικών (Β) (Γ-A) e65 A e65 Γ (Γ-A) 1940 52,94 55,80 2,9 12,6 14,2 1,6 1951 63,44 66,65 3,2 13,0 14,4 1,4 1961 67,30 70,42 3,1 13,4 14,8 1,4 1971 70,13 73,64 3,5 13,9 15,3 1,4 1981 72,15 76,35 4,2 14,6 16,7 2,1 1991 74,60 79,40 4,8 15,7 17,9 2,3 1981* 73,05 77,76 4,7 15,1 17,2 2,1 1991* 74,51 79,51 5,0 15,6 17,9 2,4 2001* 75,89 80,96 5,1 16,4 18,6 2,3 40-51 10,5 10,9 0,4 0,2 51-61 3,9 3,8 0,4 0,4 61-71 2,8 3,2 0,5 0,5 71-81 2,0 2,7 0,7 1,4 81-91 2,4 3,1 1,1 1,3 81-91* 1,5 1,8 0,5 0,8 91-01* 1,4 1,4 0,8 0,7 1940-01 23,0 25,2 1940-01 3,8 4,4 1879-01 39,9 43,5 1879-01 5,9 7,9 *ίδιοι υπολογισµοί Πηγές: ΕΣΥΕ και ίδιοι υπολογισµοί. Έτσι το συνολικό κέρδος στην προσδοκώµενη ζωή στη γέννηση ανάµεσα στο 1879 και το 2001 ( ιάγραµµα 4) είναι εντυπωσιακό: +39,9 έτη (+111 %) για τους άνδρες και +43,5 έτη (+116 %) για τις γυναίκες. Είναι ωστόσο δυνατόν να διακρίνουµε στη διάρκεια της υπερεκατονταετούς αυτής περιόδου δύο υπο-περιόδους θέτοντας ως σταθµό το Β Παγκόσµιο Πόλεµο και δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στη µεταπολεµική εξέλιξη του φαινοµένου της 5 Θάνατοι βρεφών σε 1000 γεννήσεις 17

θνησιµότητας: στη διάρκεια της τελευταίας εξηκονταετίας (1940-2001) παρατηρείται κατά δεκαετία µια σηµαντική βελτίωση στο µέσο προσδόκιµο ζωής στη γέννηση µε την αύξηση ωστόσο να επιβραδύνεται αισθητά στην τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα. ιάγραµµα 4: Ελλάδα, εξέλιξη της µέσης προσδοκώµενης ζωής κατά τη γέννηση (1879-2001) Προσδώκιµο ζωής σε έτη 90 80 70 60 50 40 30 20 10 0 e0 Ανδρών e0 Γυναικών 1879 1928 1940 1951 1961 1971 1981 1991 2001 Έτη Ο υπολογισµός της προσδοκώµενης ζωής στις διαδοχικές ηλικίες µας επιτρέπει να διαπιστώσουµε τη βελτίωση των προσδόκιµων ζωής σε όλες τις ηλικιακές οµάδες. Παρ ολο όµως που η βελτίωση αυτή αφορά όλες τις ηλικίες (και για τα δύο φύλα), τα σηµαντικότερα κέρδη καταγράφονται στη γέννηση, στο βαθµό που η βρεφική θνησιµότητα συρρικνώνεται ταχύτατα, ιδιαιτέρα δε στο πρώτο µισό του ΧΧου αιώνα. Σταδιακά όµως, στις δύο τελευταίες δεκαετίες, η αύξηση του µέσου όρου ζωής οφείλεται όλο και περισσότερο στη µείωση της θνησιµότητας (πτώση των πιθανοτήτων θανάτου) στις µεγάλες ηλικίες. Οι επιπτώσεις των τάσεων αυτών είναι προφανείς: αφενός µεν ο πληθυσµός µας θα συνεχίσει να γηράσκει (γήρανση «εκ των άνω») στο βαθµό που ζούµε όλο και περισσότερα χρόνια (η όποια δε υποχώρηση της γενικής θνησιµότητας οφείλεται κυρίως στη µείωση της γεροντικής θνησιµότητας), αφετέρου δε τα περιθώρια περαιτέρω αύξησης του µέσου όρου ζωής µας, εν απουσία επαναστατικών ιατρικών ανακαλύψεων ή άλλου τύπου αλλαγών, περιορίζονται σηµαντικά. 18

1.4 Τα µεταναστευτικά ρεύµατα Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων η αποδηµία των Ελλήνων εµφάνισε σηµαντικές διακυµάνσεις. Ο ελλαδικός χώρος µέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 19 ου αιώνα τροφοδότησε επιλεκτικά τα αστικά κέντρα των βαλκανικών περιοχών της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, την Πόλη, τα παράλια της Μ. Ασίας και την Αίγυπτο 6. Η άνοδος των εθνικιστικών κινηµάτων στα Βαλκάνια ανέκοψε τα ρεύµατα αυτά, η έξοδος όµως προς το ασιατικό τµήµα του «µεγάλου ασθενούς» θα συνεχισθεί, αν και µε µειωµένη ένταση, µέχρι τις παραµονές των βαλκανικών πολέµων. Η έλξη της παραπαίουσας οθωµανικής Αυτοκρατορίας περιορίζεται προοδευτικά στη συνέχεια και ένα νέο µαζικό κύµα φυγής αναπτύσσεται στα τέλη του 19 ου αιώνα από την παλαιά Ελλάδα, οδηγώντας σε οµαδική έξοδο, νεαρά άτοµα προερχόµενα κυρίως από τις αγροτικές περιοχές της κεντρικής και δυτικής Πελοποννήσου (περιοχές προσανατολισµένες στη καλλιέργεια της σταφίδας ή έµµεσα εξαρτώµενες από αυτή) προς τις ΗΠΑ, χώρα-χοάνη που θα απορροφήσει δεκάδες εκατοµµύρια ατόµων από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες. 7 Η αφαίµαξη για τη χώρα µας, επιλεκτική δηµογραφικά και γεωγραφικά) ήταν σηµαντική στο βαθµό που ανάµεσα στο 1888 και το 1919 η Ελλάδα των 2,5 εκατοµµυρίων χάνει, στο πλέον αισιόδοξο σενάριο, το 15-20% περίπου του πληθυσµού της 8. Η µαζική αυτή φυγή ανακόπτεται µε την υιοθέτηση περιοριστικών µεταναστευτικών νόµων στις ΗΠΑ ενώ, τα κενά που δηµιουργεί, θα υπερκαλυφθούν στη συνεχεία από τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τις δύο µεσοπολεµικές δεκαετίες, µικρή παρένθεση στη µακρά µεταναστευτική πορεία της χώρας µας 9, θα ακολουθήσει µια δεύτερη περίοδος µαζικής εξόδου (1945-1977) µε 1,3 εκατοµµύρια περίπου µεταναστευτικές εξόδους («µόνιµοι µετανάστες»), ενώ εκτιµάται ότι η καθαρή 6 Στην απογραφή των προξενικών αρχών του 1889 καταγράφονται 135,5 χιλιάδες (;) Έλληνες υπήκοοι στο εξωτερικό, εκ των οποίων το 37% στο ευρωπαϊκό τµήµα της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, το 32% στο ασιατικό, το 15,5% στην Αφρική (Αίγυπτο) και το 12,5% στην ανατολική Ευρώπη. 7 Η µετανάστευση από την χώρα µας προς τις ΗΠΑ, ύστερη χρονικά, δεν συγκρίνεται φυσικά µε αυτή της Ιρλανδίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας. Η ένταση της εξόδου από τις χώρες αυτές είναι πολλαπλάσια της ελληνικής στο βαθµό που τα µέσα ετήσια ποσοστά εξόδου κυµαίνονται ανάµεσα στο 20 και 110 (µέγιστο 15 για τη χώρα µας το 1907). 8 Την περίοδο 1888-1919 καταγράφονται 374,5χιλ. έξοδοι (εκ των οποίων το 96%) κατευθύνεται στις ΗΠΑ. Εννέα στους δέκα µετανάστες της περιόδου αυτής είναι άνδρες και το 90% ηλικίας 15-44 ετών. Η Πελοπόννησος, οι Κυκλάδες και περιορισµένος αριθµός νησιών (Ζάκυνθος, Κύθηρα, Κάρπαθος, Χάλκη, Σύµη, Κάλυµνος, Καστελόριζο κ.α.) αποτελούν τον βασικό τροφοδότη του πρώτου αυτού µεταναστευτικού ρεύµατος, στο οποίο οι πεδινές περιοχές της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας ελάχιστα συµµετέχουν. 9 Ανάµεσα στο 1920 και το 1938 καταγράφονται 130.000 περίπου έξοδοι προς τις υπερπόντιες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Βραζιλία, Κούβα και Νοτιο-αφρικανική Ένωση µέχρι το 1924,οι προαναφερθείσες χώρες και όλες οι χώρες προορισµού εκτός των ευρωπαϊκών και των µεσογειακών µετά το 1925). Την επταετία 1932-1938 για την οποία διαθέτουµε πληρέστερα στατιστικά δεδοµένα που αναφέρονται τόσο στις εισόδους όσο και στις εξόδους και δεν εµπεριέχουν τους τουρίστες, καταγράφονται 219,6 χιλιάδες έξοδοι (εκ των οποίων µόνων 22,2 προς τις υπερατλαντικές χώρες) και 146,7 χιλ. είσοδοι. Το συνολικό µεταναστευτικό ισοζύγιο της περιόδου αυτής, αρνητικό κατά 72,9 χιλιάδες οφείλεται κυρίως στη καθαρή µετανάστευση προς τις µεσογειακές χώρες (Αίγυπτο) και δευτερευόντως προς τις υπερωκεάνιες χώρες (το ισοζύγιο προς τις ευρωπαϊκές χώρες είναι θετικό, στο βαθµό που οι είσοδοι από αυτές υπερκαλύπτουν τις εξόδους). 19

µετανάστευση αφορά 650.000 άτοµα. Οι µεταπολεµικοί µετανάστες κατευθύνονται αρχικά στις ΗΠΑ και τις άλλες υπερωκεάνιες χώρες (Καναδά και Αυστραλία), εν συνεχεία δε στις χώρες της υτικής Ευρώπης. (ιδιαίτερα στη υτική Γερµανία που απορροφά το 85% περίπου της ενδοευρωπαϊκής µετανάστευσης). Οι έξοδοι αυτοί (27.000 ετησίως κατά µέσο όρο, µε δύο αιχµές, το 1962-65 και το 1969-70) αφαιρούν το 1/3 περίπου του θετικού φυσικού ισοζυγίου (80.0000 ετησίως), ενώ η εισροή οµογενών από την Αίγυπτο, την Τουρκία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στη διάρκεια της ίδιας περιόδου θα µετριάσει απλώς τις αρνητικές επιδράσεις της νέας µαζικής φυγής. Η επιλεκτικότητα του φαινοµένου είναι πολλαπλή: οι άνδρες αποτελούν το 65% του συνόλου και οι άγαµοι το 60%, η οµάδα 15-44 ετών το 80% (µέση ηλικία γύρω στα 27 έτη), οι µη ενεργοί το 45%, οι προερχόµενοι από αγροτικές και ηµιαστικές περιοχές το 80%. Η γεωγραφική κατανοµή των µεταπολεµικών µεταναστών διαφοροποιείται επίσης σηµαντικά αυτής της προπολεµικής περιόδου, ενώ η συµµετοχή των νοµών της χώρας είναι σηµαντικά διαφοροποιηµένη. Σε µια πρώτη φάση οι παραδοσιακές περιοχές της προπολεµικής µετανάστευσης προς τις υπερπόντιες χώρες (Πελοπόννησος, Ήπειρος, ορισµένα νησιά) θα αποτελέσουν τον βασικό τροφοδότη, ενώ στη συνεχεία, µε το άνοιγµα των συνόρων των ευρωπαϊκών χωρών η κατανοµή αλλάζει ριζικά: Μακεδονία και σε µικρότερο βαθµό Θεσσαλία, Ήπειρος, νησιά του Αιγαίου και Θράκη θα αποτελέσουν τις κύριες περιοχές προέλευσης των µεταναστών που θα µετακινηθούν, συνήθως χωρίς ενδιάµεσο σταθµό, από τις αγροτικές και ηµιαστικές περιοχές της Κεντρικής και Βορείου Ελλάδας στην υτική Γερµανία. Η έξοδος ανακόπτεται προσωρινά στις αρχές του 1970, για να συνεχισθεί µε ηπιότερους ρυθµούς µέχρι τα µέσα της επόµενης δεκαετίας 10. Ταυτόχρονα, αρχίζει και η µαζική παλιννόστηση των µεταναστών της προηγούµενης περιόδου: 630.000 11 άτοµα εκτιµάται ότι θα επιστρέψουν στην χώρα µας ανάµεσα στο 1971 και το 1985 επιλέγοντας στην πλειοψηφία τους (70%) ως τόπο εγκατάστασης τα αστικά κέντρα (και δη -50%- τα δύο µεγαλύτερα εξ αυτών, τα ΠΣ Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης) και 160.000 ακόµη την περίοδο 1985-1991. Η δεκαετία 1980-1990 είναι µια µεταβατική περίοδος στο βαθµό που η περιορισµένη πλέον µετανάστευση από τη χώρα µας (κυρίως από τη Θράκη) συνυπάρχει αφενός µεν µε την παλιννόστηση τόσο των µεταναστών των προηγούµενων δεκαετιών, όσο και των οµογενών 10 Τη δεκαετία αυτή έχουµε και την εµφάνιση δύο νέων φαινοµένων. Αφενός µεν, µε την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στις πετρέλαιο-παραγωγικές χώρες (Σαουδική Αραβία, Λιβύη, Αλγερία, Κουβέιτ, Μπαχρέιν) την ανάδειξη ενός νέου µεταναστατευτικό ρεύµατος, αφετέρου δε την εµφάνιση των πρώτων µη ευρωπαίων µεταναστών στη χώρα µας (ασιατών και αφρικανών, άµεση συνέπεια της κρίσης στην εµπορική ναυτιλία και του παροπλισµού σηµαντικού αριθµού πλοίων ελληνικής ιδιοκτησίας) και την ταυτόχρονη ανάδυση των πρώτων ελλείψεων σε θέσεις εργασίας-βασικά στον τοµέα των µεταλλείωνορυχείων που συνοδεύονται και από τις πρώτες πιέσεις για την είσοδο ξένων ανειδίκευτων εργατών. 11 Αποτελέσµατα δειγµατοληπτικής έρευνας που διεξήχθη το 1985-86. Από τους 630.000 παλιννοστούντες το 48% αποτελείται από γυναίκες και το 52% από άνδρες και οι 83 στους 100 έχουν ηλικία 15-64 ετών (οι κάτω των 15 αποτελούν το 13%, οι δε άνω των 65 ετών µόλις το 4,5%). 20

και των πολιτικών προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισµού» 12, µε την είσοδο ξένων εργαζοµένων προερχοµένων αρχικά από ασιατικές και αφρικανικές χώρες, και στη συνέχεια από ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες. Τα πρότερα έντονα ρεύµατα παλιννόστησης θα ατονήσουν την τελευταία δεκαπενταετία, ενώ αντιθέτως τα ρεύµατα εισόδου θα εντατικοποιηθούν µε την κατάρρευση των καθεστώτων στην Αν. Ευρώπη και ειδικότερα µε τις διαδοχικές κρίσεις στην Αλβανία, οδηγώντας στην χώρα µας τόσο οικονοµικούς µετανάστες όσο και «οµογενείς» από τη γειτονική µας χώρα και την πρώην ΕΣΣ. Η Ελλάδα µεταβάλλεται από χώρα εξόδου σε χώρα εισόδου, και τα δεδοµένα των τελευταίων απογραφών το επιβεβαιώνουν: Οι απογραφέντες ξένοι (άτοµα µε ξένη υπηκοότητα) ανέρχονται το 1981 απογραφή- σε 177.000 άτοµα (εκ των οποίων 30% από τις χώρες της ΕΟΚ, 11% από την Κυπριακή ηµοκρατία, 13% από τις ΗΠΑ και 4% από την Ωκεανία), αποτελώντας µόλις το 2% του συνολικού πληθυσµού. Μια εικοσαετία αργότερα ο αριθµός τους υπερ-τετραπλασιάζεται, καθώς στην απογραφή του 2001 καταγράφονται 762.000 αλλοδαποί (7% του πληθυσµού της χώρας µας που εγγίζει πλέον τα 11 εκ.) 13. Η κατανοµή τους ανά χώρα διαφέρει ριζικά αυτής του 1981, στο βαθµό που το 75% προέρχεται από 8 πρώην ανατολικές χώρες και το 9% από το Ηνωµένο Βασίλειο, τη Γερµανία, την Κύπρο και τις ΗΠΑ-Αυστραλία. 54 στους 100 εργάζονται και το 59% εξ αυτών δηλώνει διάρκεια παραµονής στη χώρα µας µικρότερη των 5 ετών. Είναι προφανές ότι τα µεταναστευτικά ρεύµατα προς τη χώρα µας έχουν εντατικοποιηθεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, στη δε αύξηση του αριθµού των αλλοδαπών αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά και η αύξηση του πληθυσµού της χώρας µας ανάµεσα στο 1991 και 2001. 14 Η χώρα µας ελάχιστα διαφοροποιείται πλέον των άλλων νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών, όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας, που από παραδοσιακές και εµβληµατικές χώρες εξαγωγής µεταναστών µετατρέπονται την τελευταία εικοσαετία σε χώρες υποδοχής µεταναστών. Οι εισροές προς τις χώρες αυτές επεκτάθηκαν µε ταχείς ρυθµούς, προκαλούµενες αφενός από 12 Στην απογραφή του 1991 καταγράφονται 162.000 άτοµα που διέµεναν στο εξωτερικό µια πενταετία πριν (τον εκέµβριο του 1985). Εξ αυτών το 67% προέρχεται από τις ευρωπαϊκές χώρες (20% από την πρώην Ο Γ και 15% από τη πρώην Σοβιετική Ένωση), το 15% από την Βόρειο Αµερική, το 8% από την Ασία (το σύνολό τους σχεδόν από την Τουρκία), 5% από την Αφρική και 5% από την Ωκεανία. Η σύγκριση µε τα δεδοµένα της προηγούµενης απογραφής είναι ενδεικτική των επελθουσών αλλαγών. Το 1981 καταγράφονται 233.000 άτοµα που διέµεναν στο εξωτερικό µια πενταετία πριν (τον εκέµβριο του 1975). Η κατανοµή τους ανά περιοχή προέλευσης διαφέρει σηµαντικά: το 65% προέρχεται από τις ευρωπαϊκές χώρες (43% από την πρώην Ο Γ και 4% από τη πρώην Σοβιετική Ένωση), το 17% από την Βόρειο Αµερική, το 6 % από την Ασία ( εκ των οποίων 4 στους 10 από την Τουρκία), 5% από την Αφρική και 7% από την Ωκεανία. 13 Είναι προφανές ότι στην τελευταία απογραφή δεν κατεγράφη το σύνολο των αλλοδαπών στην χώρα µας, τα δε ποσοστά «διαφυγής» διαφοροποιούνται ανά χώρα προέλευσης. Οι µετανάστες από τις ασιατικές και αφρικανικές χώρες είναι σαφώς υπο-εκτιµηµένοι, και το αυτό ισχύει, σε µικρότερο βαθµό για τους µετανάστες από ορισµένες πρώην ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία. 14 Το φυσικό ισοζύγιο της δεκαετίας είναι θετικό κατά 13.000, ενώ η συνολική αύξηση του πληθυσµού µας ανέρχεται σε 704.000 άτοµα. 21

παράγοντες που οφείλονται περισσότερο στην οικονοµική και πολιτική κρίση στις χώρες προέλευσης, συντηρούµενες δε από τη ζήτηση σε εργατικό δυναµικό ενός άδηλου τοµέα της οικονοµίας που αναπαράγεται διευρυµένα. Οι µεταναστεύσεις αυτές, εν µέρει αόρατες λόγω της ανεπάρκειας του συστήµατος στατιστικής παρατήρησης, καθίστανται εφικτές εξαιτίας (εκτός των άλλων) της απουσίας ενός σαφούς νοµικού πλαισίου που να προσδιορίζει τους όρους εισόδου. Έτσι, ενώ στις χώρες της εκβιοµηχανισµένης Ευρώπης, σε µια συγκυρία έντονης έλλειψης εργατικών χεριών, χρειάστηκαν δυο δεκαετίες για να διπλασιασθεί ο αριθµός των ξένων εργατών, στην Νότια Ευρώπη, µε µια οικονοµική συγκυρία σε ύφεση, το ξένο δυναµικό, αµελητέο στην αρχή, αυξάνεται ταχύτατα τόσο σε απόλυτες όσο και σε σχετικές τιµές. Η µετανάστευση αυτή, ελλείψει κατάλληλων κανονισµών, αντιµετωπίστηκε σε µια πρώτη φάση ως πρόβληµα δηµόσιας τάξης, για να ληφθούν στη συνέχεια. µέτρα ρύθµισης των εισόδων και της παραµονής, να συζητηθεί και να αποφασιστεί κατά πόσο ενδείκνυται η νοµιµοποίηση των παράνοµων ξένων εργατών, να ορισθεί ενδεχοµένως µια πολιτική ενσωµάτωσης και να τεθεί το πρόβληµα των σχέσεων µε τις χώρες προέλευσης των µεταναστών. Τα κύρια στάδια αυτού του νοµικού οικοδοµήµατος σηµατοδοτήθηκαν στην Ισπανία από το νόµο του 1985 και στην Ιταλία τον εκέµβριο 1989 Φεβρουάριο 1990, ενώ στην Ελλάδα η συνειδητοποίηση και η θέσπιση ενός νοµικού πλαισίου είναι πιο όψιµες 15. 15 Ο νόµος του 1991 που ορίζει το καθεστώς της µετανάστευσης, εκφράζει, πριν απ όλα, µελήµατα δηµόσιας τάξης. Το θεσµικό πλαίσιο στην Ελλάδα συµπληρώνεται µε δύο Π. που εκδόθηκαν τον Νοέµβριο του 1997 προκειµένου να ρυθµισθούν ζητήµατα που αφορούν την καταγραφή και την διαδικασία νοµιµοποίησης των παράνοµων µεταναστών. Τα διατάγµατα αυτά βασιζόµενα σε σχετικές διατάξεις του Νόµου 1975/91 καθορίζουν: α) τη µέθοδο και τα µέσα για την καταγραφή των αλλοδαπών που είναι εγκατεστηµένοι στη χώρα, β) τις συνθήκες, τη διαδικασία και άλλες λεπτοµέρειες που αφορούν αρχικά τη χορήγηση της Λευκής Κάρτας και στη συνέχεια της Πράσινης Κάρτας, γ) τα µέτρα για όσους αλλοδαπούς δεν θα νοµιµοποιηθούν, δ) τη χρονική διάρκεια κάθε κάρτας και τις προϋποθέσεις ανανέωσής της, ε) τη λειτουργία του φορέα που έχει την ευθύνη υλοποίησης της διαδικασίας χορήγησης των αδειών παραµονής. Με το νέο νόµο 2910 του 2001, δίνεται έµφαση στη ρύθµιση της παραµονής των µεταναστών µε βάση τις συγκεκριµένες ανάγκες για εισαγωγή εργατικού δυναµικού, την αναµενόµενη συµβολή τους στην ανάπτυξη της εθνικής οικονοµίας αλλά και την υπηκοότητα τους. Η διαδικασία νοµιµοποίησης συνεχίζεται µε βάση το πρότερο καθεστώς της λευκής/πράσινης κάρτας, επιχειρείται δε µια διάκριση ανάµεσα σε εποχιακούς και µακροχρόνιους µετανάστες ενθαρρύνοντας ωστόσο την αέναη κινητικότητα τους. 22

Κεφάλαιο 2. Τα δηµογραφικά χαρακτηριστικά του γυναικείου πληθυσµού της Ελλάδας το 2001. Μία πρώτη προσέγγιση σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο 2.1 Οι πληθυσµιακές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, µέσοι ετήσιοι ρυθµοί µεταβολής και αδροί δείκτες Οι εξελίξεις του πληθυσµού, σε επίπεδο νοµού, κατά το 1991-2001 παρουσιάζονται στους δύο πρώτους χάρτες, οι οποίοι αποτυπώνουν το µέσο ετήσιο ρυθµό µεταβολής του συνολικού και του γυναικείου πληθυσµού της Ελλάδας (µε βάση τα δεδοµένα για το µόνιµο πληθυσµό στις δύο τελευταίες απογραφές). Από το Χάρτη 1 διαπιστώνεται η σηµαντική αύξηση του πληθυσµού στους πεδινούς βασικά νοµούς, ιδιαίτερα δε σε αυτούς όπου βρίσκονται τα δύο µεγαλύτερα πολεοδοµικά συγκροτήµατα της χώρας. Οι όµοροι της Θεσσαλονίκης και Αττικής κυρίως προς την Πελοπόννησο νοµοί χαρακτηρίζονται επίσης από υψηλούς θετικούς ρυθµούς µεταβολής, µαζί µε τα νησιά του νοτίου Αιγαίου, τη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, την Κρήτη, και το νοµό της Ξάνθης (βλέπε το ειδικό βάρος στο νοµό αυτό της µουσουλµανικής µειονότητας). Στον αντίποδα βρίσκεται µια οµάδα έξι νοµών (Γρεβενά, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Άρτα, Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία) που µαζί µε τη Βοιωτία και την Αρκαδία χάνουν πληθυσµό ανάµεσα στο 1991 και το 2001. Όλοι οι υπόλοιποι νοµοί της χώρας έχουν θετικούς µεν ρυθµούς µεταβολής, αλλά συνήθως χαµηλότερους του µέσου εθνικού όρου (6,7 ). Ο Χάρτης 2 που απεικονίζει τη µεταβολή του γυναικείου πληθυσµού της χώρας δεν διαφέρει σηµαντικά του προηγούµενου. Απλώς σε ορισµένους νοµούς αφενός µεν οι θετικές µεταβολές του γυναικείου πληθυσµού είναι σαφώς χαµηλότερες από αυτές του συνολικού (νοµοί Ηλείας, Μεσσηνίας, Αργολίδας, Ηµαθίας και Λασιθίου), αφετέρου δε οι αρνητικές µεταβολές εµφανίζονται εντονότερες του συνολικού (πχ Βοιωτία, Αιτωλοακαρνανία). Σε µία µόνον περίπτωση (ν. Καστοριάς), τα πρόσηµα διαφέρουν: στο νοµό αυτό ο γυναικείος πληθυσµός ανάµεσα στο 1991 και το 2001 µειώνεται, ενώ αντιθέτως ο συνολικός πληθυσµός αυξάνεται οριακά. Οι διαφοροποιήσεις που επισηµάνθηκαν ανάµεσα στους ρυθµούς µεταβολής του συνολικού και του γυναικείου πληθυσµού στους νοµούς της χώρας οφείλονται κυρίως στην εξωτερική µετανάστευση. Όπως έχουµε ήδη αναφέρει, οι παρατηρούµενες θετικές µεταβολές (αλλά και οι ήπιες αρνητικές µεταβολές) οφείλονται στο θετικότατο µεταναστευτικό ισοζύγιο της περιόδου 1991-2001. Ταυτόχρονα όµως, η σχέση των δύο φύλων στους αλλοδαπούς κατοίκους της χώρας δεν είναι πάντοτε ισορροπηµένη στο εσωτερικό των νοµών εγκατάστασής τους, µε αποτέλεσµα, στις περιπτώσεις που οι άνδρες υπερτερούν σηµαντικά των γυναικών να µην µεταβάλλεται αντίστοιχα ισοδύναµα ο γυναικείος και ο συνολικός πληθυσµός των νοµών αυτών στην εξεταζόµενη περίοδο. 23

τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε Χάρτης 1: Μέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ( ) του πληθυσµού 1991-2001 24

Χάρτης 2: Μέσος ετήσιος ρυθµός µεταβολής ( ) του πληθυσµού 1991-2001 (γυναίκες) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 25

Ο Χάρτης 3 (φυσικό ισοζύγιο της περιόδου 1991-2001, ήτοι γεννήσεις θάνατοι/ πληθυσµού*1000) επιβεβαιώνει σε µεγάλο βαθµό τα προαναφερθέντα. Τα ισοζύγια είναι αρνητικά στους 35 από τους 51 νοµούς της χώρας µας (του Αγίου Όρους εξαιρούµενου). Εκ των 16 εναποµεινάντων νοµών (η Αττική και οι νοµοί του νοτίου Αιγαίου - της Κρήτης συµπεριλαµβανοµένης µε µια µόνον εξαίρεση-, ο νοµός Θεσσαλονίκης και η οµάδα των ευρισκόµενων νοτίως και δυτικά αυτού νοµών ως και η Ξάνθη, η Αχαΐα και η Ζάκυνθος), οι µισοί χαρακτηρίζονται από σχεδόν µηδενικά ισοζύγια (0-1 ) και µόνον 8 από θετικά (>1 ): Οι 16 αυτοί νοµοί θα ήταν εποµένως, εν απουσία µετανάστευσης, και οι µόνοι νοµοί της χώρας µας που θα είχαν µια µικρότερη η µεγαλύτερη αύξηση του πληθυσµού τους ανάµεσα στις δύο τελευταίες απογραφές. Από τον προηγούµενο όµως χάρτη διαπιστώνουµε ότι 43 νοµοί κερδίζουν πληθυσµό την επίµαχη δεκαετία και εξ αυτού συνεπάγεται ότι η συµβολή του µεταναστευτικού ρεύµατος υπήρξε καθοριστική. Ως γνωστόν η προσµετρώµενη φυσική αύξηση προκύπτει από το συνδυασµό της γεννητικότητας και της θνησιµότητας (βλ. Χάρτες 4 και 5). Είναι προφανές ότι η αυξηµένη ένταση της θνησιµότητας των επί και εκατέρωθεν του κεντρικού ορεινού όγκου της ηπειρωτικής Ελλάδας νοµών, σε συνδυασµό µε τη χαµηλή γεννητικότητα τους οδηγούν σε αρνητικά φυσικά ισοζύγια. Αντιστρόφως, η αυξηµένη γονιµότητα της Ξάνθης, των νοµών του νοτίου Αιγαίου ως και της Κρήτης, της Αττικής, της Θεσσαλονίκης, της Χαλκιδικής και της Πιερίας σε συνδυασµό µε τη σχετικά µειωµένη θνησιµότητα τους οδηγούν σε θετικά φυσικά ισοζύγια. Έτσι, οι νοµοί εκείνοι που εµφανίζουν αυξηµένα φυσικά ισοζύγια σε συνδυασµό µε αυτούς που χαρακτηρίζονται από ισχυρή θετική µετανάστευση προσδιορίζουν και το χάρτη των µεταβολών του συνολικού πληθυσµού (Χάρτης 1). 26

Χάρτης 3: Φυσικό ισοζύγιο 1991-2001 ( ) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 27

Χάρτης 4: Αδρός είκτης Γεννητικότητας ( ) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 28

Χάρτης 5: Αδρός είκτης Θνησιµότητας ( ) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 29

2.2 Οι πληθυσµιακές δοµές 2.2.1 Η αναλογία των δύο φύλων Η χαρτογράφηση της αναλογίας των δύο φύλων σε επίπεδο νοµού (Χάρτης 6, αναλογία γυναικών επί 100 ανδρών) παρουσιάζει καταρχάς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες σε συνδυασµό µε τη γεωγραφική κινητικότητα (εσωτερική και εξωτερική µετανάστευση) δίδουν µιας σαφώς διαφοροποιηµένη εικόνα του Ελληνικού χώρου. ιαπιστώνουµε ότι ο δείκτης αυτός χωρίζει τη χώρα µας σε δύο τµήµατα: στην πλειοψηφία των ευρισκόµενων νοµών βορείως της νοητής γραµµής Πρέβεζα-Βόλου, όπου οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών, και στους νοτίως του άξονα αυτού νοµούς (µε µόνη εξαίρεση την Αττική), όπου αντιθέτως οι άνδρες υπερτερούν συνήθως των γυναικών (ακραίο παράδειγµα ο νοµός Βοιωτίας, λόγω πιθανότατα της διαφοροποιηµένης αναλογίας των δύο φύλων στους εργαζόµενους αλλοδαπούς στη βιοµηχανική του περιοχή και τον κάµπο των Θηβών). Παρατηρούµε ταυτόχρονα ότι άξονας Έβρος- ωδεκάνησα χαρακτηρίζεται από τη σηµαντική υπεροχή του ανδρικού φύλου (συνδυασµός συγκέντρωσης στρατευµένων και υπεροχής των αλλοδαπών ανδρών). 2.2.2 Η µέση ηλικία Οι δύο επόµενοι χάρτες (Χάρτες 7 και 8) αποτυπώνουν τη µέση ηλικία του πληθυσµού των δύο φύλων στους νοµούς της χώρας µας. ιαπιστώνουµε κατ αρχάς ότι η µέση ηλικία του γυναικείου πληθυσµού της χώρας µας είναι σαφώς υψηλότερη αυτής του ανδρικού (ανδρική υπερ-θνησιµότητα στις προχωρηµένες ηλικίες και άνιση κατανοµή ανάµεσα στα δύο φύλα του πληθυσµού των αλλοδαπών στο εσωτερικό κάθε νοµού). Παρατηρούµε επίσης ότι στον κεντρικό κορµό της ηπειρωτικής Ελλάδας, η ολότητα των ορεινών νοµών χαρακτηρίζεται από υψηλότερη µέση ηλικία και για τα δύο φύλα. Αντιθέτως, οι νοµοί Ξάνθης και ωδεκανήσου χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα χαµηλή µέση ηλικία του πληθυσµού τους, διαφοροποιούµενοι σαφώς από τα Γρεβενά, τη Φωκίδα, την Ευρυτανία και τη Λευκάδα οι οποίοι τοποθετούνται στην αντίπερα όχθη. Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι και η χαρτογράφηση των διαφορών της µέσης ηλικίας των δύο φύλων (Χάρτης 9): Οι νοµοί του ανατολικού τµήµατος της χώρας (άξονας Έβρου-Σάµου) διαφοροποιούνται άµεσα, στο βαθµό που η µέση ηλικία των γυναικών υπερβαίνει κατ έλαττον τα 3,5 έτη αυτής των ανδρών. Εξ ίσου ευκρινώς διαφοροποιείται και µια δεύτερη µεγάλη οµάδα νοµών στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα, παρόλο που οι διαφορές της ηλικίας ανάµεσα στα δύο φύλα είναι σαφώς µικρότερες (από 2,5 έως 3 έτη). Οι αποκλίσεις αντιθέτως είναι ελάχιστες στους νοµούς Κυκλάδων, Λευκάδας, Ζακύνθου και Ρεθύµνης, ενώ οι υπόλοιποι νοµοί βρίσκονται γύρω από το µέσο όρο της χώρας. 30

Χάρτης 6: Αναλογία αριθµού γυναικών επί 100 ανδρών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 31

Χάρτης 7: Μέση ηλικία γυναικών (έτη) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 32

Χάρτης 8: Μέση ηλικία ανδρών (έτη) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 33

Χάρτης 9 ιαφορά µέσης ηλικίας, Γυναίκες-Άνδρες (έτη) τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 34

2.2.3 Οι πληθυσµιακές πυραµίδες Στις πληθυσµιακές πυραµίδες - ιδιότυπα περιγραφικά ιστογράµµατα όπου εµφανίζονται οι αναλογίες (ποσοστά) των ηλικιακών οµάδων ανά φύλο στο σύνολο του πληθυσµού- αποτυπώνονται ευκρινέστατα οι πληθυσµιακές δοµές. Αν και το γενικό σχήµα τους είναι τριγωνικό εξ αιτίας της θνησιµότητας που προοδευτικά µειώνει τον αριθµό της κάθε ανερχόµενης προς την κορυφή της γενεάς (ηλικιακής οµάδας), η µορφή τους µεταβάλλεται ανάλογα µε τις διακυµάνσεις της γονιµότητας, της θνησιµότητας και των µεταναστεύσεων. Η πληθυσµιακή ιστορία της χώρας µας αποτυπώνεται στις διαδοχικές «εικόνες» των ανά νοµό πυραµίδων που δυνάµεθα να δηµιουργήσουµε µε βάση τα δεδοµένα των απογραφών, από το 1951 έως και σήµερα. Στο βαθµό που ενδιαφερόµαστε για το 2001, και µε δεδοµένο ότι η παράθεση των πυραµίδων των 52 νοµών δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για την εξαγωγή συµπερασµάτων, προσφύγαµε στην δηµιουργία και την χαρτογράφηση των βασικών «τύπων» πυραµίδων. Όπως αναφέραµε στην εισαγωγή, η χώρα µας χαρακτηρίζεται από την προοδευτική γήρανση του πληθυσµού της. Η γήρανση όµως αυτή είναι σαφώς διαφοροποιηµένη, και το 2001 είναι εφικτό να κατηγοριοποιήσουµε τους νοµούς της χώρας µας σε τρεις µεγάλες οµάδες (Χάρτης 10 και ιάγραµµα 5). Στην πρώτη (τύπος Α) εντάσσονται οι λιγότερο γηρασµένοι νοµοί. Στην οµάδα αυτή, µε σχετικά «διογκωµένες» τις ηλικιακές οµάδες των εφήβων και των ενεργών νέων (άτοµα ηλικίας 15-39 ετών), ανήκουν συνήθως οι παραδοσιακά «γόνιµοι» νοµοί της χώρας (Νοµός Ξάνθης), και οι νοµοί µε τα µεγαλύτερα αστικά κέντρα (νοµοί Θεσσαλονίκης, Αττικής Αχαΐας, το µεγαλύτερο µέρος της Κρήτης και ωδεκάνησα). Οι πυραµίδες των νοµών αυτών τείνουν να λάβουν τη µορφή σβούρας µε συρρικνωµένη βάση (µειωµένες γεννήσεις της προηγούµενης δεκαπενταετίας) και σχετικά «ευτραφή» το κεντρικό τµήµα τους. Η σχετική «διόγκωση» των ηλικιακών οµάδων του δυνητικά νέου ενεργού πληθυσµού τους οφείλεται περισσότερο (εκτός από την Ξάνθη) στην εισροή νέων ηλικιακά οικονοµικών µεταναστών και λιγότερο στη δηµογραφική τους δυναµικότητα και την εσωτερική µετανάστευση. Στη Β οµάδα ανήκουν οι νοµός Ροδόπης και Χαλκιδικής, η Κεντρική Μακεδονία, τα πεδινά της κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας, οι νοµοί Ιωαννίνων, Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας, Αργολίδος, Κορινθίας, Βοιωτίας, Εύβοιας, Κυκλάδων και Λασιθίου. Αυτοί οι νοµοί βρίσκονταν επίσης σε ώριµη φάση, µε λιγότερο έντονο τον ενεργό τους πληθυσµό. εν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι τοποθετούνται στον πεδινό ή ηµιορεινό χώρο της Ελλάδας, όπου διατηρείται κάποια οικονοµική δραστηριότητα, χωρίς να παραβλέψουµε και παράγοντες γειτνίασης (όπως π.χ. Οι νοµοί της Κεντρικής Μακεδονίας και ο ν. Ιωαννίνων) των οποίων ο πληθυσµός στη διάρκεια της δεκαετίας 1991-01 εµπλουτίστηκε µε οικονοµικούς µετανάστες 35

από τις γείτονες χώρες οι οποίοι είχαν σαφώς διαφορετικό δηµογραφικό προφίλ από τους Έλληνες. ιάγραµµα 5: Κατηγορίες πληθυσµιακών πυραµίδων το 2001 Τύπος Α ΗΛΙΚΙΑΚΕΣ ΟΜΑ ΕΣ '100-104 '95-99 '90-94 '85-89 '80-84 '75-79 '70-74 '65-69 '60-64 '55-59 '50-54 '45-49 '40-44 '35-39 '30-34 '25-29 '20-24 '15-19 '10-14 '5-9 '0-4 Τύπος Β ΗΛΙΚΙΑΚΕΣ ΟΜΑ ΕΣ '100-104 '95-99 '90-94 '85-89 '80-84 '75-79 '70-74 '65-69 '60-64 '55-59 '50-54 '45-49 '40-44 '35-39 '30-34 '25-29 '20-24 '15-19 '10-14 '5-9 '0-4 Τύπος Γ ΗΛΙΚΙΑΚΕΣ ΟΜΑ ΕΣ '100-104 '95-99 '90-94 '85-89 '80-84 '75-79 '70-74 '65-69 '60-64 '55-59 '50-54 '45-49 '40-44 '35-39 '30-34 '25-29 '20-24 '15-19 '10-14 '5-9 '0-4 Γυναίκες Άνδρες 7,5 6,5 5,5 4,5 3,5 2,5 1,5 0,5 0,5 1,5 2,5 3,5 4,5 5,5 6,5 7,5 Γυναίκες Άνδρες 7,5 6,5 5,5 4,5 3,5 2,5 1,5 0,5 0,5 1,5 2,5 3,5 4,5 5,5 6,5 7,5 Γυναίκες Άνδρες 7,5 6,5 5,5 4,5 3,5 2,5 1,5 0,5 0,5 1,5 2,5 3,5 4,5 5,5 6,5 7,5 36

Χάρτης 10: Τυπολογία πληθυσµιακών πυραµίδων 2001 τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 37

Τέλος, στην οµάδα Γ ανήκουν οι πλέον γερασµένοι νοµοί της χώρας που ανέδειξε η απογραφή. Οι περισσότεροι νοµοί της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (εκτός της Ξάνθης και της Ροδόπης), οι ορεινοί νοµοί γύρω από την οροσειρά της Πίνδου (Θεσπρωτίας, Πρέβεζας, Άρτας, Γρεβενών, Τρικάλων, Καρδίτσας, Ευρυτανίας, Φωκίδας και Φθιώτιδας), οι νότιοι νοµοί της Πελοποννήσου (Αρκαδίας, Μεσσηνίας και Λακωνίας) και οι νοµοί Λέσβου, Σάµου και Χίου. Οι περισσότεροι από τους νοµούς αυτούς είχαν ολοκληρώσει τη µετάβασή τους και δε φαίνεται κάποιο γεγονός (π.χ. εισροή οικονοµικών µεταναστών) να επηρέασε ιδιαίτερα την πληθυσµιακή τους δοµή µε εξαίρεση την ιδιαιτερότητα της παρουσίας στρατού σε ορισµένους από αυτούς η οποία εκφράζεται µε µια µικρή διόγκωση στις ηλικίες 15-24 ετών των νοµών Σάµου Λέσβου, Έβρου και Χίου. 2.2.4 Οι µεγάλες ηλικιακές οµάδες Η χαρτογράφηση του ειδικού βάρους των νέων (Χάρτες 11 και 12) και των ηλικιωµένων ατόµων (Χάρτες 13 και 14) για τα δύο φύλα ανά νοµό µε τη χρησιµοποίηση κοινών κλάσεων επιτρέπει τις συγκρίσεις και αναδεικνύει εκ νέου τις χωρικές διαφοροποιήσεις. ιαπιστώνουµε κατ αρχάς ότι στην ηλικιακή οµάδα των 0-14 ετών, το ειδικό βάρος των ανδρών σε όλους σχεδόν τους νοµούς της χώρας είναι µεγαλύτερο από αυτό των γυναικών, ενώ το αντίστροφο ισχύει για τους άνω των 65 ετών (η διαφορική θνησιµότητα ανάµεσα στα δύο φύλα στις µεγάλες ηλικίες είναι εδώ καθοριστικός παράγοντας). Οι νοµοί Ξάνθης και ωδεκανήσου διαφοροποιούνται σαφώς των υπολοίπων και είναι οι πλέον νεανικοί νοµοί της χώρας, έχοντας ταυτόχρονα το µεγαλύτερο ποσοστό των νέων και το µικρότερο ποσοστό των ηλικιωµένων, ενώ οι νοµοί, επί και εκατέρωθεν του κεντρικού ορεινού όγκου που διατρέχει την χώρα από βορειο-δυτικά προς νοτιο-ανατολικά, είναι οι πλέον γερασµένοι στο βαθµό που έχουν συνήθως τα χαµηλότερα ποσοστά νέων 0-14 ετών και ταυτόχρονα τα υψηλότερα στους ηλικιωµένους τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Οι δείκτες γήρανσης (ηλικιωµένοι που αναλογούν σε 100 νέους 0-14 ετών) είναι σχετικά υψηλοί το 2001, ειδικότερα δε στο γυναικείο πληθυσµό της χώρας µας (Χάρτης 15) όπου σε 48 από τους 51 νοµούς αναλογούν πάνω από 100 ηλικιωµένες γυναίκες σε 100 νέες, ενώ το αυτό ισχύει για τους άνδρες µόνον σε 31 νοµούς (Χάρτης 16). Οι τιµές του δείκτη είναι ιδιαίτερα υψηλές στους ορεινούς νοµούς της Ηπείρου (Γρεβενά, Ιωάννινα, Άρτα), της κεντρικής Στερεάς Ελλάδος (Ευρυτανία, Φωκίδα, Φθιώτιδα) και της Θεσσαλίας (Τρίκαλα και Καρδίτσα), ενώ αντίθετα, έντονα νεανικοί εµφανίζονται οι νοµοί της Ξάνθης (όπου η ύπαρξη της µουσουλµανικής µειονότητας µε την ιδιαίτερα ψηλή γονιµότητα δικαιολογεί την ύπαρξη µεγάλου αριθµού νέων) και ο νοµός ωδεκανήσου. 38

τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε Χάρτης 11: Ποσοστό των 0-14 στο συνολικό πληθυσµό (γυναίκες) 39

τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε Χάρτης 12: Ποσοστό των 0-14 στο συνολικό πληθυσµό (άνδρες) 40

τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε Χάρτης 13: Ποσοστό των 65+ ετών στο συνολικό πληθυσµό (γυναίκες) 41

τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε Χάρτης 14: Ποσοστό των 65+ ετών στο συνολικό πληθυσµό (άνδρες) 42

Χάρτης 15: είκτης γήρανσης γυναικών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 43

Χάρτης 16 είκτης γήρανσης ανδρών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 44

Η χαρτογράφηση των δεικτών εξάρτησης (αναλογών αριθµός νέων και ηλικιωµένων ατόµων σε 100 άτοµα ηλικίας 15-64 ετών) αποτυπώνει και µεγεθύνει τις διαφορές στις πληθυσµιακές δοµές των δύο φύλων στους 51 νοµούς της χώρας µας (Χάρτες 17 και 18). Στο βαθµό που στον αριθµητή αθροίζονται η οµάδα των νέων κάτω των 15 ετών µε τα άτοµα ηλικίας ίσης ή µεγαλύτερης των 65 ετών (δύο οµάδες, το ειδικό βάρος των οποίων διαφοροποιείται ανάµεσα στα δύο φύλα, όπως έχουµε ήδη διαπιστώσει προηγουµένως,), ενώ στον παρονοµαστή τίθενται ο πληθυσµός των εργάσιµων ηλικιών, είναι επόµενο οι δείκτες να είναι σαφώς δυσµενέστεροι για το γυναικείο φύλο. Έτσι, εξετάζοντας τις τιµές του δείκτη εξάρτησης το 2001 για το «ασθενές φύλο» διαπιστώνουµε ότι αντιστοιχούν περισσότερες από 50 νέες και ηλικιωµένες γυναίκες επί 100 γυναικών ηλικίας 15-64 ετών σε 44 νοµούς, ενώ στους άνδρες 24 νοµοί βρίσκονται πάνω από το ίδιο όριο. Τα χωρικά µοτίβα ωστόσο παραµένουν σταθερά µε τα αστικά κέντρα (όπου συγκεντρώνεται και το µεγαλύτερο ποσοστό του δυνητικά ενεργού πληθυσµού) να παρουσιάζουν το µικρότερο δείκτη εξάρτησης και για τα δύο φύλα. Για τις γυναίκες ειδικότερα, ο δείκτης εµφανίζεται περισσότερο αυξηµένος στον κεντρικό κορµό της χώρας, τους νοµούς Λέσβου, Σάµου και Λασιθίου και τη νότια Πελοπόννησο. Αντίστοιχα, τα ποσοστά των ανδρών, σαφώς µικρότερα, τονίζουν µε τις µικρές τους τιµές το «αναπτυξιακό S» της χώρας (ο άξονας Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Καβάλα) και τα περισσότερο δυναµικά, οικονοµικά, νησιά (νότιο Αιγαίο και Κρήτη) της χώρας. Ο τελευταίος εξεταζόµενος δοµικός δείκτης (δείκτης αντικατάστασης) δίδει τον αριθµό ατόµων ηλικίας 15-19 ετών (που θεωρητικά ετοιµάζονται να εισέλθουν στην αγορά εργασίας) που αντιστοιχούν σε 100 άτοµα ηλικίας 60-64 ετών (που θεωρητικά ετοιµάζονται να αποχωρήσουν από την αγορά εργασίας). Έτσι, στην περίπτωση όπου ο δείκτης λαµβάνει τιµές µεγαλύτερες του 100, µεταφράζεται ότι στα 100 άτοµα που σύντοµα θα έχουν ηλικία συνταξιοδότησης αντιστοιχούν περισσότερα των 100 νέων ατόµων τα οποία θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας, ενώ στην αντίθετη περίπτωση (τιµές µικρότερες του 100) οι εξερχόµενοι από την εργασία είναι περισσότεροι από αυτούς που εισέρχονται. Είναι προφανές ότι στο βαθµό που το ειδικό βάρος του νεανικού πληθυσµού των γυναικών, στο σύνολο του γυναικείου πληθυσµού, είναι χαµηλότερο από το αντίστοιχο των ανδρών (και αντίστροφα για το ειδικό βάρος των ηλικιωµένων), οι δείκτες είναι σαφώς χαµηλότεροι για τον γυναικείο πληθυσµό απ ότι για τον ανδρικό (Χάρτες 19 και 20). Έτσι, για το γυναικείο φύλο, στους περισσότερους νοµούς της χώρας (34 στους 51) αντιστοιχούν λιγότερες από 100 νέες γυναίκες σε κάθε 100 ηλικιωµένες που σύντοµα θα έχουν την ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας, ενώ το αντίστοιχο ισχύει µόνον σε 8 νοµούς για τους άνδρες. Αυτό σηµαίνει πρακτικά, ότι, επί ίσοις όροις (όσον αφορά τις λοιπές παραµέτρους), η αγορά εργασίας, λαµβάνοντας υπόψη µόνο τη δηµογραφική παράµετρο, είναι θεωρητικά σαφώς ευνοϊκότερη για το γυναικείο φύλο από ότι για το ανδρικό, σε όλους τους νοµούς της Ελλάδας. 45

Χάρτης 17: είκτης εξάρτησης γυναικών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 46

Χάρτης 18 είκτης εξάρτησης ανδρών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 47

Χάρτης 19: είκτης αντικατάστασης γυναικών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 48

Χάρτης 20 είκτης αντικατάστασης ανδρών τήριο Δημογραφικών & Κοινωνικών Αναλύσε 49