Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο Τσολάκης Στέργιος Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1

Σχετικά έγγραφα
ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ


Κεφάλαιο 15. Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ


ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ


ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

SEE Economic Review, Αύγουστος 2012 Recoupling Fast. Περίληψη στα Ελληνικά

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

To Έλλειμμα του Προϋπολογισμού ως Δείκτης της Ασκούμενης Δημοσιονομικής Πολιτικής

Η Δυναμική του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους και η Ιδεολογία της

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 7 η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

5 Ο προσδιορισμός του εισοδήματος: Εξαγωγές και εισαγωγές

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Έλλειµµα

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

Ίδρυµα Οικονοµικών & Βιοµηχανικών Ερευνών. Τριµηνιαία Έκθεση για την Ελληνική Οικονοµία

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικονομική συγκυρία: Η εξέλιξη των βασικών μεγεθών Ηλίας Ιωακείμογλου

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας

Οικονομικά του Τουρισμού & του Πολιτισμού

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Αξιολόγηση Επενδυτικών Σχεδίων

Μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία

Κρατικός Προϋπολογισμός 2013


ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

Κεφ. 13, Ισοζύγιο Πληρωμών και οι Εθνικοί Λογαριασμοί

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 19 Νοεμβρίου Θέμα: Ισοζύγιο Πληρωμών: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

ΜAΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Α ΜΕΡΟΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ και ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Προϋπολογισμός Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών. Υπουργείο Οικονομικών Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. 24 Νοεμβρίου, 2011

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας

SEE & Egypt Economic Review, Απρίλιος 2013 Οι Προβλέψεις μας για το 2013: Η ύφεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση & τα Συναλλαγματικά Διαθέσιμα Κυριαρχούν

Κρατικός Προϋπολογισμός 2013

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Μάθηµα 3ο. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ, GDP)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 20 Οκτωβρίου Θέμα: Ισοζύγιο Πληρωμών: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

Ερωτήσεις Σωστού-Λάθους και Πολλαπλών Επιλογών. Ερωτήσεις Σωστού Λάθους. Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

Μάθηµα 5ο. Το υπόδειγµα της Συνολικής Ζήτησης

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 9

Μακροοικονομική Κεφάλαιο 2 Ποσοτικές Μετρήσεις και Διάρθρωση της Εθνικής Οικονομίας. 2.1 Εθνικοί Λογαριασμοί

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

16 Το δημόσιο χρέος Ο εισοδηματικός περιορισμός του κράτους

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Μακροοικονομική Θεωρία

Μακροοικονομική. Διάλεξη 4 Η Καμπύλη IS


ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 1 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ο Ι ΚΟ Ν Ο Μ Ι Κ Α / Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

Διάλεξη 19. Χρηματοδότηση του κράτους μέσω ελλείμματος

Σημεία Παρέμβασης στη Συζήτηση του Προϋπολογισμού για το Χρήστος Σταϊκούρας Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών. (Ακολουθεί Πίνακας)

ΤΡΙΜΗΝΟ ,5 +29,2 +15,7. 20 η ΕΡΕΥΝΑ. 4ο TΡΙΜΗΝΟ 2018

Αποτίμηση Επιχειρήσεων

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2009

ΤΡΙΜΗΝΟ ,1 +29,3 +6,8. 18 η ΕΡΕΥΝΑ. 2ο TΡΙΜΗΝΟ 2018

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2018 Κριτικές παρατηρήσεις


Η Διαχρονική Προσέγγιση στο Ισοζύγιο Πληρωμών

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Παρουσίαση Έκθεσης Α τριμήνου 2018 Τετάρτη 30/5/2018

ΤΡΙΜΗΝΟ ,0% +30,6% +17,3% 21 η ΕΡΕΥΝΑ. 1ο TΡΙΜΗΝΟ 2019

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 4: Προσδιορισμός του εθνικού εισοδήματος H περίπτωση της κλειστής ή ανοικτής οικονομίας με κυβέρνηση

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΤΡΙΜΗΝΟ , η ΕΡΕΥΝΑ. 1ο TΡΙΜΗΝΟ 2018

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 8 η Μελετη «Εξελιξεις και Τασεις της Αγορας»

Transcript:

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1 ΤΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 1.1 Εισαγωγή Το κρατικό έλλειμμα προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ κρατικών δαπανών και εσόδων. Άρα, όταν τα κρατικά ελλείμματα αυξάνουν, αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης των δαπανών είναι ταχύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό ανόδου των εσόδων. Συνεπώς, ο περιορισμός των κρατικών ελλειμμάτων εξαρτάται από την υιοθέτηση εκείνων των μέτρων οικονομικής πολιτικής, τα οποία στοχεύουν στη μείωση του ρυθμού αύξησης των δημόσιων δαπανών και την άνοδο των δημόσιων εσόδων. Όμως, ο ορθός τρόπος μέτρησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δεν είναι a priori καθορισμένος, αλλά εξαρτάται από τους σκοπούς της οικονομικής ανάλυσης. Με άλλα λόγια «το δημοσιονομικό έλλειμμα» ως ενιαίος ορισμός δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι ένας αριθμός εναλλακτικών μέτρων του δημοσιονομικού ελλείμματος, καθένα από τα οποία συνδέεται με ορισμένα πλεονεκτήματα και με ορισμένες αδυναμίες 1. Αν αγνοηθεί το γεγονός αυτό και χρησιμοποιηθούν χωρίς διακρίσεις τα παραδοσιακά μέτρα του δημοσιονομικού ελλείμματος, τότε είναι δυνατόν να διαμορφωθεί μία ανακριβής εικόνα της πραγματικής δημοσιονομικής κατάστασης της οικονομίας. Το γεγονός αυτό είναι δυνατόν να επηρεάσει σημαντικά τόσο το σχεδιασμό όσο και την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής. 1 Βαβούρας Ι., (1995), «Προβλήματα οικονομικής πολιτικής», Παπαζήσης, Αθήνα, σελ. 49. 1

1.2 Kαθαρές δανειακές ανάγκες του Δημόσιου Τομέα Το περισσότερο αποδεκτό παραδοσιακό μέτρο του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα PSBR n (net Public Sector Borrowing Requirements), οι οποίες δίνονται από τη σχέση (εκφράζουμε το έλλειμμα ως (G-R) και όχι ως (R-G) για την αποφυγή του αρνητικού σημείου) PSBR n = (G-R) + I όπου G = δημόσιες δαπάνες για κατανάλωση, επενδύσεις και μεταβιβάσεις R = δημόσια έσοδα I = τόκοι δημόσιου χρέους Επομένως, στις καθαρές δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα PSBR n δεν περιλαμβάνονται τα χρεολύσια (Α). Έτσι, αν στο PSBR n προστεθούν τα χρεολύσια (Α), παίρνουμε τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα PSBR g (gross Public Sector Borrowing Requirements) οι οποίες καλούνται και ενοποιημένο έλλειμμα του δημόσιου τομέα, δηλαδή έχουμε PSBR g = PSBR n + A Παρατηρούμε λοιπόν, ότι οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα μετρούν το μέγεθος των χρησιμοποιούμενων από το δημόσιο τομέα νέων χρηματικών πόρων. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς τους, οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα αποτελούν το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο μέτρο του δημοσιονομικού ελλείμματος. 1.3 Άλλα μέτρα του δημοσιονομικού ελλείμματος Εκτός από τα παραδοσιακά μέτρα του δημοσιονομικού ελλείμματος και ειδικότερα εκτός από τις καθαρές δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα, συχνά χρησιμοποιούνται και άλλα μέτρα του δημοσιονομικού ελλείμματος και ιδιαίτερα τα εξής: α. Πρωτογενές έλλειμμα β. Τρέχον έλλειμμα 2

γ. Λειτουργικό έλλειμμα δ. Διαρθρωτικό έλλειμμα Τα μέτρα αυτά χρησιμοποιούνται με σκοπό να αναδειχθούν οι επιδράσεις των διαφόρων κατηγοριών των συναλλαγών του δημόσιου τομέα σε ορισμένες μακροοικονομικές μεταβλητές. Ιδιαίτερης σημασίας, όσον αφορά την οικονομική πολιτική, είναι το διαρθρωτικό έλλειμμα. 1.3.1 Πρωτογενές έλλειμμα Το πρωτογενές έλλειμμα (G-R) προκύπτει αν από τις καθαρές δανειακές ανάγκες αφαιρεθούν οι τόκοι του δημόσιου χρέους, δηλαδή ισχύει G-R = PSBR n - I Το μέγεθος των τόκων του δημόσιου χρέους Ι κατά βάση καθορίζεται από το μέγεθος του υπάρχοντος δημόσιου χρέους και κατά συνέπεια αποτελεί μία διακριτή μεταβλητή, με την έννοια ότι το ύψος των τόκων του δημόσιου χρέους είναι πέρα από τον έλεγχο της τρέχουσας δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Θεωρείται δηλαδή, από την κυβέρνηση μάλλον προκαθορισμένο. Κατά συνέπεια, το πρωτογενές έλλειμμα (G-R): α. Αποτελεί ένα ικανοποιητικότερο, σε σχέση με τις καθαρές δανειακές ανάγκες, μέτρο της διακριτής δημοσιονομικής κατάστασης της οικονομίας και β. Το μέγεθός του αποτελεί ένα ικανοποιητικό δείκτη του βαθμού επιτυχίας της τρέχουσας πολιτικής περιορισμού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, δεδομένου ότι δείχνει το κατά πόσον η τρέχουσα δημοσιονομική πολιτική συμβάλλει στην αύξηση ή τον περιορισμό του δανεισμού του δημόσιου τομέα. Ιδιαίτερη είναι η σημασία του πρωτογενούς ελλείμματος στον καθορισμό των συνθηκών σταθεροποίησης του δημόσιου χρέους. Αν και είναι δύσκολος ο προσδιορισμός των ανεκτών από την οικονομία δημοσίων ελλειμμάτων, είναι αναγκαία η επιτυχία αρνητικών πρωτογενών ελλειμμάτων, δηλαδή πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να καλυφθεί έστω ένα μέρος των τόκων του δημόσιου χρέους. Έτσι, αποδεικνύεται ότι ισχύει η σχέση 2 D/Y =(g-r)/(1+g) * B -1 / Y -1 2 Βαβούρας Ι., (1995), «Προβλήματα οικονομικής πολιτικής», Παπαζήσης, Αθήνα, σελ. 52. 3

όπου D = πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα κατά το τρέχον έτος Υ = μέγεθος του ονομαστικού ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος Y -1 = μέγεθος του ονομαστικού ΑΕΠ κατά το τέλος του προηγούμενου έτους g = ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης r = μέσο πραγματικό επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου B -1 = μέγεθος του ονομαστικού δημόσιου χρέους του προηγούμενου έτους Σύμφωνα με τη σχέση αυτή, στην περίπτωση που το πραγματικό επιτόκιο είναι μεγαλύτερο από το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (r > g), οπότε και g - r < 0, μία κυβέρνηση που αντιμετωπίζει υψηλό δημόσιο χρέος, πρέπει μακροχρόνια να πραγματοποιεί αρνητικά πρωτογενή ελλείμματα, δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα, για να σταθεροποιηθεί ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ B -1 / Y -1. Για παράδειγμα αν g=2%, r=5%, B -1 / Y -1 =120%, τότε D/Y=-3,5%, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή της συγκεκριμένης οικονομίας, για να σταθεροποιηθεί ο λόγος B -1 / Y -1 (δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ), απαιτείται η επιτυχία πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5%. Γενικότερα, η παραπάνω σχέση υποδηλώνει ότι μία συγκεκριμένη τιμή στόχος, όσον αφορά το σχετικό μέγεθος του δημόσιου χρέους B -1 και μία συγκεκριμένη απόκλιση μεταξύ πραγματικού επιτοκίου r και ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης g, συμβιβάζονται με μία συγκεκριμένη τιμή στόχο όσον αφορά το σχετικό πρωτογενές έλλειμμα D. Επομένως, το πρωτογενές έλλειμμα είναι ιδιαίτερης σημασίας στη διερεύνηση των συνθηκών σταθεροποίησης του δημόσιου χρέους. 1.3.2 Τρέχον έλλειμμα Το τρέχον έλλειμμα προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των τρεχόντων εσόδων και των τρεχουσών δαπανών του Δημοσίου. Δηλαδή, στο τρέχον έλλειμμα, δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες του δημόσιου τομέα για επενδύσεις καθώς και τα έσοδα του Δημοσίου από την πώληση πάγιων περιουσιακών του στοιχείων. Συχνά υποστηρίζεται ότι οι τρέχουσες δαπάνες του Δημοσίου πρέπει να χρηματοδοτούνται πλήρως με τρέχοντα έσοδα, δηλαδή κυρίως με φορολογικά έσοδα και μόνον οι δημόσιες επενδύσεις είναι επιτρεπτό να χρηματοδοτούνται με 4

δανεισμό του Δημοσίου και κατά συνέπεια με αύξηση του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι η φορολογία ως μέσο χρηματοδότησης των δημόσιων δαπανών επιβαρύνει κυρίως την παρούσα γενεά ενώ ο δημόσιος δανεισμός επιβαρύνει κυρίως τις μελλοντικές γενεές. Στο πλαίσιο της άποψης αυτής, το τρέχον έλλειμμα αποτελεί ένα μέτρο του βαθμού απόκλισης της τρέχουσας δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης από τη «συνετή» διαχείριση της οικονομίας. 1.3.3 Λειτουργικό έλλειμμα Το λειτουργικό έλλειμμα μπορεί να οριστεί ως το άθροισμα του πρωτογενούς ελλείμματος και των πραγματικών τόκων του δημόσιου χρέους ή διαφορετικά, το λειτουργικό έλλειμμα προκύπτει από τις δανειακές ανάγκες μετά την αφαίρεση του τμήματος των τόκων του δημόσιου χρέους που οφείλεται στον πληθωρισμό. Επομένως, το λειτουργικό έλλειμμα δεν περιλαμβάνει εκείνο το τμήμα των τόκων του δημόσιου χρέους που οφείλεται στον πληθωρισμό. Από το δημόσιο έλλειμμα, λοιπόν, αφαιρείται το γινόμενο του ρυθμού πληθωρισμού επί το μέγεθος του υφιστάμενου δημόσιου χρέους. Το λειτουργικό έλλειμμα μπορεί κατά συνέπεια να ταυτισθεί με το δημόσιο έλλειμμα στην περίπτωση που η κυβέρνηση είχε επιτύχει να εξαλείψει τον πληθωρισμό. Οι τόκοι του δημόσιου χρέους που οφείλονται στον πληθωρισμό δεν περιλαμβάνονται στο λειτουργικό έλλειμμα με βάση την αποδοχή ότι οι επιπτώσεις τους στην οικονομία είναι παρόμοιες με εκείνες των χρεολυσίων, τα οποία δεν αποτελούν πρόσθετο εισόδημα για τους κατόχους των κρατικών χρεογράφων και επανεπενδύονται, εφόσον αυτοί το επιθυμούν σε κρατικά χρεόγραφα. Δηλαδή, οι τόκοι του δημόσιου χρέους που οφείλονται στον πληθωρισμό, δεν συνιστούν πρόσθετο πραγματικό εισόδημα σ αυτούς που τους λαμβάνουν και δεν επηρεάζουν τη συνολική πραγματική ζήτηση. Σε αντίθεση με τους τόκους αυτούς, οι πραγματικοί τόκοι του δημόσιου χρέους επηρεάζουν τη συνολική πραγματική ζήτηση, όπως οι λοιπές κατηγορίες δαπάνης, δεδομένου ότι συνιστούν αυξήσεις του πραγματικού πλούτου και κατά συνέπεια μπορούν να καταναλωθούν χωρίς να μειωθεί ο πραγματικός πλούτος των ατόμων. Φυσικά, δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι η κυβέρνηση πρέπει να βρει τρόπους χρηματοδότησης και των τόκων του δημόσιου χρέους που οφείλονται στον πληθωρισμό. 5

1.3.4 Διαρθρωτικό έλλειμμα Όπως είναι γνωστό, τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα επηρεάζουν θετικά τη συνολική ζήτηση ενώ τα πλεονάσματα, αρνητικά. Αλλά και οι μεταβολές της οικονομικής δραστηριότητας επηρεάζουν το μέγεθος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Για παράδειγμα η οικονομική στασιμότητα ασκεί πτωτικές επιδράσεις στα φορολογικά έσοδα και αυξητικές επιδράσεις στις μεταβιβάσεις. Κατά συνέπεια, τα δημοσιονομικά ελλείμματα τείνουν να αυξάνονται σε περιόδους οικονομικής στασιμότητας και να περιορίζονται σε περιόδους αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας. Ακόμη δηλαδή και αν η κυβέρνηση δεν μεταβάλλει την πολιτική της όσον αφορά τα δημόσια έσοδα και τις δημόσιες δαπάνες, το δημοσιονομικό έλλειμμα μπορεί να μεταβληθεί εξαιτίας των μεταβολών της οικονομικής δραστηριότητας. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα, λοιπόν, δεν είναι ανεξάρτητα από τις φάσεις του οικονομικού κύκλου, αλλά εν μέρει εξαρτώνται από το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας. Το διαρθρωτικό έλλειμμα μετρά τη διαφορά μεταξύ δημόσιων εσόδων και δημόσιων δαπανών στην περίπτωση που το συνολικό προϊόν ή εισόδημα βρισκόταν στο δυνητικό του επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο που θα διαμορφωνόταν υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Κατά συνέπεια, το διαρθρωτικό έλλειμμα δεν αντανακλά τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας. Άρα το διαρθρωτικό έλλειμμα είναι το έλλειμμα εκείνο που θα διαμορφωνόταν υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης, χωρίς βέβαια μεταβολές στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική. Βασικός σκοπός του διαρθρωτικού ελλείμματος είναι η διάκριση των μεταβολών της δημοσιονομικής θέσης της συγκεκριμένης χώρας οι οποίες οφείλονται στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική (προγραμματισμένες ή διακριτές μεταβολές, όπως π.χ. εκείνες που οφείλονται στις μεταβολές των φορολογικών συντελεστών), από εκείνες που οφείλονται στις μεταβολές της οικονομικής δραστηριότητας (μη προγραμματισμένες ή μη διακριτές ή αυτόματες μεταβολές). Mε άλλα λόγια, το διαρθρωτικό έλλειμμα είναι χρήσιμο για τη διάκριση των ελλείμματος που πραγματοποιεί ο Δημόσιος Τομέας της οικονομίας κατά τη διάρκεια μίας χρονικής περιόδου, (πραγματικό έλλειμμα) σε δύο τμήματα: α. Εκείνο που οφείλεται στην ακολουθούμενη κρατική πολιτική (διαρθρωτικό έλλειμμα) 6

β. Εκείνο που οφείλεται στην οικονομική συγκυρία, καθώς ο ρυθμός μεταβολής του επηρεάζεται από τη φάση του κύκλου, την οποία διέρχεται το οικονομικό σύστημα (κυκλικό έλλειμμα), π.χ. το έλλειμμα που οφείλεται στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή στην ύφεση, θα τείνει να εξαλειφθεί από μόνο του καθώς προχωρά η ανάκαμψη της οικονομίας. Επίσης, οι βραχυχρόνιες βελτιώσεις της δημοσιονομικής θέσης της χώρας που οφείλονται στην έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας και οι οποίες φυσικά θα αντιστραφούν όταν η οικονομία βρεθεί στο στάδιο της ύφεσης, δεν πρέπει να θεωρείται ότι δημιουργούν τάσεις βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών της συγκεκριμένης χώρας. Σε αντίθεση με το δημόσιο έλλειμμα που οφείλεται στις κάμψεις της οικονομικής δραστηριότητας και το οποίο μπορεί να εξαλειφθεί από μόνο του, το διαρθρωτικό έλλειμμα απαιτεί την άσκηση μεσομακροχρόνιας διακριτής οικονομικής πολιτικής για τον περιορισμό του. Για το λόγο αυτό, το διαρθρωτικό έλλειμμα: α. Είναι ιδιαίτερης σημασίας τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην αξιολόγηση της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Αντίθετα, τα παραδοσιακά μέτρα του δημοσιονομικού ελλείμματος και συγκεκριμένα οι δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα αποτελούν ανεπαρκή κριτήρια για το σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής. β. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης της βιωσιμότητας της τρέχουσας δημοσιονομικής πολιτικής γ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέτρο των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στη συνολική ζήτηση. Σημειώνεται ότι η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζει τη συνολική ζήτηση με δύο τρόπους: 1. Προσδιορίζει το επίπεδο των παραγωγικών δημόσιων δαπανών, δηλαδή της δημόσιας κατανάλωσης και των δημόσιων επενδύσεων. Οι παραγωγικές δημόσιες δαπάνες επηρεάζουν άμεσα τη συνολική ζήτηση, δεδομένου ότι συνιστούν ζήτηση του δημόσιου τομέα για αγαθά και υπηρεσίες και συντελούν στην άμεση απασχόληση, από τον τομέα αυτό, παραγωγικών συντελεστών διαμέσου του παραγωγικού μηχανισμού. 2. Οι φόροι και ο δημόσιος δανεισμός επηρεάζουν τη συνολική ζήτηση διαμέσου των επιπτώσεων τους στην κατανάλωση. Το διαρθρωτικό έλλειμμα μπορεί να εκτιμηθεί αν ληφθούν οι διάφορες κατηγορίες των δημόσιων εσόδων και των δημόσιων δαπανών και τα πραγματικά 7

μεγέθη τους διακριθούν σε δύο τμήματα: το κυκλικό και το διαρθρωτικό. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι: α. Η μεταβολή των δημόσιων εσόδων και των δημόσιων δαπανών που οφείλεται στην οικονομική συγκυρία, δεν είναι εύκολο να διακριθεί από τη μεταβολή τους που οφείλεται στην άσκηση διακριτών πολιτικών, ιδιαίτερα στο παρελθόν. β. Επίσης, οι προγραμματισμένες μεταβολές των δημόσιων εσόδων και των δημόσιων δαπανών δεν είναι εντελώς ανεξάρτητες από τις τρέχουσες αλλά και τις προσδοκώμενες αυτόματες μεταβολές των δημόσιων εσόδων και των δημόσιων δαπανών. γ. Οι ατέλειες και αδυναμίες με τις οποίες συνδέεται το εκτιμώμενο μέγεθος του διαρθρωτικού ελλείμματος αυξάνονται στις περιπτώσεις χωρών οι οποίες υφίστανται σημαντικές αναδιαρθρώσεις των οικονομιών τους. 1.4 Κατηγορίες κρατικών ελλειμμάτων 1.4.1 Γενικά Ανάλογα της μεθόδου μέτρησης των δημόσιων δαπανών και εσόδων, προκύπτει και η ανάλογη μορφή ελλείμματος. Η μεθοδολογία μέτρησης των κρατικών ελλειμμάτων, συνιστά σοβαρό αντικείμενο έρευνας της εφαρμοσμένης οικονομικής. Τρεις είναι οι κατηγορίες κρατικού ελλείμματος που υιοθετούνται και ειδικότερα, το πραγματικό έλλειμμα (actual deficit), το διαρθρωτικό έλλειμμα ή έλλειμμα πλήρους απασχόλησης (structural or full employment deficit) και το κυκλικό έλλειμμα (cyclically deficit), οι ορισμοί των οποίων δόθηκαν στην παράγραφο 1.3.4. Στην περίπτωση βέβαια που αντί για έλλειμμα είχαμε πλεόνασμα, τότε ο όρος deficit αντικαθίσταται με surplus. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, το ύψος του ελλείμματος πλήρους απασχόλησης, εξαρτάται άμεσα από το επίπεδο του ΑΕΠ πλήρους απασχόλησης, καθώς το ύψος των δημοσίων δαπανών και εσόδων υπολογίζονται με βάση το απόλυτο επίπεδο του ΑΕΠ πλήρους απασχόλησης. Στο σημείο αυτό, αρκετές είναι οι αμφιβολίες οι οποίες δημιουργούνται μεταξύ των διαφόρων οικονομολόγων, ως προς τη μέθοδο υπολογισμού του ΑΕΠ πλήρους απασχόλησης. Γι αυτό, ένας σημαντικός αριθμός οικονομολόγων, υιοθετεί την έννοια του πραγματικού κρατικού 8

ελλείμματος, καθώς είναι η μορφή ελλείμματος η οποία λαμβάνει υπόψη όλους τους αντικειμενικούς και ποσοτικούς παράγοντες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια μίας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, προκάλεσαν την υπέρβαση των κρατικών δαπανών έναντι των κρατικών εσόδων. Εάν θεωρηθεί ότι η έννοια του πραγματικού κρατικού ελλείμματος αντανακλά καλύτερα τα αντικειμενικά δεδομένα ενός ελλειμματικού δημόσιου τομέα, τότε το επόμενο βήμα είναι η διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών πραγματικού κρατικού ελλείμματος. Με κριτήριο τη διεθνή πρακτική, πέντε είναι οι σημαντικότερες κατηγορίες πραγματικού κρατικού ελλείμματος 3, οι οποίες παρατηρούνται σε όλες τις χώρες διεθνώς. Οι κατηγορίες αυτές παρουσιάζονται παρακάτω, αφού όμως πρώτα, οριστούν οι έννοιες της Κεντρικής Κυβέρνησης, της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα, σε κάθε μία από τις οποίες μπορεί να αναφέρονται οι διάφορες κατηγορίες πραγματικού κρατικού ελλείμματος. Με κριτήριο τη θεσμική διάρθρωση του Δημόσιου Τομέα της Ελληνικής Οικονομίας, η Κεντρική Κυβέρνηση αποτελείται από τα Υπουργεία και τις Γενικές Περιφέρειες. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η Γενική Κυβέρνηση είναι ευρύτερο θεσμικό μέγεθος από την Κεντρική Κυβέρνηση, το οποίο εκτός της Κεντρικής Κυβέρνησης περιλαμβάνει τους Δημόσιους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΟΑΕΔ κλπ), τους ΟΤΑ και τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ). Οι φορείς που συνθέτουν το Δημόσιο Τομέα, διαφοροποιούνται μεταξύ των διαφόρων χωρών. Έτσι, σε όλες τις χώρες διεθνώς, ο Δημόσιος Τομέας αποτελείται κυρίως από την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ). Σε ορισμένες χώρες παρατηρείται το φαινόμενο, ένας Δημόσιος Οργανισμός ή Επιχείρηση να ανήκει στην Κεντρική Κυβέρνηση ενώ σε άλλες χώρες η ίδια Δημόσια Επιχείρηση ή Οργανισμός να εμφανίζεται ως ΔΕΚΟ. Στην Ελλάδα, ο Δημόσιος Τομέας (Public Sector) εκτός της Γενικής Κυβέρνησης, περιλαμβάνει τις Δημόσιες Επιχειρήσεις (ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ) και διάφορες κατηγορίες ΝΠΔΔ (Πανεπιστήμια, ΤΕΙ, Νοσοκομεία κλπ) και Κρατικών Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Κρατικές Τράπεζες, διάφοροι αγροτικοί συνεταιρισμοί κλπ). 3 Βάμβουκας Γ. (1997), «Ελληνική οικονομία, πολιτική για την ανάπτυξη και την εξυγίανση των Δημοσίων Οικονομικών», Το Οικονομικό, Αθήνα, σελ. 62. 9

1.4.2 Ακαθάριστο έλλειμμα Το ακαθάριστο έλλειμμα προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ συνολικών δαπανών και εσόδων. Ο όρος «ακαθάριστο» (gross) χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι στις δαπάνες, περιλαμβάνονται οι δαπάνες τοκοχρεολυσίων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. 1.4.3 Καθαρό έλλειμμα Το καθαρό έλλειμμα (Net Deficit), προκύπτει εάν από το ακαθάριστο έλλειμμα αφαιρεθούν τα χρεολύσια για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. 1.4.4 Πρωτογενές έλλειμμα Το πρωτογενές έλλειμμα (Primary Deficit) προκύπτει εάν από το καθαρό έλλειμμα αφαιρεθούν οι δαπάνες τόκων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Το πρωτογενές κρατικό έλλειμμα συνιστά μία σημαντική μορφή κρατικού ελλείμματος, καθώς η μείωση του δημοσίου χρέους προϋποθέτει την ύπαρξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό. 1.4.5 Έλλειμμα επί εθνικολογιστικής βάσης Σύμφωνα με τους Εθνικούς Λογαριασμούς (National Accounts) των διαφόρων χωρών, το ύψος του κρατικού ελλείμματος (πλεονάσματος) μπορεί να υπολογιστεί και με βάση την εθνικολογιστική μέθοδο. Το έλλειμμα μπορεί να υπολογιστεί είτε μέσω της δημοσιονομικής ή της εθνικολογιστικής μεθόδου. Παρ όλα αυτά παρατηρούνται αισθητές διαφορές μεταξύ των στοιχείων, λόγω του διαφορετικού τρόπου μέτρησης των δαπανών και των εσόδων. 10

1.4.6. Έλλειμμα βάσει του δημοσίου χρέους Αρκετοί οικονομολόγοι, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες υπολογισμού των διαφόρων κατηγοριών κρατικών ελλειμμάτων, θεωρούν ότι μία απλή και αξιόπιστη μέθοδος μέτρησης του κρατικού ελλείμματος είναι το κρατικό έλλειμμα που προκύπτει ως η διαφορά μεταξύ του απόλυτου ύψους του δημόσιου χρέους δύο διαδοχικών χρονικών περιόδων. 1.5 Συνέπειες των υψηλών δημόσιων ελλειμμάτων Η μακρόχρονη εμφάνιση μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων έχει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξη των μεγεθών του οικονομικού συστήματος που εξαρτώνται από τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες του θεσμικού πλαισίου της συγκεκριμένης κοινωνίας. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: 1. Η διόγκωση του συνολικού Δημόσιου Χρέους. Είναι η πιο επιζήμια αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη μίας εθνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να χρηματοδοτήσει τα δημόσια ελλείμματα, προσφεύγει στον εξωτερικό και εσωτερικό δανεισμό. 2. Η χρηματοδοτική «εκτόπιση» του ιδιωτικού τομέα από το δημόσιο, δεδομένου ότι σημαντικό τμήμα της αποταμίευσης κατ ανάγκη κατευθύνεται στη χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων και όχι στη χρηματοδότηση των επενδύσεων. 3. Η μείωση των εθνικών αποταμιεύσεων. Όταν ο δημόσιος τομέας μίας χώρας είναι ελλειμματικός (ζημιογόνος), αυτό σημαίνει ότι η αποταμίευση του δημόσιου τομέα είναι αρνητική. 4. Η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων. Δεδομένης της ανεπάρκειας της συνολικής αποταμίευσης, το Δημόσιο, προκειμένου να προσελκύσει αποταμιευτικούς πόρους, ασκεί κατ ανάγκη αυξητικές πιέσεις στα επιτόκια. 5. Η αύξηση της ζήτησης και των πληθωριστικών πιέσεων στο βαθμό που μία μόνιμη αύξηση του ελλείμματος προκαλεί νομισματική επέκταση (για τη χρηματοδότηση του ελλείμματος) ταχύτερη από την αύξηση παραγωγής και της προσφοράς αγαθών. 11

6. Η υπερτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δεδομένου ότι ο εξωτερικός δημόσιος δανεισμός ασκεί ανατιμητικές πιέσεις στο νόμισμα της χώρας-οφειλέτη, αποθαρρύνοντας τις εξαγωγές και ενθαρρύνοντας τις εισαγωγές και συμβάλλοντας κατά συνέπεια στη διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Κατ αυτό τον τρόπο εκτοπίζει το τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας που αντιστοιχεί σε εκείνους τους κλάδους της οικονομίας οι οποίοι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό. 7. Η αύξηση του λόγου «δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ». Εάν η αύξηση αυτή συνεχιστεί, ενδέχεται να προκληθεί πρόβλημα εμπιστοσύνης του κοινού όσον αφορά την ικανότητα του δημοσίου να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος, με αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την οικονομία (π.χ. φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό). 8. Η χειροτέρευση της καθαρής περιουσιακής θέσης του Δημοσίου στο βαθμό που τα ελλείμματα οδηγούν σε δανειακές ανάγκες που υπερβαίνουν τις συνολικές επενδυτικές δαπάνες του δημόσιου τομέα. 9. Η αύξηση του βαθμού εξάρτησης της χώρας από εξωγενείς ως προς αυτήν παράγοντες, όπως είναι η διεθνή ύφεση, οι διακυμάνσεις των τιμών στο διεθνές εμπόριο και οι απότομες μεταβολές των επιτοκίων στη διεθνή κεφαλαιοαγορά, εξάρτηση η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερος είναι ο εξωτερικός δημόσιος δανεισμός. 12

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 2 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1992-2002 2.1 Η εξέλιξη των ελλειμμάτων σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 παρουσιάζεται στους Πίνακες 2.1 και 2.2. 1. Κατά τη δεκαετία αυτή το ακαθάριστο έλλειμμα του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού (ή οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της Κεντρικής Κυβέρνησης) αυξήθηκε σε τρέχουσες τιμές από 10.39 εκατ. ευρώ σε 25.63 εκατ. ευρώ (Πίνακας 2.1) ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε ελαφρά από 19.42% σε 18.28% (Διάγραμμα 2.1). Στην ίδια χρονική περίοδο ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ελλείμματος του Γενικού Κρατικού Προϋπολογισμού ήταν 10.74% έναντι 10.15% του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (Πίνακας 2.4 ή Διάγραμμα 2.5). Επομένως, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ελλείμματος του ΓΚΠ ήταν ελαφρά υψηλότερος του μέσου ετήσιου ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Η εικόνα του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης κατά την περίοδο 1992-2002 συντίθεται από τρεις επιμέρους εικόνες οι οποίες αντιστοιχούν στα διαστήματα 1992-1996, 1996-1999 και 1999-2002. Στο διάστημα 1992-1996, ο ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν 16.98%, δηλαδή περίπου κατά 32% μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης, 12.89%, του ΑΕΠ. Στο διάστημα 1996-1999, η κατάσταση αντιστρέφεται, δηλαδή ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν 8.86%, άρα περίπου 2.5 φορές υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης, -6.44%, του ακαθάριστου 13

ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης. Τέλος στο διάστημα 1999-2002, η κατάσταση πάλι αντιστρέφεται και ο ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης, 19.59%, ήταν μεγαλύτερος κατά 2.5 περίπου φορές από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης, 7.80%, του ΑΕΠ (Πίνακας 2.4 ή Διάγραμμα 2.5). Πίνακας 2.1α Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) Γενικός Κρατικός Προϋπολογισμός (ΓΚΠ) Έτος Ακαθάριστο Έσοδα R Δαπάνες E Έλλειμμα Ε-R ΔΕ ΔR ΔΕ/ΔR (1) (2) (3)=(2)-(1) (4) (5) (6) 1991 11,122.94 20,434.86 9,311.92 2,093.78 2,407.13 0.87 1992 14,087.14 24,479.65 10,392.51 4,044.79 2,964.20 1.36 1993 15,438.82 27,274.83 11,836.01 2,795.18 1,351.68 2.07 1994 18,111.51 33,999.40 15,887.89 6,724.57 2,672.69 2.52 1995 20,755.09 37,021.56 16,266.47 3,022.16 2,643.58 1.14 1996 23,335.58 42,437.55 19,101.97 5,415.99 2,580.49 2.10 1997 26,956.41 44,842.83 17,886.42 2,405.28 3,620.83 0.66 1998 30,557.58 47,175.04 16,617.46 2,332.21 3,601.17 0.65 1999 34,051.35 49,691.55 15,640.20 2,516.51 3,493.77 0.72 2000 37,522.00 56,593.00 19,071.00 6,901.45 3,470.65 1.99 2001 38,419.00 56,407.00 17,988.00-186.00 897.00 0.20 2002* 40,510.00 66,145.00 25,635.00 9,738.00 2,091.00 4.66 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι την περίοδο 1996-1999 το ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας ανερχόταν με γρηγορότερους ρυθμούς (κατά 32%) από την αντίστοιχη αύξηση του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης, γεγονός που είχε 14

σαν φυσική συνέπεια το τελευταίο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να εμφανίσει μία πτωτική τάση όπως τούτο φαίνεται από τον Πίνακα 2.2 και το Διάγραμμα 2.12 ή 2.13. Αντίθετα κατά τις περιόδους 1992-1996 και 1999-2002 συμβαίνει το αντίστροφο, με αποτέλεσμα το ακαθάριστο έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, να σημειώσει αύξηση. Πίνακας 2.1β (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) ΓΚΠ Κεντρική Κυβέρνηση Έτος ε Ε =(ΔΕ/ΔY)*(Y/E) Χρεολύσια Καθαρές Δανειακές Ανάγκες (Καθαρό έλλειμμα) Τόκοι (14) (15) (16)=(3)-(15)-(18) (17) 1991 0.56 2,703.57 6,350.79 1,448,212 1992 1.26 6,406.15 3,815.14 1,428,789 1993 0.89 4,707.21 6,823.09 2,168,168 1994 1.77 7,200.88 8,472.19 3,162,300 1995 0.55 7,966.84 8,127.07 3,205,000 1996 1.61 10,321.93 8,424.94 3,399,800 1997 0.55 10,169.92 7,352.60 3,106,500 1998 0.60 9,705.65 6,239.18 3,131,700 1999 0.78 9,365.51 5,643.73 3,201,000 2000 1.53 13,193.00 5,212.00 3,257,229 2001-0.05 11,842.00 5,211.00 3,309,023 2002* 2.21 20,015.00 4,864.00 3,134,900 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 2. Η ελαφριά μείωση του ακαθάριστου ελλείμματος της Κεντρικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη δεκαετία 1992-2002, είναι προφανές ότι οφείλεται στο ότι ο μέσος ρυθμός αύξησης των εσόδων, ήταν υψηλότερος από 15

τον ρυθμό αύξησης των δαπανών του ΓΚΠ (11.22% έναντι 9.92%). Οι αποκλίσεις μεταξύ εσόδων και δαπανών ήταν ιδιαίτερα σημαντικές κατά την περίοδο 1996-1999, οπότε ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των εσόδων του ΓΚΠ ήταν 13.43% ενώ των δαπανών 7.65%, όπως φαίνεται από τον Πίνακα 2.4. Στις περιόδους 1992-1996 και 1999-2002, οι αποκλίσεις είναι μικρές (13.48% έναντι 15.64% και 6.01% έναντι 4.58%). Πίνακας 2.1γ (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) Κεντρική Κυβέρνηση Έτος Χρεολύσια Ενόπλων Δυνάμεων Τόκοι χρέους Ενόπλων Δυνάμεων Πρωτογενές Έλλειμμα (18) (19) (20)=(16)-(17)-(19) 1991 257.56 141.75 1,958.97 1992 171.22 381.68-759.61 1993 305.71 486.45-26.29 1994 214.82 520.32-1,328.54 1995 172.56 442.55-1,721.20 1996 355.10 297.29-1,849.75 1997 363.90 321.94-2,085.99 1998 672.63 299.34-3,250.77 1999 630.96 300.51-4,050.78 2000 666.00 355.00-4,702.00 2001 935.00 382.00-4,500.00 2002* 756.00 382.00-4,336.00 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 Αυτή ακριβώς η εικόνα της απόκλισης μεταξύ εσόδων και δαπανών, στα παραπάνω διαστήματα της περιόδου 1992-2002, αποκαλύπτεται και από τις 16

προκύπτουσες αντίστοιχες εισοδηματικές ελαστικότητες των εσόδων ε R και των δαπανών ε Ε, oι οποίες παρουσιάζονται στον Πίνακα 2.1 ή το Διάγραμμα 2.2. Παρατηρούμε ότι κατά την περίοδο 1997-1999, η εισοδηματική ελαστικότητα των δημόσιων εσόδων, ε R, ήταν υψηλότερη της εισοδηματικής ελαστικότητας των δημόσιων δαπανών, ε Ε, με μεγαλύτερη ένταση (ήταν 2 έως 2.5 φορές μεγαλύτερη) σε σχέση με την ένταση κατά την οποία η ε R, τα υπόλοιπα έτη, ήταν μεγαλύτερη ή μικρότερη της ε Ε, με εξαίρεση το 2001, όταν ήταν μεγαλύτερη κατά 7.5 φορές και το 2002 που ήταν μικρότερη κατά 3 περίπου φορές. Πίνακας 2.2α Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 ως ποσοστό του ΑΕΠ Έτος Έσοδα R Γ.Κ.Π. Δαπάνες E Aκαθάριστο Έλλειμμα Ε-R Κεντρική Κυβέρνηση Χρεολύσια Καθαρές Δανειακές Ανάγκες (Καθαρό έλλειμμα) (1) (2) (3)=(2)-(1) (4) (5)=(3)-(4)-(7) 1992 26.32 45.74 19.42 11.97 7.13 1993 25.53 45.10 19.57 7.78 11.29 1994 26.61 49.94 23.33 10.58 12.44 1995 25.97 46.32 20.35 9.97 10.17 1996 26.89 48.89 22.01 11.89 9.70 1997 28.05 46.65 18.61 10.58 7.65 1998 29.19 45.06 15.88 9.27 5.96 1999 30.42 44.39 13.97 8.37 5.04 2000 30.84 46.52 15.68 10.85 4.28 2001 29.34 43.08 13.74 9.05 3.98 2002* 28.88 47.16 18.28 14.27 3.47 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Πίνακας 2.1. 17

Πίνακας 2.2β (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Κεντρικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση κατά την περίοδο 1992-2002 ως ποσοστό του ΑΕΠ Έτος Τόκοι Κεντρική Κυβέρνηση Χρεολύσια Ενόπλων Δυνάμεων Τόκοι χρέους Ενόπλων Δυνάμεων Πρωτογενές Έλλειμμα (6) (7) (8) (9)=(5)-(6)-(8) 1992 7.83 0.32 0.71-1.42 1993 10.52 0.51 0.80-0.04 1994 13.63 0.32 0.76-1.96 1995 11.77 0.22 0.55-2.15 1996 11.50 0.41 0.34-2.13 1997 9.49 0.38 0.34-2.18 1998 8.78 0.64 0.29-3.10 1999 8.39 0.56 0.27-3.62 2000 7.86 0.55 0.29-3.87 2001 7.12 0.71 0.29-3.44 2002* 6.28 0.54 0.27-3.09 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Πίνακας 2.1. Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 2.1, η οριακή ροπή του Δημοσίου για δαπάνη, ΔΕ/ΔR, ήταν μεγαλύτερη της μονάδας κατά την περίοδο 1992-2002, με εξαίρεση τα έτη 1997-1999 και 2001 (στα οποία, όπως προαναφέρθηκε η ε R ήταν πολύ μεγαλύτερη της ε Ε ), όταν έφτασε το 0.66, 0.65, 0.72 και 0.20 αντίστοιχα. Δηλαδή, την περίοδο 1997-1999 και το 2001 οι αυξήσεις των δημόσιων εσόδων υπερέβαιναν σημαντικά τις αντίστοιχες των δημόσιων δαπανών, με αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων που υπήρχαν ήδη, γεγονός που οδηγούσε, ως φυσική συνέπεια, στη μείωση του δημόσιου χρέους η οποία με τη σειρά της οδηγούσε στη συνεχή μείωση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (Πίνακας 2.1). 18

% του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος Διάγραμμα 2.1 Έσοδα, Δαπάνες και Ακαθάριστο έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 60 50 Έσοδα, R, ΓΚΠ 40 30 Δαπάνες, E, ΓΚΠ 20 10 0 1992 1993 1994 1995 1996 1997 Έτος 1998 1999 2000 2001 2002* Ακαθάριστο έλλειμμα, Ε- R, Κεντρικής Κυβέρνησης Πηγή: Πίνακας 2.2. 3. Όσον αφορά το πρωτογενές έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης (Πίνακας 2.2 ή Διάγραμμα 2.3), παρατηρούμε ότι κατά τη περίοδο 1992-2002 είναι συνεχώς αρνητικό, γεγονός που σημαίνει την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος Διάγραμμα 2.2 Η εισοδηματική ελαστικότητα των εσόδων και των δαπανών του ΓΚΠ κατά την περίοδο 1992-2002 2.50 2.00 1.50 1.00 0.50 εr=(δr/δy)*(y/r) εε=(δε/δy)*(y/e) - (0.50) 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* Έτος Πηγή: Πίνακας 2.1. 19

% του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος (ή 3.09% του ΑΕΠ). Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το πρωτογενές πλεόνασμα της Κεντρικής Κυβέρνησης έλαβε την υψηλότερη τιμή του το 2000, οπότε και έφτασε τα 4.7 δισεκ. ευρώ ή το 3.87% του ΑΕΠ, φαινόμενο απόλυτα φυσιολογικό δεδομένου ότι εξαιτίας των λόγων που αναφέρθηκαν παραπάνω, το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 1997 παρουσιάζει μία συνεχή αυξητική τάση. Διάγραμμα 2.3 Πρωτογενές πλεόνασμα Κεντρικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 4.5 4 3.5 3 2.5 2 1.5 1 0.5 0 1992 1993 Πηγή: Πίνακας 2.2. 1994 1995 1996 1997 Έτος 1998 1999 2000 2001 2002* Πρωτογενές πλεόνασμα Κεντρικής Κυβέρνησης 4. Επίσης παρατηρούμε ότι οι καθαρές δανειακές ανάγκες της Κεντρικής Κυβέρνησης (Πίνακες 2.1 και 2.2 ή Διάγραμμα 2.4), με εξαίρεση την περίοδο 1992-1994, κατά την οποία αυξήθηκαν από 7.13% του ΑΕΠ το 1992 (ή 3.81 δισεκ. ευρώ) σε 12.44% του ΑΕΠ το 1994 (ή 8.47 δισεκ. ευρώ), την υπόλοιπη περίοδο 1994-2002 παρουσίασαν συνεχή τάση μείωσης προς το 3.47% του ΑΕΠ το 2002 (ή 4.86 δισεκ. ευρώ), δηλαδή μειώθηκαν κατά 3.5 φορές και επομένως την περίοδο 1994-2002 εμφανίζεται μία συνεχή τάση μείωσης της ανάγκης για χρήση από την Κεντρική Κυβέρνηση νέων χρηματικών πόρων, σε αντίθεση με την περίοδο 1992-1994. Στην περίοδο αυτή, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καθαρών δανειακών αναγκών της Κεντρικής Κυβέρνησης ήταν -6.52% έναντι 7.41% των ακαθάριστων δανειακών αναγκών, γεγονός που σημαίνει ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των χρεολυσίων ήταν υψηλότερος από τον αντίστοιχο των 20

ακαθάριστων δανειακών αναγκών της Κεντρικής Κυβέρνησης (16% έναντι 7.41% αντίστοιχα). Πίνακας 2.3α Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) και ως ποσοστό του ΑΕΠ Έτος Κεντρική Κυβέρνηση Σε εκατ. ευρώ Καθαρές δανειακές ανάγκες (Καθαρό έλλειμμα) Ως ποσοστό του ΑΕΠ Οργανισμοί Kοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ (1) (2) (3) (4) (5) (6) 1992 3,815.14 7.13 542.92 1.01-184.00-0.34 1993 6,823.09 11.29 171.39 0.28-207.00-0.34 1994 8,472.19 12.44-24.94-0.04-170.00-0.25 1995 8,127.07 10.17 76.01 0.10-250.00-0.31 1996 8,424.94 9.70 146.15 0.17-409.00-0.47 1997 7,352.60 7.65 296.70 0.31-421.00-0.44 1998 6,239.18 5.96-220.00-0.21-301.27-0.29 1999 5,643.73 5.04-137.00-0.12-355.81-0.32 2000 5,212.00 4.28 159.07 0.13-427.20-0.35 2001 5,211.00 3.98-568.00-0.43-448.00-0.34 2002* 4,864.00 3.47-146.24-0.10-528.41-0.37 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 Ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι καθαρές δανειακές ανάγκες της Κεντρικής Κυβέρνησης έλαβαν την χαμηλότερη τιμή τους το 2002, οπότε έφτασαν το 3.47% 21

του ΑΕΠ ή 4.86 δισεκ. ευρώ, φαινόμενο εντελώς αναμενόμενο αφού σε όλη την περίοδο 1994-2002 παρουσίαζαν προοδευτική μείωση. Πίνακας 2.3β (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) και ως ποσοστό του ΑΕΠ Καθαρές δανειακές ανάγκες (Καθαρό έλλειμμα) Γενική Κυβέρνηση Δημόσιες Επιχειρήσεις Δημόσιος Τομέας Έτος Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ (7)=(1)+(3)+(5) (8)=(2)+(4)+(6) (9) (10) (11)=(7)+(9) (12)=(8)+(10) 1992 4,174.06 7.80 141.75 0.26 4,315.81 8.06 1993 6,787.48 11.23 209.83 0.35 6,997.31 11.58 1994 8,277.25 12.15 43.14 0.06 8,320.39 12.21 1995 7,953.08 9.96 302.27 0.38 8,255.35 10.34 1996 8,162.09 9.40-357.45-0.41 7,804.64 8.99 1997 7,228.30 7.52 105.94 0.11 7,334.24 7.63 1998 5,717.91 5.46 508.00 0.49 6,225.91 5.95 1999 5,150.92 4.60 70.14 0.06 5,221.06 4.66 2000 4,943.87 4.06 717.81 0.47 5,661.68 4.53 2001 4,195.00 3.21 31.77 0.02 4,226.77 3.23 2002* 4,189.35 3.00 822.57 0.59 5,011.92 3.59 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 5. Όσον αφορά τις καθαρές δανειακές ανάγκες των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.6), 22

παρατηρούμε μία ισοδυναμία σχετικά με το πλήθος των θετικών και αρνητικών τιμών κατά την περίοδο 1992-2002 (6 έναντι 5 αντίστοιχα) με μία όμως σαφή τάση Πίνακας 2.3γ (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) και ως ποσοστό του ΑΕΠ Έτος Καθαρές δανειακές ανάγκες Σχέση (1)/(7) % Σχέση (1)/(11) % Χρεολύσια Κεντρικής Κυβέρνησης Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Χρεολύσια Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Χρεολύσια Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ (13) (14) (15) (16) (17) (18) (19) (20) 1992 91.40 88.40 6,577.37 12.29 501.37 0.94 37.22 0.07 1993 100.52 97.51 5,012.92 8.29 497.28 0.82 35.60 0.06 1994 102.36 101.82 7,415.70 10.89 542.92 0.80 48.89 0.07 1995 102.19 98.45 8,139.40 10.18 294.06 0.37 60.12 0.08 1996 103.22 107.95 10,677.03 12.30 386.79 0.45 78.37 0.09 1997 101.72 100.25 10,533.82 10.96 401.17 0.42 94.73 0.10 1998 109.12 100.21 10,378.28 9.91 13.79 0.01 100.77 0.10 1999 109.57 108.10 9,996.48 8.93 107.70 0.10 103.93 0.09 2000 105.42 92.0613,859.00 11.39 279.00 0.23 114.45 0.09 2001 124.22 123.29 12,777.00 9.76 18.00 0.01 117.39 0.09 2002* 116.10 97.0520,771.00 14.81 15.00 0.01 129.13 0.09 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 23

για θετικές τιμές το διάστημα 1992-1997 (με εξαίρεση το 1994) και μία τάση για αρνητικές τιμές (που ισοδυναμούν με τη δυνατότητα χορήγησης δανείων από τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας) το υπόλοιπο χρονικό διάστημα Πίνακας 2.3δ (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) και ως ποσοστό του ΑΕΠ Χρεολύσια Γενικής Κυβέρνησης Χρεολύσια Δημόσιων Επιχειρήσεων Χρεολύσια Δημόσιου Τομέα Έτος Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Σε εκατ. ευρώ (21)=(15)+(17)+(19) (22)=(16)+(18)+(20) (23) (24) (25)=(21)+(23) 1992 7,115.96 13.30 466.83 0.87 7,582.79 1993 5,545.80 9.17 549.42 0.91 6,095.22 1994 8,007.51 11.76 680.20 1.00 8,687.71 1995 8,493.58 10.63 732.21 0.92 9,225.79 1996 11,142.19 12.84 795.89 0.92 11,938.08 1997 11,029.72 11.48 1,172.71 1.22 12,202.43 1998 10,492.84 10.02 927.07 0.89 11,419.91 1999 10,208.11 9.12 989.26 0.88 11,197.37 2000 14,252.45 11.72 905.74 0.74 15,158.19 2001 12,912.39 9.86 1,102.20 0.84 14,014.59 2002* 20,915.13 14.91 870.00 0.62 21,785.13 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 1998-2002 (με εξαίρεση το 2000) χωρίς όμως να υπάρχει μία σταθερή τάση αύξησης ή μείωσης αλλά αντίθετα ολόκληρη η περίοδος 1992-2002 χαρακτηρίζεται 24

από συχνές αυξομειώσεις. Η υψηλότερη τιμή εμφανίζεται το 1992 (542.92 εκατ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ) και η χαμηλότερη το 2001 (-568.45 εκατ. ευρώ ή -0.43% του ΑΕΠ). Πίνακας 2.3ε (συνέχεια) Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα κατά την περίοδο 1992-2002 σε τρέχουσες τιμές (σε εκατ. ευρώ) και ως ποσοστό του ΑΕΠ Χρεολύσια Δημόσιου Τομέα Ακαθάριστες δανειακές ανάγκες Γενικής Κυβέρνησης (ακαθάριστο έλλειμμα) Ακαθάριστες δανειακές ανάγκες Δημόσιου Τομέα (ακαθάριστο έλλειμμα) Έτος Ως ποσοστό του ΑΕΠ Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ Σε εκατ. ευρώ Ως ποσοστό του ΑΕΠ (26)=(22)+(24) (27)=(7)+(21) (28)=(8)+(22) (29)=(11)+(25) (30)=(12)+(26) 1992 14.17 11,290.02 21.10 11,898.60 22.23 1993 10.08 12,333.28 20.40 13,092.53 21.66 1994 12.76 16,284.76 23.91 17,008.10 24.97 1995 11.54 16,446.66 20.59 17,481.14 21.88 1996 13.75 19,304.28 22.24 19,742.72 22.74 1997 12.70 18,258.02 19.00 19,536.67 20.33 1998 10.91 16,210.75 15.48 17,645.82 16.86 1999 10.00 15,359.03 13.72 16,418.43 14.66 2000 12.46 19,196.32 15.78 20,819.87 16.99 2001 10.70 17,107.39 13.07 18,241.36 13.93 2002* 15.53 25,104.48 17.91 26,797.05 19.12 * Εκτιμήσεις. Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας, Εκθέσεις του Διοικητή για τα έτη 1992-2002. Υπ. Οικονομικών, Εισηγητικές Εκθέσεις Προϋπολογισμών ετών 1992-2003 6. Αντίθετα, οι καθαρές δανειακές ανάγκες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.7), παρουσιάζουν μόνιμα αρνητικό 25

% του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος πρόσημο και μία σαφή τάση μείωσης την περίοδο 1992-2002 η οποία γίνεται συνεχής το διάστημα 1998-2002. Το 1994 συναντούμε την υψηλότερη τιμή (- 170.18 εκατ. ευρώ ή -0.25% του ΑΕΠ) και το 2002 την χαμηλότερη τιμή (-528.41 εκατ. ευρώ ή -0.37% του ΑΕΠ). Διάγραμμα 2.4 Καθαρές δανειακές ανάγκες Κεντρικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 14 12 10 8 6 4 2 0 Καθαρές δανειακές ανάγκες Κεντρικής Κυβέρνησης 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* Έτος Πηγή: Πίνακας 2.2 ή 2.3. 7. Οι καθαρές δανειακές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.8), η οποία θεωρούμε ότι αποτελείται από την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και τους ΟΤΑ, αγνοώντας, ελλείψει επίσημων διαθέσιμων στοιχείων, ορισμένα ΝΠΔΔ που ανήκουν σ αυτήν, εμφανίζουν μία εντελώς παρόμοια συμπεριφορά με αυτές της Κεντρικής Κυβέρνησης. Έτσι, αρχικά αυξάνονται από 4.17 δισεκ. ευρώ ή 7.8% του ΑΕΠ το 1992 σε 8.27 δισεκ. ευρώ ή 12.15% του ΑΕΠ το 1994 και στη συνέχεια παρουσιάζουν προοδευτική μείωση προς τα 4.18 δισεκ. ευρώ ή το 3% του ΑΕΠ το 2002. 8. Όσον αφορά τις καθαρές δανειακές ανάγκες των Δημόσιων Επιχειρήσεων (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.9), χαρακτηρίζονται από θετικές τιμές την περίοδο 1992-2002 (με εξαίρεση το 1996 όπου έχουμε αρνητική τιμή ίση με 26

Πίνακας 2.4α Ρυθμοί μεταβολής, %, ΑΕΠ, ακαθάριστου και καθαρού ελλείμματος, Κεντρικής Κυβέρνησης, Γενικής Κυβέρνησης και Δημόσιου Τομέα, κατά την περίοδο 1992-2002 Ρυθμοί μεταβολής % Περίοδος ΑΕΠ Έσοδα ΓΚΠ Δαπάνες ΓΚΠ Ακαθάριστο έλλειμμα (ακαθάριστες δανειακές αναγκες) Κεντρική Κυβέρνηση Γενική Κυβέρνηση Δημόσιος Τομέας (1) (2) (3) (4) (5) (6) 1992-1993 13.00 9.59 24.35 13.89 9.23 10.03 1993-1994 12.55 17.31 19.41 34.23 32.04 29.90 1994-1995 17.41 14.59 8.64 2.38 1.00 2.78 1995-1996 8.59 12.43 10.16 17.43 17.37 12.93 1996-1997 10.73 15.51 7.82-6.36-5.42-1.04 1997-1998 8.93 13.35 7.25-7.09-11.20-9.67 1998-1999 6.92 11.43 7.87-5.88-5.26-6.95 1999-2000 8.66 10.19 7.65 21.93 24.98 26.80 2000-2001 7.62 2.39 2.09-5.67-10.88-12.38 2001-2002 7.12 5.44 3.99 42.51 46.75 46.90 Μέσος Όρος 1992-2002 10.15 11.22 9.92 10.74 9.86 9.93 Μέσος Όρος 1992-1996 12.89 13.48 15.64 16.98 14.91 13.91 Μέσος Όρος 1996-1999 8.86 13.43 7.65-6.44-7.29-5.89 Μέσος Όρος 1999-2002 7.80 6.01 4.58 19.59 20.28 20.44 Πηγή: Πίνακες 2.1 και 2.3. 357.45 εκατ. ευρώ κυρίως εξαιτίας της υψηλότερης επιχορήγησης σε σχέση με τα άλλα έτη, ταυτόχρονα από το ΠΔΕ και την Ε.Ε.) και από μία συνεχή εναλλαγή της τάσης για αύξηση ή μείωση. Το τελευταίο έτος της περιόδου που εξετάζουμε, δηλαδή το 2002, συναντούμε την υψηλότερη τιμή για τις καθαρές δανειακές ανάγκες των Δημόσιων Επιχειρήσεων (822.57 εκατ. ευρώ ή 0.59% του ΑΕΠ) λόγω της ανάγκης για χρηματοδότηση των αυξημένων, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, επενδυτικών προγραμμάτων στους τομείς των σιδηροδρομικών μεταφορών 27

και αστικών συγκοινωνιών (επιπρόσθετα, πολλαπλάσια αύξηση αναμένεται για το 2003 σύμφωνα με τον ΓΚΠ ως συνέπεια των ανωτέρω αυξημένων επενδυτικών προγραμμάτων) ενώ την χαμηλότερη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το 1996. Πίνακας 2.4β (συνέχεια) Ρυθμοί μεταβολής, %, ΑΕΠ, ακαθάριστου και καθαρού ελλείμματος, Κεντρικής Κυβέρνησης, Γενικής Κυβέρνησης και Δημόσιου Τομέα, κατά την περίοδο 1992-2002 Ρυθμοί μεταβολής % Περίοδος Καθαρό έλλειμμα (καθαρές δανειακές ανάγκες) Κεντρική Γενική Κυβέρνηση Κυβέρνηση Δημόσιος Τομέας Πρωτογενές Πλεόνασμα Κεντρικής Κυβέρνησης (7) (8) (9) (10) 1992-1993 78.84 62.59 62.12-96.53 1993-1994 24.16 21.95 18.9 4,953.00 1994-1995 -4.07-3.9-0.77 29.55 1995-1996 3.66 2.62-5.46 7.47 1996-1997 -12.73-11.44-6.02 12.77 1997-1998 -15.14-20.88-15.1 55.83 1998-1999 -9.54-9.92-16.14 24.60 1999-2000 -7.65-4.01 8.44 16.07 2000-2001 -0.01-15.15-25.35-4.29 2001-2002 -6.65-0.12 18.58-3.64 Μέσος Όρος 1992-2002 5.09 2.17 3.92 499.48 Μέσος Όρος 1992-1996 25.65 20.82 18.70 1223.37 Μέσος Όρος 1996-1999 -12.47-14.08-12.42 31.07 Μέσος Όρος 1999-2002 -4.77-6.43 0.56 2.71 Πηγή: Πίνακες 2.1 και 2.3. 9. Η εικόνα αυτή των Δημόσιων Επιχειρήσεων αναφορικά με τις καθαρές δανειακές ανάγκες έχει σαν αποτέλεσμα τη μη διαφοροποίηση της συμπεριφοράς που εμφανίζει ο Δημόσιος Τομέας για το ίδιο θέμα σε σχέση με τη Γενική αλλά και την Κεντρική Κυβέρνηση (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.10). Έτσι, έχουμε, πάλι, 28

Εκατοστιαίες μονάδες Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος αύξηση των καθαρών δανειακών αναγκών από 4.31 δισεκ. ευρώ ή 8.06% του ΑΕΠ το 1992 σε 8.32 δισεκ. ευρώ ή 12.21% του ΑΕΠ το 1994 και στη συνέχεια προοδευτική μείωση στα 4.22 δισεκ. ευρώ ή 3.23% του ΑΕΠ το 2001. Το τελευταίο, όμως, έτος της εξεταζόμενης περιόδου, δηλαδή το 2002, έχουμε αύξηση στα 5 δισεκ. ευρώ ή 3.59% του ΑΕΠ, εξαιτίας των πολύ μεγάλων δανειακών αναγκών που παρουσίασαν οι Δημόσιες Επιχειρήσεις το 2002 (822.57 εκατ. ευρώ) σε σχέση με το 2001 (31.69 εκατ. ευρώ). Διάγραμμα 2.5 Ρυθμοί μεταβολής, %, ΑΕΠ, καθαρού και ακαθάριστου ελλείμματος, Κεντρικής Κυβέρνησης, Γενικής Κυβέρνησης και Δημόσιου Τομέα, κατά την περίοδο 1992-2002 100.00 ΑΕΠ 80.00 60.00 40.00 20.00 καθαρό έλλεμμα Κεντρικής Κυβέρνησης καθαρό έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης καθαρό έλλειμμα Δημόσιου Τομέα 0.00-20.00-40.00 1992-1993 1993-1994 1994-1995 1995-1996 1996-1997 1997-1998 Περίοδος 1998-1999 1999-2000 2000-2001 2001-2002 ακαθάριστο έλλειμμα Κεντρικής Κυβέρνησης ακαθάριστο έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης ακαθάριστο έλλειμμα Δημόσιου Τομέα Πηγή: Πίνακας 2.4. 10. Σχετικά με το ακαθάριστο έλλειμμα ή τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Γενικής Κυβέρνησης (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.12), παρατηρούμε ότι παρουσιάζει ακριβώς τις ίδιες τάσεις με τις αντίστοιχες της Κεντρικής Κυβέρνησης. Έτσι, το διάστημα 1992-1996, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξάνεται από 11.29 δισεκ. ευρώ ή 21.1% του ΑΕΠ το 1992 σε 19.3 δισεκ. ευρώ ή 22.24% του ΑΕΠ το 1996, στη συνέχεια μειώνεται προοδευτικά στα 15.36 δισεκ. ευρώ ή 13.72% του ΑΕΠ το 1999 και τελικά αυξάνεται και πάλι στα 25.1 δισεκ. ευρώ ή 17.91% του ΑΕΠ το 2002. 11. Τέλος, όσον αφορά το ακαθάριστο έλλειμμα ή τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Δημόσιου Τομέα (Πίνακας 2.3 ή Διάγραμμα 2.12), παρουσιάζεται 29

% του ΑΕΠ 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* % του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος επίσης ακριβώς η ίδια εικόνα με την κοινή εικόνα της Κεντρικής και της Γενικής Κυβέρνησης. Διάγραμμα 2.6 Καθαρές δανειακές ανάγκες Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 1.2 1 0.8 0.6 0.4 0.2 0-0.2-0.4-0.6 1992 1993 1994 1995 1996 1997 Έτος 1998 1999 2000 2001 2002* Καθαρές δανειακές ανάγκες Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Πηγή: Πίνακας 2.3. Έτσι, αρχικά αυξάνεται από 11.9 δισεκ. ευρώ ή 22.23% του ΑΕΠ το 1992 σε 19.74 δισεκ. ευρώ ή 23.56% του ΑΕΠ το 1996, στη συνέχεια μειώνεται στα 16.41 δισεκ. ευρώ ή 14.66% του ΑΕΠ το 1999 και τελικά αυξάνεται και πάλι στα 26.8 δισεκ. ευρώ ή 19.12% του ΑΕΠ το 2002. Διάγραμμα 2.7 Καθαρές δανειακές ανάγκες Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 0-0.1-0.2-0.3 Καθαρές δανειακές ανάγκες Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης -0.4-0.5 Έτος Πηγή: Πίνακας 2.3. 30

% του ΑΕΠ 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* % του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος Διάγραμμα 2.8 Καθαρές δανειακές ανάγκες Γενικής Κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 14 12 10 8 6 4 2 0 Καθαρές δανειακές ανάγκες Γενικής Κυβέρνησης Έτος Πηγή: Πίνακας 2.3. Στο Διάγραμμα 2.11 παρουσιάζονται οι εξελίξεις των καθαρών δανειακών αναγκών (καθαρού ελλείμματος) της Κεντρικής Κυβέρνησης, της Γενικής Κυβέρνησης και του Δημόσιου Τομέα ενώ στο Διάγραμμα 2.13 εμφανίζονται επιπρόσθετα και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες (ακαθάριστο έλλειμμα) κατά την περίοδο 1992-2002. Διάγραμμα 2.9 Καθαρές δανειακές ανάγκες Δημοσίων Επιχειρήσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 0.8 0.6 0.4 0.2 0-0.2-0.4-0.6 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* Έτος Καθαρές δανειακές ανάγκες Δημοσίων Επιχειρήσεων Πηγή: Πίνακας 2.3. 31

% του ΑΕΠ 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002* % του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος Διάγραμμα 2.10 Καθαρές δανειακές ανάγκες Δημόσιου Τομέα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 14 12 10 8 6 Καθαρές δανειακές ανάγκες Δημόσιου Τομέα 4 2 0 Έτος Πηγή: Πίνακας 2.3. Όπως φαίνεται από το Διάγραμμα 2.11, οι καθαρές δανειακές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης αλλά και αυτές του Δημόσιου Τομέα, παρακολουθούσαν την περίοδο αυτή τις αντίστοιχες της Κεντρικής Κυβέρνησης. Αυτό είναι εύλογο, δεδομένου ότι οι δανειακές ανάγκες της Κεντρικής Κυβέρνησης καλύπτουν Διάγραμμα 2.11 Η εξέλιξη των καθαρών δανειακών αναγκών, Κεντρικής Κυβέρνησης, Γενικής Κυβέρνησης και Δημόσιου Τομέα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 14 12 10 8 6 4 2 0 1992 1993 Πηγή: Πίνακας 2.3. 1994 1995 1996 1997 Έτος 1998 1999 2000 2001 2002* Καθαρές δανειακές ανάγκες Κεντρικής Κυβέρνησης Καθαρές δανειακές ανάγκες Γενικής Κυβέρνησης Καθαρές δανειακές ανάγκες Δημόσιου Τομέα 32

% του ΑΕΠ Η εξέλιξη των ελλειμμάτων της Γενικής Κυβέρνησης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1992-2002 Τσολάκης Στέργιος Διάγραμμα 2.12 Η εξέλιξη των ακαθάριστων ελλειμμάτων, Κεντρικής Κυβέρνησης, Γενικής Κυβέρνησης και Δημόσιου Τομέα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1992-2002 30 25 20 15 10 5 0 1992 1993 Πηγή: Πίνακες 2.2 και 2.3. 1994 1995 1996 1997 Έτος 1998 1999 2000 2001 2002* Ακαθάριστο έλλειμμα Κεντρικής Κυβέρνησης Ακαθάριστο έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης Ακαθάριστο έλλειμμα Δημόσιου Τομέα κατά την περίοδο αυτή ποσοστό μεταξύ 91% και 109% των δανειακών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης (με εξαίρεση τα έτη 2001 και 2002 που είχαμε λίγο μεγαλύτερη απόκλιση σύμφωνα με τα ποσοστά 124% και 116% αντίστοιχα, που αντιπροσωπεύουν μία διαφορά ίση με το 0.77% και 0.47% του ΑΕΠ αντίστοιχα) και ποσοστό μεταξύ 88% και 108% των δανειακών αναγκών του Δημόσιου Τομέα (με εξαίρεση το έτος 2001, όταν είχαμε λίγο μεγαλύτερη απόκλιση σύμφωνα με το ποσοστό 124% αντίστοιχα, που αντιπροσωπεύει μία διαφορά ίση με το 0.75% του ΑΕΠ). Ενώ λοιπόν οι τάσεις για αύξηση ή μείωση είναι εντελώς παρόμοιες, αν θεωρήσουμε τα σχετικά μεγέθη των τιμών των καθαρών δανειακών αναγκών ως ποσοστών του ΑΕΠ, παρατηρούμε επίσης μία σύγκλιση σε ολόκληρη την περίοδο 1992-2002 με εξαίρεση τα έτη 2001 και 2002, όπου υπάρχουν μικρές αποκλίσεις εξαιτίας των σχετικά υψηλών τιμών των δανειακών αναγκών που παρουσιάζουν ως σύνολο οι ΟΚΑΠ και οι ΟΤΑ (για το 2001 και το 2002) ή οι ΟΚΑΠ, οι ΟΤΑ και οι Δημόσιες Επιχειρήσεις (για το 2001). Επίσης, και οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες (Κεντρικής Κυβέρνησης ή Γενικής Κυβέρνησης ή Δημόσιου Τομέα) παρακολουθούν γενικά τις αντίστοιχες καθαρές δανειακές ανάγκες κατά την περίοδο 1992-2002, όπως φαίνεται από το Διάγραμμα 2.13, με 6 εξαιρέσεις: 33