ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΠΕΛΟΛΟΓΙΑΣ ΑΜΠΕΛΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΜΕΡΙΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ( Vitis vinifera L.) ΠΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΘΗΡΑ Πτυχιακή µελέτη ΡΟΣΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΘΗΝΑ 2010
Επιβλέπων καθηγητής: Μ. Ν. Σταυρακάκης, Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Μέλη της τριµελούς συµβουλευτικής και εξεταστικής επιτροπής: Μ. Ν. Σταυρακάκης, Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Κ. Μπινιάρη, Λέκτορας Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Μ. Χατζηδηµητρίου, Επίκουρος Καθηγήτρια Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. 2
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Από την παιδική µου ηλικία ασχολήθηκα µε το αµπέλι και ό,τι σχετίζεται µε αυτό. Η ενασχόλησή µου αυτή µε οδήγησε στην περαιτέρω µελέτη του. Αποτέλεσµα αυτής της προσπάθειας είναι και η πτυχιακή αυτή. Επιθυµώ να εκφράσω τις θερµές ευχαριστίες µου στον εισηγητή της παρούσας εργασίας, Καθηγητή του Εργαστηρίου Αµπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών, κ. Μ. Ν. Σταυρακάκη για την πολύτιµη βοήθεια και καθοδήγησή του για την ορθή εκπόνηση και παρουσίασή της, καθώς και για τις πολύτιµες γνώσεις που µου µετέδωσε. Επιπρόσθετα, ευχαριστώ τη Λέκτορα του Εργαστηρίου Αµπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών, κα Κ. Μπινιάρη και τον κ. Χ. Συµινή, όπως επίσης και το υπόλοιπο επιστηµονικό και εργατικό προσωπικό του Εργαστηρίου Αµπελολογίας για την πολύτιµη συνεργασία και γνωσιολογική αλλά και ψυχολογική υποστήριξή τους κατά το απαραίτητο χρονικό διάστηµα για την εκπόνηση της πτυχιακής αυτής µελέτης. Τέλος, θα ήταν άδικο να µην αναφερθώ στους Σαντορινιούς αµπελουργούς που µε την πολύχρονη πείρα και αγάπη για το αµπέλι βοήθησαν καθοριστικά στην αναγνώριση και εύρεση των σχετικών ποικιλιών στον τόπο καταγωγής µου, τη νήσο Σαντορίνη, για µια πιο ολοκληρωµένη εργασία. 3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ..6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 8 ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ.11 ΚΩ ΙΚΑΣ ΑΜΠΕΛΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ. 11 ΑΜΠΕΛΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΜΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ.12 Αυξανόµενη κορυφή νεαρής βλάστησης.12 Νεαρά φύλλα 15 Ποώδης ( νεαρός) βλαστός..15 Έλικες 15 Ανεπτυγµένο φύλλο...18 Μέγεθος και σχήµα...19 Έλασµα...20 Μισχικός κόλπος και πλευρικοί κόλποι..21 Νευρώσεις..23 Οδόντες..23 Μίσχος 24 Άνθη 24 Σταφυλή 25 Ράγα 28 Γίγαρτα..30 ΦΑΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.31 Έκπτυξη λανθανόντων οφθαλµών 31 Άνθηση..32 Ωρίµανση..32 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΤΟΥ ΓΛΕΥΚΟΥΣ..33 Σάκχαρα 33 Οξέα 36 Ολική ή ογκοµετρούµενη οξύτητα..36 Ενεργός οξύτητα ή ph..37 ΑΜΠΕΛΟΜΕΤΡΙΑ 37 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 42 ΛΕΥΚΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ 42 1. ΑΗ ΑΝΙ ΛΕΥΚΟ 42 2. ΑΘΗΡΙ ΛΕΥΚΟ 46 3. ΑΣΠΡΟΥ Α ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ..50 4. ΑΣΥΡΤΙΚΟ...54 5. ΓΑΪ ΟΥΡΙΑ..58 6. ΜΑΛΟΥΚΑΤΟ.62 7. ΜΑΝ ΗΛΑΡΙΑ ΑΣΠΡΗ.66 8. ΠΛΑΤΑΝΙ.70 9. ΠΟΤΑΜΙΣΙ 74 10. ΦΛΑΣΚΑΣΥΡΤΙΚΟ 78 4
ΕΓΧΡΩΜΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ..82 11. ΑΗ ΑΝΙ ΜΑΥΡΟ 82 12. ΑΘΗΡΙ ΜΑΥΡΟ...86 13. ΒΟΥ ΟΜΑΤΟ.90 14. ΜΑΝ ΗΛΑΡΙΑ 94 15. ΜΑΥΡΟΤΡΑΓΑΝΟ...98 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ..104 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..114 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ 115 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ɩ- Αµπελοµετρικοί πίνακες...115 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ƖƖ- Πίνακες µετρήσεων σταφυλής 123 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ƖƖƖ- Πίνακες κωδικοποίησης των αποτελεσµάτων µε βάση τον κώδικα αµπελογραφικής περιγραφής του Ο.Ι.V 133 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ƖV- Πίνακες διαστάσεων των ραγών...139 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V- Πίνακες διαστάσεων των γιγάρτων..168 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VƖ- Νήσος Θήρα και η αµπελοκαλλιέργεια σε αυτήν...197 5
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην πτυχιακή αυτή εργασία µελετήθηκαν 15 ελληνικές ποικιλίες οινοποιίας του είδους Vitis vinifera L., (10 λευκές και 5 ερυθρές) από τις πλέον σηµαντικές του κυκλαδίτικου αµπελώνα. Οι ποικιλίες αυτές είναι εγκατεστηµένες στην Αµπελογραφική Συλλογή του Εργαστηρίου Αµπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών. Παράλληλες συγκριτικές αµπελογραφικές περιγραφές έγιναν και στη νήσο Θήρα για τις ποικιλίες, που καλλιεργούνται παραγωγικά εδώ και αιώνες και συµµετέχουν στην παραγωγή των οίνων της Σαντορίνης. Η πτυχιακή εργασία ολοκληρώθηκε σε δύο καλλιεργητικές περιόδους (2008-2009) κατά τη διάρκεια των οποίων µελετήθηκαν οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες της νεαρής βλάστησης, του πλήρως ανεπτυγµένου φύλλου και του σταφυλιού, τα φαινολογικά στοιχεία της εκβλάστησης των λανθανόντων οφθαλµών, της άνθησης και της ωρίµανσης του φορτίου καθώς και µερικοί χαρακτήρες του γλεύκους (περιεκτικότητα σε σάκχαρα και οξέα). Από τα αποτελέσµατα της αµπελογραφικής περιγραφής, των φαινολογικών στοιχείων και των χαρακτήρων του γλεύκους προέκυψαν: Μεγαλύτερη φαινοτυπική οµοιότητα για τα εξεταζόµενα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν οι ποικιλίες Πλατάνι και Μαυροτράγανο. Ακολουθούν η Γαϊδουριά µε το Φλασκασύρτικο και η Μανδηλαριά άσπρη µε το Ποταµίσι. Αντίθετα, από το σύνολο των ποικιλιών διαφέρουν σηµαντικά το Αθήρι λευκό και το Βουδόµατο και ακόµη περισσότερο το Αηδάνι λευκό και το Μαλουκάτο. Με κριτήριο την εκβλάστηση των λανθανόντων οφθαλµών πρωιµότερες είναι οι ποικιλίες Ασπρούδα Σαντορίνης, Αθήρι λευκό, Αηδάνι λευκό, Μανδηλαριά και Ασύρτικο, ενώ οψιµότερες οι ποικιλίες Αηδάνι µαύρο και Μαλουκάτο. Με κριτήριο την άνθηση πρωιµότερες παρουσιάζονται οι ποικιλίες Μανδηλαριά άσπρη, Αηδάνι λευκό και Ασπρούδα Σαντορίνης. Τελευταίες ανθίζουν οι ποικιλίες Μαλουκάτο, Αηδάνι µαύρο και Ποταµίσι. Η εποχή ωρίµανσης του φορτίου για τις περισσότερες ποικιλίες τοποθετείται στο 3 ο δεκαήµερο του Αυγούστου. Οι πιο πρώιµες ποικιλίες φαίνεται ότι είναι η Ασπρούδα Σαντορίνης και η Μανδηλαριά, ενώ οι πιο όψιµες οι ποικιλίες Ασύρτικο, Μαλουκάτο, Ποταµίσι, Φλασκασύρτικο και Μαυροτράγανο. Η περιεκτικότητα σε σάκχαρα είναι υψηλή στις περισσότερες ποικιλίες. Μέτρια περιεκτικότητα παρουσιάζουν οι ποικιλίες Αηδάνι λευκό, Ασύρτικο, Μαλουκάτο, Ποταµίσι και Αηδάνι µαύρο. Ξεχωρίζουν οι ποικιλίες Πλατάνι και Μανδηλαριά για την πολύ υψηλή και χαµηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα αντίστοιχα. 6
Η περιεκτικότητα σε οξέα ( τρυγικό οξύ) φαίνεται να είναι χαµηλή για το σύνολο των ποικιλιών. Πολύ χαµηλή περιεκτικότητα παρουσιάζει το Αηδάνι λευκό και η Μανδηλαριά. 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η οικογένεια των Αµπελιδών ( Vitaceae, αρχικά Ampelidae και Ampelidaceae) υπάγεται στην Τάξη των Rhamnales και στο Φύλο των Terebinthales- Rubiales. Περιλαµβάνει διάφορα γένη µεταξύ των οποίων το γένος Vitis στο οποίο ανήκει η «άµπελος η οινοφόρος» (Vitis vinifera L.), το πλέον σηµαντικό για την παραγωγική αµπελουργία είδος. Η ύπαρξη του εξαιρετικά µεγάλου αριθµού ποικιλιών του είδους Vitis vinifera L. οδήγησε στη δηµιουργία του ειδικού κλάδου της Αµπελουργίας, την Αµπελογραφία ( Ampelography, Ampelographie). Η ονοµασία του προήλθε από τις λέξεις «άµπελος» και «(περι)γράφω» και έχει ως αντικείµενο την περιγραφή, τη διάκριση, την ταξινόµηση των ειδών και των ποικιλιών της αµπέλου, τη µελέτη των περιβαλλοντικών και καλλιεργητικών παραγόντων που συµβάλλουν στη φαινοτυπική διακύµανση και τέλος στην καλλιεργητική και οικονοµική αξιολόγηση των ιδιοτήτων τους για την αξιοποίησή τους στην παραγωγική αµπελουργία. Η αµπελογραφική περιγραφή διαφέρει από την κλασσική βοτανική περιγραφή σε επίπεδο ποικιλίας. Η καλλιεργούµενη ποικιλία ( cultivated variety, cultivar) της αµπέλου αποτελεί πληθυσµό ατόµων που προήλθαν από αγενή πολλαπλασιασµό ( µε µόσχευµα ή εµβολιασµό) από περισσότερα του ενός µητρικά φυτά ( κλώνοι), τα οποία ο εµπειρισµός συνένωσε σε ένα κοινό όνοµα (Νταβίδης 1982). Η πολυκλωνική αυτή σύνθεση της καλλιεργούµενης ποικιλίας αµπέλου δηµιουργεί προβλήµατα στην αµπελογραφική µεθοδολογία εξαιτίας της παραλλακτικότητας που παρατηρείται µέσα και µεταξύ των ποικιλιών. Για την επίλυση των παραπάνω προβληµάτων καθιερώθηκε από τον ιεθνή Οργανισµό Αµπέλου και Οίνου (OIV- International Office of the Vine and Wine)ως αντικείµενο αµπελογραφικής περιγραφής ο κλώνος. Ο κλώνος (ποικιλίας αµπέλου) αποτελεί σύνολο ατόµων που προέρχονται µε αγενή πολλαπλασιασµό, από ένα και µόνο µητρικό φυτό (ακριβέστερα από τον ίδιο οφθαλµό) και έχουν τον ίδιο γονότυπο. Ήδη από την ελληνική αρχαιότητα φιλόσοφοι, συγγραφείς και ποιητές δίνουν χρήσιµες πληροφορίες για το πλήθος των ποικιλιών (αναφέρουν περισσότερες από 90), την τεχνική καλλιέργειας και την οινοποίηση. Ακόµη, στις αρχές του περασµένου αιώνα οι Viala και Vermorel (1902-1910) στην Αµπελογραφία τους περιλαµβάνουν 24.000 ονόµατα ή συνώνυµα ποικιλιών του Vitis vinifera. Κατά µία εκτίµηση ( Alleweldt και Possingham 1988) αυτά αντιστοιχούν σε περισσότερες από 9.000 ποικιλίες της οινοφόρου αµπέλου. Η ανάγκη περί διάκρισης και ταξινόµησης των ποικιλιών αυτών είναι αναµφισβήτητη. Από τα τέλη του 18 ου αιώνα οι προσπάθειες στην κατεύθυνση αυτή οδήγησαν στην αναφορά περισσότερων από 200 συστηµάτων ή σχεδίων αµπελογραφικής περιγραφής και ταξινόµησης των ποικιλιών του είδους vinifera, τα περισσότερα από τα οποία στηρίζονται σε µορφολογικούς χαρακτήρες των διαφόρων οργάνων του πρέµνου (µορφολογική ταξινόµηση), 8
σε µετρήσεις των οργάνων αυτών (αµπελοµετρική ταξινόµηση), στα φαινολογικά στάδια της βλάστησης, της άνθησης, της ωρίµανσης των σταφυλών (φαινολογική ταξινόµηση), τη γεωγραφική προέλευση και διασπορά (γεωγραφική ταξινόµηση) και στην οµαδοποίησή τους µε βάση το φαινότυπο ( φαινοτυπική ταξινόµηση). Με την µορφολογική ταξινόµηση ασχολήθηκαν πολλοί, όπως οι Frege ( 1804), Hogg ( 1875) και άλλοι, οι οποίοι κατέταξαν τις ποικιλίες σε διάφορες κλάσεις µε βάση το χρώµα και σε υποκλάσεις µε βάση το σχήµα των ραγών. Ο Clemente ( 1814) και οι Gock ( 1829) και Kolemati ( 1847) χρησιµοποίησαν το χνοασµό των διαφόρων οργάνων του πρέµνου για την περιγραφή των ποικιλιών. εν ήταν λίγοι και αυτοί που συνδύασαν διάφορους µορφολογικούς χαρακτήρες. Οι Acerbi ( 1825) και Milano ( 1842) χρησιµοποίησαν το χρώµα των ραγών, το σχήµα των φύλλων και τη γεύση του χυµού, ο Rovasenda (1877) το χρώµα των ραγών, τη γεύση του χυµού, το χνοασµό των φύλλων και της νεαρής βλάστησης και ο Molon (1906) το χρώµα και το σχήµα των ραγών, τη γεύση του χυµού και την εποχή ωρίµανσης των σταφυλών. Την αµπελοµετρική µέθοδο χρησιµοποίησαν οι Metzger ( 1828), Goethe ( 1887), Ravaz (1902), Rodriquez ( 1952), Galet ( 1952), Alleweldt και Dettweiler ( 1989), Tomažič και Korošec- Koruza (2003) και άλλοι. Η φαινολογική ή φυσιολογική ταξινόµηση των ποικιλιών της αµπέλου βασίζεται στα διάφορα φαινολογικά στάδια της αµπέλου. Έτσι, ο Pulliat ( 1888 1897), µε κριτήριο το χρόνο ωρίµανσης και µε σηµείο αναφοράς την εποχή ωρίµανσης της ποικιλίας Chasselas doré, κατατάσσει τις ποικιλίες αµπέλου σε πρώιµες, πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης περιόδου, προσθέτοντας και υποπεριόδους. Σήµερα, η αντίστοιχη κατάταξη είναι πρώιµες, µεσο- πρώιµες, κανονικής περιόδου ωρίµανσης, µεσο- όψιµες και όψιµες ποικιλίες. Οι προσπάθειες για ταξινόµηση των ποικιλιών της ευρωπαϊκής αµπέλου µε κριτήριο τη γεωγραφική τους προέλευση και κατανοµή ( γεωγραφική ταξινόµηση) ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ( Vavilov 1926) και συνεχίστηκαν στα µέσα περίπου της δεκαετίας του 1940 από τους Pirovano ( 1943) και Negroul (1946). Με την φαινοτυπική ταξινόµηση έγινε προσπάθεια για τη δηµιουργία διχοτοµικής κλείδας µε στόχο τη διάκριση, τον προσδιορισµό και την οµαδοποίηση των ειδών µέσα στο γένος Vitis, των ποικιλιών της ευρωπαϊκής αµπέλου και των υβριδίων µεταξύ των διαφόρων ειδών, µε ιδιαίτερη έµφαση στους χαρακτήρες που κληρονοµούνται. Τέτοιοι είναι ο χνοασµός της αυξανόµενης κορυφής της νεαρής βλάστησης, του ποώδους βλαστού και των ανεπτυγµένων φύλλων, καθώς και οι χαρακτήρες του φύλλου (εύρεση φυλλικού τύπου). Η οµαδοποίηση αυτή των πρέµνων προτάθηκε αρχικά από τον Ravaz ( 1902) και αργότερα από τον Galet ( 1952). O Ravaz ασχολήθηκε αποκλειστικά µε τη φαινοτυπική ταξινόµηση των ειδών, των ποικιλιών και των 9
υβριδίων των αµερικανικών αµπέλων, ενώ ο Galet συµπεριέλαβε επίσης και τις ποικιλίες της ευρωπαϊκής αµπέλου. Μεταξύ των συστηµάτων διάκρισης και ταξινόµησης των ποικιλιών της αµπέλου περιλαµβάνεται και αυτό του Κριµπά ( 1938) που βασίζεται στη σχέση «µήκος ράγας προς µήκος», σχέση την οποία θεωρεί σταθερή. Συµπληρωµατικά, χρησιµοποιεί ως κριτήρια το σχήµα και το χρώµα των ραγών καθώς και τους χαρακτήρες του φύλλου. Με αυτό το σύστηµα µελετήθηκαν και ταξινοµήθηκαν περίπου 200 ελληνικές ποικιλίες αµπέλου. Η αµπελογραφική περιγραφή των ελληνικών ποικιλιών ξεκίνησε από τον Παλαιολόγο ( 1835, 1836), ο οποίος αναγνωρίζει 20 διαφορετικές ποικιλίες. Έπειτα, ο Ορφανίδης ( 1875) υπολογίζει ότι οι ελληνικές ποικιλίες είναι περισσότερες από 500 και τις κατατάσσει µε κριτήριο το χρώµα των ραγών, σε τρεις κλάσεις και κάθε κλάση, ανάλογα µε το σχήµα των ραγών, σε τρεις τάξεις ( σφαιρόρραγες, ωοειδείς- ελλειψοειδείς, κυλινδρικές- γαµψόρραγες). Ο Πονηρόπουλος ( 1888) διακρίνει τις ελληνικές ποικιλίες στις κατηγορίες «οινοποιίας» και στις «λοιπές». Αξιοσηµείωτος είναι και ο Ρουσόπουλος ( 1888, 1894). Αργότερα, αµπελογραφικές περιγραφές ελληνικών ποικιλιών αµπέλου πραγµατοποιήθηκαν και από τους Κριµπά ( 1938, 1943α, 1943β, 1944, 1949), Λογοθέτη ( 1955), Λογοθέτη και Βλάχο ( 1960, 1963, 1965, 1966), Νταβίδη ( 1982) και Βλάχο ( 1986). Η συνεισφορά από τις αµπελογραφικές µελέτες των Molon ( 1906), Guillon ( 1895), Pulliat ( 1897), Viala και Vermorel ( 1902-1910) και άλλων είναι άξια αναφοράς. Το έργο της αµπελογραφίας έγινε πιο σύνθετο µετά την εισβολή των ασθενειών και εχθρών της αµπέλου στην Ευρώπη και κυρίως της φυλλοξήρας ( 1863) αφού για την επιβίωση της αµπελοκαλλιέργειας έγινε επιτακτική η ανάγκη για πιο συστηµατική µελέτη όχι µόνο των παραγωγικών ποικιλιών, αλλά και των ανθεκτικών στη ριζόβια µορφή της φυλλοξήρας ειδών, ποικιλιών και υβριδίων των αµερικανικών αµπέλων. Τα τελευταία 40 χρόνια οι εξελίξεις στη βιοχηµεία και τη µοριακή βιολογία επέτρεψαν την ανάπτυξη και την εφαρµογή βιοχηµικών και µοριακών δεικτών ως ενισχυτικών και συµπληρωµατικών στοιχείων για την ταυτοποίηση και τη διάκριση των ειδών και των ποικιλιών αµπέλου. Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείµενο την περιγραφή, τη διάκριση και τον προσδιορισµό του βαθµού φαινοτυπικής οµοιότητας µεταξύ των µελετώµενων ποικιλιών. Για την µελέτη των ποικιλιών χρησιµοποιήθηκε η αµπελογραφική µέθοδος µε βάση τον κώδικα αµπελογραφικής περιγραφής του O.I.V.. Παράλληλα, διατηρήθηκε και η λεπτοµερής ορολογία της κλασσικής αµπελογραφίας. Για την µελέτη της πιθανής παραλλακτικότητας των ποικιλιών έγιναν για ορισµένες ποικιλίες περιγραφές και στη Σαντορίνη. 10
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ Για την εκπόνηση της πτυχιακής αυτής εργασίας µελετήθηκαν 15 ελληνικές ποικιλίες οινοποιίας. Οι 10 από αυτές είναι λευκές και οι υπόλοιπες 5 ερυθρές ( Πίνακας 1). Πίνακας 1: Ποικιλίες που µελετήθηκαν. Λευκές ποικιλίες Αηδάνι λευκό Αθήρι λευκό Ασπρούδα Σαντορίνης Ασύρτικο Γαϊδουριά Μαλουκάτο Μανδηλαριά άσπρη Πλατάνι Ποταµίσι Φλασκασύρτικο Ερυθρές ποικιλίες Αηδάνι µαύρο Αθήρι µαύρο Βουδόµατο Μανδηλαριά Μαυροτράγανο Η αµπελογραφική περιγραφή των παραπάνω ποικιλιών πραγµατοποιήθηκε στην αµπελογραφική συλλογή του Εργαστηρίου Αµπελολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών, καθώς και στους παραγωγικούς αµπελώνες της νήσου Θήρας. Η αµπελογραφική συλλογή του Γεωπονικού Πανεπιστηµίου Αθηνών βρίσκεται σε υψόµετρο 32 m από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 37, 58, 55 και γεωγραφικό µήκος 23, 32, 14. Κάθε ποικιλία αντιπροσωπεύεται από 10 πρέµνα, διαµορφωµένα σε αµφιπλευρικό γραµµικό σχήµα Royat. Χρησιµοποιήθηκε πρόσθετο υλικό από αµπελώνες της νήσου Θήρας όπου ευρέθησαν οι σχετικές ποικιλίες. ΚΩ ΙΚΑΣ ΑΜΠΕΛΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ Η αµπελογραφική περιγραφή των ποικιλιών έγινε µε βάση τον κώδικα αµπελογραφικής περιγραφής του O.I.V.. Στον κώδικα αυτό, κάθε χαρακτήρας συνοδεύεται από έναν αριθµό του Ο.Ι.V.. H περιγραφή γίνεται µε συγκεκριµένη ορολογία που αντιστοιχεί σε συγκεκριµένο αριθµό (1-9). Έτσι, υπάρχει η δυνατότητα ψηφιοποίησης των αµπελογραφικών περιγραφών των επιµέρους χαρακτήρων. Οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες µπορεί να είναι ποιοτικοί, ποσοτικοί ή εναλλακτικοί. Οι ποιοτικοί χαρακτήρες εκφράζονται πάντα µε συγκεκριµένες τιµές της κλίµακας. Από την άλλη, οι ποσοτικοί χαρακτήρες µπορούν να µετρηθούν και παίρνουν τιµές από 1 έως 9. Συγκεκριµένα, οι τιµές 1 έως 3 αντιπροσωπεύουν χαµηλή ένταση έκφρασης του χαρακτήρα, ενώ οι αριθµοί 7 έως 9 ισχυρή έκφραση. Οι εναλλακτικοί χαρακτήρες επιτρέπουν τη διάκριση µεταξύ «παρουσίας» ή «απουσίας» τους. Η απουσία παριστάνεται µε τον αριθµό 1 και η παρουσία µε τον αριθµό 9. Αν κριθεί αναγκαίο υπάρχει η δυνατότητα συνδυασµού εναλλακτικών και ποσοτικών χαρακτηρισµών. 11
Οι παρατηρήσεις λήφθηκαν στο προβλεπόµενο, από τον κώδικα του O.I.V., βλαστικό στάδιο των µελετώµενων ποικιλιών. Παράλληλα µε τον κώδικα αµπελογραφικής περιγραφής του O.I.V., σε µεγάλο βαθµό διατηρήθηκε και η λεπτοµερής ορολογία της κλασσικής αµπελογραφίας σε πολλούς από τους χαρακτήρες. ΑΜΠΕΛΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΜΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ Αυξανόµενη κορυφή νεαρής βλάστησης Η αµπελογραφική περιγραφή πραγµατοποιείται στην αυξανόµενη κορυφή νεαρής βλάστησης µήκους 10-30 εκατοστών. Για κάθε επιµέρους χαρακτήρα απαιτούνται παρατηρήσεις σε τουλάχιστον 10 κορυφές. Οι αµπελογραφικές παρατηρήσεις δεν πρέπει να γίνονται σε µετέπειτα βλαστικό στάδιο, διότι οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες έχουν εξασθενήσει ή επηρεάζονται από άλλα βλαστικά φαινόµενα. Οι χαρακτήρες της αυξανόµενης κορυφής που µελετώνται κατά σειρά σπουδαιότητας είναι ο χνοασµός, το χρώµα, το σχήµα και η κατεύθυνση. Η κορυφή της νεαρής βλάστησης µπορεί να είναι λεία (απουσία χνοασµού), διαφορετικά, ανάλογα µε το είδος ( Εικόνα 2) και την πυκνότητα των τριχιδίων: βαµβακώδης ( έρποντα τριχίδια πολύ µακριά και πυκνά που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του οργάνου τόσο ώστε να µην είναι δυνατή η διάκριση του χρώµατος ή του ιστού του οργάνου), χνοώδης ( έρποντα τριχίδια µακριά, εύκαµπτα, αλλά µε πυκνότητα που επιτρέπει τη διάκριση του χρώµατος του οργάνου), αραχνοϋφής ( έρποντα τριχίδια µακριά, αραιά και εύκαµπτα), βελουδοειδής ( όρθια τριχίδια µικρού µήκους και µεγάλης πυκνότητας, λεπτά, άχρωµα που καλύπτουν την επιφάνεια του οργάνου), µεταξώδης ( όρθια τριχίδια µικρού µήκους, λεπτά και αραιά ώστε να διακρίνονται το ένα από το άλλο) ή και συνδυασµός τους ( Εικόνα 1 και Εικόνα 2). Εικόνα 1: Χνοασµός µε έρποντα τριχίδια: α. απουσία χνοασµού β. αραχνοϋφής γ. χνοώδης δ. βαµβακώδης ( Σταυρακάκης, 2010). 12
Εικόνα 2: Χνοασµός µε όρθια τριχίδια: α. βελουδοειδής β. µεταξώδης ( Σταυρακάκης, 2010). Το χρώµα της αυξανόµενης κορυφής της νεαρής βλάστησης καθορίζεται από την κατανοµή και την ένταση των ανθοκυανικών ουσιών, το είδος και την πυκνότητα του χνοασµού και ποικίλλει από το λευκό έως το βαθύ πράσινο ή ερυθροκάστανο µε όλες τις ενδιάµεσες αποχρώσεις ( Εικόνα 3). Εικόνα 3: Χρώµα αυξανόµενης κορυφής: α. πράσινο β. κιτρινοπράσινο γ. λευκοπράσινο δ. λευκοπράσινο µε ερυθρή ή ιώδη παρυφή ε. πράσινο µε ιώδη στίγµατα στ. χαλκοπράσινο ( Σταυρακάκης, 2010). 13
Το σχήµα της αυξανόµενης κορυφής χαρακτηρίζεται ως κλειστό (σφαιρικό), όταν τα νεαρά φυλλάρια παραµένουν ενωµένα γύρω από τον κεντρικό άξονα της κορυφής σε όλη την περίοδο της βλάστησης, ανοιχτό, όταν τα νεαρά φυλλάρια διαχωρίζονται πολύ νωρίς από την κορυφή και βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, και µετρίως ανοιχτό, όταν ένα ή δύο φυλλάρια έχουν αποχωριστεί από τον κεντρικό άξονα της αυξανόµενης κορυφής ( Εικόνα 4). Εικόνα 4: Σχήµα αυξανόµενης κορυφής: α. κλειστό β. µετρίως ανοιχτό γ. ανοιχτό ( Σταυρακάκης, 2010). Όσον αφορά την κατεύθυνση της αυξανόµενης κορυφής συνήθως είναι όρθια ή λίγο κεκαµµένη (ηµιόρθια) ή µε ισχυρή κάµψη ( Εικόνα 5). Εικόνα 5: Κατεύθυνση αυξανόµενης κορυφής: α. όρθια β. κεκαµµένη γ. ηµιόρθια ( Σταυρακάκης, 2010). 14
Νεαρά φύλλα Με τον όρο νεαρά φύλλα εννοούνται τα έξι πρώτα φύλλα της κορυφής του βλαστού, τα οποία έχουν αποχωριστεί από την αυξανόµενη κορυφή. Τα τρία πρώτα ονοµάζονται ανώτερα και τα τρία που ακολουθούν µετά από αυτά κατώτερα νεαρά φύλλα. Οι αµπελογραφικές παρατηρήσεις των νεαρών φύλλων γίνονται πριν από την άνθηση σε 10 τουλάχιστον νεαρούς βλαστούς. Οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες που περιγράφονται αφορούν το σχήµα και το χρώµα της άνω επιφάνειας του ελάσµατος των νεαρών φύλλων, την ένταση των ανθοκυανικών χρωστικών, το είδος και την πυκνότητα του χνοασµού στο έλασµα και στις κύριες νευρώσεις. Το χρώµα µπορεί να είναι πράσινο, ερυθρό, χάλκινο, κίτρινο µε πράσινες αποχρώσεις ή γραµµώσεις. Ο χνοασµός είναι όµοιος µε εκείνον της αυξανόµενης κορυφής. Ποώδης ( νεαρός) βλαστός Οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες του ποώδους βλαστού και συγκεκριµένα για την παρούσα µελέτη ο χνοασµός, το χρώµα και η κατεύθυνση µελετώνται κατά την περίοδο της άνθησης ανάµεσα στον 7 ο και 11 ο κόµβο. Ειδικά ο χνοασµός του ποώδους βλαστού διατηρείται και κατά τη µετατροπή του σε κληµατίδα. Το χρώµα µελετάται τµηµατικά στον ποώδη βλαστό. ιακρίνεται η νωτιαία και η κοιλιακή πλευρά στο µεσογονάτιο διάστηµα και στους κόµβους ( Εικόνα 6). Το χρώµα στην κοιλιακή πλευρά του βλαστού είναι συνήθως πράσινο ή ανοιχτοπράσινο, ιώδες ή ερυθρωπό ή παρουσιάζει ραβδώσεις χρώµατος ιώδους ή ερυθρού. Στην νωτιαία πλευρά, όµως, που είναι εκτεθειµένη στις ηλιακές ακτίνες συναντάται συχνότερα το ιώδες ή ερυθρωπό χρώµα, καθώς και οι ραβδώσεις όµοιου χρωµατισµού. Όµοια (τµηµατικά) µελετάται και ο χνοασµός και χαρακτηρίζεται όπως έχει προαναφερθεί στην αυξανόµενη κορυφή. Η κατεύθυνση του νεαρού βλαστού περιγράφεται ως όρθια, ηµιόρθια, οριζόντια, ηµικρεµνοκλαδής και κρεµνοκλαδής ( Εικόνα 7). Εικόνα 6: Νωτιαία και κοιλιακή πλευρά του βλαστού ( O.I.V., 1984). Νωτιαία πλευρά Κοιλιακή πλευρά 15
Εικόνα 7: Κατεύθυνση νεαρού βλαστού: 1. Όρθια 3. Ηµιόρθια 5. Οριζόντια 7. Ηµικρεµνοκλαδής και 9. Κρεµνοκλαδής ( O.I.V., 1984). Έλικες Αναρριχώµενο από τη φύση του φυτό η άµπελος, χαρακτηρίζεται από την παρουσία ελίκων. Οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες των ελίκων αναφέρονται στην κατανοµή τους στο βλαστό, το µήκος, το χνοασµό και τη διακλάδωσή τους. Οι παρατηρήσεις δέκα τουλάχιστον βλαστών γίνονται κατά τη διάρκεια της άνθησης. Ανάλογα µε την κατανοµή και τη διάταξή τους στο βλαστό οι έλικες διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες. Συνεχείς χαρακτηρίζονται όταν απαντώνται έλικες σε όλους τους κόµβους του βλαστού εκτός των τριών πρώτων του βασικού τµήµατος, ασυνεχείς όταν µερικοί κόµβοι δεν φέρουν έλικα, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρεις συνεχόµενοι κόµβοι µε έλικες και διαλείπουσες στην περίπτωση που οι έλικες εµφανίζονται το πολύ σε δύο συνεχόµενους κόµβους του βλαστού ( Εικόνα 8α). Με κριτήριο το µήκος, οι έλικες διαθέτουν πολύ µικρό ( µέχρι 10 εκατοστά), µικρό ( 15 εκατοστά περίπου), µέτριο ( 20 εκατοστά περίπου), µεγάλο ( 25 εκατοστά περίπου) και πολύ µεγάλο µήκος ( >30 εκατοστά). Ανάλογα µε το βαθµό διακλάδωσης οι έλικες είναι απλές, δισχιδείς ή πολυσχιδείς. Συµπληρωµατικά, γίνεται αναφορά στο αν οι έλικες είναι καρποφόρες ή όχι ( Εικόνα 8β). 16
Εικόνα 8α: Χαρακτήρες ελίκων. Κατανοµή : α. συνεχείς β. διαλείπουσες ( Σταυρακάκης, 2010). Εικόνα 8β: Χαρακτήρες ελίκων. Βαθµός διακλάδωσης: α. δισχιδείς β.,γ. πολυσχιδής ( Σταυρακάκης, 2010). 17
Ανεπτυγµένο φύλλο Το φύλλο αντιπροσωπεύει ένα από τα σπουδαιότερα όργανα για την αµπελογραφική περιγραφή, τη διάκριση και την ταυτοποίηση των ειδών και των ποικιλιών της αµπέλου. Εξαιτίας αυτού δόθηκε ιδιαίτερη σηµασία ώστε το προς µελέτη δείγµα να είναι αντιπροσωπευτικό και αξιόπιστο µε την τήρηση ορισµένων κανόνων. Για την αµπελογραφική περιγραφή λαµβάνονται φύλλα που βρίσκονται πάνω από τον 7 ο έως τον 11 ο κόµβο µε αρχή το βασικό τµήµα των κύριων βλαστών ( προέρχονται από την εκβλάστηση λανθανόντων οφθαλµών) υγιών πρέµνων. Οι παρατηρήσεις και οι µετρήσεις, συνήθως περίπου δέκα ώριµων φύλλων, γίνονται κατά την περίοδο από την καρπόδεση έως την έναρξη ωρίµανσης των σταφυλών. Οι αµπελογραφικοί χαρακτήρες του φύλλου που εξετάζονται στην εργασία αυτή είναι το µέγεθος και σχήµα, οι επιµέρους χαρακτήρες του ελάσµατος, ο αριθµός των λοβών και το σχήµα των κόλπων, οι χαρακτήρες των κύριων νευρώσεων, των οδόντων και του µίσχου (Εικόνα 9). Εικόνα 9: Χαρακτήρες φύλλου ( Σταυρακάκης, 2010). 18
Μέγεθος και σχήµα Το µέγεθος του φύλλου παραλλάσσει έντονα λόγω γενετικών παραγόντων, εδαφοκλιµατικών επιδράσεων, της καλλιεργητικής τεχνικής, της κατάστασης ζωηρότητας και ευρωστίας του πρέµνου καθώς και άλλων παραγόντων. Για τον προσδιορισµό του µεγέθους ως κριτήριο λαµβάνεται η επιφάνεια ελάσµατος εκφρασµένη σε τετραγωνικά εκατοστά, όπως προκύπτει από τον πολλαπλασιασµό του µήκους µε το πλάτος του ή η σχέση του µήκους του προς το µήκος του µεσογονατίου που εντοπίζεται ανάµεσα στον 7 ο και 11 ο κόµβο. Έτσι, το φύλλο µπορεί να χαρακτηριστεί ως µικρό, µέτριο, µεγάλο και πολύ µεγάλο ( Πίνακας 2). Το µήκος ορίζεται από την κορυφή του οδόντος της κεντρικής νεύρωσης έως το µισχικό σηµείο και το πλάτος η απόσταση µεταξύ των πλέον αποµακρυσµένων πλάγιων οδόντων του ελάσµατος. Οµοίως, το σχήµα του φύλλου παρουσιάζει και αυτό έντονη παραλλακτικότητα ( Εικόνα 10) που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Κριτήρια που λαµβάνονται υπόψη για τον προσδιορισµό του είναι το σχετικό µήκος των κύριων νευρώσεων και των γωνιών που σχηµατίζουν µεταξύ τους και ακόµη η σχέση του µήκους προς το πλάτος του φύλλου ( Πίνακας 3). Πίνακας 2: Κατάταξη των φύλλων µε κριτήριο το µέγεθός τους. Μέγεθος φύλλου φύλλου/ µήκος µεσογονατίου φύλλου ( εκατοστά) Επιφάνεια φύλλου ( εκατοστά) Μικρό <1 < 15 < 149 Μέτριο =1 15-20 150-299 Μεγάλο >1 > 20 > 300 Πίνακας 3: Κατάταξη των φύλλων µε κριτήριο το σχήµα τους. Σχήµα / πλάτος 2 ( α+ β) Καρδιόσχηµο 5 Μέχρι 200 ο Σφηνοειδές 3-5 Κάτω των 200 ο Κόλουρο 1 Κάτω των 200 ο Κυκλικό 1 Άνω των 200 ο Νεφροειδές 1 Άνω των 200 ο 19
Εικόνα 10: Σχήµα φύλλου: α. καρδιόσχηµο, β. σφηνοειδές, γ. κυκλικό, δ. κόλουρο ή πενταγωνικό ε. νεφροειδές ( Σταυρακάκης, 2010). Έλασµα Από το έλασµα του φύλλου αµπελογραφικά εξετάζονται η κατάσταση της επιφάνειας, το χρώµα, το πάχος, το είδος και η πυκνότητα του χνοασµού ( ιδίως στην κάτω επιφάνεια). Έµφαση δίνεται στις νευρώσεις και τους οδόντες. Η επιφάνεια χαρακτηρίζεται ανάλογα µε την ύπαρξη, την έκταση και την ένταση των ανωµαλιών που παρουσιάζει. Επίπεδο, θεωρείται όταν δεν παρουσιάζονται ανωµαλίες µακροσκοπικά και ολόκληρη η επιφάνεια και η παρυφή ( περιφέρεια) του ελάσµατος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Ποµφολυγώδες, χαρακτηρίζεται όταν υπάρχουν λεπτού πάχους ανωµαλίες ( εξογκώµατα), µε διάµετρο λίγων χιλιοστών, στο τµήµα του παρεγχύµατος που περιλαµβάνεται µεταξύ των τελευταίων διακλαδώσεων των νευρώσεων. Μελικηρώδες, όταν οι ανωµαλίες εντοπίζονται γύρω από το µισχικό σηµείο και είναι µεγάλου µεγέθους ( τουλάχιστον 1 εκατοστό), ενώ κυµατώδες χαρακτηρίζεται όταν οι ανωµαλίες βρίσκονται στο παρέγχυµα µεταξύ των κύριων νευρώσεων και είναι παράλληλες προς αυτές. Αναδιπλούµενο, είναι όταν το έλασµα αναδιπλώνεται κατά µήκος της κύριας νεύρωσης ώστε το έλασµα να διπλώνει ως υδρορροή. Τέλος, όταν το έλασµα ή η παρυφή του σχηµατίζει κοιλότητες και εξογκώµατα το έλασµα καλείται συνεστραµµένο και συγκεκριµένα κοίλο, όταν το έλασµα στρέφεται προς τα πάνω και σχηµατίζει κύπελλο ή µόνο η περιφέρειά του στρέφεται προς τα πάνω και κυρτό, όταν η παρυφή στρέφεται προς τα κάτω µε αποτέλεσµα να κρύβονται οι οδόντες ( Εικόνα 11). 20
Εικόνα 11: Χαρακτήρες ελάσµατος φύλλου: α. αναδιπλούµενο β. επίπεδο γ. ποµφολυγώδες δ. κυµατώδες ε. µελικηρώδες στ. συνεστραµµένο ( Σταυρακάκης, 2010). Το χρώµα µελετάται και στις δύο επιφάνειες του ελάσµατος συνδυαστικά µε τη στιλπνότητά του. Κατά κανόνα υπάρχει δυσχέρεια στον προσδιορισµό της χρωµατικής κλίµακας. Συνήθεις είναι οι διάφορες αποχρώσεις του πράσινου ( πράσινο ανοιχτό, πράσινο βαθύ, κιτρινοπράσινο, κυανοπράσινο και άλλες). Όσον αφορά το πάχος, το έλασµα µπορεί να διακριθεί σε παχύ, µετρίως παχύ, λεπτό και πολύ λεπτό. Ο χνοασµός µελετάται κυρίως στην κάτω επιφάνεια του ελάσµατος ως προς το είδος και την πυκνότητά του. Μισχικός κόλπος και πλευρικοί κόλποι Η παρουσία ή µη κόλπων και επόµενα λοβών στα φύλλα της αµπέλου συµβάλλει αµπελογραφικά ως χαρακτήρας για τη διάκριση των ειδών και των ποικιλιών αµπέλου. Καθεµία από τις κύριες νευρώσεις καταλήγει σε ένα λοβό. Οι αποστάσεις µεταξύ των λοβών σχηµατίζουν τους κόλπους. Έτσι, τα φύλλα ονοµάζονται τρίκολπα ( τρίλοβα) όταν είναι σχηµατισµένοι και διακρίνονται ευχερώς πλην του µισχικού και οι δύο ανώτεροι πλάγιοι κόλποι, πεντάκολπα ( πεντάλοβα) όταν οι τέσσερις πλευρικοί κόλποι είναι καλά σχηµατισµένοι και σπανιότερα πλήρη όταν µόνο ο µισχικός κόλπος είναι εµφανής ή και εφτάκολπα ( εφτάλοβα) ( Εικόνα 12). 21
Εικόνα 12: Χαρακτηρισµός των φύλλων αµπέλου µε βάση τον αριθµό κόλπων- λοβών. 1. πλήρες, 2. τρίκολπο- τρίλοβο, 3. πεντάκολπο- πεντάλοβο, 4. εφτάκολπο- εφτάλοβο, όπου L 1, L 2, L 3 οι κύριες νευρώσεις του φύλλου ( Ο.Ι.V., 1984). Από τους χαρακτήρες των κόλπων µελετούνται το σχήµα και το βάθος. Βαθείς καλούνται οι κόλποι των οποίων το βάθος ισούται µε το ήµισυ του µήκους των αντίστοιχων κύριων νευρώσεων και πολύ βαθείς όταν ισούται µε τα 7/ 10 του µήκους τους. Συχνά, οι πλευρές των λοβών επικαλύπτουν τους κόλπους εν µέρει ή συνολικά. Ανάλογα το βαθµό επικάλυψης, οι κόλποι εµφανίζονται µε τη µορφή κυκλικής ή ελλειψοειδούς οπής. Οι κόλποι χαρακτηρίζονται ως κλειστοί, ανοιχτοί, πλατείς και στενοί. Αµπελογραφικά, ιδιαίτερη σηµασία έχουν οι χαρακτήρες του µισχικού κόλπου. Το σχήµα και το βάθος του εξαρτάται από τη γωνία που σχηµατίζεται µεταξύ των νευρώσεων Ν 1 και Ν 4. Όσο µεγαλύτερη είναι αυτή, τόσο πιο στενός παρουσιάζεται ο µισχικός κόλπος. Αντίστοιχα, όσο πιο µικρή είναι η γωνία αυτή, τόσο πιο ανοιχτός είναι ο µισχικός κόλπος ( σχήµα αγκύλης). Σύµφωνα µε τα προηγούµενα, ο µισχικός κόλπος µπορεί να έχει σχήµα λύρας ( κλειστής ή ανοιχτής), U (κλειστού ή ανοιχτού), V ( κλειστού ή ανοιχτού), αγκύλης ( ανοιχτής ή πολύ ανοιχτής). Στην περίπτωση που ο µισχικός κόλπος σχηµατίζεται από κατώτερες πλάγιες νευρώσεις, χωρίς να µεσολαβεί παρέγχυµα, χαρακτηρίζεται ως γυµνός. Τέλος, υπάρχει η πιθανότητα ύπαρξης κάποιας ιδιαιτερότητας στους κόλπους, χρήσιµης στην αµπελογραφία, όπως για παράδειγµα η ύπαρξη οδόντων ( Εικόνα 13). 22
Εικόνα 13: Σχήµα µισχικού κόλπου: α. λύρας, β. U, γ. V, δ. αγκύλης, ε. γυµνός, στ. µε οδόντα ( Σταυρακάκης, 2010). Νευρώσεις Οι νευρώσεις µε σηµείο συµβολής τους το µισχικό σηµείο καταλήγουν στα άκρα των λοβών. Αυτές είναι η κεντρική ή µεσαία νεύρωση ( Ν 1 ή L 1 ), οι δύο ανώτερες πλάγιες νευρώσεις ( Ν 2 ή L 2 και Ν 2 ή L 2 ) και οι δύο κατώτερες ( Ν 3 ή L 3 και Ν 3 ή L 3 ), οι οποίες περιλαµβάνουν και τις δύο µισχικές νευρώσεις ( Ν 4 ή L 4 και Ν 4 ή L 4 ) κοντά στο µισχικό σηµείο. Οι νευρώσεις ανά δύο σχηµατίζουν σταθερές γωνίες ( α= Ν 1 Ν 2, β= Ν 2 Ν 3, γ= Ν 3 Ν 4 ), που αποτελούν σηµαντικούς αµπελογραφικούς χαρακτήρες µαζί µε το µισχικό σηµείο ( Εικόνα 9). Επιπλέον, δευτερεύουσες χαρακτήρες των νευρώσεων, όπως το χρώµα, το είδος και η πυκνότητα των τριχιδίων και το ανάγλυφο, εξετάζονται κυρίως στην κάτω επιφάνεια του φύλλου δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην ύπαρξη ερπόντων ή όρθιων τριχιδίων επί των κύριων νευρώσεων της κάτω επιφάνειας του ελάσµατος. Οδόντες Οι νευρώσεις καταλήγουν σε χαρακτηριστικές προεξοχές στην παρυφή του φύλλου, τους οδόντες. Αυτοί εµφανίζουν έντονη παραλλακτικότητα ως προς το µέγεθος, το σχήµα και το συνολικό τους αριθµό ανά φύλλο. Οι παρατηρήσεις γίνονται από την καρπόδεση µέχρι την έναρξη της ωρίµανσης σε φύλλα πάνω από την ανώτερη ταξιανθία. Οι οδόντες χαρακτηρίζονται ως οξείς ( µε ευθείες πλευρές), κυρτοί ( µε κυρτές πλευρές), κοίλοι ( µε κοίλες πλευρές) και αγκιστροειδείς ( µε τη µία πλευρά κυρτή και την άλλη κοίλη) ( Εικόνα 14). Εικόνα 14: Χαρακτήρες οδόντων: α. αγκιστροειδείς β. κυρτοί γ. οξείς ( Σταυρακάκης, 2010). α β γ 23