Εφετείο Θεσσαλονίκης: 2422/2001 Πηγή: Αρµενόπουλος 2002 σελ. 73

Σχετικά έγγραφα
Εφετείου Θεσσαλονίκης: 1014/1996 Πηγή: Επιθ.Εργ. ικ. 56/97 σ. 570,.Ε.Ν 54/98 σ. 952,.Ε.Ε. 4/97, σ. 397

Εφετείο Αθηνών 11116/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σ ΕΑΕ 2000, σελ. 959

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

Εφετείου Θεσσαλονίκης: 27/1995 Πηγή: ΕΕ 1 (1996) σελ. 76

Εφετείο Θεσσαλονίκης: 2591/1995 Πηγή: ΕΕργ / Τοµ.55 ος 1996, σελ. 967

ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης, το συντρέχον πταίσµα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Μονοµελές Πρωτοδικείο Χαλκίδος: 80/91 Πηγή: ΕΝ 48/92 σελ. 930

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Άρειος Πάγος: 1486/1995 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 4 (1996) σελ. 415, Ε.Ε..56/97, σ.325,.ε.ν. 52/96, σ. 238

Πολυµελές Πρωτοδικείο Πειραιώς 230/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σελ. 38,.Ε.Ε. 6/96, σελ. 637

Αρείου Πάγου 197/1994 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ. 726,.Ε.Ν. 52/96, σ. 239

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Η απόφαση αυτή είναι οριστική. Ενδέχεται να υποστεί τυπικές αλλαγές.

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΤΟ Ι.Κ.Α. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Εφετείο Θεσσαλονίκης: 2209/1999 Πηγή: Αρµενόπουλος 1999, σελ. 1238

ΑΝΩΤΕΡΑ ΒΙΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘ ΥΛΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΜΕΤΡΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Σε περίπτωση ατυχήµατος που έγινε έπειτα από βίαιο συµβάν κατά την παροχή εξαρτηµένης

Αρείου Πάγου 1045/2007, Τμ. Β//ΙΙ Πηγή: ΕΕΔ 67/2008, σελ. 470

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εφετείο Αθηνών: 3553/1994 Πηγή: ΕΕργ / Τοµ.55 ος 1996, σελ. 273

Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΨΥΧΙΚΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΚΑΘ ΥΛΗΝ

Πηγή: ΕΕΔ Τόμος 73/2014, Σελ. 460

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΕφΠειρ 301/2001

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 33/2012

Αρείου Πάγου 814/2011, Τμ. Β/Ι Πηγή: ΕΕΔ 71/2012, σελ. 158

Εργατικό Ατύχημα και αποζημίωση

ικαστής: Ιωάννης Χατζηχαραλάµπους ικηγόροι: Θ. Παπαδόπουλος Ι. Ρόβας, Γ. Ζαφειροπούλου, Ε. Σταµκόπουλος

Εφετείου Θεσσαλονίκης: 111/2003 Πηγή: Αρµενόπουλος 11/03 σελ. 1648

Χρέη Γραμματέα της Οικονομικής Επιτροπής εκτελεί η υπάλληλος της Περιφέρειας κα Μαρία Ντόβα.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

Άρειος Πάγος /06/ Σε περίπτωση ατυχήματος που έγιν. κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή εξ αφορμής αυτής.

Εφετείο Πειραιώς: 1166/1996 Πηγή: Νοµικό Βήµα, σελ. 814, τοµ. 45/97

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/7335-1/

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Ξενόπουλου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Χαλκίδας και τη Γραμματέα Κωνσταντίνο Μπενέτου.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

Μονοµελές Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης: 15260/97 Πηγή:.Ε.Ν. 53/1997 τεύχος 1275, σελ. 1034

Εφετείο Θεσσαλονίκης: 432/1999 Πηγή: Αρµενόπουλος 1999, σελ. 1741

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

ΤΕΥΧΟΣ ΣΤ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 66/2017 (Τµήµα)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Πρόεδρος, ο Πρωτοδίκης, κ. Γεώργ. Ταµβακάκης ικηγόροι ο κ. Βασ. Αναγνωστάκης, η κυρία Αναστασία Τζέλλα Αρσένη, ο κ. Λάµπρ.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

Αρείου Πάγου: 1502/2001 Τµήµα Β 2 Πολιτικό Πηγή: Ε.Ε. 62/03 σελ. 810

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 102/2012

ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ / ΚΥΡΙΟΥ ΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΩΣ ΚΑΤΟΧΟΥ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ / ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ / ΘΥΜΑΤΟΣ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Θέμα : Αστική ευθύνη Δήμου. Μείωση αξίας ακινήτου από ανέγερση οικοδομής σε επαφή με κοινό όριο

4109/2008 ΕΦ ΑΘ. ΕφΑθ 4109/2008. Εισ.: Μαρία Γεωργίου (Πρ.: Γ. Αδαμόπουλος)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 177/2014

Αριθµός Απόφασης 6249/2008 Αριθµός εκθέσεως καταθέσεως κλήσης / ) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων.

Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιά: 42/1994 Πηγή: Ε.Ν.. 22/1994, σελ. 217

Αρείου Πάγου 408/2003, Τμ. Β/Ι Πηγή: ΕΕΔ 63/2004 σελ. 917, ΔΕΕ 9/2003 σελ. 1257, Ελλ. Δικ. 44 σελ. 1609, Χρ.Ι.Δ σελ. 657

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 74/2017

Εφετείο Πειραιά: 1253/88 Πηγή: Ε.Ν.. 19/1991, σελ. 106

Εφετείο Πειραιά: 958/92 Πηγή: Ε.Ν.. 21/93 σελ. 71

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 155/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2012

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Αριθμός απόφασης 91/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 09/2013

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 37/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2013

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 20/2017 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Φιλαδελφείας-Χαλκηδόνος Π Ε Ρ Ι Λ Η Ψ Η

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Ε ΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4267/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 81/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5596-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 107/2017

Μονομελές Εφετείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 1437/2014

Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υγιεινή και ασφάλεια εργασίας.

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/610/


Α Π Ο Φ Α Σ Η 117/2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

Αρείου Πάγου 58/2009 Πηγή: ΕΑΕΔ 532/2011, σελ. 330

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ικαστής: κ. Μ. ΙΩΑΚΕΙΜ (πρόεδρος Πρωτοδικών) ικηγόροι: κ.κ. Κ. Λιασίδης, Α. Πασιπουλαρίδης, Κ. Καταβάτης, Μ. Σωτηροπούλου

Transcript:

Εφετείο Θεσσαλονίκης: 2422/2001 Πηγή: Αρµενόπουλος 2002 σελ. 73 Εργατικό ατύχηµα. Αξίωση για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Πολιτική αγωγή. Αν ο δικαιούχος χρηµατικής ικανοποίησης επιφυλάχθηκε κατά την εκδίκαση της κατηγορίας να ζητήσει µεγαλύτερο ποσό από το αρµόδιο πολιτικό δικαστήριο, δεν εµποδίζεται να πράξει τούτο, εφόσον το ποινικό δικαστήριο επιδίκασε το µικρότερο που είχε ζητηθεί. Είναι συνυπεύθυνοι οι εργολάβος και ο υπεργολάβος και υποχρεούνται να λαµβάνουν και να τηρούν όλα τα µέτρα ασφαλείας. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 του ν. 555/1915 για το συντρέχον πταίσµα του παθόντος αναφέρεται στην επιδίκαση αποζηµίωσης για περιουσιακή ζηµία και όχι χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Για τον καθορισµό του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης το συντρέχον πταίσµα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη από το ουσιαστικό δικαστήριο χωρίς να καθορίζεται το ποσοστό του και ανεξαρτήτως της συνδροµής των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης. Πρόεδρος: Χρήστος Ηλιάδης ικαστές: Σ. Αλεξίου (εισηγητής), Σ. Λούβρος ικηγόροι: Γ. Λαγοµάτης, Β. Μαυρόπουλος Β. Γιώτας, Α. Μάγγου (Ν. 551/1915 ν. 1396/1983 922 ΑΚ) 2. Επειδή στην περίπτωση ατυχήµατος, οφειλόµενου σε αµέλεια του εργοδότη ή των υπ αυτού προστηθέντων προσώπων, ο παθών και στην περίπτωση θανάτου αυτού τα πρόσωπα του άρθρου 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951- δικαιούνται µόνο των υπό του ΙΚΑ χορηγουµένων παροχών απαλλασσοµένου του εργοδότη και των υπ αυτού προστηθέντων. Κατά των τελευταίων αυτών γεννάται µόνον αξίωση για χρηµατική ικανοποίηση. Η απαλλαγή του εργοδότη και των υπ αυτού προστηθέντων (από τις χορηγούµενες από το ΙΚΑ παροχές) εκτείνεται και στην περίπτωση της ειδικής αµέλειας, όταν δηλαδή το ατύχηµα οφείλεται στο γεγονός ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών για τους όρους ασφαλείας (ολ. ΑΠ 1117/1986, ΝοΒ 35.891, ολ. ΠΑ 1267/1976 ΝοΒ 25.895, ΑΠ 1417/91 και 526/91 Ελλ νη 34.52 και 565, αντιστ., και ΑΠ 1602/98 ΕΝ 1999.200 και ΕφΑθ 1450/1999 ΕΑΕ 1999.959). Έτσι, η αξίωση για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύµατος δεν αποκλείεται και στην περίπτωση του εργατικού ατυχήµατος από την ειδική ρύθµιση του νόµου 551/1915 (όπως κωδικοποιήθηκε µε το β.δ. 24.7./25.8.1920 «περί κωδικοποιήσεως των νόµων περί ευθύνης προς αποζηµίωση των εξ ατυχήµατος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων» και εξακολουθεί να ισχύει και µετά την εφαρµογή του ΑΚ (βλ. άρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), γιατί δεν αποτελεί αποζηµίωση για περιουσιακή ζηµία (ολ. ΑΠ 444/64). Αρκεί µόνο, στην επέλευση του εργατικού ατυχήµατος να συνετέλεσε και αδικοπραξία του κυρίου της επιχειρήσεως ή των υπ αυτού προστηθέντων προσώπων (ΑΚ 922), µε την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζηµιογόνου πράξεως (ΑΠ 1185/1993 Ελλ νη 36.360, ΑΠ 29/1992 ΕΝ 51.120 και ΑΠ 434/1992 ΕΝ 51.122). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 932 ΑΚ, 321, επ. Κπολ, 63 και 67 ΚΠ προκύπτει ότι είναι παραδεκτή η άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την επιδίκαση χρηµατικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, εξ αδικοπραξία, η τελεσίδικη κρίση επί της οποίας έχει ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία δεδικασµένου, κωλύοντος τη νέα έρευνα της αυτής αγωγής ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου. Εάν όµως ο δικαιούχος της χρηµατικής ικανοποιήσεως επιφυλάχθηκε κατά την εκδίκαση της κατηγορίας να ζητήσει µεγαλύτερο ποσό από το αρµόδιο πολιτικό δικαστήριο, δεν εµποδίζεται να πράξει τούτο, εφόσον το ποινικό δικαστήριο επιδίκασε το µικρότερο ποσό που είχε ζητηθεί (ΑΠ 866/1988 Ελλ νη 1989.1321). Στην υπό κρίση υπόθεση, από τις προσκοµιζόµενες από τα διάδικα µέρη, σε φωτοτυπία αποφάσεις: α ) υπ αριθµ. 737/4.6.1977 του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Γιαννιτσών, και β ) 1816/25.5.1999 του Τριµελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Γιαννιτσών, κατά την εκδίκαση των αποδοθεισών κατηγοριών κατά των εναγοµένων για 1) ανθρωποκτονία από αµέλεια και 2) παράβαση του άρθρου 103 του π.δ. 1073/1981, πολιτική αγωγή προς υποστήριξη της κατηγορίας και επιδίκαση

χρηµατικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν εξαιτίας του αναφεροµένου στην αγωγή θανάτου του Γ.Κ., συζύγου της πρώτης και πατέρα των δευτέρου και τρίτου των εναγόντων, ότι µε αυτήν ζήτησαν την επιδίκαση του χρηµατικού ποσού µίας (1) µεταλλικής δραχµής (ήτοι ποσού 140 δραχµών) για τον καθένα και επιφυλάχθηκαν ως προς το δικαίωµά τους να ζητήσουν από το αρµόδιο πολιτικό δικαστήριο µεγαλύτερο ποσό και ότι µε την απόφαση αυτήν επιδικάστηκε στον καθένα τους ολόκληρο το µικρότερο ποσό που ζητήθηκε. Επίσης και µε την ως άνω απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο είχε εισαχθεί η πιο πάνω ποινική υπόθεση µε έφεση των κατηγορούµενων 9ήδη εναγοµένων εκκαλούντων) επιδικάστηκε σε κάθε ενάγοντα ολόκληρο το ζητηθέν ως άνω µικρότερο ποσό ως χρηµατική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη. Και ναι µεν στις πιο πάνω ποινικές αποφάσεις δεν υπάρχει ρητή δήλωση των εναγόντων ότι επιφυλάσσονται ως προς το δικαίωµά τους να ζητήσουν από το αρµόδιο πολιτικό δικαστήριο µεγαλύτερο ποσό χρηµατικής ικανοποιήσεως, όµως το γεγονός και µόνο ότι οι ενάγοντες κατά την παράστασή τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου περιόρισαν τη σχετική αξίωσή τους για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από τον θάνατο ενός τόσον προσφιλούς των προσώπων, ήτοι συζύγου και πατρός, όπως ήταν ο θανών, στο συµβολικό ποσό της µιας (1) µεταλλικής δραχµής, αποδεικνύει αναµφισβήτητα την επιφύλαξή τους για την περαιτέρω άσκηση του εν λόγω δικαιώµατος στα αρµόδια πολιτικά δικαστήρια, αφού δεν είχαν κανένα ειδικό λόγο να παραιτηθούν, ούτε και έκαναν άλλωστε καµία δήλωση παραιτήσεως από την επίδικη αξίωσή τους έναντι των εναγοµένων. Η κρίση αυτή ενισχύεται επίσης και από το γεγονός ότι µε την ένδικη αγωγή τους, την οποία είχαν επιδώσει στους εναγοµένους πριν ή εισαχθεί η ποινική υπόθεση στο Εφετείο, οι ενάγοντες δήλωσαν ότι ασκούν την αξίωση χρηµατικής ικανοποιήσεως για ποσό 15.000.140 δραχµών για τον καθένα και ότι περιορίζουν αυτό κατά ποσό 140 δραχµών (ήτοι ποσό µιας (1) µεταλ. ραχµής), προκειµένου να παραστούν κατά το ποσό τούτο (των 140 δρχ.) ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του δευτεροβαθµίου ποινικού δικαστηρίου (βλ. 6 η σελ. της υπό κρίση αγωγής). Συνεπώς η σχετική ένσταση των εναγοµένων, ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω δεδικασµένου από την ως άνω τελεσίδικη απόφαση του Τριµελούς Πληµµελειοδικείου Γιαννιτσών, είναι νόµω αβάσιµη, αφού το τυπικό δεδικασµένο που απορρέει από την προαναφερόµενη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δεν κωλύει τους ενάγοντες να ζητήσουν από το αρµόδιο Πολιτικό ικαστήριο την επιδίκαση υπέρ αυτών µεγαλυτέρου χρηµατικού ποσού για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν λόγω του θανάτου του άνω συγγενικού τους προσώπου. Εποµένως και το Πρωτοδικείο που δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε ως µη νόµιµη την εν λόγω ένσταση των εναγοµένων, δεν έσφαλε και ο αντίθετος πρώτος λόγος των εφέσεων του πρώτου και δευτέρου των εναγοµένων και τρίτος λόγος της εφέσεως του τρίτου εναγοµένου είναι αβάσιµοι και απορριπτέοι. 3. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 1396/1983, ο εργολάβος και υπεργολάβος ολοκλήρου του έργου, ανεξάρτητα αν τούτο εκτελείται ολικά ή κατά τµήµατα µε υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1) να λαµβάνουν και να τηρούν όλα τα µέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο 2) να τηρούν σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τέχνης τις οδηγίες του επιβλέποντος µηχανικού όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόµου αυτού και 3) να εφαρµόζουν σύµφωνα µε τους κανόνες της επιστήµης και της τέχνης τη µελέτη µέτρων ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 6, ενώ, κατά την παρ. 2 του άρθρου 2 του ιδίου νόµου, µέτρα ασφαλείας είναι όλα τα µέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 του ν. 551.1915, κατά την οποία, επί εργατικού ατυχήµατος, το συντρέχον πταίσµα του παθόντος αντιτάσσεται νοµίµως µόνο εάν αφορά παραβίαση διατάξεων ή κανονισµών που θέτουν όρους ασφαλείας στην εργασία, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζηµίωσης για περιουσιακή ζηµία και όχι χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Εποµένως, για τον καθορισµό του ποσού της χρηµατικής ικανοποίησης το συντρέχον πταίσµα (300 ΑΚ) πρέπει να λαµβάνεται υπόψη από το ουσιαστικό δικαστήριο, χωρίς να καθορίζεται το ποσοστό του και ανεξαρτήτως της συνδροµής των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης (ΑΠ 1183/1993 ΕΝ 55.417, ΕφΑθ 2230/1988 Ελλ νη 40.406). Συνεπώς η ένδικη αγωγή, η οποία, σύµφωνα µε το ως άνω περιεχόµενο και αίτηµα αυτής, στηρίζει την ασκηθείσα αξίωση των εναγόντων για χρηµατική

ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στις προεκτεθείσες διατάξεις περί ευθύνης από εργατικό ατύχηµα, σε συνδυασµό µε τις εκ του άρθρου 922 ΑΚ περί προστήσεως αρχές, είναι πλήρως ορισµένη, αφού περιέχει όλα τα αναγκαία κατά νόµο (216 επ. Κπολ ) στοιχεία ώστε να είναι δυνατή η εκτίµησή της από το ικαστήριο ως και η κατ αυτής άµυνα των εναγοµένων, όπως ορθά έκρινε την αγωγή και το πρωτόδικο δικαστήριο µε την εκκαλούµεµη απόφασή του και απέρριψε την περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου ένσταση των εναγοµένων, οι δε αντίθετες αιτιάσεις των τελευταίων και ο σχετικός λόγος των εφέσεων είναι αβάσιµοι και απορριπτέοι ο πρώτος των εναγοµένων Κ.Κ., που ασκεί το επάγγελµα του εργολάβου οικοδοµών, µε σύµβαση εργολαβίας, που καταρτίστηκε µε το υπ αριθµ. /7.10.1993 προσύµφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου και εργολαβικής σύµβασης της συµβολαιογράφου Γιαννιτσών Ε.Γ., µεταξύ του ιδίου και των οικοπεδούχων συνιδιοκτητών εξ αδιαιρέτου Π. και Η.Μ., ανέλαβε κατ εντολή των τελευταίων να εκτελέσει όλα τις αναγκαίες οικοδοµικές εργασίες για την ανέγερση και κατασκευή οικοδοµικού συγκροτήµατος στο οικόπεδό τους επί της οδού Μπάφρας στα Γιαννιτσά. Με βάση τις ειδικότερες συµφωνίες που περιλαµβάνονται στην προαναφερόµενη εργολαβική σύµβαση, ο πρώτος εναγόµενης ανέλαβε συγκεκριµένα την υποχρέωση να καταβάλει ο ίδιος όλα τα έξοδα για το κτίσιµο του συγκροτήµατος οικοδοµών, τις εισφορές του ΙΚΑ για τις αµοιβές των εργατών που θα απασχολούσαν στις οικοδοµικές εργασίες και επίσης δεσµεύτηκε ότι ο ίδιος θα φέρει την ευθύνη από κάθε κίνδυνο ή ατύχηµα που θα συµβεί κατά τη διάρκεια των οικοδοµικών εργασιών ή από αφορµή τους. Προς εκτέλεση του ως άνω έργου ο πρώτος εναγόµενος, ενεργών µε την ιδιότητα του εργολάβου, ανέθεσε στον δεύτερο εναγόµενο Γ.Π., ως υπεργολάβο, την κατασκευή του σκελετού από σκυρόδεµα της ανεγειρόµενης οικοδοµής. Όταν δε οι εργασίες κατασκευής του σκελετού περατώθηκαν, κατά την 3.8.1994, κατόπιν εντολής του δευτέρου εναγοµένου τέσσερις εργάτες, µεταξύ των οποίων και ο παθών Γ.Κ., ανέλαβαν την αποµάκρυνση της ξυλείας που είχε χρησιµοποιηθεί για την κατασκευή του σκελετού της οικοδοµής. Ειδικότερα, η εργασία των τεσσάρων εργατών κατά τον ως άνω χρόνο συνίστατο στο κατέβασµα των καδρονιών από τον τρίτο όροφο της οικοδοµής στο έδαφος «χέρι µε χέρι», προκειµένου να ακολουθήσει η φόρτωσή τους στο αυτοκίνητο και η µεταφορά τους σε άλλη οικοδοµή. Ο τρίτος των εναγοµένων Γ.. ήταν στον τρίτο όροφο της οικοδοµής, ενώ ο παθών ευρίσκετο στο έδαφος και παρελάµβανε ένα ένα τα κατά τον ως άνω τρόπο κατερχόµενα καδρόνια και τα τοποθετούσε στο αυτοκίνητο που ήταν σταθµευµένο παραπλεύρως προς το πεζοδρόµιο της οικοδοµής. Κατά την εξέλιξη της εργασίας αυτής, από αδέξιο χειρισµό του τρίτου εναγοµένου και από έλλειψη εκ µέρους του της αναγκαίας από τις περιστάσεις προσοχής, ξέφυγε από τα χέρια του ένα καδρόνι, διαστάσεων 3,00 µ. Χ 0,08 µ. Χ 0,08 µ., και έπεσε µε δύναµη κάτω και πριν προλάβει να αποµακρυνθεί ο παθών Γ.Κ. από το χώρο της εργασίας του, τον κτύπησε στο πίσω µέρος της κεφαλής, τραυµατίζοντάς τον βαρύτατα (βλ. την από 3.8.94 έκθεση αυτοψίας του Τεχν. Επιθεωρ. Του Υπουργείου Εργασίας Β.Β.). Αµέσως µετά τον τραυµατισµό του ο παθών µεταφέρθηκε από τους προστρέξαντες συναδέλφους του στο Γενικό Νοµαρχιακό Νοσοκοµείο Γιαννιτσών, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση και, ακολούθως, ευρισκόµενος σε κατάσταση αφασίας, διακοµίστηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκοµείο Θεσσαλονίκης, όπου και αποβίωσε µετά πάροδο δύο ηµερών ήτοι την 5.8.1994 βεβαίωση του Νοµ/κού Γεν. Νοσοκοµείου Γιαννιτσών και την από 5.8.1994 «πιστοποίηση θανάτου» που εκδόθηκε από το Ιπποκράτειο Νοσοκοµείο Θεσσαλονίκης). Από τα παραπάνω περιστατικά που επιβεβαιώνουν όλοι οι εξετασθέντες µάρτυρες (βλ. πρακτικά της εκκαλουµένης αποφάσεως καθώς και τις προανακριτικές καταθέσεις της ποινικής διαδικασίας) αποδεικνύεται ότι ο θάνατος του Γ.Κ., επήλθε από εργατικό ατύχηµα, οφειλόµενο σε αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγοµένων, ήτοι του πρώτου εναγοµένου εργολάβου, ο οποίος είχε αναλάβει, δυνάµει της προαναφερθείσης σύµβασης έργου µε τους κυρίους του έργου, την κατασκευή της οικοδοµής, του δευτέρου εναγοµένου υπεργολάβου, ο οποίος είχε προστηθεί στην εκτέλεση τµήµατος του ως άνω οικοδοµικού έργου, δηλαδή του σκελετού της οικοδοµής από τον πρώτο, και σε αµέλεια του τρίτου εναγοµένου Γ.., ο οποίος είχε προστηθεί επίσης από τον δεύτερο εναγόµενο να κατεβάσει από την οικοδοµή την ξυλεία που είχε χρησιµοποιηθεί για την κατασκευή του σκελετού από οπλισµένο σκυρόδεµα. Ειδικότερα

οι ανωτέρω πρώτος και δεύτερος εναγόµενοι, ενεργούντες µε την προαναφερθείσα ο καθένας ιδιότητα, δεν έλαβαν από αµέλεια, τα αναγκαία µέτρα, προστασίας, για τη ζωή των εργαζοµένων στην ως άνω οικοδοµή, όπως τα µέτρα αυτά προσδιορίζονται από: α) το π.δ. 778/1980 και β ) το π.δ. 1073/1981. Συγκεκριµένα δε, ενώ, σύµφωνα µε τη διάταξη της παρ. 1 εδαφ. 1 του άρθρου 85 του π.δ. 1073/81 «περί µέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδοµών και πάσης φύσεως έργων αρµοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού», η φόρτωση εκφόρτωση και µεταφορά υλικών ή αντικειµένων πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να µην εκτίθενται σε κίνδυνο πρόσωπα, λόγω καταπτώσεως, ολισθήσεως, ανατροπής, καταρρεύσεως ή θραύσεως αντικειµένων. Στην περίπτωση του ενδίκου ατυχήµατος, ο τρόπος µεταφοράς της ξυλείας από τον τρίτο όροφο της οικοδοµής όπως περιγράφηκε πιο πάνω, δεν ήταν ο ενδεδειγµένος από πλευράς όρων ασφαλείας της ζωής των απασχολουµένων, εφόσον ο παθών, που εργαζόταν στο ισόγειο, κινούµενος στον ακάλυπτο χώρο (στο πεζοδρόµιο της οικοδοµής), ήταν εκτεθειµένος στον κίνδυνο να τραυµατισθεί ανά πάσα στιγµή, από την πτώση κάποιου ξύλου ή άλλου αντικειµένου, όπως και συνέβη εντούτοις οι ως άνω πρώτος και δεύτερος εναγόµενοι δεν εφήρµοσαν, καίτοι µπορούσαν τους πλέον συνήθεις και ασφαλείς τρόπους ανεβάσµατος κατεβάσµατος ξυλείας σε υπό ανέγερση οικοδοµές, που είναι είτε µε χρήση γερανού, είτε µε κεκλιµένους αγωγούς εκφορτώσεως είτε µε τοποθέτηση ειδικής φυσούνας, αντί του τρόπου που επέλεξαν της µεταφοράς δηλαδή της ξυλείας «χέρι µε χέρι» που ενέχει αυξηµένο κίνδυνο ατυχήµατος είτε από την πτώση των µεταφεροµένων υλικών είτε και από την πτώση των ίδιων των εργαζοµένων, που ήταν τοποθετηµένα στους εξώστες των ορόφων της οικοδοµής και αντιµετώπιζαν σε κάθε στιγµή, όπως προαναφέρθηκε, τον κίνδυνο να χάσουν την ισορροπία τους και να παρασυρθούν στο κενό από το βάρος των υλικών (µαδέρια ικανού βάρους), ή να προκαλέσουν ατύχηµα από την τυχαία έλλειψη προσοχής από τους ίδιους και την ελεύθερη πτώση των υλικών στο έδαφος. Ο ισχυρισµός των δύο πρώτων εναγοµένων, ότι ήταν αντικειµενικά αδύνατη η χρησιµοποίηση γερανού για την παραπάνω εργασία διότι υπάρχουν ηλεκτροφόρα καλώδια στην περιοχή πέριξ της οικοδοµής δεν ευσταθεί καθόσον, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των µαρτύρων Α.Ε. και Π.Κ. που εξετάστηκαν κατά την προανάκριση, κατά την ίδια µέρα του ατυχήµατος (3.8.94), εργαζόταν στην οικοδοµή, από την εξωτερική πλευρά αυτής, γερανός για το ανέβασµα οικοδοµικών υλικών (τούβλων) στους ορόφους της οικοδοµής. Τον γερανό αυτόν τον χειριζόταν ο µάρτυς Α.Ε., ο οποίος, αντιληφθείς πρώτος την πτώση του καδρονιού επί του θανόντος, ανήγγειλε το ατύχηµα στον εργαζόµενο στην οικοδοµή υδραυλικό Π.Κ, και τον κάλεσε σε βοήθεια (βλ., αντιστοίχως, τις από 8.8.94 και 12.8.94 προανακριτικές καταθέσεις των ως άνω µαρτύρων). Επίσης ο αυτός µάρτυς Α.Ε. καταθέτει ότι «τα τούβλα τα είχε παραγγείλει ο εργολάβος Κ.Α.» (α εναγόµενος). Εξάλλου και ο ισχυρισµός του τελευταίου (α εναγοµένου) ότι ο θανών ήταν εργάτης του δευτέρου εναγοµένου και ουδεµία έχει ευθύνη για το ατύχηµα, διότι ουδεµία σχέση εργασίας τον συνέδεε µε αυτόν (θανόντα) είναι επίσης αβάσιµος, τόσο διότι, όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος (α εναγόµενος) ως εργολάβος ανέλαβε, δυνάµει του καταρτισθέντος µε τους οικοπεδούχους-κυρίους του έργου, ως άνω εργολαβικό προσύµφωνο την ευθύνη για οποιοδήποτε ατύχηµα ήθελε συµβεί κατά την εκτέλεση των εργασιών της οικοδοµής ή εξαιτίας αυτών (βλ. το υπ αριθµ. 4813/7.10.93 ως άνω εργολαβικό προσύµφωνο) όσον και διότι η ευθύνη του είναι αντικειµενική βάσει των περί προστήσεως αρχών του άρθρου 922 ΑΚ. Τέλος και ο ισχυρισµός του τρίτου εναγοµένων εργαζόµενου Γ.., ότι ο καδρόνι που τραυµάτισε τον παθόντα δεν έφυγε από τα χέρια του αλλά από άλλον εργαζόµενο δεν έχεται βασιµότητας, διότι ο ενεργήσας την έκθεση αυτοψίας Τεχνικός Επιθεωρητής του Υπουργείου Εργασίας Β.Γ., σαφώς βεβαιώνει ότι «κάποια στιγµή από τα χέρια του Γ.. του Β. που βρισκόταν στον 3 ο όροφο ξέφυγε ένα καδρόνι» (βλ. την από 5.8.94 έκθεση αυτοψίας του επιδίκου ατυχήµατος), αλλά και διότι από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι στον 4 ο όροφο υπήρχε και άλλος εργαζόµενος από τον οποίο ξέφυγε το θανατηφόρο αντικείµενο, όπως ισχυρίζεται ο εναγόµενος, ενώ, αντιθέτως, όλοι οι εξετασθέντες µάρτυρες κατά την πολιτική (αστική) και την ποινική δίκη καταθέτουν χωρίς ενδοιασµό ότι το καδρόνι, που η πτώση του προκάλεσε το θάνατο του Γ.Κ., έφυγε από τα χέρια του γ εναγοµένου (βλ. πρακτικά εκκαλουµένης αποφάσεως, καθώς και τις ως άνω ποιν. αποφάσεις). Περαιτέρω η υπαιτιότητα των µεν δύο πρώτων εναγοµένων εργολάβου και υπεργολάβου έγκειται,

πέραν των ανωτέρω και στο γεγονός ότι, αµφότεροι ενώ όφειλαν να παρευρίσκονται οι ίδιοι στον τόπο της εργασίας κατά τον συγκεκριµένο ως άνω χρόνο και να ασκούν αυτοί ή να αναθέσουν σε άλλο εξειδικευµένο άτοµο πέµπτο εργάτη τη διευθέτηση της διαδικασία του κατεβάσµατος της ξυλείας και να δίνουν τις κατάλληλες κάθε φορά εντολές στους εργαζοµένους, σύµφωνα µε το άρθρο 91 παρ. 2 εδ. 2 του π.δ. 1073/81, εντούτοις αµφότεροι απουσίαζαν, όπως και οι ίδιοι συνοµολογούν, από την οικοδοµή κατά το χρόνο του ατυχήµατος αλλά ούτε και µερίµνησαν για την πρόσληψη ενός πέµπτου εργάτη, για την πιο πάνω εποπτεία, ενώ εξάλλου, η υπαιτιότητα του τρίτου των εναγοµένων έγκειται συγκεκριµένα στο ότι, ενώ όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά την παράδοση κάθε ξύλου, από τον τρίτο όροφο που βρισκόταν προς τα κάτω καθόσον υπήρχε αυξηµένος κίνδυνος λόγω του όγκου και ιδίως του βάρους κάθε «καδρονιού» να ξεφύγει από τα χέρια του και να τραυµατισθεί άλλος συνάδελφός του, αυτός δεν επέδειξε τη δέουσα επιµέλεια και προσοχή την οποία µπορούσε να επιδείξει αφού είχε εµπειρία στις οικοδοµικές εργασίες, µε αποτέλεσµα από αδέξιο χειρισµό του να του ξεφύγει το καδρόνι από τα χέρια του και να πέσει πάνω στον Γ.Κ., προκαλώντας τον θάνατό του. Και ναι µεν οι πρώτος και δεύτερος των εναγοµένων, µε την υπ αριθµ. 1816/1998 ως άνω τελεσίδικη ποινική απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκαν αθώοι της απαγγελθείσης κατ αυτών (και του τρίτου εναγοµένου) κατηγορίας της ανθρωποκτονίας εξ αµελείας του Γ.Κ., κατά το ως άνω εργατικό ατύχηµα, καταδικασθέντος µε αυτήν µόνον του τρίτου των εναγοµένων, πλην όµως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το δεδικασµένο από την εν λόγω ποινική απόφαση, ως προς τον θάνατο του Γ.Κ., αφορά κατά βάση την ποινική αξίωση της πολιτείας και δεν καταλαµβάνει και την ασκηθείσα µε την ένδικη αγωγή αξίωση των εναγόντων, στενών συγγενών αυτού, για χρηµατική ικανοποίηση λόγω της εκ του θανάτου του προσγενοµένης εις αυτούς ψυχικής οδύνης (932 ΑΚ) και συνεπώς δεν δεσµεύει τη διαφορετική περί του αυτού συµβάντος και της εξ αυτού ευθύνης των εναγοµένων κρίση του παρόντος Πολιτικού ικαστηρίου (ΑΠ 1236/1998 1999.351, ΕφΠατρ 838/1996 1997.767, 768, παρατ. Μπέη, Ράµµος, Εγχειρίδιο Πολιτ. ικονοµίας Ι, παρ. 211, σ. 586-587), οι δε αντίθετοι ισχυρισµοί των εναγοµένων είναι αβάσιµοι και απορριπτέοι. Στην πρόκληση του ατυχήµατος δεν αποδείχθηκε ότι συνέτεινε οποιαδήποτε αµελής συµπεριφορά του θανόντος, όπως αβάσιµα διατείνονται οι εναγόµενοι, ισχυριζόµενοι ότι συνυπαίτιος του θανατηφόρου τραυµατισµού του ήταν και ο θανών Γ.Κ., επειδή, αν και όφειλε να έχει διαρκώς τεταµένη την προσοχή του και να παρακολουθεί το κατέβασµα της ξυλείας, δεν προφυλάχθηκε καθόλου καθόσον ταυτόχρονα µε το κατέβασµα φόρτωνε τα καδρόνια στο αυτοκίνητο, που είχε σταθµεύσει παραπλεύρως. Η επί του ισχυρισµού τούτου των εναγοµένων ένσταση συνυπαιτιότητας είναι αβάσιµη και απορριπτέα, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, διότι, όπως απεδείχθη, στον θανατηφόρο τραυµατισµό του παθόντος ουδόλως συνετέλεσε η υπ αυτού παράλληλη φόρτωση των παραλαµβανοµένων καδρονιών στο αυτοκίνητο, δεδοµένου ότι η ενέργειά του αυτή ήταν τελείως ανεξάρτητη από την κατά τα προεκτεθέντα ανεξέλεγκτη και ελεύθερη πτώση του καδρονιού επί του σώµατός του η οποία ( πτώση) θα µπορούσε να συµβεί και κατά την ώρα που ο παθών εναπέθετε τα καδρόνια στο έδαφος (και δεν τα φόρτωνε στο αυτοκίνητο) αφού και πάλι δεν θα ήταν σε θέση, έστω και για χρόνο ολίγων µόνο δευτερολέπτων, να ελέγξει την κάθοδο της ξυλείας, ώστε να προλάβει να αποµακρυνθεί τη στιγµή κατά την οποία θα ξέφευγε κάποιο καδρόνι από τα χέρια συναδέλφου του. Συνεπώς οι αντίθετοι σχετικοί λόγοι των συνεκδικαζοµένων συναφών εφέσεων είναι αβάσιµοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο θανών Γ.Κ., σύζυγος της πρώτη και πατέρας των λοιπών εναγόντων, κατά τον χρόνο του ατυχήµατος ήταν 54 ετών, ήταν υγιής, εργατικός και οι σχέσεις του µε τη σύζυγο και τα ενήλικα τέκνα του (ενάγοντες) ήταν άριστες και δεν είχαν ποτέ διαταραχθεί για οποιαδήποτε αιτία. Ενόψει τούτων και του κατά κοινή πείρα και λογική βαθέος ψυχικού άλγους των εναγόντων από τον απρόσµενο και τραγικό θάνατο του προσφιλούς των συζύγου και πατρός, που ήταν στήριγµα για την πρώτη ιδίως των εναγόντων σύζυγό του, της βαρύτατης αµελείας των εναγοµένων από την οποία επήλθε αποκλειστικά ο θάνατός του, της έλλειψης κάθε υπαιτότητος του θανόντος, της περιουσιακής κατάστασης και της κοινωνικής θέσης των διαδίκων, το δικαστήριο άγεται στη κρίση ότι η εύλογη χρηµατική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν η µεν σύζυγος του θανόντος (α

ενάγουσα) ανέρχεται σε 10.000.000 δραχµές, τα δε τέκνα του Χ. και Β.Κ. (β και γ ενάγοντες) σε 7.000.000 δραχµές. Εποµένως και το πρωτοβάθµιο δικαστήριο, που µε την εκκαλούµενη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή εν µέρει και προσδιόρισε τη χρηµατική ικανοποίηση στο αυτό ως άνω για ένα έκαστο των εναγόντων χρηµατικά ποσά, καταβλητέα και δια προσωπικής κρατήσεως των εναγοµένων δεν έσφαλε. Όλοι δε οι αντίθετοι ισχυρισµοί των εναγοµένων, όπως αναπτύσσονται εκτενώς στις συνεκδικαζόµενες εφέσεις τους, είναι αβάσιµοι και απορριπτέοι στην ουσία τους, όπως και οι εφέσεις στο σύνολό τους. Τέλος, οι εναγόµενοι εκκαλούντες, που χάνουν τη δίκη, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των εναγόντων εφεσίβλητων του παρόντος βαθµού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει ενιαίως δι όλους λόγω κοινής υπερασπίσεώς τους κατά των εφέσεων (κατά τα άρθρα 176, 183 Κπολ ).