ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π Ρ Ο Α Ν Α Κ Ρ Ι Σ Η & Σ Υ Ν ΤΑ Γ Μ Α ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΤΥΛΙΑΝΗ Γ. ΤΟΡΗ ΑΡ. ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340 2005 00 427 ΕΞΑΜΗΝΟ: Η ΑΡ. ΤΗΛΕΦΩΝΟΥ: 693 2704696 E- mail: stlltr@hotmail.com ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ: 2009 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ. 4 Α ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ 1. Έννοια και Σκοπός.σελ. 5 2. Είδη Προανάκρισης.σελ. 6 3. Ανακριτικές Πράξεις σελ. 7 4. Οι Βασικές Αρχές της Ανακριτικής Διαδικασίας σελ. 9 Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Κ.Π.Δ...σελ. 12 Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 1. Ανθρώπινη Αξία και Αξιοπρέπεια (αρ. 2 παρ.1 Σ).σελ. 16 2. Προσωπική Ασφάλεια (αρ. 5 παρ. 3, 6 και 7 Σ)..σελ. 16 3. Άσυλο κατοικίας και Προστασία του Ιδιωτικού Βίου (αρ. 9 Σ)...σελ. 20 4. Δικαίωμα Δικαστικής Ακρόασης (αρ. 20 Σ)..σελ. 22 2
Δ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 1. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σελ. 23 2. Οικουμενική Διακήρυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.σελ. 24 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ..σελ. 26 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.σελ. 27 ΠΕΡΙΛΗΨΗ σελ. 28 ΛΗΜΜΑΤΑ.σελ. 29 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 30 ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..σελ. 32 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η μελέτη λειτουργίας του ανακριτικού συστήματος στην Ελλάδα καθώς και η εναρμόνισή του με τα συνταγματικώς αλλά και διεθνώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου αποτελεί έργο μεγάλης σημασίας και κοινωνικο-νομικού ενδιαφέροντος. Η προανάκριση καθίσταται πλέον ένας θεμελιώδης θεσμός στην διερεύνηση και εξιχνίαση εγκλημάτων, ιδίως αυτών που απασχολούν συχνότερα την κοινή γνώμη. Συγκεκριμένα, θέτει σε εκκίνηση την ποινική δίωξη ενός δράστη ώστε έπειτα από ενδελεχή έρευνα να εξακριβώσει τα στοιχεία και τα υποκείμενα του εγκλήματος, αποσκοπώντας στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και ασφάλειας. Το ζήτημα όμως που ανακύπτει είναι ποιά είναι και σε ποιό βαθμό εξασφαλίζονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά την προανακριτική διαδικασία. Δεν είναι, δυστυχώς, λίγες οι φορές που οι ανακριτικοί υπάλληλοι προβαίνουν σε αυθαιρεσίες και στο όνομα μίας τυπικής τους υπεροχής παραβιάζουν την αξιοπρέπεια ή την προσωπική ελευθερία και ασφάλεια των κατηγορουμένων. Μην ξεχνάμε πως όλοι είμαστε πολίτες ενός δίκαιου και κοινωνικού κράτους που στόχο έχει να προστατέψει και όχι να καταστρατηγήσει τα δικαιώματα των πολιτών του. Με την εκπόνηση αυτής της εργασίας μου επιδιώκω να διερευνήσω τον θεσμό της προανάκρισης και πως αναπτύσσεται αλλά και να καταδείξω τα δικαιώματα του κατηγορουμένου τόσο ως δικονομικό υποκείμενο όσο και ως άνθρωπο και ευρωπαίο πολίτη. Αθήνα 2009 Στυλιανή Τόρη 4
Α ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ 1. Έννοια και Σκοπός Η ποινική δίωξη για πλημμέλημα κινείται κατά κανόνα με τη γραπτή παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα για διενέργεια προανάκρισης, η οποία δίνεται σε οποιοδήποτε (γενικό ή ειδικό) ανακριτικό υπάλληλο. Την προανάκριση μπορεί ασφαλώς να τη διενεργήσει και ο ίδιος ο εισαγγελέας (αρ. 31 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ), ενώ σε όσες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος και ο ανακριτής (αρ. 33 παρ. 3 ΚΠΔ). Σε σχέση τέλος με τους ανηλίκους αρμόδιος καθίσταται ο ειδικός ανακριτής ανηλίκων (αρ. 33 παρ.3 ΚΠΔ) 1. Η προανάκριση στη συνέχεια, αν και αποτελεί μία απ τις κύριες μορφές ανακριτικής διαδικασίας δεν απαιτεί την ίδια εξαντλητική διερεύνηση με την ανάκριση γι αυτό άλλωστε και χαρακτηρίζεται ως «συνοπτική». Ακόμα, δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τους δέκα μήνες, σε αντίθεση με την ανάκριση που οφείλει να περατωθεί μέσα σε ένα χρόνο. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως η προανάκριση εποπτεύεται τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά από τον εισαγγελέα, αφού οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ενεργούν στα πλαίσια των εισαγγελικών εντολών. Γενικότερα, σκοπός της όλης ανακριτικής διαδικασίας είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχειών ώστε να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι αυτό(αρ. 239 παρ.1 ΚΠΔ). Ακόμα κατά τη διάρκεια αυτής 1 ΘΕΟΧΑΡΗ Ι.ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2003, ΣΕΛ.139 5
εξετάζεται κάθε στοιχείο όχι μόνο για την ενοχή αλλά και για την αθωότητα του κατηγορουμένου καθώς και κάθε τι σχετικό με την προσωπικότητά του και που θα επηρέαζε την επιμέτρηση της ποινής του (αρ.239 παρ.2 ΚΠΔ). Κατά αυτόν τον τρόπο στοχεύεται να εξακριβωθεί η αλήθεια και να μην παραπεμφθούν άδικα σε δίκη αθώοι πολίτες. 2. Είδη Προανάκρισης Η προανάκριση αν και αποτελεί ειδική μορφή της ανακριτικής διαδικασίας θα μπορούσε να διαιρεθεί σε είδη όπως στην κύρια προανάκριση και στην αστυνομική προανάκριση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση. Η κύρια προανάκριση περιγράφεται στο αρ. 243 παρ. 1 ΚΠΔ και σημαίνει την άσκηση ποινικής δίωξης από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά από γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα. Ειδικότερα, προανάκριση η οποία διενεργήθηκε χωρίς την προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα είναι απολύτως άκυρη 2, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αστυνομικής προανάκρισης της παρ.2 του αρ. 243 ΚΠΔ. Πιο αναλυτικά, αν από την καθυστέρηση (μέχρι δηλαδή να επέμβει ο εισαγγελέας) απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, τότε όλοι οι κατά τα άρθρα 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις, που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Πρόκειται, λοιπόν, για μία άμεση και χωρίς καθυστέρηση ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού για εγκλήματα που καταλαμβάνονται επ αυτόφωρο ή σε άλλες κατεπείγουσες περιπτώσεις, πριν ακόμα δοθεί η σχετική εισαγγελική παραγγελία που δεν μπορεί άλλωστε από την ίδια τη φύση του πράγματος να φτάσει πάντοτε εγκαίρως. 3 Έτσι έχουμε σχεδόν μία αυτόματη αντίδραση των κρατικών οργάνων στο έγκλημα που προσπαθεί να κατευνάσει το συντομότερο την κοινωνική αναταραχή και να καθησυχάσει τους παθόντες και τον συγγενικό τους κύκλο. Δεν θεωρείται, βέβαια, ότι ξεκινά τυπικά η ποινική δίωξη- γι αυτό και λέγεται ότι οι ενέργειες αυτές των ανακριτικών υπαλλήλων τελούν «υπό την αίρεση της έγκρισής τους από τον εισαγγελέα. Ωστόσο η πολύ 2 Βλ. αρ. 27, 43, 72,73 και 171 παρ.1 εδ.β ΚΠΔ 3 ΝΙΚ.Κ.ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ, ΘΕΜΕΛΕΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ,2 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1994, ΣΕΛ.98 6
διαδεδομένη στην πράξη ( και ιδιαίτερα στα βαρύτερα εγκλήματα) «προανάκριση» αυτή εξομοιώνεται από τον νόμο προς τη γνήσια προανάκριση και τόσο σε σχέση με τις δυνατότητες δράσης των φορέων της, όσο και κατά το ότι εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται φέρει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και θωρακίζεται έτσι κατ αρχήν με όλα τα δικαιώματα του τελευταίου (αρ. 105 ΚΠΔ). 4 Η μόνη επιφύλαξη που μπορεί να διατυπωθεί στο προκείμενο θέμα είναι, ότι η αστυνομική ανάκριση δεν θα πρέπει να παρατείνεται χρονικά ή να επεκτείνεται μέχρι και τη λήψη της απολογίας του συλληφθέντος δράστη (αρ. 11 παρ. β ν. 3160/2003), αφού ακριβώς η σύλληψή του (που επιτρέπεται από το αρ.275 ΚΠΔ) εξαλείφει τον κίνδυνο που δικαιολογεί την αστυνομική προανάκριση. Με αυτόν τον τρόπο θα μειώνεται το ενδεχόμενο ταπεινωτικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή ακόμα και άσκησης βασανιστηρίων σε βάρος του κρατουμένου ατόμου. 5 Εξέχουσα σημασία στην διερεύνηση ποινικών υποθέσεων έχει λάβει μετά τη μεταρρύθμιση των ετών 2003-2005 ο θεσμός της «προκαταρκτικής εξέτασης». Αν και πρόκειται για ένα προηγούμενο στάδιο της ποινικής δίωξης, διενεργείται από τον εισαγγελέα ή κατ εντολή του από τους ανακριτικούς υπαλλήλους και σκοπεύει να διαπιστώσει αν οι υφιστάμενες υπόνοιες εμφανίζουν το ποσοστό εκείνο βασιμότητας, ενόψει του οποίου η κίνηση της ποινικής δίωξης αποβαίνει επιβεβλημένη. Αν και δεν εντάσσεται στην διαδικασία της προανάκρισης (καθώς λαμβάνει χώρα πριν απ αυτήν και έχει αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα) επιτελεί σημαντικό έργο στην αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων. 6 3. Ανακριτικές Πράξεις Με την εισαγγελική παραγγελία για τέλεση προανάκρισης οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν αν προβούν σε ορισμένες ενέργειες προκειμένου να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες και ίσως καθοριστικές για την εξέλιξη της υπόθεσης αποδείξεις. Οι πράξεις που διενεργούν ονομάζονται ανακριτικές πράξεις και διακρίνονται αρχικά σε δύο γενικότερες κατηγορίες όπως α) «στα στρεφόμενα κατά της προσωπικής ελευθερίας μέτρα», τα οποία είναι λ.χ. η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση, ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, οι περιοριστικοί όροι και η βίαιη προσαγωγή και β) «στα διερευνητικά μέτρα» όπως λ.χ. η κατ οίκον έρευνα, η σωματική έρευνα, η κατάσχεση, η παρακολούθηση 4 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ, ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, 3 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Ν. ΣΑΚΟΥΛΑΣ, 2007,ΣΕΛ. 118 5 ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ,ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ, 6 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΟΥΛΑ,ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2006, ΣΕΛ.98 6 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ, ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, 3 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Ν. ΣΑΚΟΥΛΑΣ, 2007,ΣΕΛ. 117 7
τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η αυτοψία, η εξέταση γενετικού υλικού και οι λοιπές μορφές πραγματογνωμοσύνης. Στη συνέχεια, εμφανίζεται άλλη μία σημαντική διάκριση τους, σε γενικές με βάση το αρ. 251 ΚΠΔ και σε ειδικές σύμφωνα με το αρ. 253 Α ΚΠΔ των οποίων το πεδίο εφαρμογής έγκειται σε συγκεκριμένα εγκλήματα καθώς επίσης χαρακτηρίζονται από απόλυτη μυστικότητα κατά τον τρόπο διενέργεια τους. 7 Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων πράξεων είναι αυτών που στοχεύουν στην αντιμετώπιση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και εισήχθησαν στον ΚΠΔ με τον ν. 2928/2001. Λεπτομερέστερα αποτελούνται από την ανακριτική διείσδυση, τις ελεγχόμενες μεταφορές, την άρση του απορρήτου των ανταποκρίσεων και της επικοινωνίας, της καταγραφής δραστηριότητας ατόμων ή γεγονότων σε δημόσιο χώρο και τέλος της συσχέτισης ή του συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 8 Πιο αναλυτικά οι ανακριτικές πράξεις τίθενται σε εφαρμογή για την ανάγκη διαλεύκανσης της υπόθεσης, την ανάγκη εξασφάλισης του αποδεικτικού υλικού αλλά και τη γενικότερη ανάγκη ομαλής διεξαγωγής της δίκης. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα παραπάνω προληπτικά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού λαμβάνουν χώρα με βάση την παραδοχή ότι η ποινική δίκη συγχωρείται σε επείγουσες ανάγκες προστασίας της κοινωνίας από «επικίνδυνους» δράστες να προωθεί παράλληλα με την εμπέδωση της διαταραχθείσας κοινωνικής ειρήνης και την αποτροπή της σφόδρα πιθανολογούμενης διατάραξής της. 9 7 ΘΕΟΧΑΡΗ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2003, ΣΕΛ. 158, 159 8 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ, ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, 3 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Ν. ΣΑΚΟΥΛΑΣ, 2007,ΣΕΛ. 309 9 ΘΕΟΧΑΡΗ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2003, ΣΕΛ. 161 8
4. Οι Βασικές Αρχές της Ανακριτικής Διαδικασίας Α. Η αρχή της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού Η αυτεπάγγελτη δράση των κρατικών οργάνων, στην ποινική δίωξη, φανερώνει τη σημασία που αποδίδει η Πολιτεία στην αντιμετώπιση του εγκλήματος και συνάμα την επιλογή της να καταστήσει τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης αμιγώς κρατική υπόθεση. Η σχετική αρχή αποτυπώνεται με σαφήνεια στις διατάξεις των άρθρων 239 παρ.2 και 251 ΚΠΔ. Βασικά προϋποθέτει πως όλη η διερεύνηση της υπόθεσης ανατίθεται στα ανακριτικά όργανα. Αυτό σημαίνει ότι κανείς διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξειανάλογα με τη θέλησή του- την αθωότητα ή την ενοχή του ίδιου ή άλλου προσώπου στην ποινική διαδικασία. Για την ακρίβεια το βάρος απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου δεν υφίσταται ωστόσο και ορθώς, ούτε για τον εισαγγελέα που κινεί την ποινική δίωξη, ούτε για τον ανακριτή ή τους ανακριτικούς υπαλλήλους που διερευνούν την υπόθεση αφού όλα τα ως άνω πρόσωπα διέπονται από την υποχρέωση αντικειμενικότητας. 10 Β. Η αρχή της έγγραφης διαδικασίας Με βάση το αρ. 241 ΚΠΔ η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως καθώς και με την παρουσία δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή αν δεν υπάρχουν αυτοί με την παρουσία δύο μαρτύρων που πληρούν τις προϋποθέσεις του αρ. 150 ΚΠΔ και αν δεν μπορούν να βρεθούν ούτε αυτοί, μόνο από τον ανακρίνοντα. Στόχος αυτής της αρχής είναι τόσο η ευκολία πρόσβασης εξαιτίας της συγκέντρωσης των στοιχείων στον φάκελο δικογραφίας, όσο και η άσκηση ελέγχου της διαδικασίας συλλογής αποδείξεων ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητά τους. Γ. Η αρχή της εξωτερικής μυστικότητας Σύμφωνα με το αρ. 241 ΚΠΔ η ανάκριση γίνεται πάντα χωρίς δημοσιότητα, δηλαδή χωρίς την παρουσία οποιωνδήποτε πολιτών κατά τη διενέργεια των ειδικότερων ανακριτικών πράξεων και άρα χωρίς τη γνώση του περιεχομένου των ειδικότερων στοιχείων τους. Ωστόσο, δεν 10 ΘΕΟΧΑΡΗ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2003, ΣΕΛ. 132 9
εμποδίζεται η άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων, με αποτέλεσμα να μπορούν να λάβουν γνώση των εγγράφων της ανάκρισης όσο και να παραστούν στις επιμέρους ανακριτικές πράξεις. Γι αυτό άλλωστε καλείται και εξωτερική μυστικότητα. Δ. Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών Η παραπάνω αρχή στηρίζεται στην ορθή αντίληψη πως όσο σοβαρότερο είναι το ανακριτικό μέτρο σε βάρος του κατηγορουμένου και όσο δυσμενέστερη η θέση του, τόσο αυξημένος πρέπει να είναι και ο βαθμός των υπονοιών ενοχής του. Συγκεκριμένα, για τη διενέργεια ερευνών απαιτείται βάσιμη υπόνοια ή σπουδαίος λόγος, για την επιβολή προσωρινής κράτησης σοβαρές ενδείξεις ενοχής και τέλος για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο επιβάλλεται η συνδρομή επαρκών ενδείξεων ενοχής (όπως στα αρ. 245 παρ. 2 και 308 παρ.4 ΚΠΔ). 11 Ε. Η αρχή της αναγκαιότητας Κάθε δικονομικό μέτρο και κάθε περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων που λαμβάνει χώρα με σκοπό την εξιχνίαση των εγκλημάτων πρέπει να κρίνεται ως αναγκαίος για την υλοποίηση αυτού του σκοπού. Η αρχή της αναγκαιότητας εμφανίζεται ενδεικτικά στα αρ. 200 Α για τη διενέργεια ανάλυσης DNA, στα αρ. 253, 255 & 257 για την κατ οίκον και των σωματικών ερευνών αλλά και στο αρ. 282 παρ.1,3 για την επιβολή περιοριστικών όρων ή προσωρινής κράτησης. Ζ. Η αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου Η αρχή αυτή επιβάλλει στον ανακρίνοντα την προσεκτική στάθμιση των ειδικών συνθηκών κάθε περίστασης κατά την εφαρμογή των διαφόρων ανακριτικών μέτρων. Π.χ. θα πρέπει να αποφεύγεται η επιβολή μίας εγγυοδοσίας σημαντικού ύψους στον οικονομικώς αδύνατο κατηγορούμενο (αρ. 297 παρ.1 ΚΠΔ). 12 Η. Η αρχή της αναλογικότητας Η αρχή αυτή εντοπίζεται ρητά στο αρ. 25 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος «οι κάθε είδους περιορισμοί και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Σχετικά δε με το δημόσιο συμφέρον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα της κύρωσης, η σοβαρότητα του 11 ΘΕΟΧΑΡΗ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2003, ΣΕΛ. 134 12 ΑΡΓΥΡΙΟΣ ΚΑΡΡΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, 3 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2007, ΣΕΛ. 374 10
εγκλήματος, η αποδοτικότητα του ανακριτικού μέτρου και η ένταση των ενδείξεων ενοχής. Επομένως, δεν θα κριθεί νόμιμη π.χ. η επιβολή εγκλεισμού σε ψυχιατρείο ενός κατηγορούμενου για πλημμέλημα (αρ.200 ΚΠΔ) ή η κατάσχεση και περαιτέρω δήμευση ενός οχήματος εξαιτίας της μεταφοράς ενός λαθρομετανάστη ή μίας μικρής ποσότητας ναρκωτικού. Θ. Η αρχή της απαγόρευσης εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση Σύμφωνα με το αρ. 14 παρ.3 ζ του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, το οποίο κυρώθηκε με τον ν. 2462?1997, κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα την εγγύηση «να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του». Απαγορεύεται, λοιπόν, όχι μόνο η αυτοενοχοποίηση αλλά και κάθε δραστηριότητα που μπορεί να μετατραπεί, χωρίς τη συναίνεση του δρώντος προσώπου, σε επιβαρυντικό γι αυτόν στοιχείο. Δηλαδή τόσο η ομολογία όσο και κάθε επέμβαση στο σώμα ή χορήγηση φαρμάκων που γίνεται με εξαπάτηση και χωρίς επαρκή πληροφόρηση, οδηγεί στην απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω προσβολής υπερασπιστικού δικαιώματος του εξεταζομένου. 13 13 ΘΕΟΧΑΡΗ Ι. ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΟΜΟΣ Β, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2003, ΣΕΛ. 137 11
Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ Κ.Π.Δ. 1. Δικαίωμα Διορισμού Συνηγόρου Στο άρθρο 96 του ΚΠΔ ο κάθε διάδικος μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται με περισσότερους από δύο συνηγόρους στην προδικασία και τρεις στο ακροατήριο. Ακόμα ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει διορισμό συνηγόρου από τον ανακριτή και αντίστοιχα ο τελευταίος αν ικανοποιήσει το αίτημά του (αρ.100 παρ. 3 ΚΠΔ). Μολονότι, τέλος, το ως άνω δικαίωμα περιορίζεται ρητά στην κύρια ανάκριση, θα πρέπει να γίνει δεκτή η επέκτασή της και στο στάδιο της προανάκρισης. 14 2. Δικαίωμα Παράστασης στις Ανακριτικές Πράξεις Οι διάδικοι χουν δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, γι αυτόν τον λόγο πρέπει να προσκαλούνται έγκαιρα ώστε να παρευρεθούν οι ίδιοι ή να εκπροσωπηθούν απ τους συνηγόρους τους (αρ. 97 ΚΠΔ). 14 ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Λ., ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΑ Γ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 1989, ΣΕΛ. 32 12
3. Δικαίωμα Υποβολής Ερωτήσεων Σύμφωνα με το άρθρο 99 ΚΠΔ οι διάδικοι που παρίστανται και οι συνήγοροί τους δικαιούνται αν απευθύνουν ερωτήσεις και να υποβάλλουν παρατηρήσεις που καταχωρίζονται με αίτησή τους στην έκθεση. 4. Δικαίωμα παραστάσεως με δικηγόρο και επικοινωνίας μαζί του Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα στην απολογία του και σε κάθε εξέτασή του να παρίσταται με συνήγορο. Επιπλέον σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να απαγορευθεί η επικοινωνία μαζί του (αρ. 100 ΚΠΔ). 15 5. Δικαίωμα Πληροφόρησης Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης και να ζητά αντίγραφό τους (αρ. 101 ΚΠΔ), καθώς παράλληλα ο ανακριτικός υπάλληλος έχει υποχρέωση αν ανακοινώνει το περιεχόμενό τους στον κατηγορούμενο (αρ. 101 παρ.1 και 104 ΚΠΔ). 6. Δικαίωμα παροχής επαρκούς προθεσμίας για απολογία 16 15 ΣΧΕΤΙΚΑ ΒΛ. ΓΝΜΔΤΔ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΛΗΜ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 4/1997, ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ 1997 Β, ΣΕΛ. 908 16 ΚΑΡΡΑΣ ΑΡΓ., ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Γ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2007, ΣΕΛ. 404 13
Στο άρθρο 102 ΚΠΔ ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει έως 48 ώρες προθεσμία προκειμένου να ετοιμάσει την απολογία του, η οποία μπορεί να παραταθεί ανάλογα με τις περιστάσεις. 7. Δικαίωμα ενημέρωσης για τα δικαιώματά του Αμέσως μετά τη βεβαίωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου, ο ανακριτής οφείλει να του εξηγήσει με σαφήνεια όλα τα παραπάνω δικαιώματά του (αρ. 103 ΚΠΔ). 8. Δικαίωμα σιωπής Ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα προστασίας του κατηγορουμένου είναι αυτό που του δίνει το δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει στις κατηγορίες που τον βαρύνουν. Ρητά αναφέρεται στο αρ. 273 παρ. 2 εδ. β καθώς παράλληλα αποτελεί έκφραση του δικαιώματος της προσωπικότητας του αρ. 5 παρ.1 του Συντάγματος. 17 Καθίσταται, επίσης, μία απ τις πιο βασικές θεσμικές εγγυήσεις για τον φερόμενο ως δράστη από τις διάφορες πιέσεις που μπορεί να του ασκηθούν από τις διωκτικές αρχές, την κατηγορούσα αρχή και το δικαστήριο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του ή να θεωρηθεί ως ένδειξη ενοχής το γεγονός ότι αρνήθηκε να απαντήσει στην κατηγορία. Με λίγα λόγια ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος 17 Γ. ΚΑΜΙΝΗ, ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ. ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1998 ΣΕΛ. 211 14
να καταθέσει επιβαρυντικά γι αυτόν περιστατικά, δηλαδή να αυτοκατηγορηθεί. 18 9. Άλλα δικαιώματα -Δικαίωμα να απαντήσει αναληθώς -Δικαίωμα να μηνύσει τον μηνυτή του -Δικαίωμα να ζητά τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων -Δικαίωμα να προτείνει μάρτυρες υπεράσπισης 18 ΚΑΡΡΑΣ ΑΡΓ., ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Γ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2007, ΣΕΛ. 423 15
Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 1. Ανθρώπινη Αξία και Αξιοπρέπεια(απ. 2 παρ. 1 Σ) Αρχικά, η προστασία του κατηγορουμένου πηγάζει από την αρχή της ανθρώπινης αξίας, η οποία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του συνταγματικού μας συστήματος. Η κρατική αρχή μπορεί να ενεργεί, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να προσβάλει ή να καταστρατηγεί τα ατομικά και περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου. Ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να μεταβάλλεται σε αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας. Πιο αναλυτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η ανθρώπινη αξία δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα αλλά πηγή άλλων συγκεκριμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ακόμα, ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια δεν ταυτίζονται ως έννοιες, καθώς η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αναφέρεται κυρίως στην κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, ενώ η ανθρώπινη αξία προσδιορίζεται από την ίδια την ανθρώπινη οντότητα. Πάντως, η ανθρώπινη αξία είναι έμφυτη με τον άνθρωπο και δεν αφαιρείται με νομικούς κανόνες, όπως δεν είναι δυνατή με τους ίδιους κανόνες η αφαίρεση άλλων φυσικών ιδιοτήτων λ.χ. του φύλου ή της ηλικίας. 19 19 ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007, ΣΕΛ. 291 16
7 Σ). 20 Γενικά, ο άνθρωπος μπορεί να κινείται και να ενεργεί ελεύθερα, 2. Προσωπική Ασφάλεια (αρ. 5 παρ. 3, 6 και 7 Σ) Η προσωπική ασφάλεια στο σύνταγμά μας προστατεύεται σε δύο φάσεις. Αρχικά, εμφανίζεται με την στενή έννοια του όρου, που περιλαμβάνει την ελευθερία από αυθαίρετη καταδίωξη, σύλληψη, φυλάκιση και άλλους περιορισμούς της φυσικής (σωματικής) ελευθερίας (αρ.5 παρ. 3 και 6 Σ). Η δεύτερη φάση αφορά την άσκηση της ποινικής κατηγορίας, την εκδίκαση, την επιβολή και την έκτιση της ποινής (αρ. χωρίς, βέβαια, να παραβιάζει τους νόμους και τα δικαιώματα τρίτων. Η στέρηση της ελευθερίας αποτελεί βασικό περιορισμό αυτού του δικαιώματος, ο οποίος απαντάται συχνά στις ποινικές σχέσεις και στις προανακριτικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, στο αρ. 5 παρ.3 «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη όπως ορίζει ο νόμος» θεσπίζονται γενικοί κανόνες για την προστασία του ατόμου από αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, ενώ το αρ. 6 περιέχει ειδικές εγγυήσεις που αφορούν την άσκηση ποινικής κατηγορίας, την εκδίκαση και την έκτιση της ποινής. Φορέας, έπειτα, των σχετικών δικαιωμάτων είναι κάθε πρόσωπο και των αντίστοιχων υποχρεώσεων η κρατικές αρχές. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι η προσωπική ελευθερία του άρθρου αυτού ως αμυντικό δικαίωμα «τριτενεργεί», στρέφεται δηλαδή και κατά παντός ιδιώτη. 21 Συγκεκριμένα, προστασία της προσωπικής ασφάλειας από προσβολές ιδιωτών παρέχει το ποινικό δίκαιο που τιμωρεί τα εγκλήματα της αρπαγής (322 ΠΚ) και του δουλεμπορίου (323 ΠΚ). 22 Ειδικότερα, «σύλληψη» με την έννοια των άρθρων 5 παρ.3 και 6 παρ.1 του Σ είναι γενικά η υποβολή προσώπου στη φυσική εξουσία κρατικών οργάνων με σκοπό ή αποτέλεσμα την (προσωρινή έστω) στέρηση της ελευθερίας του (περιλαμβάνεται και η βίαιη προσαγωγή 20 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΚΟΛΟΥΤΣΟΣ, ΣΕΛ. 46 21 ΓΙΑ ΤΟ ΑΔΟΚΙΜΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥ, ΒΛ. ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟ «ΣΤΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ», ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ 22 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ. ΚΟΛΟΥΤΣΟΣ, ΣΕΛ.48 17
υπόπτου ή μάρτυρα). Ιδιαίτερη προβληματική εμφανίζει η πολύ συχνή στην πράξη, η χωρίς ένταλμα προσαγωγή ατόμων στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Ο Κ. Χρυσόγονος διατείνεται υπέρ της αντισυνταγματικότητας 23, ενώ ο Αν. Δημητρόπουλος δέχεται ότι πρόκειται για έναν απλό περιορισμό της ελευθερίας κίνησης, υπό την προϋπόθεση, βέβαια ότι ο έλεγχος περατώνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα και ο ελεγχόμενος αφήνεται κατόπιν ελεύθερος. 24 Σε αυτό το δικαίωμα εντάσσονται και οι σωματικές έρευνες του αρ. 257 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να διεξάγονται μόνο όπου υπάρχει ανάγκη για την εξακρίβωση αλήθειας και με τρόπο που να μην θίγει, όσο είναι δυνατό, το αίσθημα ντροπής του προσώπου. Έπειτα, με τον όρο «δικαστικό ένταλμα» εννοείται αυτό που έχει εκδοθεί από πρόσωπο που χαρακτηρίζεται ως δικαστικός λειτουργός και περιβάλλεται από τις εγγυήσεις του Συντάγματος (αρ. 87-91). Η αιτιολογία του εντάλματος σημαίνει ότι αυτό πρέπει να μνημονεύει το έγκλημα και τις κρίσιμες ποινικές διατάξεις. Εξαίρεση εμφανίζεται στα αυτόφωρα εγκλήματα ( αρ.6 παρ. 2 Σ). 25 Στη συνέχεια, αξίζει να σημειωθεί η παρ. 4 του σχετικού άρθρου σύμφωνα με την οποία ορίζονται τα ανώτατα όρια προφυλάκισης το οποία δεν μπορούν αν υπερβούν το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα, εκτός από εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως επίσης και προσθήκη με την αναθεώρηση του 2001 «Απαγορεύεται της ίδιας υπόθεσης» που προσπαθεί να περιορίσει ακόμα περισσότερο τον «αυστηρό» δικαστή. Έπειτα, θα πρέπει να τονιστεί ότι από το άρθρο 6 Σ συνάγεται εμμέσως το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (in dubio pro reo) το οποίο δικαιολογεί τη μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη να ορίσει τέτοιες συγκεκριμένες προθεσμίες, να απειλήσει με κυρώσεις κατά 23 ΚΩΣΤΑΣ Χ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, 2 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2002, ΣΕΛ. 231 24 ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007, ΣΕΛ. 283 25 ΚΩΣΤΑΣ Χ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, 2 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2002, ΣΕΛ. 217 18
των παραβατών και να προβλέψει ακόμα και αποζημίωση για όσους άδικα στερήθηκαν την προσωπική τους ελευθερία. 26 Στο άρθρο 7 Σ, τέλος, αναφέρεται μία θεμελιώδης αρχή του ποινικού δικαίου «έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο» ή αλλιώς «nullum crimen nulla poena sine lege». Ουσιαστικά πρόκειται για μία διπλή ποινική προστασία του συνταγματικού νομοθέτη του δικαιώματος της προσωπικής ασφάλειας αφού επιτάσσει τόσο κανένα έγκλημα χωρίς νόμο όσο και καμία ποινή χωρίς νόμο. Πρέπει δηλαδή να προυπάρχει νόμος που να ορίζει με συγκεκριμένο τρόπο το έγκλημα. Ως έγκλημα, τώρα, θεωρείται από ορισμένους κάθε απαγορευμένη και συνεπώς τιμωρούμενη πράξη, άρα και η διοικητική παράβαση και το πειθαρχικό αδίκημα. 27 Επιπλέον, με βάση την αρχή αυτή, απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή δυσμενέστερης για τον κατηγορούμενο ποινής «Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης» αρ. & παρ. 1 εδ. β» Σ. Με επιχείρημα, βέβαια, a contrario από τα παραπάνω, προκύπτει ότι επιτρέπεται η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου. 28 Περαιτέρω συναγόμενες αρχές καθίστανται η απαγόρευση διπλής δίωξης για το ίδιο έγκλημα, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, η απαγόρευση του πολιτικού θανάτου και η απαγόρευση γενικής δήμευσης. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί η παρ. 2 του αρ. 7 Σ «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει.». Οι ειδικές αυτές απαγορεύσεις αναφέρονται ενδεικτικά ως περιπτώσεις της γενικής απαγόρευσης προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 29 Πιο συχνά συναντάται οι ανακριτικοί υπάλληλοι να επιδίδονται σε μορφές ψυχολογικής κυρίως βίας προκειμένου να αποσπάσουν ομολογία του κατηγορουμένου, με περίεργα τεχνάσματα που 26 ΚΩΣΤΑΣ Χ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, 2 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2002, ΣΕΛ. 216 27 ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007, ΣΕΛ. 291 28 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ Α. ΔΗΜΤΡΟΠΟΥΛΟ, όχι απλά επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται από το Σύνταγμα 29 Π.Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Α, 2 ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2005, ΣΕΛ. 249 19
επηρεάζουν το συναίσθημα και τη σκέψη του. Σε κάθε περίπτωση αν αποδειχθεί ότι η ομολογία προέρχεται είτε μετά από σωματική κάκωση (χωρίς και εδώ να είναι λίγα τα σχετικά συμβάντα) είτε από ιδιαίτερα επιλήψιμη ψυχολογική πίεση, το δικαστήριο οφείλει να μην τα λαμβάνει υπόψη. 3. Άσυλο κατοικίας και Προστασία του Ιδιωτικού Βίου (αρ. 9 Σ ) Μολονότι το αρ. 9 Σ δεν εντάσσεται στα δικαστικά συνταγματικά δικαιώματα, παρέχει σημαντική προστασία στον κατηγορούμενο από τις ενδεχόμενες αυθαιρεσίες των κρατικών οργάνων κατά τη διάρκεια της προανακριτικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως η κατοικία κάθε φυσικού και νομικού προσώπου αποτελεί άσυλο και πως η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Ειδικότερα όμως, στην παρ. 1 εφ. γ απευθύνεται μόνο (όπως γίνεται στην πράξη δεκτό) στις ανακριτικές πράξεις, αυτές δηλαδή που αποβλέπουν στη συλλογή αποδείξεων για κάποιο έγκλημα, για τις οποίες απαιτεί πάντοτε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας. 30 Το άσυλο πέρα από αμυντικό δικαίωμα έχει και προστατευτικό περιεχόμενο κατά της κρατικής εξουσίας, την οποία υποχρεώνει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα για τη διασφάλισή του μέτρα. 31 Απαγορεύεται, επομένως, η είσοδος και η παραμονή δημοσίων οργάνων στη κατοικία ενός προσώπου χωρίς τη γνώση ή παρά τη θέλησή του. Αυτό εξασφαλίζουν και τα αρ. 253, 254 και 255 του ΚΠΔ, σύμφωνα με τα οποία, αρχικά, η κάθε είδους έρευνα πρέπει να διενεργείται όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι θα διευκολύνει την εξιχνίαση του εγκλήματος, αλλά και με εκπροσώπους της δικαστικής εξουσίας ( εισαγγελέα, ανακριτή, ειρηνοδίκες, αξιωματικούς της αστυνομίας). 30 ΚΩΣΤΑΣ Χ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, 2 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2002, ΣΕΛ. 233 31 ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007, ΣΕΛ. 169 20
Αξιοσημείωτο καθίσταται πως οι συγκεκριμένες περιπτώσεις επιτρεπόμενης έρευνας δεν συνιστούν περιορισμούς αλλά οριοθέτηση του αμυντικού δικαιώματος κατοικίας, στο πλαίσιο θεσμικής προσαρμογής του δικαιώματος στην ειδική ποινική σχέση προς διευκόλυνση της τελευταίας ως αναγνωρισμένου θεσμού. 32 Η παραβίαση, στη συνέχεια, της ιδιωτικής ζωής του ατόμου εμπερικλείει μία ευρύτερη προστασία καθώς αναφέρεται και σε άλλα είδη επεμβάσεως στον προσωπικό χώρο και επικοινωνία του πολίτη. Παράδειγμα αποτελεί η οπτικοακουστική παρακολούθηση η οποία επιτρέπεται υπό τους όρους του αμφίβολης συνταγματικότητας ν. 2713/1999. Γενικότερα, η ιδιωτική ζωή του ατόμου όσο καθίσταται νόμιμη και δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων οφείλεται να είναι προστατευμένη και να τηρείται μυστική. Η προστασία αυτή αίρεται μόνο αν οι τελούμενες πράξεις του προσώπου κρίνονται ως πιθανά σοβαρά πλημμελήματα ή κακουργήματα. Ακόμα, η διακήρυξη του απαραβίαστου της οικογενειακής ζωής, σημαίνει πως κάθε άνθρωπος έχει ατομικό δικαίωμα να δημιουργήσει οικογένεια και να δημιουργήσει ανενόχλητα τη ζωή του στο πλαίσιό της 33, κάτι που προσλαμβάνει σημασία στην προανάκριση όπου δεν μπορεί να επιβληθεί σε μέλη της οικογένειας του κατηγορουμένου η υποχρέωση αναγγελίας του εγκλήματος του τελευταίου ή η υποχρέωση μαρτυρίας σε βάρος του (αρ. 222 ΚΠΔ), αφού κάτι τέτοιο θα διασπούσε την οικογενειακή αλληλεγγύη και θα έρχονταν σε καθαρή αντίθεση με το Σύνταγμα. Τέλος, στην παρ. 2 του αρ. 9 Σ ορίζεται πως οι παραβάτες του ασύλου της κατοικίας και του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής κρίνονται ότι διαπράττουν κατάχρηση εξουσίας και συνεπώς οφείλουν πλήρη αποζημίωση στον παθόντα. 32 ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007, ΣΕΛ. 177 33 Π.Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Α, 2 ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2005, ΣΕΛ. 394 21
4. Δικαίωμα Δικαστικής Ακρόασης (αρ. 20 Σ) Με βάση το αρ. 20 Σ καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του. Στην προανάκριση, ειδικότερα, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί τους ισχυρισμούς της κατηγορούσας αρχής, του αντιδίκου, του πολιτικώς ενάγοντος, τα στοιχεία που συνέλλεξαν οι ανακριτικοί υπάλληλοι, όπως και να λάβει γνώση του εντάλματος επιβολής προσωρινής κράτησης σε βάρος του. 34 Γενικά, του παρέχεται το δικαίωμα να προετοιμάσει όσο το δυνατόν καλύτερα την υπεράσπισή του, προκειμένου να προστατέψει τόσο τον εαυτό του όσο και να αναδειχθεί η αλήθεια, δίχως τυχόν αυθαιρεσίες των ανακριτικών οργάνων. 34 ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΤΟΜΟΣ Γ, ΗΜΙΤΟΜΟΣ ΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ, 2005, ΣΕΛ. 271 22
Δ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 1. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Η ΕΣΔΑ έχει επικυρωθεί από όλα τα κράτη-μέλη της Ευρώπης και στη χώρα μας κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 53/1974. Με αυτήν της την επικύρωση καθίσταται πλέον αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και οι διατάξεις της υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης νόμου (αρ. 28 παρ. 1 Σ). Συγκεκριμένα: Το αρ. 1 της ΕΣΔΑ επιτάσσει σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτημέλη υποχρέωση αναγνώρισης σεβασμού όλων γενικά των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο αρ. 3, έπειτα, απαγορεύει απολύτως την επιβολή βασανιστηρίων καθώς και απάνθρωπων και εξευτελιστικών ποινών στους κατηγορουμένους. Στο αρ. 5 κατοχυρώνεται το δικαίωμα όλων σ την προσωπική ελευθερία και ασφάλεια. Πιο ειδικά, το πρόσωπο πρέπει να πληροφορείται όσο το δυνατόν συντομότερα και στη γλώσσα του τους λόγους συλλήψεώς του και τις κατηγορίες που εκκρεμούν σε βάρος του. Όποιος νόμιμα συλλαμβάνεται πρέπει να παραπέμπεται σε σύντομο χρονικό διάστημα στον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό και κατόπιν τούτου είτε να δικαστεί ή να απολυθεί. Όποιος γενικά κρατείται ή στερείται την ελευθερία του, έχει δικαίωμα προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο οφείλει σε σύντομο χρονικό διάστημα αν αποφανθεί περί του 23
νομίμου ή μη της κρατήσεώς του και κατόπιν να πράξει ανάλογα. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των κρατικών οργάνων προς τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, παρέχεται στον κρατούμενο δικαίωμα να ζητήσει επανόρθωση της ζημίας του. Το αρ. 6 κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης. Ο τελευταίος πρέπει να δικάζεται δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Ακόμα, του παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει χρόνο ικανό για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, δικαίωμα να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του ή να διορίσει συνήγορο για τον σκοπό αυτό, δικαίωμα να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, δικαίωμα να ζητήσει διερμηνέα αν δεν κατανοεί τη χρησιμοποιούμενη από το δικαστήριο γλώσσα. Έπειτα, στο αρ. 7 διασφαλίζεται η γνωστή αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege» Τέλος, το αρ. 8 επιτάσσει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ανθρώπου. Επίσης, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου προστατεύονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2. Οικουμενική Διακήρυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπεγράφη το 1948 από τα κράτη-μέλη του Ο.Η.Ε. και προστατεύει εκτός των άλλων τον κατηγορούμενο στα διάφορα στάδια της ποινικής δίκης. Ειδικότερα: 24
Στο αρ. 3 προστατεύεται η ζωή, η ελευθερία και η προσωπική ασφάλεια του ατόμου. Στο αρ. 5 απαγορεύονται απολύτως τα βασανιστήρια, καθώς και η επιβολή οποιασδήποτε απάνθρωπης ή εξευτελιστικής για το άτομο ποινής. Στην συνέχεια, στο αρ. 7 διασφαλίζεται η αρχή της ισότητας όλων απέναντι στον νόμο. Οποιαδήποτε παράβαση της αρχής αυτής συνεπάγεται δικαίωμα του ατόμου για προστασία του. Το αρ. 8 καθιερώνει το δικαίωμα του ατόμου να προσφεύγει στα αρμόδια δικαστήρια ζητώντας ένδικη προστασία κατά των πράξεων εκείνων που παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Το αρ. 9 ρητά απαγορεύει την αυθαίρετη σύλληψη, κράτηση ή εξορία του ατόμου. Έπειτα, στο αρ. 10 κατοχυρώνεται γενικά το δικαίωμα του ατόμου να ζητεί την παροχή ένδικης προστασίας, δημόσια, από ανεξάρτητο αμερόληπτο δικαστήριο. Το αρ. 11 ρητά θεμελιώνει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου Τελευταία σχετική διάταξη, το αρ. 12 απαγορεύει κάθε αυθαίρετη και χωρίς δικαίωμα επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ατόμου καθώς επίσης και κάθε προσβολή της ανθρώπινης τιμής και υπόληψης. 25
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 174/2009 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (ΠΟΙΝ) 809/2008 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 42/2007 ΠΛΗΜΜ ΘΕΣΣΑΛ 2598/2007 ΔΙΑΤ ΕΙΣΠΛ ΘΕΣΣΑΛ 129/2006 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 186/2006 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 261/2005 Συμβ Πλημ/κών Ηρακλείου 49/2005 Αρχή Προστασίας Δεδομένων, Αθήνα 31/2005 Αρχή Προστασίας Δεδομένων, Αθήνα 1/2004 ΑΠ (ΠΟΙΝ) 761/ 2002 Συμβ Εφετών Δωδεκανήσου 26
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Με την διερεύνηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο κατά την προανακριτική κυρίως διαδικασία οφείλουμε να διαπιστώσουμε πως τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζουν την μειονεκτική του θέση και τον προστατεύουν αρκετά αποτελεσματικά. Εξάλλου μέχρι να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι είναι ένοχος, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώος πολίτης του οποίου προστατεύονται όλα τα συνταγματικά του δικαιώματα. Ωστόσο, στην πράξη συμβαίνει συχνά τα κρατικά όργανα να προβαίνουν σε αυθαιρεσίες είτε με το να συμπεριφέρονται απάνθρωπα είτε παραβιάζοντας την ιδιωτική ζωή και ασφάλεια του κατηγορουμένου. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η προανάκριση καθίσταται αναμφισβήτητα μία ιδιαίτερα σοβαρή ενέργεια για την εξακρίβωση εγκλημάτων, γι αυτόν τον λόγο απαιτείται να διεξάγεται με συνταγματικά ορθό τρόπο και σεβασμό προς την παγκοσμίως κατοχυρωμένη αξία του ανθρώπου. 27
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σε αυτήν την εργασία στόχος ήταν να αναδειχθεί η σπουδαιότητα του έργου της προανάκρισης καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου που αυτή καλείται να προστατέψει. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, η Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του ανθρώπου κ.α. περιλαμβάνουν σειρά από ουσιαστικές και δικονομικές εγγυήσεις για μία εξεταστική διαδικασία που αναζητά την αλήθεια δίχως να καταπατά την αξιοπρέπεια του ατόμου. Ο κατηγορούμενος στην εποχή μας νομικά τυγχάνει αξιόλογης προανακριτικής συμπεριφοράς που του διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματά του. SUMMARY In this work the aim was to highlight the importance of preliminary investigation and the fundamental rights of the defendant that is required to protect. The Constitution of Greece, the Code of Criminal Procedure, the Universal Declaration of Human Rights, European Convention on Human Rights, etc. contain a series of substantive and procedural guarantees for a selection process that seeks the truth without tramples human dignity. The accused today enjoys significant legal 28
preliminary investigation s conduct which ensures human rights. ΛΗΜΜΑΤΑ Ανακριτικές Πράξεις Αρχή Αναλογικότητας Κατηγορούμενος Περιορισμός Συνταγματικών Δικαιωμάτων Προανάκριση Συνταγματικά Δικαιώματα Τεκμήριο Αθωότητας 29
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΑΤΣΑΣ ΗΛΙΑΣ, Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ, ΕΚΔ. Α.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1998 ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ,ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ, 6 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΟΥΛΑ,ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2006 ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛ. Κ., ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ, 3 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.Ν. ΣΑΚΟΥΛΑΣ, 2007 ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ Π.Δ., ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Α, 2 ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2005 ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ ΘΕΟΧΑΡΗ Ι., ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2003 ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΕΑΣ Γ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2007 ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, ΤΟΜΟΣ Γ, ΗΜΙΤΟΜΟΣ ΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ, 2005 ΚΑΜΙΝΗ Γ., ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ. ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1998 ΚΑΡΡΑΣ ΑΡΓ., ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Γ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2007 30
ΚΟΛΟΥΤΣΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, ΕΠΙΤΟΜΗ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΡΓ. ΚΑΡΡΑΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Λ., ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΑ Γ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 1989 ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2001 ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ 1997 Β ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ Χ., ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, 2 Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ- ΚΟΜΟΤΗΝΗ, 2002 31
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ www.law.uoa.gr/~adimitrop www.nomos.gr 32