ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ



Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΜΕ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

L 162/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

12848/1/18 REV 1 GA/ag ECOMP.2.B. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2018 (OR. en) 12848/1/18 REV 1

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/2322(INI)

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

A8-0359/19. Τροπολογία 19 Anneleen Van Bossuyt εξ ονόματος της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1995 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14796/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0078 (NLE) SOC 818 ME 8 COWEB 155

ΟΔΗΓΙΑ 2014/46/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4251, 16/7/2010

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

92/48/ΕΟΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ασφαλιστικούς μεσάζοντες

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. (Κωδικοποιημένο κείμενο)

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, και ιδίως το άρθρο 54 παράγραφοι 2 και 3,

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2016 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

14797/12 IKS/nm DG B4

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

Αριθ. L 126/20 Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Πράξεις για την ισχύ των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευση) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΑΣ

8741/16 GA/ag,alf DGG 2B

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 20 Νοεμβρίου 2012 (OR. en) 14798/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 820 NT 29

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

* ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ * Νο. 51

Transcript:

ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΘΕΜΑ : Η ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ Η έννοια του εμπορεύματος 3 Εκτός πεδίου εφαρμογής της έννοιας του εμπορεύματος 3-4 Διάκριση της έννοιας του εμπορεύματος από τη έννοια της υπηρεσίας μέσα από την νομολογία 5 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών 5 Επικουρικότητα εφαρμογής της έννοια της υπηρεσίας 6 Απαγόρευση περιορισμών 6 Οδηγία για τις υπηρεσίες 123/2006 και νόμος 3844/2010 6-7 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Υπόθεση Επιτροπή/ Ελλάδας c-65/05 8-14 Υπόθεση schindler C-275/92 14-15 Υπόθεση sacchi 155/73 16-17 Υπόθεση C-55/93 17-18 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 19 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 20 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 20 2

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΡΟΜΗ Αρχικά στόχο της τότε ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας αποτελούσε η δημιουργία κοινής αγοράς στα κράτη μέλη, ως μέσο για την προσέγγιση των εθνικών οικονομικών πολιτισμών των κρατών. Για την επίτευξη του εν λόγω στόχου δημιουργήθηκε με την συνθήκη του Μάαστριχτ η οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) Σήμερα, η εσωτερική αγορά της Ε.Ε. αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ.2 της ΣΛΕΕ χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Μέσω λοιπόν της ελεύθερης κυκλοφορίας μπορούν να επιτευχθούν και οι σκοποί της ευρωπαϊκής ένωσης δηλαδή η ασφάλεια, η ειρήνη και η ευημερία. Εξάλλου, βασική αρχή της ένωσης είναι η ίση μεταχείριση και η κατάργηση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ενισχύει την αρχή της οικονομικής ελευθερίας διαγράφοντας και το οικονομικό δίκαιο της ένωσης ανοιχτή αγορά με ελεύθερο ανταγωνισμό. 1 ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ Στην συνθήκη δεν καθορίζεται η έννοια του εμπορεύματος. Σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΚ στην έννοια του εμπορεύματος περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και κατ επέκταση μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής. Σφάλμα! Το αρχείο προέλευσης της αναφοράς δεν βρέθηκε. Στην έννοια δηλαδή του εμπορεύματος περιλαμβάνονται όλα τα κινητά, ενσώματα ή μη, τα οποία μπορούν να μεταφερθούν υλικώς πέραν των συνόρων, ώστε να πραγματοποιηθούν νόμιμες εμπορικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως από την φύση των συναλλαγών αυτών. Περιλαμβάνονται δε κάθε είδους προϊόντα αδιάφορα από την σημασία αυτών στην οικονομία ενός κράτους. Σχετική νομολογία του ΔΕΚ στην υπόθεση campus oil 72/83 στην σκέψη 17 αναφέρει ότι η σημασία του λαδιού για το κράτος της Ιρλανδίας. Παράλληλα το ΔΕΚ μέσα από την νομολογία του έχει κρίνει ότι εμπίπτουν στην έννοια του εμπορεύματος : 1. Τα αποτυπώματα ήχου στην υπόθεση music-vertrieb membran 55 κ 57/80 2. Τα βιβλία στην υπόθεση 229/83 le clerc 3. Το ηλεκτρικό ρεύμα στην υπόθεση ΑLMELO C-393/92 όπου το ΔΕΚ υπογράμμισε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί εμπόρευμα κατά την έννοια του άρθρου 30 της τότε συνθήκης για την ευρωπαϊκή κοινότητα Ε.Κ. Εξάλλου, το δικαστήριο είχε ήδη υπάγει 3

το ηλεκτρικό ρεύμα στην έννοια του εμπορεύματος με την απόφαση 6/64 costa/enel. 4. Τόσο τα ανακυκλώσιμα όσο και τα μη ανακυκλώσιμα απόβλητα ανεξαρτήτως της εμπορικής τους αξίας στην υπόθεση C-2/90 επιτροπή/βελγίου. Στην εν λόγω απόφαση δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς την εμπορικότητα των μεν ανακυκλώσιμων και επαναχρησιμοποιήσιμων απόβλητων που ενδεχομένως μετά από επεξεργασία να έχουν κάποια εμπορική αξία αλλά για τα μη ανακυκλώσιμα και μη χρησιμοποιήσιμα απόβλητα. Η βέλγική κυβέρνηση είχε προτείνει τότε το επιχείρημα ότι εφόσον δεν έχουν κάποια εμπορική αξία και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πωλήσεως δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του εμπορεύματος. Η απάντηση του ΔΕΚ ήταν ότι τα διακινούμενα πέραν των συνόρων αντικείμενα με σκοπό την πραγματοποίηση εμπορικής συναλλαγής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της έννοιας του εμπορεύματος ανεξάρτητα από την φύση της συναλλαγής. 5. Τα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών, παρά το ότι προορίζονται να τεθούν στην διάθεση του κοινού έναντι αμοιβής στην υπόθεση juhani C-124/97. Εν αντιθέσει με την υπόθεση schindler που η διανομή διαφημιστικών δεν αποτελεί διακίνηση εμπορευμάτων αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως δραστηριότητα υπηρεσιών εφόσον είναι παρεπόμενη της τελευταίας, τα μηχανήματα τυχερών παιγνίων αποτελούν αγαθά δυνάμενα να εμπίπτουν στην έννοια του εμπορεύματος. Βέβαια, τα μηχανήματα αυτά προορίζονται να τεθούν στην διάθεση του κοινού με σκοπό την χρησιμοποίηση τους έναντι αμοιβής. Όμως, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας, το γεγονός ότι ένα εισαχθέν εμπόρευμα προορίζεται για την παροχή υπηρεσίας δεν μπορεί για αυτό τον λόγο να το εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων. ΕΚΤΟΣ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ Το ΔΕΚ στην απόφαση του C-97/87 τόνισε ότι ό,τι είναι αποτιμητό σε χρήμα και μπορεί ως τέτοιο να αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής δεν εμπίπτει κατ ανάγκη στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων της συνθήκης. Εκτός πεδίου εφαρμογής λοιπόν είναι όπως έκρινε το δικαστήριο : 1. Τα προϊόντα που υπάγονται στην συνθήκη ΕΚΑΕ. Σύμφωνα με το άρθρο ΣΛΕΕ η παρούσα συνθήκη δεν θίγει τις διατάξεις της συνθήκης για την ίδρυση της ευρωπαϊκής κοινότητας ατομικής ενέργειας. 2. Τα ναρκωτικά. Σύμφωνα με την απόφαση 240/81 του ΔΕΚ επιτρέπεται μόνο για εκείνα που ανήκουν στο εμπορικό κύκλωμα που τελεί υπό την αυστηρή επίβλεψη των αρμόδιων αρχών με σκοπό την χρησιμοποίηση των ναρκωτικών για ιατρικούς και επιστημονικούς σκοπούς. 3. Τα μέσα πληρωμής 4. Τα τραπεζογραμμάτια, οι επιταγές εις τον κομιστή, γενικότερα η μεταφορά αξιών που εμπίπτουν στην ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων. 5. Οι άδειες ή τα διπλώματα αλιείας 6. Τα πλαστά χρήματα. 4

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Στην υπόθεση sacchi 155/73 το δικαστήριο ανάφερε μεταξύ άλλων ότι οι τηλεοπτικές εκπομπές συνιστούν παροχή υπηρεσιών, ενώ τα μηχανήματα με τα οποία αυτές πραγματοποιούνται αποτελούν εμπόρευμα. Παρόμοια ήταν και η σκέψη του στην υπόθεση c-65/2005 που θα αναφερθεί εκτενέστερα στην συνέχεια. Στην υπόθεση van schail 55/93 το ΔΕΚ απεφάνθη ότι η προμήθεια ανταλλακτικών, στα πλαίσια της παροχής υπηρεσιών επισκευής αυτοκινήτων, αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα που έπεται της κύριας και επομένως ρυθμίζεται από τις διατάξεις που διέπουν τις υπηρεσίες. Αντίστοιχα στην υπόθεση schindler C-275/92 το σκεπτικό ήταν παρόμοια αφού κρίθηκε ότι η διανομή διαφημιστικού υλικού για την λαχειοφόρο αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη από την ίδια την οργάνωση της λαχειοφόρους αγοράς και ως εκ τούτου διέπεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την τελευταία δηλαδή της διατάξεις περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Σύμφωνα με το άρθρο ΣΛΕΕ 56 «οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτη παροχής». Κατά την έννοια λοιπόν αυτή, ως υπηρεσίες νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται έναντι αμοιβής, εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων. Επομένως, υπηρεσία νοείται η παροχή που προσφέρεται έναντι αμοιβής σε ένα άλλο κράτος μέλος κατά προσωρινό τρόπο. Η εν λόγω διάταξη υιοθετεί ένα άκρως διασταλτικό ορισμό της έννοιας της υπηρεσίας στην οποία περιλαμβάνονται σχεδόν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων και των παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως των βιομηχανικών και των βιοτεχνικών. Η προσέγγιση λοιπόν αυτή που επιδιώκει να εντάξει στην έννοια της εσωτερικής αγοράς κάθε οικονομική δραστηριότητα οδήγησε να διατυπωθεί ρητή επιφύλαξη υπέρ των υπολοίπων τριών οικονομικών ελευθεριών που φύσει και θέσει ρυθμίζουν καλύτερα μια δραστηριότητα. 5

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Μόνη η διασυνοριακή παροχή μια υπηρεσίας δεν οδηγεί αμέσως στην εφαρμογή των διατάξεων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Το ΣΛΕΕ57 προϋποθέτει ότι δεν εφαρμόζονται οι υπόλοιπες τρεις θεμελιώδεις ελευθερίες, δηλαδή η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων ή κεφαλαίων. Στις περιπτώσεις όπου η παροχή υπηρεσιών συνδυάζεται με την πώληση ενός εμπορεύματος, το κριτήριο αξιολόγησης σύμφωνα με το δικαστήριο είναι η υπερέχουσα μορφή μιας εκ των δύο υποθέσεων όταν βέβαια είναι αδύνατη η κατά διακριτό τρόπο εφαρμογή και των δύο ελευθεριών. Κρίθηκε ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων. 3 ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ Οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής. Περιορισμοί σύμφωνα με το δικαστήριο δεν απαγορεύονται όταν υφίστανται λόγοι προστασίας της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας υγείας. Αντίθετα απαγορεύεται οποιαδήποτε εθνική ρύθμιση παρεμποδίζει τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών ή την καθιστά ολιγότερο ελκυστική από την εθνική παροχή. ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ (123/2006) και ΝΟΜΟΣ 3844/2010 Παρά την πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου και την έκδοση ειδικών οδηγιών άρσης των εμποδίων στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η εγκαθίδρυση μιας πραγματικής ευρωπαϊκής αγοράς δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Η ανάπτυξη διασυνοριακών δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών παρεμποδίζετο μεταξύ άλλων από την ύπαρξη συστημάτων αδειοδότησης, απαιτήσεων για εγκατάσταση παροχών στην χώρα υποδοχής, επαχθών διαδικασιών απόσπασης εργαζομένων, απαιτητικών όρων άσκησης ενός επαγγέλματος κλπ. 4,εμπόδια που επιδρούσαν αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη της ένωσης. Ως εκ τούτου το Ευρωπαϊκό συμβούλιο υπογράμμισε στα συμπεράσματα της συνόδου του Νοέμβριου 2002 ότι θα πρέπει να δοθεί πολύ μεγάλη πολιτική προτεραιότητα στην άρση τόσο των νομοθετικών όσο και των μη νομοθετικών εμποδίων. Στο πλαίσιο αυτό το ευρωπαϊκό συμβούλιο του Οκτωβρίου 2003 κάλεσε την επιτροπή να υποβάλει προτάσεις σχετικά με το θέμα. 6

Η επιτροπή υπέβαλε μεν προτάσεις για οριζόντια νομοθετική προσέγγιση που διαπερνά όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, με στόχο να παρέχονται υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά τόσο εύκολα όσο και στην εθνική αγορά, οι αντιδράσεις όμως που προκλήθηκαν από την πρόταση οδηγίας της επιτροπής υπήρξαν τεράστιες. Τελικά οι ρυθμίσεις της οδηγίας έρχονται να θέσουν σε εφαρμογή ένα γενικό νομικό πλαίσιο εφαρμόσιμο, εκτός εξαιρέσεων, σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών. Η οδηγία αποβλέπει να άρει τα πολυάριθμα εμπόδια που παρακωλύουν την ανάπτυξη δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά. Ως προς το σεβασμό των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, κατά την επιτροπή η επίτευξη του στόχου της υλοποίησης μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών έχει ως αποτέλεσμα η εναρμόνιση να προτείνεται μόνο ως τελευταία λύση στο βαθμό που η προστασία των καταναλωτών δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ούτε μέσω της διοικητικής συνεργασίας, ούτε με την παραπομπή σε έκδοση κωδίκων δεοντολογίας σε επίπεδο ένωσης. Παράλληλα η οδηγία προσδιορίζει τα δικαιώματα των αποδεκτών των υπηρεσιών. Οι αποδέκτες δεν μπορεί να συναντούν εμπόδια μέσω υποχρέωσης απόκτησης μιας άδειας ή θέσπισης περιορισμών όσον αφορά την χρηματοπιστωτική του διευκόλυνση, επειδή ο παρέχων είναι εγκατεστημένος σε ένα άλλο κράτος μέλος. Η εν λόγω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον νόμο 3844/2010. 7

Υπόθεση C-65/05 Επιτροπή κατά Ελλάδος Η επιτροπή των ευρωπαϊκών κοινοτήτων ασκεί προσφυγή και ζητά από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η ελληνική δημοκρατία εισάγοντας με τον νόμο 3037/2002 (και συγκεκριμένα άρθρα 2,3,4,5) την απαγόρευση εγκαταστάσεως και λειτουργίας όλων των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών παιγνίων ψυχαγωγίας και όλων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε κάθε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, εκτός των καζίνων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 28 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, και νυν 34,49,56 ΣΛΕΕ δηλαδή την ελευθερία εμπορευμάτων, ελευθερία εγκατάστασης και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Επίσης υποστηρίζει ότι ο εν λόγω νόμος παραβιάζει και την υποχρέωση που πηγάζει από το άρθρο 8 της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Παρουσίαση του ν.3037/2002 περί την απαγόρευση παιγνίων και για τον οποίο εκ των υστέρων η Ελληνική δημοκρατία καταδικάστηκε. αρθρο 1 ν. 3037/2002 (ορισμοί) Μηχανικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι: εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου είναι αναγκαία και η συμβολή της μυϊκής δύναμης του παίκτη. Ηλεκτρικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών μηχανισμών. Ηλεκτρομηχανικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο, για τη λειτουργία του οποίου απαιτείται τόσο η παρουσία ηλεκτρικών υποστηρικτικών μηχανισμών όσο και η συμβολή της μυϊκής δύναμης του παίκτη. Ηλεκτρονικά διεξαγόμενο παίγνιο είναι εκείνο για τη λειτουργία του οποίου, εκτός των υποστηρικτικών ηλεκτρικών, ηλεκτρονικών και άλλων μηχανισμών, απαιτείται η ύπαρξη και εκτέλεση λογισμικού (προγράμματος). Ψυχαγωγικό τεχνικό παίγνιο είναι εκείνο του οποίου το αποτέλεσμα εξαρτάται αποκλειστικά από την τεχνική ή πνευματική ικανότητα του παίκτη και η διενέργεια του έχει αποκλειστικά ψυχαγωγικό σκοπό. αρθρο 2 ν. 3037/2002 (απαγόρευση διένεργειας ή εγκατάστασης παιγνίων) Απαγορεύεται η διεξαγωγή των υπό στοιχεία β, γ και δ' του άρθρου 1 παιγνίων περιλαμβανομένων και των υπολογιστών σε δημοσία γενικά κέντρα όπως ξενοδοχεία, καφενεία, αίθουσες αναγνωρισμένων σωματείων κάθε φύσης, και σε κάθε άλλο δημόσιο η ιδιωτικό χώρο. Επίσης απαγορεύεται η εγκατάσταση των παιγνίων αυτών. 8

Στα μηχανικά διεξαγόμενα παίγνια επιτρέπεται μόνο η διενέργεια ψυχαγωγικών τεχνικών παιγνίων όπως ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο. Στα παίγνια αυτά δεν επιτρέπεται να συνομολογηθεί στοίχημα μεταξύ οποιωνδήποτε προσώπων ή να αποδοθεί οποιασδήποτε μορφής οικονομικό όφελος στον παίκτη. Η συνομολόγηση στοιχήματος ή η απόδοση οικονομικού οφέλους στον παίκτη επιφέρει τις συνέπειες των άρθρων 4 και 5. αρθρο 3 ν. 3037/2002 (Επιχειρήσεις προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου) Δεν εμπίπτει στην απαγόρευση που ορίζεται στο άρθρο 2 η εγκατάσταση και λειτουργία ηλεκτρονικών υπολογιστών σε καταστήματα που λειτουργούν ως επιχειρήσεις προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου. Η διενέργεια, όμως, παιγνίου με τους υπολογιστές αυτούς, ανεξάρτητα από τον τρόπο διενέργειάς του, απαγορεύεται. αρθρο 4 ν. 3037/2002 (Ποινικες κυρώσεις) αρθρο 5 ν. 3037/2002 (διοικητικές κυρώσεις) Σύμφωνα με την προσφεύγων Επιτροπή, η υιοθέτηση του παρόντος ελληνικού νόμου 3037/2002 πλήττει τις υποχρεώσεις της Ελλάδος που προκύπτουν από τα άρθρα 28,43,49 της ΕΚ και νυν 34,49,56 ΣΛΕΕ Αρθρο 34 ΣΛΕΕ Οι ποσοτικοί περιορισμοί επί των εισαγωγών, καθώς και όλα τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απα γορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Αρθρο 49 ΣΛΕΕ Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. Η απαγόρευση αυτή εκτεί νεται επίσης στους περιορισμούς για την ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιρειών από τους υπηκόους ενός κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Η ελευθερία εγκαταστάσεως περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση επιχειρήσεων, και ιδίως εταιρειών κατά την έννοια του άρθρου 54, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκατα στάσεως για τους δικούς της υπηκόους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου της παρούσας Συνθήκης που αναφέρονται στην κυκλοφορία κεφαλαίων. 9

Αρθρο 56 ΣΛΕΕ Στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων, οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ένωσης απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής. Σύμφωνα με την προσφεύγων Επιτροπή, η υιοθέτηση του παρόντος ελληνικού νόμου 3037/2002 πλήττει τις υποχρεώσεις της Ελλάδος που προκύπτουν από το άρθρο 8 της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998. Αρθρο 8 οδηγίας 98/34/ΕΚ του ευρωπαιικού κοινοβουλίου τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο. Eπίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.» Έγιναν καταγγελίες σχετικά με την απαγόρευση της εγκατάστασης και λειτουργίας ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων σε εθνικό επίπεδο. Έτσι η επιτροπή εξέτασε το νόμο 3037/2002 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος αυτός είναι ασύμβατος προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. Η επιτροπή κάλεσε την Ελληνική δημοκρατία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, όμως δεν έκρινε ικανοποιητική την απάντηση της Ελληνικής δημοκρατίας και επειδή θεώρησε ότι η παράβαση συνεχιζόταν αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή. Η επιτροπή υποβάλλει τρεις αιτιάσεις προς στήριξη της προσφυγής της. 1. Υποστηρίζει ότι η γενική απαγόρευση των ηλεκτρικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών παιγνίων, που εισήγαγε ο νόμος 3037/2002 είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 34,36 10

2. Ισχυρίζεται ότι ο εν λόγω νόμος είναι ασύμβατος προς τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ελληνική Δημοκρατία από τα άρθρα 49,56 3. Η επιτροπή προσάπτει στο Ελληνικό κράτος ότι δεν τήρησε τη διαδικασία ενημέρωσης που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 98/34 Επιχειρήματα διαδίκων επί της πρώτης αιτιάσεως Επιτροπή: Η απαγόρευση των παιγνίων είναι αντίθετη προς το άρθρο 34 ΣΛΕΕ και δεν εμπίπτει ούτε στις εξαιρέσεις του άρθρου 36 όπως για παράδειγμα είναι η ανάγκη γενικού συμφέροντος, επειδή αναφέρει ότι είναι δυνατόν να εφαρμοστούν εναλλακτικές μορφές ελέγχου όπως είναι η εισαγωγή ειδικών συστημάτων προστασίας στις μηχανές έτσι ώστε να είναι αδύνατον να μετατραπούν σε τυχερά. Επιπλέον η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές δεν ανέφεραν σαφώς τη σχέση μεταξύ της εν λόγω απαγορεύσεως και του προβλήματος που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν. Ελληνική δημοκρατία: ο νόμος 3037/2002 κρίθηκε αναγκαίος για την προστασία της δημόσιας ηθικής και τάξης που προβλέπονται στο άρθρο 36 και για την προστασία των καταναλωτών η οποία αποτελεί ανάγκη γενικού συμφέροντος. Η Ελληνική δημοκρατία υποστηρίζει ειδικότερα ότι τα παίγνια του αρθ.2 του 30/37 μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε τυχερά και να προκαλέσουν εθισμό και κατασπατάληση οικονομικών πόρων. Εκτίμηση δικαστηρίου: Σύμφωνα με την επιτροπή εμπορεύματα» πρέπει να νοούνται τα αποτιμητά σε χρήμα προϊόντα που μπορούν να αποτελέσουν, ως τέτοια, αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών. Βλ. Επιτροπή κατά Ιταλίας) Συναφώς, τα ηλεκτρικά, ηλεκτρομηχανικά και ηλεκτρονικά παίγνια, συμπεριλαμ βανομένων των παιγνίων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, δεδομένου ότι έχουν εμπορική αξία και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών, πληρούν τα εν λόγω κριτήρια και συνιστούν εμπορεύματα κατά την έννοια της ΣΛΕΕ. Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελεί μια από από τις θεμελιώδεις αρχές της ΣΛΕΕ. Ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα των παιγνίων, η ελεύθερη κυκλοφορία των παιγνίων διασφαλίζεται από τα άρθρα 34,36. (Βλ. Επιτροπή κατά Γαλλίας) Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών που μπορεί να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο πρέπει να θεωρείται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς (Βλ. Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών) 11

Εν προκειμένω, η εθνική νομοθεσία όπως ο νόμος 3037/2002 συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 34 αφού μπορεί να προκαλέσει μείωση του μεγέθους των εισαγωγών τέτοιων παιγνίων στην Ελλάδα από άλλα κράτη μέλη. Το δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οι ως άνω λόγοι δημόσια ηθική και τάξη- μπορούν να δικαιολογηθούν από την άποψη του άρθρου 36, περιορισμούς που μπορούν να φθάσουν μόνο μέχρι την απαγόρευση των λαχειοφόρων αγορών. Επιπροσθέτως οι Ελληνικές αρχές θα μπορούσαν όχι μόνο να χρησιμοποιήσουν άλλα καταλληλότερα και λιγότερο περιοριστικά για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μέτρα, αλλά και να βεβαιωθούν για την αποτελεσματική εφαρμογή τους προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Συνεπώς ο ν.3037/2002 είναι ασύμβατος με το άρθ.34. Άρα η πρώτη αιτίαση που προέβαλε η επιτροπή προς υποστήριξη της προσφυγής θεωρείται βάσιμη. Επιχειρήματα διαδίκων επί της δεύτερης αιτιάσεως Επιτροπή: Η επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 2 του ν.3037/2002 απαγορεύει στους επιχειρηματίες που είναι εγκατεστημένοι εντός άλλων κρατών μελών να παρέχουν τις υπηρεσίες τους για την προμήθεια μηχανών παιγνίων στην Ελληνική αγορά. Και επειδή η εθνική αυτή διάταξη δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την ανάγκη της και την αναλογικότητα της, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 49,56 ΣΛΕΕ. Επίσης η επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι Ελληνικές αρχές θα έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα σε ακριβέστερα μέτρα που θα αποσκοπούσαν στην αποφυγή της μετατροπής των ψυχαγωγικών παιγνίων σε τυχερά.πχ: αυστηρότεροι ελέγχοι και αυστηρότερες κωρώσεις. Ελληνική δημοκρατία: Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα μέτρα που πρότεινε η Επιτροπή είναι ανεπαρκή και ισχυρίζεται ότι τα ριζικότερα μέτρα που εφαρμόστηκαν ανταπο κρίνονταν σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος για να διασφαλιστεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και ότι αποτελούσαν το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση του δημιουργηθέντος σοβαρού κοινωνικού προβλήματος Εκτίμηση δικαστηρίου: ελλείψει εναρμονισμένων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα των παιγνίων, τα κράτη μέλη εξακολουθούν κατ αρχήν να είναι αρμόδια για τον ορισμό των προϋποθέσεων ασκήσεως των δραστηριοτήτων στον εν λόγω τομέα. Ωστόσο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, οφείλουν να τηρούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η ΣΛΕΕ. 12

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 49 ΕΚ και 56 ΕΚ επιβάλλουν την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών και πρέπει να θεωρούνται ότι συνιστούν τέτοιους περιορισμούς όλα τα μέτρα που απαγορεύουν, παρεμποδίζουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών αυτών. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι τα εθνικά μέτρα που περιορίζουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον αν πληρούν τέσσερις προϋποθέσεις: -αν εφαρμόζονται κατά τρόπο μη συνεπαγόμενο διακρίσεις -αν ανταποκρίνονται σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος -αν είναι ικανά να εγγυηθούν την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκουν και να μην βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Συνεπώς από το άρθρο 2 του ν.3037/2002 και από τα άρθρα 4,5 που επιβάλλουν ποινικές και διοικητικές κυρώσεις προκύπτει ότι η εθνική νομοθεσία καθιστά δυσχερέστερη την εκ μέρους των επιχειρηματιών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, άσκηση του δικαιώματος τους να εγκατασταθούν στην Ελλάδα με σκοπό την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Επιπλέον, η εθνική νομοθεσία η οποία δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση και τη διενέργεια των παιγνίων παρά μόνο στα καζίνο, συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Συνεπώς ο ν.3037/2002 είναι ασύμβατος με τα άρθ.49,56. Άρα η δεύτερη αιτίαση που προέβαλε η επιτροπή προς υποστήριξη της προσφυγής θεωρείται βάσιμη. Επιχειρήματα διαδίκων επί της τρίτης αιτιάσεως Επιτροπή: Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελληνική δημοκρατία ότι δεν της γνωστοποίησε κατά το στάδιο καταρτίσεως του, τον νόμο 3037, ο οποίος περιέχει στο άρθρο 2 τεχνικούς κανόνες σχετικά με προϊόντα του άρθρου 1 σημ.11. Αυτό έγινε κατά παρέκκλιση της επιταγής του άρθρου 8 της οδηγίας 98/34 Ελληνική δημοκρατία: Παραδέχεται ότι δεν τήρησε τη διαδικασία ενημέρωσης κατά την προετοιμασία του σχεδίου νόμου 3037 και τονίζει ότι η παράλειψη έγινε από αμέλεια και όχι εκ προθέσεως και ότι η παράβαση οφείλεται στην επείγουσα ανάγκη ταχείας και άμεσης αντιμετώπισης του κοινωνικού προβλήματος και διαφύλαξης της δημόσιας τάξης. Εκτίμηση δικαστηρίου: Η Ελληνική δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 9 παρ.7 της οδηγίας 98/34 γιατί κατά το χρόνο θεσπίσεως του νόμου δεν 13

υφίσταντο στην Ελλάδα κατάσταση όπως αυτή του άρθρου 9. Άρα η θέσπιση του ν.3037 έγινε κατά παράβαση της επιταγής του άρθρου 8 της οδηγίας. ΥΠΟΘΕΣΗ SCHINDLER C-275/92 ΙΣΤΟΡΙΚΟ Με Διάταξη της 3ης Απριλίου 1992, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιουνίου του ιδίου έτους, το High Court of Justice of England and Wales (Queen's Bench Division) υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, έξι προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 30,36,56 και 59 της Συνθήκης ΕΟΚ, προκειμένου να κρίνει αν συμβιβάζεται με τις διατάξεις αυτές εθνική νομοθεσία απαγορεύουσα την πραγματοποίηση ορισμένων λαχειοφόρων αγορών στο έδαφος κράτους μέλους. Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των Commissioners of Customs and Excise (διευθυντών της υπηρεσίας δασμών και ειδικών φόρων καταναλώσεως, στο εξής: commissioners), αιτούντων της κύριας δίκης, και των Gerhart και Jörg Schindler, σχετικά με την αποστολή σε Βρετανούς υπηκόους διαφημιστικού υλικού και εντύπων παραγγελίας που αφορούσαν μια λαχειοφόρο αγορά που διοργανώνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ι -1081 ΑΠΟΦΑΣΗ της 24. 3. 1994 ΥΠΟΘΕΣΗ C-275/92 3 Οι Gerhart και Jörg Schindler εργάζονται αυτοτελώς ως πράκτορες της Süddeutsche Klassenlotterie (στο εξής: SKL), δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με τη διοργάνωση των αποκαλουμένων λαχειοφόρων αγορών πολλαπλής κληρώσεως για λογαριασμό τεσσάρων ομόσπόνδων κρατών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η δραστηριότητα αυτή συνίσταται στην επέκταση των λαχειοφόρων αγορών της SKL και, χωρίς αμφιβολία, στην πώληση των λαχνών των λαχειοφόρων αυτών αγορών. Υπ' αυτές τις περιστάσεις, οι Schindler, ομόδικοι διάδικοι, απέστειλαν από τις Κάτω Χώρες φακέλους προοριζόμενους για Βρετανούς υπηκόους. Κάθε φάκελος περιείχε μια επιστολή που καλούσε τον αποδέκτη να μετάσχει στην 87η σειρά της SKL, έντυπα παραγγελίας για τη συμμετοχή του στη λαχειοφόρο αυτή αγορά, καθώς κι έναν ταχυδρομικό φάκελο τυπωμένο εκ των προτέρων για την απάντηση. Οι φάκελοι αυτοί εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν από τους commissioners στο ταχυδρομικό κέντρο διαλογής του Dover για τον λόγο ότι είχαν εισαχθεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 1, περίπτωση ii, του Revenue Act 1898 (νόμου του 1898 περί τελωνείων), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2, του Lotteries and Amusements Act 1976 (νόμου του 1976 περί λαχειοφόρων αγορών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων), 14

όπως Ίσχυαν πριν από τον National Lottery etc. Act 1993 (νόμο του 1993 περί της εθνικής λαχειοφόρου αγοράς κ. λπ.). Η εισαγωγή διαφημιστικών εντύπων και λαχνών λαχειοφόρου αγοράς εντός κράτους μέλους, προκειμένου να συμμετέχουν οι κάτοικοι αυτού του κράτους μέλους σε λαχειοφόρο αγορά που διοργανώνεται σε άλλο κράτος μέλος, συνδέεται με δραστηριότητες «υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 60 της Συνθήκης και, κατά συνέπεια, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 59 της Συνθήκης. Ι -1098 SCHINDLER ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Εθνική νομοθεσία η οποία, όπως η βρετανική νομοθεσία περί των λαχειοφόρων αγορών, απαγορεύει, πλην προβλεπομένων από αυτήν εξαιρέσεων, τη διοργάνωση λαχειοφόρων αγορών στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν αντιτίθενται σε νομοθεσία του είδους της βρετανικής νομοθεσίας περί των λαχειοφόρων αγορών, λαμβανομένης υπόψη της μέριμνας ασκήσεως κοινωνικής πολιτικής και προλήψεως της απάτης που τη δικαιολογούν. 15

ΥΠΟΘΣΕΣΗ sacchi 155/73 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ : Το εθνικό δικαστήριο δικάζει ποινική δίωξη κατά του εκμεταλλευομένου ιδιωτικό σταθμό τηλεοράσεως, για κατοχή, σε χώρους προσιτούς στο κοινό, τηλεοπτικών δεκτών που χρησιμοποιούνται για καλωδιακή λήψη εκπομπών, χωρίς προηγούμενη καταβολή του καθορισμένου τέλους αδείας. Τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να επιτρέψουν στο Tribunale di Biella να κρίνει αν συμβιβάζονται προς τη Συνθήκη ορισμένες διατάξεις της ιταλικής νομοθεσίας, οι οποίες επιφυλάσσουν υπέρ του Κράτους την αποκλειστικότητα της εκμεταλλεύσεως της τηλεοράσεως, ειδικά της καλωδιακής, και ακόμα ειδικότερα, καθ' όσον η αποκλειστικότητα αυτή εκτείνεται στην εμπορική διαφήμιση Τα δύο πρώτα ερωτήματα αφορούν κατ' ουσίαν το ζήτημα, αν η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στην Κοινή Αγορά εφαρμόζεται στα τηλεοπτικά μηνύματα και κυρίως από την εμπορική τους άποψη, και αν το αποκλειστικό δικαίωμα, που παραχωρεί ένα Κράτος μέλος σε μια ανώνυμη εταιρία να προβαίνει σε κάθε είδους τηλεοπτικές εκπομπές, ακόμα και για σκοπούς εμπορικής διαφήμισης, συνιστά παραβίαση της αρχής αυτής. Η απάντηση εξαρτάται από την προηγούμενη λύση του ζητήματος, αν τα τηλεοπτικά μηνύματα πρέπει να εξομοιώνονται προς προϊόντα ή εμπορεύματα κα τά την έννοια των άρθρων 3(α) και 9 καθώς και της επικεφαλίδας του τίτλου I του δευτέρου μέρους της Συνθήκης. Ελλείψει ρητής αντίθετης διατάξεως της Συνθήκης, ένα τηλεοπτικό μήνυμα πρέπει να θεωρηθεί, λόγω της φύσεώς του, ως παροχή υπηρεσιών. Αν και δεν αποκλείεται, υπηρεσίες, που κατά κανόνα παρέχονται έναντι αμοιβής, να μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, εν τούτοις, όπως προκύπτει από το άρθρο 60, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, παρά μόνον κατά το μέτρο που οι υπηρεσίες αυτές διέπονται από τέτοιου είδους διατάξεις. Επομένως, η εκπομπή τηλεοπτικών μηνυμάτων, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν χαρακτήρα διαφημιστικό, υπάγεται, ως τοιαύτη, στους κανόνες της Συν θήκης που αναφέρονται στην παροχή υπηρεσιών. Αντίθετα, υπόκειται στους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων το εμπόριο που αφορά κάθε είδους υλικό, υποθέματα ήχου, ταινίες και άλλα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση των τηλεοπτικών μηνυμάτων. Κατά συνέπεια, αν και η ύπαρξη μιας επιχείρησης που μονοπωλεί τα τηλεοπτικά διαφημιστικά μηνύματα δεν είναι καθ' εαυτή αντίθετη προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, μία 16

τέτοια επιχείρηση θα προσέκρουε στην αρχή αυτή, αν έκανε διακρίσεις υπέρ των εγχωρίων υλικών και προϊόντων. Συμπερασματικά : Η εκπομπή τηλεοπτικών μηνυμάτων, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν χαρακτήρα διαφημιστικό, υπάγεται καθ' εαυτή στους κανόνες της Συνθήκης που αναφέρονται στην παροχή υπηρεσιών. Ωστόσο το εμπόριο που αφορά κάθε είδους υλικό, υποθέματα ήχου, ταινίες, μηχανήματα και άλλα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση των τηλεοπτικών μηνυμάτων υπάγεται στους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. ΥΠΟΘΕΣΗ C-55/93 Υποβλήθηκε αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του τότε άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, και νυν ΣΛΕΕ 267 με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά Johannes Gerrit Cornelis van Schaik, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 5, 30, 36, 55, 62, 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και της οδηγίας 77/143/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Δεκεμβρίου 1976, περί προσεγγίσεως της νομοθεσίας των κρατών μελών σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους. Άσκησε ο Van Schaik αναίρεση κατά καταδικαστικής σε βάρος του αποφάσεως επειδή οδηγούσε αυτοκίνητο όχημα χωρίς να κατέχει έγκυρο πιστοποιητικό ελέγχου. Ο Υπουργός Μεταφορών και Δημοσίων 'Έργων μπορεί να χορηγεί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα την άδεια να εκδίδουν πιστοποιητικά ελέγχου για αυτοκίνητα οχήματα, ρυμουλκούμενα και ημιρυμουλκούμενα ταξινομημένα στις Κάτω Χώρες.Η εν λόγω άδεια μπορεί να χορηγείται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εκμεταλλεύονται είτε ανεξάρτητους σταθμούς ελέγχου, που δεν εκτελούν εργασίες συντηρήσεως και επισκευής, είτε συνεργεία που εκτελούν τέτοιες εργασίες. Θεωρητικά δεν επηρεάζεται καθόλου το τίμημα που καταβάλλεται για τη διενέργεια του ελέγχου από το εάν διενεργείται από ανεξάρτητο σταθμό ελέγχου ή από έχον σχετική άδεια. Εντούτοις, δεν απαιτείται η καταβολή οποιουδήποτε τιμήματος "εφόσον ο έλεγχος διενεργείται στο πλαίσιο συντηρήσεως η οποία προϋποθέτει την εξακρίβωση της ορθής λειτουργίας των μηχανικών μερών τα οποία αφορά ο έλεγχος.ο ι μη εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν τέτοια άδεια. Το εθνικό Δικαστήριο ερωτά με το προδικαστικό ερώτημα αν οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και περί ανταγωνισμού, καθώς και εκείνες της οδηγίας 77/143/ΕΟΚ εμποδίζουν την εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους η οποία αποκλείει το ενδεχόμενο της 17

χορηγήσεως πιστοποιητικών ελέγχου για αυτοκίνητα ταξινομημένα στο εν λόγω κράτος από συνεργεία εγκατεστημένα σε άλλο κράτος. Ο Van Schaik υποστήριξε πως δημιουργείται πρόβλημα για το (εξωτερικό) εμπόριο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων αφού δεν μπορούν να έχουν άδεια προς διενέργεια σχετικών ελέγχων. Με αυτό τον τρόπο ευνοείται η αγορά ανταλλακτικών σχεδόν αποκλειστικά από την εσωτερική αγορά, καθόσον τα συνεργεία που είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορούν να έχουν άδεια προς διενέργεια των σχετικών ελέγχων και η αγορά στο εξωτερικό των ανταλλακτικών τα οποία απαιτούνται για τη χορήγηση του πιστοποιητικού ελέγχου κοστίζει περισσότερο απ' ό,τι θα κόστιζε σε σταθμό τεχνικού ελέγχου. Επομένως, η ρύθμιση ΑΡΚ είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης. Κατά τον Van Schaik το γεγονός πως η παροχή υπηρεσιών εξαρτάται από την χορήγηση άδεια εγκατάστασης στις Κάτω Χώρες αποτελεί παράβαση του άρθρου 59 της Συνθήκης. Η ρύθμιση ΑΡΚ είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 62 της Συνθήκης, καθόσον η εν λόγω ρύθμιση μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια μέρους της πελατείας των αλλοδαπών συνεργείων στον τομέα των υπηρεσιών συντηρήσεως, λόγω του γεγονότος ότι αυτά δεν μπορούν να χορηγούν πιστοποιητικά ελέγχου επ' ευκαιρία της συντηρήσεως αυτοκινήτων ταξινομημένων στις Κάτω Χώρες. H ΑΡΚ μπορεί να παρακινεί τους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων να αποφεύγουν τις υπηρεσίες των εγκατεστημένων στο εξωτερικό συνεργείων, ακόμα και αν το κόστος των υπηρεσιών αυτών είναι μικρότερο από ορισμένες απόψεις, διότι είναι πρακτικότερη και λιγότερο ακριβή η συντήρηση και επισκευή σε συνεργείο το οποίο μπορεί επίσης να διενεργεί δωρεάν τον περιοδικό τεχνικό έλεγχο στο πλαίσιο της συντηρήσεως ή της επισκευής. Τέλος, με την οδηγία 77/143εκφράζεται η άποψη ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να ασκεί άμεση εποπτεία μόνον επί των σταθμών ελέγχου που ευρίσκονται στο δικό του έδαφος. (Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι: Σε κάθε κράτος μέλος τα οχήματα που είναι εγγεγραμμένα [ταξινομημένα] σ' αυτό (...) θα υπόκεινται σε περιοδικό τεχνικό έλεγχο (...). Επιπλέον, το άρθρο 4 της οδηγίας ορίζει ότι οι τεχνικοί έλεγχοι, κατά την έννοια της οδηγίας, πρέπει να διεξάγονται από το κράτος ή από τα όργανα ή τα συνεργεία τα οποία έχουν καθορισθεί από το κράτος και ελέγχονται απευθείας από αυτό. Κατά συνέπεια, η οδηγία δέχεται ότι ο περιοδικός έλεγχος έχει περιορισμένο εδαφικώς χαρακτήρα. ) Το δικαστήριο απάντησε στο εθνικό δικαστήριο του κράτους μέλους ότι οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, περί ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και περί ανταγωνισμού, καθώς και της οδηγίας 77/143, δεν εμποδίζουν την εφαρμογή κανονιστικής ρυθμίσεως κράτους μέλους η οποία αποκλείει τη δυνατότητα χορηγήσεως πιστοποιητικού τεχνικού ελέγχου για τα ταξινομημένα στο κράτος αυτό οχήματα από συνεργεία εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος. Συμπέρασμα Δεν μπορεί να συναχθεί ότι υφίσταται παράβαση της Συνθήκης, επειδή ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της χορηγήσεως του πιστοποιητικού τεχνικού ελέγχου αποκλειστικά από τις επιχειρήσεις τις οποίες- συνεπεία της εγκαταστάσεως τους- οι εθνικές αρχές μπορούν να εποπτεύουν, μπορεί να δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της οδικής ασφάλειας. 18

Εξάλλου, η οδηγία 77/143 προβλέπει το εδαφικώς περιορισμένο χαρακτήρα του περιοδικού ελέγχου και, εν πάση περιπτώσει, επιφέρει μερική μόνο εναρμόνιση των κριτηρίων ελέγχου. Περαιτέρω, οι προμήθειες εμπορευμάτων που μπορεί να συνεπάγεται η συντήρηση των οχημάτων είναι απλώς παρεπόμενες της παροχής υπηρεσιών στις οποίες συνίσταται η εν λόγω συντήρηση. Τέλος, ως προς τις διατάξεις περί ανταγωνισμού αρκεί η διαπίστωση ότι σκοπός μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως δεν είναι ούτε να επιβάλει ούτε να ενισχύσει μια συμπεριφορά που απαγορεύεται από τους κανόνες αυτούς. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Στην σύγχρονη κοινωνία ο συσχετισμός εμπορεύματος και υπηρεσιών αποτυπώνεται εύκολα μέσω ενός χαρακτηριστικού παραδείγματος από την καθημερινότητα. Το παράδειγμα αποτελούν τα κινητά τηλεφώνα που αποτελούν εμπορεύματα και οι διάφορες εφαρμογές (applications ), που αποτελούν υπηρεσίες και ενσωματώνονται σε αυτά. Το θέμα δεν έχει βεβαίως εισαχθεί στο ΔΕΕ ακόμα αλλά είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα υπάρξει σχετική νομολογία. Στις περιπτώσεις όπου η παροχή υπηρεσιών συνδυάζεται με την πώληση ενός εμπορεύματος, το κριτήριο αξιολόγησης σύμφωνα με το δικαστήριο είναι η υπερέχουσα μορφή μιας εκ των δύο υποθέσεων όταν βέβαια είναι αδύνατη η κατά διακριτό τρόπο εφαρμογή και των δύο ελευθεριών. Σε κάθε λοιπόν συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο, κρίνοντας και σταθμίζοντας τα περιστατικά, αποφαίνεται ad hock εάν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τα εμπορεύματα ή για τις υπηρεσίες. Αναγκαία καθίσταται η διάκριση ανάμσα σε ελευθερία παροχής υπηρεσιών και ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στις λεγόμενες μικτές παροχές. Πρόκειται για παροχές όπου η παράδοση εμπορεύματος συνδέεται με κάποια παροχή υπηρεσίας ή για παροχές που είναι αμφισβητούμενο αν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως παροχές υπηρεσιών ή ως παραδόσεις εμπορευμάτων. Στην πρώτη περίπτωση, αν δεν είναι δυνατή η διάσπαση των πεδίων εφαρμογής των δύο ελευθεριών (ΔΕΚ 155/73 sacchi), διερευνητέος είναι ο κυρίαρχος χαρακτήρας της παροχής (ΔΕΚ c-202/88 Γαλλία/Επιτροπής, c-275/92 schindler) Συγκεκριμένα το Δεκ υπήγαγε στις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στις περιπτώσεις διάθεσης ταινίας με βιντεοκασέτα (ΔΕΚ cinetheque 19

,συλλογή 1985,2605), μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων (ΔΕΚ, επιτροπή/βελγίου) και εκτύπωσης μιας εφημερίδας (ΔΕΚ,επιτροπή/γαλλίας) σε άλλο κράτος. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ 1. Κουσκουνά, Παπαδοπούλου, Κουσκουνά, Περάκης το δίκαιο της Ε.Ε μέσα από τη νομολογία. 2. επιτροπή κατά Ιταλίας 7/68 3. Στις περιπτώσεις διάθεσης ταινίας με βιντεοκασέτα (ΔΕΚ cinetheque,συλλογή 1985,2605), μεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων (ΔΕΚ, επιτροπή/βελγίου) και εκτύπωσης μιας εφημερίδας (ΔΕΚ, επιτροπή/γαλλίας) σε άλλο κράτος. 4. βλ. την έκθεση της επιτροπής προς το συμβούλιο και το ευρωπαικό κοινοβουλιο με τίτλο «η κατάσταση της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών» ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Γ.-Ε.Φ. Καλαβρός-Θ.Γ. Γεωργόπουλος,Το δίκαιο της ευρωπαικής ένωση 2. Πλιάκος Το δίκαιο της Ε.Ε. 3. Σκουρης Ερμηνεία συνθηκών 4. Τσιλιώτης Υποχρέωση προστασίας της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων 5. Κουσκουνά, Παπαδοπούλου, Κουσκουνά, Περάκης το δίκαιο της Ε.Ε μέσα από τη νομολογία. 20