του Γιώργου Η. Οικονομάκη 1. Εισαγωγή Η βασική θέση που υποστηρίζεται στο παρόν κείμενο είναι ότι οι κοινωνικές τάξεις μπορούν να ιδωθούν μονάχα ως αποτέλεσμα και «φορείς» των σχέσεων παραγωγής, οι οποίες συγκροτούν τη «μήτρα» ενός ιστορικού τρόπου παραγωγής. Από εδώ απορρέει ότι για να μιλήσουμε για τις κοινωνικές τάξεις γενικά, το πρώτο θεωρητικό ζητούμενο είναι η έννοια των σχέσεων παραγωγής και του τρόπου παραγωγής. Επομένως, για το θεωρητικό προσδιορισμό της εργατικής τάξης προαπαιτείται ο προσδιορισμός της έννοιας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Θα ξεκινήσω λοιπόν από το γενικό θεωρητικό προσδιορισμό των εννοιών σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής και κοινωνικές τάξεις. 2. Βασικοί θεωρητικοί προσδιορισμοί επί των εννοιών σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής και κοινωνικές τάξεις Ακολουθώντας κριτικά εννοιολογικούς προσδιορισμούς του επονομαζόμενου γαλλικού Μαρξισμού (δες αναλυτικά Οικονομάκης 2000) θεωρώ ότι τρόπος παραγωγής («καθαρός») είναι ο ιδιαίτερος, μεταβλητός ιστορικά, μα αμετάβλητος ιστορικός, συνδυασμός των σχέσεων που συνθέτουν τις σχέσεις παραγωγής οι οποίες και συγκροτούν τη μήτρα του. Ο συνδυασμός αυτός προσδιορίζει τη δομή ή τα κρίσιμα και σημαινόμενα χαρακτηριστικά τού τρόπου παραγωγής: προσδιορίζει επομένως και ποια απ τις τρεις περιφερειακές του δομές οικονομική, δικαιοπολιτική και ιδεολογική είναι η κυριαρχική. Οι συνθέτουσες αυτές σχέσεις είναι τρεις: η κυριότητα των μέσων παραγωγής, η κατοχή και η χρήση τους. Η κυριότητα ως οικονομική σχέση συνίσταται στην εξουσία επί των αντικειμένων και των αποτελεσμάτων της παραγωγικής διαδικασίας. Η κυριότητα αυτή μπορεί να συνοδεύεται, ή να μη συνοδεύεται, και από την τυπική ή νομική κυριότητα μέρους ή του συνόλου των αντικειμένων εργασίας. Για να υπάρχει όμως κυριότητα ως (πραγματική) οικονομική και όχι απλώς τυπική ή νομική σχέση, προϋποτίθεται η κατοχή των μέσων παραγωγής, δηλαδή διεύθυνσηέλεγχος της χρήσης των μέσων παραγωγής και η οικειοποίηση αποτελεσμάτων της χρήσης των μέσων παραγωγής ή άλλως η «ομολογία» (σύμπτωση) των δυο αυτών σχέσεων. Η χρήση (ορίζω ότι) αναφέρεται στην ικανότητα (ως η ειδική δεξιότητα) χρησιμοποίησης χειρισμού των μέσων παραγωγής. {Ανάλογα με τον ιδιαίτερο συνδυασμό της με τις άλλες δυο σχέσεις η χρήση μπορεί να αναφέρεται σε ατομική ή συλλογική ικανότητα χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής.} Παρατήρηση: Αυτές οι τρεις σχέσεις είναι στην ανάλυσή μου ο «μικρός αριθμός στοιχείων που παραμένουν πάντα ίδια» (Balibar σε Althusser κ. ά. 2003: 488 επ.). Ωστόσο παραμένουν πάντα ίδια μόνο από την άποψη του γενικού τους ορισμούπλαισίου και με την έννοια ότι αποτελούν τις σταθερές συνθέτουσες των σχέσεων παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθέτουσες τις σχέσεις παραγωγής σχέσεις δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως αδιαφοροποίητες από τρόπο σε τρόπο παραγωγής, ως συγκροτούμενες από «στοιχεία» τα οποία θα «έμεναν αμετάβλητα σ όλους τους τρόπους παραγωγής». Κάτι τέτοιο, όπως παρατηρεί ο Πουλαντζάς, θα σήμαινε πως υφίσταται τάχα «μια αυτοαναπαραγόμενη και αυτορυθμιζόμενη οικονομική βάση» η οποία και θα «χρησίμευε σαν βάση της ιστορικής διαδικασίας» (Πουλαντζάς 1984: 13) γενικά. Τουναντίον οι ίδιες οι σχέσεις που στο μεταβλητό ιστορικά συνδυασμό τους (δες και Πουλαντζάς 1982α: 31, 33) συνθέτουν το μεταβλητό ιστορικά ουσιώδες περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής, τροποποιούνται ή διαφοροποιούνται σε αντιστοιχία με τον Σελίδα 1 / 25
αμετάβλητο ιστορικό συνδυασμό στον οποίο βρίσκονται, δηλαδή τον τρόπο παραγωγής, τον οποίο συγκροτούν και στα πλαίσια του οποίου (αποκλειστικά) συγκροτούνται και τις συνθήκες ταξικής κυριαρχίας σύστημα παραγωγής και ταξικής κυριαρχίας / οικονομική δομή (δες Οικονομάκης 2000). 2 Από τη θέση ότι οι σχέσεις παραγωγής συγκροτούν τη μήτρα του τρόπου παραγωγής προκύπτει και ότι: Οι (διαφορετικές) κοινωνικές τάξεις σχηματίζονται εντός των (διαφορετικών) τρόπων παραγωγής ως το αποτέλεσμα των σχέσεων παραγωγής και «φορείς» των (διαφοροποιημένων) σχέσεων που συνθέτουν τις σχέσεις παραγωγής. Οι κοινωνικές τάξεις χαρακτηρίζονται έτσι από την ταξική θέση της οποίας είναι οι «καταλήπτες» (Althusser 1986: 180), καθόσον τα μέλη τους δεν είναι παρά «απλώς ενσαρκώσεις προσωποποιήσεις καθορισμένοι κοινωνικοί χαρακτήρες, που εγχαράσσει στα άτομα το κοινωνικό προτσές παραγωγής, είναι τα προϊόντα αυτών των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» (Μαρξ 1978β: 1080). Στη συνέχεια επιχειρήσω να υποδείξω τον ταξικό προσδιορισμό της εργατικής τάξης ως «καταλήπτη» διακριτής ταξικής θέσης εντός του ΚΤΠ. 3. «Παραγωγή» και καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής Αν η εργατική τάξη συγκροτείται, όπως ισχυρίζομαι, στη βάση αποκλειστικά του ΚΤΠ, είναι ένα ερώτημα πώς μπορεί να προσδιοριστεί η εργατική τάξη ως τάξη όταν η εργασιακή διαδικασία δεν αφορά σε παραγωγή νέων από φυσική άποψη αξιών χρήσης. 3 Βρισκόμαστε λοιπόν εδώ στην ανάγκη να προσδιορίσουμε τη διάσταση του όρου «παραγωγή» στην έννοια καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Θα θέσω αυτόν τον προσδιορισμό στο πεδίο της μαρξικής διάκρισης «παραγωγική και μηπαραγωγική εργασία», από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. 4 Γράφει ο Μαρξ: [ο] A. Σμιθ έχει εξαντλήσει εννοιακά το ζήτημα» καθορίζοντας ως παραγωγική, από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας παραγωγής την «εργασία, που ανταλλάσσεται άμεσα με το κεφάλαιο, δηλαδή με ανταλλαγή, με την οποία μόνο οι όροι παραγωγής της εργασίας και γενικά η αξία, το χρήμα και τα εμπορεύματα μετατρέπονται πρώτα σε κεφάλαιο (και η εργασία σε μισθωτή εργασία με την επιστημονική έννοια).» Άρα θεωρεί πως «έχει επίσης αποδειχτεί απόλυτα, τι είναι η μη παραγωγική εργασία. Είναι η εργασία που δεν ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, αλλά που ανταλλάσσεται άμεσα με εισόδημα, δηλαδή με μισθό ή με κέρδος (φυσικά και με τις διάφορες κατηγορίες, όπως ο τόκος και οι πρόσοδες, που συμμετέχουν σαν μέτοχοι copartners στο κέρδος του κεφαλαιοκράτη) (Μαρξ 1984: 1501). Θεωρώντας συνεπώς ως παραγωγική από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής την εργασία που αμείβεται από (μεταβλητό) κεφάλαιο και ως μηπαραγωγική την εργασία που αμείβεται από εισόδημα θα θεωρήσω κατ επέκταση και ως «παραγωγή» από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και έτσι και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κάθε διαδικασία μίσθωσης εργασίας από (μεταβλητό) κεφάλαιο. (Σημειώνω πάντως πως μια τέτοια επιλογή δεν προκύπτει ευθέως από τη μαρξική ανάλυση ή ορθότερα προσκρούει σε αντιφάσεις της μαρξικής ανάλυσης δες σχετικά στη συνέχεια). Από το παραπάνω προκύπτει ότι ως προς το θεωρητικό προσδιορισμό του ΚΤΠ και των κοινωνικών τάξεων που συγκροτούνται στα πλαίσιά του θα αντιμετωπίσω ενιαία όλες τις διαδικασίες (μίσθωσης) εργασίας επομένως και όλες τις μορφές κεφαλαίου. 5 Από την άποψη αυτή αποδέχομαι και τον γενικό ορισμό ότι: «Μια διαδικασία παραγωγής είναι μια διαδικασία εργασίας που διεκπεραιώνεται υπό συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής» (Μπαλτάς 2002: 147). 4. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γενικό περίγραμμα Ο ΚΤΠ ως τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, υπαγωγή που αποτελεί τη γενική μορφή, τον όρο και Σελίδα 2 / 25
την προϋπόθεση της πραγματικής υπαγωγής ή του ειδικάκεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (Μαρξ χ.χ.έ.: 101, 110) ιστορικά αναδύεται στο έδαφος μιας διπλής ιστορικής κίνησης διαδικασία που ο Μαρξ περιγράφει με έντονα χρώματα ως πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου (δες Μαρξ 1978α: κεφ. 24): της απαλλοτρίωσης ή της απώλειας της κατοχής για τους άμεσους παραγωγούς και της απελευθέρωσης των εργατικών δυνάμεων από τις (φεουδαρχικές ή ασιατικές) σχέσεις υποτέλειας 6. Ονομάζω αυτήν τη διαδικασία ως διαδικασία συγκρότησης του στοιχειώδους χαρακτηριστικού της μήτρας του ΚΤΠ. Εφόσον ο άμεσος παραγωγός είναι αποχωρισμένος από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους εργασίας αντιστοίχως μέσα παραγωγής (που είναι εμμέσως) και μέσα συντήρησης (Μαρξ χ.χ.έ.: 10910), και ταυτόχρονα είναι ελεύθερος να διαθέτει την εργασιακή του δύναμη, η εργασιακή δύναμη γίνεται σε μαζική κλίμακα εμπόρευμα και τα μέσα παραγωγής και συντήρησης (σταθερό και μεταβλητό, αντίστοιχα) κεφάλαιο. Στις συνθήκες αυτές οι άμεσοι παραγωγοί φορέας χρήσης των μέσων παραγωγής είναι αναγκασμένοι να πουλούν την εργασιακή τους δύναμη στον φορέα πραγματικής (οικονομικής) κυριότητας (= κυριότητας + κατοχής) υφιστάμενοι ιδιοποίηση υπερεργασίας χωρίς γι αυτό να απαιτείται εξωοικονομικός εξαναγκασμός: οικονομική δομή όχι μόνο καθοριστική σε τελευταία ανάλυση μα και κυριαρχική στη βάση της σύμπτωσης στο χωρισμό του άμεσου παραγωγού τόσο εκ της κυριότητας όσο και της κατοχής των μέσων παραγωγής και συντήρησης. Απ τα παραπάνω προκύπτει πως «ουσιαστικό» για την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο είναι «η καθαρή χρηματική σχέση ανάμεσα σ αυτόν, που ιδιοποιείται την πλεονάζουσα εργασία και σ εκείνον, που την παρέχει» (στο ίδιο: 109). Όμως ούτε η απαλλοτρίωση του άμεσου παραγωγού ούτε, επομένως και, η καθαρή (μισθωτή) χρηματική σχέση 7 δε σημαίνει και ότι οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες εργασίας βρίσκονται απέναντι στον εργάτη σαν κεφάλαιο, με την αυστηρή έννοια του όρου (κεφάλαιο), δηλαδή ότι η σχέση εκμετάλλευσης είναι καπιταλιστική: η μικρή οικογενειακή επιχείρηση που απασχολεί έναν πολύ περιορισμένο αριθμό μισθωτών (π.χ. 1 ή 2), και κυρίως βασίζει την παραγωγή της στην εργασία των μελών της, δε συνιστά καπιταλιστικό τρόπο του παράγειν (δες σχετικά Οικονομάκης 2000). Για τον τελευταίο απαιτείται κάτι ακόμα πέρα από την απώλεια της κατοχής για τον άμεσο παραγωγό, ήτοι πέρα από το στοιχειώδες χαρακτηριστικό της μήτρας του ΚΤΠ 8 : ένα ποσοτικό προαπαιτούμενο που ιστορικά ανάγεται στην ανατροπή των συντεχνιακών φραγμών στη χρήση μισθωτής εργασίας που «περιορίζοντας εξαιρετικά τον αριθμό των καλφάδων που επιτρεπόταν ν απασχολεί ένας μόνο μάστορας, εμπόδιζαν συστηματικά τη μετατροπή του σε κεφαλαιοκράτη» (Μαρξ 1978α: 374). Έτσι, ξεκαθαρίζει ο Μαρξ: ο κεφαλαιοκράτης απαλλάσσεται στην αρχή από τη χειρωνακτική εργασία μόλις το κεφάλαιό του φτάσει στο ελάχιστο εκείνο μέγεθος με το οποίο και μόνο αρχίζει η κεφαλαιοκρατική παραγωγή (στο ίδιο: 347). Το ελάχιστο μέγεθος κεφαλαίου για την απαρχή της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αναγνωρίζεται στην αύξηση εκείνη (ποσότητα) της μισθωτής εργασίας η οποία βρίσκεται υπό τις διαταγές του ίδιου κεφαλαιοκράτη και στο ίδιο πεδίο εργασίας, που προϋποτίθεται της (πλήρους αυτής) απαλλαγής (ποιότητα). Γράφει ο Μαρξ: Εδώ, όπως και στις φυσικές επιστήμες, επιβεβαιώνεται ο νόμος που ανακάλυψε ο Χέγκελ στη «Λογική» του, ότι σ ένα ορισμένο σημείο οι απλώς ποσοτικές αλλαγές μετατρέπονται σε ποιοτικές διαφορές» (στο ίδιο: 323), καθώς, «η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αρχίζει στην πραγματικότητα από τη στιγμή που το ίδιο ατομικό κεφάλαιο απασχολεί ταυτόχρονα ένα μεγαλύτερο αριθμό εργατών, επομένως από τη στιγμή που το προτσές της εργασίας επεκτείνει τις διαστάσεις του και προσφέρει προϊόντα σε μεγαλύτερη ποσοτική κλίμακα. Η δράση ενός Σελίδα 3 / 25
μεγαλύτερου αριθμού εργατών στο ίδιο χρονικό διάστημα, στον ίδιο χώρο (ή αν θέλετε στο ίδιο πεδίο εργασίας) για την παραγωγή του ίδιου είδους εμπορεύματος, κάτω από τις διαταγές του ίδιου κεφαλαιοκράτη αποτελεί ιστορικά και εννοιακά το σημείο αφετηρίας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής». Τούτη «η ταυτόχρονη απασχόληση ενός μεγάλου αριθμού μισθωτών εργατών στο ίδιο προτσές εργασίας», που «αποτελεί την αφετηρία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής... συμπίπτει με την ίδια την ύπαρξη του κεφαλαίου. Γι αυτό, αν ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής παρουσιάζεται από τη μια μεριά σαν ιστορική ανάγκη για τη μετατροπή του προτσές εργασίας σε κοινωνικό προτσές, από την άλλη, αυτή η κοινωνική μορφή του προτσές εργασίας εμφανίζεται σαν μια μέθοδος που τη χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να εκμεταλλευτεί πιο κερδοφόρα το προτσές εργασίας με το ανέβασμα της παραγωγικής του δύναμης (στο ίδιο: 337, 350 οι υπογρ. δικές μου). Γράφει ακόμα ο Μαρξ: Το προτσές εργασίας υπάγεται στο κεφάλαιο (είναι το δικό του προτσές) και ο καπιταλιστής εμφανίζεται στο προτσές σαν διευθυντής, καθοδηγητής γι αυτόν είναι συγχρόνως άμεσο προτσές εκμετάλλευσης ξένης εργασίας (Μαρξ χ.χ.έ.: 101). Κατά συνέπεια: Αυτό που διακρίνεται από την αρχή στο, μόνο και μόνο τυπικά υπαγμένο στο κεφάλαιο, προτσές εργασίας... είναι η κλίμακα στην οποία ενεργεί, δηλαδή από τη μία πλευρά ο όγκος των προκαταβλημένων μέσων παραγωγής, από την άλλη το πλήθος των εργατών, που διευθύνονται από τον ίδιο emloyer (εργοδότη)... έτσι, ώστε ο ίδιος να έχει απαλλαγεί από άμεση εργασία και να του επιτρέπεται να εμφανίζεται απλά σαν καπιταλιστής, σαν αξιωματούχος επιβλέπων, να εκτελεί σαν να λέμε τη με βούληση και συνείδηση προικισμένη λειτουργία του κεφαλαίου, που έχει περάσει μέσα στο προτσές αξιοποίησής του. Αυτή η διεύρυνση της κλίμακας αποτελεί άρα τον όρο και την πραγματική βάση, όπου πάνω της γεννιέται ο ειδικάκαπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (στο ίδιο: 105). Επομένως για να εμφανιστεί στη διαδικασία παραγωγής ο καπιταλιστής σαν «κεφάλαιο», ο άμεσος παραγωγός σαν «εργασία» [ ] Ο καπιταλιστής πρέπει να είναι ιδιοκτήτης ή κάτοχος των μέσων παραγωγής σε μία κοινωνική κλίμακα, σε μία έκταση αξίας η οποία να έχει χάσει κάθε σχέση προς την πιθανή παραγωγή του μεμονωμένου ή της οικογένειάς του. Στην ίδια έκταση, το κεφάλαιο πρέπει να προσλάβει σε μέγεθος αξίας και να πάρει κοινωνικές διαστάσεις, άρα να αφαιρέσει κάθε ατομικό χαρακτήρα (στο ίδιο: 102, 124). Άρα για να εμφανιστεί ο κάτοχος των μέσων παραγωγής ως «κεφάλαιο» (λειτουργία κατοχής + κυριότητας των μέσων παραγωγής) και ο άμεσος παραγωγός σαν «εργάτης» (χρήση των μέσων παραγωγής) η κλίμακα παραγωγής, και έτσι το μέγεθος του κεφαλαίου που απασχολείται από τον ατομικό επιχειρηματία (και ως εκ τούτου ο αριθμός των μισθωτών που απασχολούνται απ αυτόν την κάθε χρονική στιγμή) πρέπει να είναι τέτοια που ο καπιταλιστής να απαλλάσσεται πλήρως από τη χρήση των μέσων παραγωγής έτσι που να αποστοιχίζεται πλήρως από τον φορέα της χρήσης των μέσων παραγωγής, ώστε η διαδικασία εργασίας να βρίσκεται αποκλειστικά κάτω από την άμεση εκμετάλλευση φορέων άλλων απ αυτούς που συμμετέχουν στην άμεση διαδικασία παραγωγής και το σύνολο (ή σχεδόν το σύνολο) του υπερπροϊόντος (Χ Χ) να παράγεται από μισθωτή (ξένη) εργασία για κάθε ατομικό κεφάλαιο. Μόνο απ αυτήν την άποψη οι καπιταλιστές είναι «μηεργαζόμενοι» 9 και «τα μέσα παραγωγής είναι ιδιοκτησία των μηεργαζομένων» (Hindess Hirst 1979: 10). Τη στη βάση του ποσοτικού προαπαιτούμενου πλήρη απαλλαγή του καπιταλιστή από τη χρήση των μέσων παραγωγής και την πλήρη του αποστοίχιση από τον ταξικό φορέα της χρήσης των μέσων παραγωγής αποκαλώ αναγκαία συνθήκη για τον ΚΤΠ. Αυτή η αναγκαία συνθήκη μετασχηματίζει το στοιχειώδες χαρακτηριστικό της μήτρας του ΚΤΠ σε ειδικό. Καθόσον η «τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο [είναι ] όρος και προϋπόθεση της πραγματικής Σελίδα 4 / 25
υπαγωγής [ η οποία] αναπτύσσεται σε όλες εκείνες τις μορφές, που αναπτύσσουν τη σχετική υπεραξία σε αντιδιαστολή με την απόλυτη» (Μαρξ χ.χ.έ.: 110, 123) η αναγκαία συνθήκη δεν είναι μόνο προϋπόθεση αλλά και το σταθερό αποτέλεσμα της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Με τα λόγια του Μαρξ: ένα καθορισμένο και μόνιμα αυξανόμενο μίνιμουμ κεφαλαίου στα χέρια των μεμονωμένων καπιταλιστών αποτελεί από τη μία πλευρά την αναγκαία προϋπόθεση, από την άλλη το σταθερό αποτέλεσμα του ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (το ίδιο: 1234). Δεδομένων των παραπάνω μπορώ να διατυπώσω έναν ορισμό της μήτρας του («καθαρού») ΚΤΠ ως εξής: Σύμπτωση κυριότητας και κατοχής στον ταξικό φορέα της κυριότητας, δηλαδή πραγματική (οικονομική) κυριότητα. Μησύμπτωση χρήσης και πραγματικής κυριότητας για το φορέα της χρήσης. Πλήρης αποστοίχιση της σχέσης πραγματικής κυριότητας και του φορέα της από τη σχέση χρήσης και το φορέα της. Στις ταξικές συνθήκες μηανταπόκρισης μεταξύ πραγματικής κυριότητας και χρήσης ο ταξικός φορέας της χρήσης δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς να είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για τον φορέα της πραγματικής κυριότητας. Σε συνθήκες απελευθέρωσης + απαλλοτρίωσης των άμεσων παραγωγών, ο ταξικός φορέας της χρήσης δουλεύει προς όφελος του ταξικού φορέα της πραγματικής κυριότητας χωρίς να απαιτείται γι αυτό εξωοικονομικός καταναγκασμός. 10 (Δες σχετικά και Harnecker χ.χ.έ., Πουλαντζάς 1982β, Οικονομάκης 2000.) 5. Μισθωτοί του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εργάτες η τοποθέτηση ενός ερωτήματος Στις μέχρι εδώ διατυπώσεις μου προσπάθησα να διαφοροποιήσω τους όρους «μισθωτός», «μισθωτή εργασία», κ.λπ. από τους όρους «άμεσος παραγωγός», «εργάτης», «εργατική τάξη», «φορέας της χρήσης των μέσων παραγωγής» κ.λπ. Πίσω απ αυτήν την επιδίωξή μου βρίσκεται μια θέση (ή αν θέλετε ένα ερώτημα): Το σύνολο των μισθωτών του κεφαλαίου δηλαδή όλοι όσοι υφίστανται απόσπαση υπερεργασίας από το κεφάλαιο (δεν) αποτελεί και φορέα χρήσης των μέσων παραγωγής, δηλαδή (δεν) ανήκουν όλοι οι μισθωτοί του ΚΤΠ στην τάξη των άμεσων παραγωγών του τρόπου αυτού παραγωγής, δηλαδή την εργατική τάξη 11. (;) Με άλλη διατύπωση: (δεν) ταυτίζεται το σύνολο των μισθωτών του κεφαλαίου με την εργατική τάξη. (;) Ή με μια άλλη διατύπωση: η μεγέθυνση της κλίμακας παραγωγής και μίσθωσης εργασίας στην οποία αναφέρομαι ώστε να αποστοιχίζεται ο φορέας πραγματικής κυριότητας από τη χρήση των μέσων παραγωγής (δεν) είναι ταυτόσημη με την αύξηση του αριθμού των (μισθωτών) εργατών. (;) Τη θέση αυτή (ή το ερώτημα αυτό) θα προσπαθήσω να δείξω (απαντήσω) στη συνέχεια της εισήγησής μου. Προς το παρόν πρέπει να διασαφηνιστεί περισσότερο το θεωρητικό πλαίσιο του όλου ζητήματος. Όπως υποστηρίζει η Μ. Harnecker, τοποθετώντας τις παραγωγικές σχέσεις στη μήτρα του τρόπου παραγωγής προκύπτουν δυο «ανταγωνιστικές κοινωνικές ομάδες» στα πλαίσια κάθε τρόπου παραγωγής όπου «υπάρχουν σχέσεις εκμετάλλευσης»: η κοινωνική τάξη των εκμεταλλευτών και η κοινωνική τάξη των εκμεταλλευομένων κύριοι και δούλοι, φεουδάρχες και δουλοπάροικοι, εργοδότες και εργάτες. Ο χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής προσδίδει και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της εκάστοτε σχέσης εκμετάλλευσης (Ηarnecker χ.χ.έ: 164, 167). Ανακύπτει ωστόσο το ερώτημα: Με το να λέμε πως στον κάθε τρόπο παραγωγής στον οποίο υφίστανται σχέσεις εκμετάλλευσης συγκροτούνται «μόνο δυο ανταγωνιστικές τάξεις», σημαίνει μήπως και ότι όλα τα άτομα του κάθε τρόπου παραγωγής είναι και μέρος μιας απ αυτές τις δυο τάξεις; Καθόλου: «Δεν είναι αναγκαίο όλα τα άτομα, ακόμα και οι κοινωνικές ομάδες ν αποτελούν μέρος μιας ορισμένης τάξης» (Ηarnecker χ.χ.έ: 174). Σελίδα 5 / 25
Αν όμως οι κοινωνικές τάξεις προκύπτουν (ως αποτέλεσμα) εκ του τρόπου παραγωγής δηλαδή, εκ του ειδικού ιστορικού συνδυασμού των τριών συνθετουσών σχέσεων, άρα συγκροτούνται ως το (ιδιαίτερο ιστορικό) αποτέλεσμα των σχέσεων παραγωγής που μοναδικά ορίζονται στον ειδικό ιστορικό συνδυασμό τους τι είναι άραγε αναγκαίο για ν αποτελούν τα άτομα ή οι ομάδες ενός τρόπου παραγωγής μέρος μιας ορισμένης τάξης; Η κατά τη μαρξική έκφραση, και θέση ενσάρκωση προσωποποίηση καθορισμένου κοινωνικού χαρακτήρα. Ήτοι η ενσάρκωση προσωποποίηση σχέσης που καθορίζει κοινωνικό χαρακτήρα. Ποιες είναι οι σχέσεις που καθορίζουν τους κοινωνικούς χαρακτήρες εντός του τρόπου παραγωγής τον ίδιο το χαρακτήρα του τρόπου; Οι συνθέτουσες τις σχέσεις παραγωγής σχέσεις στον ειδικό ιστορικό συνδυασμό τους: κυριότητα κατοχή χρήση. Επομένως για ν αποτελούν άτομα ή ομάδες ενός τρόπου παραγωγής μέρος μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης πρέπει να ενσαρκώνουν προσωποποιούν τη συνθέτουσα σχέση του ουσιώδους περιεχόμενου των σχέσεων παραγωγής. Αλλά για να ενσαρκώνουν προσωποποιούν τη συνθέτουσα σχέση αυτή προϋποτίθεται η συμμετοχή τους σε φορέα συνθέτουσας σχέσης. Άρα, πρώτο: είναι οι κοινωνικές τάξεις ταυτόχρονα όχι μόνο αποτέλεσμα των σχέσεων παραγωγής, αλλά και φορείς σχέσεων, συνθετουσών το ουσιώδες περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής που συγκροτούν τη μήτρα του τρόπου παραγωγής, των σχέσεων στις οποίες αποτυπώνονται και οι οποίες και καθορίζουν τη διακριτή ταξική τους θέση. 12 Και δεύτερο: εφόσον κάποιες κοινωνικές ομάδες δεν είναι φορείς συνθέτουσας σχέσης άρα δεν προσδιορίζονται δομικά εκ της μήτρας του τρόπου παραγωγής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «κοινωνικές τάξεις» αλλά μόνο σαν «κοινωνικές ομάδες». Στον ΚΤΠ αυτή η ενσάρκωση προσωποποίηση καθορισμένου κοινωνικού χαρακτήρα αφορά τη σχέση κεφαλαίου ήτοι τη σχέση πραγματικής κυριότητας και τη σχέση χρήσης των μέσων παραγωγής ως σχέση μισθωτής εργασίας. Συνεπώς, οι κοινωνικές τάξεις που συγκροτούνται εντός του ΚΤΠ είναι οι φορείς των σχέσεων πραγματικής κυριότητας και χρήσης. Ή, οι φορείς των σχέσεων πραγματικής κυριότητας και χρήσης είναι οι κοινωνικές τάξεις που συγκροτούνται εντός του ΚΤΠ. Κι αυτοί οι φορείς = κοινωνικές τάξεις, είναι: η αστική τάξη και η εργατική τάξη. 13 Κατά τη Harnecker υπάρχουν πράγματι τμήματα μισθωτών μη φορείς συνθετουσών τις σχέσεις παραγωγής σχέσεων «που μεσολαβούν, στο επίπεδο της παραγωγής, ανάμεσα στις δύο ανταγωνιστικές τάξεις» του ΚΤΠ, την αστική και την εργατική, τα οποία δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν ως κοινωνικές ομάδες (Ηarnecker χ.χ.έ.: 174), 14 και οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εργατική τάξη. Αλλά το ότι (ως θεωρητική δυνατότητα) όλοι οι μισθωτοί του ΚΤΠ δεν ενσαρκώνουν προσωποποιούν (δε φέρουν) τη σχέση χρήσης (είναι αυτονόητο ότι δε φέρουν τη σχέση πραγματικής κυριότητας) μένει να δειχτεί. Και για να δειχτεί πρέπει να εμβαθύνουμε στην έννοια της σχέσης χρήσης των μέσων παραγωγής στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής. Αυτό θα επιχειρήσω αμέσως πιο κάτω. 6. Σχέση χρήσης των μέσων παραγωγής και αστικός καταμερισμός εργασίας Από την άποψη της θεώρησης που έχω εκθέσει αναφορικά με την ειδική «φύση» των τριών σχέσεων που συνθέτουν τις σχέσεις παραγωγής, προκύπτει ότι η χρήση των μέσων παραγωγής δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από το πλαίσιο του ειδικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας τον οποίο αυτή καθορίζει αλλά και από τον οποίο καθορίζεται, καθόσον ο τελευταίος είναι το αποτέλεσμα της διαίρεσης των λειτουργιών της Σελίδα 6 / 25
κυριότητας, κατοχής και χρήσης των μέσων παραγωγής, εντός της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή είναι το αποτέλεσμα των σχέσεων παραγωγής (στον ειδικό συνδυασμό τους = τρόπος παραγωγής). Συνεπώς, εφόσον η χρήση των μέσων παραγωγής δεν είναι «ουδέτερη», αλλά είναι πάντα η άμεση αντανάκλαση του τρόπου παραγωγής, η «φύση» της χρήσης των μέσων παραγωγής στον ΚΤΠ καθορίζεται στο πλαίσιο της αναγκαίας συνθήκης για τον ΚΤΠ. Ας ανατρέξουμε λοιπόν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της ειδικά καπιταλιστικής «φύσης» της χρήσης των μέσων παραγωγής, παίρνοντας ως σημείο αφετηρίας τους συλλογισμούς του Μαρξ πάνω στην τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο στη μανουφακτούρα που αποτελεί την πρώτη περίοδο του σύγχρονου (δηλαδή του καπιταλιστικού) τρόπου παραγωγής (Μαρξ 1978β: 421). 15 Σύμφωνα λοιπόν με το Μαρξ: «Πραγματικά, η μανουφακτούρα... παράγει τη δεξιότητα του μερικού εργάτη». Είναι «ένας εργάτης που σ όλη του τη ζωή εκτελεί μια και την ίδια απλή εργασία» και με τον τρόπο αυτό «μετατρέπει όλο το σώμα του σε αυτόματα μονόπλευρο όργανό της... Ο συνδυασμένος συνολικός εργάτης, που είναι ο ζωντανός μηχανισμός της μανουφακτούρας, αποτελείται όμως μόνο από τέτοιους μονόπλευρους μερικούς εργάτες» (Μαρξ 1978α: 355). Επομένως «η μανουφακτούρα... χτυπά στη ρίζα της την ατομική εργατική δύναμη. Σακατεύει τον εργάτη και τον μετατρέπει σε εξάμβλωμα, καλλιεργώντας σαν μέσα σ ένα θερμοκήπιο τη μερική επιδεξιότητα του και πνίγοντας έναν ολόκληρο κόσμο από παραγωγικές κλίσεις και χαρίσματα». Με τον τρόπο αυτό «τεμαχίζεται το ίδιο και το άτομο, μετατρέπεται σε αυτόματο όργανο μιας μερικότερης εργασίας». Συνέπεια: «Οι πνευματικές δυνάμεις της παραγωγής αναπτύσσονται προς μια πλευρά, γιατί εξαφανίζονται από πολλές άλλες πλευρές. Αυτό που χάνουν οι μερικοί εργάτες συγκεντρώνεται αντίκρυ τους στο κεφάλαιο» (στο ίδιο: 3767). Η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται στη μεγάλη βιομηχανία της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Γράφει ο Μαρξ: «Ολοκληρώνεται στη μεγάλη βιομηχανία που την επιστήμη τη χωρίζει σαν αυτοτελή παραγωγική δύναμη από την εργασία και τη βάζει με το στανιό στην υπηρεσία του κεφαλαίου» (στο ίδιο: 377). Εκεί η «μερική δεξιότητα του μεμονωμένου εργάτη, που δουλεύει στη μηχανή και που του αφαίρεσαν κάθε περιεχόμενο, εξαφανίζεται σαν μηδαμινό πάρεργο μπρος στην επιστήμη, μπρος στις τεράστιες φυσικές δυνάμεις και μπρος στη μαζική κοινωνική εργασία που ενσαρκώνονται στο σύστημα των μηχανών και αποτελούν μαζί του τη δύναμη του αφεντικού (master)» (στο ίδιο: 439). Συγχρόνως όμως: «Η διαρκής επανάληψη της ίδιας περιορισμένης δράσης και η συνεχής συγκέντρωση της προσοχής σ αυτή την περιορισμένη δράση διδάσκουν με την πείρα να πετυχαίνεται το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα με τη μικρότερη δυνατή κατανάλωση δύναμης» (στο ίδιο: 355). Η πείρα δείχνει προς «ποια κατεύθυνση θ αλλάξει η μορφή» των εργαλείων (στο ίδιο: 357). Ακόμα: «η θεωρητική σύλληψη πρέπει να τελειοποιείται με βάση την πρακτική πείρα τη συσσωρευμένη σε μεγάλη κλίμακα» (στο ίδιο 395). Η ίδια αυτή πείρα αυξάνει την «ταχύτητα και μαζί της» την «εντατικότητα της εργασίας» (στο ίδιο: 425). Μέσα στην παραγωγή ακόμη κι αυτές «οι διαρκείς βελτιώσεις, που είναι δυνατές και αναγκαίες, προκύπτουν αποκλειστικά από τις κοινωνικές εμπειρίες και παρατηρήσεις, που τις κάνει δυνατές και τις επιτρέπει η παραγωγή του συνδυασμένου σε μεγάλη κλίμακα συνολικού εργάτη.» (Μαρξ 1978β: 107). Επομένως, σύμφωνα με το Μαρξ, η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο πραγματοποιείται μόνο όταν, στη βάση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, αναδείχνεται ένας τεχνολογικά ειδικός τρόπος παραγωγής, που μετατρέπει την πραγματική φύση του προτσές εργασίας και τους πραγματικούς του όρους ένας καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (Μαρξ χ.χ.έ.: 122). 16 Υπ αυτές τις συνθήκες: Από τη μία πλευρά, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που τώρα διαμορφώνεται σαν ένας παραγωγικός τρόπος sui generis δημιουργεί μια μεταλλαγμένη μορφή της υλικής παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αλλαγή της υλικής μορφής, αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής σχέσης, που η επαρκής της μορφή αντιστοιχεί επόμενα σε έναν ορισμένο βαθμό ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας (στο ίδιο: 123). Σελίδα 7 / 25
Δεδομένων αυτών υποστηρίζω ότι: Ο αστικός καταμερισμός εργασίας ήδη από την ανάδυση του ΚΤΠ χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση και όξυνση των διαχωρισμώναντιθέσεων μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, επιστήμης και πείρας, διεύθυνσης και εκτέλεσης. (Δες σχετικά και Μπετελέμ 1975.) Αυτοί οι διαχωρισμοί, οι οποίοι στηρίζουν το ιεραρχικό «μοντέλο» της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν είναι παρά η εσωτερική «ουσία» της αναγκαίας συνθήκης για τον ΚΤΠ. Η έννοια της χρήσης, στα πλαίσια των καπιταλιστικών διαδικασιών παραγωγής (που πρέπει να γίνεται αντιληπτή) ως τάση συλλογικής ικανότητας χρήσης των μέσων παραγωγής και ταυτόχρονα ως τάση ατομικής μηικανότητας 17 αναδεικνύει (και αναδεικνύεται μέσα από) αυτούς ακριβώς τους διαχωρισμούς, αυτές ακριβώς τις αντιθέσεις. Αναδεικνύει (και αναδεικνύεται μέσα από) διαχωρισμούςαντιθέσεις που θεμελιώνουν το ιεραρχικό «μοντέλο» των διαδικασιών εργασίας στον αστικό καταμερισμό ενσωματώνοντας ως ουσιώδες περιεχόμενό της, ως (ειδικά) καπιταλιστική «φύση» της, εντός (ειδικά) του αστικού καταμερισμού εργασίας, τη μια πλευρά αυτών των διαχωρισμών αντιθέσεων: την πλευρά που κάθε φορά αντιπροσωπεύει τις λειτουργίες της θεωρούμενης ή/και κατά κύριο λόγο χειρωνακτικής απέναντι στη (και αναφορικά με τη) θεωρούμενη ή/και κατά κύριο λόγο πνευματική εργασία, 18 της πείρας απέναντι στην επιστήμη 19 της εκτέλεσης απέναντι στη διεύθυνση. Αυτοί οι διαχωρισμοί και αυτές οι αντιθέσεις μορφοποιούνται στην ειδικά καπιταλιστική τους «μορφή» (ειδικά καπιταλιστική «μορφή» της χρήσης των μέσων παραγωγής) μέσω της ειδικά καπιταλιστικής ενότητας των σχέσεων και δυνάμεων παραγωγής υπό την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (δες και Μηλιός 2000: 98). Επομένως, με δεδομένηαμετάβλητη την πραγματική κυριότητα και την αναγκαία συνθήκη για την καπιταλιστική «φύση» των σχέσεων παραγωγής, είναι αυτή η ειδικά καπιταλιστική «μορφή» της χρήσης η οποία σχηματίζει την επαρκή «μορφή» των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. 20 Ως εκ τούτου η ειδικά καπιταλιστική μορφοποίηση της σχέσης χρήσης των μέσων παραγωγής συνιστά την επαρκή συνθήκη για τη «μετάβαση» από την ΚΤΠ της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο στον ΚΤΠ της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. 21 Δεδομένων και αυτών μπορώ να διατυπώσω ένα συμπληρωματικό ορισμό της μήτρας του ΚΤΠ: Σύμπτωση στο χωρισμό του ατομικού άμεσου παραγωγού από την πραγματική κυριότητα και από τη χρήση των μέσων παραγωγής ως ατομική ικανότητα. Μησύμπτωση μεταξύ πραγματικής κυριότητας και χρήσης των μέσων παραγωγής ως ατομική ικανότητα. 7. Μισθωτοί του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και εργάτες μια απάντηση Έχοντας αναλύσει το περιεχόμενο και τη δομική σημασία της σχέσης χρήσης των μέσων παραγωγής στον ΚΤΠ είμαι τώρα σε θέση να διατυπώσω την απάντησή μου στο ερώτημα αν όλοι οι μισθωτοί του ΚΤΠ ενσαρκώνουν προσωποποιούν (φέρουν) τη σχέση χρήσης των μέσων παραγωγής. Υποστηρίζω ότι: α) Απέναντι στον πόλο λειτουργιών «θεωρούμενη ή/και κατά κύριο λόγο χειρωνακτική εργασία + πείρα + εκτέλεση» (= χρήση ως τάση συλλογικής ικανότητας και ταυτόχρονα ατομικής μηικανότητας) συγκροτείται μέσα στις καπιταλιστικές διαδικασίες παραγωγής ο πόλος των λειτουργιών «θεωρούμενη ή/και κατά κύριο λόγο πνευματική εργασία + επιστήμη + διεύθυνση». β) Ο πόλος ωστόσο των λειτουργιών «θεωρούμενη ή/και κατά κύριο λόγο πνευματική εργασία + επιστήμη + διεύθυνση» δε θεμελιώνει per se μια άλλη σχέση στο μέτρο που δεν ενσωματώνει (από ταξική άποψη) τη διεύθυνση ως διεύθυνσηέλεγχο της χρήσης των μέσων παραγωγής και οικειοποίηση αποτελεσμάτων της χρήσης των μέσων παραγωγής = συστατική ουσία της κατοχής, επομένως της πραγματικής κυριότητας (δες αναλυτικά Οικονομάκης 2000), και κατά συνέπεια, γ) Οι λειτουργίες τής κατά κύριο λόγο πνευματικής εργασίας + επιστήμης + διεύθυνσης βρίσκονται σε Σελίδα 8 / 25
υποδεέστερη της κατοχής ιεραρχική θέση εξουσίας εντός των παραγωγικών διαδικασιών, αποτελούν μηκατοχή αλλά και μηχρήση (= μησχέση): επιστήμονες και ερευνητές, γραφειοκράτες και διοικητικοί / διεύθυνση επιτήρηση κ.λπ. δ) Φυσικοί φορείς αυτής της μησχέσης είναι ομάδες (μηεργατών) μισθωτών. Παρατήρηση 1: Δεν αναφέρομαι επομένως στους (top) managers ζήτημα με το οποίο δε θα καταπιαστώ εδώ των οποίων η αμοιβή εξαρτάται κυρίως από τα κέρδη της επιχείρησης και που ως λειτουργία συμπυκνώνουν ολικά + ταυτόχρονα πνευματική εργασία επιστήμη και εκείνη τη διεύθυνση που αποτελεί συστατική «ουσία» της σχέσης κατοχής 22 ανήκοντας στην αδιάσπαστη ενότητα της ταξικής θέσης του κεφαλαίου, δηλαδή στην αστική τάξη (δες σχετικά σε Πουλαντζά 1982β, Οικονομάκη 2000). Συνεπώς ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη μεσολαβούν ομάδες μισθωτών (άρα εκμεταλλευομένων) που όχι μόνο δεν προσδιορίζονται επαρκώς από τη σχέση χρήσης των μέσων παραγωγής (δεν ενσαρκώνουνπροσωποποιούν, δεν φέρουν τη σχέση χρήσης) άρα δεν αποτελούν μέρος της εργατικής τάξης, αλλά αποτελούν μέρος ζωτικό τμήμα λειτουργιών (ή αν θέλετε ενσαρκώνουνπροσωποποιούν και φέρουν λειτουργίες) στον αντίθετο πόλο της χρήσης σε κατώτερη της κατοχής ιεραρχική θέση. Στη βάση λοιπόν της αναγκαίας συνθήκης της πλήρους αποστοίχισης του κεφαλαιοκράτη από τη χρήση των μέσων παραγωγής, και λόγω αυτής, ο κεφαλαιοκράτης παραχωρεί τώρα τη λειτουργία της άμεσης και συνεχούς επίβλεψης των ξεχωριστών εργατών και εργατικών ομάδων σε μια ειδική κατηγορία μισθωτών εργατών. Όπως ένας στρατός χρειάζεται στρατιωτικούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, έτσι και μια μάζα εργατών που συνεργάζονται κάτω από το πρόσταγμα του ίδιου κεφαλαίου χρειάζεται αξιωματικούς (διευθυντές, διαχειριστές) και υπαξιωματικούς της βιομηχανίας (επιστάτες, foremen, overlookers, contremaitres) που στη διάρκεια του προτσές εργασίας διοικούν εξ ονόματος του κεφαλαίου. Η δουλειά της επιστασίας εδραιώνεται σαν αποκλειστική τους λειτουργία (Μαρξ, 1978α: 347). Ονομάζω αυτές τις ομάδες μισθωτών («την ειδική κατηγορία μισθωτών εργατών») κοινωνικές ομάδες των έμμεσα εργαζόμενωνμισθωτών. Παρατήρηση2: Ο όρος «έμμεσα» έχει, στην ανάλυσή μου, την έννοια «ενδιάμεσα»: μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης. 23 Ο διαχωρισμός αυτός ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα εργαζομένουςμισθωτούς είναι άλλωστε και ιδεολογικοπολιτικά αναγκαίος και ορθός: Γιατί πώς να εντάξεις στην ίδια τάξη, όπως σωστά επισημαίνουν η Harnecker και ο Πουλαντζάς στη βάση της μαρξικής ανάλυσης «τόσο τους άμεσα εργαζόμενους που νιώθουν την εκμετάλλευση στο πετσί τους, όσο και όλους αυτούς τους έμμεσα εργαζόμενους, που είναι απλούστατα οι εκπρόσωποι του κεφαλαιοκράτη στη διαδικασία της εξαγωγής της υπεραξίας» (Harnecker χ.χ.έ.: 176), δηλαδή αυτούς που η «κύρια λειτουργία τους συνίσταται στο ν αποσπούν υπεραξία από τους εργάτες στο να τη συλλέγουν»; (Πουλαντζάς 1982β: 282). Πώς να εντάξεις εν τέλει στην ίδια τάξη τις δυνάμεις της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας, όταν, όπως μας λέει ο Μαρξ, είναι ακριβώς «ο χωρισμός των πνευματικών δυνάμεων του προτσές παραγωγής από τη χειρωνακτική εργασία» που μετατρέπει τις πρώτες «σε δυνάμεις κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία»; (Μαρξ 1978α: 439). 24 Εδώ βεβαίως γεννάται ένα ερώτημα: Στο εσωτερικό της σχέσης χρήσης των μέσων παραγωγής δεν υπάρχουν άραγε διαφορετικότητες σε ίδιες συνθήκες, δηλαδή μέσα στο ίδιο προτσές παραγωγής; Μέσα π.χ. στο ίδιο εργοστάσιο η χρήση των μέσων παραγωγής από την εργατική τάξη είναι πανομοιότυπη; Σελίδα 9 / 25
Η απάντησή μου είναι πως προφανώς δεν είναι πανομοιότυπη. Είναι άλλωστε γνωστοί οι διαχωρισμοί μεταξύ ειδικευμένων, ημιειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών. Ωστόσο αν είναι έτσι δε σχετικοποιείται μήπως ο διαχωρισμός μεταξύ εργατικής τάξης και έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών, καθώς μέσα στην ίδια την εργατική τάξη αναπαράγονται οι διαχωρισμοί πνευματικής χειρωνακτικής εργασίας; Όχι, στο μέτρο της αντίληψης πως, πρώτο, η χειρωνακτική (όπως και η πνευματική) εργασία έχει ανομοιογενές περιεχόμενο, πως, δεύτερο, οι διαχωρισμοί αυτοί δεν αφορούν μόνο στην πνευματική χειρωνακτική εργασία και πως, τρίτο, μόνο η εργατική τάξη πολώνεται ολικά + ταυτόχρονα στη μια πλευρά των δυνάμενων, αναφορικά με τη σχέση χρήσης των μέσων παραγωγής (Δες αναλυτικά Οικονομάκης 2000) Σύμφωνα με τον Πουλαντζά, είναι αλήθεια πως ο «θεμελιακός» διαχωρισμός «διανοητικής / χειρωνακτικής εργασίας» έχει την τάση «να αναπαράγεται, με ιδιόμορφο τρόπο, κι απ τις δυο πλευρές του διαχωριστικού φράγματος»: τόσο στο πεδίο της διανοητικής όσο και στο πεδίο της χειρωνακτικής εργασίας. «Ωστόσο, το ταξικό φράγμα αυτού του διαχωρισμού υπάρχει:» οι ειδικευμένοι δεν ασκούν στους ημιειδικευμένους, ούτε και οι τελευταίοι στους ανειδίκευτους εργάτες «τη διεύθυνση και την εποπτεία που συνοδεύονται από τη νομιμοποίηση του μυστικού της γνώσης και του μονοπωλίου της, ενώ την ασκούν οι μηχανικοί και οι τεχνικοί στο σύνολο της εργατικής τάξης» (Πουλαντζάς 1982β: 3034). 25 Ο πιο κάτω πίνακας αποτυπώνει το βασικό σχήμα της επιχειρηματολογίας μου. Πίνακας 1: Καπιταλιστικός Τρόπος Παραγωγής και Κοινωνικές Τάξεις και Ομάδες Κυριότητα Κατοχή Χρήση Αστική τάξη + + Εργατική τάξη + Σελίδα 10 / 25
Κοινωνικές ομάδες έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών Σημείωση: + = ναι = όχι. Παρατήρηση 3: Θα πρέπει να διαχωρίσουμε τους έμμεσα εργαζόμενουςμισθωτούς, ως τους εκπρόσωπους του κεφαλαιοκράτη στη διαδικασία απόσπασης υπεραξίας, απ τους επιστήμονες άμεσα εργαζόμενουςμισθωτούς, δηλαδή εκείνους τους επιστήμονες μισθωτούς που βρίσκονται όχι σε ενδιάμεση (μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης) θέση, αλλά στην κατώτατη ιεραρχική θέση εξουσίας εντός συγκεκριμένων εργασιακών διαδικασιών μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Είναι μια ταξικά οριακή περίπτωση, στο πλαίσιο των αναλυτικών μου προσδιορισμών, όπου (δεδομένης της μηδιεύθυνσης, μηεπιτήρησης), η πνευματική εργασία του μισθωτού, θα έλεγα, «χειρωνακτικοποιείται», έτσι που αυτός στις συγκεκριμένες εργασιακές διαδικασίες οριακά να τείνει να πολώνεται ολικά στη πλευρά των δυνάμενων που ασκούν τη χρήση των μέσων παραγωγής. Οριακά, λόγω του οριακού προσδιορισμού της χρήσης σε σχέση με τη διάκριση πνευματικής χειρωνακτικής εργασίας, επιστήμης πείρας στην ιστορική εποχή όπου το βιομηχανικό προλεταριάτο (εξακολουθεί να) είναι (υλικά) η πρωτοπορία της εργατικής τάξης (Harnecker χ.χ.έ.: 176). Οριακά, με επίγνωση της ιστορικότητας κ.λπ. της διάκρισης πνευματικής χειρωνακτικής εργασίας. Παρατήρηση 4: Θα χαρακτηρίσω τις ενδιάμεσες ομάδες των έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών ως μικροαστικές και μεσοαστικές κοινωνικές ομάδες θεωρώντας πως δεν υφίστανται όλοι τον ίδιο βαθμό εκμετάλλευσης, ότι υπάρχουν εσωτερικές διαφοροποιήσεις στη διάταξη της εκμετάλλευσης. Παρότι ως σύνολο πολώνονται έναντι της εργατικής τάξης στη μεριά της πνευματικής εργασίας, της επιστήμης και της διεύθυνσης (της διεύθυνσης όμως που δεν αποτελεί στοιχείο της κατοχής) δέχομαι ότι στα πλαίσιά τους (της μηχρήσης και μηκατοχής) επισυμβαίνει διαχωρισμός στο εσωτερικό της πνευματικής εργασίας, ο οποίος προκαλεί ιεραρχικά εσωτερικά σχίσματα που από την άποψη αυτή δεν είναι ωστόσο σχίσματα κυριαρχίας, καθώς δεν αποτυπώνονται σε συνθέτουσες το ουσιώδες περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής σχέσεις. Σ αυτά τα δεδομένα, τα τμήματα που πολώνονται προς τις υψηλότερες βαθμίδες πνευματικής εργασίας, διεύθυνσης, κ.λπ., θα λέγαμε ότι αποτελούν μεσοαστική κοινωνική ομάδα, έναντι των άλλων που αποτελούν μικροαστική κοινωνική ομάδα. 26 8. Μια απορρέουσα διάκριση: συλλογικός εργάτης και συλλογικός εργαζόμενος Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία που εξέθεσα η έννοια συλλογικός εργάτης ως απορρέουσα εκ του αστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας έχει σαφή ταξική υπόσταση: συλλογικός εργάτης εργατική τάξη ως φορέας συλλογικής δεξιότητας χειρισμού των μέσων της παραγωγικής διαδικασίας εντός του ΚΤΠ (χρήσης, δηλαδή). Από την άποψη αυτή ο συλλογικός εργάτης ταυτιζόμενος με την εργατική τάξη αποτελεί γνήσιο υποσύνολο της παραγωγικής εργασίας εντός του αστικού κοινωνικού καταμερισμού. Αν δεχτούμε αυτόν τον συλλογισμό τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε μια άλλη εννοιολογική κατηγορία διακριτή απ εκείνη του συλλογικού εργάτη για να «περιγράψει» τη διαταξική και άρα τεχνική εργασιακή συνεργασία (και έτσι τον τεχνικό καταμερισμό που αυτή συνεπάγεται) στα πλαίσια του συνόλου της παραγωγικής εργασίας υπό τον αστικό κοινωνικό καταμερισμό = υπό τον ΚΤΠ. Η εννοιολογική αυτή κατηγορία θα μπορούσε να αποδοθεί με τον όρο «συλλογικός εργαζόμενος» ως του όρου «συλλογικός εργάτης», όπου ο συλλογικός εργάτης αποτελεί υποσύνολο του συλλογικού εργαζομένου και ο συλλογικός εργαζόμενος παραγωγική εργασία εντός της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και από την άποψή της. 27 Σελίδα 11 / 25
9. Παρέκβαση: Ο ορισμός του Λένιν για τις κοινωνικές τάξεις Έχω ισχυριστεί (Οικονομάκης 2000: 180) πως ο Β. Ι. Λένιν, στα περίφημα τέσσερα κριτήριά του προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων παραπέμπει, έστω και έμμεσα, στο ουσιαστικό περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής: σχέσεις κυριότητας κατοχής νομής. Θα ήθελα να αναλύσω περισσότερο εδώ αυτόν τον ισχυρισμό. Θα το κάνω «προσαρμόζοντας» κάποιες θέσεις που προκύπτουν από την ανάλυση του G. Carchedi (Carchedi 1977: 50 κ.έ., 68, 82 κ.έ., 107) στο πλαίσιο της δικής μου προβληματικής. Ας θυμηθούμε όμως τον λενινιστικό ορισμό των κοινωνικών τάξεων: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους», πρώτο κριτήριο: «από τη θέση που κατέχουν μέσα σ ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής» δεύτερο κριτήριο: «από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής» τρίτο κριτήριο: «από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς», τέταρτο κριτήριο: «από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας.» Επομένως: «Οι τάξεις είναι τέτοιες ομάδες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης, χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας» (Λένιν χ.χ.έ.: 208). Το τέταρτο κριτήριο δε θα μας απασχολήσει καθόσον αποτελεί συνέπεια των τριών πρώτων. Ας περάσουμε λοιπόν στα τρία πρώτα κριτήρια Θα προσπαθήσω να τα συγκεκριμενοποιήσω ερμηνεύσω «μεταφράζοντάς» τα (ανάγοντάς τα) σε όρους του πλαισίου ανάλυσής μου. Πεδίο αναφοράς βεβαίως ο ΚΤΠ. Το πρώτο κριτήριο μπορεί να αναχθεί στη διάκριση ανάμεσα σε αμειβόμενους από μεταβλητό κεφάλαιο και μη αμειβόμενους από μεταβλητό κεφάλαιο (μημισθωτοί έναντι μισθωτών). Το δεύτερο κριτήριο μπορεί να αναχθεί στη διάκριση μεταξύ πραγματικής κυριότητας και μη κυριότητας των μέσων παραγωγής (ιδιοκτήτες έναντι μηιδιοκτητών από οικονομική άποψη). Τέλος το τρίτο κριτήριο μπορεί να αναχθεί στον αστικό καταμερισμό εργασίας, στη διάκριση των λειτουργιών πραγματικής κυριότητας και χρήσης των μέσων παραγωγής. Τα δυο πρώτα κριτήρια μας δίνουν τη γενική διάκριση ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους (μημισθωτοί ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής έναντι μισθωτών μηιδιοκτητών των μέσων παραγωγής) και από αυτήν την άποψη θα μπορούσαν να ενοποιηθούν. Ωστόσο δε μας συγκεκριμενοποιούν ότι αυτή η διάκριση αναφέρεται ειδικά στον ΚΤΠ (ήτοι ότι η σχέση εκμετάλλευσης είναι καπιταλιστική) εφόσον δε μας λένε τίποτα για τη χρήση των μέσων παραγωγής, δηλαδή για το αν ο μημισθωτός ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής μετέχει ή δεν μετέχει της χρήσης των μέσων παραγωγής (δες αναγκαία συνθήκη). Χρειάζεται επομένως το τρίτο κριτήριο τόσο για τη συγκεκριμενοποίηση των μημισθωτών ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής ως καπιταλιστών (δηλαδή για τον προσδιορισμό της σχέσης εκμετάλλευσης ως καπιταλιστικής) όσο και για τη διάκριση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τις κοινωνικές ομάδες των έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών. Ο επόμενος πίνακας αποτυπώνει τους συλλογισμούς αυτούς. Πίνακας 2 Τα κριτήρια του Λένιν για τον προσδιορισμό κοινωνικών τάξεων και ομάδων του ΚΤΠ Κριτήριο 1 και 2 Κριτήριο 3 Σελίδα 12 / 25
Εκμεταλλευτές Εκμεταλλευόμενοι Πραγματική κυριότητα Χρήση Αστική τάξη + + Εργατική Τάξη + + Κοινωνικές ομάδες έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών + Σημείωση: + = ναι = όχι. 10. Αντί επιλόγου: μερικές βασικές οριοθετήσεις Στη βάση της προβληματικής που ανέπτυξα η εργατική τάξη δεν μπορεί να οριστεί ως η τάξη των μισθωτών του ΚΤΠ όπως υποστηρίζουν οι J. Becker (Becker 1973 & 19734), F. Freedman (Freedman 1975) και A. Cutler, B. Hindess, P. Q. Hirst A. Hussain (Cutler et al 1977) στον βαθμό που η σχέση χρήσης δεν μπορεί να αναχθεί στους μηνομικούς ιδιοκτήτες ή στους υφιστάμενους απόσπαση υπεραξίας. Επίσης η παραγωγική εργασία δεν μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ταξικού προσδιορισμού της εργατικής Σελίδα 13 / 25
τάξης εφόσον η παραγωγική εργασία ταυτίζεται με τη μισθωτή εργασία, στα πλαίσια του ΚΤΠ. 28 Βρισκόμαστε στο σημείο αυτό σε ζητήματα που απορρέουν από τη θεωρητική πρόταση του Πουλαντζά, με κάποια από τα οποία και θα ασχοληθώ κριτικά εν συντομία (αναλυτικότερα σε Οικονομάκης 2000), θεωρώντας ότι έτσι αναδεικνύονται ή καθίστανται σαφέστερες και όψεις της δικής μου προβληματικής. Ο Ν. Α. Πουλαντζάς επιδιώκοντας να καταρριφθεί «η αντίληψη ότι υπάρχουν μερικά κοινωνικά σύνολα έξω από τις τάξεις» (Πουλαντζάς 1982β: 246) οδηγείται να αποκλείει «τη δυνατότητα ύπαρξης κοινωνικών συνόλων δίπλα ή έξω από τις τάξεις» (στο ίδιο: 251). Έτσι ακόμα και «κοινωνικές κατηγορίες» που βρίσκονται στην υπηρεσία του εποικοδομήματος, όπως η «κρατική γραφειοκρατία», για τον Πουλαντζά, «έχουν και αυτές μια ταξική θέση» συνακόλουθα «ανήκουν σε μια τάξη» (στο ίδιο 29: 245). Το αποτέλεσμα αυτής της θεωρητικής επιδίωξης είναι, κατά την άποψή μου, ένας υποκειμενικός ταξικός προσδιορισμός (καθόσον είναι έξω από σχέσεις και τρόπους παραγωγής), ο οποίος και καταλήγει σε μια τάξησύνολο ανόμοιων ταξικών περιπτώσεων: στην επονομαζόμενη απ αυτόν «νέα μικροαστική τάξη». Από ποιους αποτελείται η «νέα μικροαστική τάξη»; Εκ «των νέων μισθωτών συνόλων». Και γιατί αυτός ο όρος; Γιατί «προέρχονται, όπως και η παραδοσιακή μικροαστική τάξη (μικρή παραγωγή και ιδιοκτησία, βιοτέχνες και έμποροι) από την ίδια τάξη, τη μικροαστική» (στο ίδιο: 253). Μέσα σ αυτό το ταξικό σύμφυρμα ανήκουν και οι έμμεσα εργαζόμενοιμισθωτοί είτε του ΚΤΠ είτε του εποικοδομήματος (στο ίδιο, κυρίως μέρος τρίτο). Απ την οπτική της δικής μου προσέγγισης, κρίσιμοι παράγοντες στα εσφαλμένα θεωρητικά συμπεράσματα του Πουλαντζά είναι κυρίως η συνδυασμένη απουσία της σχέσης χρήσης από την ανάλυσή του και η αντιφατικότητά της όσον αφορά στη μήτρα του τρόπου παραγωγής 29. Η απουσία της σχέσης χρήσης έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή ως κριτηρίου ταξικού προσδιορισμού ενός οικονομικού κριτηρίου έξω από τις σχέσεις παραγωγής και ως τέτοιου οικονομίστικου: της παραγωγικής εργασίας. Η αντιφατικότητα επί του προσδιορισμού της μήτρας του τρόπου παραγωγής έχει ως επακόλουθο την υποβάθμιση των σχέσεων παραγωγής στον ταξικό προσδιορισμό. 30 Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα σημεία της συνδυασμένης επενέργειας αυτών των δυο παραγόντων στο θεωρητικό του σχήμα, όσον αφορά τη σχέση έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών και εργατικής τάξης, πριν συστηματοποιήσω τις παρατηρήσεις μου. Ο Πουλαντζάς εντοπίζει ότι οι έμμεσα εργαζόμενοιμισθωτοί στον ΚΤΠ δεν ανήκουν στην αστική τάξη, εφόσον δεν έχουν ούτε κυριότητα ούτε και κατοχή των μέσων παραγωγής. «Το βασικό πρόβλημα που μπαίνει επομένως εδώ, είναι το πρόβλημα της σχέσης τους με την εργατική τάξη, πρόβλημα που μπορεί να διατυπωθεί, από μια πρώτη άποψη, ως το πρόβλημα των συνόρων και της οριοθέτησης της εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής» (στο ίδιο: 259). Πώς μπορεί να οριοθετηθεί η εργατική τάξη; Η εργατική τάξη οριοθετείται «με βάση την παραγωγική εργασία» (στο ίδιο: 260). Επομένως αντίστοιχα οριοθετείται και η νέα μικροαστική τάξη. Με βάση τη μηπαραγωγική εργασία. Παραγωγική εργασία σύμφωνα με τον Πουλαντζά είναι η εργασία που παράγει υπεραξία μέσω της παραγωγής νέων από φυσική άποψη αξιών χρήσης, δηλαδή αντιλαμβάνεται ως προϋπόθεση για την παραγωγή υπεραξίας την εργασία στη βάση του απλού προτσές παραγωγής. 31 Κατά συνέπεια οι μισθωτοί εργαζόμενοι που δεν παράγουν νέες από φυσική άποψη αξίες χρήσης είναι μηπαραγωγικοί και επομένως δεν ανήκουν στην εργατική αλλά στη νέα μικροαστική τάξη. 32 Σελίδα 14 / 25
Υπάρχουν όμως και παραγωγικοί μισθωτοί που εντούτοις δεν ανήκουν στην εργατική τάξη. Εδώ για την οριοθέτησή αυτών των μισθωτών από την εργατική τάξη είναι απαραίτητη η αναφορά στην «άμεση αναπαραγωγή, μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, των πολιτικών σχέσεων μεταξύ κεφαλαιοκρατικής και εργατικής τάξης» (στο ίδιο: 281). Η περίπτωση αφορά τους αρχιεργάτες επόπτες της παραγωγής, στους μηχανικούς και στους τεχνικούς. Γιατί αυτοί παρότι εμπλέκονται σε ορισμένες εργασίες «που εμπεριέχονται άμεσα στην υλική παραγωγική διαδικασία και στη δημιουργία της υπεραξίας» (στο ίδιο: 279) (είναι δηλαδή παραγωγικοί, και με το κριτήριο Πουλαντζά) 33 εμπλέκονται παράλληλα και σε πολιτικές σχέσεις εποπτείας και διεύθυνσης της εργασιακής διαδικασίας και επομένως «σαν σύνολο» βρίσκονται πάνω από την εργατική τάξη (σχετικά στο ίδιο: 282, 296, 299, 303). Έτσι λοιπόν το κριτήριο της παραγωγικής εργασίας είναι ανεπαρκές κριτήριο για να οριοθετηθούν «τα ταξικά σύνορα ανάμεσα στην εργατική τάξη από τη μια μεριά, και σε ορισμένες παρυφές της νέας μικροαστικής τάξης, εκείνες που συνδέονται άμεσα με την υλική παραγωγική διαδικασία», όπως «των εποπτών της εργασιακής διαδικασίας και των μηχανικών και τεχνικών» (στο ίδιο: 277). Ταυτόχρονα, «η νέα μικροαστική τάξη με τη θέση της στις ιδεολογικές σχέσεις και απέναντι στην εργατική τάξη, υπάγεται στη διανοητική εργασία» (στο ίδιο: 334). Κατά συνέπεια «μέσα από μια επέκταση της έννοιας της διανοητικής εργασίας» (στο ίδιο: 313) μισθωτοί όπως μια πωλήτρια μεγάλου καταστήματος ανήκει στη μικροαστική τάξη, και κατατάσσεται στη διανοητική εργασία, ενώ ένας ειδικευμένος εργάτης στην εργατική τάξη και στη χειρωνακτική εργασία. 34 Αυτή όμως η νέα μικροαστική τάξη ανήκει στην ίδια τάξη (στη μικροαστική τάξη) με την «παραδοσιακή μικροαστική τάξη». Σε τι αναφέρεται αυτή η παραδοσιακή μικροαστική τάξη; Αναφέρεται σε «φτωχή αγροτιά», σε μικρεμπόρους και «μικρό εμπόριο», και σε περιπτώσεις «βιοτεχνικών επιχειρήσεων» πολύ χαμηλής, έως χαμηλής απασχόλησης μισθωτής εργασίας («0 έως 5 μισθωτούς» ή «6 έως 9 μισθωτούς») η δε δεύτερη, και αυξανόμενη, περίπτωση σηματοδοτεί «το πέρασμα των μικροαστών στην κατάσταση των μικροκεφαλαιούχων» (στο ίδιο: 4078, 410). Πώς είναι όμως δυνατό να δικαιολογηθεί μια τέτοια συνύπαρξη στα πλαίσια μιας τάξης; «Αν μπορούμε να θεωρούμε ότι ανήκουν σε μια και την ίδια τάξη σύνολα που, από πρώτη ματιά, κατέχουν διαφορετικές θέσεις στις οικονομικές σχέσεις, τούτο συμβαίνει γιατί αυτές οι διαφορετικές θέσεις έχουν, στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, τα ίδια αποτελέσματα» (στο ίδιο: 254). 35 Άρα: «Η αναφορά στις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις είναι απόλυτα απαραίτητη για να εντοπιστεί η θέση της μικροαστικής τάξης στον ταξικό δομικό προσδιορισμό» (στο ίδιο: 256). Θα κάνω πέντε παρατηρήσεις στις θέσεις αυτές του Πουλαντζά. α. Ξεκινάω από την απουσία της σχέσης χρήσης. Ο Πουλαντζάς σωστά ξεκαθαρίζει πως δεν τίθεται θέμα ένταξης των έμμεσα εργαζόμενωνμισθωτών στην αστική τάξη και εντοπίζει το πρόβλημα στην οριοθέτηση έμμεσα εργαζόμενωνμισθωτών στον ΚΤΠ και εργατικής τάξης. Στη δική μου ανάλυση το πρόβλημα αυτό επιχειρείται να λυθεί με τη σχέση χρήσης. Στον Πουλαντζά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, αφού η τρίτη αυτή σχέση είναι απούσα από το αναλυτικό του πλαίσιο. Η λύση πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί αλλού. Και βρίσκεται έξω από τις σχέσεις παραγωγής: Στην παραγωγική εργασία ως κριτήριο ταξικού προσδιορισμού. β. Αν εντούτοις περιορίζαμε τη θεωρητική μας αναζήτηση στον χώρο ενός εργοστασίου, για παράδειγμα, εντελώς «πρακτικά» δε θα υπήρχε κάποια ιδιαίτερα σοβαρή διαφορά ταξικού προσδιορισμού γενικά, και δε θα υπήρχε καμιά διαφορά ταξικού προσδιορισμού όσον αφορά στην εργατική τάξη. 36 Ό,τι προσδιορίζει ο Πουλαντζάς ως εργατική τάξη προσδιορίζω και εγώ. Διαφορά θα υπήρχε μόνο ως προς το χαρακτηρισμό των Σελίδα 15 / 25
έμμεσα εργαζομένωνμισθωτών: κοινωνική ομάδα με βάση τους αναλυτικούς μου προσδιορισμούς, τάξη για τον Πουλαντζά. Και δε θα υπήρχε διαφορά ως προς την εργατική τάξη γιατί στο εργοστάσιο η εργασία που παράγει υπεραξία μέσω της παραγωγής νέων από φυσική άποψη αξιών χρήσης είναι παραγωγική εργασία από την άποψη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αφενός, και, αφετέρου, γιατί η τάξη της χρήσης αφαιρουμένων αρχιεργατών εποπτών, μηχανικών και τεχνικών (= μηχρήση, στην ανάλυσή μου) εκεί συμπίπτει μ αυτήν την παραγωγική εργασία. γ. Αλλά η αφαίρεση αυτή από τον Πουλαντζά αρχιεργατών εποπτών, μηχανικών και τεχνικών απ την εργατική τάξη, παρότι μέρος της παραγωγικής εργασίας, δείχνει την ανεπάρκεια του κριτηρίου της παραγωγικής εργασίας και την αναγκαστική αντιφατικότητα θεωρητικών επιλογών που γεννά η εισαγωγή ενός τέτοιου κριτηρίου ταξικού προσδιορισμού. Δείχνει ακόμα πως στην πραγματικότητα εδώ ο Πουλαντζάς αναγκάζεται να καταφύγει στη σχέση χρήσης (έστω και άρρητα) για να οριοθετήσει το μέρος της καπιταλιστικής παραγωγικής εργασίας που αποτελεί την εργατική τάξη απ εκείνο που είναι εκτός της εργατικής τάξης γιατί επί της ουσίας σ αυτήν τη σχέση εν τέλει αναφέρονται οι πολιτικές σχέσεις μέσα στη διαδικασία της παραγωγής για τις οποίες μας μιλά. δ. Περνώντας όμως έξω απ τον χώρο της παραγωγής υπεραξίας μέσω της παραγωγής νέων από φυσική άποψη αξιών χρήσης τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, γιατί η σύμπτωση παραγωγής υπεραξίας μέσω της παραγωγής νέων από φυσική άποψη αξιών χρήσης και τάξης της χρήσης δεν υπάρχει. Φτάνουμε έτσι στο ζήτημα του τι είναι και τι δεν είναι παραγωγική εργασία. Το ότι σύμφωνα με την άποψή μου η θέση του Πουλαντζά δεν αποτελεί την καλύτερη δυνατή ερμηνευτική επιλογή επί της μαρξικής ανάλυσης (η οποία ωστόσο, όπως έχω ήδη επισημάνει δε στερείται αντιφάσεων) δε θα έλεγε από μόνο του τίποτα αν η λύση του έδινε καλύτερες απαντήσεις. 37 Αλλά, κατά τη γνώμη μου (με δεδομένη και την απουσία της σχέσης χρήσης), δίνει λάθος απαντήσεις. Ας πάρουμε ως χτυπητό παράδειγμα την πωλήτρια του μεγάλου καταστήματος. Μηπαραγωγική εργασία κατά Πουλαντζά. Παραγωγική με βάση τη δική μου ερμηνευτική επιλογή. 38 Αυτή η πωλήτρια κατατάσσεται στη διανοητική εργασία και καταλήγει να βρίσκεται στην ίδια τάξη (τη νέα μικροαστική) με το μημάνατζερ προϊστάμενό της. Μηπαραγωγική εργασία κατά Πουλαντζά. Παραγωγική κατά τη δική μου ερμηνευτική επιλογή. Η απουσία εδώ της σχέσης χρήσης δεν μπορεί να οριοθετήσει ταξικά την πωλήτρια από τον προϊστάμενό της. Είτε θεωρήσουμε την εργασία της, όπως και την εργασία του προϊστάμενού της, παραγωγική είτε μηπαραγωγική δηλαδή, ακόμα και αν υποθέταμε πως η θέση του Πουλαντζά για την παραγωγική εργασία ήταν η σωστή ερμηνευτική επιλογή επί της μαρξικής ανάλυσης. Και είναι βέβαια ένα ερώτημα, πού πήγε στην περίπτωση των σχέσεων πωλήτριας προϊστάμενου η αναπαραγωγή των πολιτικών σχέσεων μέσα στην εργασιακή διαδικασία. 39 ε. Αλλά δεν βρίσκεται η πωλήτρια στην ίδια τάξη μόνο με τον προϊστάμενό της. Βρίσκεται στη μικροαστική τάξη (= νέα + παραδοσιακή) μαζί και μ ένα μηχανικό, ακόμη μ έναν μικρό εργοδότη. Για τη δικαιολόγηση αυτής της έξω από σχέσεις και τρόπους παραγωγής «συγκατοίκησης» ο Πουλαντζάς αναγκάζεται να καταφύγει στα ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια και στα αποτελέσματα της ταξικής πάλης. 40 Εντούτοις από τα όποια αποτελέσματα δεν μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα για τις ταξικές θέσεις, έξω από τις οικονομικές σχέσεις. Άλλο οι τάξεις σαν αποτέλεσμα των σχέσεων παραγωγής, και άλλο «τα αποτελέσματα που μπορούν να παράγουν οι τάξεις», δηλαδή η «συγκεκριμένη πρακτική των τάξεων» (Harnecker χ.χ.έ.: 198). Όπως είναι άλλο ζήτημα τα κριτήρια προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων και άλλο οι μορφές εκδήλωσης της πάλης των τάξεων. Δηλαδή της ταξικής πρακτικής. Με άλλα λόγια, είναι διαφορετικό να λέμε ότι σε «επίπεδο της πολιτικής συγκυρίας δεν μπορούμε να εννοήσουμε τις κοινωνικές τάξεις παρά σαν ταξικές πρακτικές», επομένως «αφού οι τάξεις είναι ομάδες με αντίθετα συμφέροντα, αυτές οι ταξικές πρακτικές παίρνουν το χαρακτήρα της ταξικής πάλης», η οποία «διεξάγεται μέσα στα καθορισμένα από την κοινωνική δομή πλαίσια» και «αποτελεί, στις ταξικές κοινωνίες, την κινητήρια δύναμη της ιστορίας» (στο ίδιο: 200) και διαφορετικό να εξάγουμε από τις μορφές της ταξικής πρακτικής, της ταξικής πάλης, κριτήρια προσδιορισμού των κοινωνικών τάξεων. Συνεπώς: Άλλο είναι πως δεν μπορούμε να εννοήσουμε στο επίπεδο της πολιτικής συγκυρίας τις κοινωνικές τάξεις παρά σαν ταξικές πρακτικές, και άλλο πως οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές της ταξικής πρακτικής, που υπονοεί και βασίζει (ή βασίζεται) τον (στον) προσδιορισμό των κοινωνικών τάξεων εκ των αποτελεσμάτων ή εκ Σελίδα 16 / 25