ΜΕΛΙΣΣΑ Οι μέλισσες ανήκουν στην κατηγορία των εντόμων που παρουσιάζουν σαφή ιεράρχηση και ζουν σε μεγάλες οικογένειες, μέσα σε κυψέλες. Σε κάθε οικογένεια υπάρχει μια «βασίλισσα», που έχει σαν μοναδική αποστολή να εξασφαλίζει τον πολλαπλασιασμό της οικογένειας. Η οικογένεια έχει ακόμη μερικούς αρσενικούς, τους κηφήνες, που προορίζονται να γονιμοποιήσουν μόνο μια φορά τη βασίλισσα και στη συνέχεια να πεθάνουν. Τέλος κάθε οικογένεια αποτελείται από μερικές χιλιάδες θηλυκές μέλισσες, που είναι στείρες και λέγονται «εργάτριες». Οι εργάτριες, που αποτελούν και το βασικό πληθυσμό, έχουν πολλές και σύνθετες αποστολές, αρχίζοντας από τη δημιουργία αποθεμάτων τροφών, μέχρι τη φύλαξη της κυψέλης και την περιποίηση των μικρών. Η βασίλισσα, ο κηφήνας και η εργάτρια ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά μεταξύ τους. Η εργάτρια είναι πιο μικρή και από τον κηφήνα και από τη βασίλισσα, και πιο αδύνατη. Η βασίλισσα έχει μεγαλύτερο μήκος, ενώ ο κηφήνας είναι κοντός, χοντρός και πιο σκούρος. Ο κηφήνας δεν έχει κεντρί, σε αντίθεση με τις εργάτριες και τη βασίλισσα που έχουν. Οι βασίλισσες το χρησιμοποιούν μόνο ενάντια σε άλλες βασίλισσες και αυτό δεν αποκολλάται από το σώμα τους όπως συμβαίνει με τις εργάτριες. Οι εργάτριες και οι βασίλισσες προέρχονται από γονιμοποιημένα αυγά. Αντίθετα, οι κηφήνες προέρχονται από αυγά μη γονιμοποιημένα. Έτσι, από το ίδιο αβγό είναι δυνατό να δημιουργηθεί βασίλισσα ή εργάτρια. Η διαφοροποίηση είναι αποτέλεσμα μιας ειδικής διατροφής που λαμβάνουν οι βασίλισσες από τη στιγμή που θα βγουν από το αβγό μέχρι που να μεταμορφωθούν σε τέλειο έντομο. Τρέφονται αποκλειστικά και μόνο από έναν πολτό, το λεγόμενο βασιλικό πολτό. Με το έκκριμα αυτό τρέφονται και εργάτριες, αλλά μόνο για ένα διάστημα που δεν ξεπερνά τις 48 ώρες. Στη συνέχεια τρέφονται με μείγμα μελιού, γύρη, κλπ. Το μείγμα αυτό περιέχει κάποια ουσία που τελικά προκαλεί εκφυλισμό των γεννητικών οργάνων των εργατριών, τα οποία ατροφούν και δεν αναπτύσσονται γίνονται ατελή θηλυκά έντομα δηλαδή εργάτριες μέλισσες. Κωνσταντίνα Κοσύφη Βίκυ Κοκορόγιαννη
ΚΑΛΑΜΑΡΙ Χαρακτηριστικό είναι ότι τα καλαμάρια έχουν δέκα πλοκάμια γύρω από το στόμα, από τα οποία τα δύο είναι αρκετά πιο μακριά και στην άκρη τους φέρουν βεντούζες. Τις τελευταίες τις χρησιμοποιούν ως όργανα σύλληψης. Έχουν μήκος 20-50 εκατοστά. Στο πάνω μέρος του σώματος έχουν δύο μεγάλα μάτια και η όρασή τους είναι καλή. Στη ράχη διαθέτουν ένα ασβεστολιθικό όστρακο, το οποίο είναι διάφανο και εύκαμπτο. Στα πλάγια φέρουν δύο πτερύγια. Έχουν χρώμα λευκό προς το μελανί και επιφανειακά λίγο καστανό. Το δέρμα του περιέχει χρωμοφόρα κύτταρα, που του επιτρέπουν να αλλάζει χρώματα με βάση τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Επίσης, η κάτω πλευρά είναι πιο ελαφριά από την επάνω, ώστε να διαθέτει το καλαμάρι το κατάλληλο καμουφλάζ από τη λεία αλλά και από τους εχθρούς του. Έχουν τρεις καρδιές. Το στόμα του καλαμαριού είναι εφοδιασμένο με ένα μυτερό ράμφος σαν κέρατο, το οποίο ν βεντούζες. Τις τελευταίες τις χρησιμοποιούν ως όργανα σύλληψης. Έχουν μήκος 20-50 εκατοστά. Κωνσταντίνος Μπιλιώνης Βασίλης Γκίκας
ΣΚΟΡΠΙΟΣ Οι σκορπιοί είναι ζώα που σχηματίζουν την ομώνυμη τάξη αρθροπόδων (Scorpiones) και ανήκουν στην ομοταξία των αραχνίδιων. Οι σκορπιοί έχουν μέγεθος από 3 μέχρι 18 εκατοστά του μέτρου. Κατοικούν σε ξερές και πετρώδεις περιοχές. Στην Ευρώπη, ο σκορπιός εμφανίζεται περισσότερο στην Ισπανία, την Ιταλία και τα Βαλκάνια. Ζει μόνος του και δεν αλλάζει τον τόπο που μένει μέχρι να πεθάνει. Την ημέρα κρύβεται κάτω από πέτρες, στις σχισμές των βράχων ακόμα και μέσα στα σπίτια, στις σκοτεινές γωνιές ή κάτω από έπιπλα. Τη νύχτα βγαίνει από την κρύπτη του για την ανεύρεση τροφής. Οι σκορπιοί τρώνε έντομα, αράχνες και άλλα μικρά ζωύφια. Δεν απομακρύνεται από την κρύπτη του εκτός από την εποχή που πολλαπλασιάζεται, οπότε πρέπει να βρει το ταίρι του. Μετά τη σύζευξη, ο θηλυκός σκορπιός καταβροχθίζει τον αρσενικό και ύστερα από μερικούς μήνες το θηλυκό γεννάει 25-30 αβγά. Η μητέρα βοηθά με τις λαβίδες της να βγούν τα μικρά από τα αυγά. Αφού τα καθαρίσει, τα βάζει πάνω στη ράχη της, όπου μένουν περίπου 15 μέρες. Στο διάστημα αυτό η μητέρα μένει συνέχεια στη φωλιά της, χωρίς να τρώει τίποτα. Το τσίμπημα του σκορπιού που ζει στην Ευρώπη προκαλεί πόνους και ερεθίζει το δέρμα, δεν είναι όμως επικίνδυνο. Οι σκορπιοί που ζουν στις ισημερινές περιοχές είναι πολύ επικίνδυνοι. Το δηλητήριο που έχουν στο αγκάθι στην άκρη της ουράς τους είναι θανατηφόρο, περισσότερο για τα παιδιά, αλλά και για τους ενήλικες. Κιοβρέκη Παναγιώτα Νάκου Μελίνα
Ακρίδα Ο όρος ακρίδα χρησιμοποιείται υπό την στενή βιολογική έννοια μόνο για όλα τα είδη του γένους ακρίδα (Acrida). Το γένος ακρίδα εκπροσωπείται στην Ευρώπη με τέσσερα είδη. Από αυτά συναντούμε μόνο το είδος Acrida ungarica (ακρίδα της Ουγγαρίας) στην Ελλάδα, και την Acrida turrita μόνο στην Κρήτη, αλλά όχι ενδημικά. Επίσης βιολογικά σωστά λέμε ακρίδες (στον πληθυντικό) όλα τα έντομα της οικογένεια Acrididae. Με την ευρεία έννοια μπορούμε και να ονομάζουμε όλα τα είδη των καιλίφερων (Caelifera, υποτάξη των ορθοπτέρων με κοντές κεραίες) ακρίδες. Κωνσταντίνος Καρόπουλος Άγγελος Λιόντος
ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ Το σαλιγκάρι είναι γαστερόποδο πνευμονοφόρο μαλάκιο που το σώμα του προφυλάσσεται από ένα περιελιγμένο όστρακο. Χαρακτηριστικότερο είδος είναι ο Κοχλίας ο πωματίας (Helix pomatia) κοινώς σαλιγκάρι, σάλιαγκας, χοχλιός. Έχει μακρόστενο σώμα, που προεξέχει εν μέρει από το κέλυφος, και κεφάλι το οποίο φέρει δύο ζευγάρια κεραιών που συστέλλονται. Τρέφεται με φυτικές ύλες (χορτάρι, βλαστάρια) τις οποίες αποσπά από το υπόστρωμα χρησιμοποιώντας την γλώσσα του (που φέρει κερατώδεις σχηματισμούς σαν δόντια) ενώ κινείται αργά αφήνοντας ίχνη βλέννας και εμφανίζεται κυρίως τις βροχερές μέρες. Το σαλιγκάρι χωρίς κέλυφος ονομάζεται γυμνοσάλιαγκας. Τα σαλιγκάρια δραστηριοποιούνται όταν επικρατεί υγρασία (π.χ μετά την βροχή, κατά την διάρκεια της νύχτας) ενώ όταν οι συνθήκες είναι υπερβολικά ξηρές υποχωρούν στο εσωτερικό του κελύφους και σφραγίζουν την είσοδο με ένα είδος προσωρινού καλύμματος από αποξηραμένη βλέννα, το επίφραγμα. Σε αυτή την κατάσταση τα σαλιγκάρια βρίσκονται σε ένα είδος «νάρκης» και μπορούν να επιβιώσουν χωρίς νερό για μήνες. Στην Ευρώπη έχουν καταγραφεί 400 είδη σαλιγκαριών και σε όλο τον κόσμο 4000 είδη. Στην Ελλάδα τρία κυρίως είδη θεωρούνται εδώδιμα, τα Helix lucorum, Helix pomatia και Helix aspersa. ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΑΡΙΑ ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ
ΣΚΟΥΛΗΚΙ Το σκουλήκι είναι ασπόνδυλο ζώο, με μακρύ κυλινδρικό και γυμνό σώμα, που αποτελείται από δακτύλιους. Δεν έχει κεφάλι, ούτε εσωτερικό σκελετό. Το στόμα του βρίσκεται στον πρώτο δακτύλιο και αναπνέει από το δέρμα του. Ζει σε υπόγειες στοές, μέσα στο νερό ή σε λασπώδεις εκτάσεις. Τη νύχτα βγαίνει στην επιφάνεια έρποντας για να βρει τροφή. Ορισμένα είδη σκουληκιών κινούνται με τη βοήθεια του μυϊκού σωλήνα. Τα σκουλήκια κατατάσσονται σε διάφορες συνομοταξίες: δακτυλιοσκώληκες, λωριδοσκώληκες, ακανθοκέφαλοι κ.ά. Είναι ερμαφρόδιτα ζώα και πολλαπλασιάζονται με αυγά. Ορισμένα είδη, όπως η ταινία, ζουν ως παράσιτα στο σώμα άλλων ζώων ή φυτών. Άλλα ζουν μέσα στη θάλασσα ή σε αμμώδεις παραλίες, όπως ο σκωλόπους. ΖΩΗ ΘΕΟΥ ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΠΑΠΠΑ
ΚΑΒΟΥΡΑΣ Το περπάτημα του κάβουρα γίνεται πλαγίως προς τη μία ή την άλλη του πλευρά, πάνω σε βράχους ή μέσα σε τρύπες και σχισμές τους, σε πέτρες και σε αμμουδιές, μέσα και έξω από το νερό. Το δεκάποδο αυτό έχει κοιλιακό τμήμα χωρίς πόδια, πολύ μικρό και χωμένο σε μία κοιλότητα στο κάτω μέρος του κεφαλοθώρακα. Στο κεφάλι υπάρχουν κοντές κεραίες με αισθητήρια όργανα, στόμα και μάτια πάνω σε κινούμενους μίσχους. Έχουν δύο σιαγόνες πάνω και δύο κάτω. Τα πέντε ζευγάρια ποδιών που διαθέτουν είναι πολύ ανεπτυγμένα και στο πρώτο ζευγάρι ποδιών έχουν στην άκρη λαβίδες. Στα άλλα τέσσερα διαθέτουν «νύχια», τα οποία είναι γαμψά. Τα καβούρια είναι παμφάγα ζώα και την ημέρα κρύβονται. Η αναζήτηση της τροφής γίνεται συνήθως τη νύχτα. Πολλά είδη τρέφονται αποκλειστικά με φύκια, ενώ άλλα τρώνε μαλάκια, σκουλήκια, άλλα αρθρόποδα, βακτήρια, μύκητες και αυγά μικρών ζώων. Με τις λαβίδες τους τεμαχίζουν την τροφή και ύστερα τη φέρνουν στο στόμα Ζώα γονοχωριστικά, τα καβούρια ζευγαρώνουν όταν αλλάξει όστρακο το θηλυκό. Το τελευταίο γεννά εκατομμύρια αυγά. Τα θηλυκά σε πολλά είδη μεταφέρουν τα ίδια τα αυγά τους συγκρατημένα από τη διπλωμένη κοιλιά τους και με το πλάγιο μέρος της. Τα μικρά που βγαίνουν από τα αυγά περνούν δύο μεταβατικά στάδια (αρχικά προνύμφες, που επιπλέουν στο νερό) μέχρι να γίνουν τέλεια ζώα. Αυτό γίνεται με συνεχή αλλαγή κελύφους (διαδοχικές εκδύσεις) σε διάστημα δύο μηνών. Όταν ενηλικιωθούν, κατεβαίνουν οριστικά στον βυθό. Μαίρη Φιλιππούση Διονυσία Αθανασοπούλου
ΧΤΑΠΟΔΙ Στο κέντρο των πλοκαμιών υπάρχει το στόμα το οποίο φέρει σιαγόνες από κερατίνη για τον τεμαχισμό της τροφής, όπως επίσης και μασητική κατασκευή. Το χταπόδι διαθέτει πολύ ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα και πολύ ανεπτυγμένα μεγάλα μάτια με σύνθετη δομή, ενώ η όρασή του είναι οξεία. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από 3 καρδιές από τις οποίες οι δύο ωθούν το αίμα στα βράγχια και η τρίτη στο υπόλοιπο σώμα. Η μεταφορά οξυγόνου εξυπηρετείται από την πρωτεϊνη αιμοκιάνικη η οποία περιέχει χαλκό και έχει γαλάζιο χρώμα. Κατά μήκος των πλοκαμιών το χταπόδι φέρει μικρές βεντούζες που το βοηθούν να παγιδεύει την τροφή του, να κινείται με ευκολία σε όλων των ειδών τις υποβρύχιες επιφάνειες, αλλά και να προσελκύει μικρά όστρακα και πετραδάκια, προκειμένου να καλύψει τη φωλιά του. Τα χταπόδια απαντώνται τόσο σε ρηχά όσο και σε πολύ βαθιά νερά. Αλέξης Κεσίδης Σπύρος Παληβογιάννης
ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ Οι κατσαρίδες είναι έντομα, τα οποία αποτελούν μια τάξη: τα Βλαττοειδή (Blattodea, Blattaria). Υπάρχουν περίπου 3.500 διαφορετικά είδη κατσαρίδων που ταξινομούνται σε 6 βασικές οικογένειες ανά τον κόσμο. Στη Ευρώπη αναφέρονται επί 150 είδη, στην Ελλάδα είκοσι Το χρώμα ποικίλλει από ωχρό καστανό μέχρι μαύρο, με ή χωρίς στίγματα. Το σώμα κατά κανόνα έχει σχήμα οβάλ και είναι νωτοκοιλιακά πεπλατυσμένο. Το μεγάλο πρόνωτο έχει την μορφή δίσκου και σκεπάζει το κεφάλι. Οι ταρσοί των ποδιών είναι πενταμερείς. Επιτρέπουν γρήγορο τρέξιμο, μόνο σε μερικά είδη συναντούμε ειδίκευση των ποδιών στο σκάψιμο. Οι μπροστινές πτέρυγες είναι δερματοειδείς (ψευδέλυτρα). Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι μεμβρανώδεις και στη βάση παρουσιάζουν στρογγυλή επέκταση προς τα πίσω. Η νεύρωση είναι πρωτόγονη με επανειλημμένως κλαδωτές φλέβες επί μήκος και αρκετές εγκάρσιες φλέβες. Μερικά είδη είναι βραχύπτερα ή άπτερα. Η κοιλία αποτελείται από δέκα ουρομερή και καταλήγει σε ένα ζεύγος κερκιδίων. Οι κέρκοι είναι αρκετά κοντοί αλλά πολυμελείς.. Ο ωοθέτης είναι ατροφικός. Τα περισσότερα είδη είναι εδαφόβια και δραστηριοποιούνται κατά την νύχτα και κρύβονται κατά την ημέρα σε ρωγμές του εδάφους. Προτιμούν αυξημένη υγρασία. Κατά κανόνα τα είδη ζουν στο έδαφος στα οργανικά κατάλοιπα, υπάρχουν όμως και είδη στο φύλλωμα χαμηλών φυτών και ακόμα δενδρόβια είδη, τα οποία βοηθούν στην επικονίαση ανθών. Αναφέρονται και είδη, που ζουν κατά μέρος στο νερό, εξίσου είδη τα οποία αντέχουν τις συνθήκες στις ερημιές. Είδη του γένους Arenivaga κατά της μέρες των ζεστών εποχών σκαρφαλώνουν στα δέντρα, ενώ στις κρύες νύχτες σκάβουν τρύπες στο χώμα και αποτραβιούνται σε αυτές. Μερικά είδη ζουν στις αποικίες των μυρμηγκιών ή στις φωλιές άλλων ζώων. Τα είδη, τα οποία συναντούμε στις οικοδομές, κατά την ημέρα κρύβονται πίσω από εικόνες ή μεταξύ επίπλων και τοίχων, σε ρωγμές μεταξύ πυρότουβλων, κάτω από παλιές ταπετσαρίες, στις σωλήνες αποχέτευσης, κ.λ.π. Μιχαήλ Μουσουράκης Βασίλης Κοσκολος
ΣΟΥΠΙΑ Έχει σώμα ωοειδές, που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων από χιτίνη. Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο. Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό που έχει κωνικό σχήμα και βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς. Ο τελευταίος κατευθύνεται προς τα μπρος και βοηθά στο να εκσφενδονίζει η σουπιά το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Κάτω από το δέρμα της ράχης η σουπιά έχει το λεγόμενο σουπιοκόκαλο, όπως ονομάζεται το όστρακο του κεφαλοπόδου. Το όστρακο αυτό έχει ασβεστολιθική σύσταση και συγκρατεί ολόκληρο το σώμα, χάρη στο ωοειδές του σχήμα. Επίσης, έχει πόρους γεμάτους οξυγόνο. Γιώργος Αποστόλου Γιάννης Καλτσουκαλάς