Για παραπομπή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα,, 2008, Περίληψη : Το αποτέλεσε σημαντικό λιμάνι της νότιας Ρωσίας, πάνω στα ποτάμια Bug και Ingul με πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Η ευνοϊκή θέση του προσέλκυσε πλήθος ανθρώπων, κυρίως εμπόρων, επιχειρηματιών και πλοιοκτητών που αναλάμβαναν την εξαγωγή των ρωσικών σιτηρών που παρήγε η ενδοχώρα. Καθώς βρισκόταν κοντά στην Οδησσό, μέρος των εξαγωγών του διοχετευόταν μέσω αυτής. Η οικονομική τύχη του ήταν αντίστοιχη της Οδησσού, καθώς από τα μέσα του 19ου αιώνα γνώρισε κάμψη, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ελληνικός πληθυσμός του, ο οποίος μετακινήθηκε είτε προς τα λιμάνια της Αζοφικής είτε προς εκείνα του Δούναβη. Σήμερα ανήκει στην Ουκρανία. Γεωγραφική Θέση Μαύρη Θάλασσα, Ουκρανία Ιστορική Περιοχή Μαύρη Θάλασσα, Νότια Ρωσία 1. Ίδρυση Το είναι πόλη της σημερινής Ουκρανίας. Ιδρύθηκε το 1788 ως ναυπηγείο στο σημείο συνάντησης των ποταμών Bug (αρχ. Ύπανις) και Ingul, σε απόσταση 65 χλμ. από τη Μαύρη Θάλασσα, με στόχο να αποτελέσει σημείο ελλιμενισμού του ρωσικού πολεμικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Η πόλη πήρε το όνομά της από τον προστάτη άγιο των ναυτικών άγιο Νικόλαο. Με τα χρόνια το ναυπηγοεπισκευαστικό κέντρο της πόλης αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο της νότιας Ρωσίας και το 1828 κατασκευάστηκε εκεί το πρώτο ρωσικό ατμόπλοιο. Ο ποταμός Bug έχει φάρδος 3 χλμ. στο επίπεδο της πόλης και όταν χύνεται στη λιμνοθάλασσα του Δνείπερου φτάνει τα 8-9 χλμ. 1 Το αναδείχτηκε σε σημαντικό ναυτιλιακό και εμπορικό κέντρο της νότιας Ρωσίας, το δεύτερο σε κίνηση μετά την Οδησσό στη διάρκεια του 19ου αιώνα. 2. Πληθυσμός Το συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό μεταναστών από τη ρωσική ενδοχώρα, αλλά κυρίως από τα νότια Βαλκάνια, τον ελλαδικό και τον ευρωπαϊκό χώρο λόγω της μεγάλης εμπορικής κίνησης που παρουσίαζε. Οι μαζικοί ελληνικοί εποικισμοί στη «Νέα Ρωσία» σημειώθηκαν μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1788-1792 και στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830), αλλά και κάθε φορά που σημειωνόταν πολεμική επιχείρηση στην ανατολική Μεσόγειο και ανάγκαζε πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Η ίδια η ρωσική εποικιστική πολιτική ενθάρρυνε τις εγκαταστάσεις χριστιανικών πληθυσμών στις νέες κτήσεις καθώς συνοδευόταν από υποσχέσεις ευνοϊκών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Πολλοί από τους Έλληνες προέρχονταν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Μικρασία, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου. Έφταναν στην πόλη έχοντας οργανωμένο το δίκτυο των εμπορικών ανταποκριτών, συνεργατών και πλοιοκτητών πάνω στο οποίο άρθρωναν το εμπόριο της αγοράς, μεταφοράς και πώλησης των σιτηρών. 3. Δημογραφικά στοιχεία Το ανήκε στην ευρύτατη περιφέρεια της «Νέας Ρωσίας», η οποία αποτέλεσε πεδίο εφαρμογής του εντατικού και επιτυχημένου εποικιστικού προγράμματος της ρωσικής κυβέρνησης. Στα 1819 είχε περίπου 7.000-8.000 κατοίκους και διέθετε μικρό ναυπηγείο. 2 Η ανάπτυξη της πόλης χάρη στις δραστηριότητες του ναυπηγείου και των εξαγωγών σιτηρών ήταν ταχύτατη: το 1863 καταγράφονται 65.000 κάτοικοι, το 1897 ανέρχονται σε 92.000 και το 1914 σε 103.000, από τους οποίους οι 40.000 ήταν Εβραίοι και μόνο 100 Έλληνες. 3 4. Το λιμάνι Το λιμάνι του στο εσωτερικό του ποταμού Bug ήταν δυσπρόσιτο για τα πλοία καθώς μεσολαβούσε η λιμνοθάλασσα, της οποίας το στόμιο δεν ξεπερνούσε σε βάθος το 1,5 μ. Έτσι, τα σιτηρά φορτώνονταν σε φορτηγίδες και Δημιουργήθηκε στις 26/2/2017 Σελίδα 1/5
Για παραπομπή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα,, 2008, μεταφέρονταν ως την Οδησσό, όπου μεταφορτώνονταν στα εκεί πλοία που περίμεναν στη ράδα (αραξοβόλι). Από το 1821 εγκαταστάθηκε ατμοκίνητη βυθοκόρος στον ποταμό Ingul προκειμένου να βαθαίνει τον πυθμένα του ποταμού για να διευκολύνεται η κίνηση των φορτηγίδων. Παρ όλα αυτά, οι προσπάθειες δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς με αποτέλεσμα η Οδησσός να κερδίζει και από τις δραστηριότητες του. 5. Οικονομία Το έδαφος στην ενδοχώρα ήταν ιδιαίτερα εύφορο. Από τα λιμάνια του και της Οδησσού εξάγονταν μεγάλες ποσότητες σιτηρών που παράγονταν στην ενδοχώρα με προορισμό τα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου και της βόρειας Ευρώπης. Η άνοδος της σημασίας των δύο αυτών λιμανιών σχετίζεται με τη βιομηχανική επανάσταση στη δυτική Ευρώπη και τη συνεχή ζήτηση σε σιτηρά των κοινωνιών τους. Τη μεγάλη ώθηση ωστόσο στις εξαγωγές σιτηρών έδωσε η καταστροφή της παραγωγής πατάτας στην Ιρλανδία το 1845 και σχεδόν η ταυτόχρονη καταστροφή της σοδειάς των σιτηρών στην Αγγλία. Για να διευκολυνθούν οι εισαγωγές, η βρετανική κυβέρνηση προέβη το 1846 στην κατάργηση των «Νόμων για τα Σιτηρά» (Corn Laws) που έθεταν περιορισμούς στις εισαγωγές σιτηρών στη χώρα. Επιπλέον, το 1849 καταργήθηκαν και οι «Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας» (Navigation Acts), οι οποίοι περιόριζαν τις μεταφορές προϊόντων στη Μεγάλη Βρετανία από πλοία με ξένη σημαία. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του ρόλου των σιτηρών της νότιας Ρωσίας στο εμπόριο της Μεγάλης Βρετανίας. Στην εξαγωγική κίνηση των σιτηρών από το λιμάνι του συμμετείχαν με δυναμικό τρόπο Βρετανοί, Εβραίοι και Έλληνες έμποροι. Τον πολυεθνικό χαρακτήρα της πόλης ευνόησαν μια σειρά από αλλαγές που συνέβησαν στο εσωτερικό της Ρωσίας, οι οποίες έπληξαν την εμπορική σημασία της Οδησσού. Συγκεκριμένα το 1861 καταργήθηκε η δουλοπαροικία στη Ρωσία, με αποτέλεσμα οι μικροϊδιοκτήτες που δεν μπορούσαν να επιβιώσουν από το μικρό κλήρο τους, να προχωρούν στην πώλησή του. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε αύξηση της τιμής των σιτηρών. Οι ντόπιοι έμποροι απέκτησαν ίδια δικαιώματα με τους ξένους και το 1857 το λιμάνι της Οδησσού έπαψε να είναι ελεύθερο με συνέπεια να υποχωρήσει η εμπορική δραστηριότητά του και να αναπτυχθεί το γειτονικό, αλλά και πόλεις της Αζοφικής, όπως το Ροστόφ επί του Ντον. Η σχετική παρακμή της Οδησσού μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (το 1856) επέτρεψε στο να αναδειχτεί στο ταχύτερα αναπτυσσόμενο λιμάνι της περιοχής με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν εκεί ελληνικές οικογένειες, οι οποίες διακρίθηκαν στο εμπόριο σιτηρών. Μεταξύ αυτών αναφέρονται οι οικογένειες Ροδοκανάκη, Σεβαστόπουλου από τη Χίο, Λυκιαρδόπουλου, Καρίδια, Δένδρια από την Κεφαλονιά, Μαύρου από τις Κυκλάδες. Το 1882 οι οικογένειες αυτές διακινούσαν τις μισές εξαγωγές της πόλης. 4 Το εμπόριο σιτηρών, αποικιακών, οινοπνευματωδών και άλλων διατροφικών προϊόντων σε συνδυασμό με τις τραπεζικές εργασίες αποτελούσαν τις κυριότερες εμπορικές ασχολίες των Ελλήνων εμπόρων. Οι έμποροι στο είχαν οργανώσει τοπικό δίκτυο πρακτόρων που αναλάμβαναν να αγοράσουν ή να προαγοράσουν την παραγωγή των χωρικών της ενδοχώρας σε χαμηλή τιμή. Η μεταφορά των φορτίων γινόταν με ιστιοφόρα, των οποίων οι καπετάνιοι ανήκαν στο ευρύτερο δίκτυο συγγενών και γνωστών. Οι καπετάνιοι μετέφεραν το προϊόν στον τελικό προορισμό που θα μπορούσε να είναι το Λιβόρνο, η Γένοβα, η Μασσαλία ή το Λονδίνο. Καθώς τα ιστιοφόρα κινούνταν αργά και σταματούσαν σε συγκεκριμένα λιμάνια προσέγγισης στα μέσα του 19ου αιώνα, οι καπετάνιοι λάμβαναν οδηγίες για τον τελικό προορισμό του φορτίου μέσω τηλεγραφήματος. Μαζί ή και πριν από το ιστιοφόρο, έφευγε δείγμα του φορτίου για τον αντιπρόσωπο στο Λονδίνο, ο οποίος το παρουσίαζε σε αγοραστές συνήθως στο Baltic Center (το Βαλτικό Κέντρο) όπου γινόταν η πώλησή του. Έτσι ο καπετάνιος προσεγγίζοντας συγκεκριμένα λιμάνια στη διαδρομή προς τη βόρεια Ευρώπη ενημερωνόταν στην πορεία για τον τελικό αγοραστή του φορτίου και τον τελικό προορισμό του πλοίου του προκειμένου να το παραδώσει. Το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα τα ιστιοφόρα σταδιακά αντικαθίστανται από τα ατμόπλοια, τα οποία συχνά ανήκουν σε εμπόρους που διακινούν τα φορτία σιτηρών από το προς τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Στο β μισό του 19ου αιώνα άρχισε η παρακμή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μεγάλα εμπορικά κέντρα μεταξύ αυτών και του. Οι αιτίες είναι πολλές μπορούμε να αναφέρουμε τα εσωτερικά αίτια, όπως ο ανταγωνισμός με άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες, π.χ. με τους Βρετανούς και Εβραίους, ή η συγκεντρωτική οικονομική πολιτική του τσαρικού καθεστώτος, οι μετακινήσεις του πληθυσμού σε άλλες περιοχές εντός και εκτός της ρωσικής επικράτειας, αλλά Δημιουργήθηκε στις 26/2/2017 Σελίδα 2/5
Για παραπομπή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα,, 2008, και εξωτερικά αίτια, όπως η αλλαγή του προσανατολισμού της διεθνούς ζήτησης στο εμπόριο των σιτηρών και τη ναυσιπλοΐα. Στα 1863 οι Εβραίοι εξαγωγείς της Οδησσού και άλλων εξαγωγικών κέντρων της «Νότιας Ρωσίας», μεταξύ αυτών και του, είχαν υπερκεράσει τους Έλληνες και τους Ιταλούς σε επιχειρηματικές δραστηριότητες αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν επιχειρηματικούς προσανατολισμούς ή να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους. Στα τέλη του αιώνα στο, η εμπορική δραστηριότητα των Εβραίων (που έφταναν το 1/3 του πληθυσμού της πόλης) οδήγησε σε κλείσιμο τα 19 από τα 20 εμπορικά καταστήματα των Ελλήνων. 5 Αρκετοί μετακινήθηκαν προς το Ταϊγάνιο και το Ροστόφ επί του Ντον. Από τη δεκαετία του 1880 εγκαινιάστηκε η εφαρμογή μιας νέας προστατευτικής πολιτικής εκ μέρους της τσαρικής κυβέρνησης που συνδυάστηκε με τάσεις απομονωτισμού. Η κατάσταση αυτή οδήγησε ξένους εμπόρους των αστικών κέντρων να αναζητήσουν άλλες αγορές και να φύγουν από τη Ρωσία, σε συνδυασμό με μια σειρά πτωχεύσεων των ελληνικών και ιταλικών εταιρειών της Οδησσού. Αυτοί που έφυγαν ήταν οι ισχυρότεροι και πλουσιότεροι, ενώ τα φτωχότερα στρώματα των ελληνικών πληθυσμών παρέμειναν στην πόλη, και ενισχύονταν από νέες αφίξεις εργατών και ναυτικών από τον ελλαδικό χώρο. Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική παρουσία στο είχε συρρικνωθεί δραματικά, καθώς τα μέλη της είχαν μειωθεί σε περίπου 100, ενώ η ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που είχε χτιστεί το 1819, είχε περάσει στα χέρια των Ρώσων. 6 6. Κοινοτική οργάνωση Στο οι Έλληνες έμποροι οργανώθηκαν σε κοινότητα σχετικά αργά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1898 ο δημοσιογράφος Γ.Π. Παρασκευόπουλος έκανε λόγο για την παρακμή της ελληνικής παροικίας του. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι «ελληνική παροικία ήκμαζε πότε. σχεδόν δεκαπέντε εμπορικοί οίκοι υπήρχον άλλοτε. Σήμερον μόλις πέντ εξ διεσώθησαν. Πού οι άλλοτε ευτυχισμένοι χρόνοι! Εσχάτως μάλιστα με το εισαχθέν μονοπώλιον της βότκας, από το εμπόριον της οποίας επλούτουν χιλιάδες Ελλήνων, οι εργατικοί Έλληνες πάσχουν. Άλλως τε εις το Νικολάϊεφ όταν δεν ευρίσκονται προς φόρτωσιν πολλά ατμόπλοια, η μικρά τάξις των εργατών στερείται. Τα ολίγα ελληνικά γραφεία των κ.κ. Αλ. Ιγγλέση, Καλογερά, αδελφών Ορτεντζάτων, Ζυγομαλά, Κούπα κλπ. συντρέχουν τους ομοεθνείς και παρέχουν προς αυτούς εργασίαν. αλλά που να προλάβουν τόσον πεινώντα και στερούμενον πληθυσμόν. Και ιδού πως αραιώνουν και εκπίπτουν αι εν Ρωσσία ελληνικαί παροικίαι. Θα εύρετε βεβαίως εις το διακοσίους Έλληνας, αλλ εκ τούτων τα 9/10 παλαίουν διά τον επιούσιον». 7 Δύο χρόνια αργότερα ο Δ. Μεταξάς Λασκαράτος έγραφε ότι «Έλληνες ενταύθα υπήρχον άλλοτε πολλοί και δη καταστήματα εμπορικά πρώτης τάξης υπέρ τα είκοσι, σήμερον όμως ηραιώθησαν κατά πολύ και εκ των παλαιών καταστημάτων μόνο εν διεσώθη του κ. Επαμ. Κούπα [...] Η ελληνική παροικία είναι εις άκρον αραιά μη υπερβαίνουσα τας εκατό ψυχάς δι ο και δεν δύναται να συγκροτήση την σήμερον κοινότητα όπως εις τας άλλας πόλεις. Υπάρχει ελληνική εκκλησία (μόνον κατ όνομα) εις μνήμην του Αγίου Νικολάου κτισθείσα το 1819 αδεία της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Μεγάλης και φροντίδι Ελλήνων αξιωματικών υπηρετούντων εις το Ρωσσικόν ναυτικόν. Σήμερα ο ναός ούτος ευρίσκεται εις την κατοχήν των Ρώσσων, περιήλθε δε εις αυτούς διότι τα τέκνα των ιδρυτών Ελλήνων εξερωσσίσθησαν [...] Μη υπαρχούσης ελληνικής οργανωμένης κοινότητος δεν υφίσταται ούτε και ελληνικόν σχολείον, τούτου ένεκα οι ελληνόπαιδες φοιτούσι εις τοπικάς σχολάς». 8 1. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 72. 2. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία, 1775-1861, (Αθήνα 1998), σελ. 73, 75. Δημιουργήθηκε στις 26/2/2017 Σελίδα 3/5
Για παραπομπή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα,, 2008, 3. Καρδάσης, Β., Έλληνες Ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 75 και Χασιώτης, Ι. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α., «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αι. ως τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο» στο Χασιώτης, Ι. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και εκτοπισμοί. Οργάνωση και ιδεολογία (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 130, 137. 4. Χαρλαύτη, Τ., Ιστορία της Ελληνόκτητης Ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας (Αθήνα 2001), σελ. 187. 5. Χασιώτης, Ι. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α, «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Μετοικεσίες και Εκτοπισμοί, Οργάνωση και Ιδεολογία, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 130. 6. Χασιώτης, Ι. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α., «Δημογραφικές εξελίξεις στο ελληνικό στοιχείο των ρωσικών χωρών από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι. - Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. - Αγτζίδης, Βλ. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, Μετοικεσίες και Εκτοπισμοί, Οργάνωση και Ιδεολογία, (University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 137. 7. Παρασκευόπουλος, Γ. Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 52. 8. Μεταξάς-Λασκαράτος, Δ., Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας μετά γεωγραφικών και ιστορικών σημειώσεων προς δε και εικονογραφιών (Βραΐλα 1900), σελ. 4-6. Βιβλιογραφία : Κορομηλά Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα. Από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα, Αθήνα 1991 Χαρλαύτη Τ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας, Νεφέλη, Αθήνα 2001 Χασιώτης, Ι. Ξανθοπούλου-Κυριακού, Α. Αγτζίδης, Β. (επιμ.), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Μετοικεσίες και εκτοπισμοί, οργάνωση και ιδεολογία, Θεσσαλονίκη 1997 Καρδάσης Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία 1775-1861, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998 Σελέκου Ο., Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων της διασποράς. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος (19ος - αρχές του 20ού αιώνα), Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 2004 Χασιώτης Ι., Γιαννίτση Θ., Διάλλα Ά., "Ουκρανία, Λευκορωσία, Ρωσική Ομοσπονδία, Κεντροασιατικές Δημοκρατίες", Χασιώτης, Ι. Κ. Κατσιαρδή-Hering, Ό. Αμπατζή, Ε., Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος - 21ος αιώνας, Αθήνα 2006, 191-202 Παρασκευόπουλος Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην, Αθήνα 1898 Δικτυογραφία : Οι Έλληνες στη Διασπορά 15ος - 21ος αιώνας http://www.parliament.gr/politismos/details.asp?textid=3000023 Γλωσσάριo : Δημιουργήθηκε στις 26/2/2017 Σελίδα 4/5
Για παραπομπή : Παπακωνσταντίνου Κατερίνα,, 2008, Βαλτικό κέντρο Το Βαλτικό κέντρο ήταν η κυριότερη αγορά φορτίων στο Λονδίνο. Ιδρύθηκε το 1823 με το όνομα Baltic Coffee House, με στόχο να περιορίσει τον αριθμό των απασχολούμενων εμπόρων και να προστατέψει από ανεπιθύμητους κερδοσκόπους τα 300 μέλη του. Αρκετά από τα μέλη του ήταν Έλληνες. ελεύθερος λιμένας, ο (porto franco) Ο ελεύθερος λιμένας, ή porto franco στη διεθνή ορολογία, ήταν εμπορικό λιμάνι όπου είχαν καταργηθεί οι τελωνειακοί δασμοί, ιδίως μάλιστα επί εμπορευμάτων που αποθηκεύονταν προσωρινά ή διαμετακομίζονταν εκεί από άλλα λιμάνια. Γνωστά ελεύθερα λιμάνια ήταν στη Μεσόγειο της Τεργέστης και του Λιβόρνου ενώ στη Ρουμανία το Γαλάτσι, ο Σουλινάς, η Βραΐλα και η Κωνστάντζα. Ιρλανδικός Λιμός (1845-51) Οι καταστροφικές σοδειές της πατάτας στην Ιρλανδία την περίοδο 1845 6, οδήγησαν τον αγροτικό πληθυσμό της Ιρλανδίας, καθώς στηριζόταν διατροφικά στη φτηνή μονοκαλλιέργεια της πατάτας, σε καταστροφικό λιμό (Irish Famine). Οι νεκροί υπολογίζονται από 1.000.000 μέχρι 1.500.000, οι περισσότεροι από ασθένειες. Ανάλογος ήταν και ο αριθμός αυτών που μετανάστευσαν είτε στην Αγγλία, είτε στις αποικίες με κύριο προορισμό τις ΗΠΑ, στη χρονική αυτή περίοδο. Νόμοι για τα Σιτηρά Η λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων απελευθέρωσε την εμπορική δραστηριότητα, οδηγώντας σε κατακόρυφη πτώση των τιμών των δημητριακών στη Βρετανία. Εκπρόσωποι των συμφερόντων της αγροτικής οικονομίας, με επικεφαλής την κτηματική αριστοκρατία, κατόρθωσαν να επιβληθεί το 1815 με νομοθετική πράξη του Κοινοβουλίου, η απαγόρευση εισαγωγής σιταριού όσο η τιμή του βρισκόταν κάτω από τα 80 σελίνια ανά τέταρτο (80 shillings per quarter) (το "quarter" αποτελεί μονάδα μέτρησης για το σιτάρι και ισούται με 64 γαλόνια ή 291,2 λίτρα). Πάνω από αυτή την τιμή οι εισαγωγές ήταν ελεύθερες. Ανάλογα μέτρα λήφθηκαν και για άλλα δημητριακά προϊόντα. Ωστόσο, η αποτυχία από πολλές πλευρές του μέτρου οδήγησε το 1828 στην υιοθέτηση της φορολόγησης με βάση μία κινητή κλίμακα τιμών (sliding scale). Η πίεση εναντίον του προστατευτικού νόμου από ένα μεγάλο μέρος της βρετανικής κοινωνίας, με προεξέχουσα την ομάδα των βιομηχάνων της βόρειας Αγγλίας, εκφραζόταν μέσα από την οργάνωση «Ένωση κατά των Νόμων για τα Σιτηρά» (Anti-Corn Law League). Αυτή η πίεση, σε συνδυασμό με το Μεγάλο Λιμό στην Ιρλανδία (1845-6), ώθησαν την κυβέρνηση Peel το 1846 στην κατάργηση του Νόμου για τα Σιτηρά, απελευθερώνοντας με αυτό τον τρόπο τις εισαγωγές δημητριακών. Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας Οι Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας (Navigation Acts) εφαρμόστηκαν στην Αγγλία για πρώτη φορά το 1651. Προέβλεπαν ότι όλα τα προϊόντα από την Ασία, την Αφρική και την Αμερική που θα εισάγονταν στην Αγγλία ή στις αποικίες της θα έπρεπε να μεταφέρονται με αγγλικά πλοία ή πλοία των αποικιών, των οποίων ο ιδιοκτήτης και η πλειονότητα του πληρώματος θα έπρεπε να είναι Άγγλοι υπήκοοι. Τα προϊόντα από την Ευρώπη θα έπρεπε να εισάγονται είτε με αγγλικά πλοία είτε με πλοία της χώρας παραγωγής των εισαγόμενων προϊόντων. Τα μέτρα αυτά εκείνη την εποχή στρέφονταν ουσιαστικά κατά της Ολλανδίας. Από το 1822, οι περιοριστικοί αυτοί νόμοι τροποποιήθηκαν, περιορίζοντας τις απαγορεύσεις, ενώ η πλήρης κατάργησή τους ήρθε το 1849, μέσα στα πλαίσια της περαιτέρω φιλελευθεροποίησης της βρετανικής οικονομίας. χειραφέτηση των δουλοπαροίκων στη Ρωσία το 1861 Από το 17ο αιώνα είχε διαμορφωθεί στη Ρωσία το καθεστώς της δουλοπαροικίας (serfdom). Αποτελούσε ένα νομικό, οικονομικό και κοινωνικό πλέγμα εξάρτησης μεγάλου μέρους των αγροτικών στρωμάτων που καλλιεργούσε εκτάσεις των Ρώσων ευγενών. Οι φεουδαλικές υποχρεώσεις των Ρώσων δουλοπαροίκων απέναντι στους αριστοκράτες γαιοκτήμονες μπορούν να περιοριστούν σε δύο βασικές κατηγορίες: στην παροχή εργασίας (barschina) και στην καταβολή φόρου (obrok). Το 1861, το τσαρικό καθεστώς, στο πλαίσιο της προσπάθειας εκσυγχρονισμού του κράτους μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, προχώρησε στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, απελευθερώνοντας 23.000.000 δουλοπαροίκους. Οι ελεύθεροι, πλέον, αγρότες υποχρεώνονταν να καταβάλουν οικονομική αποζημίωση στους γαιοκτήμονες για ένα μέρος της γης που εξαγόραζαν. Πηγές Παρασκευόπουλος, Γ. Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνη (Αθήνα 1898). Δημιουργήθηκε στις 26/2/2017 Σελίδα 5/5