ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ «Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ»

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

5419/16 εγκρίθηκε από την ΕΜΑ, 2ο τμήμα, στις Οι δηλώσεις και/ή οι αιτιολογήσεις ψήφου επισυνάπτονται στο παρόν σημείωμα.

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Η αρχή της αναλογικότητας

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Γνώμη 11/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ιρλανδίας. για

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σχολιασμός απόφασης 893/2004 Ε Τμήμα. Α. Ιστορικό

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Γνώμη 1/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Αυστρίας. για

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή διακόπτεται µε την έκδοσή τους". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τις χρήσεις που το δικαίωµα του η

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1279-1/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 4 /2015

9664/19 ΘΚ/μκρ 1 JAI.2

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Γνώμη του Συμβουλίου (άρθρο 64)

στο σχέδιο νόµου «Διαδικασία επιλογής υποψηφίων δικαστών και γενικών εισαγγελέων για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποψηφίων δικαστών για

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ 2003-2004 Υπεύθυνος Καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος Μάθηµα: Συνταγµατικό ίκαιο ΘΕΜΑ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ Εκπόνηση εργασίας από την Κασσάνδρα Τσαγκάρη Aριθµός καταλόγου:36 1

ΙΑΓΡΑΜΜΑ Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Α)Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ Β) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ Γ) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝ ΣΤΕΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΙΙΙ. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΙV. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Όταν τα ατοµικά δικαιώµατα συγκρούονται µεταξύ τους, η αρχή της αναλογικότητας δε µπορεί να εφαρµοστεί στην «αµιγή» της µορφή, αφού αυτή είναι προσανατολισµένη στην προστασία ενός µόνο ατοµικού δικαιώµατος. Τα συγκρουόµενα ατοµικά δικαιώµατα θα πρέπει να οριοθετηθούν µεταξύ τους µε βάση την αρχή της πρακτικής εναρµόνισης. Σε αυτή την περίπτωση προηγείται η πρακτική εναρµόνιση και ακολουθεί ο έλεγχος της καταλληλότητας και αναγκαιότητας, διότι ο «σκοπός» του περιοριστικού µέσου δεν είναι εκ των προτέρων δεδοµένος αλλά προκύπτει µέσα από την οριοθέτηση των συγκρουόµενων δικαιωµάτων. Αφού προσδιορισθεί in concreto o σκοπός ακολουθεί ο έλεγχος για το αν το επιβληθέν µέτρο είναι κατάλληλο και αναγκαίο. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα δηλαδή δεν θα κριθούν ως προς ένα έκαστο συγκρουόµενο ατοµικό δικαίωµα αλλά ως προς την κοινή τους οριοθέτηση. Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ Ως απόρροια της φιλοσοφίας και των µαθηµατικών η αρχή της αναλογικότητας προβλήθηκε ήδη από τον Αριστοτέλη ως το «µέτρο για την εξεύρεση αρµονικών λύσεων> συνδυαζόµενη δε στη συνέχεια µε το κριτήριο της ορθολογικότητας και του συµψηφισµού των πλεονεκτηµάτων και των µειονεκτηµάτων της πολιτειακής δράσης κατέστη αναγκαία κατά την µετάβαση από το φιλελεύθερο στο παρεµβατικό κράτος. Η αρχή της αναλογίας ή αναλογικότητας ως δικαιϊκή αρχή γεννήθηκε µε το µετασχηµατισµό του φιλελεύθερου σε κοινωνικό κράτος που όµως θέλει να είναι και 2

κράτος δικαίου και του οποίου ο διευρυµένος κοινωνικοοικονοµικός ρόλος καθιστά απαραίτητη τη σύνδεσή του µε µια ανάλογα διαφοροποιηµένη, περισσότερο προωθηµένη έννοια της νοµιµότητας προς, διαφύλαξη όχι µόνο της έννοµης αλλά και της κοινωνικοοικονοµικής τάξης πραγµάτων, µιας νοµιµότητας προσαρµοσµένης στην ανάγκη στάθµισης της αποτελεσµατικότητας και των επιπτώσεων των πολιτειακών παρεµβάσεων πέραν του κλασικού νοµικού επιπέδου. ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Το κράτος δικαίου στο οποίο θεµελιώνεται η αρχή 1 σηµαίνει τη βάσει κανόνων δικαίου λειτουργία του σε όλα τα επίπεδα ( νοµοθετικό, εκτελεστικό, δικαστικό ) και µε δεσµευτικό πεδίο εφαρµογής ανάλογα ευρύ. Οριοθετεί λοιπόν το επίπεδο ενεργειών όλων των κρατικών οργάνων µόνο όµως στη σχέση µεταξύ κράτους και πολιτών προς προστασία των ατοµικών δικαιωµάτων των τελευταίων. Ως απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου και των συνταγµατικών διατάξεων (α.5 1, 25 1) αποτελούσε γενική αρχή συνταγµατικού επιπέδου Σε µια πρώτη προσέγγιση η αρχή της αναλογικότητας είναι ένα µεθοδολογικό εργαλείο µε κλιµακωτό έλεγχο των προϋποθέσεων του περιορισµού ενός ατοµικού δικαιώµατος, που ξεκινά από τον έλεγχο της βαρύτητας των χρησιµοποιούµενων περιοριστικών µέσων σε σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό ( ο οποίος είναι η προαγωγή ενός δηµοσίου ή και ενός συνταγµατικά προστατευόµενου ιδιωτικού συµφέροντος ) και καταλήγει σε στάθµιση της << βαρύτητας >> του περιορισµού του ατοµικού 1 Η αρχή της νοµιµότητας συνιστά απώτερο αναµφισβήτητο θεµέλιο της αρχής της αναλογικότητας. 3

διακιώµατος µε την << βαρύτητα>> της προαγωγής του συνταγµατικώς προστατευόµενου συµφέροντος. Από τα παραπάνω εµφαίνονται τα 3 επιµέρους στοιχεία της αρχής της αναλογικότητας, όπου το καθένα από αυτά έχει αναχθεί σε επιµέρους αρχή. Την αρχή της καταλληλότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια.οι τρεις αυτές επιµέρους αρχές συνθέτουν την αρχή της αναλογικότητας υπό ευρεία έννοια. Η ιδέα της αναλογικότητας εκφράζεται στην αντίληψη ότι το δίκαιο πρέπει να είναι χρήσιµο, να εξυπηρετεί, δηλαδή, τους σκοπούς των ανθρώπων είτε ως ατόµων είτε ως κοινωνιών. Η αντίληψη αυτή περί χρηστικότητας του δικαίου και συνακόλουθα περί αναλογικότητας µεταξύ µέσων και σκοπού αναπτύσσεται έντονα από τα τέλη του περασµένου αιώνα στο χώρο του διοικητικού δικαίου. Προαπαιτούµενά της ήταν πρώτον η καθιέρωση της αρχής της νοµιµότητας, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για να επέµβει η διοίκηση στην ιδιοκτησία και ελευθερία των πολιτών και δεύτερον ο έστω και περιορισµένος δικαστικός έλεγχος της διοικητικής δράσης. Από τη στιγµή που τα δικαστήρια είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν κατά πόσο µια κυριαρχική πράξη της διοίκησης καλυπτόταν από ένα νοµικώς επιτρεπτό σκοπό αρχίζει και η δυνατότητα ελέγχου της έντασης της συγκεκριµένης πράξης, δηλαδή, αν η πράξη επενέβαινε στη σφαίρα ελευθερίας περισσότερο από όσο επιδίωκε ο νοµοθετικός σκοπός. Ο έλεγχος αυτός που αρχικά ήταν έλεγχος µόνο της επιµέρους αρχής της αναγκαιότητας αναγορεύτηκε σε αρχή του διοικητικού δικαίου από τον Otto Mayer µε την επωνυµία αρχή της αναλογικότητας. Mετά το πέρας του Β Παγκοσµίου πολέµου ο όρος «αρχή της αναλογικότητας» εµπλουτίστηκε και µε τα στοιχεία της καταλληλότητας ( ως προαπαιτούµενο της αναγκαιότητας ) και της αναλογικότητας υπό στενή έννοια. Σε κάθε περίπτωση που κρίνεται η εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας υπό ευρεία έννοια προϋποτίθεται η ύπαρξη των ακόλουθων στοιχείων: ένα ατοµικό δικαίωµα, ένα µέτρο, που επιβάλλεται ως µέσο περιορισµού ενός ατοµικού δικαιώµατος και ένας συνταγµατικά καλυµµένος σκοπός για χάρη του οποίου επιβάλλεται ο περιορισµός. Αν ο σκοπός του περιοριστικού µέτρου δεν είναι συνταγµατικά 4

καλυµµένος το µέτρο είναι αντισυνταγµατικό ανεξάρτητα από το βαθµό περιορισµού του ατοµικού δικαιώµατος. Όµως τα ελληνικά διοικητικά δικαστήρια περιορίζονται να ελέγξουν το σκοπό του νόµου µόνο έτσι όπως αυτός έχει επίσηµα δηλωθεί ( π.χ. µέσα στην αιτιολογική έκθεση ή στα πρακτικά της Βουλής ). εν αµφισβητείται η «ειλικρίνεια» του νοµοθέτη και δεν αναζητούνται κεκαλυµµένοι σκοποί, µε άλλα λόγια, όπως εύστοχα επισηµάνθηκε δεν ελέγχεται η κατάχρηση νοµοθετικής εξουσίας. Η αρχή της αναλογικότητας προσβάλλεται όταν δεν υπάρχει «εύλογη» σχέση µεταξύ αφενός του επιδιωκόµενου σκοπού και αφετέρου του περιοριστικού µέτρου ή του περιοριζόµενου ατοµικού δικαιώµατος, η οποία εξειδικεύεται µε τη σωρευτική χρήση τριών παραµέτρων: της καταλληλότητας, της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας εν στενή εννοία 2. Α) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ Το µέτρο πρέπει να είναι καταρχήν κατάλληλο. Κατάλληλο είναι το µέτρο όταν µε αυτό µπορεί να επιτευχθεί έστω και εν µέρει ο επιδιωκόµενος σκοπός. Κατά το ΟΣ το µέτρο είναι κατάλληλο «αν µε τη βοήθειά του προάγεται η επιτυχία του επιδιωκόµενου σκοπού». Η επίτευξη, δηλαδή, δεν χρειάζεται να είναι πλήρης. Η εξέταση της καταλληλότητας γίνεται ex ante µε συνέπεια να διερευνάται αν κατά το χρόνο επιβολής του µέτρου και την εκτίµηση των περιστάσεων που ήταν τότε δυνατή το ρυθµιστικό µέτρο εµφανίζεται ως κατάλληλο. Ανοιχτό παραµένει πάντως το ερώτηµα τι γίνεται σε περίπτωση που το µέτρο αποδεικνύεται κατά την εφαρµογή του µε οριστικό πλεον τρόπο ως ακατάλληλο. Το ΟΣ επ αυτού δεν έχει δώσι οριστική απάντηση. Άλλοτε έχει αποφύγει να πάρει θέση και άλλοτε έχει αποφανθεί ότι ο νοµοθέτης έχει απλώς την υποχρέωση να άρει το επιβληθέν µέτροαποφεύγοντας να κηρύξει το νόµο ως αντισυνταγµατικό. Το Σ.τ.Ε. προβαίνει σε έλεγχο της 2 Η ορολογία δεν είναι ακόµη παγιωµένη: η αναλογικότητα υπό στενή έννοια ονοµάζεται και ορθολογικότητα, η καταλληλότητα και αποτελεσµατικότητα. 5

καταλληλότητας µε την έκφραση : οι περιορισµοί «να συνάπτονται προς τον υπό του νόµου επιδιωκόµενο σκοπό». Η έρευνα της καταλληλότητας ενός µέτρου έχει εµπειρικό χαρακτήρα. Το συγκεκριµένο µέτρο κρίνεται σε σχέση µε δεδοµένο σκοπό. Η αιτιακή σύνδεση του µέτρου µε τον σκοπό µε βάση τα διδάγµατα της κοινής πείρας ή της επιστήµης 3. Β) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ Το µέτρο πρέπει επιπλέον να είναι αναγκαίο. Το µέτρο είναι τότε αναγκαίο όταν «δεν είναι δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου δραστικού µέτρου, το να περιορίζει σε λιγότερο βαθµό ή και καθόλου την ατοµική ελευθερία». Το χαρακτηριστικό γνώρισµα της επιµέρους αρχής της αναγκαιότητας είναι ότι αναζητείται το ηπιότερο µέσο µεταξύ ισοδυνάµων σε αποτελεσµατικότητα. Μεταξύ εξίσου ήπιων µέτρων υπάρχει ευχέρεια επιλογής ενός εξ αυτών. Η αναγκαιότητα του µέτρου ως διαδικασία επιλογής του ηπιότερου µεταξύ περισσοτέρων εξίσου δραστικών µέτρων πρέπει να αντιδιαστέλλεται από τη νοµιµοποίηση της κρατικής δράσης ως προαπαιτούµενο για την επιβολή ενός «αναγκαίου» µέτρου. Είναι δυο διαφορετικά ζητήµατα ο έλεγχος της αναγκαιότητας του µέτρου προς επιλογή µεταξύ περισσοτέρων ισοδυνάµων µέτρων του ηπιότερου δυνατού από τον έλεγχο της αναγκαιότητας του µέτρου ως πολιτικής σκοπιµότητας επιδίωξη κάποιου συνταγµατικώς καλυµµένου σκοπού. Ο έλεγχος της αναγκαιότητας του σκοπού λειτουργεί ως προϋπόθεση της πολιτειακής δράσης, δηλαδή, αν ο επιδιωκόµενος σκοπός είναι και νόµιµος. Όµως ο έλεγχος της αναγκαιότητας του σκοπού δεν είναι στοιχείο που εξετάζεται στο πλαίσιο της αρχής της αναγκαιότητας του µέτρου αλλά στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας υπό στενή έννοια. Επίσης είναι άλλο ζήτηµα η έλλειψη των προϋποθέσεων που καθιστούν ένα σκοπό ως αναγκαίο και άλλο το ζήτηµα της επιλογής στο πλαίσιο ενός αναγκαίου σκοπού του ηπιότερου πλην όµως εξίσου δραστικού µέσου. Στο πλαίσιο της επιµέρους αρχής της αναγκαιότητας δεν κρίνεται δηλαδή αν το µέτρο ήταν όντως αναγκαίο. Κρίνεται αν αντί του συγκεκριµένου µέτρου µπορούσε να επιβληθεί ένα άλλο ηπιότερο. 3 Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι η καταλληλότητα είναι εµπειρική και όχι αξιολογική έννοια. 6

Το Σ.τ.Ε. ξεπερνώντας τους ενδοιασµούς του για το αν προβαίνει σε έλεγχο σκοπιµότητας ερευνά πλεον µήπως ο περιορισµός ενός ατοµικού δικαιώµατος υπερβαίνει το αναγκαίο µέτρο µε την έννοια ότι το µέτρο είναι το ηπιότερο δυνατό µεταξύ ισοδυνάµων 4. Γ) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝ ΣΤΕΝΗ ΕΝΝΟΙΑ Τέλος το περιοριστικό του ατοµικού δικαιώµατος µέτρο πρέπει να είναι και υπό στενή έννοια ανάλογο. Όπως διατυπώνει το ΟΣ το µέτρο δεν πρέπει να «επιβαρύνει υπέρµετρα» τον ενδιαφερόµενο. Η αναλογικότητα υπό στενή έννοια έχει ένα αµφίπλευρο στοιχείο σχετικότητας. Ενώ η έννοια της αναγκαιότητας αφορούσε τη σχέση ανάµεσα σε ένα σταθερό σκοπό ( την προαγωγή ενός συνταγµατικώς προστατευόµενου συµφέροντος ) και σε περισσότερα εξίσου δραστικά µέτρα, η αναλογικότητα υπό στενή έννοια αφορά τη σχέση του σκοπού αφεαυτού µε το περιορισµό που επιφέρει το µέτρο στο ατοµικό δικαίωµα όπου και οι δυο όροι της σύγκρισης είναι µεταβλητοί, µε την έννοια, ότι η προστασία του συνταγµατικού συµφέροντος ( ως σκοπού ) ενδέχεται να είναι ήσσονος βαρύτητας σε σχέση µε την προστασία του περιοριζόµενου ατοµικού δικαιώµατος 5. Το Σ.τ.Ε. δεν ελέγχει την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια. Περιορίζεται δηλαδή στον έλεγχο της καταλληλότητας και αναγκαιότητας. Η ορολογία του Σ.τ.Ε. πάντως ( συνάφεια µέσου σκοπού) έχει το πλεονέκτηµα ότι είναι ανοιχτή για να δεχτεί το δικαστήριο σε µελλοντική του απόφαση την αρχή της αναλογικότητας υπό στενή έννοια. Η αναλογικότητα υπό στενή έννοια προσδιορίζεται από το ΟΣ παρά τις φραστικές του διακυµάνσεις αρνητικά, πότε δηλαδή ένα µέτρο είναι δυσανάλογο, αφήνοντας έτσι στο νοµοθέτη και τη διοίκηση ένα ευρύτατο πεδίο προσδιορισµού της «εύλογης» αναλογίας. 4 Σ.τ.Ε. 1149/1988, το Σ 1988 σελ.325 επ., Σ.τ.Ε. 392/1993, το Σ 1994 σελ. 150. 5 Προς αποφυγή των ορολογικών µειονεκτηµάτων του σχήµατος σκοπός-µέσο προτείνεται η αντικατάστασή του µε βάση το ζεύγος των συγκρουόµενων συµφερόντων µε συνταγµατική κατοχύρωση. Προτιµητέο, όµως, είναι το σχήµα περιοριζόµενο ατοµικό δικαίωµα- συνταγµατικώς προστατευόµενο συµφέρον. 7

Η αναλογικότητα υπό στενή έννοια δεν έχει τον εµπειρικό χαρακτήρα που έχουν η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα αλλά αξιολογικό µε την έννοια ότι ο σκοπός του µέτρου και το µέτρο καθεαυτό συγκρίνονται ως διαφορετικές αξίες, οι οποίες µπορούν να εξειδικευτούν µε την επίκληση αξιολογικών κριτηρίων ηθικοπολιτικού χαρακτήρα. Πριν την αναθεώρηση του Συντάγµατος το 2001 η αρχή της αναλογικότητας κατά την κρατούσα γνώµη θεµελιωνόταν στην αρχή του κράτους δικαίου 6. Κατ άλλους συγγραφείς η αρχή θεµελιωνόταν στην ιδέα της δικαιοσύνης και του «ορθού µέτρου». Σύµφωνα µε άλλη οµάδα γνωµών η αρχή θεµελιώνεται είτε στο δικαίωµα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας είτε απορρέει από το σύνολο των ατοµικών ελευθεριών. Το δικαίωµα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ( α.5 1Σ ) σε συνδυασµό µε την υποχρέωση της πολιτείας για σεβασµό και προστασία της ανθρώπινης αξίας (α.2 1Σ) θεµελιώνει την αρχή της αναλογικότητας στην απαγόρευση προσβολής του πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία επιτάσσει τη µεγιστοποίηση της δυνατότητας ανάπτυξης της προσωπικότητας. Ένα πρόσθετο θεµέλιο αποτελεί το άρθρο 25 1Σ, που θέτει τα ατοµικά δικαιώµατα υπό την εγγύηση του κράτους και παράλληλα καθιερώνει την υποχρέωση των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή τους. Κατά συνέπεια η άσκηση κάποιου ατοµικού δικαιώµατος δε µπορεί να διαταραχθεί παρά µόνο όταν αυτό επιβάλλεται κατόπιν στάθµισης µε ένα άλλο συνταγµατικώς προστατευόµενο έννοµο αγαθό είτε πρόκειται για συµφέρον της ολότητας είτε πρόκειται για συγκρουόµενο ατοµικό δικαίωµα, δηλαδή κατόπιν εφαρµογής της αρχής της αναλογικότητας υπό ευρεία έννοια. Επίσης το ΕΚ εφαρµόζει από το 1970 την αρχή της αναλογικότητας ( ΕΚ 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, ) στηριζόµενο στο άρθρο 36 της ιδρυτικής συνθήκης σε συνδυασµό µε την συγκριτική επισκόπηση των εθνικών εννόµων τάξεων. ΙΙΙ. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ 6 Μερικοί αναζητούσαν ιδιαίτερο θεµέλιο στην ειδικότερη αρχή της απαγόρευσης της αυθαιρεσίας. 8

Η αρχή της αναλογικότητας σηµαίνει για το νοµοθέτη αφενός, ότι πρέπει να απέχει από την επιβολή δυσανάλογων περιορισµών στα ατοµικά δικαιώµατα για χάρη του δηµοσίου συµφέροντος και αφετέρου, ότι πρέπει να σταθµίζει τα µεταξύ τους συγκρουόµενα συµφέροντα, που έχουν συνταγµατική κάλυψη. Παράλληλα, όµως, ο νοµοθέτης δύναται να αναθέσει την στάθµιση συγκρουόµενων συµφερόντων απευθείας στο δικαστή, όπως π.χ. στα άρθρα 283ΑΚ (αυτοδικία), 286ΑΚ (κατάσταση ανάγκης ), στα άρθρα 22 και 23 ΠΚ ( άµυνα και υπέρβαση ορίων άµυνας ) και κυρίως 79ΠΚ 7 ( δικαστική επιµέτρηση ποινής ). Ο κοινός νοµοθέτης αποφάσισε για το «αν» θα πρέπει να γίνει στάθµιση των συγκρουόµενων συµφερόντων. Το «πώς» θα γίνει αυτή η στάθµιση το ανέθεσε στο δικαστή, ο οποίος δεσµεύεται µε τη σειρά του από την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας είναι δεσµευτική και για τη δράση της ιοίκησης. Μετά τον έλεγχο της γενικής και αφηρηµένης ρύθµισης του κανόνα δικαίου ως προς τη συµµόρφωσή του µε την αρχή της αναλογικότητας υπό ευρεία έννοια ακολουθεί και δεύτερος έλεγχος στο πλαίσιο της ειδικής και συγκεκριµένης εφαρµογής του. Κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρεια εκ µέρους της διοίκησης ελέγχεται κατά πόσο το µέτρο της διοίκησης ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της υπό ευρεία έννοια αναλογικότητας, όταν η ιοίκηση καλείται να επιλέξει µεταξύ περισσοτέρων λύσεων, οπότε η αρχή δρα ως άκρο όριο της διακριτικής ευχέρειας. Στο πλαίσιο της δεσµίας αρµοδιότητας η αρχή της αναλογικότητας εξετάζεται µόνο ως υπό στενή έννοια αναλογικότητα. Το µέσο που θα χρησιµοποιήσει προδιαγράφεται ήδη εκ του νόµου και η «αναλογικότητα» του νόµου έχει ήδη ελεγχθεί. Αυτό που µένει να ελεγχθεί είναι µήπως ένα καταρχήν κατάλληλο, αναγκαίο και ανάλογο υπό στενή έννοια µέτρο είναι ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριµένης περίπτωσης δυσανάλογο. Η αρχή της αναλογικότητας σε δικαιοδοτικό επίπεδο έχει διπλή λειτουργία. Από τη µια λειτουργεί ως δέσµευση του ίδιου του δικαστή. Από την άλλη λειτουργεί ως έλεγχος της νοµοθετικής και της διοικητικής δράσης, κατά πόσο δηλαδή ο νοµοθέτης και η διοίκηση 7 Το πιο έντονο πεδίο εφαρµογής της αρχής της αναλογικότητας πέραν του διοικητικού δικαίου είναι αναµφίβολα το ποινικό δίκαιο και η ποινική δικονοµία. 9

ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους για µη δυσανάλογη επιβολή περιορισµών σε ατοµικά δικαιώµατα. ΙV. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ Ως παράδειγµα ελέγχου της αρχής της καταλληλότητας χαρακτηριστική είναι η απόφαση Σ.τ.Ε. 1149/1988 8 : ο δικαστής καλείται να ελέγξει τη συνταγµατικότητα διοικητικής πράξης η οποία εκδόθηκε βάσει εξουσιοδοτικής νοµοθετικής διάταξης και διέτασσε την αφαίρεση της ονοµασίας «ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ» από τον τίτλο µιας ιδιωτικής κλινικής. Σύµφωνα µε το σκεπτικό οι κρινόµενες διατάξεις «αποβλέπουν στο δηµόσιο συµφέρον που απαιτεί να ληφθούν µέτρα για να καταστεί αδύνατη η σύγχυση που αλλιώς µπορούσε να προκληθεί στο κοινό από την χρησιµοποίηση των όρων ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ και ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ και από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ τους όρους αυτούς που υπονοούν υψηλού επιπέδου οργάνωση των ιατρικών υπηρεσιών, χρησιµοποιεί το κράτος για τις υπηρεσίες υγείας που παρέχει το ίδιο».ενόψει, λοιπόν της καταλληλότητας του περιοριστικού µέτρου ( αφαίρεση του όρου ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ) προς την επίτευξη του παραπάνω σκοπού δηµοσίου συµφέροντος ο οποίος συνδέεται µε την αξία της δηµόσιας υγείας (α.21 3Σ ), κρίθηκε ότι οι διατάξεις δεν παραβιάζουν την οικονοµική ελευθερία των αιτούντων (α.5 1Σ ). Ο δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της αναλογικότητας εν στενή εννοία και της αναγκαιότητας του περιοριστικού µέτρου, µε τη σκέψη ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αµφισβήτηση της σκοπιµότητας του νόµου η οποία διαφεύγει τη δικαιοδοσία του δικαστή. Αντίθετα περιορίσθηκε να ελέγξει αν το µέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για το σκοπό που ο νόµος επιδιώκει. Ως παράδειγµα ελέγχου της αρχής της αναγκαιότητας αναφέρεται η απόφαση Σ.τ.Ε.1874/1994.Ο δικαστής εκτίµησε τη συνταγµατικότητα µιας υπουργικής απόφασης, η οποία ενέκρινε τη χωροθέτηση ενός σταθµού βιολογικού καθαρισµού, ενόψει της 8 Βλ. τοσ 1988, σ.325επ. Από τη σκοπιά του ελέγχου της καταλληλότητας µπορεί κανείς να ανατρέξει σε πλήθος αποφάσεων οι οποίες συνδέουν το περιοριστικό µέτρο µε ορισµένο σκοπό δηµοσίου συµφέροντος : ΑΠ 20/1998, το Σ1998, σ.1000επ., Σ.τ.Ε.1479/1997, το Σ 1998, σ. 587επ. (δικαστική προστασία ποιότητα απονοµής δικαιοσύνης ), Σ.τ.Ε 2112/1984 (προαγωγή καλλιτεχνικής δηµιουργίας ). Άλλο ζήτηµα βέβαια είναι το κατά πόσο στις παραπάνω αποφάσεις ο δικαστής εξειδικεύει επαρκώς τους λόγους δηµοσίου συµφέροντος. 10

προστασίας του υγροβιότοπου που βρισκόταν κοντά στην επιλεγείσα περιοχή. Σηµαντική συνιστώσα του δικανικού συλλογισµού υπήρξε η αξιολόγηση µιας εναλλακτικής πρότασης ως προς τη χωροθέτηση του σταθµού, η οποία όµως «εγκαταλείφθη αφενός µεν διότι η εν λόγω θέσις ευρίσκεται σε περιοχή η οποία επίσης αποτελεί σηµαντικόν υγροβιότοπον, αφετέρου δε διότι ο υποθαλάσσιος αγωγός θα έπρεπε να διέλθει από το τουριστικότερον σηµείον της νήσου, τέλος δε διότι η γειτνίασις του αεροδροµίου δεν θα επέτρεπε την απαραίτητη φωτοκάλυψη εις τα όρια της εγκατάστασης». Όσον αφορά στην εν στενή εννοία αναλογικότητα αυτό που εξετάζεται είναι ο σκοπός, όχι ενόψει της προσφοράς εναλλακτικών µέσων επίτευξής του, αλλά βάσει της κατανόησης της κανονιστικής του σηµασίας. Έτσι σε µια συνολική εκτίµηση, µεταξύ της βαρύτητας της προσβολής και του βάρους και της πιεστικότητας των δικαιολογητικών της βάσεων, θα πρέπει να τηρείται το όριο της λογικής της επιβάρυνσης. Όσο πιο σοβαρά περιορίζονται οι φορείς του δικαιώµατος τόσο ισχυρότεροι θα πρέπει να είναι οι λόγοι δηµοσίου συµφέροντος, τους οποίους εξυπηρετεί η νοµοθετική ρύθµιση. Η πρώτη απόφαση που κατονοµάζει ρητά την αρχή, έστω και δια της µειοψηφίας, ως «αναλογία µεταξύ µέσου και σκοπού» είναι η υπ αριθµ.58/1977 Ολοµ.Σ.τ.Ε. Η ίδια απόφαση αφήνει επίσης υπόνοιες για το στοιχείο της αναγκαιότητας υπό τη διατύπωση «υπέρτερο εθνικό συµφέρον µη δυνάµενο να πραγµατοποιηθεί άλλως», θεµελιώνει δε την αρχή «στο σύγχρονο δηµοκρατικό και κοινωνικό κράτος», που µπορεί να µην ταυτίζεται µεν µε το Κράτος δικαίου προσεγγίζει όµως τη λογική της σκέψης της «γενέθλιας» απόφασης 2112/1984.Έκτοτε (και µέχρι την 2112/1984) εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις που ολοένα και προσέθεταν νέα στοιχεία: έτσι η υπ αριθµ 1303/1977 Σ.τ.Ε. κάνει λόγο για «νόµιµο σκοπό» και «απαιτούµενη στάθµιση των θιγοµένων συµφερόντων στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας» - κριτήριο ορθής άσκησης της οποίας αποτελεί η αρχή της αναλογικότητας -, ενώ η υπ αριθµ.1340/1982 είναι η πρώτη απόφαση που ανάγει την αρχή σε «συνταγµατικού επιπέδου». V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 11

Όταν τα ατοµικά δικαιώµατα συγκρούονται µεταξύ τους, η αρχή της αναλογικότητας δε µπορεί να εφαρµοστεί στην «αµιγή» της µορφή, αφού αυτή είναι προσανατολισµένη στην προστασία ενός µόνο ατοµικού δικαιώµατος. Τα συγκρουόµενα ατοµικά δικαιώµατα θα πρέπει να οριοθετηθούν µεταξύ τους µε βάση την αρχή της πρακτικής εναρµόνισης. Σε αυτή την περίπτωση προηγείται η πρακτική εναρµόνιση και ακολουθεί ο έλεγχος της καταλληλότητας και αναγκαιότητας, διότι ο «σκοπός» του περιοριστικού µέσου δεν είναι εκ των προτέρων δεδοµένος αλλά προκύπτει µέσα από την οριοθέτηση των συγκρουόµενων δικαιωµάτων. Αφού προσδιορισθεί in concreto o σκοπός ακολουθεί ο έλεγχος για το αν το επιβληθέν µέτρο είναι κατάλληλο και αναγκαίο. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα δηλαδή δεν θα κριθούν ως προς ένα έκαστο συγκρουόµενο ατοµικό δικαίωµα αλλά ως προς την κοινή τους οριοθέτηση. 12