ΚΡΗΝΗ ΜΟΡΟΖΙΝΙ Ο Χάνδακας, το σημερινό Ηράκλειο, είχε πάντοτε πρόβλημα λειψυδρίας. Ως τον 17ο αι. η πόλη υδρευόταν από πηγάδια με υφάλμυρο νερό, μικρές κρήνες και υδατοδεξαμενές που συγκέντρωναν τα νερά της βροχής. Το 1639 γνωρίζουμε ότι υπήρχαν 1270 πηγάδια και 273 δεξαμενές. Η διοχέτευση πηγαίου νερού στην κρήνη που σώζεται στη σημερινή πλατεία Κορνάρου από τον capitan generale Gian-Matteo Bembo το 1552 δεν έλυσε το πρόβλημα. Ο γενικός προβλεπτής Φραγκίσκος Μοροζίνι σχεδίασε και υλοποίησε, με τη συνδρομή των μηχανικών Zorzi Corner, Raffaello Monnani και Francesco Basilicata, το μεγαλεπήβολο έργο της υδροδότησης της πόλης, με την κατασκευή ενός υδραγωγείου μήκους 15 περίπου χιλιομέτρων, το οποίο μετέφερε τα νερά διαφόρων πηγών από τις βόρειες πλαγιές του «Γιούχτα». Το έργο διήρκεσε ένα χρόνο περίπου και εγκαινιάστηκε την ημέρα της εορτής του πολιούχου Αγίου Μάρκου, στις 25 Απριλίου του 1628. Ο τεράστιος υδαταγωγός, που ξεκινούσε από το «Καρυδάκι» Αρχανών, έφτανε στην πόλη και, περνώντας από μια τρικάμαρη γέφυρα, τροφοδοτούσε την κρήνη που διατηρεί μέχρι σήμερα το όνομα του προβλεπτή Morosini στην ενετική Piazza delle Biade, σημερινή πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου. Η γέφυρα με τις τρεις καμάρες βρισκόταν στη θέση του σημερινού ξενοδοχείου «Αστόρια» και έδωσε το όνομά της στην πλατεία Campo Marzio που πλέον ονομαζόταν και Piazza dei tre volti, ονομασία που διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας (Τρεις Καμάρες, σήμερα πλατεία Ελευθερίας). Η κρήνη, που βρίσκεται στη μέση του διοικητικού κέντρου των Ενετών απέναντι από τη βασιλική του Αγίου Μάρκου και μπροστά από το δουκικό ανάκτορο, εδράζεται πάνω σε κυκλικό κρηπίδωμα με τρία διαζώματα, σε επίπεδο ψηλότερο από την τότε στάθμη της πλατείας. Έχει μια οκτάλοβη δεξαμενή, κοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία και κυρίως από το θαλάσσιο βασίλειο (Τρίτωνες, δελφίνια, ιππόκαμποι, νεράιδες, μυθολογικά τέρατα, θαλάσσιους δαίμονες) καθώς και οικόσημα. Στο κέντρο κάθε λοβού υπήρχε το οικόσημο του Δόγη, του Μοροζίνι, του Δούκα και των Συμβούλων του. Το νερό έτρεχε από το στόμα τεσσάρων λεόντων, που στηρίζονταν σε οκτάστηλο βάθρο στο κέντρο της κρήνης και υποβάσταζαν μαρμάρινη λεκάνη. Το νερό που μαζευόταν στη λεκάνη, έτρεχε από τα στόματά τους καθώς και από τις τέσσερις μαστοειδείς οπές ανάμεσα στα λιοντάρια.
Ο Μοροζίνι, με την ευκαιρία των εγκαινίων της κρήνης, έκοψε ειδικό μετάλλιο με τη μορφή του από τη μια μεριά και την κρήνη από την άλλη. Θέσπισε, επίσης, ειδικές νομοθετικές διατάξεις για τη σωστή λειτουργία και συντήρησή της. Την αρχική κατασκευή έστεφε μαρμάρινο άγαλμα του Ποσειδώνα σε κλίμακα μεγαλύτερη της φυσικής, όπως φαίνεται στο μετάλλιο που έκοψε ο Μοροζίνι, γι' αυτό και το μνημείο συχνά αποκαλείτο κρήνη του Γίγαντα ή Τζιγάντε. Το άγαλμα καταστράφηκε από τους Τούρκους ή από σεισμό. Μετά την άλωση της πόλης, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το 1847, μετά από απόφαση του συμβουλίου του Τουρκαλβανού Μουσταφά Ναϊλή, οι Τούρκοι άλλαξαν τη μορφή της κρήνης και την μετέτρεψαν σε σεμπίλι (φιλανθρωπική κρήνη), προσθέτοντας στο χείλος της οκτάλοβης λεκάνης, μαρμάρινες κολόνες που περιβάλλονταν στην κορυφή με μαρμάρινη ταινία πάνω στην οποία τοποθέτησαν την επίχρυση επιγραφή: "Σιντριβάνι Αμπντούλ Μετζίτ" από το όνομα του τότε Σουλτάνου. Επίσης, τρύπησαν τους λοβούς και τοποθέτησαν κρουνούς, προκαλώντας καταστροφές στα λιθανάγλυφα. Κατά το 1812, με εντολή του Σουλτάνου, μέσα στη δεξαμενή της κρήνης εκτελέστηκαν πολιτικά αντίθετοι γενίτσαροι, ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1878, στην πλατεία γινόταν το σκλαβοπάζαρο από τους Τούρκους. Πανέμορφες γυναίκες από την Αφρικανική Ήπειρο και την Κύπρο ήταν το εμπόρευμα των δουλεμπόρων, με τις «μπακιρέ», όπως έλεγαν τις παρθένες στα τούρκικα, να πωλούνται με την ανώτερη τιμή, στα 14 γρόσια. Η πλατεία υπήρξε επίσης ο τόπος της εκτέλεσης διά απαγχονισμού για πολλούς Κρήτες αγωνιστές. Ακόμη και την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1900-1912), η πλατεία αποτελούσε αυστηρά εμπορικό στέκι των Τουρκοκρητικών, οι οποίοι διακινούσαν αμυγδαλόψιχα, φιρίκια από το Λασίθι, καβουρμά και άζυμο ψωμί. Το 1900, το Δημοτικό Συμβούλιο Ηρακλείου, με πρόεδρο τον Αριστείδη Στεργιάδη, αποφάσισε την επαναφορά της κρήνης στην αρχική της μορφή, με την αφαίρεση των μαρμάρινων προσθηκών. Τα μάρμαρα με τις χρυσές επιγραφές πετάχτηκαν στην τάφρο έξω από την Καινούργια Πόρτα όπου βρίσκονταν μέχρι το 1922. Από το 1930 και μετά, η πλατεία γύρω από την κρήνη, μετατράπηκε σε κέντρο συνάθροισης και συνεστίασης του ντόπιου πληθυσμού, ενώ ήδη από την καταστροφή του 1922 άνοιξαν καταστήματα από Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η πεζοδρόμηση της πλατείας και η διαμόρφωση της κρήνης έγιναν το 1979 επί δημαρχίας Μανόλη Καρέλλη. Το 2008, οι εργασίες για την εκ νέου ανάπλασή της με την αφαίρεση του πλακόστρωτου και την υποβάθμιση του καινούργιου δαπέδου προκειμένου να δοθεί ύψος στο μνημείο, έφεραν στο φως εξαιρετικά ενδιαφέροντα ευρήματα για τον τρόπο υδροδότησης της κρήνης. Τα πιο σημαντικά ευρήματα ήταν ένα πηγάδι υπερχείλισης βάθους 21 μέτρων, παράπλευροι μικροί υδαταγωγοί που ξεκινούσαν από την κρήνη και από το εσωτερικό του δουκικού ανακτόρου και οδηγούσαν το περίσσιο νερό στο πηγάδι υπερχείλισης, ο υδαταγωγός που οδηγούσε το νερό από τη σημερινή οδό Δαιδάλου στην κρήνη, επιχρισμένος με υδραυλικό κονίαμα, και η εσωτερική διαμόρφωση του βάθρου της κρήνης που μας έδειξε τον τρόπο με τον οποίο το νερό αναπηδούσε με ορμή από την οπή στην κορυφή του μνημείου και γέμιζε τη μαρμάρινη λεκάνη. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, τα σωζόμενα μνημεία και τις μαρτυρίες, το νερό οδηγείτο από τις Τρεις Καμάρες στις δεξαμενές του Αγίου Γεωργίου Πολυστύλου, που καταλαμβάνουν τον υπόγειο χώρο της λεωφόρου Δικαιοσύνης απέναντι από το συγκρότημα της Νομαρχίας και των Δικαστηρίων. Από εκεί το νερό έφτανε στο κέντρο και οδηγούνταν είτε στη δεξαμενή που βρισκόταν στα Αχτάρικα, είτε στη συλλεκτήρια κάτω από την κρήνη που δυστυχώς δεν έχει ερευνηθεί. Το νερό διοχετευόταν στην κρήνη από τα νοτιοανατολικά, μέσω του μεγάλου αγωγού που βρίσκεται σε επαφή με το σιντριβάνι, και έβγαινε με υπερχείλιση από τα βόρεια. Αφού φιλτραριζόταν στα δύο φρεάτια, το καθαρό πλέον νερό διοχετευόταν στο μεγάλο φρέαρ και τη δεξαμενή του δουκικού ανακτόρου. Στην πορεία του προς τις άλλες κρήνες και τα δημόσια κτίρια της πόλης, αποθηκευόταν σε άλλες δεξαμενές. Η κρήνη Μοροζίνι δεν είναι ένα απλό σιντριβάνι. Πέρα από το αυτονόητο του ρόλου υδροδότησης του κέντρου του Ηρακλείου, της πρωτεύουσας της Candia, όνομα που είχε και το ίδιο, ήταν και ένα σύμβολο με έντονη πολιτική και στρατιωτική σημασία. Όσο και αν αυτό μοιάζει σήμερα παράδοξο, η κρήνη αποτελούσε τη γέφυρα μεταξύ Κρήτης και Βενετίας. Η κρήνη Μοροζίνι δεν αποτελούσε απλά ένα κόσμημα. Υδροδοτούσε τις υπόλοιπες ενετικές κρήνες, τα δημόσια κτίρια και τις κατοικίες. Ο Χάνδακας «διψούσε» και η θέα των λιονταριών, από το στόματα των οποίων πήγαζε άφθονο νερό, ήταν για την εποχή ένα γεγονός, που έγινε δεκτό με ιδιαίτερες τιμές και προσδοκίες.
Ο ίδιος ο Μοροζίνι περιγράφει στην έκθεσή του προς τη Βενετία: «Την ημέρα της εορτής του ευλογημένου προστάτη μας Αγίου Μάρκου, είδε ο κόσμος το νερό να τρέχει στην πλατεία του Χάνδακα, από 8 στόμια ή σωλήνες και με μεγάλη επισημότητα ευλογήθηκε τότε από τον Πανιερότατο Αρχιεπίσκοπο με τον λατινικό και από τον Πρωτόπαπα με τον ορθόδοξο κλήρο, παρουσία άπειρου πλήθους και του στρατού, που χειροκροτούσε και εδόξαζε τον Θεό και τη Γαληνότατη Δημοκρατία». ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Στέργιος Σπανάκης, Το Ηράκλειο στο πέρασμα των αιώνων: «Το σχήμα της δεξαμενής της κρήνης εξυπηρετούσε την υδροδοτική λειτουργία της, καθώς και για το διάκοσμό της: «Η κρήνη Μοροζίνη εδράζεται πάνω σε κυκλικό κρηπίδωμα με τρία διαζώματα. Το οκτάλοβο σχήμα της δεξαμενής οφείλεται στην αύξηση της περιφέρειάς της, για να παίρνουν συγχρόνως περισσότεροι νερό, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μοροζίνι. Στο καθένα ημικύκλιο μπορούν να σταθούν 5, δηλαδή σε όλη την κρήνη 40 άτομα συγχρόνως, να βουτήξουν τα δοχεία τους να τα γεμίσουν, όπως υδρεύονται σήμερα από τα πηγάδια. Κρουνοί δεν υπήρχαν στην κρήνη. Οι οπές στους λοβούς είναι έργο των Τούρκων, όπου τοποθέτησαν κρουνούς - καταστρέφοντας τα ανάγλυφα- για να κάνουν το ναμάζι των οι πιστοί του κορανίου, όταν πήγαιναν να προσευχηθούν στο Δεφτερντάρ τζαμί (Βασιλική Αγίου Μάρκου). Τα θέματα των ανάγλυφων παραστάσεων στους λοβούς είναι παρμένα από την ελληνική μυθολογία, κυρίως από τον ενάλιο κόσμο. Στο κέντρο κάθε λοβού είναι τα οικόσημα του δόγη, του δούκα, των συμβούλων του και του Μοροζίνι. Πάνω στο οκτάπλευρο βάθρο κάθονται σε συνηθισμένη στάση ακτινωτά τέσσερα λιοντάρια και το νερό, που είναι στη λεκάνη που στηρίζουν τα ίδια, τρέχει από τα στόματά των. Τρέχει επίσης και από τις τέσσερις μαστοειδείς οπές ανάμεσα στα λιοντάρια». Ν. Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα 1974 «Έφτασε απόξω από του Πασά την Πόρτα, στο μαρμαρένιο βενετσάνικο συντριβάνι με τα λιοντάρια. Σήκωσε τα μάτια, είδε τον Μεγάλο Πλάτανο, τον καταραμένο, ζύγωσε, κανένας δεν περνούσε, έκαμε το σταυρό του....γενιές και γενιές, σε τούτον εδώ το θρασεμένο πλάτανο κρεμούσαν οι πασάδες τους χριστιανούς που σήκωναν κεφάλι...»
Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό (1668-1671 Εκάτη 2005, σελ. 248): «Υπάρχουν (στο Χάνδακα) συνολικά εβδομήντα βρύσες με νερό της ζωής. Πιο γνωστή είναι η Βρύση του Βασιλιά (κρήνη Μοροζίνι) που βρίσκεται στην πλατεία εμπρός από το τζαμί του ντεφτερντάρη Αχμέτ Πασά, στο κέντρο της αγοράς. Στη μέση μιας μεγάλης στέρνας, πάνω σε μια μικρή κολόνα, υπάρχει ένα μαρμάρινο ανθρώπινο άγαλμα. Από τα γεννητικά του όργανα τρέχει νερό και οι περαστικοί σβήνουν τη δίψα τους. Μετά την πτώση της πόλης ένας ηλικιωμένος ατρόμητος γαζής έκανε μια επέμβαση. Περίτμησε το όργανο του αγάλματος μ' ένα τσεκούρι. Κατόπιν ο ντεφτερντάρης Αχμέτ Πασάς έφτιαξε μέσα στη μεγάλη στέρνα μια βρύση με νερό της ζωής. Τέτοιο απαράμιλλο έργο τέχνης δεν υπάρχει σ άλλη χώρα.» Μέχρι και σήμερα η κρήνη έχει υποστεί αναρίθμητες επεμβάσεις, βανδαλισμούς και παραποιήσεις, εξακολουθεί όμως, μαζί με το φρούριο της θάλασσας (Κούλε), να είναι τα σημεία κατατεθέντα του Χάνδακα.