«ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΠΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 44/2001 (άρθρο 5 σημ. 3 Καν 44/2001)»

Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΘΥΝΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΚΑΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Η ΣΧΕΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Άγγελος Π. Μπώλος ημήτριος-παναγιώτης Λ. Τζάκας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Εισήγηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Πολιτισμού

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Τα μαθήματα που θα προσφερθούν στις κατευθύνσεις του ΠΜΣ της Νομικής Σχολής είναι τα ακόλουθα:

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2014 (*)

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες. Βιβλιογραφία ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΔΗΛΩΣΗΣ ΣΗΜΑΤΟΣ. Απόφαση με αριθμό: ΕΞ 468/2014

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. ΜΑΘΗΜΑ : Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : Α. Γραμματικάκη - Αλεξίου

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2010/0383(COD) Σχέδιο έκθεσης Tadeusz Zwiefka (PE v01-00)

Αλληλεπίδραση δημόσιας και ιδιωτικής εφαρμογής δικαίου ανταγωνισμού (δεσμευτικότητα αποφάσεων, πρόσβαση στο φάκελο, συνεργασία)

Το κείμενο του παρόντος εγγράφου είναι ίδιο με αυτό της προηγούμενης έκδοσης.

04. Εταιρείες & Χρηματοδότηση

Προς. Τον Υπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης. και Ανταγωνιστικότητας. Κ. Μ. Χρυσοχοΐδη. Κοινοποίηση. Υπουργό Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης

Σελίδα 1 από 5. Τ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑ. διεθνής οπτική σε τοπική κλίµακα

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Με τον όρο «αστική ευθύνη του Δημοσίου»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας από την εφαρμογή του Κανονισμού 261/2004/ΕΚ για τα δικαιώματα επιβατών αεροπορικών μεταφορών

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΜΕΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Διπλωματική Εργασία: «ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΠΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 44/2001 (άρθρο 5 σημ. 3 Καν 44/2001)» Επιβλέπων: Καθηγητής κ. Πάρις Αρβανιτάκης Επιμέλεια: Σπυρίδων Ανδρίτσος Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2007

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. 2. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 του Καν 44/2001. Α. Η αυτόνομη ερμηνεία των όρων «αδικοπραξία» και «οιονεί αδικοπραξία». Β. Περιπτώσεις υπαγωγής στη δωσιδικία του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Γ. Περιπτώσεις αμφισβητούμενης υπαγωγής στο άρθρο 5 σημ. 3 Καν 44/2001. α. Προσυμβατική ευθύνη. β. Ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό. γ. Συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. 3. Η δωσιδικία του τόπου όπου ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός σε περίπτωση επαπειλούμενων (επικείμενων) αδικοπραξιών. 4. Η δωσιδικία του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 σε υποθέσεις ασφαλίσεως αστικής ευθύνης ή ακινήτων. 5. Ο προσδιορισμός του τόπου επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Α. Η διττή ερμηνεία της έννοιας του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός Η απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Bier/Mines de Potasse d Alsace. B. Ο περιορισμός της ευχέρειας επιλογής του ζημιωθέντος Η μετέπειτα νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με τον καθορισμό του τόπου επελεύσεως της ζημίας. Γ. Η νομολογία του ΔΕΚ σε σχέση με τα αδικήματα του τύπου - Η διάσπαση του forum delicti με την απόφαση Fiona Shevill/Presse Alliance. Δ. Η θέση της ελληνικής νομολογίας σε σχέση με τον προσδιορισμό του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Ε. Συνολική εκτίμηση της νομολογίας του ΔΕΚ ΣΤ. Η εφαρμογή της νομολογίας του ΔΕΚ στην περίπτωση των πολλαπλών τόπων επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. 6. Ειδικές περιπτώσεις διασυνοριακών αδικοπραξιών. α. Η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων. β. Αθέμιτες ανταγωνιστικές πρακτικές και προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας. γ. Αδικοπραξίες τελούμενες στο διαδίκτυο (internet). δ. Ναυτεργατικά ατυχήματα. 7. Συμπερασματικές παρατηρήσεις. 2

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. Αντικείμενο της μελέτης, όπως προκύπτει από τον τίτλο της, συνιστά ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας στην περίπτωση των αδικοπρακτικών αξιώσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Βρυξέλλες Ι). Η ειδική δικαιοδοτική βάση για τις διαφορές που απορρέουν από αδικοπραξία (lex loci delicti) εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 του Καν 44/2001, σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος που έχει την κατοικία ή την έδρα του σε κάποιο κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί «ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» 1. Όπως συνάγεται ευθέως από τη διατύπωση της διατάξεως, η δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 διαμορφώνεται ως συντρέχουσα σε σχέση με την γενική κατά τόπον αρμοδιότητα της κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 2 σημ. 1 Καν 44/2001), ενώ η εφαρμογή της τελεί υπό την αίρεση της κατοικίας του εναγομένου στην επικράτεια κράτους μέλους. Η θέσπιση του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 απηχεί χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές την αντίστοιχη ρύθμιση της Συμβάσεως των Βρυξελλών, γεγονός που υποδεικνύει ότι διαμορφωθείσες από τη νομολογία του ΔΕΚ λύσεις διατηρούν στο ακέραιο τη σημασία τους και για την ερμηνεία της προκείμενης διατάξεως. Σημαντική ωστόσο προσθήκη συνιστά η ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας για τις λεγόμενες αγωγές προληπτικού χαρακτήρα προς αποτροπή ζημίας που δεν έχει ακόμα επέλθει, περίπτωση ωστόσο που γινόταν δεκτό ότι ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής και της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 5 σημ. 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών 2. Η επαναδιατύπωση του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 έτσι ώστε να συμπεριλάβει και τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των επαπειλούμενων δικαιοπραξιών καθιστά αναγκαία τη σαφή οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης από το άρθρο 31 Καν 44/2001 για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Η πρακτική σημασία του καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας στην περίπτωση των εξωσυμβατικών ενοχών γίνεται ευχερώς αντιληπτή, εάν 1 Η αντίστοιχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου και συγκεκριμένα το άρθρο 35 ΚΠολΔ διαφέρει από το άρθρο 5 σημ. 3 Καν 44/2001, καθώς αξιώνει να προέρχονται οι σχετικές διαφορές από αξιόποινη πράξη και όχι απλώς από αστικό αδίκημα. 2 Βλ. ενδεικτικά Έκθεση Schlosser, αρ. 134, σ. 139, και κατωτέρω υπό σημ. 3

αναλογιστεί κανείς, αφενός τον όγκο των διασυνοριακών συναλλαγών μεταξύ προσώπων που έχουν την κατοικία ή την έδρα τους σε κράτη μέλη της ΕΕ και, αφετέρου τις πιθανές πηγές κινδύνου που ανακύπτουν από τις συναλλαγές αυτές για τα περιουσιακά και μη δικαιώματα των εν λόγω προσώπων. Πράγματι, στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας έχει οδηγήσει σε ανάλογη αύξηση των εξωσυμβατικών αδικημάτων με στοιχεία αλλοδαπότητας, ιδίως από αυτοκινητικά ατυχήματα, περιπτώσεις ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ζημίες προκαλούμενες από τη μόλυνση του περιβάλλοντος, αθέμιτο ανταγωνισμό ή προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητα μέσω δυσφημιστικών δημοσιευμάτων ή και καταχωρίσεων στον κυβερνοχώρο. Η διαμόρφωση αποκρυσταλλωμένων λύσεων για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας επί αδικοπρακτικών αξιώσεων συμβάλλει αναμφίβολα στην ασφάλεια δικαίου και την εντεύθεν ομαλή λειτουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, παράλληλα δε συνεισφέρει στην αποτελεσματικότερη προστασία των ζημιωθέντων τρίτων, ιδίως των καταναλωτών, των θυμάτων δυσφημήσεως δια του τύπου ή των ζημιωθέντων από τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Η διαρκώς αυξανόμενη ενασχόληση της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων και ασφαλώς του ΔΕΚ με το εν λόγω ζήτημα υπογραμμίζει το σημαντικό πρακτικό αντίκρισμα της δικονομικής αξιολόγησης των διασυνοριακών αδικοπραξιών. 2. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 του Καν 44/2001. Α. Η αυτόνομη ερμηνεία των όρων «αδικοπραξία» και «οιονεί αδικοπραξία». Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001, το περιεχόμενο του οικείου δικαιοδοτικού συνδέσμου προσδιορίζεται με βάση το αντικείμενο της διαφοράς και μάλιστα βάσει εννοιών του ουσιαστικού δικαίου 3. Ωστόσο, όπως ορθά έχει επισημανθεί, οι παραπάνω έννοιες του ουσιαστικού δικαίου καλύπτουν μια ευρεία κατηγορία ενοχών, ως προς τον προσδιορισμό της εκτάσεως των οποίων οι αιτιολογικές εκθέσεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών και των αντίστοιχων συμβάσεων προσχωρήσεως 3 Βλ. Κεραμέα, Διεθνής δικαιοδοσία σε αδικοπρακτικές αξιώσεις κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, ΕΕΕυρΔ 1994, σελ. 917, 929, σημ. 54. 4

παρέχουν ελάχιστη ερμηνευτική συνδρομή 4. Ζήτημα ερμηνείας γεννά ο όρος «οιονεί αδικοπραξία», με τον οποίο αποδίδεται ο όρος «quasi-delit» του γαλλικού δικαίου και ο οποίος εμπεριέχει την αντίστοιχη διάκριση μεταξύ αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας με βάση τον βαθμό του πταίσματος που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση καθεμιάς από τις διακριτές μορφές ευθύνης 5. Σύμφωνα με την αντίστοιχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου και συγκεκριμένα το άρθρο 35 ΚΠολΔ η δωσιδικία του αδικήματος οριοθετείται στενότερα. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 35 ΚΠολΔ, διαφορές από αξιόποινη πράξη μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν η απαίτηση στρέφεται εναντίον προσώπου που δεν έχει ποινική ευθύνη». Σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 ΚΠολΔ, η διάταξη του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 δεν προϋποθέτει την τέλεση αξιόποινης πράξης, αλλά για την εφαρμογή της αρκεί απλώς η τέλεση αστικού αδικήματος 6. Ωστόσο την τέλεση αξιόποινης πράξης προϋποθέτει το άρθρο 5 σημ. 4 Καν 44/2001, με το οποίο, επί αποζημιώσεως ή αποκαταστάσεως της προτέρας κατάστασης που θεμελιώνονται σε αξιόποινη πράξη, καθιερώνεται ειδική συντρέχουσα δωσιδικία του δικαστηρίου «όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιο του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής». Όπως γίνεται δεκτό, η πρακτική σημασία της εν λόγω διατάξεως αναδεικνύεται όταν το ποινικό δικαστήριο, υπέρ του οποίου αναγνωρίζεται διεθνής δικαιοδοσία, βρίσκεται σε άλλο κράτος από εκείνο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή από το κράτος κατοικίας του εναγομένου 7. Ως προς τον ειδικότερο καθορισμό του περιεχομένου των όρων αδικοπραξία και οιονεί αδικοπραξία γίνεται σχεδόν καθολικά δεκτό ότι η 4 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 171. 5 Σύμφωνα με το άρθρο 1383 γαλλακ αρκεί η αμέλεια ή η απερισκεψία για την ίδρυση ευθύνης από οιονεί αδικοπραξία, ενώ η αδικοπραξία προϋποθέτει πταίσμα, βλ. Μητσόπουλο, Σχέσις Δωσιδικίας ημεδαπού δικαστηρίου εν συναρτήσει προς σχετικάς διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, (γνωμ.), ΕΕμπΔ 1991, σελ. 550, Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1166. 6 Βλ. την αιτιολογική έκθεση Ευρυγένη/Κεραμέως, αρ. 51, Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5. αρ. 28, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, σελ. 231, Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1166, και από τη νομολογία την ΠολΠρΘεσ 17438/2001, ΧρΙΔ 2001, σελ. 719, με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου. 7 Βλ. Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5, αρ. 36. 5

προσέγγιση τους μπορεί να επιχειρηθεί μόνο μέσα από το πλέγμα της αυτόνομης ερμηνείας 8. Δηλαδή με βάση μέθοδο ερμηνείας απαλλαγμένη από την προσκόλληση στις παραδοχές του εσωτερικού δικαίου και προσανατολισμένη, αφενός, στο πνεύμα και την τελεολογία της συμβάσεως και, αφετέρου, στις γενικές αρχές του δικαίου που πηγάζουν από το σύνολο των επιμέρους εννόμων τάξεων που συγκροτούν τα κράτη μέλη της Ε.Ε. 9. Η επιλογή της αυτόνομης ερμηνείας, σε βάρος της παραπομπής στο εσωτερικό δίκαιο, έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη ερμηνευτική επιλογή του ΔΕΚ, το οποίο ήδη υπό το προϊσχύον καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών είχε αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα της στο επίπεδο της ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου 10. Το ΔΕΚ εκφράστηκε για πρώτη φορά για την έννοια των «ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» στο πλαίσιο της υπόθεσης Καλφέλης/Schröder 11, δεχόμενο την ανάγκη αυτόνομης ερμηνείας με το επιχείρημα ότι η έννοια της αδικοπρακτικής ενοχής επιτελεί λειτουργία προσδιορισμού του πεδίου εφαρμογής ειδικής δικαιοδοτικής βάσεως 12. Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην έννοια αυτή υπάγεται κάθε απαίτηση, με την οποία τίθεται ζήτημα αστικής ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά «διαφορές εκ 8 Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 49, σ. 116, Schlosser, EuGVÜ, Art. 5, αρ. 16, σελ. 53, Μητσόπουλο, Σχέσις Δωσιδικίας ημεδαπού δικαστηρίου εν συναρτήσει προς σχετικάς διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών (γνωμ.), ΕΕμπΔ 1991, σελ. 550, Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1165. 9 Βλ. Κεραμέα/Κεραμέα/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5, αρ. 3 επ., 14 επ., σελ. 51 επ. 10 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 176. 11 ΔΕΚ, 27.9.1988, Καλφέλης/Schröder, ΣυλλΝομολ 1988, σελ. 5565. Η υπόθεση αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως από χρηματιστηριακές πράξεις στις οποίες ο ενάγων είχε προβεί σε συνεργασία με τους εναγομένους. Ο ενάγων - χρηματιστής απέδωσε τη ζημία που υπέστη στην εσφαλμένη πληροφόρηση που του παρείχαν οι αντισυμβαλλόμενοι του, ενώ στήριξε την αξίωση του προς αποζημίωση στην επίκληση ευθύνης από σύμβαση, αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό. 12 Πρβλ. για τον προσδιορισμό της έννοιας της αδικοπραξίας σε αντιδιαστολή προς τις συμβατικές ενοχές ΠΠρΠειρ 1583/1997, ΕΝαυτιλΔ 1997, σελ. 273, Κεραμέα/Κεραμέα/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 27, σελ. 67, Ταγαρά, Βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, ΕΕΕυρΔ 1990, σελ. 680. Σύμφωνα με τον Τέντε, Ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής ως βάση διεθνούς δικαιοδοσίας (κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων), σελ. 46 επ., η ευθύνη από σύμβαση στο πλαίσιο της Συμβάσεως οριοθετείται έναντι της ευθύνης από το νόμο, εντάσσοντας τις αδικοπρακτικές ενοχές μαζί με άλλες περιπτώσεις εξωσυμβατικής ευθύνης (αδικαιολόγητος πλουτισμός, διοίκηση αλλοτρίων, προστασία της προσωπικότητας κλπ). 6

συμβάσεως» 13. Με την απόφαση του αυτή το ΔΕΚ επέλεξε, κατ αναλογία των όσων είχε δεχτεί κατά την εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 1 Καν 44/2001 σε σχέση με την έννοια των «διαφορών από σύμβαση», την αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας «ενοχές από αδικοπραξία», επισημαίνοντας ότι έτσι διασφαλίζεται κατά το μέτρο του δυνατού «η ισότητα και η ομοιομορφία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση για τα συμβαλλόμενα κράτη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα». Από τον ανωτέρω ορισμό προκύπτει ευχερώς ότι το περιεχόμενο της κρίσιμης έννοιας δεν προσδιορίστηκε αυτοτελώς, αλλά με παραπομπή σε μια άλλη έννοια, αυτή των «ενοχών εκ συμβάσεως». Αυτή η στάση του ΔΕΚ αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής, με το βασικό επιχείρημα ότι επιχειρήθηκε εξάρτηση της έννοιας της αδικοπραξίας από άλλη έννοια, την οποία όμως το ΔΕΚ δεν είχε ήδη προσδιορίσει με σαφήνεια 14. Επισημαίνεται ότι, ως προς την έννοια των συμβατικών διαφορών, το ΔΕΚ, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Καλφέλης/Schröder, είχε υιοθετήσει αυτόνομη ερμηνεία με εφαρμογή της σε εξειδικευμένες περιπτώσεις, χωρίς ωστόσο να φθάσει μέχρι τη διατύπωση γενικού ορισμού ή έστω γενικών κατευθύνσεων, που να είναι σε θέση να συμβάλλουν αποφασιστικά κατά την αντιμετώπιση οποιασδήποτε περίπτωσης στην οποία η ύπαρξη συμβατικής ευθύνης θα τελούσε υπό αμφισβήτηση 15. Εξετάζοντας τη νομολογία του ΔΕΚ στην υπόθεση Καλφέλης/Schröder, ο καθηγητής Κεραμεύς επισημαίνει τα εξής: «Αυτό φαίνεται να σημαίνει, ότι αγωγή αποζημιώσεως, που δεν μπορεί να υπαχθεί υπό την έννοια της συμβάσεως κατά το άρθρο 5 σημ. 1, εντάσσεται στο πεδίο της αδικοπραξίας χωρίς περαιτέρω έλεγχο της νομικής της βασιμότητας. Γι αυτό το άρθρο 5 σημείο 3 εκλαμβάνεται ως ένα είδος εφεδρικής δυνατότητας, που κατά κάποιο τρόπο, επισκοπεί και καλείται συμπληρωματικά 13 Βλ. Κεραμέα/Κεραμέα/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 28 και 29, σελ. 67-69, Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1165, Αρβανιτάκης, Καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας στη σώρευση αγωγών κατά το εσωτερικό δίκαιο και τη Σύμβαση των Βρυξελλών, Αρμ 1992, σελ. 433 επ., Σαχπεκίδου, Προβλήματα σύνθετων και συγγενών δικών στη Σύμβαση Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, ΕΕΕυρΔ 1990, σελ. 687 επ. 14 Βλ. Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1166. Για «ελλιπή» ορισμό κάνει λόγο ο Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 177. 15 Βλ. τις αποφάσεις της 22.3.1983, Peters/ZNAV, ΣυλλΝομολ 1983, σελ. 987, 8.3.1988, Arcado/Haviland, ΣυλλΝομολ 1988, σελ. 1539, Κεραμέα/Κεραμέα/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 1, αρ. 3 και 4, σελ. 51 επ. 7

να καλύψει το συνολικό πεδίο της αστικής ευθύνης» 16. Η σύνδεση που επιχειρήθηκε από το ΔΕΚ μεταξύ συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης καταδεικνύει ότι, παρόλο που είναι νοητή η θέση του ζητήματος προσδιορισμού της έννοιας «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» κατά τρόπο αυτόνομο, ο προβληματισμός καταλήγει και επικεντρώνεται στο ερώτημα σε ποια περίπτωση θα γίνει θα γίνει κατάταξη συγκεκριμένης αγωγικής αξιώσεως στις συμβατικές ή τις αδικοπρακτικές ενοχές, δηλαδή στο ratione materiae πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 1 ή 3. Η απροθυμία του ΔΕΚ να υιοθετήσει μια σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δικαιοδοτικών βάσεων της συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου, ενώ γίνεται αισθητή και μια τάση περιστολής του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3. Η απόφαση της 26.3.1992 Reichert/Dresdner Bank II 17 σηματοδοτεί την ανατροπή των προγενέστερων νομολογιακών δεδομένων για την έννοια του όρου «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», όπως αυτά σκιαγραφήθηκαν με την απόφαση Καλφέλης/Schröder 18. Αντικείμενο της κρίσης του ΔΕΚ αποτέλεσε η δικονομική αξιολόγηση της παυλιανής αγωγής υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών και συγκεκριμένα η δυνατότητα ή μη υπαγωγής της στις δικαιοδοτικές βάσεις των άρθρων 5 σημ. 3 ΣΒρ (αδικοπραξία), 16 σημ. 5 (δωσιδικία της αναγκαστικής εκτέλεσης) και 24 (δωσιδικία για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων). Το Δικαστήριο, εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι το αίτημα της αγωγής δεν συνίστατο στην καταδίκη του εναγομένου να προβεί στην αποκατάσταση της ζημία που υπέστη ο ενάγων από την καταδολιευτική δικαιοπραξία, έκρινε ότι η αγωγή διαρρήξεως δεν υπάγεται στην ειδική δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 σημ. 3 19. Ανεξάρτητα από το καθεαυτό ζήτημα της ενδεχόμενης υπαγωγής της παυλιανής αγωγής στις 16 Βλ. Κεραμεά, Σύμβαση και αδικοπραξία κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕΕυρΔ 2001, σελ. 215. 17 Βλ. ΔΕΚ, 26.3.1992, Reichert/Dresdner Bank II, C-261/90, ΣυλλΝομολ 1992.Ι, σελ. 2149. 18 Για την εν λόγω απόφαση βλ. εκτενώς Ταμαμίδη, Διεθνής δικαιοδοσία κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών στην περίπτωση της παυλιανής αγωγής, σελ. 67, 149, 283 επ., 432 επ., 572, και τον εκεί υπομνηματισμό. 19 Όπως επισημάνθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα Jacobs στη μεταγενέστερη απόφαση του ΔΕΚ επί της υποθέσεως Verein fur Konsumenteninformation/Henkel, επιχείρημα υπέρ της μη εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 επί της παυλιανής αγωγής υπήρξε ότι ο ωφελούμενος από την αδικοπραξία τρίτος ήταν καλής πίστης και δεν είχε διαπράξει παράνομη πράξη, βλ. και Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 179. 8

αγωγές αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής ευθύνης, το ενδιαφέρον στοιχείο που απορρέει από το σκεπτικό της αποφάσεως της 26.3.1992 εντοπίζεται στον απεγκλωβισμό από την μέχρι τότε επικρατούσα αντίληψη ότι, για τις ανάγκες εφαρμογής των διατάξεων της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ότι ευθύνη που δεν συμβατική είναι αδικοπρακτική και ότι, όταν δεν θεμελιώνεται η εφαρμογή του forum contractus, θεμελιώνεται άνευ ετέρου η εφαρμογή του forum delicti. Στο πλαίσιο της ανωτέρω ερμηνευτικής εκδοχής επιβεβαιώνεται η συστολή του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3, αφού περιπτώσεις εξωσυμβατικής ευθύνης, που κατά τις παραδοχές της αποφάσεως Καλφέλης/Schröder είναι δεκτικές υπαγωγής στο forum delicti, εντούτοις εκφεύγουν της εξουσίας του δικαστηρίου του τόπου του ζημιογόνου γεγονότος. Εάν επιχειρούσε κανείς μια σύγκριση μεταξύ των δύο αποφάσεων του ΔΕΚ, θα διαπιστώσει ότι δικαιολογικό θεμέλιο και των δύο συνιστά η ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας όχι μόνο του άρθρου 5 σημ. 3, αλλά του συνόλου των (συντρεχουσών) δικαιοδοτικών βάσεων που περιέχονται στη Σύμβαση Βρυξελλών, και πλέον τον Καν 44/2001. Όπως υπογραμμίσθηκε από το Δικαστήριο οι περιεχόμενες στα άρθρα 5 και 6 Συμβάσεως Βρυξελλών ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις συνιστούν αποκλίσεις από την αρχή δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους κατοικίας του εναγομένου και, συνεπώς, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς 20. Η επιλογή αυτή φαίνεται να έχει επικρατήσει υπό το καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών και πλέον του Καν 44/2001, εδράζεται στην προτεραιότητα του κανόνα actor sequitur forum rei στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο, όπως αυτός τίθεται στο άρθρο 2 σημ. 1 Καν 44/2001, αλλά και στην επιδίωξη αποφυγής του κινδύνου πολλαπλασιασμού των fora και του εντεύθεν κινδύνου αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων 21. Από την αναδρομή στη συναφή νομολογία του ΔΕΚ μετά την έκδοση της αποφάσεως στην υπόθεση Reichert/Dresdner Bank II προκύπτει ότι η επιλογή 20 Βλ. σκέψη 19 της αποφάσεως ΔΕΚ, 27.9.1988, Καλφέλης/Schröder, ΣυλλΝομολ 1988, σελ. 5565. Για την πρόταση συσταλτικής ερμηνείας των ειδικών δικαιοδοτικών βάσεων και τις επιφυλάξεις που μπορούν να διατυπωθούν σε σχέση με την a priori αποδοχή μιας τέτοιας ερμηνείας, βλ. αναλυτικά Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 2, σελ. 90, Κεραμέα/Κεραμέα/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 2, αρ. 8, σελ. 38. 21 Βλ. Ταμαμίδη, Διεθνής δικαιοδοσία κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών στην περίπτωση της παυλιανής αγωγής, σελ. 445, Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 178, 181. 9

της αυτόνομης ερμηνείας των προερχόμενων από το ουσιαστικό δίκαιο όρων της Συμβάσεως των Βρυξελλών και, συγχρόνως, η συσταλτική ερμηνείας των ειδικών δικαιοδοτικών βάσεων που περιέχονται στα άρθρα 5 και 6, επιβεβαιώθηκαν από το ΔΕΚ, λίγο μετά την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως για την παυλιανή αγωγή, με την απόφαση του στην υπόθεση Handte/TMCS. Πρόκειται για μια απόφαση που συσχετίζεται με τη νομολογία του ΔΕΚ για την ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 3 της Συμβάσεως και του Καν 44/2001, παρά το γεγονός ότι στο σκεπτικό της δεν γίνεται καμία αναφορά στην προκείμενη διάταξη. Το ερώτημα που τέθηκε στο ΔΕΚ σε αυτή την περίπτωση αφορούσε τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 1 για τη δικαιοδοτική βάση του τόπου εκπληρώσεως σε «διαφορές εκ συμβάσεως», όταν πρόκειται για διαφορά που δημιουργείται από την έγερση αγωγής εκ μέρους του τελικού αγοραστή πράγματος που αγοράστηκε από ενδιάμεσο πωλητή κατά του κατασκευαστή, με βάση ελαττώματα ή ακαταλληλότητα του πράγματος. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η σχετική διαφορά δεν υπάγεται στην ειδική δικαιοδοτική βάση των διαφορών εκ συμβάσεως, με το βασικό επιχείρημα ότι στα περισσότερα δίκαια τω κρατών-μελών σχετική αξίωση δεν κατατάσσεται ως συμβατική, αλλά ως αδικοπρακτική, χωρίς όμως να προσδιορίσει αν θα μπορούσε να κριθεί εφαρμοστέο το άρθρο 5 σημ. 3. Παρά τη σιγή του ΔΕΚ στο ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3, ο συσχετισμός της απόφασης Handte/TMCS με την ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 3 είναι δικαιολογημένος, καθώς, μαζί με τη νομολογία του ΔΕΚ στις υποθέσεις Καλφέλης/Schröder και Reichert/Dresdner Bank II, εκφράζει συνολικά τη στάση του Δικαστηρίου στο ζήτημα της ερμηνείας των κανόνων για τις ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις. Όπως επισημαίνεται, και με την απόφαση Handte/TMCS υιοθετήθηκε αυτόνομη ερμηνεία της έννοιας «διαφορές από σύμβαση», σε μια προσπάθεια υπέρβασης των αντικρουόμενων νομικών χαρακτηρισμών των εσωτερικών δικαίων 22. Όπως γίνεται δεκτό 23, η κρίση αυτή συνδέεται στενά με τη ρητά εκφρασθείσα στην ίδια απόφαση άποψη ότι οι ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, ενόψει της ανάγκης προστασίας του εναγομένου, ο οποίος θα πρέπει να είναι σε θέση να προβλέψει με ασφάλεια τα fora στα οποία 22 Βλ. Κεραμέα/Κεραμέα/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 1, αρ. 7, σελ. 53. 23 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 181-182. 10

είναι δυνατή η εναγωγή του, εκτός από τα δικαστήρια της χώρας όπου βρίσκεται η κατοικία του 24. Αν και το ΔΕΚ απέφυγε με την απόφαση Καλφέλης/Schröder να χαράξει μια ευκρινή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο forum contractus και το forum delicti, το Δικαστήριο με τη νεότερη νομολογία επέλεξε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 ΣΒρ έναντι του άρθρου 5 σημ. 1 ΣΒρ. Ειδικότερα, με τις νεότερες αποφάσεις του Réunion Εuropéenne/Spliethoff s Bevrachtingskantoor 25 και Tacconi/Wagner 26, το ΔΕΚ υιοθέτησε την υπερίσχυση της δικαιοδοτικής βάσης του άρθρου 5 σημ. 3 ΣΒρ έναντι του άρθρου 5 σημ.1 ΣΒρ, ευθυγραμμιζόμενο - παρά τις αρχικές αμφιταλαντεύσεις του με το πόρισμα ότι αποτελεί αδικοπραξία ό,τι δεν είναι σύμβαση. Η υπόθεση Réunion Εuropéenne/Spliethoff s Bevrachtingskantoor αφορούσε τη συνδυασμένη μεταφορά εμπορευμάτων (χερσαίας και θαλάσσιας) και την έγερση αξιώσεων αποζημίωσης του υποκατασταθέντος ασφαλιστή κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και του πλοιάρχου του πλοίου για τις αβαρίες που διαπιστώθηκαν στα εμπορεύματα από τον παραλήπτη. Το ΔΕΚ, επιχειρώντας μια αξιολόγηση του πλέγματος των σχέσεων μεταξύ παραλήπτη, μεταφορέως και του ανεξάρτητου επιχειρηματία στον οποίο ο μεταφορέας αναθέτει την πραγματοποίηση της θαλάσσιας μεταφοράς, έκρινε ότι επειδή δεν υφίσταται συμβατικός δεσμός μεταξύ του παραλήπτη και του θαλάσσιου μεταφορέα, οι σχετικές αξιώσεις υπάγονται στην ειδική δωσιδικία του αδικήματος. Ωστόσο η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 σε βάρος του forum contractus έγινε σαφέστερη με την απόφαση Tacconi/Wagner, με την οποία το ΔΕΚ κατέταξε την αμφιλεγόμενη περίπτωση της προσυμβατικής ευθύνης στην ειδική δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 σημ. 3 ΣΒρ. Την κρίση αυτή το ΔΕΚ στήριξε σε δύο βασικά επιχειρήματα: Πρώτον, ότι στην περίπτωση της culpa in contrahendo είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής, έτσι ώστε να μπορεί να ιδρυθεί διεθνής δικαιοδοσία του forum contractus 27. Δεύτερον, την αδικοπρακτική φύση των υποχρεώσεων καλόπιστης διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων εκ μέρους των συμβαλλομένων, σε 24 Σκέψεις 17-19 της απόφασης ΔΕΚ, 17.6.1992, Handte/TMCS, ΣυλλΝομολ 1992, σελ. 3967. 25 Βλ. ΔΕΚ, 27.10.1998, Réunion européenne/spliethoff s Bevrachtingskantoor, ΣυλλΝομολ 1998.Ι, σελ. 6511 = ΕλλΔνη 1999, σελ. 685. 26 Βλ. ΔΕΚ, 17.9.2002, Tacconi/Wagner, ΣυλλΝομολ 2002.Ι, σελ. 7357 = Αρμ 2002, σελ. 1827. Βλ. και παρακάτω υπό 2 Γ. 27 Βλ. σκέψη 22 της αποφάσεως Tacconi/Wagner. 11

συνδυασμό με το γεγονός ότι, ενόσω διαρκούν οι διαπραγματεύσεις, δεν υφίσταται ακόμη συμβατικός δεσμός 28. Από τις ανωτέρω δύο αποφάσεις συνάγεται με σαφήνεια η θέση του ΔΕΚ για στενή ερμηνεία του άρθρου 5 σημ. 1 ΣΒρ και του Καν 44/2001, αντιστάθμισμα της οποία αποτελεί η διεύρυνση του forum delicti, έτσι ώστε η τελευταία να μην αποτελεί απλώς εφεδρική δυνατότητα για την περίπτωση που δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5 σημ. 1 Καν 44/2001, αλλά την ευρεία ειδική δικαιοδοτική βάση που θα προσφύγει καταρχήν το δικαστήριο όταν δεν υφίσταται σύμβαση 29. Κατά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3, τίθεται το ερώτημα εάν το στοιχείο της υπαιτιότητας εκ μέρους του εναγομένου συνιστά αναγκαίο στοιχείο για τη θεμελίωση της δωσιδικίας του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Στην υπόθεση Reichert/Dresdner Bank II μεταξύ των επιχειρημάτων του ΔΕΚ για τη μη υπαγωγή της παυλιανής αγωγής στο άρθρο 5 σημ. 3 διατυπώθηκε το επιχείρημα ότι η αγωγή απευθύνεται όχι μόνο κατά του οφειλέτη, αλλά και κατά του τρίτου που απέκτησε καταδολιευτικά, ακόμα και αν αυτός δεν βαρύνεται με καμία υπαιτιότητα, εφόσον πρόκειται για χαριστική πράξη. Υποστηρίζεται ότι το παραπάνω σκεπτικό του ΔΕΚ θα στήριζε καταρχήν την αναγωγή της υπαιτιότητας σε στοιχείο της αδικοπρακτικής ευθύνης κατά το άρθρο 5 σημ. 3 30. Ωστόσο, η εισαγωγή της υπαιτιότητας σε αναγκαίο περιεχόμενο του όρου «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» έχει συναντήσει σοβαρές επιφυλάξεις. Πράγματι, ορθά υποστηρίζεται ότι η αναγωγή της κακής πίστης του εναγομένου σε γενική προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης για τις ανάγκες εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του Καν 44/2001 δεν συμβιβάζεται με τη μέθοδο αυτόνομης ερμηνείας και τη γενικότερη τάση του ΔΕΚ να απεξαρτά την επίλυση των ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας από τη διερεύνηση της ουσίας και τις παραδοχές του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου επί της διαφοράς 31. Περαιτέρω, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, 28 Βλ. σκέψεις 25 και 27 της αποφάσεως Tacconi/Wagner. 29 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 185-186, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, σελ. 231. 30 Βλ. Κεραμέα, Διεθνής δικαιοδοσία σε αδικοπρακτικές αξιώσεις κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, ΕΕΕυρΔ 1994, σελ. 917, 929, σημ. 54. 31 Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 2, σελ. 90, Κεραμέα/Κρεμλή/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 1, αρ. 7, σελ. 53, Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 185. 12

χώρο προελεύσεως της έννοιας της αδικοπραξίας, το στοιχείο της υπαιτιότητας ως προϋπόθεση ιδρύσεως αποζημιωτικής ευθύνης έχει υποχωρήσει σημαντικά 32. Η τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη έφεραν μαζί τους τον πολλαπλασιασμό των περιπτώσεων πρόκλησης ζημίας, στις οποίες η υπαιτιότητα είτε δεν υπάρχει, είτε είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθεί 33. Διαμορφώθηκε έτσι μια τάση διευρύνσεως των περιπτώσεων θεμελιώσεως αντικειμενικής ευθύνης ή νόθου αντικειμενικής ευθύνης. Εάν η αποσύνδεση της αδικοπρακτικής ευθύνης από την υπαιτιότητα μπορεί να διαπιστωθεί στο ουσιαστικό πεδίο, τότε πολύ περισσότερο πρέπει να ληφθεί υπόψη στο δικονομικό πεδίο και συγκεκριμένα στο επίπεδο καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας. Συμπερασματικά, η απόπειρα σύνδεσης της υπαιτιότητας με την έννοια της αδικοπραξίας υπό το άρθρο 5 σημ. 3 δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως εύστοχη επιλογή. Β. Περιπτώσεις υπαγωγής στη δωσιδικία του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Από τη νομολογία του ΔΕΚ, όπως σκιαγραφήθηκε παραπάνω, επιβεβαιώνεται η τάση διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 έτσι ώστε να καλύψει μια ευρεία κατηγορία διαφορών, στις οποίες παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να διασπάσει τον κανόνα του forum rei sitae και να ασκήσει τις σχετικές αξιώσεις του στο δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η έννοια της αδικοπραξίας συμπεριλαμβάνει κάθε απαίτηση με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά διαφορές από σύμβαση. Εμπίπτει έτσι στην εν λόγω δωσιδικία κάθε αξίωση αποζημιώσεως από εξωσυμβατικό αδίκημα και ιδίως από αυτοκινητικά ατυχήματα 34, περιπτώσεις ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων 35, αξιώσεις από αθέμιτο ανταγωνισμό 36, 32 Βλ. και Ταμαμίδη, Διεθνής δικαιοδοσία κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών στην περίπτωση της παυλιανής αγωγής, σελ. 456. 33 Βλ. Κορνηλάκη, Η ευθύνη από διακινδύνευση, σελ. 12 επ., τον ίδιο, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Ι, σελ. 267 επ. 34 Βλ. Έκθεση Jenard, αρ. 54, ΕφΑθ 7455/1993, ΕλλΔνη 1995, σελ. 389, ΕφΠειρ 347/2000, ΕλλΔνη 2001, σελ. 466, 35 Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 50, σελ. 116-117. 36 Βλ. Schlosser, EuGVÜ, Art. 5, αρ. 16, σελ. 54, Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 35, σελ. 151, ΠολΠρΑθ 9958/1996, ΕπισκΕΔ 1998, σελ. 227, με παρατηρήσεις Βασιλακάκη, ΠολΠρΘεσ 16013/2001, Αρμ 2002, σελ. 1627. 13

αξιώσεις από αδικήματα τύπου 37, αξιώσεις παροχής εσφαλμένων πληροφοριών εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος 38, αξιώσεις την πρόκληση διασυνοριακής μόλυνσης 39, αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξαγγελίας παράνομης συλλογικής κινητοποιήσεως 40, αξιώσεις που απορρέουν από την προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας 41, καθώς επίσης και οι αδικοπρακτικής φύσεως αξιώσεις που σχετίζονται με την προσβολή πολιτιστικών αγαθών 42. Από την παραπάνω περιπτωσιολογία προκύπτει ότι η ειδική δωσιδικία του άρθρου 5 σημ. 3 καλύπτει κάθε περίπτωση αδικοπραξίας, για την οποίο στο εσωτερικό δίκαιο εφαρμόζεται το άρθρο 914 ΑΚ, ανεξαρτήτως του αξιόποινου ή μη χαρακτήρα τους, καθώς και τις αστικής φύσεως αξιώσεις που απορρέουν από αξιόποινες πράξεις του εναγομένου 43. Ζήτημα γεννάται ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία επί διαφορών που ανακύπτουν από την προσβολή των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, ιδίως ενόψει των διατάξεων των άρθρων 16 σημ. 4 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και 22 σημ. 4 Καν 44/2001 που καθιερώνουν ειδική δικαιοδοτική βάση για τα θέματα καταχωρίσεως ή κύρους. Όπως γίνεται δεκτό, τόσο το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, όσο και η συσταλτική τους ερμηνεία από τη νομολογία του ΔΕΚ, συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής του forum delicti, όταν κύριο αντικείμενο της δίκης αποτελεί η απορρέουσα από την προσβολή του σήματος ή του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας αδικοπρακτική ευθύνη 44. Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, η συνδρομή πταίσματος δεν φαίνεται να θεωρείται προϋπόθεση για την υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα, ώστε αυτό να συμπεριλαμβάνει και περιπτώσεις αντικειμενικής 37 Βλ. ΔΕΚ, 7.3.1995, Fiona Shevill/Presse Alliance, ΣυλλΝομολ 1995.Ι, σελ. 415 = ΕλλΔνη 1995, σελ. 966. 38 Βλ. ΠολΠρΠειρ 1187/1999, ΧρΙΔ 2001, σελ. 322. 39 Βλ. ΔΕΚ, 30.11.1976, Bier/Mines de Potasse d Alsace, ΣυλλΝομολ 1976, σελ. 1735. 40 Βλ. ΔΕΚ, 5.2.2004, DFDS Torline/LO Landsorganizationen i Sverige, C-18/02 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.eur-lex.eu.int). 41 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, σελ. 232. 42 Βλ. Γραμματικάκη-Αλεξίου, Διεθνής διακίνηση πολιτιστικών αγαθών και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, σελ. 115, Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 185. 43 Βλ. Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 28, σελ. 53, Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 187. 44 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 187, σημ. 688, όπου και περαιτέρω παραπομπές. 14

ευθύνης ή ευθύνης από διακινδύνευση 45. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι η υπαγωγή των περιπτώσεων αντικειμενικής ευθύνης (λ.χ. η ευθύνη του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων) στο άρθρο 5 σημ. 3 προϋποθέτει μια μάλλον ευρεία ερμηνεία του κανόνα, αφού δεν μπορεί να θεμελιωθεί στον όρο «οιονεί αδικοπραξία, ο οποίος, όπως γίνεται αντιληπτός στο γαλλικό δίκαιο από το οποίο προέρχεται, δεν συνδέεται με απαλλαγή από ορισμένο βαθμό υπαιτιότητας 46. Τέλος, εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 και οι αξιώσεις εκείνες που εμφανίζουν παρεπόμενο χαρακτήρα έναντι των αδικοπρακτικών, όπως λ.χ. η αξίωση για παράλειψη ή άρση της προσβολής στο δικαίωμα στη προσωπικότητα ή η αξίωση για παροχή πληροφοριών. Και αυτό διότι, όπως επισημαίνεται, κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 αποτελεί η αδικοπρακτική βάση της αγωγής και όχι η μορφή της ζητούμενης έννομης προστασίας, δηλαδή το αίτημα της αγωγής 47. Γ. Περιπτώσεις αμφισβητούμενης υπαγωγής στο άρθρο 5 σημ. 3 Καν 44/2001. Η αυτόνομη ερμηνεία του όρου «ενοχές από αδικοπραξία» από το ΔΕΚ στην υπόθεση Καλφέλης/Schröder και εξαιρετικά ευρύς ορισμός της ανωτέρω έννοιας, όπως διατυπώθηκε από το Δικαστήριο, δημιουργεί περιπλοκές στην προσπάθεια ακριβούς οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001. Τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως συνδέονται κυρίως με εκείνες τις περιπτώσεις ενοχών και αστικής ευθύνης που βρίσκονται στο μεταίχμιο συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης ή αποτελούν οιονεί δικαιοπρακτικές ενοχές, με 45 Βλ. Schlosser, EuGVÜ, Art. 5, αρ. 16, σελ. 54 ( Gefährdungshaftungsansprüche ), Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 29, σελ. 68, Ταγαρά, Βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, ΕΕΕυρΔ 1990, σελ. 680,. 46 Βλ. Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1168, Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 29, σελ. 68. Υπέρ της ένταξης της ευθύνης από διακινδύνευση στην έννοια της «οιονεί αδικοπραξίας ο Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 50, σελ. 117. 47 Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht, Art. 5, αρ. 62, σελ. 125, Ταμαμίδη, Διεθνής δικαιοδοσία κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών στην περίπτωση της παυλιανής αγωγής, σελ. 456. 15

κυριότερα παραδείγματα την προσυμβατική ευθύνη και την ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ειδικότερα: Όπως ήδη αναφέρθηκε, με την απόφαση Tacconi/Wagner το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι η αγωγή που αφορά προσυμβατική ευθύνη του εναγομένου εμπίπτει στην κατηγορία των αδικοπρακτικών και όχι των συμβατικών ενοχών. Βασικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας του ΔΕΚ αποτέλεσε η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ των διαδίκων, ο οποίος θα δικαιολογούσε κατά περίπτωση την εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 1 και την υπαγωγή της σχετικής διαφοράς στο forum contractus 48. Η θέση αυτή είναι αντίθετη με τη ρύθμιση των εσωτερικού δικαίου, αφού η διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ ρητά ορίζει ότι στο δικαστήριο του τόπου καταρτίσεως της δικαιοπραξίας «μπορούν να εισαχθούν και οι διαφορές για αρνητικό διαφέρον, καθώς και για αποζημίωση εξαιτίας πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις» 49. Εξάλλου, υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 1 Καν 44/2001, και όχι του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001, τάσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής θεωρίας 50. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου, μετά την απόφαση Tacconi/Wagner δεν μπορεί πλέον να γίνει δεκτό ότι τα συναφή με την προσυμβατική ευθύνη θέματα υπάγονται στη δωσιδικία του τόπου εκπληρώσεως, ακόμη και αν διατάξεις όπως το άρθρο 33 εδ. β ΚΠολΔ θα μπορούσαν να παράσχουν επιχειρήματα υπέρ της αντίθετη άποψης. Άλλωστε, ακόμη και στο πλαίσιο του ελληνικού δικαίου η φύση της προσυμβατικής ευθύνης αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης στη θεωρία 51, καθώς υποστηρίζονται απόψεις που προκρίνουν το χαρακτηρισμό της culpa in 48 Βλ. σχετικά Fenge, Περί της δογματικής κατάταξης της ευθύνης για ζημία στο προστάδιο της σύμβασης, Αρμ 2005, σελ. 1705 επ. 49 Η ελληνική νομολογία έχει δεχθεί ότι οι περιτπώσεις προσυμαβτικής ευθύνης υπάγονται στη δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 σημ. 3, βλ. ΕφΑθ 9382/2000, Αρμ 2001, σελ. 1239, με παρατηρήσεις Αρβανιτάκη, ο οποίος επισημαίνει ότι το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. 50 Βλ. Έκθεση Ευρυγέννη/Κεραμέως, αρ. 49, Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 29, σελ. 68, Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1168. Αντίθετα Μεταλληνός Σπ., Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών της ΕΟΚ επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων κατά την σύμβασιν των Βρυξελλών της 27.9.1968, Δ 1977, σελ. 30-31, ο οποίος τάσσεται υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 5 σημ. 3 της ΣΒρ. 51 Για επισκόπηση των υποστηριζόμενων απόψεων, βλ. αναλυτικά Καράση, Νομική φύση, προϋποθέσεις, θέματα συρροής αξιώσεων, στον τόμο 54 ΕΝΟΒΕ, Θέματα Προσυμβατικής Ευθύνης, σελ. 5 επ. 16

contrahendo τόσο ως συμβατικής 52, όσο και ως αδικοπρακτικής ευθύνης 53. Οι ίδιες αμφιταλαντεύσεις ως προς τη φύση της προσυμβατικής ευθύνης εντοπίζονται και στα εσωτερικά δίκαια των περισσότερων κρατών-μελών 54. Ο αριθμός των υποστηριζόμενων απόψεων και οι διαφορές μεταξύ των εσωτερικών δικαίων καταδεικνύει ότι η ένταξη της αδικοπρακτικής ευθύνης σε κάποια δικαιοδοτική βάση μπορεί να επιχειρηθεί μόνο αυτόνομα, δηλαδή ανεξάρτητα από τις παραδοχές των εσωτερικών δικαίων και σύμφωνα με την τελεολογία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, και πλέον του Καν 44/2001. Η επιλογή του ΔΕΚ να επιχειρήσει την ένταξη της προσυμβατικής ευθύνης στη δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 σημ. 3 με βάση το κριτήριο την ύπαρξη ή μη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων θα πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με το πνεύμα της συμβάσεως, παρέχοντας ασφάλεια δικαίου για την ανεύρεση του αρμόδιου forum. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η μη κατάρτιση της σκοπούμενης συμβάσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση της προσυμβατικής ευθύνης, καθώς αξιώσεις από αντισυμβατική συμπεριφορά κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων μπορούν να προκύψουν ακόμα και όταν η σύμβαση έχει καταρτιστεί. Πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το προσυμβατικό πταίσμα δεν συνίσταται στη διάψευση της εμπιστοσύνης του άλλου μέρους για το ότι η σύμβαση θα καταρτιστεί, αλλά στην παραβίαση της υποχρέωσης διαφωτίσεως του υποψήφιου αντισυμβαλλομένου 55. Στην ανωτέρω περίπτωση, το πόρισμα της νομολογίας του ΔΕΚ στην απόφαση Tacconi/Wagner δεν ικανοποιεί, αφού η αγωγική αξίωση απορρέει μεν από προσυμβατικό πταίσμα, παράλληλα όμως υφίσταται μεταξύ των διαδίκων συμβατικός δεσμός. Για την αποφυγή άτοπων αποτελεσμάτων, ορθά προτείνεται από τη θεωρία η 52 Βλ. Μπαλή, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου 6, παρ. 87, σελ. 231, Καράση, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, σελ. 64. 53 Βλ. Γεωργιάδη Απ., Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου 2, παρ. 34, σελ. 376, Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές του Αστικού Δικαίου 3, σελ 340. 54 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 56-57. 55 Για τη διάκριση αυτών των υποχρεώσεων καλόπιστης συμπεριφοράς κατά το προσυμβατικό στάδιο, βλ. Καράση, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου, σελ. 65, Πουλιάδη, Οι υποχρεώσεις προστασίας των εννόμων αγαθών των αντισυμβαλλομένων στο στάδιο της συμβατικής και προσυμβατικής ευθύνης, Αρμ. 1983, 741 επ., Βαλτούδη, Ζητήματα περιεχομένου και έκταση αποζημίωσης στην προσυμβατική ευθύνη, στον τόμο Θέματα Προσυμβατικής Ευθύνης, σελ. 71. Ανάλογη διάκριση εντοπίζεται και σε άλλα δίκαια των κρατών-μελών, βλ. ενδεικτικά το άρθρο 241 παρ. 2 και τη νέα διάταξη του άρθρου 311 παρ. 2 του γερμακ και επ αυτών Canaris, Schuldrechtsmoderniesierung, 2002, σελ. 30. 17

υπαγωγή των σχετικών με την προσυμβατική ευθύνη διαφορών στην ειδική δωσιδικία του τόπου εκπληρώσεως (άρθρο 5 σημ. 1 Καν 44/2001), εάν η σύμβαση έχει καταρτιστεί, ενώ, υπό την εκδοχή ότι δεν έχει καταρτιστεί σύμβαση μεταξύ των διαδίκων προκρίνεται η εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 3 Καν 44/2001 και η αποδοχή της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός 56. Η λύση αυτή ευθυγραμμίζεται με τη νομολογία του ΔΕΚ στην απόφαση Tacconi/Wagner, αλλά και με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου για την ειδική δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 σημ. 1 Καν 44/2001, σύμφωνα με την οποία απαιτείται καταρτισμένη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων 57. Το ζήτημα του αδικαιολόγητου πλουτισμού τέθηκε στην απόφαση Καλφέλης/Schröder, όχι όμως ευθέως, δηλαδή υπό τη μορφή ερωτήματος αν αγωγή με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό μπορεί να ασκηθεί στο δικαστήριο που υποδεικνύει το άρθρο 5 σημ. 3 ΣΒρ, αλλά με την έννοια, αν σε περίπτωση συρροής περισσότερων αξιώσεων, είναι δυνατή η εκδίκαση από το forum delicti της βάσεως για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό παράλληλα με την αδικοπρακτική βάση. Το ζήτημα της υπαγωγής της αξιώσεως από αδικαιολόγητο πλουτισμό στο forum delicti τέθηκε στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, χωρίς όμως να απαντηθεί από το ΔΕΚ για το λόγο ότι η απάντηση του στερείτο δεσμευτικότητας για το εθνικό δικαστήριο 58. Ενόψει της έλλειψης σαφούς κατευθύνσεως από τη νομολογία του ΔΕΚ υποστηρίζεται η ακόλουθη διάκριση: στο μέτρο που οι αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό απορρέουν από αδικοπραξία ή συνδέονται με αδικοπρακτικής φύσεως συμπεριφορά υφίσταται συντρέχουσα ειδική δωσιδικία του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός αντίθετα, εάν η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού προέρχεται από παράβαση συμβατικής υποχρεώσεως, εφαρμόζεται το άρθρο 5 σημ. 1 και η σχετική διαφορά υπάγεται στο forum contractus 59. Τέλος, η συρροή αξιώσεων θέτει επιτακτικά το ζήτημα της συγκρούσεως δικαιοδοσιών μεταξύ των ειδικών δικαιοδοτικών βάσεων των άρθρων 5 σημ. 1 56 Bλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 187, σημ. 688, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη γερμανική θεωρία. 57 Βλ. τις αποφάσεις, βλ. ΔΕΚ, 17.6.1992, Handte/TMCS, ΣυλλΝομολ 1992, σελ. 3967, ΔΕΚ, 5.2.2004, Frahuil/Assitalia, C-265/02 (διαθέσιμη στην ιστοσελίδα www.eur-lex.eu). 58 Βλ. ΔΕΚ, 28.3.1995, Kleinwort/City of Glasgow, ΣυλλΝομολ 1995.Ι, σελ. 615. 59 Βλ. Κεραμέα/(Κρεμλή)/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 30, σελ. 69, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, σελ. 232, Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 191. 18

και 5 σημ. 3, υπό τη μορφή του προβαδίσματος της μιας μορφής ευθύνης έναντι της άλλης. Όπως είναι γνωστό το ζήτημα της συρροής δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης ανακύπτει όταν η ίδια δέσμη πραγματικών περιστατικών μπορεί να αξιολογηθεί τόσο ως σύμβαση, όσο και ως αδικοπραξία, δηλαδή πληροί το πραγματικό περισσότερων συρρεουσσών διατάξεων 60. Αναμφίβολα, η προσπάθεια επίλυσης αυτής της συγκρούσεως δικαιοδοσιών θέτει ζητήματα νομικού χαρακτηρισμού, τα οποία δημιουργούν αρκετές περιπλοκές στην πράξη λόγω της διαφορετικής προσέγγισης που υιοθετούν τα διαφορετικά δίκαια στο ζήτημα της συρροής αξιώσεων και του γεγονότος ότι η αδικοπρακτική ευθύνη είναι δυνατόν να εκληφθεί ως εκβλάστηση της μεταξύ των διαδίκων συμβατικής σχέσης (λ.χ. τέλεση αθέμιτων ανταγωνιστικών πράξεων εκ μέρους του εμπορικού αντιπροσώπου σε βάρος του αντισυμβαλλομένου του, η οποία δεν συνιστά παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων) 61. Ως προς τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας στην περίπτωση της διεθνούς δικαιοδοσίας έχουν υποστηριχθεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μια πρώτη άποψη, την προσφορότερη λύση για τον προσδιορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου αποτελεί η προσφυγή στη lex fori, προκειμένου να κριθεί αν το δικαστήριο που είναι αρμόδιο προς τη μια αγωγική βάση, μπορεί να επιληφθεί και της άλλης 62. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, σε περίπτωση συρροής αξιώσεων συμβατικής και αδικοπρακτικής υφής πρέπει να προτιμάται το forum contractus, με βασικό επιχείρημα ότι αποφεύγεται ο κίνδυνος να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς 63. Ωστόσο, 60 Βλ. αντί άλλων Γεωργιάδη Απ., Η «συρροή αξιώσεων» επί συνδρομής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, Δ 1975, σελ. 43 επ., ο ίδιος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου 3, 21, αρ. 11, Καράση, Συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης: ένα ψευδοπρόβλημα;, ΕλλΔνη 2004, σελ. 1 επ. Για τη δικονομική αξιολόγηση της συρροής αξιώσεων, βλ. σχετικά Μητσόπουλο, Η θεωρία του Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Δ 1970, σελ. 7 επ., Gottwald, H διδασκαλία για το αντικείμενο της δίκης και τα συναφή ζητήματα, Δ 2000, σελ. 419 επ., Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, 34, σελ. 425 επ. 61 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 193. Για το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου επί συρροής δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, βλ. Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο 2, σελ. 317, ΑΠ 1145/2003, ΧρΙΔ 2004, σελ. 55. 62 Βλ. Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1170, 1171. 63 Βλ. Kropholler, Europäisches Zivilprozessrecht 2, Art. 5, σελ. 154, κατά παραπομπή από τον Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 197, σημ. 717. Πρβλ. Κεραμέα, Διεθνής δικαιοδοσία σε αδικοπρακτικές αξιώσεις κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, ΕΕΕυρΔ 1994, σελ. 927 σχετικά με το προβάδισμα που δίνεται κατά το γαλλικό δίκαιο στη συμβατική ευθύνη έναντι της αδικοπρακτικής, όταν 19

σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ στην υπόθεση Καλφέλης/Schröder, υπό το καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών και πλέον του Καν 44/2001 δεν είναι νοητή η εκδίκαση από το δικαστήριο του άρθρου 5 σημ. 1 και της αδικοπρακτικής ή άλλης φύσεως βάσεως της αγωγής (όπως λ.χ. της ευθύνης από αδικαιολόγητο πλουτισμό 64. Όπως, λοιπόν, υπογραμμίσθηκε από το Δικαστήριο η αυτοτέλεια αμφότερων των δικαιοδοτικών βάσεων και ανάγκη συσταλτικής τους ερμηνείας επιτάσσει το χωρισμό των αγωγικών αξιώσεων και την εκδίκαση ορισμένων από το forum contractus και των υπόλοιπων από το forum delicti. Όπως έχει επισημανθεί, με την απόφαση Καλφέλης/Schröder το ΔΕΚ δεν επιχείρησε να επιλέξει μεταξύ των λύσεων που προτείνονται γενικά σε σχέση με θέματα συρροής αξιώσεων (Anspruchskonkurrenz κατά το γερμανικό πρότυπο, théorie du non-cumul κατά τη γαλλική εκδοχή), αλλά θεώρησε ως δεδομένες τις παραδοχές του γερμανικού δικαίου σχετικά με το ζήτημα αυτό, όπως εκφράζεται μέσω της θεωρίας του διαχωρισμού (Spaltungstheorie) 65. Έτσι, όπως έχει επισημανθεί, η προβληματική σχετικά με τη συρροή αξιώσεων είναι προσπελάσιμη υπό το πρίσμα της αποφάσεως Καλφέλης/Schröder, με την οποία έγινε δεκτή η αυτοτέλεια καθεμίας αξιώσεως όσον αφορά τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας, έστω και με τίμημα τη διάσπαση της δικαιοδοσίας και το συνακόλουθο κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις 66. Δικαιολογικό λόγο της ως άνω αυτοτέλειας αδικοπρακτικών και συμβατικών αξιώσεων αποτελεί η εξισορρόπηση των συμφερόντων μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου, καθώς το ΔΕΚ απέβλεψε να διαφυλάξει τον ενάγοντα από το ενδεχόμενο να εναχθεί για το σύνολο των αγωγικών αξιώσεων στο forum πρόκειται για συρροή, με κριτήριο το προβάδισμα της πρώτης στο δικαιικό γίγνεσθαι και η αξιολόγηση των συγκεκριμένων δεσμεύσεων έναντι συγκεκριμένου προσώπου (συμβατική) σε σχέση με εκείνες που ισχύουν ιδίως έναντι της ολότητας (αδικοπρακτικές). 64 Βλ. έτσι, μετά και την ως άνω απόφαση του ΔΕΚ, Βλ. Κεραμέα/Κρεμλή/Ταγαρά, Σύμβαση Βρυξελλών (Ερμηνεία κατ άρθρο), άρθρο 5 σημ. 3, αρ. 31, σελ. 70. 65 Βλ. Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1171, Σαχπεκίδου, Προβλήματα σύνθετων και συγγενών δικών κατά τη σύμβαση των Βρυξελλών, ΕΕΕυρ 1990, σελ. 684. 66 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 198, σύμφωνα με τον οποίο η κρίση του ΔΕΚ καθιστά πολύ πιθανή την έκδοση μη συμβατών μεταξύ τους δικαστικών αποφάσεων, λ.χ. στην περίπτωση που γίνεται δεκτό από ένα δικαστήριο ότι στοιχειοθετείται συμβατική ευθύνη, ενώ άλλο δικαστήριο καταλήγει σε θετική κρίση ως προς τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής ευθύνης. Επικριτική ως προς το ενδεχόμενο αυτό η Μακρίδου, Ερμηνευτικά ζητήματα της δωσιδικίας της αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας του άρθρου 5 3 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Αρμ 1990, σελ. 1171. 20

delicti, που σε πολλές περιπτώσεις συμπίπτει με τον τόπο κατοικίας του ενάγοντος 67, στο πλαίσιο της διττής ερμηνείας του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός 68. Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή κάθε αξίωσης στην οικεία δικαιοδοτική βάση συμβάλλει στη βεβαιότητα των παρεχόμενων λύσεων ως προς τη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας στο πεδίο της συρροής δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, η ακριβής ρύθμιση της οποίας αμφισβητείται έντονα ακόμη και στο εσωτερικό μας δίκαιο 69. Στο πλαίσιο των ανωτέρω σταθμίσεων, η λύση που δόθηκε από το Δικαστήριο σχετικά με το πρόβλημα της συρροής αξιώσεων είναι ορθή, έστω με τίμημα τον κίνδυνο διάσπασης της δικαιοδοσίας, ιδίως μάλιστα εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο κίνδυνος αυτός αποτρέπεται εάν ο ενάγων δεν κάνει χρήση των προνομίων που του παρέχουν οι ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις και ασκήσει το σύνολο των αξιώσεων του στο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του εναγομένου 70. Η διάκριση μεταξύ συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης στο πεδίο της διεθνούς δικαιοδοσίας είναι απόλυτη όσον αφορά τις συμφωνίες παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, καθώς, όπως έχει γίνει δεκτό, η εφαρμογή του άρθρου 5 σημ. 3 δεν αναιρείται ακόμη και όταν οι διάδικοι έχουν υπαγάγει τις απορρέουσες από σύμβαση διαφορές τους στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου με τη συνομολόγηση ρήτρας παρεκτάσεως 71. 3. Η δωσιδικία του τόπου όπου ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός σε περίπτωση επαπειλούμενων (επικείμενων) αδικοπραξιών. Υπό της καθεστώς της Συμβάσεως των Βρυξελλών ήταν αμφισβητούμενο κατά πόσο η δωσιδικία του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ήταν σε 67 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 199. 68 Βλ. σκέψεις 19 και 20 της αποφάσεως Καλφέλης/Schröder. 69 Για επισκόπηση των υποστηριζόμενων απόψεων, βλ. αντί άλλων Καράση, Συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης: ένα ψευδοπρόβλημα;, ΕλλΔνη 2004, σελ. 1 επ. 70 Βλ. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και αδικοπραξία, σελ. 199. 71 Βλ. Γεωργακόπουλο, Αξίωση αποζημίωσης πελατείας διανομέα και καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως διανομής (άρθρο 2α ν. 703/77), γνωμ., ΔΕΕ 1998, σελ. 119. Ως προς την κατάρτιση συμφωνίας παρεκτάσεως ως προς τις αδικοπρακτικές αξιώσεις που απορρέουν από αθέμιτο ανταγωνισμό, βλ. Κεραμέα, Εφαρμοστέο δίκαιο, υποκειμενικά όρια και αποτελέσματα συμφωνίας περί παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας αλλοδαπών δικαστηρίων σε περίπτωση απλής παθητικής ομοδικίας, Νομικές Μελέτες ΙΙ, σελ. 556, Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, σελ. 107, σημ. 94. 21