ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑΣ
Επιμέλεια έκδοσης-ηλεκτρονική σελιδοποίηση Ιωάννα Αθανασοπούλου Εκτύπωση Βιβλιοδεσία ΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΦΟΙ ΡΟΥΒΑ Ο.Ε. ΙSSN: 2241-5769
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Αντί Προλόγου Ο ενδέκατος Τόμος των Τετραδίων Ιστορικής Δημογραφίας με ειδικό περιεχόμενο μελέτης τα «Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19ος - 20ος αιώνας)» αποτελεί τη δημοσιοποίηση μίας κοινής ερευνητικής προσπάθειας διδασκόντων του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών της Ιστορικής Δημογραφίας, άμεσα σχετιζόμενης με μέρος αντικειμένων κοινής διδασκαλίας αυτών κατά τη διάρκεια των σεμιναριακών διαλέξεων και μαθημάτων. Η οικονομία, η γεωγραφία, ο παραγωγικός πλούτος και η εκμετάλλευσή του από τον τοπικό πληθυσμό υπεισέρχονται αυτόματα στους προβληματισμούς της δημογραφίας του παρελθόντος, αλλά διαμορφώνουν, επιπροσθέτως, ιδιαίτερες και ιδιάζουσες συμπεριφορές και νοοτροπίες στην τοπική κοινωνία. Βασισμένοι σε μία κοινή προσπάθεια έρευνας και διδασκαλίας αναπτύξαμε, για τις ανάγκες του κοινού σεμιναριακού μαθήματος, το οποίο παρουσιάζουμε εδώ σε έντυπη μορφή, ένα πολυσυζητημένο αντικείμενο της τοπικής ιστορίας: τον κερκυραϊκό ελαιώνα και τη συμβολή του στην τοπική οικονομία και κοινωνία*. Έτσι, αποτυπώθηκαν ορισμένα χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα στη μεγάλη τους διάρκεια (19ος 20ος αιώνας), με κύρια αναλυτικά εργαλεία προσέγγισης την οικονομία και τη γεωγραφία, παραμέτρους άμεσα συνδεδεμένες με την εξέλιξη του πληθυσμιακού δυναμικού της Κέρκυρας. Ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει οικονομικές, κοινωνικές και δημογραφικές πτυχές του κερκυραϊκού ελαιώνα στη χρονική έκταση δύο αιώνων και, παράλληλα, να περιηγηθεί σε ειδικά συγκροτημένη βάση οικονομικών και δημογραφικών δεδομένων, σχετικών τόσο με τον κερκυραϊκό ελαιώνα όσο και με την ελαιοπαραγωγή σε πανελλήνια γεωγραφική έκταση, αποκτώντας, κατ αυτόν τον τρόπο, τοπική και συγκριτική οπτική των ελαιώνων στον Ελλαδικό χώρο. Καθηγητής Δ. Ανωγιάτης-Pelé Επιστημονικός Υπεύθυνος ΠΜΣ Ιστορικής Δημογραφίας * Μέρος της εργασίας οφείλεται στην ευρύτερη ερευνητική ενασχόληση του διδάσκοντος Δρ. Κωνσταντίνου Δουκάκη στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου με τίτλο: «Τhe Adriatic Olive Grove: Risk Prevention, Sustainability, Learning», το οποίο υλοποιήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών του Ιονίου Πανεπιστημίου και συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (IPA-Adriatic Cross Border Cooperation Programme 2007-2013) και από το Ελληνικό Δημόσιο (Ευρωπαϊκή Εδαφική Συνεργασία). 7
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) 8
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ H πρωτογενής και δευτερογενής έρευνα και μελέτη σε σχέση με τα Ιόνια νησιά, και, ειδικότερα, με το νησί των Φαιάκων, καθώς και το διεπιστημονικό ενδιαφέρον που αυτή προκαλεί, είτε αφορά τη μεγάλη είτε τη βραχεία διάρκεια, δύσκολα εξαντλούνται. Το ενδιαφέρον αυτό ανανεώνεται διαρκώς, καθώς ποικίλα θεσμικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας 1, εν προκειμένω το ζήτημα της χρήσης και αξιοποίησης του κερκυραϊκού ελαιώνα και των προϊόντων του, απασχολούν σήμερα την τοπική, περιφερειακή και εθνική οικονομία και πολιτική στο πλαίσιο των ιδιαίτερων συνθηκών που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα 2. Στο επίκεντρο της μελέτης μας αναδύεται ένα από τα μεγάλα ζητήματα της τοπικής κερκυραϊκής ιστορίας, η ιστορική αποτύπωση του κερκυραϊκού ελαιώνα κατά το 19ο και τον 20ο αιώνα. Το ερευνητέο αντικείμενο, δηλαδή η κερκυραϊκή αγροτική οικονομία και, κυρίως, η ιστορία του κερκυραϊκού ελαιώνα ως οικονομικού αγαθού, καθώς και ο χρονικός ορίζοντας της μελέτης και η μέθοδος που υιοθετείται μας φέρνουν αντιμέτωπους με αξιοπρόσεκτα ζητήματα, όπως η ενίσχυση της διεπιστημονικότητας και η διαλεκτική σχέση, οικονομίας, κοινωνίας, χώρου, χρόνου και ανθρώπων. Η παρατήρηση γίνεται από την πλευρά της οικονομικής ιστορίας, πεδίο ανάπτυξης της συμβιωτικής διαντίδρασης ανάμεσα στην ιστορία και την οικονομία 3, όχι επειδή η οικονομία εξηγεί τα πάντα, αλλά επειδή αποτελεί το προνομιακό πεδίο για την αναγνώριση και την ανάγνωση των χαρακτηριστικών και των αντιφάσεων μιας κοινωνίας και, κάποτε, μέσα από αλλεπάλληλες μεσολαβήσεις, μας βοηθά να κατανοήσουμε γεγονότα και συμπεριφορές τόσο στον κοινωνικό και πολιτικό βίο όσο και στις συλλογικές νοοτροπίες 4. Επιπροσθέτως δε, επειδή η οικονομική ιστορία μας παρέχει χρήσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση του αμφιλεγόμενου περιεχομένου των εννοιών και των δύσκολων τεκμηριωτικών διευθετήσεων, στην ιστορική τους διάσταση και μετεξέλιξη 5 και, ειδικότερα, στην περιοχή της Κέρκυρας και των Ιονίων Νήσων. Δεδομένων των αναγκών του ερευνητέου αντικειμένου, καθοριστικό ρόλο στην παρούσα ανάλυση διαδραματίζουν η ιστορική γεωγραφία και τα αναλυτικά της εργαλεία, 1 Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-PELÉ, E. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Η Κέρκυρα 1830-1832. Μεταξύ φεουδαρχίας και αποικιοκρατίας, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2002, σσ. 13-15. 2 Στο ίδιο, σσ. 13. 3 Ε. Δ. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Οικονομική Ιστορία. Ζητήματα μεθόδου και περιεχομένου, Αθήνα, Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., 1997, passim Ε. Δ. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Οικονομικός προστατευτισμός και Βαλκανική συνεργασία. Τα ανατολικά καπνά στο μεσοπόλεμο, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1996, σσ. 22-23. 4 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 2003, σ. ΙΧ. 5 Ε. Δ. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Οικονομικός προστατευτισμός και Βαλκανική συνεργασία. Τα ανατολικά καπνά στο μεσοπόλεμο, ό.π., σσ. 22-23. 9
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) αποτυπώνοντας τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των οικονομικών αγαθών, της αγροτικής δραστηριότητας και της γεωγραφικής κατανομής και διασποράς. Είναι αλήθεια ότι η ιστορική διερεύνηση των ζητημάτων που συνδέονται με την καλλιέργεια της ελιάς και την παραγωγή του λαδιού θέτει τον ερευνητή αντιμέτωπο με πολλά προβλήματα. Από τα προβλήματα αυτά άλλα είναι γενικής φύσεως και συνδέονται με την παραγωγή σχεδόν κάθε σημαντικού αγροτικού προϊόντος κι άλλα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας της «καθολικότητας» του συγκεκριμένου προϊόντος και ως προς τη χρήση του και ως προς την ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική σημασία του στους τόπους 6. Από το σύνολο των προαναφερθέντων προβλημάτων, η παρούσα μελέτη επιδιώκει να επισημάνει και να αποτυπώσει ορισμένα χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα στη μεγάλη τους διάρκεια (19ος 20ος αιώνας) παρά να προχωρήσει σε λεπτομερείς αναλύσεις με πεδίο αναφοράς σύντομα χρονικά διαστήματα. Ως εκ τούτου, εστιάζει, σε γραμμικό άξονα χρονικής αναφοράς (1815-1864, 1864-1940), στα ακόλουθα σημεία μελέτης του κερκυραϊκού ελαιώνα: α. στην ποσότητα και την αξία της ελαιο τόσο σε σχέση με τα λοιπά αγροτικά προϊόντα όσο και σε επίπεδο συγκριτικής γεωγραφικής ανάλυσης επί της συνολικής αγροτικής ελαιο στον ελλαδικό χώρο, β. στα εμπορικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου κατά τη διάρκεια της Βρετανικής Προστασίας και κατά την περίοδο που επακολούθησε της ένωσης της Επτανήσου με την ηπειρωτική Ελλάδα γ. στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις που σχετίζονται με τη διευθέτηση του ευαίσθητου ζητήματος των έγγειων και φορολογικών σχέσεων που αναπτύσσονται στον κερκυραϊκό ελαιώνα 7. Τέλος, είναι ξεκάθαρο εκ των προτέρων ότι οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες του θέματος αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, καθώς η περίοδος ανάλυσης επικαλύπτει χρονικά διαφορετικές κρατικές οντότητες (ένωση των Ιονίων Νήσων με το Ελληνικό Βασίλειο το 1864) και θεσμικά κοινωνίες και οικονομίες οι οποίες βρίσκονται σε καθεστώς μετάβασης. Οι δυσχέρειες αυτές δεν θα αντιμετωπιστούν μέσω συνθετικών προσεγγίσεων 8. Αντιθέτως, η ερμηνεία των ποσοτικών τεκμηρίων και οι ποιοτικές 6 Ζ. ΜΑΘΑΣ-ΔΕΜΑΘΑΣ, Λ. ΣΑΠΟΥΝΑΚΗ-ΔΡΑΚΑΚΗ, «Το λάδι στην Ελλάδα το 19ο αιώνα: καταναλώσεις και τιμές», στο Ελιά και Λάδι,. Δ τριήμερο εργασίας, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σσ. 432-433. 7 Για ζητήματα που σχετίζονται με την οριοθέτηση μεθοδολογικών προσεγγίσεων και προβληματισμών επί της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας στις απαρχές του 20ου αιώνα βλέπε Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Δ. Π. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Η Ελληνική αγροτική κοινωνία και οικονομία, κατά τη βενιζελική περίοδο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2007, passim. 8 Για τον κίνδυνο των συνθέσεων στις ιστορικές αναλύσεις βλέπε Ν. Ι. ΣΒΟΡΩΝΟΣ, Επισκόπηση της νεοελληνικής κοινωνίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1981, passim Ε. Δ. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Οικονομικός προστατευτισμός και Βαλκανική συνεργασία. Τα ανατολικά καπνά στο μεσοπόλεμο, ό.π., σσ. 21-41. 10
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ αναλύσεις της μελέτης αναγνωρίζουν τις χρονολογικές τομές και τις περιφερειακές διακρίσεις και τις χρησιμοποιούν ως εργαλεία μεθοδολογικής προσέγγισης και οριοθέτησης του ερευνητέου αντικειμένου. Κλείνοντας το προλογικό σημείωμα, εκφράζουμε τις ευχαριστίες μας στον κ. Γεράσιμο Παγκράτη, καθηγητή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, ο οποίος συνέβαλε στη μελέτη μας με τα πολύτιμα σχόλιά του, και τον κ. Νίκο Κοσκινά, οικονομολόγο και υπ. Διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου, για τις παρατηρήσεις του σχετικά με την περίοδο της Αγγλοκρατίας. 11
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) 12
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η προσέγγισή μας, όπως προσδιορίστηκε στον πρόλογο, είναι χρονικά γραμμική και τομεακή (οικονομία, κοινωνία) και αναπτύσσεται σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, υπό τον τίτλο «Εισαγωγή Χρονολόγιο», επιχειρείται σύντομη ιστορική αναδρομή, γύρω από τους βασικούς άξονες της μελέτης, με χρονικό ορίζοντα αναφοράς τη Βενετική Διοίκηση και την περίοδο των επάλληλων κατακτητών του νησιού της Κέρκυρας. Οριοθετούνται με συντομία ζητήματα που σχετίζονται με την καλλιέργεια και την εκμετάλλευση του κερκυραϊκού ελαιώνα ως παραγωγικού αγαθού και την ιδιαίτερη συγκριτική αξία που απόκτησαν τα προϊόντα του, κυρίως το ελαιόλαδο, στην πορεία του χρόνου. Η δεύτερη ενότητα, υπό τον τίτλο «Η διαχείριση του κερκυραϊκού ελαιώνα επί αγγλικής κυριαρχίας (1815-1864)», είναι αφιερωμένη στη χρονική περίοδο από το 1815 έως και το 1864, περίοδο κατά την οποία η Κέρκυρα αποτελεί την πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτους. Αρχικά, γίνεται αναφορά στην εγκαθίδρυση του αποικιακού καθεστώτος και την οριοθέτηση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος των Ιονίων Νήσων και της Κέρκυρας ειδικότερα. Επόμενο επίπεδο ανάλυσης αποτελούν οι χρήσεις της γης, η παραγόμενη ποσότητα και η αξία της όσον αφορά βέβαια τον κερκυραϊκό ελαιώνα. Ακολουθεί η δραστηριότητα του ανθρώπινου δυναμικού και ο βαθμός εμπλοκής του στην αγροτική παραγωγή. Η δεύτερη ενότητα ολοκληρώνεται με αναφορές σε καίρια ζητήματα που αφορούν διαχρονικά τον κερκυραϊκό ελαιώνα και τα προϊόντα του και αλληλοσυνδέονται με ιδιότυπους δεσμούς εξάρτησης και επιρροής: το εξωτερικό εμπόριο, οι φορολογικές επιβαρύνσεις και τα δημόσια έσοδα προηγούνται της κατακλείδας της 1η ενότητας η οποία και ολοκληρώνεται με αναφορές στον τρόπο διαχείρισης του αγροτικού ζητήματος. Παρεμφερής είναι η δομή και της τρίτης ενότητας, υπό τον τίτλο «Ο κερκυραϊκός ελαιώνας κατά την περίοδο 1864-1938» με διαφορετικό ωστόσο χρονικό υπόμνημα και, ως εκ τούτου, και διαφορετικές παραμέτρους ανάλυσης. Η περιοδολόγησή της εκτείνεται από την ένωση των Ιονίων Νήσων, το 1864, με το Ελληνικό Βασίλειο έως και το 1938. Οι τομές καθορίστηκαν αφενός από τα σημαντικά γεγονότα αφετέρου από τα διαθέσιμα τεκμήρια, τα οποία, από το 1938 και μετά, παρουσιάζουν «ασυνέχειες». Η τρίτη ενότητα αρχίζει με αναφορές στις ιδιαίτερες συνθήκες, κάθετου και οριζοντίου επίπεδου, ενσωμάτωσης της Επτανήσου στο Ελληνικό Βασίλειο. Οι πολιτειογραφικές και στατιστικές προσπάθειες του Ελληνικού κράτους σε ζητήματα σχετικά με τον κερκυραϊκό ελαιώνα αποτελούν τη συνέχεια και τη γέφυρα της ενότητας αυτής με τους βασικούς άξονες ανάλυσης που ενσωματώνει. Ο ρόλος του κερκυραϊκού ελαιώνα, μέσα από τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα, στη διαμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού βίου νησιού κατά τον 20ο αιώνα αποτελεί τον πυρήνα της 13
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) τρίτης ενότητας, όπου γίνονται αναφορές σε θέματα σχετικά με τις χρήσεις της γης, την παραγόμενη ποσότητα και την αξία της και το ανθρώπινο δυναμικό, για την περίοδο από το 1887 έως και το 1938. Το εξωτερικό εμπόριο, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, τα δημόσια έσοδα και η διαχείριση του αγροτικού ζητήματος είναι τα θέματα που πραγματεύεται στο τέλος η τρίτη ενότητα, λόγω του καθοριστικού ρόλου τους στη διαμόρφωση του οικονομικού βίου και της δημόσιας οικονομίας. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα, υπό τον τίτλο «Ποσοτικά τεκμήρια» επιχειρείτε η συγκρότηση πρωτογενούς βάσης δεδομένων, «εστιασμένη» στον κερκυραϊκό ελαιώνα και εμπλουτισμένη με οικονομικά και δημογραφικά δεδομένα τα οποία και καλύπτουν, κατά το εφικτό, τον 19ο και 20ο αιώνα. Το «ερέθισμα» για τη συγκρότηση της βάσης, πέραν της κινητοποίησης που μας προκάλεσαν οι ανάγκες του ερευνητέου αντικειμένου, ήταν η απουσία πινακοθετημένων δεδομένων για τον κερκυραϊκό ελαιώνα και την ελαιοπαραγωγή σε πανελλήνιο επίπεδο για τον 20ο αιώνα. Τα δεδομένα επιλέχθηκαν και πινακοθετήθηκαν με τρόπο συνεκτικό και συνεπή ως προς το ερευνητέο αντικείμενο αλλά και τις αρχές συγκρότησης βάσης δεδομένων (έλεγχος φερεγγυότητας, συνεπής σειραϊκή ανάλυση, γενικές κατηγορίες με ικανότητα επεξεργασίας κλπ.) και με πρόσθετο κριτήριο αυτό της δυνατότητας στατιστικομαθηματικών επεξεργασιών. 14
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αντί Προλόγου... 7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 9 ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 15 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ, ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ... 16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ... 19 Η Κέρκυρα υπό Βενετική Διοίκηση (1386-1797)... 19 Η Κέρκυρα στην περίοδο των επάλληλων κατακτήσεων (1797-181)... 21 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ ΕΠΙ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ (1815-1864)... 25 Εγκαθίδρυση αποικιακού καθεστώτος... 25 Χρήσεις της γης, παραγόμενη ποσότητα και αξία της... 27 Ανθρώπινο δυναμικό... 32 Ο ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟΣ ΕΛΑΙΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1864-1938... 43 Η Ένωση της Επτανήσου με το Ελληνικό Βασίλειο... 43 Περί Στατιστικών απογραφών στο Ελληνικό Κράτος... 44 Η Στατιστική γεωργίας του 1887 και η θέση του κερκυραϊκού ελαιώνα... 46 Χρήσεις της γης, παραγόμενη ποσότητα και αξία της, μια συγκριτική αποτύπωση (1911-1938)... 50 Εξωτερικό εμπόριο, φορολογικές επιβαρύνσεις και δημόσια έσοδα... 62 ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ... 73 Η ανάγκη συγκρότησης της βάσης και η παραμετροποίηση της... 73 Διάρθρωση της βάσης δεδομένων... 82 ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ... 133 ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 135 15
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ, ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ Πίνακας 1.1: Φορολογία της δεκάτης (1582-1583, τιμές σε δουκάτα)... 21 Πίνακας 1.2: Φόρος εξαγωγής επί της τιμής της ξέστας (1773)... 21 Πίνακας 1.3: Παραγωγή κερκυραϊκών προϊόντων (1800, πλην βιομηχανικών).. 23 Πίνακας 1.4: Ποσοστιαία κατανομή γης ανά νησί και ανά καλλιέργειες (1834). 27 Διάγραμμα 1.5: Ποσοστιαία κατανομή καλλιεργειών της κερκυραϊκής υπαίθρου.... 28 Πίνακας 1.6: Ποσοστιαία κατανομή καλλιεργειών της κερκυραϊκής υπαίθρου ανά διαμέρισμα (1830-1844, μέσοι όροι)... 29 Διάγραμμα 1.7: Παραγωγή κερκυραϊκού ελαιολάδου (1760-1835, ποσότητα σε βαρέλες)...... 29 Πίνακας 1.8: Οι αποδόσεις στην κερκυραϊκή ύπαιθρο (1830-1844, μέσοι όροι). 30 Διάγραμμα 1.9: Αξία της αγροτικής (1830-1844)... 31 Διάγραμμα 1.10: Μέσοι όροι της αξίας της αγροτικής (1830-1844)... 31 Διάγραμμα 1.1: Ποσοστιαία κατανομή, κατά επαγγελματική δραστηριότητα, των απασχολουμένων στην Κέρκυρα, επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού (1828-1863)..... 32 Διάγραμμα 1.12: Κατανομή κατά επαγγελματική ομάδα των απασχολουμένων στην Κέρκυρα επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού (1828-1863, μέσοι όροι)... 33 Διάγραμμα 1.13: Σύνθεση εξαγωγών Ιονίων Νήσων (1833-1863)... 34 Διάγραμμα 1.14: Εξαγωγή κερκυραϊκού ελαιολάδου (βαρέλες, 1824-1864).. 34 Πίνακας 1.15: Λιμάνια εξαγωγής κερκυραϊκού ελαιολάδου... 35 Πίνακας 1.16: Συμμετοχή του τελωνείου και των φόρων του εξωτερικού εμπορίου στα συνολικά έσοδα (1833-1837, 1857)... 36 Πίνακας 1.17: Δημόσια έσοδα του Ιονίου Κράτους (ετών 1856-1857, μέσοι όροι)... 36 Πίνακας 1.18: Παραγωγή ελαιολάδου και ελιών (1887, ποσοστιαία κατανομή έκτασης, και αξίας)...... 46 Διάγραμμα 1.19: Ποσότητα ελαιολάδου ανά στρέμμα... 47 Διάγραμμα 1.20: Απόδοση ελαιολάδου ανά στρέμμα (1887, ελληνική επικράτεια)... 48 16
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Διάγραμμα 1.21: Κατά κεφαλή παραγωγή ελαιολάδου (1887, ελληνική επικράτεια)...... 48 Διάγραμμα 1.22: Ποσοστιαία κατανομή της συνολικής ελιών... 49 Διάγραμμα 1.23: Ποσοστιαία κατανομή της συνολικής παραγόμενης αξίας ελιών (1887, ελληνική επικράτεια)... 49 Πίνακας 1.24: Αγροτική κατάταξη της καλλιεργήσιμης έκτασης της κερκυραϊκής υπαίθρου (1911-1950, έκταση σε στρέμματα & % κατανομή)... 51 Διάγραμμα 1.25: Παραγωγή κερκυραϊκού ελαιολάδου... 52 Διάγραμμα 1.26: Αξία κερκυραϊκού ελαιολάδου (1916-1938, τιμές σε εκατ. δρχ.)...... 52 Διάγραμμα 1.27: Τιμές του ελαιολάδου (1917-1938, τιμή σε δρχ. ανά 100χγρ.)... 53 Διάγραμμα 1.28: Ποσότητα κερκυραϊκού ελαιολάδου ανά στρέμμα (1911-1938)... 53 Διάγραμμα 1.29: Παραγόμενη αξία κερκυραϊκού ελαιολάδου ανά στρέμμα.. 54 Διάγραμμα 1.30: Ποσοστιαία συμμετοχή του κερκυραϊκού ελαιολάδου στην πανελλήνια παραγωγή (1911-1938)... 55 Διάγραμμα 1.31: Ποσοστιαία συμμετοχή του κερκυραϊκού ελαιολάδου στην πανελλήνια συνολική αξία (1911-1918)... 55 Διάγραμμα 1.32: Ποσοστιαία κατανομή της παραγόμενης ποσότητας ελαιολάδου ανάμεσα στις 38 Επαρχίες (1911-1938)... 56 Διάγραμμα 1.33: Ποσοστιαία κατανομή της συνολικής αξίας της ελαιολάδου... 57 Διάγραμμα 1.34: Ποσοστιαία συμμετοχή της κερκυραϊκής ελαιών στη συνολική πανελλήνια παραγωγή (1911-1938)... 57 Πίνακας 1.35: Παραγωγή ελαιών (1911-1938, παραγωγή σε τόνους)... 58 Διάγραμμα 1.36: Ποσοστιαία κατανομή της παραγόμενης αξίας των προϊόντων του κερκυραϊκού ελαιώνα (1911-1938)... 59 Διάγραμμα 1. 37: Ποσοστιαία κατανομή της αξίας της αγροτικής της Κέρκυρας (1937)... 60 Διάγραμμα 1.38: Ποσοστιαία κατανομή της αξίας της αγροτικής της Κέρκυρας (1938)... 60 Διάγραμμα 1.39: Ποσοστιαία συμμετοχή του κερκυραϊκού ελαιώνα στη συνολική παραγόμενη αξία αγροτικών προϊόντων των Ιονίων Νήσων (1927-1936)... 61 17
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Πίνακας 1.40: Κατά επάγγελμα ποσοστιαία κατανομή του απασχολούμενου πληθυσμού της Κέρκυρας επί του συνολικού πληθυσμού (1907-1928)... 62 Πίνακας 1.41: Κατά επάγγελμα ποσοστιαία κατανομή του απασχολούμενου πληθυσμού της Κέρκυρας (1907-1928)... 63 Διάγραμμα 1.42: Ποσοστιαία συμμετοχή της παραγόμενης ποσότητας του κερκυραϊκού εξαγώγιμου ελαιολάδου επί του συνόλου της χώρας (1887-1918). 64 Διάγραμμα 1.43: Ποσοστιαία συμμετοχή της αξίας του κερκυραϊκού εξαγώγιμου ελαιολάδου επί του συνόλου της χώρας (1887-1918)... 64 Εικόνα 1.44: Αναλυτικός πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας μετά των ξένων επικρατειών (εξαγωγή, αξία σε δρχ. 1891) Διάγραμμα 1.45: Εισπραχθέντες φόροι εκ των Ιονίων Νήσων (1877-1886)... 67 18
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ Η Κέρκυρα υπό Βενετική Διοίκηση (1386-1797) Οι οικονομικές επιδόσεις των κατοίκων των Ιονίων νήσων κατά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία είναι άμεσα συνδεδεμένες με τον αγροτικό τρόπο και ανάπτυξης. Αυτό ισχύει και για το νησί της Κέρκυρας, όπου, από το 17ο αιώνα και μετά, σημαντικό μέρος της συνολικής αξίας της αγροτικής κατείχε ο κερκυραϊκός ελαιώνας και τα προϊόντα του 9. Αναμφίβολα λοιπόν, και η ιστορία των επάλληλων κατακτητών του νησιού, όπως και η θεσμική διαχειριστική τους «ταυτότητα», είναι άρρηκτα δεμένες και με τον τρόπο διαχείρισης του ελαιώνα και των προϊόντων του. Στο πλαίσιο της Βενετικής διοίκησης ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα, χαρακτηριστικές είναι οι πολιτικές αποφάσεις 10 που υιοθετούνται και οι οικονομικές δομές που αναπτύσσονται στη συνέχεια. Το 1565, η Βενετική Γερουσία απέστειλε λεπτομερείς εντολές στις τοπικές διοικήσεις της Κέρκυρας, της Κεφαλονιάς, της Ζακύνθου και των Κυθήρων, καλώντας τις να παροτρύνουν τους ιδιοκτήτες χέρσων εκτάσεων να φυτέψουν ελαιόδεντρα, καθώς και εκείνους που είχαν αγριελιές να τις μπολιάσουν. Συνιστούσε επίσης την παραχώρηση όσων κτημάτων ιδιωτών ή του δημοσίου παρέμεναν ακαλλιέργητα σε αγρότες που είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν τις κρατικές οδηγίες. Το κίνητρο για τους αγρότες που θα αξιοποιούσαν δημόσια γη ήταν η δεκαετής απαλλαγή τους από το φόρο της δεκάτης. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτού του διατάγματος, που έδινε επίσης έμφαση στην απαγόρευση εξαγωγών από το βενετικό κράτος καθώς και στον υπολογισμό της ετήσιας προσδοκώμενης ελαιο, δεν ήταν τα αναμενόμενα 11. Ουσιαστικές μεταβολές και αυξήσεις στην ελαιοφυτεία και την ελαιοκαλλιέργεια παρατηρούνται ύστερα από την υιοθέτηση δεύτερου σχετικού διατάγματος το 1623, το οποίο και προέβλεπε τη συστηματική, οργανωμένη και εκτεταμένη ελαιοκαλλιέρ- 9 Ε. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ, «Η φορολογία της δεκάτης στη Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα: ένα σημαντικό προνόμιο και η κατάργησή του», Ιστορικά, (32-2000), σσ. 59-72, ειδ. 59-63 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑ- ΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., σ.21. 10 Η πολιτική για την ελαιοκαλλιέργεια στο βενετικό κράτος άρχισε να μεταβάλλεται μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, τόσο κάτω από την πίεση των εξελίξεων στο Βασίλειο της Νεάπολης, που άρχισε να τηρεί εχθρική στάση απέναντι στους Βενετούς εμπόρους, όσο και εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης για ελαιόλαδο στην Ευρώπη, ως συνέπεια των διαφοροποιήσεων στις διατροφικές συνήθειες των ευρωπαϊκών λαών. Βλ. Γ. ΠΑΓΚΡΑΤΗΣ, Κοινωνία και οικονομία στο βενετικό «κράτος της θάλασσας». Οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις της Κέρκυρας (1496-1538), Αθήνα, Εκδόσεις Πεδίο, 2013, σ. 246. 11 Στο ίδιο, σ. 247. 19
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) γεια 12. Η δραστικότητα του νεότερου μέτρου κατέστη σύντομα εμφανής (λαμβάνοντας βέβαια υπόψη και τα 16-18 έτη που απαιτούνται για να καρποφορήσει η ελιά). Ο Ανδρ. Μιχ. Ανδρεάδης επισημαίνει σχετικά: Ο Γριμάνης, όστις γράφει επί τη βάσει των επί των ημερών του γενομένων πληρεστάτων απογραφών του τε πληθυσμού και των αντικειμένων, λέγει, ότι τω 1766 ανευρίσκοντο 1.873,730 ελαιόδενδρα. Εκ τούτων το ¼ προϋπήρχε του διατάγματος του 1623, το ½ υπήρξεν άμεσος τούτου συνέπεια και το τελευταίον 1/4 απηρτίζετο εκ μεταγενεστέρων φυτειών 13. Συνέπεια των αγροτικών μεταρρυθμίσεων και της διασφάλισης του πρωτογενούς κεφαλαίου του κερκυραϊκού ελαιώνα ήταν η υιοθέτηση ρυθμιστικών κανόνων που σχετίζονταν με τα προϊόντα του (ελαιόλαδο κυρίως αλλά και βρώσιμες ελιές). Υψηλή προτεραιότητα για τη Βενετική Διοίκηση αποτελούσαν οι φορολογικές διευθετήσεις και η πρόσληψη του κερκυραϊκού ελαιώνα και των προϊόντων του ως οικονομικών αγαθών κυρίως. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι, κατά την πρώιμη βενετική περίοδο, παρατηρείται αυτάρκεια της νήσου σε ελαιόλαδο και η ελαιοπαραγωγή δεν παρουσιάζει σημαντικό φορολογικό ή δασμολογικό εξαγωγικό ενδιαφέρον 14, στοιχείο το οποίο αντιστρέφεται μετά και τις προαναφερθείσες αγροτικές μεταρρυθμίσεις του 16ου και του 17ου αιώνα. Ο νομοθέτης λοιπόν του 1773 καθιερώνει την προϋπάρχουσα διπλή φορολογία επί του ελαίου: α) το φόρο εξαγωγής επί της τιμής της ξέστας και β) την δεκάτην του ελαίου 15. Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι και οι δύο αυτοί φόροι εισπράττονταν επί της τιμής της εξαγωγής των προϊόντων. Ως απόρροια αυτού, το σύνολο της φορολογίας κυμαινόταν μεταξύ 15-18%, οδηγώντας τον Ανδρ. Μιχ. Ανδρεάδη να χαρακτηρίσει ως ακολούθως το φορολογικό σύστημα εν γένει: Παραδειγματική όντως αθλιότης φορολογικού συστήματος, καταπιέζοντος ολόκληρον πληθυσμόν, εξευτελίζοντος την τιμήν σπουδαιοτάτου προϊόντος, αναπτύσσοντος την λαθρεμπορίαν και ως αντάλλαγμα τόσων δεινών καταλήγοντος εις την αποστράγ- 12 Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, Αθήνα, Εστία, 1914, σσ. 17-18 Ε. Θ. ΠΟΛΙΤΗ, «Η υποχρεωτική επί ενετοκρατίας εμφύτευσις ελαιοδένδρων», Πρακτικά Β Πανιονίου Συνεδρίου, Κερκυραϊκά Χρονικά, τ. ΙΓ, 1967, σσ. 76-81. 13 Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, ό.π., σ. 18. 14 Σπ. Ν. ΑΣΩΝΙΤΗΣ, Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος 14ος αι.), Κέρκυρα, Απόστροφος, passim Σπ. Ν. ΑΣΩΝΙΤΗΣ, Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα (1386-1462), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2009, passim Μ. ΚΟΛΥΒΑ ΚΡΑΛΕΚΑ, Οι ελαιώνες της Κέρκυρας στους νεότερους χρόνους, εργασία στο πλαίσιο του διακρατικού έργου IPA-Adriatic, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2012, passim. 15 Βλέπε Πίνακα 1.1 και Πίνακα 1.2. Για τη φορολογία της δεκάτης βλέπε: Ε. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΙΣΙΛΙ- ΑΝΟΥ, «Η φορολογία της δεκάτης στη Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα: ένα σημαντικό προνόμιο και η κατάργησή του», ό.π., passim. 20
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ γισιν των δημοσίων προσόδων 16. Πίνακας 1.1: Φορολογία της δεκάτης (1582-1583, τιμές σε δουκάτα). Πηγή: Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, ό.π., σσ. 22. Πίνακας 1.2: Φόρος εξαγωγής επί της τιμής της ξέστας (1773). Πηγή: Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Οικονομικαί μελέται περί επτανήσου. Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, ό.π., σσ. 22. Η Κέρκυρα στην περίοδο των επάλληλων κατακτήσεων (1797-1814) Είναι γνωστό ότι τα Ιόνια Νησιά, κατά την περίοδο από το 1797 έως και τo 1814, βρίσκονταν στο επίκεντρο ενός λανθάνοντος και ιδιότυπου ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Ρωσία, Γαλλία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) και υπό την επίδραση των ιδιαζουσών διεθνών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών 17. 16 Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, ό.π., σ. 34. 17 Μόνο τυχαίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός της υιοθέτησης τριών συνταγματικών κειμένων (1800, 1803, 1806) σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 18 ετών. Πρβλ. Α. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΙΚΗΦΟ- ΡΟΥ(επιμ.), Συνταγματικά κείμενα των Ιονίων Νήσων, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2008, passim Ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗ ΧΙΟΝΗΧΙΟΝΗ, «Συγκριτική παρουσίαση των τριών συνταγμάτων της Επτανήσου Πολιτείας», Πρακτικά Ε Πανιονίου Συνεδρίου, στο Γ. Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ), Πρακτικά του Ε Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου, ττ. 3Γ, Εταιρία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι, 1991, passim. 21
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Σε κάθε περίπτωση όμως, οι χρονικά επάλληλες κρατικές οντότητες που συγκροτήθηκαν διατήρησαν το προϋπάρχον φορολογικό καθεστώς και δεν υιοθέτησαν ρηξικέλευθα μέτρα που να σχετίζονται με την καλλιέργεια του ελαιώνα και των προϊόντων του 18. Επίσης είναι το γεγονός ότι η γαλλική παρουσία στα Ιόνια νησιά δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πολιτειογραφική άποψη 19, γεγονός που δυσχεραίνει τον εντοπισμό συγκεντρωτικών ποσοτικών δεδομένων που σχετίζονται με τον κερκυραϊκό ελαιώνα. Τόσο κατά τη σύντομη Γαλλική Δημοκρατική διακυβέρνηση των νησιών (1797-1799), όσο και κατά την Αυτοκρατορική Γαλλική περίοδο (1807-1815), δεν πραγματοποιούνται απογραφές του πληθυσμιακού δυναμικού και των περί αυτού πραγμάτων, που να θυμίζουν έστω και ελάχιστα τις βενετικές πολιτειογραφικές απογραφές 20. Αγνοήθηκαν δηλαδή από τους Γάλλους οι ποσοτικές θεωρήσεις των φυσιοκρατών περί πολιτικής οικονομίας, απογραφών του πληθυσμιακού δυναμικού, καταγραφών πραγμάτων και στατιστικών προς όφελος της χρηστής διοίκησης των λαών 21. Την έλλειψη θεσμοποιημένων απογραφών με γεωγραφικά, δημογραφικά και οικονομικά δεδομένα, που σχετίζονται με τον κερκυραϊκό ελαιώνα για την περίοδο 1797-1815, έρχεται να καλύψει η σημαντική εργασία του Στυλιανού Βλασσόπουλου 22, υπό τον τίτλο «Στατιστικαί ιστορικαί περί Κέρκυρας ειδήσεις» (ελληνική μετάφραση), η οποία γράφτηκε κατά το χρονικό διάστημα 1809-1813 23 και στην οποία τόνιζε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει ο κερκυραϊκός ελαιώνας στη διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας του νησιού (ιδιοκατανάλωση, εξωτερικό εμπόριο κ.ο.κ). Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο το οποίο αναφερόταν στη γεωργία, την παραγωγή και τις τιμές ανάφερε: 18 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., σ. 61. 19 Ως Πολιτειογραφία ορίζεται η συλλογή και κατάταξη δεδομένων και γεγονότων που δείχνουν τη συνολική κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση καθώς και τις προσόδους ενός πληθυσμιακού δυναμικού. Βλ. Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-PELÉ, E. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Η Κέρκυρα 1830-1832. Μεταξύ φεουδαρχίας και αποικιοκρατίας, σ. 27. 20 Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ- PELÉ, «Τα Ιόνια νησιά: Από την πολιτειογραφία στη στατιστική του πληθυσμού», στο Δ. Χ. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, Τ. Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (επιμ.), στο Γ. Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ), Πρακτικά του Ε Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου, το χώρος και τα δημογραφικά μορφώματα. Οι κύριοι συντελεστές της οικονομίας, Πρακτικά Ζ Πανιονίου Συνεδρίου, στο Γ. Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ), Πρακτικά του Ε Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου, τ τ. 3Β - Δεύτερο Τμήμα, Αθήνα, Εταιρία Λευκαδίτικων Μελετών, 2004, σ. 342. 21 Στο ίδιο, σ. 394. 22 Ο Σ. Βλασσόπουλος υπήρξε Κερκυραίος ευγενής ο οποίος, από το 30ο έτος της ηλικίας του (1778) ως το θάνατό του, πήρε ενεργό μέρος στη διαχείριση των κοινών της ιδιαίτερης πατρίδας του και τιμήθηκε με πολλά αξιώματα. Διάσταση η οποία αποτελεί δείκτη φερεγγυότητας των πληροφοριών του έργου. Σ. ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Στατιστικαί ιστορικαί περί Κέρκυρας ειδήσεις», (μτφρ. σχόλιαεισαγωγή Αθαν. Τσίτσας, προλεγόμενα Κ. Δαφνής), Κερκυραϊκά Χρονικά, τ. ΧΙΙ, 1980, passim. 23 Στο ίδιο, σσ. ιε-ιη. 22
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Το λάδι είναι το μόνο υπολογίσιμο είδος με το οποίο τούτο το νησί κάνει ένα θετικό εμπόριο με το εξωτερικό. Εξάγοντας τριακόσιες χιλιάδες ξέστες το χρόνο, που αποδίδουν σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, ένα έσοδο 900.000 ταλλήρων, αντιμετωπίζουμε τις κάθε λογής ανάγκες μας από τις εισαγωγές από το εξωτερικό όλων των αναγκαίων για τη ζωή μας. Εκτός από το λάδι και τ αλάτι δεν έχουμε άλλα είδη για εξαγωγή στο εξωτερικό, με εξαίρεση λίγο πρινοκόκκι και βελανίδι, που είναι τιποτένια... 24. Πίνακας 1.3: Παραγωγή κερκυραϊκών προϊόντων (1800, πλην βιομηχανικών). Πηγή: Σ. ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Στατιστικαί ιστορικαί περί Κέρκυρας ειδήσεις»,ό.π., σσ. 89-90, επεξ. συγγρ. 24 Σ. ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Στατιστικαί ιστορικαί περί Κέρκυρας ειδήσεις», μτφρ. Αθαν. Τσίτσας, Κερκυραϊκά Χρονικά, ό.π., σσ. 91-94. 25 Ο Σ. Βλασσόπουλος δεν αναφέρει το ακριβές έτος για τα πινακοθετημένα στοιχεία, γνωρίζουμε ωστόσο ότι τη μελέτη του συνέγραψε κατά την περίοδο 1809-1813. Επίσης οι γενικότερες τάσεις αποτυπώνουν μια σαφή εικόνα για την πρωτοκαθεδρία του λαδιού. 23
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Με τη σύντομη αυτή, αποσπασματικού χαρακτήρα, αναφορά ως εισαγωγή και με στοιχεία δάνεια, επιχειρήσαμε να αποτυπώσουμε τη θέση του κερκυραϊκού ελαιώνα, από οικονομική κυρίως άποψη, κατά τη βενετική περίοδο και κατά την περίοδο από το 1798 έως και το 1815, έτος κατά το οποίο τα Ιόνια νησιά και, ειδικότερα, η Κέρκυρα, περιοχή αναφοράς μας, εντάσσονται υπό Αγγλική Προστασία και συγκροτείται ανεξάρτητο κράτος, με την ονομασία «Ενωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων». Σε αντίθεση με τη γαλλική παρουσία, η αγγλική διοίκηση στα Ιόνια νησιά αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της πολιτειογραφίας και των απογραφών και προβαίνει σε συχνές καταγραφές του πληθυσμιακού δυναμικού, των εκμεταλλεύσιμων εκτάσεων, του ζωικού βασιλείου, των οικισμών καθώς και του συνόλου της αγροτικής 26. Επίσης, παράλληλα με τις επίσημες καταγραφές και απογραφές, κατά το διάστημα της αγγλικής διοίκησης συγγράφονται, από ξένους και Έλληνες ερευνητές και περιηγητές, πληθώρα μελετών, οι οποίες μας προσφέρουν πολύτιμα ποσοτικά δεδομένα σχετικά με το εμπόριο και την αγροτική παραγωγή 27, και πολυσήμαντες ποιοτικές αναλύσεις επί καίριων ζητημάτων, όπως λ.χ. το αγροτικό ζήτημα 28. 26 Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ PELÉ, «Τα Ιόνια νησιά: Από την πολιτειογραφία στη στατιστική του πληθυσμού», ό.π., σσ. 341-343. 27 Ενδεικτικά βλέπε M. R. MARTIN, The British Colonial Library, Vol VIΙ, Λονδίνο, Whittaker & Co. Ave Maria Lane, 1838, passim M. R. MARTIN, Statistics of the Colonies of the British Empire, Λονδίνο, H. Allen and Co., Λονδίνο, 1839, passim J. R. MC CULLOCH, Dictionary, Practical, Theoretical and Historical of Commerce and Commercial Navigation, Longman, Brown, Green and Longmans, Λονδίνο 1850. 28 Ενδεικτικά βλέπε Γ. ΧΥΤΗΡΗΣ, Το Κερκυραϊκό αγροτικό πρόβλημα την επομένη της ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου προξένου, Κέρκυρα, Εταιρία Κερκυραϊκών Σπουδών, 1981, passim Πρακτικά των κατά την Γ Σύνοδο της Βουλής 1867 «Γενόμενων συζητήσεων επί του Κερκυραϊκού ζητήματος περί εδαφονομιών, αγροληψιών», Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1868, passim. 24
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ ΕΠΙ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ (1815-1864) Εγκαθίδρυση αποικιακού καθεστώτος Η Αγγλία, ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, βρίσκεται σε διαφορετική τροχιά ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, εκμεταλλευόμενη την τεχνολογική καινοτομία και υπεροχή της 29. Παράλληλα, συνδυασμός οικονομικών, αγροτικών, κοινωνικών και δημογραφικών παραγόντων και μεταβλητών (λ.χ. η μείωση στην παραγωγή αγροτικών αγαθών σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού, η αναζήτηση πρώτων υλών ως «κινητήριας δύναμης» της βιομηχανίας, η αυξανόμενη παραγωγή βιομηχανικών αγαθών και η ανάγκη διοχέτευσής τους σε ξένες αγορές) την οδήγησε σε μια επεκτατική εξωτερική πολιτική. Στόχος, δηλαδή, της αποικιοκρατικής δύναμης υπήρξε, πρωτίστως, η απόλυτη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων των αποικιών της προς όφελος της μητροπολιτικής οικονομίας και κοινωνίας και, δευτερευόντως, η πρόσβαση των βιομηχανικών προϊόντων της σε νέες καταναλωτικές αγορές. Σε αυτό το καθεστώς πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων και πρωτοβουλιών, εντάσσεται η παρουσία της στην Αδριατική, μέσω της Προστασίας των Ιονίων Νησιών, και στην περιοχή της Μεσογείου γενικότερα 30. Οι πρόδηλες προθέσεις της αποικιακής δύναμης εκδηλώθηκαν ταχύτατα μέσω των εκπροσώπων και των τοποτηρητών της, οι οποίοι διακήρυτταν επανειλημμένα ότι η πρόοδος και η εξέλιξη των Ιονίων Νησιών θα προκύψουν μέσα από την οικονομική ανάπτυξη και, κυρίως, την ανάπτυξη του εμπορίου. Από τα πρώτα χρόνια της βρετανικής εξουσίας, προβλήθηκε και προωθήθηκε η μεταρρύθμιση του κρατικού μηχανισμού και του οικονομικού πλαισίου, σε αντιδιαστολή με τα τελευταία χρόνια της βενετικής παρουσίας, η οποία χαρακτηριζόταν από διαφθορά και «παρακμή» (ηθική, πολιτική και οικονομική) 31. 29 D. S. LANDES, Ο προμηθέας χωρίς δεσμά. Τεχνολογική αλλαγή και βιομηχανική ανάπτυξη στη δυτική Ευρώπη από το 1750 μέχρι σήμερα, (ελλ. μτφ.), Αθήνα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σσ.148-220. 30 Ν. ΚΟΣΚΙΝΑΣ, «Έμποροι και εμπορικό δίκτυο των Ιονίων νησιών, 1815-1864», στο Α.Δ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (επιμ.), Πρακτικά θ Πανιονίου Συνεδρίου, τ. Α, Παξοί, Εταιρία Παξινών Μελετών, 2014, σσ. 411-400 στο Γ. Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΑ. ΓΚΕΚΑΣ, «Οικονομική ανάπτυξη και αποικιακή εξάρτηση στα Επτάνησα τον 19ο αιώνα», στο Α.Δ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (επιμ.), Πρακτικά θ Πανιονίου Συνεδρίου, τ. Α, Παξοί, Εταιρία Παξινών Μελετών, 2014, σσ. 441-471 G. PAGRATISPAGRATIS, «The Ionian Islands under British Protection (1815-1864))», Anglo-Saxons in the Mediterranean. Commerce, Politics and ideas (XVII- XX Centuries), στο στο C. VASSALOVASSALO, M. D ANGELO ANGELO (επιμ.)(επιμ.), Anglo-Saxons in the Mediterranean. Commerce, Politics and ideas (XVII-XX Centuries), Μάλτα, Malta University Press, 2007, σσσ. 131-133. 31 Α. ΓΚΕΚΑΣ, «Οικονομική ανάπτυξη και αποικιακή εξάρτηση στα Επτάνησα το 19ο αιώνα», ό.π., σ. 446. 25
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Η ταύτιση από τη βρετανική διοίκηση και το Ιόνιο Κράτος της προόδου με την οικονομική ανάπτυξη εκφράστηκε μέσω της εισαγωγής ιδιότυπων, για τις συνθήκες της περιοχής, θεσμών και πρακτικών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθοι θεσμοί ή πρωτοβουλίες, που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την ελαιοκαλλιέργεια: α) εντατική καταγραφή ποσοτικών δεδομένων σε ετήσια βάση, β) ίδρυση της Ιονικής Τράπεζας στα τέλη της δεκαετίας του 1830, γ) ίδρυση εμπορικών μηχανισμών, όπως το Εμπορικό Επιμελητήριο, το Χρηματιστήριο των Εμπόρων και η Εμπορική Λέσχη και δ) υιοθέτηση νόμων, μέσα από τη λογική των οποίων διαφαίνεται η πρόθεση του κράτους να κατοχυρώσει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα 32. Ιδιαίτερη ωστόσο σημασία, στο επίπεδο των θεσμών, έχει και η ίδρυση γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη και την υποστήριξη των γεωργικών, επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων. Στη μελέτη του «Η νήσος Κέρκυρα. Από γεωργικής απόψεως άλλοτε και σήμερον μετά χάρτου της νήσου», ο Γ. Παπαβλασόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά: Εν τούτοις δια την ιστορίαν μόνον αναφέρομεν το Comitato di Agricoltura (1823) και κατόπιν την Societa agraria περιλαμβάνουσαν τα Comilari agrari, εν εις εκάστην νήσον του Ιονίου Κράτους (1836 και 1837), ιδρυθέντα υπό της κυβερνήσεως κατόπιν αποφάσεως της Βουλής (30 Μαΐου 1844). Τα ιδρύματα όμως ταύτα δεν προσέφεραν αξιολόγους υπηρεσίας εις την Νήσον, ουδ ήσαν όργανα της γεωργικής τάξεως, αλλ απλά γνωμοδοτικά συμβούλια καλούμενα υπό των Αρχών όπως δώσωσι την γνώμην των ( Giornale di Legislazione σελ 189, έτος 1845) 33. Επιπλέον, στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, ιδρύονται στην Κέρκυρα επαρχιακά γεωπονικά σχολεία για την εξειδίκευση των αγροτών σε θέματα που σχετίζονται με την ελαιοκαλλιέργεια 34, καθώς και δημόσια σχολεία γενικής παιδείας για την εκπαίδευση δημόσιων λειτουργών 35. Αδιαμφισβήτητα, η ίδρυση των γεωπονικών σχολείων αναδεικνύει, με τον καλύτερο τρόπο, την αναγνώριση εκ μέρους της βρετανικής διοίκησης του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζει ο κερκυραϊκός ελαιώνας στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Εν γένει, η ανάπτυξη των θεσμών στο Ιόνιο Κράτος έρχεται να λειτουργήσει ρυθ- 32 Στο ίδιο. 33 Να σημειώσουμε ότι το κριτικό πνεύμα του συγγραφέα δικαιολογείται απόλυτα και από την ιδιότητά του ως νομογεωπόνου του νησιού της Κέρκυρας. Εντούτοις, η ίδρυση γνωμοδοτικών οργάνων, από την οπτική της θεσμικής ανάλυσης, αποτελεί θετική και μόνο εξέλιξη. Βλέπε Γ. ΠΑΠΑΒΛΑΣΟΠΟΥ- ΛΟΣ, Η νήσος Κέρκυρα. Από γεωργικής απόψεως άλλοτε και σήμερον μετά χάρτου της νήσου, Πειραιάς, Λάνδου & Σπυράκου, 1921, σσ. 38-39. 34 Παράλληλα με την ίδρυση γεωπονικών σχολείων ιδρύονται και πρότυπες φάρμες, στις οποίες εκπαιδεύονται οι αγρότες στις νέες μηχανικές μεθόδους. Βλέπε σχετικά: H. J. WHITE JERVIS, History of the island of Corfu and the Republic of the Ionian Islands, Λονδίνο, Colburn and CO. Publishers, 1852, σ. 258. 35 M. PASCHALIDI, Constructing local identities. The Ionian islands in British official discourses: 1815-1864, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Λονδίνο, University College London, 2009, σσ. 10-11. 26
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ μιστικά και συμπληρωματικά επί του πρωτογενούς και δευτερογενούς κεφαλαίου. Ειδικότερα δε όσον αφορά τον ελαιώνα, η εφαρμογή των θεσμών βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τις οικονομικές παραμέτρους που σχετίζονται με αυτόν, ενώ, παράλληλα, καθορίζει και τον αντίκτυπο του ελαιώνα στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του νησιού. Χρήσεις της γης, παραγόμενη ποσότητα και αξία της Τα Ιόνια νησιά, στο σύνολό τους, αποτελούσαν αγροτικές οικονομίες, με κύρια αγαθά το ελαιόλαδο στην Κέρκυρα και τους Παξούς και τη σταφίδα στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά 36. Οι διαπιστώσεις αυτές αποτυπώνονται στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 1.4), όπου φαίνεται ότι η Κέρκυρα διέθετε το 47,86% της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης των Ιονίων Νήσων και το 64,89% της συνολικής ελαιοκαλλιέργειας. Πίνακας 1.4: Ποσοστιαία κατανομή γης ανά νησί και ανά καλλιέργειες (1834). Πηγή: Ν. ΚΟΣΚΙΝΑΣ, «Έμποροι και εμπορικό δίκτυο των Ιονίων νησιών, 1815-1864», ό.π. σ. 413 M. R. MARTIN, The British Colonial Library, Vol VIΙ, Whittaker & Co. Ave Maria Lane, Λονδίνο, 1838, σ. 355, επεξ. συγγρ. Αναμφισβήτητα, όταν η Κέρκυρα παραδόθηκε στη Βενετία, το κρασί αποτελούσε το κυριότερο προϊόν του νησιού, ενώ κατά τη διάρκεια του 17ο αιώνα παράγει μέλι, κερί ελαιόλαδο, αλλά πιο πλούσια εξακολουθεί να είναι η παραγωγή κρασιών. Στις απαρχές όμως του 19ου αιώνα, το αμπέλι είχε υποβαθμιστεί προς όφελος της ελιάς και της ελαιο, που πλέον αποτελεί την κύρια αγροτική δραστηριότητα των 36 Ν. ΚΟΣΚΙΝΑΣ, «Έμποροι και εμπορικό δίκτυο των Ιονίων νησιών, 1815-1864», ό.π. σ. 412. 27
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) κατοίκων 37. Αναμφισβήτητα, όταν η Κέρκυρα παραδόθηκε στη Βενετία, το κρασί αποτελούσε το κυριότερο προϊόν του νησιού, ενώ κατά τη διάρκεια του 17ο αιώνα παράγει μέλι, κερί ελαιόλαδο, αλλά πιο πλούσια εξακολουθεί να είναι η παραγωγή κρασιών. Στις απαρχές όμως του 19ου αιώνα, το αμπέλι είχε υποβαθμιστεί προς όφελος της ελιάς και της ελαιο, που πλέον αποτελεί την κύρια αγροτική δραστηριότητα των κατοίκων. Στο Διάγραμμα 1.5 παρατηρούμε λοιπόν ότι το 63,98% της καλλιεργήσιμης έκτασης αφορά την ελαιοπαραγωγή και, μόλις, το 25,74% της καλλιεργήσιμης έκτασης είναι αμπελώνες. Παράλληλα, πολύ μικρό ποσοστό της καλλιεργήσιμης έκτασης είναι αφιερωμένο στα δημητριακά. Στον Πίνακα 1.6 απεικονίζεται και η ποσοστιαία κατανομή καλλιεργειών της κερκυραϊκής υπαίθρου ανά γεωγραφικό διαμέρισμα, όπου επίσης αποτυπώνεται η απόλυτη κυριαρχία της ελαιοκαλλιέργειας σε όλη την έκταση της Κέρκυρας, με ποσοστά καλλιεργήσιμης έκτασης του ελαιώνα που κυμαίνονται στο 59,06% για την περιοχή της Λευκίμμης ως και 67% για την περιοχή του Γύρου. Αναφορικά με την παραγωγή και την απόδοση των καλλιεργούμενων εκτάσεων του κερκυραϊκού ελαιώνα, είναι κοινή πεποίθηση ότι, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώ- Διάγραμμα 1.5: Ποσοστιαία κατανομή καλλιεργειών της κερκυραϊκής υπαίθρου (1830-1844, μέσοι όροι). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., σ. 16. 37 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 2003, σ. 16 Ε. ΓΙΩΤΟ- ΠΟΥΛΟΥ ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ, «Η φορολογία της δεκάτης στη Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα: ένα σημαντικό προνόμιο και η κατάργησή του», ό.π., σσ. 59-72, ειδ. 60 Ειδικότερα για την ανταγωνιστική σχέση της ελιάς και του αμπελιού, και τις αντίστοιχες εισοδηματικές ανισότητες βλέπε Ε. Δ. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, «Εισοδηματικές ανισότητες στην Κέρκυρα το 19ο αιώνα. Η ελιά και το αμπέλι», στο Δ. Χ. ΣΚΛΑΒΕ- ΝΙΤΗΣ, Τ. Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (επιμ.), Ο χώρος και τα δημογραφικά μορφώματα. Οι κύριοι συντελεστές της οικονομίας, Πρακτικά Ζ Πανιονίου Συνεδρίου, στο Γ. Ν. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ), Πρακτικά του Ε Διεθνούς Πανιόνιου Συνεδρίου, τ τ. 3Β - Δεύτερο Τμήμα, ό.π., σσ. 619-641. 28
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Πίνακας 1.6: Ποσοστιαία κατανομή καλλιεργειών της κερκυραϊκής υπαίθρου ανά διαμέρισμα (1830-1844, μέσοι όροι). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., σ. 16 να, και, πιο συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1830 και έπειτα, αφενός η ποσότητα του παραγόμενου λαδιού εγγράφεται σε ένα κύκλο υπο αφετέρου οι αποδόσεις (η σχέση δηλαδή αγροτικής έκτασης προς ποσότητα παραγόμενου προϊόντος) είναι πολύ χαμηλές 38. Στο Διάγραμμα 1.7. που ακολουθεί αποτυπώνεται η παραγωγή του ελαιολάδου, όπως προκύπτει από απογραφές και μετρήσεις που έλαβαν χώρα Διάγραμμα 1.7: Παραγωγή κερκυραϊκού ελαιολάδου (1760-1835, ποσότητα σε βαρέλες). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 26 Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-PELÉ, E. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Η Κέρκυρα 1830-1832. Μεταξύ φεουδαρχίας και αποικιοκρατίας, ό.π., σσ. 13-15. 38 Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Α & τ. Β, ό.π., passim Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), passim Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-PELÉ, E. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Η Κέρκυρα 1830-1832. Μεταξύ φεουδαρχίας και αποικιοκρατίας, ό.π., passim Σ. ΒΛΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Στατιστικαί ιστορικαί περί Κέρκυρας ειδήσεις», ό.π., passim. 29
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) κατά το χρονικό διάστημα 1760-1835. Όσον αφορά τις αποδόσεις της καλλιεργήσιμης γης και σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στον Πίνακα 1.8, διαπιστώνουμε ότι τα γεωγραφικά διαμερίσματα του Όρους και της Μέσης έχουν υψηλότερες αποδόσεις στην παραγωγή ελαιολάδου (1,26 βαρέλες/μόδιο και 1,09 βαρέλες/μόδιο αντίστοιχα) σε σχέση με τις περιοχές της Λευκίμμης και του Γύρου. Ειδικότερα, στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Γύρου η απόδοση είναι η χαμηλότερη που καταγράφεται σε όλο το νησί, παρά το γεγονός ότι εκεί βρίσκεται και το υψηλότερο ποσοστό καλλιεργήσιμης γης αφιερωμένης στις ελιές. Πίνακας 1.8: Οι αποδόσεις στην κερκυραϊκή ύπαιθρο (1830-1844, μέσοι όροι). Σημ.: Για το ελαιόλαδο βαρέλες/μόδιο. Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 26 Η αντίδραση των κατοίκων στα χαμηλά αυτά παραγωγικά και οικονομικά μεγέθη ήταν η εμφύτευση ελιών, η οποία, δυστυχώς, πραγματοποιήθηκε στην ήδη χρησιμοποιημένη για ελαιοκαλλιέργεια γη και όχι σε νέα εδάφη. Συνέπεια της εντατικής εμφύτευσης ήταν τα 1.500.000 περίπου ελαιόδεντρα του 1770 να φτάσουν τα 2.431.500 στη γεωργική απογραφή του 1911 39. Στα ποσοτικά τεκμήρια που αφορούν τη χρήση της γης και τα ζητήματα της, με τις χαμηλές αποδόσεις του κερκυραϊκού ελαιώνα, έρχεται να προστεθεί μια πολύ σημαντική παράμετρος, που είναι η αξία της αγροτικής, η οποία επιβεβαιώνει τον καθοριστικό ρόλο του ελαιώνα στη διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας του νησιού. Στο Διάγραμμα 1.9 είναι λοιπόν εμφανές ότι, κατά την περίοδο από το 1830 έως το 1844, η αξία της του ελαιολάδου αποτελούσε την κύρια συνιστώσα της συνολικής αξίας της αγροτικής. Ειδικότερα, κάποιες χρονιές (λ.χ. το 1832 και το 1836), η αξία της αυτής υπερέβαινε το 80% της συνολικής αξίας της 39 Γ. ΠΑΠΑΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η νήσος Κέρκυρα. Από γεωργικής απόψεως άλλοτε και σήμερον μετά χάρτου της νήσου, ό.π., σ. 117 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 26. 30
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ αγροτικής. Αντίστοιχα, και σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, όπως κατά την περίοδο 1830-1844, η αξία της του ελαιολάδου κινούνταν κατά μέσο όρο στο 53% της συνολικής αξίας της αγροτικής 40. Διάγραμμα 1.9: Αξία της αγροτικής (1830-1844). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 47, επεξ. συγγρ. Διάγραμμα 1.10: Μέσοι όροι της αξίας της αγροτικής (1830-1844). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 47, επεξ. συγγρ. 40 Βλέπε Διάγραμμα 1.10. 31
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Ανθρώπινο δυναμικό Ο κατεξοχήν αγροτικός χαρακτήρας της κερκυραϊκής οικονομίας και, κατ επέκταση, η στενή εξάρτηση του εργατικού δυναμικού από την αγροτική παραγωγή (ήδη έχουμε επισημάνει ότι ο κερκυραϊκός ελαιώνας αποτελεί τη βασική συνιστώσα της αγροτικής ) αποτυπώνονται ξεκάθαρα και στις δημογραφικές μετρήσεις και απογραφές 41 που πραγματοποιούνταν σχεδόν σε ετήσια βάση από την αγγλική διοίκηση. Σε όλη τη χρονική περίοδο από το 1828 έως και το 1863, το ποσοστό των αγροτών, ως εργατική ομάδα, κυμαινόταν μεταξύ 76% έως 83% επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού (Διάγραμμα 1.11). Ενώ, λοιπόν, ο αγροτικός πληθυσμός αποτελεί το 81,23% του εργατικού δυναμικού, οι απασχολούμενοι στο εμπόριο αποτελούν μόλις το 8,02% και οι απασχολούμενοι στη βιοτεχνία το 9,73% (οι αριθμοί αποτελούν τους μέσους όρους για την περίοδο από το 1828 έως και το1863) 42. Εξωτερικό εμπόριο, Διάγραμμα 1.11: Ποσοστιαία κατανομή, κατά επαγγελματική δραστηριότητα, των απασχολουμένων στην Κέρκυρα, επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού (1828-1863). Πηγή: Δ. Δ. ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ,«Η εξέλιξη των βασικών δημογραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού της Επτανήσου κατά την περίοδο της αγγλικής προστασίας και τη μεθενωτική περίοδο 1815-1864-1900», στο Ε. ΓΑΡΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004, τ. Α, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων Ακαδημία Αθηνών, 2005 σσ. 514-515, επεξ. συγγρ. 41 Ε. ΚΟΣΜΑΤΟΥ, «Πληθυσμιακά μεγέθη και γεωγραφική κινητικότητα στα Επτάνησα», στο Δ. Χ. ΣΚΛΑ- ΒΕΝΙΤΗΣ, Τ. Ε. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ (επιμ.), Ο χώρος και τα δημογραφικά μορφώματα. Οι κύριοι συντελεστές της οικονομίας, Πρακτικά Ζ Πανιονίου Συνεδρίου, τ. Β - Δεύτερο Τμήμα, ό.π., σσ. 357-358. 42 Δ. Δ. ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ,«Η εξέλιξη των βασικών δημογραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού της Επτανήσου κατά την περίοδο της αγγλικής προστασίας και τη μεθενωτική περίοδο 1815-1864-1900», ό.π., 514-515. 32
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Διάγραμμα 1.12: Κατανομή κατά επαγγελματική ομάδα των απασχολουμένων στην Κέρκυρα επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού (1828-1863, μέσοι όροι). Πηγή: Δ. Δ. ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ,«Η εξέλιξη των βασικών δημογραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού της Επτανήσου κατά την περίοδο της αγγλικής προστασίας και τη μεθενωτική περίοδο 1815-1864-1900», ό.π., σσ. 514-515, επεξ. συγγρ. Εξωτερικό εμπόριο, φορολογικές επιβαρύνσεις και δημόσια έσοδα Οι εξαγωγές των Ιόνιων νησιών την περίοδο της Αγγλικής Προστασίας κυριαρχούνταν από δύο κυρίως αγαθά, το ελαιόλαδο και τη σταφίδα, τα οποία αποτελούσαν πάνω από το 80% των εξαγωγών για όλη την περίοδο από το 1828 έως το 1863 (Διάγραμμα 1.13) 43. Στην περίπτωση της Κέρκυρας, με τον έντονα εξαγωγικό χαρακτήρα της οικονομίας της και δίνοντας έμφαση στην παραγωγή, παρά το κίνδυνο γενικεύσεως, δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι το μόνο τοπικό εξαγόμενο προϊόν με οικονομική σημασία ήταν το ελαιόλαδο 44. Οι εξαγόμενες ποσότητες του κερκυραϊκού ελαιολάδου παρουσιάζουν μικτές τάσεις κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της περιόδου της Αγγλικής Προστασίας, δεδομένου ότι και οι παραγόμενες ποσότητες, για την ίδια χρονική περίοδο, ήταν άνισες. (Βλέπε Διάγραμμα 1.14) 45. 43 Ν. ΚΟΣΚΙΝΑΣ, «Έμποροι και εμπορικό δίκτυο των Ιονίων νησιών, 1815-1864», ό.π., σ. 422. 44 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., σ. 47. 45 Βλέπε Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, Αθήνα, Εστία, 1914, σ. 15 & σ. 114. 33
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Διάγραμμα 1.13: Σύνθεση εξαγωγών Ιονίων Νήσων (1833-1863). Πηγή: Ν. ΚΟΣΚΙΝΑΣ, «Έμποροι και εμπορικό δίκτυο των Ιονίων νησιών, 1815-1864», ό.π., σ. 422. Διάγραμμα 1.14: Εξαγωγή κερκυραϊκού ελαιολάδου (βαρέλες, 1824-1864). Πηγή: Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Οικονομικαί μελέται περί Επτανήσου. Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, Αθήνα, Εστία, 1914, σ. 15 & σ. 114. Αυτό, ωστόσο, που αλλάζει εμφανώς κατά την ίδια περίοδο είναι το εξαγωγικό προφίλ του κερκυραϊκού ελαιολάδου όσον αφορά τους τόπους προορισμού. Ενώ λοιπόν κατά την περίοδο 1819 έως 1830 το 77,79% του συνόλου των εξαγωγών είχε ως τελικό παραλήπτη τη Βενετία, το έτος 1865 η κατάσταση έχει αλλάξει, έχει διευρυνθεί το πλήθος των προορισμών, και μόλις το 14,42% των εξαγωγών κατευθύνεται πλέον στη Βενετία. (Βλέπε Διάγραμμα 1.15). Η πολυδιάστατη εμπλοκή του κερκυραϊκού ελαιώνα στη διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας του νησιού αναδεικνύεται και από ακόμα μια πτυχή, τη φορολόγηση των προϊόντων που παράγονται από αυτόν. Το ελαιόλαδο, 34
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Πίνακας 1.15: Λιμάνια εξαγωγής κερκυραϊκού ελαιολάδου (1819-1830,1845-1849,1865). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 215, επεξ. συγγρ. ως η κύρια παραγωγή του νησιού, φορολογούνταν ήδη βαρύτατα από την εποχή της βενετικής διοίκησης 46. Ακολούθως, η βρετανική διοίκηση, με την εγκατάστασή της, αποδέχθηκε το ισχύον φορολογικό καθεστώς και προέβαινε, όποτε κρινόταν απαραίτητο, σε διαρθρωτικές κινήσεις 47. Ενδεικτικώς θα αναφερθούμε στις ακόλουθες αλλαγές που επήλθαν μέσω σχετικών κανονιστικών πράξεων του Κοινοβουλίου ή της Γερουσίας: α) το 1825, ο φόρος του ελαιολάδου διαμορφώνεται στο 18%, «επειδή ευρίσκομεν τώρα εις μεγάλον ξεπεσμόν κατασταίνεται αναγκαίον να διορισθή ο δασμός του αυτού ολιγώτερος κατ αναλογίαν της τρεχούσης τιμής», β) το ελαιόλαδο, η λιανοσταφίδα και το κρασί φορολογούνται με 18% συν 1,5% επιπλέον για το ταμείο οδοποιίας, ασχέτως αν εξάγονται σε χώρα του εξωτερικού ή σε άλλη νήσο 48. Για να αντιληφθούμε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν στα έσοδα του Ιονίου Κράτους οι φορολογικοί δασμοί 49, παραθέτουμε τους κάτωθι πίνακες. Στον Πίνακα 1.16 παρατηρούμε ότι, για την περίοδο από το 1833 έως και το 1837, άνω του 70% των δημοσίων εσόδων προέρχονται από τους δασμούς επί του εμπορίου. Επίσης, από τον Πίνακα 1.17, στον οποίο αποτυπώνεται ο μέσος όρος των δημοσίων εσόδων των ετών 1856-1857, διαπιστώνουμε ότι το 65% των κρατικών εσόδων των Επτανή- 46 Η είσπραξη των δασμών πραγματοποιούνταν στο τελωνείο. 47 Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., σσ. 64-65. 48 Στο ίδιο, σσ. 64-65. 49 Για την περίπτωση του Ελληνικού Βασιλείου και τους φόρους που επέβαλλε στους ιδιοκτήτες ελαιοδέντρων και στους ελαιοπαραγωγούς βλέπε Γ. ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ, «Η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα (1828-1862): οικονομικά μεγέθη και δημοσιονομικές επιδράσεις» στο Ελιά και Λάδι,. Δ τριήμερο εργασίας, Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σσ. 444-450. 35
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) σων προέρχεται από τις εισπράξεις των τελωνείων, στην περίπτωση της Κέρκυρας δε το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 61,77% 50. Πίνακας 1.16: Συμμετοχή του τελωνείου και των φόρων του εξωτερικού εμπορίου στα συνολικά έσοδα (1833-1837, 1857). Πηγή: Ν. ΚΟΣΚΙΝΑΣ, «Έμποροι και εμπορικό δίκτυο των Ιονίων νησιών, 1815-1864», ό.π., σ. 434. Πίνακας 1.17: Δημόσια έσοδα του Ιονίου Κράτους (ετών 1856-1857, μέσοι όροι). Πηγή: Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 69. 50 Ο Γ. Προγουλάκης αναφέρει ότι το 70% των εισπράξεων των τελωνείων προέρχεται από τους εξαγωγικούς δασμούς επί της σταφίδας, του λαδιού και τη φορολογία των εισαγόμενων δημητριακών. Στο ίδιο, σσ. 64-65. 51 Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γ. Προγουλάκη, τρεις φόροι απέδιδαν το 70% περίπου αυτών των εισπράξεων. Οι εξαγωγικοί φόροι επί της σταφίδας και του λαδιού και η φορολογία των εισαγόμενων δημητριακών. Βλέπε Γ. ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), ό.π., 69. 36
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Η διαχείριση του αγροτικού ζητήματος Με αφετηρία τις προηγούμενες διαπιστώσεις, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο 1815-1864, το βασικότερο τομέα της κερκυραϊκής οικονομίας αποτελεί η γεωργία, με έμφαση στην ελαιοκαλλιέργεια, με την ανάπτυξη της οποίας ήταν συνδεδεμένη τόσο η εμπορική δραστηριότητα όσο και η διαμόρφωση των δημοσίων εσόδων του νησιού. Παράλληλα με τη διάσταση αυτή, συνυπάρχει ένα άλλο μείζον ζήτημα με κύριους «πρωταγωνιστές» τον κερκυραϊκό ελαιώνα και τα υποκείμενα των σχέσεων που αναπτύσσονται γύρω από αυτόν (τους καλλιεργητές, τους ιδιοκτήτες και τους θεσμικούς εκπροσώπους). Το ζήτημα αυτό αφορά τη διευθέτηση του κερκυραϊκού αγροτικού ζητήματος, με άλλα λόγια των έγγειων σχέσεων και των συμπληρωματικών αυτών πράξεων και ρυθμίσεων. Στο σημείο αυτό θεωρούμε χρήσιμη μια σύντομη ιστορική αναδρομή μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την οποία θα επικεντρωθούμε στα κύρια χαρακτηριστικά των αγροτικών σχέσεων και στις σχετικές προβληματικές που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγροτικής οικονομίας. Από την περίοδο της βενετικής διοίκησης, οι Βενετοί είχαν παραχωρήσει ολόκληρες εκτάσεις γης τα τιμάρια σε ιδιώτες, σύμφωνα με τις συνήθειες και τις ανάγκες της εποχής. Το τιμαριωτικό σύστημα λειτούργησε σε όλη τη διάρκεια των διαδοχικών κατακτήσεων των Ιονίων Νήσων, ως εκ τούτου και στην Κέρκυρα, ως βασικός θεσμός νομής και κατοχής της γης 52. Σύμφωνα με το τιμαριωτικό σύστημα, οι γαιοκτήμονες-τιμαριούχοι παραχωρούσαν τις γαίες τους για καλλιέργεια σε αγρολήπτες χωρικούς. Η αγροληψία άλλοτε ήταν πρόσκαιρη και άλλοτε διηνεκής, οπότε και τα δικαιώματα του γεωργού μεταβιβάζονταν στους απογόνους του. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι αγροληπτικές σχέσεις που αναπτύσσονταν χαρακτηρίζονταν από ποικιλομορφία και δυσκαμψία, με συνέπεια οι επιβαρύνσεις 53 των αγροτών να είναι δυσβάσταχτες 54. Κατά τη διάρκεια του 17ο αιώνα, η δυσχερής κατάσταση που επικρατούσε στις έγγειες σχέσεις οδήγησε τους χωρικούς στην απελπισία και στην οικονομική εξαθλίωση, συμβάλλοντας, σε συνδυασμό και με άλλα αίτια, στο «ξέσπασμα» βίαιων αντιδράσεων 55. Τρεις 52 Κ. ΑΡΩΝΗ ΤΣΙΧΛΗ, «Το αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα μέσα από τα παφλέτια της εποχής» στο Ε. ΓΑΡΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004, ό.π., σ. 593-594. 53 Σ. ΑΣΔΡΑΧΑΣ, «Φεουδαλική πρόσοδος και γαιοπρόσοδος στην Κέρκυρα την εποχή της Βενετικής κυριαρχίας», Ιστορικά, (4-1985), σσ. 371-386, ειδ. 384-386. Επίσης βλέπε Αικ. ΑΣΔΡΑΧΑ, Σ. ΑΣΔΡΑΧΑΣ, «Από τους παροίκους στους vassali angararii», Ιστορικά, (3-1985), σσ. 77-94, ειδ. 93-94. 54 Κ. ΑΡΩΝΗ ΤΣΙΧΛΗ, «Το αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα μέσα από τα παφλέτια της εποχής», ό.π., σ. 593 55 Γ. ΧΥΤΗΡΗΣ, Το Κερκυραϊκό αγροτικό πρόβλημα την επομένη της Ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου προξένου, Κέρκυρα, Εταιρία Κερκυραϊκών Σπουδών, 1981, σ. 7-10 37
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) ένοπλες εξεγέρσεις έλαβαν χώρα (1610, 1640, 1652), οι οποίες όμως κατεστάλησαν με στρατιωτικά μέσα. Γενεσιουργός αιτία των τριών εξεγέρσεων ήταν, μεταξύ άλλων 56, και η αδυναμία των αγροτών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που προβλέπονταν από την αγροληπτική σχέση μεταξύ αυτών και των φεουδαρχών 57. Αναπόφευκτα, το τέλος της βενετικής παρουσίας βρήκε τους γεωργούς σε άθλια οικονομική κατάσταση και την ύπαιθρο της Κέρκυρας εγκαταλελειμμένη, με την καλλιέργεια να περιορίζεται, πρωτίστως, σε προϊόντα των οποίων η παραγωγή δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, όπως δηλαδή η ελιά 58. Σχετικά με την προβληματική κατάσταση απόδοσης του φόρου επί των ελαιοδένδρων και τη σημαντική επιβάρυνση των αγροτών, η Κ. Αρώνη Τσιχλή επισημαίνει: «Η δυσκολία κατά την απόδοση φόρου επί των ελαιοδέντρων συνίστατο στο ότι οι γεωργοί όφειλαν να αποδώσουν στους ιδιοκτήτες ελαιόλαδο και όχι ελιές. Γι αυτόν τον λόγο απαιτείτο προεκτίμηση της (υπάρχει σχετικός φάκελος για τα έτη 1723-1864 στα Γενικά Αρχεία Κέρκυραs). Επειδή συνήθως οι εκτιμητές που ορίζονταν από το κτηματοδότη ανέβαζαν την ποσότητα λαδιού που έπρεπε να αποδοθεί στον ιδιοκτήτη μετά τη συγκομιδή και επειδή οι ελιές δεν συλλέγονταν από τα δένδρα, αλλά αφού ωρίμαζαν και έπεφταν στο έδαφος, το χρονικό διάστημα μεταξύ της εκτιμήσεως και της συγκομιδής ήταν μεγάλο. Ενώ, λοιπόν, οι ελιές μπορούσε να καταστραφούν στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε και η παραγωγή τους να είναι μικρότερη από την αναμενόμενη, οι γεωργοί ήταν δεσμευμένοι να αποδώσουν το συμφωνημένο ποσόν σύμφωνα με την προεκτίμηση. Το άδικο αυτό σύστημα είχε συντελέσει στην καταστροφή των κερκυραίων χωρικών, οι οποίοι ήταν διαρκώς χρεωμένοι με ένα υποθετικό εισόδημα» 59. Κατά τη σύντομη παρουσία τους, οι δημοκρατικοί Γάλλοι (1797-1799) κατήργησαν το θεσμό της φεουδαρχίας και, με το Διάταγμα της 5ης Σεπτεμβρίου 1799, δήμευσαν όλα τα φέουδα. Ωστόσο, με την εγκαθίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας, 56 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, ως προς τις εξεγέρσεις που έλαβαν χώρα κατά το 17ο αιώνα στην Κέρκυρα και ειδικότερα για τα γεγονότα του 1640, η οπτική του Δ. Αρβανιτάκη ο οποίος επισημαίνει ότι: «.. είναι περισσότερο λογικό να υποθέσουμε ότι τα γεγονότα του 1640 ήταν αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης και όχι ότι εντάσσονται σε ένα κλίμα εξεγρσιακό που υπήρχε στην Κέρκυρα. Τα γεγονότα αυτά, όσο και αν φαντάζουν στο συμβολικό επίπεδο ως μια επίθεση στα ανάκτορα, δεν αποτελούσαν παρά έξαρση μιας διάχυτης βίας, που δεν απειλούσε, ωστόσο, την στερεότητα του οικοδομήματος, αφού δεν εδραζόταν σε μια συνολική διεκδικητική συνείδηση, αλλά αποτελούσαν προϊόν δυσαρέσκειας και εκδικητικής μανίας διαφόρων ομάδων που δρούσαν στο κενό που άφηνε η απουσία ελέγχου και η τεράστια ανισότητα στη δικαιοσύνη. Βλ. Δ. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ, «Οι ταραχές του 1640 στην Κέρκυρα (Παρατηρήσεις για την προβληματική της εξέγερσης)», Πρακτικά ΣΤ Πανιονίου Συνεδρίου, τ. Β, Αθήνα, Κέντρο Μελετών Ιονίου: Εταιρία Ζακυνθιακών Σπουδών, 2001, 528-529. 57 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 1996, σσ. 64-65. Διαθέσιμη επίσης στο δικτυακό κόμβο του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης: thesis.ekt.gr 58 Στο ίδιο, σ. 65. 59 Κ. ΑΡΩΝΗ ΤΣΙΧΛΗ, «Το αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα μέσα από τα παφλέτια της εποχής», ό.π., σ. 593 38
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ψηφίζεται νόμος (20 Μαρτίου 1804) που προβλέπει την απόδοση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας στους πρώην κατόχους της, δικαιϊκή ρύθμιση που διατηρήθηκε και από τους Αυτοκρατορικούς Γάλλους (1807-1814) 60. Με την αναφορά στους Αυτοκρατορικούς Γάλλους ολοκληρώνεται και η σύντομη ιστορική αναδρομή. Με τα Επτάνησα διοικητικό διαμέρισμα του γαλλικού κράτους, οι Αυτοκρατορικοί Γάλλοι επιδίωξαν μεταρρυθμίσεις στον τομέα της γεωργίας. Το 1809, επιχειρούν να περιορίσουν τις μονοκαλλιέργειες που είχαν επιβληθεί από τη βενετική διοίκηση. Με τη σύσταση της «Γεωργικής Εταιρίας» στην Κέρκυρα επιδιώκουν την αύξηση της αγροτικής σιταριού και τη διάδοση της καλλιέργειας της πατάτας. Όπως ήταν επόμενο, τα πολεμικά γεγονότα της περιόδου 1810-1815 λειτούργησαν ανασταλτικά ως προς τις μεταρρυθμιστικές αυτές προσπάθειες 61. Στη συνέχεια, μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στον τομέα της γεωργικής οικονομίας επιχειρήθηκαν και καθ όλη τη διάρκεια της βρετανικής διοίκησης. Κατά τη θητεία του αρμοστή Sir Frederick Adam (1824-1832), υιοθετήθηκε σειρά κανονιστικών πράξεων που σχετίζονταν με το γαιοκτητικό καθεστώς και την αγροτική παραγωγή και εκμετάλλευση, με αμφιλεγόμενες όμως επιδιώξεις και αποτελέσματα 62. Πιο συγκεκριμένα, το 1825 η Βουλή, με το νόμο ΛΣΤ, καταργεί τα φέουδα και τα μετατρέπει σε ιδιωτικά κτήματα που κατέχουν οι πρώην φεουδάρχες, οι οποίοι, κατ αυτόν τον τρόπο, απαλλάσσονται από οποιαδήποτε υποχρέωση προς το δημόσιο 63. Σε αντάλλαγμα της ευεργετικής για τους φεουδάρχες διάταξης, η κυβέρνηση απέκτησε το δικαίωμα να προβαίνει στις αναγκαίες προβλέψεις, ούτως ώστε οι γεωργοί να μπορούν να εξαγοράζουν όλα τα εισοδήματα των φέουδων, είτε διηνεκή είτε προσωρινά και αυτά που είναι σε είδος και αυτά που είναι σε χρήμα, με απώτερο κυβερνητικό στόχο να βελτιωθεί η γεωργία. Προς τούτο ψηφίστηκε και ο νόμος ΞΖ της 24ης Μαρτίου 1827, ο οποίος καθόριζε τον τρόπο μετατροπής των προσόδων σε χρήμα καθώς και τον τρόπο εξαγοράς. Να σημειωθεί ότι, με την κανονιστική αυτή πράξη, μειωνόταν αισθητά το εισόδημα των φεουδαρχών, εφόσον τα δώρα (κανίσκια, ρεγάλια) δεν υπολογίζονταν κατά τη μετατροπή 64. Οι δύο νόμοι (ΛΣΤ /1825 και ΞΖ /1827), που έδιναν τη δυνατότητα στους γεωργούς να εξαγοράσουν το φεουδαρχικό κτήμα είτε μέσω συμφωνητικού είτε με δικαστική απόφαση, δυσαρέστησαν τους φεουδάρχες, οι οποίοι επεδίωξαν και πέτυχαν την 60 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π., σσ. 71-72 61 Γ. ΧΥΤΗΡΗΣ, Το Κερκυραϊκό αγροτικό πρόβλημα την επομένη της Ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου προξένου, ό.π., σσ. 11-12. 62 Στο ίδιο, σ. 11. 63 Α. Μ. ΙΔΡΩΜΕΝΟΥ, Συνοπτική ιστορία της Κέρκυρας, Κέρκυρα, Ι. Ναχαμούδη (Δαπάνη του Πετριδείου Κληροδοτήματος). 1895, σ. 117. 64 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π., σσ. 74-75. 39
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) τροποποίησή τους. Το 1830 ψηφίστηκε ο νόμος ΚΣΤ, που όριζε ότι τα φεουδαλικά κτήματα μετατρέπονται σε ελεύθερα, στην περίπτωση που οι φεουδάρχες πληρώσουν προς το δημόσιο χρηματικό ποσό ανάλογο με τα εισοδήματά τους 65. Ενδεικτικά παραθέτουμε την άποψη του κερκυραίου βουλευτή Πολυχρόνιου Κωνσταντά επί των προαναφερθέντων νόμων και της υλοποίησης αυτών, στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη Γ Σύνοδο της Βουλής του Ελληνικού Βασιλείου, το έτος 1867, περί του κερκυραϊκού ζητήματος: Εν έτει 1825-1827 εξεδόθησαν δύο νόμοι, δι ων ενομοθετείτο η κατάργησις των τιμαριωτικών δικαιωμάτων, και το εκ των εξαγορών μέρος, όπερ άνηκεν εις την Κυβέρνησιν, εδωρείτο εις τους τιμαριούχους υπό τον όρον της πραγματοποιήσεως του νόμου. Οι νόμοι όμως ούτοι έμειναν γράμμα κενόν, διό η κυβέρνησις του τρίτου κοινοβουλίου κατήργησεν αυτούς και ανέλαβε πλήρη τα δικαιώματά της 66. Οι κανονιστικές αυτές παλινδρομήσεις, όπως ήταν φυσικό, ούτε βοήθησαν τους αγρότες ούτε βελτίωσαν την αγροτική παραγωγή. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστεί σε θεσμικό επίπεδο και συλλογικά η δυσχερής οικονομική κατάσταση των χωρικών, οι οποίοι γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους φεουδάρχες, τους εμπόρους 67 καθώς και από τους τοκιστές που τους χρέωναν επιτόκια από 25% έως 30% ενώ, παράλληλα, τους εκβίαζαν και αγόραζαν την παραγωγή σε εξευτελιστικές τιμές, ο αρμοστής George Nugent-Grenville εξασφάλισε κονδύλια για τη χορήγηση προκαταβολών στους παραγωγούς με επιτόκιο 5-6% 68. Παράλληλα, ο αρμοστής Sir Howard Douglas, κατά τη διάρκεια της θητείας του (1835-1841), επεδίωξε την εγκαθίδρυση συνεργατικής και συνεταιριστικής πιστωτικής τράπεζας, μια από τις βασικές λειτουργίες της οποίας θα ήταν και η αντιμετώπιση του «προστυχίου» και των συνεπειών του. Οι προσπάθειές του ευοδώθηκαν και το 1839 συστάθηκε η Ιονική Τράπεζα, με άγγλους όμως μετόχους και όχι κερκυραίους 69. Έτσι, ο αρχικός στόχος του Sir Howard Douglas, η χρηματοδότηση δηλαδή των γεωργών, απέτυχε 70. 65 Στο ίδιο, σ. 75. 66 Συλλογή των κατά την Γ Σύνοδον της Βουλής 1867 γενομένων συζητήσεων Επί του Κερκυραϊκού Ζητήματος περί εδαφονομίων, αγροληψιών κλπ., Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1868, σ. 33 67 A. GEKAS, «Credit, Bankruptcy and Power in the Ionian islands under british rule, 1815-1864» άρθρο που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του XIV International Economic History Congress IEHC 2006, Helsinki, σ. 8. Βλέπε επίσης, A. GEKAS, «Business Culture and Entrepreneurship in the Ionian 68 Α. ΓΚΕΚΑΣ, Ε. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, «Εκχρηματισμός και νομισματοποίηση περιοχικών βαθμίδων», στο Θ. ΚΑ- ΛΑΦΑΤΗΣ, Ε. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Ελληνικού κράτους, τ. Α, ό.π., σσ. 228-230 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π., σ. 76. 69 Ε. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, «Δημόσιες πρόσοδοι έναντι περιοχικών θεσμικών ταμιευμάτων», στο Θ. ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, Ε. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Ελληνικού κράτους, τ. Α, ό.π., σσ. 124-125 Α. GEKAS, «Credit, Bankruptcy and Power in the Ionian islands under British rule, 1815-1864», ό.π., σ. 9. 70 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π., σ. 76. 40
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Sir Howard Douglas στον τομέα της γεωργίας συνεχίστηκαν. Το 1840, ψηφίζεται ο νόμος Θ ο οποίος ακυρώνει το νόμο ΚΣΤ του 1830, χαρακτηρίζοντάς τον ως ανεπιτυχή, και επαναφέρει σε ισχύ τους νόμους ΛΣΤ /1825 και ΞΖ /1827, οι οποίοι μπορούσαν να ισχύσουν μόνο για τους φεουδάρχες που δεν είχαν απελευθερώσει τα φέουδά τους σύμφωνα με το νόμο ΚΣΤ του 1830. Ο νόμος Θ εντάσσεται μέσα στις ευρύτερες προσπάθειας του κυβερνήτη να βοηθήσει την ανάπτυξη της γεωργίας, προσπάθειες που είχαν ξεκινήσει από το 1836 με τη συνδρομή του στην ίδρυση της γεωργικής εταιρίας για εκπαίδευση των αγροτών 71. Κατά το χρονικό διάστημα από το 1841 έως και την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, δεν υιοθετήθηκαν ρηξικέλευθα μέτρα, είτε πολιτικά είτε κανονιστικά, που να σχετίζονται με το αγροτικό πρόβλημα. Οι εξαγγελίες/παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν και παρατίθενται στη συνέχεια ήταν ήσσονος σημασίας και δεν επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη διαμορφωθείσα κατάσταση: α) κατά τη διάρκεια της αρμοστείας του Lord Seaton (1843-1849), καθιερώθηκε η βράβευση καλλιεργητών που παρουσίαζαν ξεχωριστή επίδοση, β) το 1847 ψηφίζεται ο νόμος ΛΘ, επεξηγηματικός του άρθρου 4 του νόμου Θ, όπου διευκρινίζεται ότι τα φέουδα εκείνα, για τα οποία η κυβέρνηση έλαβε, σε χρήματα ή σε κτήματα, το κεφάλαιο που αντιστοιχούσε στο φόρο που έπρεπε να πληρώσουν στο δημόσιο, είναι ελεύθερα σύμφωνα με το νόμο ΚΣΤ /1830, 72 και γ) ο τελευταίος αρμοστής Sir Henry Storks (1859-1863), παρακινούμενος από την πολιτική αναγκαιότητα της εποχής, στον εναρκτήριο λόγο του στη 12η Βουλή του Ιονίου Κράτους, θα αναφερθεί και στην αναγκαιότητα συγκρότησης Αγροτικής Τράπεζας 73. Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι η βρετανική διοίκηση αναγνώριζε το αγροτικό πρόβλημα και επεδίωξε να αλλάξει το υπάρχον σύστημα κατοχής, νομής και εκμετάλλευσης της γης. Πάντως, οι σχετικές νομοθετικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες δεν απέδωσαν, αφενός γιατί το κόστος εξαγοράς των κτημάτων ήταν ιδιαίτερα υψηλό και οι αγρολήπτες αδυνατούσαν να τα αγοράσουν αφετέρου επειδή θεσμικά συντηρούσαν την υπάρχουσα κατάσταση, η οποία οδηγούσε τους αγρολήπτες στο δανεισμό 71 Στο ίδιο, σ. 77. 72 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π. σ. 78 E. CALLIGAS, «Lord Seaton s reforms in the Ionian Islands, 1843-8: a race with time», European History Quarterly, (24/1197), σσ. 7-29 G. PAGRATIS, «The Ionian Islands under British Protection (1815-1864)», Anglo-Saxons in the Mediterranean. Commerce, Politics and ideas (XVII-XX Centuries), ό.π., σσ. 131-133. 73 Ο. Γ. Χυτήρης παραθέτει στο έργο του την αναφορά του Sir Henry Storks, όπως αυτή περιλαμβάνεται στα πρακτικά της ΙΒ Βουλής του Ιονίου κράτους: «Η ανάγκη συστάσεως Αγροτικών Τραπεζών μοι εγνωστοποιήθη λίαν προφανώς. Αναμφιβόλως ήθελεν είσθαι επιθυμητόν να συσταθώσι μέσα, προς βοήθειαν των γαιοκτημόνων, επ ευτελεί τόκω Ενθέρμως συσταίνω εις την Νομοθεσία, να λάβη μέτρα, ίνα αρχίση γενικόν κτηματολόγιον εκάστης νήσου. Τούτο ήθελεν είσθαι το πρώτον βήμα, προς σύστασιν Αγροτικής Τραπέζης. Βλέπε Γ. ΧΥΤΗΡΗΣ, Το Κερκυραϊκό αγροτικό πρόβλημα την επομένη της Ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου προξένου, ό.π., σσ. 11-12. 41
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) και, κατ επέκταση, στην οικονομική εξαθλίωση 74. Είναι αληθές ότι καθοριστικό ρόλο στη διαιώνιση του προβλήματος διαδραμάτισε η στάση των φεουδαρχών και των αστών κεφαλαιούχων, οι οποίοι ασκούσαν πιέσεις προς τη βρετανική διοίκηση για τη διατήρηση του υφιστάμενου γαιοκτητικού συστήματος 75. 74 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π. σ. 78 Έκθεσις της επί του αγροτικού ζητήματος Κέρκυρας επιτροπής, Κέρκυρα, 1865, passim. Διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης anemi: anemi.lib.uoc.gr 75 Ο. ΠΑΧΗ, Από το φεουδαλικό σύστημα γαιοκτησίας στο αγροτικό ζήτημα της Κέρκυρας (1864-925), ό.π. σ. 78 Γ. ΧΥΤΗΡΗΣ, Το Κερκυραϊκό αγροτικό πρόβλημα την επομένη της Ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου προξένου, ό.π., σσ. 35-36. 42
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Ο ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟΣ ΕΛΑΙΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1864-1938 Η Ένωση της Επτανήσου με το Ελληνικό Βασίλειο Η ενσωμάτωση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα, υπό τους όρους που αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά 76 αποτέλεσε συνάρτηση περισσοτέρων του ενός παραγόντων, δηλαδή της απαρέγκλιτης εμμονής της μεγάλης πλειονότητας των Επτανησίων στην Ένωση με το Ελληνικό Βασίλειο, της δυναμικής προσαρμογής του Ηνωμένου Βασιλείου στα δεδομένα της τρέχουσας συγκυρίας και της εποικοδομητικής συμμετοχής, στο τελικό έστω στάδιο των διαπραγματεύσεων, της ελληνικής πλευράς, εκπροσωπούμενης από το Χαρίλαο Τρικούπη 77. Η ένωση με την Ελλάδα ικανοποίησε, ασφαλώς, τη συντριπτική πλειοψηφία των Κερκυραίων. Εντούτοις, η κοινή πλέον εθνική πορεία ξεκίνησε με το σημαντικότατο πρόβλημα της προσαρμογής της Κέρκυρας στα νέα δεδομένα του Ελληνικού κράτους. Η προσαρμογή αυτή (αφομοίωση όπως ονομάστηκε από μερίδα ερευνητών) αφορούσε επιμέρους τομείς του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού βίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένους που σχετίζονται με τη μελέτη μας: I. Διοικητικός: Η Κέρκυρα, από πρωτεύουσα ενός μικρού ημιαυτόνομου κράτους με διαχειριστική και διοικητική αυτοτέλεια, καλείται πλέον να προσαρμοσθεί στη διοικητική δομή του Ελληνικού Βασιλείου 78, II. Φορολογικός: Διαφορετική διάρθρωση της φορολογίας στο Ελληνικό Βασίλειο από αυτή που υπήρχε στα Ιόνια νησιά, η οποία δημιούργησε στην αρχή προβλήματα 79. III. Οικονομικός: Η οικονομική συμπεριφορά και επίδοση των κατοίκων της Επτανήσου ενσωματώνεται πλέον και ρυθμίζεται από τους κανόνες δικαίου ενός νεοσύστατου έθνους-κράτους, με αναπτυσσόμενη οικονομία και θεσμούς 80, ενώ, μέχρι 76 Βλέπε σχετικά: R. HOLLAND, «Anglo Hellenic relations and enosis questions in comparative perspective», στο Ε. ΓΑΡΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004, ό.π., σσ. 341-354 Κ. ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Η ενσωμάτωση της Επτανήσου στην Ελλάδα: σταθμός στην εφαρμογή της αλυτρωτικής πολιτικής», Πρακτικά ΣΤ Πανιονίου Συνεδρίου, ό.π., 528-529. 77 Κ. ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα», στο Ε. ΓΑΡ- ΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004,ό.π., σσ. 328-329. 78 Για αναλυτική παρουσίαση ως προς τα προβλήματα που προέκυψαν σε θεσμικό επίπεδο και τα στάδια προσαρμογής που απαιτήθηκαν για την προσαρμογή του διοικητικού συστήματος των Ιονίων Νήσων στη δομή της τοπικής αυτοδιοίκησης του Ελληνικού Βασιλείου βλ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ, «Οι επιδράσεις της Ένωσης στη Διοίκηση των Επτανήσων», Περί Ιστορίας, (1/1996), σσ. 90-95. 79 Στο ίδιο, σσ. 97-100 Ξ. ΒΛΑΧΟΣ, «Από την ένωση ως σήμερα», στο Θ. ΠΑΠΠΑΣ (επιμ.), Κέρκυρα. Εγχειρίδιο τοπικής ιστορίας, Κέρκυρα, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο-Δήμος Κερκυραίων, 2000, σσ. 19 80 Θ. ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, Ε. ΠΡΟΝΤΖΑΣ, (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Ελληνικού κράτους, τ. Α -Γ, Αθήνα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2011, passim. 7-198. 43
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) πρότινος, καθοριζόταν από τις επιδιώξεις, το διαμορφωμένο πλαίσιο και τις σκοπιμότητες μιας αποικιοκρατικής δύναμης, η οποία, την περίοδο εκείνη, πρωτοστατούσε στη βιομηχανική επανάσταση και το διηπειρωτικό εμπόριο 81. Επίσης, οι αλλαγές στον οικονομικό βίο είναι αισθητές τόσο στο επίπεδο της μακροοικονομίας, όσον αφορά τη διαχείριση των εσόδων, όσο και στο επίπεδο των δημοσιονομικών επιπτώσεων της ενσωμάτωσης και ένταξης της κερκυραϊκής οικονομίας στο Ελληνικό Βασίλειο 82. IV. Αγροτικός: Το μείζον ζήτημα του κερκυραϊκού αγροτικού προβλήματος κληροδοτήθηκε από το Ιόνιο κράτος στο Ελληνικό Βασίλειο και αποτέλεσε πλέον ειδική συνιστώσα της ευρύτερης προβληματικής κατάστασης των εθνικών γαιών, με τις ιδιαιτερότητες, ασφαλώς, των κερκυραϊκών γαιοκτητικών σχέσεων νομής και κατοχής 83. Περί Στατιστικών απογραφών στο Ελληνικό Κράτος Η ενσωμάτωση των Ιονίων Νήσων στο Ελληνικό Βασίλειο επέφερε, αυτομάτως και αυτοδικαίως, και την ένταξή τους στη γραφειοκρατική και θεσμική οργάνωση αυτού. Η διττή αυτή ένταξη αναδεικνύει και τη διαφορετική φιλοσοφία στον τρόπο οργάνωσης και αξιολόγησης των πρακτικών και των αποτελεσμάτων της διοίκησης ανάμεσα σε μια οργανωμένη αποικιοκρατική δύναμη (Μεγάλη Βρετανία) και ένα νεοσύστατο κράτος (Ελληνικό Βασίλειο). Πιο συγκεκριμένα, ενώ κατά τη διάρκεια της αγγλικής παρουσίας στην Κέρκυρα διενεργούνταν ετήσιες απογραφές, οι οποίες και κατέγραφαν τα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του νησιού, στο νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο, κατά την ίδια χρονική περίοδο, δεν πραγματοποιείται κάτι αντίστοιχο για το σύνολο των επαρχιών του 84, παρά μόνο παρατηρούνται κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες, ορισμένες δε εξ αυτών με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. 81 Βλέπε σχετικά: A. GEKAS, «The Merchants of the Ionian Islands between East and West: Forming international and local networks»,στο M. S. BEERBUHL, J. VOGELE, Spinning the Commercial Web. International Trade, Merchants, and Commercial Cities, c. 1640-1939, England, Peter Lang Pub Inc, 2004, σσ. 43-65. 82 Α. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Δημοσιονομικές επιπτώσεις της ένωσης της Επτανήσου», στο Ε. ΓΑΡΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004, ό.π., σσ. 341-354 83 Κ. ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Αθήνα, Εξάντας, 1975 Ι. ΤΟΥΡΛΙΝΟΣ, Παρατηρήσεις επί του αγροτικού ζητήματος της νήσου Κέρκυρας, Κέρκυρα, Η ΙΟΝΙΑ, 1867. Διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης anemi: anemi. lib.uoc.gr Α. ΣΙΔΕΡΙ. Αγροτικόν ζήτημα Κέρκυρας, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α, Αθήνα, Δρανδάκης Παύλος, 1926. 84 Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι γενικότερα οι απογραφές που λάμβαναν χώρα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα είχαν στόχο κυρίως τη σύνταξη φορολογικών και στρατολογικών κατάστιχων. Τα Ιόνια νησιά, η Μάλτα και η Κύπρος διαφέρουν λόγω της Βρετανικής παρουσίας. Βλέπε Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 11 Δ. ΑΝΩΓΙΑΤΗ- PELÉ, Έξι γαλλικά υπομνήματα για τα Επτάνησα και τον απέναντι Ηπειρωτικό χώρο(1798-1809), Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 1993, σσ. 7-17. 44
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Οι πρώτες απογραφικές προσπάθειες της διοίκησης του Ι. Καποδίστρια, παρ ότι ήταν αξιοσημείωτες για το χώρο και την εποχή τους, απέφεραν άνισα αποτελέσματα. Μεγάλο μέρος της επικράτειας απουσίαζε, ενώ ο απώτερος σκοπός που επεδίωκε να εξυπηρετήσει η απογραφή, στο πλαίσιο των διεθνών διπλωματικών στόχων του Κυβερνήτη, κατέστησε μη αξιοποιήσιμα τα αποτελέσματά της 85. Το εκσυγχρονιστικό πνεύμα (sic!) που ενέπνεε την κρατική γραφειοκρατία κατά την πρώτη περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα «προίκισε» το Υπουργείο Εσωτερικών με μια ειδική υπηρεσία, το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας (1835), το οποίο όφειλε να καλύψει το χωρογραφικό και πολιτικοοικονομικό κλάδο της αρμοδιότητάς του 86. Πρακτικά ωστόσο, έως και το 1858, το Γραφείο, όντας υποστελεχωμένο εξαιτίας των δημοσιονομικών περικοπών του κρατικού προϋπολογισμού, υπολειτουργούσε 87. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1880, το Τμήμα Στατιστικής (το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας το 1860 χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα, ένα εκ των οποίων ήταν το τμήμα Στατιστικής) δραστηριοποιείται και η πραγματοποίηση στατιστικών απογραφών και η έκδοση των αντίστοιχων πορισμάτων και μελετών αποκτούν περιοδικό «χαρακτήρα», ειδικότερα δε με την έκδοση των Πινάκων Εμπορίου (Βλέπε Τόμο Δεύτερο της μελέτης, Ενότητα 4η), οι οποίοι δημοσιεύονται, από το 1859 έως και το 1874 και από το 1886 και έπειτα, αδιαλείπτως 88. Εντούτοις, η ουσιαστική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση του Τμήματος Στατιστικής πραγματοποιείται το 1910. Θεσμικός φορέας των εξελίξεων είναι το Υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, που ιδρύεται το 1910 και μετονομάζεται σε Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το 1911 89. Στο νεοσυσταθέν Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ιδρύεται Τμήμα Στατιστικής, που αργότερα αναβαθμίζεται σε Κεντρική Διεύθυνση Στατιστικής, και έχει την ευθύνη της συλλογής, επεξεργασίας και δημοσίευσης όλων των εθνικών στατιστικών που αναφέρονται στον πληθυσμό, τη φυσική κίνηση του πληθυσμού και τη μετανάστευση, στην παραγωγή της γεωργίας, της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας και συναφών κλάδων, καθώς και στις μεταφορές, το εσωτερικό / εξωτερικό εμπόριο, τις επικοινωνίες, τη δικαιοσύνη, τις τιμές κλπ 90. 85 Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π, σσ. 11-12. 86 Στο ίδιο, σ. 12 Μ. ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, «Ιστορική εξέλιξις της κρατικής Στατιστικής εν Ελλάδι, 1821-1971», στο Μ. ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ (επιμ.), Στατιστικαί Μελέται, 1821-1971, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1972, σ. 18. 87 Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π, σ. 12. Βλέπε επίσης Α. ΜΑΝΣΟΛΑΣ, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, (Εισαγωγή Θ. ΒΕΡΕΜΗ, Π. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Κ. Α. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ), Αθήνα, Ανατύπωση Καραβιά Δ. Ν., 1980, σ. 21. 88 Στο ίδιο, σ. 12 Ανασκόπηση της πορείας της Στατιστικής υπηρεσίας στην Ελλάδα. Διαθέσιμο στο δικτυακό κόμβο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής: www.statistics.gr 89 Β. ΔΕΛΕΓΚΟΥ, Η Ιστορία του Δημόσιου Οικονομικού Χώρου του Ελληνικού Κράτους (1821-1940), Διδακτορική Διατριβή, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2009, passim. 90 Ανασκόπηση της πορείας της Στατιστικής υπηρεσίας στην Ελλάδα. Διαθέσιμο στο δικτυακό κόμβο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής: www.statistics.gr. Βλέπε επίσης Α. ΟΓΓΑΡΗ, Η Δημογραφική πρόβλεψη στην υπηρεσία της Κοινωνικής Ασφάλισης, Διπλωματική Εργασία Μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2012, σσ. 14-15. 45
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Ας επανέλθουμε στον κερκυραϊκό ελαιώνα και στο ρόλο που διαδραμάτισε στη διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας του νησιού κατά τον 20ο αιώνα, έτσι όπως αρθρώνεται στις ενότητες του δεύτερου κεφαλαίου που ακολουθούν, όπου αναπτύσσεται συνεχώς και σε παράλληλο διττό επίπεδο ο διάλογος μεταξύ των ποιοτικών αναλύσεων (εκδεδομένα αρχεία/πηγές, θεσμικά κείμενα) και των ποσοτικών τεκμηρίων των στατιστικών απογραφών και μελετών του Ελληνικού κράτους. Η Στατιστική γεωργίας του 1887 και η θέση του κερκυραϊκού ελαιώνα Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν δύο στατιστικές απογραφές που αφορούν τη γεωργική παραγωγή, η πρώτη το 1860-1861 και η δεύτερη το 1887. Στην παρούσα μελέτη θα επικεντρωθούμε μόνο στην απογραφή του 1887, καθώς η Κέρκυρα δεν περιλαμβάνεται στην απογραφή του 1860, δεδομένου ότι δεν αποτελούσε ακόμη τμήμα του Ελληνικού κράτους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι, από την ανάλυση των ποσοτικών δεδομένων της στατιστικής του 1887, δεν προχωρήσαμε στη διατύπωση συμπερασμάτων, αλλά περιοριστήκαμε στην οριοθέτηση των τάσεων. Ο λόγος είναι προφανής. Η καλλιέργεια του ελαιώνα είναι διετής, ως Πίνακας 1.18: Παραγωγή ελαιολάδου και ελιών (1887, ποσοστιαία κατανομή έκτασης, και αξίας). Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 422, επεξ. συγγρ. 46
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ εκ τούτου, τα στοιχεία ενός και μόνον έτους δεν αποτελούν αξιόπιστη πηγή εξαγωγής συμπερασμάτων ως προς την ερμηνεία των δεδομένων. Στην ελληνική επικράτεια, το έτος 1887 η ελαιοκαλλιέργεια κάλυπτε έκταση άνω των 1.200.000 στρεμμάτων, με την Κέρκυρα να κατέχει το 15% (183.095 στρέμματα) της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης και το δεύτερο μεγαλύτερο ελαιώνα του Ελληνικού κράτους, μετά τη Λακωνία. Η παραγωγή του κερκυραϊκού ελαιολάδου ανερχόταν σε 15.883 τόνους και αποτελούσε το 11,12% της συνολικής εθνικής του προϊόντος. Σε επίπεδο αξίας όμως, η κερκυραϊκή παραγωγή κάλυπτε το 14,67% της συνολικής αξίας του παραγόμενου στο Ελληνικό κράτος ελαιολάδου (Βλέπε Πίνακα 1.18). Ως προς τις αποδόσεις του κερκυραϊκού ελαιώνα σε ελαιόλαδο και υπό το πρίσμα της συγκριτικής προσέγγισης, διαπιστώνουμε τα εξής: α) η ποσότητα ανά στρέμμα στην Κέρκυρα είναι 86,75 χγρ. και αποτελεί μια από τις χαμηλότερες αποδόσεις (ενδεχομένως αυτό να σχετίζεται είτε με τη διετή απόδοση της καλλιέργειας και το έτος 1887 να μην ήταν το παραγωγικό της διετίας, είτε με αυτό που υποστηρίζουν πλήθος ερευνητών και μελετητών, ότι, δηλαδή, οι κερκυραίοι γεωργοί και αγρότες δεν καλλιεργούσαν τον ελαιώνα και ήταν διστακτικοί στην υιοθέτηση σύγχρονων μεθόδων καλλιέργειας), β) η απόδοση ανά στρέμμα κυμαινόταν επίσης σε χαμηλά επίπεδα (23,68 δραχμές ανά στρέμμα), γεγονός που δεν εκπλήσσει, αφού και η ποσότητα ανά στρέμμα, όπως μόλις προαναφέρθηκε, ήταν χαμηλή και γ) η κατά κεφαλή παραγωγή (138,68 χγρ.) ελαιολάδου, σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο παραμέτρους, είναι από τις υψηλότερες της χώρας, πιθανόν λόγω της μεγάλης έκτασης του κερκυραϊκού ελαιώνα σε σύγκριση με τις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Διάγραμμα 1.19: Ποσότητα ελαιολάδου ανά στρέμμα (1887, ελληνική επικράτεια)*. * Η ποσότητα είναι σε χιλιογραμμάρια. Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 422, επεξ. συγγρ. 47
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Αναφορικά με την ποσότητα και την αξία των ελαιών του κερκυραϊκού ελαιώνα, από τα Διαγράμματα 1.22 και 1.23 λαμβάνουμε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες. Η κερκυραϊκή παραγωγή ελαιών αποτελούσε το 15,58% της πανελλήνιας, ενώ η αξία της αντιστοιχούσε στο 15,28% της συνολικής αξίας του Διάγραμμα 1.20: Απόδοση ελαιολάδου ανά στρέμμα (1887, ελληνική επικράτεια)* * Οι τιμές μετρούνται σε δραχμές. Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 422, επεξ. συγγρ. Διάγραμμα 1.21: Κατά κεφαλή παραγωγή ελαιολάδου (1887, ελληνική επικράτεια)* * Η ποσότητα είναι σε χιλιογραμμάρια. Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 422, επεξ. συγγρ. 48
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ προϊόντος. Στις επόμενες ενότητες του δεύτερου κεφαλαίου, όπου θα αναφερθούμε στη χρονική περίοδο 1911 1940, διαπιστώνουμε ότι οι τάσεις αυτές ανατρέπονται. Διάγραμμα 1.22: Ποσοστιαία κατανομή της συνολικής ελιών (1887, ελληνική επικράτεια) Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 422, επεξ. συγγρ. Διάγραμμα 1.23: Ποσοστιαία κατανομή της συνολικής παραγόμενης αξίας ελιών (1887, ελληνική επικράτεια) Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 422, επεξ. συγγρ. 49
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Χρήσεις της γης, παραγόμενη ποσότητα και αξία της, μια συγκριτική αποτύπωση (1911-1938) Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και, κυρίως, από το 1911, οι γεωργικές στατιστικές, όπως προαναφέρθηκε, πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση. Τα διαθέσιμα λοιπόν στοιχεία σχετικά με την έκταση, την παραγωγή, την αξία και το εργατικό δυναμικό του κερκυραϊκού ελαιώνα χρονολογούνται από το 1911 και συνεχίζουν να καταγράφονται έως και σήμερα. Στην παρούσα μελέτη θα επικεντρωθούμε στο χρονικό διάστημα από το 1911 έως και το 1938. Στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 1.24), αποτυπώνεται η αγροτική κατάταξη της καλλιεργήσιμης έκτασης της κερκυραϊκής υπαίθρου (1911-1950) μέσα από τρεις γεωργικές απογραφές που διενεργήθηκαν το 1911, το 1929 και το 1950. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι, στη διάρκεια της περιόδου από το 1911 έως και το 1950, ο ελαιώνας εξακολουθεί να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της καλλιεργήσιμης γεωγραφικής έκτασης του νησιού. Το 1911 αποτελούσε το 52,66%, το 1929 το 41,59% και το 1950 το 47,70%. Σε ακριβείς αριθμούς, το 1911 καταλάμβανε έκταση 185.853 στρεμμάτων, το 1929 144.364 στρεμμάτων και το 1950 161.762 στρεμμάτων. Παράλληλα, η «ανταγωνιστική» προς τους ελαιώνες καλλιέργεια των αμπελώνων καταλαμβάνει όλο και λιγότερα στρέμματα στην πορεία του χρόνου. Αν λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι, βάσει της απογραφής του 1887, οι αμπελώνες καταλάμβαναν 142.642 στρέμματα (οι ελαιώνες την ίδια περίοδο καταλάμβαναν 183.095 στρέμματα) και ότι στην απογραφή του 1950 καταλαμβάνουν μόνο 34.801, διαπιστώνουμε ότι έχουν συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό, όσο και αν τα στοιχεία των απογραφών δεν είναι απολύτως αξιόπιστα. Σχετικά με την παραγωγή και την αξία του κερκυραϊκού ελαιολάδου, παρουσιάζουμε στοιχεία σε απόλυτες τιμές, οριοθετώντας, συγχρόνως, τη θέση του κερκυραϊκού ελαιόλαδου στη συνολική αγροτική οικονομία του αγαθού αυτού σε πανελλήνιο επίπεδο. Από το Διάγραμμα 1.25 παρατηρούμε ότι η παραγομένη ποσότητα ελαιολάδου παρουσιάζει αυξητική τάση κατά την περίοδο 1916 έως και 1924 και, στη συνέχεια, ακολουθεί μια πτωτική πορεία έως και το 1928, ενώ από το 1929 και μετά η τάση παρουσιάζεται και πάλι αυξητική (η οριοθέτηση της είναι διετής, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου τρόπου απόδοσης των ελαιοδέντρων, αντίστοιχα και η γραμμή τάσης του διαγράμματος είναι διετούς κύκλου). Ωστόσο, καθ όλη την περίοδο από το 1916 έως και το 1938, η συνολική αξία του κερκυραϊκού ελαιολάδου βαίνει συνεχώς αυξανόμενη. Η τάση αυτή πιθανώς δικαιολογείται και από τη συνεχή αύξηση της τιμής του ελαιολάδου 91. 91 Για την περίοδο από το 1928 έως και το 1931, οπότε παρατηρείται πτώση της τιμής του ελαιολάδου, η αξία του κερκυραϊκού ελαιόλαδου βαίνει αυξανόμενη, καθώς την ίδια περίοδο βαίνει αυξανόμενη η παραγόμενη ποσότητα. Βλέπε Διαγράμματα 1.26, 1.27 και 1.28. 50
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Πίνακας 1.24: Αγροτική κατάταξη της καλλιεργήσιμης έκτασης της κερκυραϊκής υπαίθρου (1911-1950, έκταση σε στρέμματα & % κατανομή). Πηγές: * Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γεωργική απογραφή του έτους 1911. Γεωργικαί εκτάσεις, γεωργική παραγωγή και αξία αυτής. Ιόνιες νήσοι, Αθήνα Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1911, passim ** Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γεωργική και κτηνοτροφική απογραφή της Ελλάδος του έτους 1929. Ιόνιες Νήσοι, Αθήνα, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1929, passim *** Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Αποτελέσματα γεωργικής απογραφής της Ελλάδος έτους 1950, Αθήνα, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1950, passim. 51
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Διάγραμμα 1.25: Παραγωγή κερκυραϊκού ελαιολάδου (1916-1938, ποσότητα σε τόνους). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Διάγραμμα 1.26: Αξία κερκυραϊκού ελαιολάδου (1916-1938, τιμές σε εκατ. δρχ.). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Όσον αφορά την τιμή του κερκυραϊκού ελαιολάδου, παρατηρούμε ότι ακολουθεί την τάση της τιμής που διαμορφώνεται σε πανελλήνιο επίπεδο (Διάγραμμα 1.27). Από το 1917 έως και το 1927 ακολουθεί συνεχώς ανοδική πορεία, ενώ από το 1928 διαγράφει πτωτική τάση, η οποία συνεχίζεται έως και το 1931. Η πτώση αυτή συνδέεται πιθανώς με την παγκόσμια οικονομική κρίση και με το γεγονός ότι, από το 1928 έως 52
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Διάγραμμα 1.27: Τιμές του ελαιολάδου (1917-1938, τιμή σε δρχ. ανά 100χγρ.). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. και το 1931, αυξάνεται η ποσότητα. Τέλος, από το 1932 η τιμή του κερκυραϊκού ελαιολάδου κινείται συνεχώς ανοδικά. Τα Διαγράμματα 1.28 και 1.29 μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τις αποδόσεις ( και αξίας) του κερκυραϊκού ελαιώνα. Η ποσότητα Διάγραμμα 1.28: Ποσότητα κερκυραϊκού ελαιολάδου ανά στρέμμα (1911-1938)* * Η ποσότητα είναι σε χιλιογραμμάρια. Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής 53
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) ελαιολάδου ανά στρέμμα είναι, κατά μέσο όρο, 41,60 χγρ. το χρόνο, ενώ η τυπική απόκλιση που παρουσιάζεται είναι 33,58 χγρ., γεγονός που δικαιολογείται, βεβαίως, λόγω του διετούς κύκλου απόδοσης. Γενικότερα, οι ποσότητες ανά στρέμμα ποικίλλουν και κυμαίνονται από τα 20 χγρ. στις «κακές» σοδειές έως άνω των 70 χγρ. στις χρονιές με υψηλή παραγωγή. Παράλληλα με τις διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την παραγωγή ανά στρέμμα κινείται και η απόδοση ανά στρέμμα (αξία του ελαιολάδου ανά στρέμμα), με μακροχρόνια, ωστόσο, αυξητική τάση έως και το 1931 και με εντονότερες διακυμάνσεις από το 1932 έως και το 1938 (Βλέπε σχετικά Διάγραμμα 1.29 καθώς και τη γραμμή τάσης επί της σειράς των δεδομένων). Διάγραμμα 1.29: Παραγόμενη αξία κερκυραϊκού ελαιολάδου ανά στρέμμα (1911-1938)* * Η τιμή είναι σε δραχμές. Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Τα διαθέσιμα ποσοτικά τεκμήρια δίνουν τη δυνατότητα να αποτυπώσουμε και τη «θέση», υπό την έννοια της συμμετοχής, του κερκυραϊκού ελαιώνα στη συνολική αγροτική παραγωγή ελαιολάδου. Από το Διάγραμμα 1.30 αντιλαμβανόμαστε ότι, από το 1911 έως και το 1922, η παραγωγή του κερκυραϊκού ελαιολάδου αποτελούσε σημαντικό τμήμα της συνολικής πανελλήνιας του προϊόντος, με ποσοστά συμμετοχής που έφθαναν το 48,44%. Από το 1924 έως και το 1938, το ποσοστό συμμετοχής του κερκυραϊκού ελαιολάδου κινείται έως και το 16,29% της συνολικής. Παρόμοια τάση παρουσιάζει και η αξία του κερκυραϊκού ελαιολάδου ως προς τη συνολική αξία παραγόμενου ελαιολάδου στην Ελλάδα (βλέπε Διάγραμμα 1.31). Οι τάσεις αυτές δικαιολογούνται αφενός από το γεγονός ότι η παραγωγή, από το 1923 54
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ έως και το 1931, κινούνταν πτωτικά αφετέρου από την ένταξη στην ελληνική επικράτεια νέων επαρχιών, οι οποίες ήταν ελαιοπαραγωγικές περιοχές (Κρήτη, Λέσβος). Διάγραμμα 1.30: Ποσοστιαία συμμετοχή του κερκυραϊκού ελαιολάδου στην πανελλήνια παραγωγή (1911-1938). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Διάγραμμα 1.31: Ποσοστιαία συμμετοχή του κερκυραϊκού ελαιολάδου στην πανελλήνια συνολική αξία (1911-1918). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. 55
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο νομός της Κέρκυρας, κατά το χρονικό διάστημα από το 1911 έως και το 1938, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους επτά νομούς του Ελληνικού κράτους με τα υψηλότερα ποσοστά παραγόμενης ποσότητας (Βλέπε Διάγραμμα 1.32) και παραγόμενης αξίας (Βλέπε Διάγραμμα 1.33) ελαιολάδου. Πρέπει να επισημανθεί δε ότι, κατά τα έτη 1911, 1921, 1923 και 1935, η Κέρκυρα ήταν ο νομός με την υψηλότερη παραγωγή. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι επτά αυτοί νομοί (Χανιά, Μεσσηνία, Λέσβος, Λακωνία, Κέρκυρα, Ηράκλειο, Αχαΐα), από το 1917 έως και το 1938, παρήγαγαν άνω του 50% της ετήσιας ελαιολάδου και της αξίας αυτού, στο σύνολο της επικράτειας. Όσον αφορά το δεύτερο σημαντικό προϊόν που παράγεται από τον κερκυραϊκό ελαιώνα, τις ελιές δηλαδή, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική συγκρινόμενη με την παραγωγή ελαιολάδου. Η ετήσια κερκυραϊκή παραγωγή είναι πολύ χαμηλή και υπολείπεται κατά πολύ της μέσης παραγόμενης ποσότητας σε πανελλήνιο επίπεδο (Βλέπε Πίνακα 1.35). Ως εκ τούτου, και η ποσοστιαία συμμετοχή της κερκυραϊκής ελιών στη συνολική παραγωγή είναι πολύ χαμηλή και κυμαίνεται σε ποσοστά κοντά στο 1% της πανελλήνιας (Βλέπε Διάγραμμα 1.34). Επίσης, Διάγραμμα 1.32: Ποσοστιαία κατανομή της παραγόμενης ποσότητας ελαιολάδου ανάμεσα στις 38 Επαρχίες (1911-1938). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. 56
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Διάγραμμα 1.33: Ποσοστιαία κατανομή της συνολικής αξίας της ελαιολάδου ανάμεσα στις 38 Επαρχίες (1911-1938). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Διάγραμμα 1.34: Ποσοστιαία συμμετοχή της κερκυραϊκής ελαιών στη συνολική πανελλήνια παραγωγή (1911-1938). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. 57
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) παρατηρώντας το Διάγραμμα 1.36 διαπιστώνουμε ότι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της παραγόμενης αξίας του κερκυραϊκού ελαιώνα προέρχεται από την παραγωγή ελιών. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το έτος 1920, κατά την υπόλοιπη δε εξεταζόμενη περίοδο (1911-1938), η παραγωγή των ελιών συνεισέφερε το 1% με 2% της συνολικής παραγόμενης αξίας. Η σημασία του κερκυραϊκού ελαιώνα και των προϊόντων του για τη διαμόρφωση της αγροτικής οικονομίας του νησιού απεικονίζεται και στα τρία Διαγράμματα που ακολουθούν. Στα Διαγράμματα 1.37 και 1.38 απεικονίζεται η ποσοστιαία κατανομή της αξίας της αγροτικής για τα έτη 1937 και 1938 και, στην απεικόνιση αυτή, αποτυπώνεται συγχρόνως ξεκάθαρα η «κυριαρχία» των προϊόντων (ελαιόλαδο, ελιές) του ελαιώνα. Κατά το έτος 1937, το 55,14% της συνολικής παραγόμενης αξίας προερχόταν από το ελαιόλαδο και τις ελιές, αντίστοιχα για το έτος 1938 το αντίστοιχο Πίνακας 1.35: Παραγωγή ελιών (1911-1938, παραγωγή σε τόνους). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. 58
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Διάγραμμα 1.36: Ποσοστιαία κατανομή της παραγόμενης αξίας των προϊόντων του κερκυραϊκού ελαιώνα (1911-1938). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. 59
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Διάγραμμα 1.37: Ποσοστιαία κατανομή της αξίας της αγροτικής της Κέρκυρας (1937). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. εύθυνση Στατιστικής. Διάγραμμα 1.38: Ποσοστιαία κατανομή της αξίας της αγροτικής της Κέρκυρας (1938). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. 60
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ ποσοστό φθάνει στο 36,98%. Αντίστοιχες διαπιστώσεις προκύπτουν και από το Διάγραμμα 1.39. Κατά το χρονικό διάστημα από το 1927 έως και το 1936, η εκ του κερκυραϊκού ελαιώνα παραγόμενη αξία αποτελούσε, κατά μέσο όρο, το 29,58% της συνολικής αξίας της αγροτικής των Ιονίων Νήσων (με τυπική απόκλιση κατά την περίοδο αυτή στο 13,25%). Διάγραμμα 1.39: Ποσοστιαία συμμετοχή του κερκυραϊκού ελαιώνα στη συνολική παραγόμενη αξία αγροτικών προϊόντων των Ιονίων Νήσων (1927-1936). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Ανθρώπινο δυναμικό Η «εικόνα» που αποτυπώνεται σε προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με το εργατικό δυναμικό της Κέρκυρας κατά το 19ο αιώνα και τις κύριες επαγγελματικές δραστηριότητές του επαναλαμβάνεται, με περίπου παρεμφερείς τάσεις, και κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού απασχολείται, κυρίως, στον αγροτικό τομέα. Εύλογα υποθέτουμε λοιπόν ότι και το μεγαλύτερο μέρος αυτού απασχολείται στις δραστηριότητες του ελαιώνα. Το 1907 το 13,73% του πληθυσμού απασχολούνταν στο γεωργικό τομέα, ενώ για το 1920 και το 1928 τα ποσοστά αυτά ήταν 21,72% και 27,11% αντίστοιχα (Βλέπε Πίνακα 1.40). Ακόμα πιο διαφωτιστικά είναι τα στοιχεία που παρατίθενται στον Πίνακα 1.41. Κατά την απογραφή του 1907, το 45,31% του εργαζόμενου πληθυσμού της Κέρκυρας απασχολούνταν στη γεωργία, ενώ για τα έτη 1920 92 και 1928 τα σχετικά ποσοστά ήταν 56,86% και 56,64% αντίστοιχα. 92 Το ποσοστό 56,86% περιλαμβάνει τον απασχολούμενο πληθυσμό που δραστηριοποιείται στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη θήρα καθώς και την αλιεία. 61
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Πίνακας 1.40: Κατά επάγγελμα ποσοστιαία κατανομή του απασχολούμενου πληθυσμού της Κέρκυρας επί του συνολικού πληθυσμού (1907-1928). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Εξωτερικό εμπόριο, φορολογικές επιβαρύνσεις και δημόσια έσοδα Από τα έως τώρα παρατεθέντα στοιχεία, είναι προφανές ότι το ελαιόλαδο είναι το κατεξοχήν προϊόν της Κέρκυρας και κυριαρχεί στην τοπική οικονομία. Παράλληλα, η μελέτη των πινάκων εξωτερικού εμπορίου μας δίνει τη δυνατότητα να σκιαγραφήσουμε το προφίλ του κερκυραϊκού ελαιολάδου ως εξαγώγιμου προϊόντος, τόσο σε επίπεδο ποσότητας και αξίας συγκριτικά με άλλα προϊόντα όσο και ως προς την οριοθέτηση των εμπορικών διαδρομών που ακολουθεί. Από τα Διαγράμματα που παρατίθενται στη συνέχεια αποδεικνύεται και η κυριαρχία του κερκυραϊκού ελαιολάδου ως προς τη συνολικές εξαγωγές ελαιολάδου απ όλη την Ελλάδα. Κατά το χρονικό διάστημα από το 1887 έως και το 1918, το κερκυραϊκό ελαιόλαδο αποτελεί το 46,77% 62
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Πίνακας 1.41: Κατά επάγγελμα ποσοστιαία κατανομή του απασχολούμενου πληθυσμού της Κέρκυρας (1907-1928). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής.. της συνολικής εξαγόμενης ποσότητας του αγαθού αυτού (Διάγραμμα 1.42) και η αξία του ανέρχεται στο 46,79% (Διάγραμμα 1.43) της συνολικής αξίας των εξαγωγών ελαιολάδου της χώρας 93. Είναι γεγονός ότι οι δρόμοι του εξωτερικού εμπορίου των αγροτικών προϊόντων της Επτανήσου δεν είναι όμοιοι για κάθε ένα από τα νησιά της. Αποκλίνουν, συγκλίνουν και διασταυρώνονται με το εσωτερικό πλέγμα των εμπορικών δρόμων μεταξύ των ίδιων των νησιών. Στην περίπτωση της κερκυραϊκής αγροτικής οικονομίας, ενταγμένης στο πλαίσιο του Ελληνικού Βασιλείου, η εξωτερική αγορά ελαιολάδου ακολουθεί, ως επί το πλείστον, τους δρόμους της Κεντρικής Ευρώπης καθώς και, ιδιαίτερα, της Μαύρης Θάλασσας-Ρουμανίας-Ρωσίας 94. Γεγονός, λοιπόν, είναι ότι ο διεθνής χαρακτήρας του ελαιολάδου, ως εξαγώγιμου αγαθού, είναι αδιαμφισβήτητος. 93 Βλέπε σχετικά: Κ. Σ. ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Ο ρόλος του Κερκυραϊκού ελαιώνα στη διαμόρφωση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας του νησιού κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, τ. Β Τεκμήρια Ποσοτικής Ανάλυσης,.ο.π., σ. 288. 94 Θ. ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, «Οι κοινωνικές επιπτώσεις του εμπορικού κύκλου των εξαγώγιμων προϊόντων στα Επτάνησα», στο Ε. ΓΑΡΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004, τ. Α, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων Ακαδημία Αθηνών, 2005 σσ. 290-291. 63
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Διάγραμμα 1.42: Ποσοστιαία συμμετοχή της παραγόμενης ποσότητας του κερκυραϊκού εξαγώγιμου ελαιολάδου επί του συνόλου της χώρας (1887-1918). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Διάγραμμα 1.43: Ποσοστιαία συμμετοχή της αξίας του κερκυραϊκού εξαγώγιμου ελαιολάδου επί του συνόλου της χώρας (1887-1918). Πηγή: «Ετήσια στατιστική της γεωργικής» ετών: [1911, 1914, 1915], [1916], [1917], [1918], [1919], [1920], [1938], Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής. Χαρακτηριστικά και ενδεικτικά σημειώνουμε ότι, το έτος 1891, κατά το οποίο το κερκυραϊκό ελαιόλαδο αποτελεί το 80,23% του συνολικού εξαγόμενου ελαιολάδου της ελληνικής, ως χώρες εισαγωγής αναφέρονται οι Γαλλία, Αυστρία, Τουρκία, Αγγλία, Αίγυπτος, Ρουμανία, Ρωσία, Κάτω Χώρες, Ιταλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής 95. Οι ίδιες χώρες αναφέρονται για το έτος 1892 96, ενώ το έτος 1890 στις χώρες εισαγωγής συναντούμε και την Τυνησία 97. Επιπροσθέτως, το 95 Εμπόριον της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών κατά το έτος 1891, Αθήνα, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1892, σσ. 436-437. 96 Εμπόριον της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών κατά το έτος 1892, Αθήνα, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1893, σσ. 462-463. 97 Εμπόριον της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών κατά το έτος 1890, Αθήνα, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1891, σσ. 728-729. 64
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ 1893, οπότε το κερκυραϊκό ελαιόλαδο αποτελεί το 69,74% του συνολικού εξαγώγιμου προϊόντος, στις χώρες προορισμού προστίθεται η Τουρκία 98 και το 1894 η Τρίπολη της Λιβύης 99. Εικόνα 1.44: ΠΑναλυτικός πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας μετά των ξένων επικρατειών (εξαγωγή, αξία σε δρχ. 1891). Πηγή: Εμπόριον της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών κατά το έτος 1891, Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1892, σ, 436. 98 Εμπόριον της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών κατά το έτος 1893, Αθήνα, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1894, σσ. 404-405. 99 Εμπόριον της Ελλάδος μετά των ξένων επικρατειών κατά το έτος 1894, Αθήνα, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής, 1895, σσ. 400-401. 65
Οικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά του κερκυραϊκού ελαιώνα (19 ος - 20 ος αιώνας) Ένα μείζον ζήτημα που αναδύεται στο σημείο αυτό, το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεν στους βασικούς άξονες της παρούσας μελέτης, χρήζει όμως επισήμανσης, είναι ποιος ελέγχει την αγροτική πίστη 100 και την εξωτερική διακίνηση του ελαιολάδου. Η κερκυραϊκή οικονομία βλέπει να χάνεται η επιρροή των κερκυραίων εμπόρων στη διεθνή αγορά ελαιολάδου, ενώ τα βιομηχανικά ελαιουργικά προϊόντα της υποχωρούν έναντι νέων, πιο ανταγωνιστικών. Αυτή η οικονομική κρίση αντανακλά και το δυσμενές κοινωνικό κλίμα, μέσα στο οποίο ξεσπούν οι μεγάλες αντιεβραϊκές εκδηλώσεις, με το πογκρόμ του 1892 101. Βέβαια, οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης είναι πολύ πιο ανώδυνες στην Κέρκυρα, σε σύγκριση με τις δυσμενείς εξελίξεις στη Λευκάδα και την Κεφαλονιά, όπου θα δημιουργηθούν οξύτατα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία, ειδικότερα στην περίπτωση της Λευκάδας, θα συνδυαστούν με την πληθυσμιακή κάμψη 102. Στο σημείο αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι η μεγαλύτερη αντοχή της κερκυραϊκής αγροτικής οικονομίας, σε σχέση με τις αγροτικές οικονομίες των λοιπών νησιών του Ιονίου, συνδέεται άμεσα και με το σπουδαίο εξαγωγικό ρόλο των προϊόντων του κερκυραϊκού ελαιώνα. Στις διαδικασίες του εξωτερικού εμπορίου και στις προσανατολισμένες προς αυτό οικονομίες είναι γνωστή και η εμπλοκή των ζητημάτων που συνδέονται με τις φορολογικές επιβαρύνσεις των αγαθών και το ρόλο τους στη διαμόρφωση των δημοσίων εσόδων. Η περίπτωση της Κέρκυρας και των προϊόντων του ελαιώνα της είναι χαρακτηριστική, λόγω των ιδιομορφιών τους που διατρέχουν το 18ο, το 19ο και τον 20ο αιώνα. Η προσάρτηση των Ιονίων Νήσων στο Ελληνικό Βασίλειο σηματοδότησε και την πολιτική της εξαίρεσης ορισμένων επαρχιών από τις γενικότερες αρχές του φορολογικού συστήματος. Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μην παρέμβει στο τοπικό φορολογικό σύστημα, το οποίο στηριζόταν στη φορολόγηση των προϊόντων στα τελωνεία κατά την εξαγωγή. Για το ελαιόλαδο και τη σταφίδα οι εξαγωγείς κατέβαλλαν φόρο 18% επί της αξίας, ενώ για το κρασί και τα βελανίδια μόνο 6%. Η ειδική αυτή μεταχείριση υποδήλωνε πρόθεση μεγιστοποίησης των ταμειακών εσόδων του Δημοσίου 103. 100 Σύμφωνα με τον Θ. Καλαφάτη, με τον όρο αγροτική πίστη εννοούμε: «μία ειδικευμένη πιστωτική αγορά που ασχολείται με το δανεισμό κεφαλαίων στους αγρότες παραγωγούς» καθώς και «ο όρος αγροτική πίστη σημαίνει τον βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο δανεισμό χρηματικών κεφαλαίων στους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων». Βλέπε Θ. ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, Αγροτική πίστη και παραγωγή. Αγροτική πίστη και οικονομικός μετασχηματισμός στη Βόρεια Πελοπόννησο, τ. Α, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1990, passim. 101 Στο ίδιο, σ. 291. Για τα γεγονότα του 1892 και την εκδίωξη των Εβραίων από την Κέρκυρα βλέπε Θ. ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, Οι Εβραίοι της Κέρκυρας και το πέρασμά τους από την Λευκάδα στο δρόμο προς το Άουσβιτς Ιούνιος, 1944, Αθήνα, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, 2001. 102 Θ. ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ, «Οι κοινωνικές επιπτώσεις του εμπορικού κύκλου των εξαγώγιμων προϊόντων στα Επτάνησα», στο Ε. ΓΑΡΔΙΚΑ - ΚΑΤΣΙΑΔΑΚΗ, Ε. ΜΠΕΛΙΑ (επιμ.), Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα 1864-2004, τ. Α, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων Ακαδημία Αθηνών, 2005, σσ. 291-292. 103 Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 70 Α. Μιχ. ΑΝΔΡΕΑΔΗ, Περί της οικονομικής διοικήσεως της Επτανήσου επί Βενετοκρατίας, τ. Β, ό.π., σσ. 28-29. 66
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ - Pelé, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΥΚΑΚΗΣ Διάγραμμα 1.45: Εισπραχθέντες φόροι εκ των Ιονίων Νήσων (1877-1886). Πηγή: Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 71. Σύμφωνα με το Σ. Δ. Πετμεζά, για την περίοδο 1877-1886, το 44% των εισπραχθέντων φόρων των Ιονίων Νήσων προέρχεται από την ελαιοπαραγωγή 104. Αν, λοιπόν, λάβουμε υπόψη και την κυρίαρχη θέση του κερκυραϊκού ελαιώνα έναντι των λοιπών νησιών, αντιλαμβανόμαστε και το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στην ενίσχυση των δημοσίων εσόδων. Αξιοσημείωτη επίσης ήταν και η συμβολή της σταφίδας, με τα έσοδα από τη φορολόγησή της, για την περίοδο αναφοράς, να φθάνουν το 45% των συνολικών εσόδων 105. Συνολικά, η φορολόγηση των επτανησιακών προϊόντων είχε μεγάλη συμβολή στα έγγεια φορολογικά έσοδα της χώρας, με ποσοστά τα οποία, μεταξύ 1880 και 1897, κυμάνθηκαν από 15% έως 54% (της συνολικής αξίας της έγγειας φορολογίας, εξαιρουμένων των επτανησιακών προϊόντων), ανάλογα με το ύψος των εξαγωγών επτανησιακού ελαιολάδου 106. Βεβαίως, η ιδιάζουσα αυτή κατάσταση στα Επτάνησα, περιοχή εντατικής εξαγωγικής καλλιέργειας, συνέβαλε ώστε η κατά κεφαλήν φορολογία των αγροτών να είναι εμφανώς υψηλότερη απ ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η διατήρηση του φορολογικού αυτού «προνομίου» ωφέλησε πρωτίστως το δημόσιο προϋπολογισμό και επιβάρυνε μονοδιάστατα το μικροκαλλιεργητή 107. 104 Στο ίδιο, σ. 71. 105 Βλέπε Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 71 Π. ΠΙΖΑΝΙΑΣ, Η οικονομική ιστορία της Ελληνικής σταφίδας 1851-1912. Παραγωγή, διεθνής αγορά, διαμόρφωση τιμών, κρίση, Αθήνα, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1988, passim. 106 Σ. Δ. ΠΕΤΜΕΖΑΣ, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, ό.π., σ. 71. 107 Στο ίδιο, σ. 71. 67