ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» ΙΩΑΝΝΑ Χρ. ΓΚΟΓΚΟΥ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Δ. ΚΛΑΒΑΝΙΔΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΠΘ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012
1
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» ΙΩΑΝΝΑ Χρ. ΓΚΟΓΚΟΥ Επιβλέπουσα: Δέσποινα Κλαβανίδου Καθηγήτρια ΑΠΘ Εγκρίθηκε από την Τριμελή Εξεταστική Επιτροπή την 29/11/2012... Κλαβανίδου Δέσποινα Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γιαννούλα Αρβανιτάκης Παρασκευάς Καθηγήτρια ΑΠΘ Καθηγήτρια ΑΠΘ Καθηγητής ΑΠΘ Θεσσαλονίκη 2012 2
Ευχαριστίες Κατ αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα καθηγήτρια της διπλωματικής μου εργασίας κα Δέσποινα Κλαβανίδου, για την καθοδήγηση, την κατανόηση και τη βοήθειά της σε κάθε φάση της δημιουργίας της, καθώς και για την επιτυχή ολοκλήρωσή της. Επίσης, θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους γονείς μου για τη διαρκή τους υποστήριξη, που μου επέτρεψε μέχρι και σήμερα την επιτυχή διεκπεραίωση των σπουδών μου. Ιωάννα Χρ. Γκόγκου, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2012 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόμενα... 4 Κυριότερες Συντομογραφίες... 7 Πρόλογος... 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΓΕΝΙΚΑ... 10 1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις... 10 1.1. Σύγχρονοι προβληματισμοί επί του θεσμού της αυτοσύμβασης στη θεωρία και τη νομολογία... 10 1.2. Η νομοθετική ρύθμιση της ΑΚ 235-Έννοια της αυτοσύμβασης... 13 2. Ιστορική και Συγκριτική Επισκόπηση... 18 2.1. Ιστορική επισκόπηση... 18 2.2. Συγκριτική επισκόπηση... 20 3. Η διάταξη της ΑΚ 235... 22 3.1. Ο σκοπός της ΑΚ 235... 22 3.1.1. Η διατύπωση της ΑΚ 235... 27 3.2. Τα συμφέροντα των μετεχόντων στην αυτοσύμβαση... 30 3.2.1. Τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου... 30 3.2.2. Τα συμφέροντα του αντιπροσώπου... 31 4. Σχέση Αυτοσύμβασης και Αντιπροσώπευσης... 32 4.1. Η έκταση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας: περιλαμβάνει την αυτοσύμβαση;... 32 4.2. Υπέρβαση και κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας με τη μορφή της αυτοσύμβασης... 35 4.2.1. Υπέρβαση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας... 35 4.2.2. Κατάχρηση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας... 37 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ... 40 5. Το Υποκείμενο της απαγορευμένης αυτοσύμβασης... 40 5.1. Εκούσια αντιπροσώπευση... 40 5.2. Νόμιμη αντιπροσώπευση... 43 5.2.1. Γενικά... 43 5.2.2. Η αντιπροσώπευση ανηλίκου ειδικότερα... 44 5.3. Νομικά Πρόσωπα και η Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. ειδικότερα... 47 5.3.1. Γενικά-Νομικά Πρόσωπα... 47 5.3.2. Η αυτοσύμβαση επί Μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε στο γερμανικό δίκαιο... 49 5.3.3. Η αυτοσύμβαση επί Μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε στο ελληνικό δίκαιο... 51 5.4. Άλλα πρόσωπα... 53 6. Το Αντικείμενο της απαγορευμένης αυτοσύμβασης... 55 4
6.1. Γενικά... 55 6.2. Συμβάσεις... 55 6.2.1. Γενικά... 55 6.2.2. Επιμέρους είδη συμβάσεων ειδικότερα... 56 6.3. Μονομερείς δικαιοπραξίες... 58 6.3.1. Μονομερείς απευθυντέες δικαιοπραξίες... 58 6.3.2. Μονομερείς μη απευθυντέες δικαιοπραξίες... 60 6.4. Λοιπές νομικές πράξεις... 60 6.4.1. Οιονεί δικαιοπραξίες... 60 6.4.2. Υλικές πράξεις... 61 6.4.3. Δικαιοπρακτικές παραλείψεις... 62 6.5. Τα αξιόγραφα... 62 6.5.1. Γενικά... 62 6.5.2. Αντιπροσώπευση στην έκδοση αξιογράφων... 63 6.5.3. Αυτοσύμβαση στα αξιόγραφα... 64 6.5.4. Ο τύπος της αυτοσύμβασης στα αξιόγραφα... 67 7. Οι Συνέπειες της απαγορευμένης αυτοσύμβασης... 68 7.1. Γενικά... 68 7.2. Οι συνέπειες της απαγορευμένης αυτοσύμβασης του αντιπροσώπου με τον εαυτό του και συνεπεία πολλαπλής αντιπροσώπευσης, ειδικότερα... 70 7.3. Θεραπεία της άκυρης αυτοσύμβασης... 71 7.3.1. Επικύρωση άκυρης αυτοσύμβασης... 71 7.3.2. Έγκριση άκυρης αυτοσύμβασης... 72 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗ... 75 8. Περιπτώσεις επιτρεπτής αυτοσύμβασης... 75 8.1. Γενικά... 75 8.2. Η εκ του νόμου επιτρεπτή αυτοσύμβαση... 77 8.3. Η μετά από άδεια του αντιπροσωπευομένου επιτρεπτή αυτοσύμβαση... 78 8.3.1. Η φύση της άδειας... 78 8.3.2. Ο παρέχων την άδεια... 79 8.3.3. Τρόπος παροχής της άδειας... 82 8.3.4. Τύπος παροχής της άδειας... 85 8.3.5. Παροχή άδειας υπό όρο (αίρεση)... 86 8.3.6. Ανάκληση της άδειας... 87 8.4. Η συνιστάμενη σε εκπλήρωση υποχρέωσης επιτρεπτή αυτοσύμβαση... 88 8.5. Επωφελείς για τον αντιπροσωπευόμενο αυτοδικαιοπραξίες... 92 8.5.1. Δωρεές γονέων στα τέκνα τους... 92 8.5.1.1. Γενικά... 92 5
8.5.1.2. Η με αυτοσύμβαση δωρεά των γονέων στα τέκνα τους... 93 8.5.2. Αυτοδικαιοπραξίες που συνεπάγονται μόνον έννομο όφελος για τον αντιπροσωπευόμενο... 97 8.6. Απόδειξη επιτρεπτής αυτοσύμβασης... 100 9. Ο τύπος της επιτρεπτής αυτοσύμβασης (ΑΚ 235 παρ. 2)... 101 9.1. Σκοπός και λειτουργία του τύπου... 101 9.2. Συνέπειες μη τηρήσεως του τύπου... 103 9.3. Εξαίρεση από την τήρηση του τύπου της ΑΚ 235 παρ. 2... 105 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΥΤΟΣΥΜΒΑΣΗΣ... 107 10. Οι «οιονεί αυτοδικαιοπραξίες»... 107 10.1. Γενικά... 107 10.2. Διορισμός πληρεξουσίου από τον αντιπρόσωπο... 108 10.2.1. Γενικά... 108 10.2.2. Μεταπληρεξουσιότητα-Υποκατάσταση... 109 10.2.3. Διορισμός ατομικού πληρεξουσίου από τον αντιπρόσωπο... 113 10.3. Οι «οιονεί αυτοδικαιοπραξίες» ειδικότερα... 115 10.3.1. Γενικά... 115 10.3.2. Οι περιπτώσεις των «οιονεί αυτοδικαιοπραξιών»... 117 10.3.3. Αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 235 στις «οιονεί αυτοδικαιοπραξίες»... 119 Συμπεράσματα-Επίλογος... 122 Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία... 126 6
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ Αστικός Κώδικας ΑΠ Άρειος Πάγος Αρ. αριθμός Άρθρ. άρθρο (- α) Αρμ. Αρμενόπουλος (περιοδικό) Βλ. Βλέπε εδ. εδάφιο ΕΕΝ Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό) εκδ. εκδόσεις ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) επ. επόμενα ΕρμΑΚ Ερμηνεία Αστικού Κώδικα Εφ Εφετείο κ.α. και άλλα (- άλλους) ΜΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο ν. νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό) ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου ό.π. όπως παραπάνω π.α. παράπλευρος αριθμός ΠΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο πρβλ παράβαλε σελ. σελίδα Τρ.Νομ.Πλ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών υποσημ. υποσημείωση ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 7
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ευρεία εφαρμογή του θεσμού της αυτοσύμβασης στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου και στην καθημερινή συναλλακτική ζωή, σε συνδυασμό με την πληθώρα προβλημάτων που ανακύπτουν σε σχέση με την ερμηνεία της σχετικής διάταξης του Αστικού Κώδικα, οδήγησαν την νομική φιλολογία και τη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων στη συστηματική ενασχόληση με το θεσμό της αυτοσύμβασης. Πράγματι, ο μηχανισμός της αυτοδικαιοπραξίας, και ειδικότερα της αυτοσύμβασης, έχει πλέον ενταχθεί σε μία εξελιγμένη οικονομική ζωή, κατακλύζοντας διάφορα είδη δικαιοπραξιών και συμβάσεων, με κύρια την εμφάνισή του στα εργολαβικά συμβόλαια και στα προσύμφωνα αγοραπωλησίας. Στο σημείο, όμως, αυτό κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί εν συντομία η έννοια της αυτοσύμβασης. Η διάταξη του άρθρου ΑΚ 235, που φέρει τον τίτλο «δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του» και έχει θέση στο έβδομο κεφάλαιο περί αντιπροσωπείας του Αστικού Κώδικα, δίνει τον ορισμό της αυτοδικαιοπραξίας πρόκειται για τη δικαιοπραξία που επιχειρεί ο αντιπρόσωπος στο όνομα του αντιπροσωπευομένου με τον εαυτό του ατομικά ή με την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος άλλου. Συνηθισμένη δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του είναι η σύναψη συμβάσεως, η οποία καλείται αυτ οσύμβαση. Στην αυτοσύμβαση, όπως προκύπτει κι εν συνεχεία μέσα από την εκτενή παρουσίαση της, ενυπάρχει το στοιχείο της σύγκρουσης συμφερόντων: από τη μία πλευρά εμφανίζονται τα συμφέροντα του αντιπροσώπου και από την άλλη τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου. Η έννομη τάξη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο, που είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη φύση, να προτιμήσει κανείς την ικανοποίηση των προσωπικών του συμφερόντων έναντι των αντίθετων συμφερόντων άλλων, αντιμετωπίζει με δυσπιστία ένα πρόσωπο, το οποίο θα χειριστεί μόνο του μια διαδικασία, στην οποία θα βρεθούν αντιμέτωπα τα δικά του συμφέροντα προς τα συμφέροντα τρίτων. Με σκοπό την προστασία αυτή του αντιπροσωπευομένου από έναν αντιπρόσωπο ο οποίος, έχοντας πρόσβαση στην ιδιωτική σφαίρα και στην περιουσία του αντιπροσωπευομένου, χρησιμοποιεί την ιδιότητα του 8
προκειμένου να συναλλάσσεται με αυτόν, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του δύο ιδιότητες αντίθετης φοράς, θεσπίστηκε η διάταξη της ΑΚ 235. Μέσα από την παρούσα εισήγηση θα γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης του θεσμού της αυτοσύμβασης και ερμηνείας της εν λόγω διάταξης του ΑΚ 235, προβολής του σκοπού και των σύγχρονων προβληματισμών που ανακύπτουν ως προς αυτή, καθώς και μια συστηματική ανάπτυξη των εκάστοτε περιπτώσεων κατά των οποίων αυτή είναι απαγορευμένη ή επιτρεπτή. 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΓΕΝΙΚΑ 1. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις 1.1.Σύγχρονοι προβληματισμοί επί του θεσμού της αυτοσύμβασης στη θεωρία και τη νομολογία Ο Α, πληρεξούσιος του Β, θέλει να αγοράσει και να μεταβιβάσει στον εαυτό του ένα ακίνητο του Β μπορεί να συμβληθεί ο ίδιος (ο Α), ως πληρεξούσιος του Β με τον εαυτό του ατομικά; Ή παραπέρα, μπορεί ο Α, αντί να συμβληθεί ο ίδιος με τον εαυτό του, να ορίσει τον Γ πληρεξούσιο του Β και να συμβληθεί μ αυτόν (τον Γ) ως αντιπρόσωπο του Β ατομικά; Ο Α, πατέρας και νόμιμος αντιπρόσωπος του ανήλικου Β, θέλει να δωρίσει και να μεταβιβάσει στο τέκνο του Β ένα ακίνητό του μπορεί ο Α να συμβληθεί ως νόμιμος αντιπρόσωπος του Β με τον εαυτό του ατομικά; Με άλλα λόγια, μπορεί ο Α να παρίσταται υπό διπλή ιδιότητα: και ως μεταβιβάζων (δηλαδή ως δωρητής) ατομικά και ως αντιπρόσωπος του αποκτώντος (δηλαδή του δωρεοδόχου); Οι ανήλικοι Α και Β, τελούντες υπό επιτροπεία, αντιπροσωπεύονται από τον κοινό επίτροπο Γ μπορεί ο Γ, θέλοντας να μεταβιβάσει ακίνητο του Α στον Β, να συμβληθεί με τον εαυτό του τόσο ως αντιπρόσωπος του Α, όσο και ως αντιπρόσωπος του Β; Οι πιο πάνω περιπτώσεις εντάσσονται στο γενικότερο προβληματισμό της αυτοσύμβασης. Το ζήτημα της αυτοδικαιοπραξίας που ανακύπτει εν προκειμένου θα κληθεί να επιλύσει ο εφαρμοστής του δικαίου με βάση το άρθρο ΑΚ 235, το οποίο φέρει παράτιτλο «Δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του». Δύο στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη του άρθρου ΑΚ 235, η φράση «με τον εαυτό του» στον παράτιτλο και η λέξη «αυτοσύμβαση» στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, μπορούν να δώσουν αρχικά τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι μονομερείς δικαιοπραξίες αποκλείονται και 10
περιλαμβάνονται μόνον οι συμβάσεις. 1 Για τον λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο να χρησιμοποιείται ο τεχνικά ορθότερος όρος «αυτοδικαιοπραξία». 2 Για το ποιες δικαιοπραξίες, περαιτέρω, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της ΑΚ 235 αποτελεί ζήτημα, το οποίο θα εξεταστεί στη συνέχεια της παρούσας εισηγήσεως. Το θέμα της αυτοσύμβασης απασχόλησε ήδη από πολύ νωρίς τη νομική φιλολογία της χώρας. Τα καίρια ζητήματα που αφορούσαν την αυτοσύμβαση και προβλημάτιζαν τη θεωρία ήταν το θέμα της δωρεάς του γονέα-νομίμου αντιπροσώπου στο ανήλικο τέκνο του, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών εφαρμογής της διάταξης της αυτοσύμβασης, το εάν η αυτοδικαιοπραξία αποτελεί ή όχι σύμβαση και εάν είναι ψυχολογικά και νοητικά δυνατό, άρα και νομικά δυνατό να κατακερματιστεί η βούληση ενός προσώπου στα δύο. Σήμερα, τα παραπάνω ζητήματα έχουν περισσότερο ή λιγότερο αντιμετωπιστεί από τη θεωρία χάρις την θέσπιση ρητής διάταξης για την αυτοσύμβαση στον Αστικό Κώδικα. Η σαφής διατύπωση της διάταξης αυτής έχει άρει κάθε αμφιβολία και κάθε θεωρητικό ενδιαφέρον σχετικά με την «υπαρξιακή» διάσταση της αυτοδικαιοπραξίας, ήτοι για το εάν αποτελεί ή όχι σύμβαση. Οι σύγχρονοι προβληματισμοί της θεωρίας επικεντρώνονται στην ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης της ΑΚ 235, και κυρίως υπό το φως των σύγχρονων αναγκών των συναλλαγών. Συγκεκριμένα, η θεωρία έχει πλέον παραμερίσει τελείως το δογματικό προβληματισμό για τον αριθμό των δηλώσεων βουλήσεως που περιλαμβάνονται στην αυτοδικαιοπραξία και την θέση του πήρε ένα δικαιοπολιτικό πρόβλημα: 3 Εάν η ερμηνεία της ΑΚ 235 πρέπει να είναι ευρεία, σύμφωνα δηλαδή με τον σκοπό της, ώστε να περιληφθούν όλες οι περιπτώσεις συγκρούσεως συμφερόντων, ή στενή, παραμένοντας προσηλωμένη στο γράμμα της διάταξης. 4 Περαιτέρω, μία σύγχρονη διάσταση του προβληματισμού περί αυτοσύμβασης αφορά και το πρόβλημα της ερμηνείας της ΑΚ 235 στο χώρο του εμπορικού δικαίου και ειδικότερα της μονοπρόσωπης ΕΠΕ. Εκτενής 1 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Η Αυτοσύμβαση κατά τον Αστικό Κώδικα, σελ. 2-3. 2 Βλ. Δωρή σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 235.1. 3 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 7. 4 Σχετική ανάπτυξη του εν λόγω ζητήματος ακολουθεί στη συνέχεια της παρούσας εισηγήσεως. 11
παρουσίαση του εν λόγω προβληματισμού γίνεται σε σχετικό κεφάλαιο της παρούσας εισηγήσεως. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η μονοπρόσωπη ΕΠΕ που έδωσε νέα ώθηση στον προβληματισμό περί αυτοσύμβασης. Σε αυτό συνέβαλλαν, επίσης, η σύγχρονη διαμόρφωση και η δυναμική των συναλλαγών. Για παράδειγμα, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών γίνεται στις μέρες μας μέσω των Τραπεζών, οι οποίες δρουν τις περισσότερες φορές τόσο ως αντιπρόσωποι του δανειστή, όσο και ως αντιπρόσωποι του οφειλέτη. Επίσης, συχνά εμφανίζεται το φαινόμενο πολλές εταιρίες, αντί να ιδρύουν υποκαταστήματα, να καταφεύγουν για φορολογικούς κυρίως λόγους στην ίδρυση αυτοτελών νομικών προσώπων, των θυγατρικών εταιριών, οι οποίες έχουν κοινά συμφέροντα και συνήθως την ίδια εκπροσώπηση με τις μητρικές εταιρίες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση σχετικά με το υποκείμενο της συναλλαγής κάθε φορά. 5 Συνεπώς, γίνεται φανερό ότι υπό το φως των σύγχρονων συναλλαγών, το παράδειγμα της δωρεάς των γονέων στο ανήλικο τέκνο τους, που αποτελούσε αρχικώς κεντρικό ζήτημα προβληματισμού της θεωρίας και της νομολογίας, έχει καταστεί πλέον μη αντιπροσωπευτικό, ενώ η εμφάνιση πολλών περιπτώσεων εταιρικού, κυρίως, δικαίου οδήγησε στην αναζωπύρωση του θεωρητικού και πρακτικού ενδιαφέροντος της αυτοσύμβασης. Με τους ανωτέρω σύγχρονους προβληματισμούς και με ιστορικά υποθέσεων που εντάσσονται στον προβληματισμό του θεσμού της αυτοσύμβασης ασχολήθηκε κατά καιρούς και η νομολογία. 6 Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι με το θεσμό της αυτοσύμβασης ασχολήθηκε και η νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού, η οποία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τόσο τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, όσο και τη γενικότερη διαμόρφωση, θέσπιση και διατύπωση της αυτοσύμβασης στον ΑΚ. Σκόπιμη θεωρείται η αναφορά στις δύο αποφάσεις-τομή στη νομολογία του Γερμανικού Ακυρωτικού, οι οποίες αφορούσαν ανακοπή κατά εκτελέσεως, την οποία άσκησαν τα παιδιά του οφειλέτη-καθ ου η εκτέλεση, 5 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 8, όπου αναφέρεται σαν σχετικό παράδειγμα το εξής: «Όταν συμβάλλεται ο Δ, ο οποίος είναι διευθύνων σύμβουλος και της εταιρίας Α και της Θ1 και της Θ2 (οι Θ1 και Θ2 είναι θυγατρικές της Α), είναι πρακτικά αδύνατο να αντιληφθεί ο αντισυμβαλλόμενος και πολύ περισσότερο οι τρίτοι ποιος δικαιοπρακτεί (η Α ή η Θ1 ή η Θ2). Πολλώ μάλλον, όταν στις δύο πλευρές της δικαιοπραξίας βρίσκεται κάποια από τις πιο πάνω τρεις εταιρίες». 6 Βλ. π.χ. ΕφΘεσ 1209/1990, Αρμ. 44, 554 ΕφΑθ 577/1967, ΝοΒ 15, 517. 12
ισχυριζόμενα ότι τα κινητά πράγματα (βλ. χαλιά) επί των οποίων είχε επιβληθεί κατάσχεση είχαν μεταβιβαστεί σ αυτά από τον οφειλέτη-πατέρα τους λόγω δωρεάς με αυτοσύμβαση, ενόσω ήταν ανήλικα, κι επομένως δεν έπρεπε να κατασχεθούν. Το Γερμανικό Ακυρωτικό έκανε δεκτό τον εν λόγω ισχυρισμό. 7 1.2. Η νομοθετική ρύθμιση της ΑΚ 235- Έννοια της αυτοσύμβασης «Άρθρο 235. Δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του. Ο αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιχειρήσει στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία με τον εαυτό του ατομικά ή με την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος άλλου, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος είχε επιτρέψει τη δικαιοπραξία αυτή ή αυτή συνίσταται αποκλειστικά στην εκπλήρωση υποχρέωσης. Αυτοσύμβαση που δεν έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη.» Όπως είναι γνωστό και συνηθίζεται στην πράξη, ο αντιπρόσωπος επιχειρεί, τις περισσότερες φορές, μία δικαιοπραξία με κάποιο τρίτο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται μια τριπρόσωπη σχέση, με την έννοια ότι ο αντιπρόσωπος συμβάλλεται στο όνομα του αντιπροσωπευομένου με κάποιον τρίτο ή εάν πρόκειται για μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία, απευθύνει τη δήλωση βούλησης σε κάποιο τρίτο πρόσωπο. 8 Δημιουργείται, ωστόσο, το ζήτημα εάν είναι δυνατόν είτε α) ο αντιπρόσωπος να ενεργεί ταυτόχρονα και ατομικά, δηλαδή ως αντισυμβαλλόμενος στο πλαίσιο μιας σύμβασης ή ως λήπτης της δήλωσης βουλήσεως στο πλαίσιο μιας μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας, είτε β) ο αντιπρόσωπος να ενεργεί ταυτόχρονα και με την ιδιότητα του αντιπροσώπου του αντισυμβαλλομένου στο πλαίσιο μιας σύμβασης ή του αντιπροσώπου του λήπτη μιας μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας. Η δικαιοπραξία αυτή είναι η λεγόμενη αυτοδικαιοπραξία (δικαιοπραξία του 7 Γερμανικό Ακυρωτικό (BGH) 8.6.1989 NJW 1989, 2542 Γερμανικό Ακυρωτικό (BGH) 25.4.1985 BGHZ 94,233. 8 Κλαβανίδου σε Παπαστερίου- Κλαβανίδου, Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, σελ. 535-536. 13
αντιπροσώπου με τον εαυτό του), η οποία ειδικότερα επί συμβάσεως καλείται αυτοσύμβαση. 9 Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με τη διάταξη του ΑΚ 235, η κατάρτιση μιας δικαιοπραξίας, στην οποία ο αντιπρόσωπος έχει διττό ρόλο, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπο του δύο ιδιότητες, εμφανίζεται με δύο τρόπους: 10 α) Όταν ο αντιπρόσωπος συμβάλλεται με τον εαυτό του ατομικά και ως αντιπρόσωπος του αντιπροσωπευομένου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, στις δύο πλευρές της κλασικής σύμβασης εμφανίζονται από τη μία πλευρά ο αντιπρόσωπος, αντιπροσωπεύοντας τον αντιπροσωπευόμενο, και από την άλλη πλευρά ο αντιπρόσωπος, ενεργώντας για τον εαυτό του. β) Όταν ο αντιπρόσωπος συμβάλλεται με τον εαυτό του όχι ατομικά, αλλά ως αντιπρόσωπος άλλων. Στην περίπτωση αυτή, στις δύο πλευρές της κλασικής συμβάσεως εμφανίζονται από τη μία πλευρά ο αντιπρόσωπος Α, αντιπροσωπεύοντας τον αντιπροσωπευόμενο Β, και από την άλλη πλευρά ο αντιπρόσωπος Α, αντιπροσωπεύοντας τον αντιπροσωπευόμενο Γ ή και τον Δ κ.ο.κ. (διπλή ή πολλαπλή αντιπροσώπευση). 11 Παρίσταται δηλαδή ως αντιπρόσωπος και του ενός και του άλλου αντιπροσωπευομένου. 12 13 Συνεπώς, από τη διάταξη της ΑΚ 235 συνάγεται σαφώς ότι για την ύπαρξη της αυτοσύμβασης απαραίτητα στοιχεία είναι η υπό διπλή ιδιότητα, κατά την κατάρτιση μιας συμβάσεως, εμφάνιση του ίδιου προσώπου, και 9 Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου 8, 123, σελ. 324-325. 10 Σημαντήρας, ΓενΑρχ 4, αρ. 967επ., σελ. 711, Σπυριδάκης, Αστικό Δίκαιο 3, σελ. 104, Κλαβανίδου, σε ΔικΔικ/ξίας Παπαστερίου-Κλαβανίδου, σελ. 536. 11 Βλ. Παπαδοπούλου Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 3-4, όπου αναφέρεται: «Στα ελληνικά δεν υπάρχει ειδικός όρος για τη δεύτερη κατηγορία αυτοσυμβάσεως. Λειτουργικά συγγενέστερος όρος για τον αντιπρόσωπο θα ήταν ο όρος αμφιπληρεξούσιος ή ετεροπληρεξούσιος και αντίστοιχα πολύ-πληρεξουσιότητα, πολλαπλή πληρεξουσιότητα ή πολυαντιπροσώπευση ή αμφιπληρεξουσιότητα για τη σχέση. Περιφραστικά ο όρος θα μπορούσε να αποδοθεί ως αυτοσύμβαση συνεπεία διπλής πληρεξουσιότητας ή πολλαπλής εκπροσωπήσεως». βλ. και Μπαλής, Περί αυτοσυμβάσεων, Μελέται επί του ισχύοντος Αστικού Δικαίου, 1938, σελ. 114, ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο «πολυπρόσωπος αυτοσύμβασις». 12 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 3, Σημαντήρας, ΓενΑρχ 3, σελ. 711, Καράσης, Εγχειρίδιο Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου-Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, σελ. 163. 13 Μπορεί κάποιος να αντιπροσωπεύει και περισσότερα από δύο πρόσωπα, οπότε θα ήταν δυνατόν η με αντιπρόσωπο σύναψη συμβάσεως π.χ. εταιρίας, για όλους τους αντιπροσωπευόμενους, ή για αυτούς και τον εαυτό του ατομικά. Επίσης, είναι δυνατόν ο αντιπρόσωπος να παρίσταται ως νόμιμος αντιπρόσωπος του ενός αντιπροσωπευόμενου και ως εκούσιος του άλλου. 14
συγκεκριμένα είτε αυτό ατομικώς να δηλώσει την βούληση του προς τον εαυτό του ως αντιπρόσωπος άλλου, είτε ως αντιπρόσωπος άλλου να δηλώσει τη βούληση του προς τον εαυτό του ως αντιπρόσωπος κάποιου άλλου (διπλή ή πολλαπλή αντιπροσώπευση). 14 Οι δύο αυτές περιπτώσεις αυτοσύμβασης προκύπτουν από την ίδια τη διάταξη του άρθρου ΑΚ 235. Η μόνη διαφορά που μπορεί να εντοπιστεί μεταξύ τους είναι ότι στην πρώτη περίπτωση ο αντιπρόσωπος ενεργεί για δικό του και αλλότριο συμφέρον, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ενεργεί μονάχα για αλλότρια συμφέροντα. Ωστόσο, η μεταχείρισή τους από τη διάταξη του ΑΚ 235 είναι ακριβώς η ίδια, καθώς οι δύο πλευρές της τυπικής αυτοσύμβασης καταλαμβάνονται από το ίδιο πρόσωπο, και επομένως ό,τι ισχύει για τη μία περίπτωση ισχύει και για την άλλη. Περαιτέρω, εξετάζοντας το ζήτημα της αυτοσύμβασης από θεωρητική σκοπιά 15, η έννοια της άμεσης αντιπροσώπευσης δεν εμποδίζει τον αντιπρόσωπο να συμβληθεί μόνος του, αφενός στο όνομα του αντιπροσωπευομένου και αφετέρου ατομικά (π.χ. ο αντιπρόσωπος του πωλητή αγοράζει για τον εαυτό του το πωλούμενο πράγμα). Επίσης, τίποτα δεν εμποδίζει το ίδιο πρόσωπο να είναι ταυτόχρονα αντιπρόσωπος δύο ή και περισσότερων προσώπων και να παρίσταται με την ιδιότητα του αντιπροσώπου εκατέρου εξ αυτών. Όπως, ο αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπήσει κάποιον άλλον έναντι τρίτων, έτσι δύναται να εκπροσωπήσει τον άλλον αυτόν και έναντι του εαυτού του ατομικά, είτε ως προς τη δήλωση βουλήσεως, είτε ως προς τη λήψη μιας τέτοιας δηλώσεως. Ωστόσο, η δικαιοπραξία αυτή του αντιπροσώπου με τον εαυτό του, και ιδιαίτερα σε περίπτωση αυτοσυμβάσεως, αποτελεί μία αντινομία προς την έννοια της συμβάσεως, ως δικαιοπραξίας διμερούς που προϋποθέτει τη σύναψή της ύστερα από διαπραγματεύσεις. 16 Επιπλέον, μία τέτοια δικαιοπραξία είναι εύλογο ότι περικλείει κινδύνους για τον αντιπροσωπευόμενο, καθώς σε περίπτωση συγκρούσεως των συμφερόντων του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευομένου ή των συμφερόντων εκατέρου των αντιπροσωπευόμενων, ενδέχεται ο αντιπρόσωπος να ευνοήσει τα δικά του συμφέροντα έναντι του αντιπροσωπευομένου ή τα συμφέροντα του ενός 14 Γνωμοδότηση Μεταξά, Αριθ. 13, 25.11.1970, ΝοΒ 19, σελ. 284, Παπαδόπουλος, Διαρκής κατ άρθρον Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος β, Άρθρα 150-296, άρθρο 235, παραπομπή σε απόφαση ΠρΠειρ. 4372/57, ΝοΒ ΣΤ, 369. 15 Βλ. σχετικά παρακάτω υποενότητα 3.1. 16 Σημαντήρας, ΓενΑρχ 3, σελ. 711. 15
αντιπροσωπευομένου σε βάρος των άλλων. 17 Εξάλλου, είναι πολύ πιθανό ο σχηματισμός της δικαιοπρακτικής βούλησης του αντιπροσώπου να μη μείνει ανεπηρέαστος από την έμφυτη ανθρώπινη αδυναμία να προτιμήσει κανείς τα δικά του συμφέροντα, θυσιάζοντας εκείνα των άλλων, ή να δείξει μεροληψία για χάρη του ενός σε βάρος του άλλου. Γι αυτό, άλλωστε, και ο Αστικός Κώδικας, στο άρθρο 235, ορμώμενος εκ των παραπάνω, καθιέρωσε ως αρχή (ως κανόνα) ότι ο αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιχειρήσει στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία με τον εαυτό του ατομικά 18 ή με την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος άλλου 19, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητά στη διάταξη αυτή, και στις οποίες δεν υπάρχει εμφανώς ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του αντιπροσωπευομένου. 20 Στις περιπτώσεις, μάλιστα, αυτές, ήτοι εάν η αυτοσύμβαση επετράπη από τον αντιπροσωπευόμενο ή αν συνίσταται αποκλειστικά σε εκπλήρωση υποχρέωσης, η παράγραφος 2 του άρθρου ΑΚ 235 επιβάλλει την τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου, ώστε να είναι ασφαλής και αναμφίβολη η απόδειξη της αυτοσύμβασης. Ο κανόνας αυτός, όπως αναλύεται εκτενώς στη συνέχεια της παρούσης, αφορά κάθε μορφή αντιπροσωπεύσεως, εκούσια και νόμιμη, περιλαμβάνει κάθε δικαιοπραξία, σύμβαση και μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία, και εφαρμόζεται στις δικαιοπραξίες κάθε κλάδου του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι του αστικού, εμπορικού, εργατικού και χρηματιστηριακού δικαίου. 21 17 Καράσης, ΔικΔικ/ξίας, σελ. 163. 18 Π.χ. σύμφωνα με το ΑΚ 235 απαγορεύεται ως αντιπρόσωπος του πωλητή να αγοράσει για τον εαυτό του το πωλούμενο πράγμα, ή ως αντιπρόσωπος του αγοραστεί να πουλήσει σ αυτόν δικό του πράγμα. 19 Σύμφωνα με το άρθρο ΑΚ 235 απαγορεύεται ο αντιπρόσωπος να επιχειρήσει δικαιοπραξία, στην οποία και τα δύο μέρη αντιπροσωπεύονται απ αυτόν, όπως για παράδειγμα, έχοντας πληρεξουσιότητα από τον Α να πουλήσει το οικόπεδο του που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, και πληρεξουσιότητα από τον Β να του αγοράσει ένα οικόπεδο στη Θεσσαλονίκη, να αγοράσει το οικόπεδο του Α για λογαριασμό του Β, συνάπτοντας τη σύμβαση με τον εαυτό του ως αντιπροσώπου και του πωλητή και του αγοραστή (διπλή αντιπροσώπευση). 20 Μπαλής, ΓενΑρχ 8, 123, σελ. 324επ., Σημαντήρας, ΓενΑρχ 4, αρ. 967επ., σελ. 710επ., Γιαννόπουλος, Γενικές Αρχές, Αστικός Κώδικας Ερμηνεία Κατ άρθρον, άρθρ. 235, σελ. 288επ., Ασπρογέρακα-Γρίβα, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 412επ, Καράσης, ΔικΔικ/ξίας, σελ. 163, Παπαζήσης, Περί αυτοσυμβάσεως κατά το Ρ.Δ. και τον Α.Κ., Αρμ. 2, σελ. 485-486. 21 Βαλάσσης, Περί αυτοσυμβάσεως (Συμβολή εις την ερμηνείαν του άρθρ. 235 Α.Κ.), Αρμ. Δ (4) 1950, σελ. 564, όπου αναφέρονται ως τέτοια παραδείγματα εφαρμογής του κανόνα της ΑΚ 235 η περίπτωση της μίσθωσης, την οποία ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, ως 16
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι βασικό χαρακτηριστικό της αυτοσύμβασης είναι ότι και τα δύο μέρη μιας σύμβασης ή μιας μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας καταλαμβάνονται από το ίδιο πρόσωπο, το οποίο δρα και ενεργεί τουλάχιστον στη μία πλευρά της δικαιοπραξίας ως αντιπρόσωπος. 22 Ο αντιπρόσωπος και ο αντιπροσωπευόμενος ή οι δύο αντιπροσωπευόμενοι βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές της δικαιοπραξίας. Συνεπώς, δεν εμπίπτει στην έννοια της αυτοσύμβασης η περίπτωση κατά την οποία ο αντιπρόσωπος και ο αντιπροσωπευόμενος ή οι δύο αντιπροσωπευόμενοι βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της δικαιοπραξίας και δρουν προς την ίδια κατεύθυνση, είτε πρόκειται για σύμβαση, είτε για μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία, καθώς εν προκειμένω τα συμφέροντα του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευόμενου ή των δύο αντιπροσωπευόμενων βρίσκονται σε συμφωνία. 23 Για παράδειγμα, δεν εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου ΑΚ 235 η περίπτωση κατά την οποία ο Α, αντιπρόσωπος του Β, πωλεί προς τον Γ το κοινό τους (των Α και Β) ακίνητο, ή όταν ο Α, αντιπρόσωπος του Β, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης προς τον μισθωτή Γ, τόσο για λογαριασμό του, όσο και για λογαριασμό του Β (ήτοι εκμισθωτές είναι οι Α και Β). 24 Εν ολίγοις, η απαγόρευση του άρθρου ΑΚ 235 δεν ισχύει στις συνδικαιοπραξίες, διότι εκεί οι περισσότερες δηλώσεις βούλησης βαίνουν παράλληλα, οπότε δεν μπορεί να τεθεί θέμα συγκρούσεως συμφερόντων. 25 αντιπρόσωπος των λοιπών συγκυρίων, καταρτίζει με τον εαυτό του, ή η περίπτωση του διευθυντού ανωνύμου εταιρίας, ο οποίος ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, προσλαμβάνει τον εαυτό του σε οποιαδήποτε υπαλληλική θέση της εταιρίας. 22 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 5, Πουρνάρας σε Γεωργιάδη, Σύντομη ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, ΣΕΑΚ Ι, άρθρο 235, σελ. 456, Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου ΙΙ, σελ. 753. Βλ. και ΟλΑΠ 12/2006, ΕΕμπΔ 2006, 608επ, όπου επισημαίνεται ότι: «Η απαγόρευση της ΑΚ 235 προϋποθέτει δύο μέρη που συμβάλλονται ή δικαιοπρακτούν τα οποία συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο που εμφανίζεται έτσι με διπλή ιδιότητα». 23 Μπόσδας, Συμβολή εις την έννοιαν της αυτοσυμβάσεως κατά τον Αστικό Κώδικα, Θέμις, έτος ΝΗ, σελ. 91. 24 Ανάλογο είναι και το παράδειγμα, κατά το οποίο η εταιρία Α εκπροσωπείται σύμφωνα με το καταστατικό της από τους Β, Γ και Δ, οι οποίοι μπορούν να δρουν μεμονωμένα, δηλαδή κατ ιδίαν ο καθένας. Αν ο Γ καταρτίσει σύμβαση πώλησης ενός ακινήτου του με την εταιρία, εκπροσωπούμενη από τον Β ή τον Δ, η περίπτωση αυτή δε συνιστά αυτοσύμβαση. Αν όμως, σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρίας οι Β, Γ και Δ μπορούν να δρουν μόνο από κοινού και ο Γ μεταβιβάσει το ακίνητό του στην εταιρία, εκπροσωπούμενη και από τον ίδιο τον Γ και από τον Β και τον Δ, ο Γ μετέχει και στις δύο πλευρές της σύμβασης, κι επομένως η περίπτωση αυτή συνιστά αυτοσύμβαση. 25 Κλαβανίδου, σε ΔικΔικ/ξίας Παπαστερίου-Κλαβανίδου, σελ. 538, Σημαντήρας, ΓενΑρχ 3, 49, αρ. 979. 17
Επιπλέον, επιτρέπεται η με τρίτον συναλλαγή του αντιπροσώπου με διπλή ιδιότητα, δηλαδή συγχρόνως για τον εαυτό του ατομικά και στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, εφόσον είναι σαφές ποια έννομη συνέπεια επιχειρεί για τον εαυτό του και ποια για τον αντιπροσωπευόμενο και εφόσον εν προκειμένω τα συμφέροντα και των δυο δεν βρίσκονται σε καμία αντίθεση. 26 2. Ιστορική και Συγκριτική Επισκόπηση 2.1. Ιστορική Επισκόπηση Η εμφάνιση του θεσμού της αυτοσύμβασης συνδέεται ιστορικά με την εμφάνιση και την εξέλιξη του θεσμού της αντιπροσωπεύσεως. Στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο, όπου στις συναλλαγές κυριαρχούσε η απλότητα, γίνεται λόγος περί αμέσου και νομίμου αντιπροσωπεύσεως (π.χ. επίτροπος), ενώ η αυτοσύμβαση αποτελεί άγνωστη για την εποχή έννοια. 27 Στο ρωμαϊκό δίκαιο, αρχικά, ο θεσμός της αμέσου αντιπροσωπεύσεως δεν αναγνωριζόταν. 28 Τις ανάγκες που εξυπηρετεί σήμερα ο θεσμός της αντιπροσωπείας κάλυπτε κατά το ρωμαϊκό δίκαιο ένας άλλος μηχανισμός: η αναγνώριση δικαιοπρακτικής ικανότητας σε περιορισμένο αριθμό προσώπων και η σχέση εξουσίας ορισμένου αριθμού πολιτών επάνω σε άλλα πρόσωπα. 29 Στην ρωμαϊκή κοινωνία ο θεσμός της δουλείας και η δομή της ρωμαϊκής οικογένειας επέτρεπαν στον εξουσιαστή ή τον pater familias, αντίστοιχα, την απόκτηση δικαιωμάτων μέσω των δούλων ή των υπεξουσίων του, όχι λόγω του θεσμού της αντιπροσωπεύσεως, αλλά λόγω της προσωπικής τους κατάστασης και υποτέλειας. 30 Στο νεώτερο, ωστόσο, και εξελιγμένο ρωμαϊκό δίκαιο με την κοσμοκρατορία της Ρώμης και την επέκταση και ανάπτυξη του εμπορίου και 26 Σιδέρη, Αυτοσύμβαση, Συμβολαιογραφική Επιθεώρηση 1999, σελ. 930. 27 Διατσίδης, Περί αυτοσυμβάσεως, Δ 28, σελ. 1203, Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 11, υποσημ. 1, όπου γίνεται αναφορά στην μαρτυρία του Ισαίου στον Περί Δικαιογένους κλήρου λόγο ( 11) περί απαγορεύσεως στον επίτροπο να αποκτά υπέρ του εαυτού του από την ορφανική περιουσία. 28 Ζέπος, Γνωμοδότηση 18.11.1912, Αρμ. 1, σελ. 401. 29 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 11-12. 30 Zimmermann, The Law of Obligations-roman foundation of the civilian tradition, 1990, σελ. 48, 51. 18
των συναλλαγών, και ύστερα από την επίδραση του από το ελληνικό δίκαιο, ο θεσμός της αμέσου αντιπροσωπεύσεως αρχίζει να χρησιμοποιείται και μεταξύ των Ρωμαίων. 31 Μάλιστα, η αυτοσύμβαση, ερειζόμενη από τη μία πλευρά σε κάποιες διατάξεις που την επιτρέπουν, και από την άλλη κατ αντιδιαστολή από διατάξεις που την απαγορεύουν για εξαιρετικά, περιοριστικά αναφερόμενα θέματα, θεωρούταν κατά κρατούσα γνώμη ως έγκυρη και ισχυρή, εκτός των ειδικών περιπτώσεων για τις οποίες ρητά απαγορευόταν. 32 Περαιτέρω, στο προϊσχύσαν Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο αναγνωριζόταν η ισχύς της αυτοσύμβασης. 33 Στο προϊσχύσαν ελληνικό δίκαιο εμφανίζεται η απαγόρευση αγοράς πραγμάτων του επιτροπευομένου εκ μέρους του επιτρόπου στον ν. ΧΠΘ, άρθρ. 69, περί επιτροπείας, ενώ παρόμοια διάταξη συναντάται και στον Ιόνιο Κώδικα (άρθρ. 1397) και στον Κρητικό Κώδικα (άρθρ. 138). 34 Επίσης, αρκετοί είναι και οι θεωρητικοί εκείνοι, οι οποίοι προ του ΑΚ δικαίου και επηρεασμένοι από τις απόψεις που αναπτύχθηκαν σχετικώς στο γερμανικό δίκαιο, ασχολήθηκαν με το θέμα της αυτοσύμβασης και διατύπωσαν τις δικές τους θέσεις. 35 Και η νομολογία, όμως, των ελληνικών δικαστηρίων αντιμετώπισε νωρίς και σε αρκετές περιπτώσεις το ζήτημα της αυτοσύμβασης. 36 Τέλος, στο προσχέδιο του Εισηγητού, η αυτοσύμβαση ρυθμίζεται στο άρθρο 124, όπως τελικώς διατυπώθηκε στο άρθρο 235 του Αστικού Κώδικα, με τη μόνη διαφορά ότι στο προσχέδιο δεν προβλέπεται η κύρωση σε 31 Ζέπος, Αρμ. 1, σελ. 401-402, Διατσίδης, Δ 28, σελ. 1204. 32 Μπαλής, ΓενΑρχ 8, σελ. 325, Βαρελάς, Τινά περί αυτοσυμβάσεως κατά τον Α.Κ., Νέον Δίκαιον 5, σελ. 321, Παπαζήση, Αρμ 2, σελ. 317-319, όπου αναφέρονται ως διατάξεις του ρωμαϊκού δικαίου που επιτρέπουν ρητώς την αυτοσύμβαση οι εξής: 1) των Ν. 9 παρ. 3, 5 και 7 Π (26.7) και 2) του Ν. 78 παρ. 1 Π (18.1). Αντίθετα, ως διάταξη που απαγόρευε ρητά την αυτοσύμβαση αναφέρεται η του Ν. 34 παρ. 7 Π (18.1). 33 Διατσίδης, Δ 28, σελ. 1204. 34 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 18. 35 Ενδεικτικά αναφέρονται οι: Μπαλής, Μελέται, σελ. 108επ, Οικονομίδης, ΓενΑρχ 3, 46, σημ. 10, Μαντζαγριωτάκης, «Νομική» τόμος γ (1896-1897), σελ. 324, Δημαράς, «Νομική» τόμος γ (1896-1897), σελ. 78. 36 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 90/1927, Δ/νη 5, 253 ΑΠ 28/1929, Δ/νη 7, 257 ΑΠ 96/1929, Δ/νη 7, 284. 19
περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης τήρησης του τύπου, η οποία εν τέλει περιλήφθηκε στο Σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής (άρθρο 118). 37 2.2. Συγκριτική Επισκόπηση Α) Γερμανικό δίκαιο. Ο Γερμανικός Αστικός Κώδικας περιέχει πρόβλεψη σχετικά με το ζήτημα της αυτοσύμβασης. Το άρθρο 181 γερμακ απαγορεύει καταρχήν την αυτοσύμβαση, ενώ την επιτρέπει κατ εξαίρεση στον αντιπρόσωπο, όταν ο αντιπροσωπευόμενος την έχει επιτρέψει ή όταν πρόκειται περί εκπληρώσεως οφειλής- υποχρέωσης προς τον εαυτό του. 38 Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, η αυτοσύμβαση που επιχειρείται πέρα από τις αναφερόμενες στο νόμο, επιτρεπτές περιπτώσεις, δεν είναι καταρχήν άκυρη, αλλά το κύρος της θα κριθεί σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν και για κάθε άλλη δικαιοπραξία, την οποία επιχειρεί ο αντιπρόσωπος χωρίς εξουσία αντιπροσώπευσης. 39 Την καταγωγή της από τη διάταξη 181 γερμακ αντλεί και η διάταξη του ΑΚ 235. Υπό την επίδραση της γερμανικής επιστήμης και του Γερμανικού Αστικού Κώδικα, στο ελληνικό δίκαιο η ρύθμιση της αυτοσύμβασης είναι πανομοιότυπη προς εκείνη του γερμανικού δικαίου. Β) Γαλλικό Δίκαιο. Στον Γαλλικό Αστικό Κώδικα δεν υπάρχει διάταξη, η οποία να ρυθμίζει ειδικά την αυτοσύμβαση. 40 Ωστόσο, προβλέπονται ορισμένες κατ ιδίαν απαγορεύσεις. 41 Η γαλλική νομολογία, όμως, υπό την πίεση των σύγχρονων συναλλαγών, αναγνώρισε σε αρκετές περιπτώσεις το έγκυρο της αυτοσύμβασης 42, όπως για παράδειγμα όταν ο αντιπρόσωπος συνιστά ασφάλειες υπέρ των μελλοντικών πιστωτών του ή όταν ενεργεί ως διαχειριστής ενός ή περισσότερων νομικών προσώπων. 43 Το ίδιο ισχύει και στο βελγικό και στο ελβετικό δίκαιο, μόνο που στο τελευταίο τα σχετικά 37 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 21. Βλ. και αιτιολογική έκθεση του Εισηγητού, σελ. 232. 38 Σιδέρη, ΣυμβΕπιθ 1999, σελ. 934, Διατσίδης, Δ 28, σελ. 1204. Βλ. και Ζέπος, Αρμ. 1, σελ. 402. 39 Σιδέρη, ΣυμβΕπιθ 1999, σελ. 934. 40 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 31. 41 Βλ. διάταξη 450 παρ. 3 γαλλακ και διάταξη 596 γαλλακ. 42 Ζέπος, ΑΣρμ. 1, σελ. 402. 43 Διατσίδης, Δ 28, σελ. 1204, Σιδέρη, ΣυμβΕπιθ 1999,σελ. 934. 20
προβλήματα αντιμετωπίζονται όχι περιπτωσιολογικά, αλλά με νομολογιακά διαπλασμένη την έννοια της αυτοσύμβασης. 44 Γ) Ιταλικό Δίκαιο. Ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας ρυθμίζει ειδικά και ρητά την αυτοσύμβαση, όπως άλλωστε και το Γερμανικό και το Ελληνικό Δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 1395 του ιταλακ, η αυτοσύμβαση είναι απαγορευμένη, εκτός εάν ο αντιπροσωπευόμενος το έχει επιτρέψει ειδικά ή η διαμόρφωση του περιεχομένου της συμβάσεως καθορίζεται με τρόπο που αποκλείει την πιθανότητα συγκρούσεως συμφερόντων. 45 Δ) Αγγλικό Δίκαιο. Στο Αγγλικό Δίκαιο δεν γίνεται καμία αναφορά στο θεσμό της αυτοσύμβασης. Τα σχετικά προβλήματα που ανακύπτουν αντιμετωπίζονται στα πλαίσια της υποκειμένης σχέσης. Ειδικότερα, καλύπτονται στα πλαίσια της συμβάσεως εντολής, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει υποχρέωση του εντολοδόχου προς τήρηση εμπιστοσύνης (fiduciary duty). 46 Λοιπά Δίκαια. Στο βουλγαρικό δίκαιο η αυτοσύμβαση θεωρείται έγκυρη, εφόσον ο αντιπροσωπευόμενος έχει χορηγήσει σχετική ρητή πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπο, στο ρουμανικό δίκαιο δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της αυτοσύμβασης, ενώ στο τουρκικό δίκαιο η αυτοσύμβαση, παρότι δεν απαγορεύεται ρητά από τη νομοθεσία, δε χρησιμοποιείται στην πράξη. 47 44 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 37-38. 45 Ιδιαίτερο στοιχείο στο Ιταλικό Δίκαιο είναι ότι ο δικαιολογητικός λόγος απαγόρευσης της αυτοσύμβασης, δηλ. ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, αναφέρεται ρητά στο κείμενο της διάταξης του άρθρ. 1395 ιταλ.ακ. Βλ. και Διατσίδη, Δ 28, σελ. 1204. 46 Bowstead-Reynolds, On Agency 15,1985, Art 45, σελ. 156, Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 35επ. 47 Νάσλας, Πρώτο Βαλκανικό Συμβολαιογραφικό Φόρουμ Θεσσαλονίκη 19-20 Μαΐου 2000, Β Ενότητα: Πληρεξούσιο Ελληνικό Δίκαιο, Συμβολαιογραφική Επιθεώρηση 2001, σελ. 1548. 21
3. Η διάταξη της ΑΚ 235 3.1. Ο σκοπός της ΑΚ 235 Όπως αναλύθηκε και παραπάνω, ενώ κατά το ισχύον προ του Αστικού Κώδικα δίκαιο αναγνωριζόταν ως ισχυρή η σύμβαση του αντιπροσώπου με τον εαυτό του ατομικώς ή ως αντιπρόσωπος άλλου, ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο ΑΚ 235 χρησιμοποιεί ως αφετηρία την αντίθετη αρχή, δηλαδή την αρχή της κατά κανόνα μη αναγνωρίσεως ως έγκυρης της αυτοσύμβασης, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπονται ρητά από το εν λόγω άρθρο. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο, προτού ερευνήσουμε το ζήτημα περί του σκοπού θεσπίσεως της διάταξης του ΑΚ 235 και της απαγόρευσης αυτοσύμβασης που εισάγεται με αυτήν, να αναφερθούμε στον προβληματισμό σχετικά με τη φύση της αυτοσύμβασης, αν δηλαδή πρόκειται για μονομερή κατ ουσίαν δικαιοπραξία, όπου υπάρχει μία μόνο βούληση, ή σύμβαση με δύο βουλήσεις. Επί του εν λόγω προβληματισμού διατυπώθηκαν δύο αντίθετες απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η οποία υποστηριζόταν κυρίως στο παρελθόν, η αντίληψη ότι η αυτοσύμβαση αποτελεί σύμβαση δεν συμβιβάζεται προς την έννοια και τον μηχανισμό κατάρτισης της σύμβασης, καθώς αυτή προϋποθέτει τουλάχιστον δύο πρόσωπα και δύο διαφορετικές βουλήσεις, ενώ στην περίπτωση της αυτοσύμβασης υπάρχει ένα μόνο πρόσωπο και μία μόνο βούληση, στην οποία έχουν συγχωνευθεί δύο διαφορετικά συμφέροντα, και μάλιστα κατά κανόνα αντίθετα μεταξύ τους. Επίσης, κατά την άποψη αυτή, ψυχολογικώς είναι αδύνατη η κατάτμηση της βούλησης ενός προσώπου σε δύο διαφορετικές βουλήσεις. Συνεπώς, καταλήγει η άποψη αυτή στο συμπέρασμα ότι η αυτοσύμβαση δεν αποτελεί κατ ουσίαν σύμβαση, αλλά μονομερή δικαιοπραξία του αντιπροσώπου, στην οποία ο νόμος προσδίδει τα έννομα αποτελέσματα της σύμβασης, δηλαδή με αποτελέσματα τα οποία συνδέονται προς συμβάσεις. 48 48 Μπόσδας, Θέμις ΝΗ, σελ. 90επ. σύμφωνα με τον οποίον: «ψυχολογικώς είναι αδύνατος η κατάτμησις της βουλήσεως προσώπου τινός εις δύο βουλήσεις, ως ισχυρίζονται τινές ότι συμβαίνει επί του συμβαλλομένου μεθ εαυτού και ότι ενταύθα πρόκειται μάλλον περί μιας μόνον βουλήσεως, περί μονομερούς δικαιοπραξίας και δη εκ των επιδεών λήψεως. Και πράγματι κατ ουσίαν δεν υπάρχουσιν εν προκειμένω δύο βουλήσεις, αλλά μία και μόνη, εις ην έχουσι συγχωνευθή δύο διάφορα συμφέροντα, και μάλιστα κατά κανόνα αντίθετα εις άλληλα», F. Regelsberger, μετάφραση Πράτσικα, Γενικαί Αρχαί τ.β, 149.3. 22
Κατά την αντίθετη άποψη 49, ορθώς υποστηρίζεται ότι η κατάρτιση αυτοσύμβασης αποτελεί σύναψη σύμβασης με τη διαφορά ότι ένα μόνο πρόσωπο υποδύεται νομικώς και τους δύο συμβαλλομένους. Ο αντιπρόσωπος εκφέρει κατά την κατάρτιση της αυτοσύμβασης δύο διαφορετικές μεταξύ τους βουλήσεις. Επομένως, η σύμβαση εν προκειμένω συνάπτεται με τη σύμπτωση δύο δηλώσεων βούλησης, τις οποίες όμως διατυπώνει ο αντιπρόσωπος, τη μία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου και την άλλη στο δικό του όνομα. Επίσης, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ψυχολογικώς είναι δυνατός ο τεμαχισμός της βουλήσεως ενός προσώπου, ώστε να υπάρχουν περισσότερες βουλήσεις διαφορετικών προσώπων. Στην άμεση αντιπροσώπευση, αυτός που εκπροσωπεί και άλλον έχει δύο διαφορετικές μεταξύ τους βουλήσεις, υποδύεται δηλαδή νομικώς διαφορετικά πρόσωπα. Μάλιστα, όπως αυτός εκπροσωπεί άλλον έναντι τρίτων, έτσι μπορεί να εκπροσωπήσει τον άλλον αυτόν και έναντι του εαυτού του ατομικά ή ως αντιπρόσωπος άλλου, είτε σε δήλωση βούλησης, είτε σε λήψη μιας τέτοιας βούλησης. Εξάλλου, συστατικό στοιχείο μιας δικαιοπραξίας είναι όχι η βούληση ως έννοια ψυχολογική-εσωτερική, αλλά η εξωτερική δήλωση βουλήσεως. Κι εφόσον ο αντιπρόσωπος διατυπώνει δύο διαφορετικές βουλήσεις, είναι περιττή και μη σκόπιμη η έρευνα του ζητήματος αν είναι ψυχολογικώς δυνατή η κατάτμηση της βούλησης ενός προσώπου σε δύο διαφορετικές βουλήσεις. 50 Συνεπώς, ο ανωτέρω προβληματισμός και η ανωτέρω διάκριση, έχει καθαρά και μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον, ενώ στερείται πρακτικής χρησιμότητας, καθόσον είτε ως μονομερή δικαιοπραξία με αποτελέσματα συμβάσεως, είτε ως σύμβαση χαρακτηριστεί η αυτοσύμβαση, είναι ακριβώς το ίδιο. 51 Για τη νομοθετική ρύθμιση της διάταξης του ΑΚ 235, και συγκεκριμένα του θεσμού της αυτοσύμβασης, δεν έχει τόση σημασία το αν είναι λογικώς δυνατή η αυτοσύμβαση, όσο το εάν και κατά πόσο το επιτρεπτό αυτής συμβιβάζεται προς την ασφάλεια ή απαιτείται από τις ανάγκες των συναλλαγών. 52 Από την άποψη αυτή είναι αναμφισβήτητο ότι η αυτοσύμβαση ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο σύγκρουσης των εκατέρωθεν συμφερόντων με ενδεχόμενη τη ζημία του αντιπροσωπευόμενου. Ο νομοθετικός λόγος της απαγόρευσης της διάταξης του ΑΚ 235 είναι όχι το δογματικώς ασυμβίβαστο της αυτοσύμβασης προς την έννοια της τυπικής 49 Γεωργιάδης, Σύμφωνον προαιρέσεως και δικαίωμα προαιρέσεως, σελ. 100επ. 50 Γεωργιάδης, Σύμφωνον Προαιρέσεως, σελ. 101. 51 Διατσίδης, Δ 28, σελ. 1203. 52 Μπόσδας, Θέμις ΝΗ, σελ. 90. 23
συμβάσεως, αλλά ο κίνδυνος κατάχρησης της εξουσίας του αντιπροσώπου, ο οποίος εμφανίζεται ιδιαίτερα μεγάλος όταν τα συμφέροντα του αντιπροσώπου συγκρούονται προς εκείνα του αντιπροσωπευόμενου. 53 Ο κίνδυνος αυτός απουσιάζει μονάχα όταν κι αν ο αντιπροσωπευόμενος επιδείξει εμπιστοσύνη προς τον αντιπρόσωπο και του επιτρέψει τη σύναψη της αυτοσύμβασης. 54 Εξάλλου, είναι πράγματι επικίνδυνο να εκπροσωπούνται από ένα και το αυτό πρόσωπο διασταυρούμενα και αντίθετα μεταξύ τους συμφέροντα, κι ειδικότερα να συγκρούονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου τα δικά του ατομικά συμφέροντα με ξένα συμφέροντα. Να συνυπάρχουν στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, στον ίδιο φορέα, δύο ιδιότητες. Είναι πιθανό και ενδεχόμενο ο αντιπρόσωπος, ο οποίος μόνος του συμμετέχει στην κατάρτιση της αυτοσύμβασης και επηρεάζεται από την έμφυτη ανθρώπινη αδυναμία του, να θυσιάσει τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου προς όφελος των δικών του συμφερόντων, ή να ευνοήσει το συμφέρον του ενός αντιπροσωπευόμενου σε βάρος του άλλου. 55 Η αυτοδικαιοπραξία είναι μια δικαιοπραξία που εμπεριέχει κινδύνους, καθώς ο αντιπρόσωπος «οδηγείται σε σύγχυση των συμφερόντων του καθενός μέρους που συγκρούονται στο πρόσωπό του και, πάντως δεν παρουσιάζει τα εχέγγυα ότι η περιφρούρηση των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου είναι αδιάβλητη. Ο σχηματισμός της βουλήσεως δεν μένει ανεπηρέαστος από την έμφυτη ανθρώπινη αδυναμία να δίνει κανείς την προτίμηση του στα δικά του συμφέροντα θυσιάζοντας εκείνα των άλλων, ή να παρασύρεται σε μεροληψία για χάρη του ενός σε βάρος του άλλου. Ο κίνδυνος είναι συνυφασμένος με τη μορφή αυτής της δικαιοπραξίας». 56 Το δίλημμα, λοιπόν, στο οποίο περιέρχεται ο αντιπρόσωπος που συνάπτει αυτοσύμβαση αποτελεί το πραγματικό γεγονός εξαιτίας του οποίου δημιουργείται κίνδυνος που αποτέλεσε τον δικαιολογητικό λόγο της 53 Γεωργιάδης, Σύμφωνον Προαιρέσεως, σελ. 101-102. 54 Η αυτοσύμβαση θα πρέπει να μην απειλεί ούτε να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου, ΕφΑθ577/67, ΝοΒ 15,517 Ακυρότητα δικαιοπραξίας που θα αποβεί σε όφελος του αντιπροσώπου και σε ζημία του αντιπροσωπευόμενου, ΕφΑθ577/67, ΝοΒ 15,517. 55 Καράσης, ΔικΔικ/ξίας, σελ. 163, Κλαβανίδου, σε ΔικΔικ/ξίας Παπαστερίου-Κλαβανίδου, σελ. 537, Κιάντου-Παμπούκη, Η αυτοσύμβαση στα αξιόγραφα, ΕλΔ 1992, σελ. 1382. Βλ και ΑΠ 58/2007, ΝΟΜΟΣ ΕφΘεσσαλ 2977/1989, ΕΕμπΔ 1990, 649. 56 Σημαντήρας, ΓενΑρχ 4, π.α. 968. Βλ. και Γιαννόπουλος, ΓενΑρχ, σελ. 289, Μπαλής, ΓενΑρχ 8, σελ. 302, Δωρής, σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 235, σελ. 408. 24
διάταξης του ΑΚ 235. 57 Από μία εμφανή εξωτερική συμπεριφορά, ήτοι τη σύμπτωση δύο ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο, ο νομοθέτης τεκμαίρει τον κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων. Τον κίνδυνο αυτό θέλησε να αποτρέψει ο νομοθέτης, γι αυτό και με το άρθρο ΑΚ 235 ορίζει ως κανόνα και απαγορεύει στον αντιπρόσωπο να επιχειρήσει δικαιοπραξία στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου με τον εαυτό του ατομικά ή δικαιοπραξία στην οποία και οι δύο συμβαλλόμενοι αντιπροσωπεύονται από αυτόν, εκτός εάν αυτή έχει επιτραπεί ρητώς ή σιωπηρώς από τον αντιπροσωπευόμενο ή συνίσταται αποκλειστικώς σε εκπλήρωση υποχρέωσης, και καταρτίζεται, επί ποινή ακυρότητας, με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Προστατευτέο υποκείμενο, τελικός αποδέκτης της προστασίας της ΑΚ 235 είναι εν ολίγοις ο αντιπροσωπευόμενος. Όσον αφορά τους τρίτους, αυτοί δεν μετέχουν στην αυτοδικαιοπραξία, κι επομένως βρίσκονται εκτός του πεδίου προστασίας της ΑΚ 235. Δεν αποκλείεται όμως οι τρίτοι να αναμειγνύονται, έστω και έμμεσα, στην αυτοδικαιοπραξία, όπως στην περίπτωση των οιονεί αυτοδικαιοπραξιών, για τις οποίες γίνεται εκτενής αναφορά στη συνέχεια της παρούσης. 58 Περαιτέρω, ερωτάται αν η προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών αποτελεί κι αυτή σκοπό της διάταξης της ΑΚ 235. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι η ασφάλεια των συναλλαγών μπορεί να διαταραχθεί, καθώς, αρκετές φορές, οι αυτοδικαιοπραξίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς καταδολιευτικούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λειτουργίας αυτής της αυτοδικαιοπραξίας αποτελούν οι πράξεις του μοναδικού εταίρουδιαχειριστή μιας Μονοπρόσωπης ΕΠΕ. 59 Εξάλλου, με το θεσμό της 57 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 52. 58 Βλ. παρακάτω 10.3, και Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 62, σύμφωνα με την οποία «η πλήρης αδιαφορία για την προστασία του τρίτου-εφόσον αυτός είναι καλόπιστος-όσον αφορά τα όρια και τη χρήση της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του συμβληθέντος αντιπροσώπου (αν πρόκειται για νόμιμη αντιπροσώπευση, τα όρια της εξουσίας ορίζονται από τον νόμο, άρα ο τρίτος σπάνια θα μπορεί να θεμελιώσει καλή πίστη) είναι ένα αποτέλεσμα που δεν συνάδει με το σκοπό της πληρεξουσιότητας. Γιατί η πληρεξουσιότητα αποκτά νόημα εν σχέσει προς τρίτους. Ότι στην ειδική μορφή της αυτοδικαιοπραξίας δεν μετέχει ένας τρίτος δε σημαίνει ότι οι τρίτοι αποκλείονται της προστασίας. Έτσι, η προστασία των τρίτων πρέπει, στις οιονεί αυτοδικαιοπραξίες, να είναι ένα από τα κριτήρια για την αποδοχή της μιας ή της άλλης απόψεως σχετικά με το κύρος της οιονεί αυτοδικαιοπραξίας». 59 Πολλές φορές ο μοναδικός εταίρος-διαχειριστής μιας Μονοπρόσωπης ΕΠΕ μπορεί με αυτοδικαιοπραξίες να μεταβιβάζει προσωπικά περιουσιακά του στοιχεία στην ΕΠΕ, της 25
αυτοδικαιοπραξίας, δεν μπορεί να υπάρξει διαφάνεια στα συναλλασσόμενα υποκείμενα και στις πράξεις τους, καθόσον οι αυτοδικαιοπραξίες καταρτίζονται χωρίς τη συμμετοχή άλλου, τρίτου, προσώπου. Γι αυτό, και σκοπός της δυσμενούς αντιμετώπισης του επιτρεπτού της αυτοδικαιοπραξίας είναι και η ανάγκη για το αναγνωρίσιμο της δικαιοπραξίας. 60 Η διαταραχή αυτή της ασφάλειας των συναλλαγών μπορεί, σύμφωνα και με τη γερμανική θεωρία, να περιοριστεί με τη στενή ερμηνεία της ΑΚ 235 (αντίστοιχη γερμακ 181), η οποία αρκείται στο εξωτερικό γεγονός της συμπτώσεως στο ίδιο πρόσωπο, του αντιπροσώπου, των ιδιοτήτων του αντιπροσώπου και του αντισυμβαλλομένου του αντιπροσωπευόμενου χωρίς αναφορά στο σκοπό του. 61 Η διατύπωση του πραγματικού της διάταξης του ΑΚ 235 με αντικειμενικά στοιχεία, και χωρίς καμία αναφορά στον δικαιολογητικό της λόγο (κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, έννομο όφελος αντιπροσωπευόμενου), έγινε ασφαλώς για την προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών. Παρόλ αυτά, η διάταξη της ΑΚ 235 δεν μπορεί από μόνη της να λύσει όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα της ασφάλειας των συναλλαγών σε περίπτωση χρήσης του θεσμού της αυτοδικαιοπραξίας. Υπάρχουν άλλες αντίστοιχες διατάξεις, όπως για παράδειγμα οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες, την καταδολίευση δανειστών κλπ., που μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην προστασία αυτή. Εξάλλου, η σχετική ακυρότητα που συνεπάγεται η παράβαση της ΑΚ 235, για την οποία γίνεται αναφορά σε επόμενη ενότητα της παρούσας εισηγήσεως, δεν επαληθεύει τις προσδοκίες για την προστασία της ασφάλειας των συναλλαγών. Συμπερασματικά, σκοπός της διάταξης της ΑΚ 235 είναι η προστασία του αντιπροσωπευόμενου. Αντίθετα, οι τρίτοι και η ασφάλεια των συναλλαγών δε φαίνεται να προστατεύονται από τη διάταξη του ΑΚ 235. 62 Αυτοί δεν μπορούν παρά να αποτελούν τον δευτερεύοντα σκοπό της ΑΚ 235, ενώ η κύρια προστασία τους παρέχεται από άλλες διατάξεις του ΑΚ. Αν, ωστόσο, η προστασία του αντιπροσωπευομένου δεν είναι αναγκαία ή είναι ήδη εξασφαλισμένη, η διάταξη της ΑΚ 235 μπορεί να ερμηνευτεί και να οποίας αποτελεί το μοναδικό μέλος και διαχειριστή, προς αποφυγή του κινδύνου εκτελέσεως εκ μέρους των προσωπικών του δανειστών, ή και το αντίστροφο. 60 Παντελίδου, Η οιονεί αυτοδικαιοπραξία, Αρμ. 1990, 417. 61 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 65-66, με παραπομπές σε Staudinger 13 - Schilken, 181.4,5,7 Erman-Westermann-Brox 9, 181.2. 62 Πρβλ όμως Γνωμοδότηση Σόντη, 20/06/1955, Νέον Δίκαιον 12, 475. 26
χρησιμοποιηθεί με σκοπό και την προστασία των υπολοίπων αγαθών (τρίτοι, ασφάλεια των συναλλαγών κ.α.). 3.1.1. Η διατύπωση της ΑΚ 235 Είναι αναμφισβήτητο ότι η διάταξη του ΑΚ 235 σκοπεί τελικώς στην προστασία του αντιπροσωπευόμενου. Αξιοπρόσεχτο είναι, όμως, ότι, ενώ ο σκοπός της διάταξης αυτής είναι η προστασία του αντιπροσωπευόμενου και δικαιολογητικός της λόγος ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων 63, ούτε ο σκοπός, ούτε και ο δικαιολογητικός της λόγος διατυπώθηκαν στο κείμενο του άρθρου ΑΚ 235. 64 Πράγματι, το κείμενο του άρθρο ΑΚ 235 περιγράφει με αντικειμενικά στοιχεία, τυπικά κι αφηρημένα την αυτοδικαιοπραξία, δηλαδή την εξωτερική συμπεριφορά της σύμπτωσης στο ίδιο πρόσωπο των δύο ιδιοτήτων, του αντιπροσώπου και του αντισυμβαλλόμενου του αντιπροσωπευόμενου, χωρίς καμία αναφορά στον κίνδυνο συγκρούσεως συμφερόντων από αυτό το είδος δικαιοπραξίας, τον οποίο ο νομοθέτης θεωρεί δεδομένο. Το αν πράγματι στην υπό κρίση αυτοδικαιοπραξία βλάπτονται τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου είναι καταρχήν αδιάφορο. 65 Εξάλλου, η έννομη συνέπεια της ακυρότητας της αυτοδικαιοπραξίας επέρχεται βάσει του γράμματος του νόμου (ΑΚ 235) με μόνη τη σύμπτωση των ιδιοτήτων του αντιπροσώπου και του αντισυμβαλλόμενου του αντιπροσωπευόμενου στο ίδιο πρόσωπο, του αντιπροσώπου, ακόμα κι αν η αυτοδικαιοπραξία δε θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου ή ακόμα περισσότερο ο τελευταίος ωφελείται από αυτήν. 66 Το ζήτημα της διατύπωσης της ΑΚ 235 έχει μεγάλη σημασία για την ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω διάταξης. Ειδικότερα, το ερώτημα που ανακύπτει σχετικά με το άρθρο ΑΚ 235 και την αυτοδικαιοπραξία είναι εάν και σε ποιο βαθμό ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων-ο οποίος δεν 63 ΕφΘεσσσαλ 2977/89, ΕλΔ 32, 1345 ΠρΠειρ 4372/57, ΝοΒ ΣΤ, 369. 64 Λιακόπουλος, Δικαιοπραξίαι διαχειριστού-εταίρου μονοπροσώπου ΕΠΕ μεθ εαυτού, ΕΕμπΔ 26, 201. 65 Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 53. 66 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δωρεά γονέων στα ανήλικα τέκνα τους. Βλ. και Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Αυτοσύμβαση, σελ. 53, η οποία χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «η ΑΚ 235 έχει καταστρωθεί ως ένας κανόνας «αφηρημένης διακινδυνεύσεως»». 27