Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τομέα Δημοσίου Δικαίου. Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο. Εργασία με θέμα :

Σχετικά έγγραφα
Μεταπτυχιακή Εργασία. Καρκούλας Παναγιώτης. Λογική μέθοδος ερμηνείας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΑ

ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ & ΘΕΣΜΩΝ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Προπτυχιακή Εργασία. Πέτσας Kωνσταντίνος. Η Αιτιώδης Συνάφεια ως Εργαλείο της Νομικής Επιστήμης

ΘΕΜΑ : «Η ΑΙΤΙΩ ΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

Ι.α) Το αντικείµενο και η αναγκαιότητα της ερµηνείας. Ερµηνεία του δικαίου είναι η

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 1: Αυτονόμηση της αντιμετώπισης των ανηλίκων

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

PAPER 5 Το δικαίωµα πληροφόρησης του κοινού και η προστασία της τιµής του κατηγορουµένου στην απόφαση ΕφΑθ 4054/1992 (υπόθεση πώλησης όπλων στο Ιράν)

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στο Δίκαιο και στην Επιστήμη του Δικαίου

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

ΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΡΧΕΙΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΑΘΗΝΑ, H προστασία του ηθικού δικαιώματος στις ψηφιακές βιβλιοθήκες

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ TMHMA NOMIKHΣ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τομέα Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο Εργασία με θέμα : ''Η ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ'' της Μεταπτυχιακής Φοιτήτριας ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΝ. ΔΟΥΛΗ Διδάσκοντες: Ανδρέας Δημητρόπουλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Αντωνίου, Αναπλ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών ΙΟΥΝΙΟΣ 2011

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις περί ερμηνείας του δικαίου Ορισμός και αναγκαιότητα ερμηνείας του δικαίου Οι μέθοδοι ερμηνείας του δικαίου Β. Η λογική μέθοδος ερμηνείας του δικαίου Γ. Σχέση αιτιώδους συνάφειας και λογικής ερμηνείας Δ. Η αιτιώδης συνάφεια δικαιωμάτων και θεσμών Ε. Η αιτιώδης συνάφεια ως λογικό εργαλείο σε άλλους κλάδους του δικαίου στο Αστικό Δίκαιο στο Ποινικό Δίκαιο ΣΤ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις περί ερμηνείας του δικαίου Ορισμός και αναγκαιότητα ερμηνείας του δικαίου Ερμηνεία του δικαίου είναι η επιστημονική διεργασία με την οποία διακριβώνεται το αληθινό περιεχόμενό του 1. Με την ερμηνεία επιδιώκεται ο καθορισμός του νοήματος των κανόνων και των αρχών του δικαίου. Ο όρος «ερμηνεία» έχει διττή σημασία: αφενός σημαίνει την ενέργεια της ανάπτυξης και συγκεκριμενοποίησης των κανόνων και των αρχών του δικαίου και αφετέρου το αποτέλεσμα της εν λόγω ενέργειας. Ερμηνεία είναι δηλαδή τόσο η διαδικασία της διανοητικής πορείας του ερμηνευτή όσο και το αποτέλεσμά της. 2 Η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, η ανεύρεση του αληθινού νοήματός τους, αποτελεί βασικό έργο της νομικής επιστήμης. Έργο της νομικής επιστήμης δεν είναι βέβαια η αποσπασματική ερμηνεία των κανόνων δικαίου, αλλά η εμπέδωση μιας συγκεκριμένης γενικότερης δικαιϊκής αντίληψης. Η ερμηνεία είναι αναγκαίο παρακολούθημα του δικαίου. Το δίκαιο, ρυθμίζοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά στις άπειρες δυνατότητες εκδήλωσής της με κανόνες γενικούς και αφηρημένους, συγχρόνως όμως και πεπερασμένους σε αριθμό, είναι, ως ανθρώπινο δημιούργημα, ατελές. Έργο της ερμηνείας είναι ακριβώς το να θεραπεύει τα αναγκαία συνεχόμενα με το δίκαιο ελαττώματά του. Η αναγκαιότητα της ερμηνείας των κανόνων δικαίου προκύπτει από αυτή την ίδια τη φύση τους. Ο κανόνας δικαίου αποτελεί ρύθμιση γενική και αφηρημένη. Ο δικαστής και γενικότερα ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου είναι εκείνος που τοποθετείται μεταξύ της συγκεκριμένης περίπτωσης και του κανόνα δικαίου. Προβαίνει στο νομικό χαρακτηρισμό των γεγονότων, επιλέγει τον εφαρμοστέο κανόνα και υπάγει τη συγκεκριμένη περίπτωση σε αυτόν. Πριν όμως την υπαγωγή, προσδίδει ορισμένο νόημα στον κανόνα, τον ερμηνεύει. Η ερμηνεία αποτελεί με την έννοια αυτή προϋπόθεση της εφαρμογής του δικαίου, πέρα και ανεξάρτητα από τις ερμηνευτικές δυσχέρειες του συγκεκριμένου δικαιϊκού κανόνα. 1 Δημητρόπουλου Α. Γενική Συνταγματική θεωρία, τόμος Α, σελ. 18 2 Σπυρόπουλου Φ. Η ερμηνεία του Συντάγματος, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (1999), σελ. 1

Σκοπός της ερμηνείας του δικαίου είναι καταρχήν η ανεύρεση του νοήματος του «ισχύοντος» κανόνα δικαίου. Η έρευνα αυτή είναι η de lege lata (de constitutione lata) ερμηνεία του δικαίου. Παράλληλα έργο της νομικής επιστήμης είναι και η κριτική του ισχύοντος δικαίου, με σκοπό τη βελτίωσή του. Η έρευνα αυτή αποβλέπει όχι στο πώς είναι, αλλά στο πώς θα έπρεπε να είναι ο κανόνας δικαίου. Η de lege ferenda (de constitutione ferenda) νομική έρευνα προϋποθέτει την de lege lata και βασίζεται στα συμπεράσματά της. Ο καθορισμός του «δέοντος» προϋποθέτει τον καθορισμό του «είναι» 3. Δίκαιο, βέβαια, δεν είναι μόνο το κοινό δίκαιο αλλά και το Σύνταγμα. Η ερμηνεία του δικαίου συμπεριλαμβάνει επομένως και την ερμηνεία του Συντάγματος, η οποία αποτελεί βασικό έργο της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου και αποσκοπεί στη διακρίβωση του αληθινού περιεχομένου των συνταγματικών κανόνων. Όταν γίνεται δε λόγος για ερμηνεία του Συντάγματος, νοείται η ερμηνεία του τυπικού Συντάγματος, του συνόλου δηλαδή των κανόνων που έχουν αυξημένη τυπική δύναμη σε σχέση με τους κοινούς νόμους. Νοείται βεβαίως και η ερμηνεία του ουσιαστικού Συντάγματος, είτε αυτό είναι είτε δεν είναι συγχρόνως και τυπικό Σύνταγμα. Οι μέθοδοι ερμηνείας του δικαίου (και του Συντάγματος): Πρωτοπόρος στη συστηματοποίηση των τρόπων ερμηνείας του δικαίου θεωρείται ότι υπήρξε ο Friedrich Carl von Savigny (1779-1864), ο οποίος αναγνωρίζεται γενικά ως θεμελιωτής της σύγχρονης επιστήμης του δικαίου. Έργο της ερμηνείας είναι, κατά τον Savigny, η ανακατασκευή της νοηματικής πορείας του νομοθέτη, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε ο νόμος. Ο ερμηνευτής πρέπει να έλθει στη θέση, στην οποία βρισκόταν ο νομοθέτης πριν τη θέσπιση του νόμου και να τον αναδημιουργήσει νοητικά. Οι τέσσερις κλασσικές μέθοδοι ερμηνείας, όπως διατυπώθηκαν από τον Savigny, είναι: a) Η γραμματική ερμηνεία, β) Η λογική ερμηνεία, γ) Η ιστορική ερμηνεία, δ) Η συστηματική ερμηνεία, ενώ, περί το τέλος του 19ου αιώνα, με προεξάρχουσες μορφές τους Karl Binding, Adolph Wach και Josef Kohler 3 Δημητρόπουλου Α. Γενική Συνταγματική θεωρία, τόμος Α, σελ. 18-19

προστέθηκε και ε) Η τελολογική ερμηνεία. Οι ερμηνευτικές αυτές μέθοδοι δεν αλληλοαποκλείονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Β. Η λογική μέθοδος ερμηνείας του δικαίου Η ερμηνεία του δικαίου επιδιώκει τον καθορισμό της ορθής έννοιας των κανόνων, κατά τρόπο που επιτρέπει την ικανοποίηση των αιτημάτων της ενότητας και της πληρότητας της έννομης τάξης. Το αίτημα της ενότητας αποτρέπει την ύπαρξη αντινομιών μεταξύ των κανόνων και των αρχών του δικαίου και το αίτημα της πληρότητας επιβάλλει την πλήρωση των κενών του δικαίου. Οι κανόνες δικαίου πρέπει αφενός μεν να μην είναι αντιφατικοί, αφετέρου δε να αποτελούν τη βάση για την επίλυση όλων των νομικών ζητημάτων της κοινωνικής ζωής. Η ερμηνεία, αποβλέποντας στη θεραπεία των πλημμελειών και των ελλειμμάτων των κανόνων, βασίζεται και στη λογική, στην επιστήμη δηλαδή που εξετάζει τους όρους και τα είδη της ορθής νόησης και ορίζει νόμους ή αρχές και κανόνες, τους οποίους πρέπει να ακολουθεί όποιος αναζητεί την αλήθεια 4 αλλά φυσικά και την ορθότητα των νομικών κρίσεων. Ο όρος «λογική ερμηνεία» δεν είναι οπωσδήποτε δόκιμος. Καμία άλλωστε «μη λογική ερμηνεία» δεν είναι νοητή. Όλες οι ερμηνείες έχουν αναγκαία λογικό χαρακτήρα. Έχει πάντως επικρατήσει να αποδίδεται με τον όρο αυτό η χρησιμοποίηση των κανόνων της τυπικής λογικής για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος του κανόνα δικαίου. Συνεπώς λογική ερμηνεία είναι εκείνη, που επιδιώκει τον προσδιορισμό του αληθούς νοήματος του νόμου με τους κανόνες της τυπικής και διαλεκτικής λογικής. Τα «λογικά εργαλεία», «συλλογισμοί» και «επιχειρήματα» της τυπικής λογικής μεταφερόμενα στο νομικό χώρο χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό νομικών εννοιών και τη λύση νομικών ζητημάτων. Η λογική βέβαια ερμηνεία χρησιμοποιεί όχι μόνο τους κανόνες της τυπικής λογικής αλλά και της διαλεκτικής λογικής, η οποία είναι απαραίτητη για τον καθορισμό του αντικειμενικού νοήματος του κανόνα δικαίου. Η διαλεκτική λογική είναι απαραίτητη για την κατανόηση της «κινητικότητας» των νομικών εννοιών όχι μόνο διαχρονικά αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα γίνεται έτσι αντιληπτή η αυξομείωση του περιεχομένου των δικαιωμάτων κατά την εφαρμογή τους στους διάφορους θεσμούς 4 Βορέα, Λογική, σελ.16

και έννομες σχέσεις. Ως λογική ερμηνεία εννοεί ο Savigny την ερμηνεία που στηρίζεται στη δομή της σκέψης του νομοθέτη. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση ελέγχει το πόρισμα της γραμματικής ερμηνείας με κριτήριο το λόγο. Η διορθωτική αυτή επέμβαση του λόγου στο πόρισμα της γραμματικής ερμηνείας μπορεί να είναι συσταλτική, αν ο νομοθέτης εκφράστηκε ευρύτερα από τη λογικά διαπιστούμενη βούλησή του, ή και διασταλτική, αν συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η λογική παρέμβαση στο γραμματικό συμπέρασμα γίνεται με «επιχειρήματα» (argumenta), π.χ. το επιχείρημα εκ του μείζονος στο έλασσον, από το έλασσον στο μείζον, το εξ αντιδιαστολής, το δια της εις άτοπον απαγωγής και το επιχείρημα της αναλογίας. Η λογική μέθοδος ερμηνείας εφαρμόζεται αναγκαία μέσω της συστηματικής μεθόδου. Συστηματική είναι η ερμηνεία εκείνη που καθορίζει το νόημα της νομικής διάταξης με βάση την ένταξή της στο γενικότερο και ειδικότερο σύστημα κανόνων δικαίου στο οποίο αναφέρεται. Έτσι, η λογική ερμηνεία αποβλέπει στην ανεύρεση των νοημάτων των διατάξεων των κανόνων δικαίου βάσει των κανόνων της τυπικής λογικής, στο πλαίσιο της δεδομένης δομής των διατάξεων, στην οποία είναι αρθρωμένες και σε συνάρτηση με αυτές και με το όλο σύστημα της ισχύουσας έννομης τάξης. Συνεπώς η λογική ερμηνεία αποβαίνει συστηματική 5, 6. Γ. Σχέση αιτιώδους συνάφειας και λογικής ερμηνείας Στο πλαίσιο της λογικής μεθόδου, ιδιαίτερη σημασία έχει ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των αιτιωδών δεσμών, που συνδέουν τα ενδιαφέροντα το δίκαιο φαινόμενα. Η εφαρμογή της αιτιώδους συνάφειας, αν και συχνή στη νομική επιστήμη, όπως λ.χ. στο χώρο του ποινικού ή του αστικού δικαίου, δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στο δημόσιο δίκαιο. Αντιπροσωπευτικότερη όλων των άλλων περιπτώσεων είναι η χρησιμοποίηση της αιτιώδους συνάφειας ως λογικού ερμηνευτικού «εργαλείου» στο χώρο των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η εφαρμογή των συνταγματικών δικαιωμάτων προϋποθέτει την ανάλυση του περιεχομένου τους, δηλαδή της 5 Μάνεσης, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 200 6 Μιχελάκη, Εισαγωγή εις το δίκαιο, σελ. 66-67

φύσης τους, της «φύσης του πράγματος». Απαραίτητη είναι η ανάλυση του περιεχομένου τόσο του δικαιώματος όσο και της έννομης σχέσης ή του θεσμού, μέσα στον οποίο ασκείται το δικαίωμα. Το περιεχόμενο των νομικών μορφωμάτων (δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, εννόμων σχέσεων, διαπροσωπικών σχέσεων κλπ) αναλύεται σε μερικότερα αντικειμενικά στοιχεία, που αναφέρονται στις φυσικές, σωματικές ή πνευματικές και στις κοινωνικές ιδιότητες των φορέων των δικαιωμάτων, των παραγόντων, που συμμετέχουν στους θεσμούς και στις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως είναι η ηλικία, το φύλο, η πνευματική υγεία, η τιμή, η παιδεία, οι πεποιθήσεις, το επάγγελμα κλπ. Επίσης, ανήκουν στο περιεχόμενό τους και διάφορες τυποποιημένες μορφές συμπεριφοράς, όπως η οικονομική συνεργασία, ο ανταγωνισμός, η καλή ή κακή χρήση, η συμβίωση κλπ 7. Δ. Η αιτιώδης συνάφεια (φυσική σχέση) δικαιωμάτων και θεσμών Για τη θεσμική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η πραγματικότητα που περιβάλλει τον άνθρωπο δεν είναι τυχαίο αλλά αντίθετα οργανωμένο σύνολο, του οποίου τα μέρη συνδέονται με δεσμούς αιτιώδους συνάφειας. Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι απλώς αντικείμενο του κανόνα δικαίου, αλλά πολύ περισσότερο περιέχει μέσα της δίκαιο. Η φύση των πραγμάτων δεν είναι απλώς μια ερμηνευτική μέθοδος, αλλά και πηγή δικαίου. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει και προστατεύει ταυτόχρονα και θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς και σύνολα διαπροσωπικών σχέσεων, δηλαδή θεσμούς 8. Στους συνταγματικούς κανόνες, σε πολλές περιπτώσεις, οι χρησιμοποιούμενοι από τον συντακτικό νομοθέτη όροι, δεν χρησιμοποιούνται με τη στενή νομι(κιστι)κή τους έννοια, αλλά με ευρύτερο περιεχόμενιο, στο οποίο υπάγεται η πραγματικότητα που αποδίδεται με τους όρους αυτούς. Το Σύνταγμα συνδέει με τον τρόπο αυτόν την πραγματικότητα με το δίκαιο, το «δέον» με το «είναι», σε ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. 7 Δημητρόπουλου Α. Γενική Συνταγματική θεωρία, τόμος Α, σελ. 33 8 Δημητρόπουλου Α. Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, σελ. 69

Αιτιώδης συνάφεια δικαιώματος και θεσμού είναι ο αιτιώδης σύνδεσμος, ο οποίος συνδέει ένα συγκεκριμένο συνταγματικό δικαίωμα με την έννομη σχέση ή με το σύνολο εννόμων σχέσεων, δηλαδή το θεσμό, μέσα στον οποίο εφαρμόζεται. Για παράδειγμα, το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας μέσα στο θεσμό της οικογένειας ή το δικαίωμα της πολιτικής ελευθερίας μέσα στο θεσμό του πολιτικού κόμματος. Αιτιώδης συνάφεια είναι εν προκειμένω η συνάντηση των περιεχομένων θεμελιώδους δικαιώματος και θεσμού σε κοινό αντικειμενικό στοιχείο. Παράδειγμα κοινού αντικειμενικού στοιχείου αποτελεί λ.χ. το αντικειμενικό στοιχείο «πολιτικές πεποιθήσεις», το οποίο αποτελεί συστατικό στοιχείο του περιεχομένου της πολιτικής ελευθερίας, αλλά και συσταστικό στοιχείο του θεσμού του πολιτικού κόμματος. Όσον αφορά τη θεσμική εφαρμογή των αμυντικών δικαιωμάτων, αιτιώδης συνάφεια είναι η συνάντηση των περιεχομένων θεμελιώδους δικαιώματος και θεσμού σε κοινό συστατικό στοιχείο 9. Συνεπώς η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων, εν προκειμένω συνδέει θεμελιώδες δικαίωμα και θεσμό. Η ενδιαφέρουσα μορφή αιτιώδους συνάφειας για τη διερεύνηση του αν είναι καταρχήν επιτρεπτός ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων, είναι εκείνη, που συνδέει το περιεχόμενο του δικαιώματος και το περιεχόμενο της σχέσης, στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή του. Η αιτιώδης συνάφεια δεν έχει μόνο μία μορφή. Η βαθύτερη εξέταση των σύμφυτων ή και των μη σύμφυτων, αλλά σχετιζόμενων ζευγών θεμελιωδών δικαιωμάτων και διαπροσωπικών σχέσεων (ή θεσμών) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ανάμεσα στα περιεχόμενά τους υπάρχει κάποιο (ένα ή περισσότερα) κοινό συστατικό στοιχείο, στο οποίο και οφείλεται η μεταξύ τους αιτιώδης συνάφεια. Ένα πρόσθετο στοιχείο που χαρακτηρίζει την αιτιώδη συνάφεια είναι ότι αποτελεί φυσική σχέση, επομένως και νομική σχέση των πραγμάτων. Ως φυσική σχέση απορρέει από τη φύση των πραγμάτων, που αποτελεί πηγή του δικαίου. Ενδεχόμενη αντίθετη γραπτή ρύθμιση δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση του πράγματος και τελικά θα προσαρμοστεί προς αυτή. Θεμελιώδη δικαιώματα και θεσμοί συνδέονται με φυσική σχέση που είναι ταυτόχρονα και νομική σχέση. Η φυσική σχέση δικαιώματος και θεσμού βρίσκεται στην ύπαρξη ή έλλειψη δεσμού αιτιώδους συνάφειας. Το ζήτημα της θεσμικής εφαρμογής των θεμελιωδών 9 Δημητρόπουλου Α. Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, σελ. 72

δικαιωμάτων είναι ζήτημα διακρίβωσης της μεταξύ τους φυσικής σχέσης, δηλαδή ζήτημα διακρίβωσης της μεταξύ τους αιτιώδους συνάφειας. Τα διάφορα ζεύγη δικαιωμάτων και θεσμών είναι ομοιογενή και ανομοιογενή, ανάλογα με το αν συνδέονται ή όχι με δεσμό αιτιώδους συνάφειας. Με δεσμό αιτιώδους συνάφειας συνδέονται καταρχήν τα σύμφυτα νομικά μορφώματα, δηλαδή τα νομικά μορφώματα που ανήκουν στην ίδια βιοτική περιοχή. Για παράδειγμα, τα οικογενειακά δικαιώματα είναι σύμφυτα προς τις οικογενειακές σχέσεις και θεσμούς, τα πολιτικά προς τις πολιτικές, τα εργασιακά προς τιος εργασιακές κ.ο.κ. Τα σύμφυτα νομικά μορφώματα, ως μέρη ενός ευρύτερου συνόλου, προστατεύουν τα ίδια ή παραπλήσια αγαθά, αναφέρονται στην ίδια ή παραπλήσια μορφή δραστηριότητας του ανθρώπου. Με δεσμό αιτιώδους συνάφειας όμως είναι δυνατό να συνδέονται και μη σύμφυτα νομικά μορφώματα, δηλαδή νομικά μορφώματα που δεν ανήκουν στην ίδια βιοτική περιοχή. Τα συνδεόμενα μεταξύ τους με δεσμό αιτιώδους συνάφειας νομικά μορφώματα (σύμφυτα και μη) μπορούν να χαρακτηριστούν ομοιογενή, ενώ στην αντίθετη περίπτωση ανομοιογενή. Όσον αφορά ειδικότερα στα δικαιώματα, στις ομοιογενείς αντιθέσεις επιβάλλεται ο περιορισμός του δικαιώματος, ενώ στις ανομοιογενείς αντιθέσεις επιβάλλεται η αποχή από τον περιορισμό. Στην πρώτη περίπτωση ο περιορισμός αποτελεί συνταγματική επιταγή που απορρέει από την ταυτόχρονη κατοχύρωση και προστασία δικαιωμάτων και σχέσεων. Όσο αυξάνει μάλιστα η ένταση της ομοιογένειας, τόσο αυξάνει και η αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος. Πρόκειται για μια εφαρμογή του κανόνα «τα ομώνυμα απωθούνται». Αντίθετα, στην περίπτωση των ανομοιογενών αντιθέσεων, συνταγματική επιταγή αποτελεί η παράλειψη του περιορισμού. Για παράγειγμα, είναι δυνατή η εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου της επαγγελματικής ελευθερίας, χωρίς να επηρεάζεται ή να ανατρέπεται το περιεχόμενο της κληρονομικής σχέσης. Στις ανομοιογενείς αντιθέσεις δεν υπάρχει πραγματικός και επομένως νόμιμος λόγος περιορισμού του δικαιώματος. Πρόκειται επίσης για μια εφαρμογή του κανόνα «τα ετερώνυμα έλκονται». Η σχέση ανάμεσα στην ανομοιογένεια και στην αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος είναι σχέση αντιστρόφως ανάλογη. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανομοιογένεια, τόσο περισσότερο ελαττώνεται η αναγκαιότητα περιορισμού του δικαιώματος.

Η θεσμική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι αυθαίρετη λειτουργία. Αντιθέτως, πρόκειται για μια λειτουργία αντικειμενική, προσδιοριζόμενη από τη φυσική αντικειμενική σχέση της αιτιώδους συνάφειας. Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει μόνο την εφαρμογή του γενικού αμυντικού περιεχομένου του δικαιώματος, αλλά και τον περιορισμό του, δηλαδή τη θεσμική του προσαρμογή στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο. Σε αυτές τις περιπτώσεις τίθεται το ζήτημα της αρχής του αιτιώδους των περιορισμών. Γίνεται, επομένως, διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη περιορισμών: σε εκείνους που επιτρέπονται από το Σύνταγμα, τους απλούς δηλαδή ή αιτιώδεις περιορισμούς και σε εκείνους που απαγορεύονται και αποτελούν προσβολές των συνταγματικών δικαιωμάτων ή αναιτιώδεις περιορισμούς. Η επιβολή απλών περιορισμών είναι επιτρεπτή μόνο κατά το μέτρο που επιβάλλει η αιτιώδης συνάφεια. Επομένως, επιτρέπονται οι αιτιώδεις και απαγορεύονται οι αναιτιώδεις περιορισμοί. Από αυτή τη βασική αιτιώδη σχέση προσδιορίζεται το περιεχόμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, αλλά και το περιεχόμενο των θεσμών. Ε. Η αιτιώδης συνάφεια ως λογικό εργαλείο σε άλλους κλάδους του δικαίου Στο Αστικό Δίκαιο: Η προς αποζημίωση ενοχή: Την έννοια της αποζημιώσεως δεν παρέχει ο Αστικός Κώδικας. Στις σχετικές γενικές διατάξεις του (άρθρα 297-300 Α.Κ.) περιορίζεται μόνο στον καθορισμό του είδους και της εκτάσεως της παρεχόμενης αποζημίωσης. Τον όρο «αποζημίωση» χρησιμοποιεί, εναλλάξ προς τον ισότιμο όρο «διαφέρον», με την κοινή της λέξεως έννοια, δηλαδή ως αποκατάσταση της προξενηθείσας ζημίας. Αποκαθίσταται δε εκείνη η ζημία, που βρίσκεται σε σχέση αιτιότητας προς το νόμιμο λόγο ευθύνης. Η αποζημίωση σκοπό έχει την αποκατάσταση της ζημίας, που τελεί σε αιτιώδη σχέση προς το ζημιογόνο γεγονός, το οποίο έχει αναχθεί σε νόμιμο λόγο της προς αποζημίωση ευθύνης. Ο αποκαταστατικός σκοπός της αποζημιώσεως επιτυγχάνεται με την παροχή στο ζημιωθέντα

υλικού αντισταθμίσματος ικανού να τον περιαγάγει, από περιουσιακή άποψη, στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός 10. Οι προϋποθέσεις για την παροχή αποζημιώσεως είναι ι) να υφίσταται ζημία, ιι) νόμιμος λόγος ευθύνης και ιιι) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του λόγου από τον οποίο προκύπτει η ευθύνη και της ζημίας. Ειδικότερα ως προς την τρίτη προϋπόθεση, ο νόμος θεωρεί τη ζημία ως αποτέλεσμα ορισμένης αιτίας (λ.χ. της αθετήσεως προϋπάρχουσας ενοχής) και επιτάσσει την αποκατάσταση μόνο εκείνης της ζημίας, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο ή αλλιώς αιτιώδη συνάφεια προς το ιδρυτικό της ευθύνης γεγονός. Εξάλλου, εκτός από την άμεση ζημία είναι δυνατό να προκύψει και περαιτέρω ζημία, η οποία αν και τελεί σε χαλαρή σχέση με το ιδρυτικό της ευθύνης γεγονός (π.χ. την παράνο μη και υπαίτια συμπεριφορά), μπορεί με την εφαρμογή της λογικής αιτιότητας, να επιρρηφθεί στο δράστη, εφόσον πάντως αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει. Για παράδειγμα, το θύμα αυτοκινητικού ατυχήματος υφίσταται μερική αναπηρία στο ένα πόδι του, συνεπεία δε της αναπηρίας του αυτής ολισθαίνει και σπάζει και το άλλο πόδι του. Έτι δε περαιτέρω, κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο προσβάλλεται από εκεί εμφανισθείσα μεταδοτική νόσο με συνέπεια την επιδείνωση της υγείας του και τη σοβαρή περιουσιακή του ζημία. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξεύρεση του αιτιώδους συνδέσμου με βάση τις αρχές της λογικής αιτιότητας δεν είναι ευχερής. Ανέκυψε έτσι η ανάγκη περιορισμού της ατέρμονης αναγωγής ενός αποτελέσματος σε κάποια αρχική αιτία, πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί με την επιλογή ενός από τους περισσότερους όρους επελεύσεως του αποτελέσματος και το χαρακτηρισμό αυτού ως κρισίμου, γιατί συνδέεται αιτιακά με τη ζημία. Από τον όρο αυτό θα κριθεί η ύπαρξη και η έκταση της προς αποζημίωση ευθύνης. Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες περί της αιτιώδους συνάφειας: Πρώτα πρώτα διατυπώθηκε η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων ή του αναγκαίου όρου (θεωρία της conditio sine qua non, Bedingungstheorie ή Aequivalenztheorie). Βασιζόμενη στη 10 Γεωργιάδη Αστ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Δ' έκδοση, σελ. 120

φιλοσοφική αντίληψη της αιτιότητας, δέχεται ότι κάθε γεγονός, χωρίς τη συνδρομή του οποίου δεν θα επήρχετο το επιζήμιο αποτέλεσμα, αποτελεί αναγκαίο όρο επελεύσεως της ζημίας, όλοι δε οι όροι αυτοί (εγγύτεροι ή απώτεροι) είναι ισοδύναμοι. Άλλη θεωρία που διατυπώθηκε είναι η θεωρία της πρόσφορης αιτίας (θεωρία της causa adaequata, Adäquanztheorie). Η θεωρία αυτή δέχεται ότι αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ του ιδρύοντος την ευθύνη γεγονότος και της ζημίας, υπάρχει όταν το γεγονός αυτό (αίτιο), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ( δηλαδή χωρίς την παρεμβολή έκτακτων και ασυνήθων περιστατικών) και την έλλογη ανθρώπινη πείρα, είχε την ικανότητα, τη γενική τάση, να αποτελέσει την αποχρώσα, πρόσφορη, αιτία επελεύσεως του επιζήμιου αποτελέσματος. Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας βρίσκει επαρκές νομοθετικό έρεισμα στις ΑΚ 298 εδάφιο 2 και 300 1 εδάφιο 2. Γίνεται δεκτό ότι το πρόσφορο ή μη της αιτίας θα κριθεί βάσει της σχετικής αντίληψης του μέσου συνετού ανθρώπου και ενόψει των περιστατικών που ήταν γνωστά κατά το χρόνο επελεύσεως της ζημίας. Το επιζήμιο αποτέλεσμα δεν είναι αναγκαίο να επήλθε αμέσως, ούτε να το είχε ή να μπορούσε να το έχει υπόψη του ο δράστης. Αρκεί ότι η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει και πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση επέφερε τη ζημία 11. Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, που επί δεκαετίες κυριάρχησε στη Γερμανία όπου εξακολουθεί να έχει ευρύτατη απήχηση και σχεδόν ομόφωνα κρατεί στην ελληνική θεωρία και πράξη, ασφαλώς υπερτερεί της conditio sine qua non, γιατί περιορίζει σε ανεκτά όρια τις περιπτώσεις ευθύνης. Πάντως γεγονός είναι ότι το δίκαιο της αποζημίωσης απαιτεί να αποκαθίσταται εκείνη η ζημία, που πράγματι τελεί σε σχέση λόγου και ακολουθίας (α ιτίου και αιτιατού) προς το ιδρυτικό της ευθύνης γεγονός και δεν αρκείται στη διαπίστωση ότι το συγκεκριμένο περιστατικό (αίτιο) ήταν από τη φύση του δυνατό (ικανό, πρόσφορο) να επιφέρει το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα. Χρονικά τελευταία εμφανίστηκε η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου (Normzwecklehre). Η θεωρία αυτή αποφεύγει τις πολύπλοκες κατασκευές των προηγούμενων θεωριών. Υποστηρίζει 11 ΑΠ 692/1990 ΝοΒ 1992. 67

ότι το ζήτημα αν και σε ποια έκταση θα αποκατασταθεί η ζημία, θα επιλυθεί με βάση το σκοπό του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα. Έτσι, το πρόβλημα εξευρέσεως του αιτιώδους συνδέσμου, ουσιαστικά, μετατίθεται στην αναζήτηση των συμφερόντων, την προστασία των οποίων ο συγκεκριμένος κανόνας επιδιώκει. Η εφαρμογή της θεωρίας αυτής δεν απαιτεί ιδιαίτερη νομοθετική θεμελίωση, αφού έρεισμα έχει την εκάστοτε εφαρμοστέα διάταξη. Φαίνεται πάντως πειστικότερη από τις θεωρίες της conditio sine qua non και της πρόσφορης αιτίας, καθώς αν τα όρια λειτουργίας του δικαίου της αποζημίωσης θα είναι ευρύτερα ή στενότερα, αν πρέπει και σε ποια έκταση να αποκατασταθεί ορισμένη ζημία, είναι θέμα αξιολόγησης του νομοθέτη και όχι έργο αυτής ή της άλλης θεωρητικής σύλληψης. Ωστόσο, όπως η θεωρία της πρόσφορης αιτίας χαρακτηρίζεται από κάποια αβεβαιότητα, γιατί τα κριτήρια της προσφορότητας και της κανονικότητας της ζημίας είναι αρκετά ρευστά, έτσι και η θεωρία του σκοπού του κανόνα δικαίου εμφανίζει το ίδιο μειονέκτημα, αφού ο νόμος δεν καθορίζει τους σκοπούς στην προστασία των οποίων αποβλέπει, πρόβλημα που πρέπει να λυθεί με την ερμηνεία 12. Στο Ποινικό Δίκαιο : Κατά το Ποινικό Δίκαιο η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένων εγκλημάτων. Είναι ο νοητός σύνδεσμος που υφίσταται μεταξύ της πράξεως ως της έμπρακτης εκδήλωσης της ανθρώπινης βούλησης και των διαφόρων αποτελεσμάτων της. Η αιτιότητα συνίσταται στην πριν κάθε ατομική εμπειρία, υφιστάμενη μορφή διαλογισμού επί της οποίας θεμελιώνονται όλες γενικά οι εμπειρικές μας κρίσεις. Επομένως, η διαπίστωση ότι μια πράξη υπήρξε η αιτία ενός αποτελέσματος δεν σημαίνει καταρχήν τίποτα άλλο παρά την ύπαρξη νοητού συνδέσμου μεταξύ τους. Η αιτιότητα δηλαδή δεν αποτελεί πραγματικότητα την οποία μπορεί ενδεχομένως να ζυγίσει ή να καταμετρήσει κανείς, αλλά αποτελεί λογική κατασκευή. Η έννοια του αιτιώδους συνδέσμου αποτελεί μια νομική έννοια, δηλαδή η ποινική διδασκαλία για τον αιτιώδη σύνδεσμο δεν είναι προσδεδεμένη στις αντιλήψεις για αιτιότητα των φυσικών επιστημών. 12 Δεληγιάννη/Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙΙ, σελ. 175-176

Διατυπώθηκαν και στο χώρο του Ποινικού Δικαίου δύο βασικές θεωρίες για τον προσδιορισμό της αιτιώδους συνάφειας 13, η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων και η θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αλλά και πλήθος άλλων ενδιάμεσων θεωριών, όπως π.χ. η θεωρία της ενεργού αιτίας, της νομικά σημαντικής αιτίας, της φυσικής ενότητας της πράξεως, κλπ. Ειδικότερα, η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων ( conditio sine qua non), εν αντιθέσει προς τις εξατομικεύουσες θεωρίες, οι οποίες λειτουργώντας επιλεκτικά αναδεικνύουν σε αιτία έναν μόνο όρο από περισσότερους που διαδραμάτισαν ρόλο στην επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, η θεωρία αυτή, όπως άλλωστε μαρτυρεί και ο τίτλος της, αντιμετωπίζει όλους τους όρους που συνετέλεσαν στην παραγωγή του αποτελέσματος ως ισοδύναμους. Εμφανίζεται, επομένως, η θεωρία αυτή να διαγράφει τον κύκλο της αιτιώδους συνάφειας ιδιαίτερα πλατύ και έτσι να οδηγεί σε υπερβολές, καθώς χαρακτηρίζει ως αιτίες ενός αποτελέσματος και όρους που κανείς δεν θα περίμενε εκ των προτέρων ότι θα συντελούσαν στην επέλευση του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Η θεωρία της πρόσφορης αιτίας ( causa adaequata) δεν αρκείται στην αναζήτηση των πράξεων όρων που λογικά συνδέονται με το επελθόν αποτέλεσμα, αλλά από τους πολλούς σχετικούς όρους διαλέγει εκείνον που με βάση την κοινή πείρα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων είναι πρόσφορος να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Μειονέκτημα της θεωρίας αυτής αποτελεί το γεγονός ότι προβαίνει σε νομικές αξιολογήσεις οι οποίες αντί να διευκολύνουν την προσπάθεια ανευρέσεως του αιτιώδους συνδέσμου, την δυσχεραίνουν ώστε να μην είναι εφαρμόσιμη. Ήδη ο ακριβής προσδιορισμός αυτού του ίδιου του κριτηρίου της προσφορότητας, που αποτελεί τη βάση εφαρμογής της θεωρίας αυτής, είναι δυσχερής και μάλιστα ιδιαίτερα στις περιπτώσεις οι οποίες είναι ιδιαζόντως ενδιαφέρουσες για το Ποινικό Δίκαιο. Η κρατούσα στην ποινική επιστήμη άποψη και η σταθερή νομολογία του Αρείου Πάγου δέχονται τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων 14. Το Ποινικό Δίκαιο, σε αντίθεση με το Αστικό, παρέχει στον εφαρμοστή του ένα ανασφαλές μέσο για την άρση των τυχόν ανεπιεικών συνεπειών από την αποδοχή μιας ευρείας έννοιας της αιτιότητας βάσει της conditio sine qua non. Το Ποινικό 13 Ανδρουλάκη, Γενικό Ποινικό Δίκαιο, Θεωρία για το έγκλημα, σελ. 198 14 Γωργάκη, Γενικό Μέρος Ποινικού Δικαίου, σελ. 212-213

Δίκαιο δεν έχει ανάγκη όπως το Αστικό από τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, προκειμένου να περιορίσει έλλογα τους όρους του εγκληματικού αποτελέσματος, οι οποίοι μπορούν πράγματι να θεμελιώσουν ποινική ευθύνη εκείνου που τους έθεσε, γι' αυτό και μπορεί να αρκεστεί στην απλή θεωρία της conditio sine qua non. Το ασφαλές αυτό μέσο είναι η υπαιτιότητα. Επομένως, η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, ακριβώς επειδή απλουστεύει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, χωρίς να την συνδέει με αξιολογήσεις και εκτιμήσεις που από τη φύση τους επιδέχονται ευκολότερα αμφισβήτησης, γίνεται δεκτή στο Ποινικό Δίκαιο. ΣΤ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις Ολόκληρη η παρούσα μελέτη αποδεικνύει πως η αιτιώδης συνάφεια αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ερμηνευτικό εργαλείο της νομικής επιστήμης. Πρόκειται για ένα λογικό εργαλείο που χρησιμοποιείται και εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς του δικαίου διαδραματίζοντας διαφορετικό ρόλο στις περισσότερες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ενώ στο Αστικό Δίκαιο λειτουργεί ως φίλτρο για τον καθορισμό των αιτίων που πραγματικά και ουσιαστικά συνδέονται με το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, στο Ποινικό Δίκαιο λειτουργεί και ως δείκτης για τα εγκλήματα δράσης παράλειψης, χωρίς αυτήν ο δράστης εύκολα θα επιφορτωνόταν με περισσότερα από όσα του αναλογεί το μέτρο της ευθύνης του ή αντίστροφα θα μπορούσε να τύχει απόλυτης απαλλαγής. Σε κάθε περίπτωση πάντως, γεγονός είναι ότι η αιτιώδης συνάφεια βοηθάει στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου, αφού επιτρέπει την ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του κανόνα. Μέσα στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης η αξιοποίηση του ερμηνευτικού αυτού παράγοντα επιτρέπει την εξελιξιμότητα του δικαίου, της θεωρίας και της νομολογίας, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας την οποία καλείται να ρυθμίσει νομικά.