Η ΕΥΡΩΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ. Μερική αποτίμηση των οικονομικών επιδράσεων. Άγγελος Κότιος

Σχετικά έγγραφα
Η Ευρωµεσογειακή Εταιρική Οικονοµική Σχέση µετά τη Βαρκελώνη. Μερική αποτίµηση των οικονοµικών επιδράσεων

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη Εξωτερικό εμπόριο Ισπανίας για το Γενικά χαρακτηριστικά

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

Η ενίσχυση της βιομηχανίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής ως προτεραιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας

Έλλειµµα

ΠΡΕΣΒΕΙΑ THΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Γραφείο Ο.Ε.Υ. Μαδρίτη, 14 Μαρτίου 2017

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 7 η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

Ι. Οικονομικές εξελίξεις στην Βουλγαρία (Ιανουάριος Σεπτέμβριος 2010)

Βασικά Χαρακτηριστικά

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΞΑΓΩΓΕΩΝ ΚΡΑΤΙΝΟΥ ΑΘΗΝΑ FAX: site:

9650/17 ΧΜΑ/νκ 1 DGG 1A

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Τι είπε ο Γιάννης Στουρνάρας στην Επιτροπή της Βουλής για Τράπεζες και οικονοµία

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 8 η Μελετη «Εξελιξεις και Τασεις της Αγορας»

Σύντοµα σηµειώµατα για θέµατα εξαγωγικού ενδιαφέροντος. Οι εµπορικές συναλλαγές της Ελλάδος µε τις χώρες της Μεσογείου στη νέα δεκαετία ( )

Τα Εργαλεία και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Εμπορικής Πολιτικής

9473/19 ΘΚ/νκ 1 ECOMP 1A

Πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις στη Βουλγαρία

Δ. Κ. ΜΑΡΟΥΛΗΣ Διευθυντής Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών Alpha Bank. H Ελληνική Εμπειρία ως Οδηγός για την Κύπρο

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Διεθνές Οικονομικό Δίκαιο Μάθημα 4: H GATT 1994

Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΕΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ

Οι αυξανόµενες οικονοµικές σχέσεις µε τη ΝΑ Ευρώπη τροφοδοτούν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο SWD(2017) 290 final.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η δυναμική στο Εμπορικό Ισοζύγιο κατά την κρίση και οι συνθήκες για ένα εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΕΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ (ΓΙΟΧΑΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ «Η

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Αναπτυξιακά προβλήματα της Ελληνικής Οικονομίας πριν και κατά την κρίση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 19 Νοεμβρίου Θέμα: Ισοζύγιο Πληρωμών: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών

6 η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΕΟΥΛ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ισοζύγιο Πληρωμών & Συναλλαγματική ισοτιμία. 2 Ο εξάμηνο Χημικών Μηχανικών

Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας,

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΞΕΝΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 20 Οκτωβρίου Θέμα: Ισοζύγιο Πληρωμών: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών

ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/0086(NLE) της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου. προς την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

- Εξέλιξη βασικών μακροοικονομικών δεικτών

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Η Θεωρία της Οικονομικής Ενοποίησης

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

ΘΕΜΑ: Εξωτερικό Εμπόριο Προϊόντων Νοτίου Αφρικής 2012.

Μελέτη McKinsey Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά Προσδιορίζοντας το νέο Μοντέλο Ανάπτυξης της Ελλάδας. Μάρκος Ολλανδέζος Επιστημονικός Δ/ντης ΠΕΦ

Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

«Αγορές Target για τις Ελληνικές Εξαγωγές» Αντιγόνη Αμπελακιώτη CustomerSupport Manager Infobank Hellastat Α.Ε.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της. Σύστασης για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ 1

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Η Δυναμική του Ελληνικού Δημοσίου Χρέους και η Ιδεολογία της

11 η Διάλεξη «ΔΟΟ ρύθμισης του διεθνούς εμπορίου»

Οικονομικά Αποτελέσματα Α Εξαμήνου 2013

Μελέτη McKinsey Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά. Επιστημονικός Δ/ντης ΠΕΦ

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Η Ελλάδα δεν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση: Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, η κατάρρευση των περιφερειακών οικονομιών και οι επιλογές πολιτικής

Τηλ: ,

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2015/0029(NLE) της Επιτροπής Ανάπτυξης. προς την Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Υ.Π.Ε.ΚΑ. Ειδική Γραμματεία Κεντρικής Υπηρεσίας Υδάτων (Κ.Υ.Υ.) Ποιοτική Οργάνωση-Αρμοδιότητες-Δράσεις. περιβάλλοντος

ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. AF/CE/LB/el 1

Εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης

«Επιχειρηματικές Ευκαιρίες στα Η.Α.Ε: Dubai, Abu Dhabi, Sharjah»

ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΜΑΡΟΚΟΥ

Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2014: Αργή ανάκαμψη με πολύ χαμηλό πληθωρισμό

Γραφείο Συνδέσμου της Ελλάδος στην πγδμ Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων

EL Eνωµένη στην πολυµορφία EL A8-0175/43. Τροπολογία. Godelieve Quisthoudt-Rowohl εξ ονόµατος της Οµάδας PPE

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Στο 3,7% η ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας το Στα ίδια περίπου επίπεδα η προβλεπόµενη άνοδος το 2006

SEE Economic Review, Αύγουστος 2012 Recoupling Fast. Περίληψη στα Ελληνικά

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

«Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης, τουρισμός, υποδομές και νέες επενδύσεις.


7770/11 GA/ag,nm TEFS

Οι εξαγωγές στη Βόρεια Ελλάδα

Transcript:

Η ΕΥΡΩΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ Μερική αποτίμηση των οικονομικών επιδράσεων Άγγελος Κότιος 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η ευρωμεσογειακή συνεργασία που εγκαθιδρύθηκε κατά τη Διάσκεψη της Βαρκελώνης το 1995 έθετε σαφείς πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την οικονομική εταιρική σχέση μεταξύ των 15 κρατών μελών της ΕΕ και των 12 Τρίτων Μεσογειακών Χωρών (ΤΜΧ) τρία κυρίως είναι τα σημαντικότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη σχέση αυτή: 1. Η οικονομική περιφερειακή διάσταση. Οι 15 ευρωπαϊκές και οι 12 μεσογειακές χώρες επιδιώκουν τη δημιουργία ενός ενοποιημένου οικονομικού χώρου με βασική επιδίωξη την εντατικοποίηση των οικονομικών τους σχέσεων και την ολοκλήρωση των αγορών. 2. Η επιδίωξη της κοινωνικής ανάπτυξης της περιοχής. Πέραν της επίτευξης συγκεκριμένων οικονομικών στόχων, σημαντική επιδίωξη της περιφερειακής συνεργασίας αποτελεί και η επίτευξη κοινωνικών στόχων στην περιοχή της Μεσογείου. 3. Η δημιουργία μίας νέας οικονομικής εταιρικής σχέσης. Πρόκειται για μία νέα συνεργασία, η οποία αντικαθιστά το προηγούμενο σύστημα των ασύμμετρων εμπορικών προτιμήσεων που δημιουργούσε πολλές ανισότητες και διακρίνουσες μεταχειρίσεις των ΤΜΧ από την πλευρά της Κοινότητας με μία ενιαία, καθολική και περιεκτική προσέγγιση. Η παρέλευση μίας μόλις εξαετίας από την έναρξη της νέας αυτής εταιρικής σχέσης δεν αποτελεί επαρκές χρονικό διάστημα για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Εν τούτοις το χρονικό αυτό διάστημα είναι αρκετό για να αναζητηθούν και να εκτιμηθούν συνοπτικά οι πρώτες επιδράσεις και τα πρώτα αποτελέσματα που είχε μέχρι στιγμής η ευρωμεσογειακή οικονομική συνεργασία στις ΤΜΧ. Έτσι, η οικονομική αποτίμηση της ευρωμεσογειακής συνεργασίας αποτελεί μία κλασική περίπτωση της επαλήθευσης ή της διάψευσης της θεωρίας περί δημιουργίας και εκτροπής εμπορίου καθώς και των άλλων δυναμικών και στατικών επιδράσεων της διεθνούς περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης[i]. Ωστόσο η αποτίμηση μίας τέτοιας συνολικής οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας προσκρούει σε αρκετές δυσκολίες για τους εξής λόγους:

Η ευρωμεσογειακή εταιρική οικονομική συνεργασία εδράζεται μεν σε νέες αρχές και διαδικασίες, αλλά το θεμελιώδες βασικό της στοιχείο εξακολουθεί να αποτελεί το διμερές στοιχείο. Οι σχέσεις της ΕΕ με τις επί μέρους ΤΜΧ καθορίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από διμερείς συμφωνίες και συμβάσεις. Αποτέλεσμα της διατήρησης του διμερούς χαρακτήρα της ευρωμεσογειακής οικονομικής συνεργασίας είναι ότι ορισμένες από τις ΤΜΧ να έχουν προωθήσει τη συνεργασία τους με την ΕΕ και κάποιες μάλιστα να είναι έτοιμες προς ένταξη, όπως π.χ. η Κύπρος, η Μάλτα και η Τουρκία και άλλες να μην έχουν ακόμη υπογράψει τις σχετικές συμβάσεις συνεργασίας. Η ταχύτητα συνεπώς και ο ρυθμός της διμερούς συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και των επί μέρους ΤΜΧ διαφέρει από χώρα σε χώρα, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη συνολική αποτίμηση της συνεργασίας των δύο μερών. Ένας δεύτερος λόγος που δυσχεραίνει τη συνολική αποτίμηση της ευρωμεσογειακής συνεργασίας είναι ότι οι σχετικές συμφωνίες και συμβάσεις άρχισαν να ισχύουν μόλις το 1996. Βασικοί στόχοι και προγράμματα, όπως π.χ. η δημιουργία της ΖΕΕ εντός 10 ετών, η αποπεράτωση πολλών προγραμμάτων MEDA κ.ά., δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η αποτίμηση της κατάληξης και η αποτίμηση των αποτελεσμάτων τους. Ένας επί πλέον λόγος που καθιστά δύσκολο το εγχείρημα της αποτίμησης της ευρωμεσογειακής οικονομικής συνεργασίας, είναι η δυσχέρεια του υπολογισμού της συσχέτισης μεταξύ ορισμένων εξελίξεων της πραγματικής οικονομίας και των εφαρμοζομένων πολιτικών μίας χώρας. Οι οικονομικές πολιτικές των ΤΜΧ δεν αποτελούν απόρροια μόνον του πλαισίου που θέτει η ευρωμεσογειακή συνεργασία, αλλά περισσότερο μία σύνθεση αυτού με τις εσωτερικές πολιτικές που ασκούν οι ΤΜΧ αναλόγως των εθνικών επιδιώξεών τους. Οι εσωτερικές όμως πολιτικές των επί μέρους ΤΜΧ διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους. Κατά συνέπεια είναι αρκετά δύσκολο να υπολογισθεί ο συσχετισμός των εξελίξεων της πραγματικής οικονομίας ως αποτέλεσμα των επιδράσεων της ευρωμεσογειακής συνεργασίας. Είναι δύσκολο με άλλα λόγια στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποδοθεί η σχέση «αιτίου-αιτιατού». Παρά τις ανωτέρω δυσκολίες, επιχειρείται κατωτέρω μία πρώτη εκτίμηση των επιδράσεων της ευρωμεσογειακής εταιρικής οικονομικής σχέσης σε επί μέρους κλάδους των οικονομιών των ΤΜΧ κατά το διάστημα 1995-2000. 2. Το ισοζύγιο των επί μέρους οικονομικών ροών μεταξύ της ΕΕ και των ΤΜΧ Απογοητευτικά είναι τα μεγέθη που αφορούν το εμπόριο αγαθών μεταξύ της ΕΕ και των ΤΜΧ, εφόσον κατά το διάστημα 1995-1998 διαπιστώνεται μία εμπορική ύφεση μεταξύ τους. Όπως συνάγεται από τον Πίνακα 1, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των ΤΜΧ με την ΕΕ εξακολουθεί καθ όλη την εξεταζόμενη περίοδο σε υψηλά επίπεδα. Όπως φαίνεται και από τον Πίνακα 2 το διμερές έλλειμμα διευρύνθηκε σημαντικά μεταξύ 1992 και 1998, ενώ πλέον τα 3/5 περίπου του συνολικού ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου των ΤΜΧ (50 περίπου δις.$) αποδίδεται στο εμπορικό αυτό έλλειμμα με την ΕΕ. Η σημαντική αυτή αύξηση του ελλείμματος δύναται να αποδοθεί σε δύο βασικές αιτίες:

α) Στον περιορισμό της ζήτησης από την πλευρά των χωρών μελών της ΕΕ, λόγω των προσπαθειών σταθεροποίησης των οικονομιών τους στο πλαίσιο της προσαρμογής τους στις απαιτήσεις σύγκλισης της ΟΝΕ. β) Στην αύξηση του ανταγωνισμού που υπέστησαν οι εξαγωγές των ΤΜΧ προς την ΕΕ. Η αύξηση αυτή προήλθε αφενός από την πτώση της συνολικής εξωτερικής εμπορικής προστασίας της Κοινότητας μετά τον Γύρο της Ουρουγουάης το 1994 και αφετέρου λόγω του ανοίγματος των ευρωπαϊκών αγορών στις εξαγωγές ανταγωνιστικών προς τις ΤΜΧ χωρών, όπως π.χ. οι χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης[ii]. Στον τομέα των υπηρεσιών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις τουριστικές υπηρεσίες, οι ΤΜΧ εμφανίζουν ένα σημαντικό πλεόνασμα με την ΕΕ (βλέπε Πίνακα 1). Το πλεόνασμα ανήλθε κατά την περίοδο του 1998 σε 20 περίπου δις. $, με αποτέλεσμα η άνοδος αυτή να είναι ικανή να καλύψει το 50% περίπου του συνολικού εμπορικού ελλείμματος μεταξύ της ΕΕ και των ΤΜΧ[iii]. Σημαντική επίσης παρουσιάζεται και η αύξηση του καθαρού εμπορικού ισοζυγίου των εμβασμάτων (14,6 δις.$), οφειλομένη στον μεγάλο αριθμό των μεταναστών από τις χώρες της περιοχής. Αντίθετα, η μεταφορά κερδών κεφαλαίου από τις ΤΜΧ φαίνεται να μειώνεται το 1998 (από 10 δις. στα 8,3 δις.$), ενώ οι καθαρές μεταβιβαστικές ροές χωρίς ανταπόδοση παραμένουν μάλλον σταθερές κατά την περίοδο 1995-1998 (9,7 δις. $). Το συνολικό πάντως ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθώς και το ισοζύγιο κεφαλαίων εμφάνισε μία σταθερή μείωση από 8,8 δις. το 1995 σε 1,6 δις.$ το 1998. Το πρόβλημα της χρηματοδότησης των ανωτέρω ελλειμμάτων επιλύεται κατά κανόνα μέσω μακροπροθέσμων ιδιωτικών επενδύσεων, επενδύσεων χαρτοφυλακίου και άμεσων επενδύσεων, μέσω τραπεζικών δανείων ή και μέσω της μείωσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων των κεντρικών τραπεζών των εμπλεκομένων χωρών. Οι ετήσιες καθαρές άμεσες επενδύσεις των ΤΜΧ ανέρχονται το 1998 σε 4 περίπου δις. $, με παρατηρούμενη την αύξηση του μέσου όρου των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, λόγω της ανάπτυξης των χρηματιστηρίων. Η χρηματιστηριακή όμως κρίση του 1998, η οποία έπληξε ιδιαίτερα τα χρηματιστήρια της Τουρκίας και της Αιγύπτου, οδήγησε σε μεγάλες ρευστοποιήσεις και εκροές εισαχθέντων κεφαλαίων που προορίζονταν για επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Έτσι, η σταθερή αύξηση των καθαρών εισροών χαρτοφυλακίου που σημειώθηκε κατά την περίοδο 1995-1997, μετατράπηκε το 1998 σε μεγάλο έλλειμμα της τάξεως των 6,3 δις. $. Η εμπορική χρηματοδότηση και η χρηματοδότηση μέσω ιδιωτικών τραπεζών εμφανίζεται πλεονασματική, ανερχόμενη το 1998 σε 9,5 δις. $. Η καθαρή ωστόσο εξωτερική δημόσια χρηματοδότηση υπήρξε αρνητική, οφειλόμενη κυρίως στο υπερβολικό ύψος του εξωτερικού χρέους και τις ετήσιες εκροές για την εξυπηρέτησή του, δηλαδή την χρηματοδότηση της αποπληρωμής του συν τους τόκους. Με βάση τα ανωτέρω ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου των ΤΜΧ με την ΕΕ και με μεγάλη πιθανότητα ότι αυτά θα αυξηθούν έτι περαιτέρω με την εφαρμογή της Ζώνης Ελευθέρου Εμπορίου (ΖΕΕ), οι ΤΜΧ θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το

μεγάλο πρόβλημα της χρηματοδότησής τους. Στην περίπτωση αυτή μία δυνατή διαχρονική χρηματοδότηση θα μπορούσε να διασφαλισθεί: 1. Μέσω της αύξησης των αμέσων ξένων και ιδιαίτερα των ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΤΜΧ, τόσο σε τομείς παραγωγής, όσο και σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου. 2. Μέσω της αύξησης των Κοινοτικών μεταβιβαστικών πληρωμών και των γενικότερων χρηματοδοτήσεων για έργα ανάπτυξης. Σημαντική συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή θα αποτελούσε η αναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους των ΤΜΧ. 3. Μέσω της ενεργοποίησης των ιδιωτικών τραπεζών και της γενικότερης ιδιωτικής χρηματοδότησης του εμπορίου. 4. Μέσω της συνεχιζόμενης αύξησης του ισοζυγίου των υπηρεσιών των ΤΜΧ με έμφαση στις τουριστικές υπηρεσίες, οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε, καλύπτουν σημαντικό μέρος των εμπορικών ελλειμμάτων, και 5. μέσω της αύξησης των εμβασμάτων των μεταναστών, που ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, λόγω της μείωσης του ενεργού πληθυσμού των ευρωπαϊκών χωρών[iv]. 3. Εξέλιξη και διάρθρωση του διμερούς εμπορίου α) Επιδράσεις στις εξωτερικές εμπορικές πολιτικές Η αύξηση του βαθμού ανοίγματος των οικονομιών των περισσοτέρων ΤΜΧ αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των τελευταίων δύο δεκαετιών. Όπως διαπιστώνεται από τον Πίνακα 2, ο βαθμός αύξησης του εμπορίου είναι αισθητά μεγαλύτερος από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ των ΤΜΧ. Αυτό υποδηλώνει ότι και στην περίπτωση των ΤΜΧ ακολουθήθηκε η διεθνής τάση της διεθνοποιημένης οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης [v]. Σε ό,τι αφορά τις επί μέρους χώρες, οι οποίες σημείωσαν μεγαλύτερο άνοιγμα των οικονομιών τους, η Τουρκία, το Ισραήλ και ο Λίβανος φαίνονται ότι αύξησαν σημαντικά την εξωτερική τους οικονομία κατά τα τελευταία έτη. Ως ποσοστό του συνολικού εμπορίου των ΤΜΧ η Τουρκία κατέχει την υψηλότερη θέση με 34% και έπεται το Ισραήλ με 24%. Αθροιζόμενα τα ποσοστά των δύο χωρών καλύπτουν το 58% του συνόλου, ποσοστό που καταδεικνύει ότι η ποσοτική βαρύτητα των επί μέρους ΤΜΧ στο συνολικό εμπόριο είναι τελείως διαφορετική. Η διαφοροποίηση αυτή γίνεται εμφανέστερη αν συνεκτιμηθεί η πραγματικότητα ότι οι υπόλοιπες 10 χώρες, μολονότι κατέχουν το 70% του πληθυσμού, καλύπτουν μόνο το 40% περίπου του εξωτερικού εμπορίου των ΤΜΧ. Η εκτίμηση για τα επόμενα έτη είναι ότι οι ΤΜΧ θα προβούν σε ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα των αγορών τους, όπου θα σημειωθεί επίσης μεγαλύτερη αύξηση του εξωτερικού τους εμπορίου σε σύγκριση με την αύξηση του ΑΕΠ. Οι λόγοι που συνηγορούν προς την εκτίμηση αυτή στηρίζονται τόσο στη προσδοκία της αύξησης του τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές), όσο και του τομέα των επικοινωνιών και της πληροφορικής. Ήδη σε ορισμένες χώρες ο τομέας των

υπηρεσιών εμφανίζει υψηλά ποσοστά. Η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Τυνησία και η Ιορδανία εξάγουν υπηρεσίες, οι οποίες αντιστοιχούν στο 12-25% του ΑΕΠ τους. Μία ακόμη ώθηση για το περαιτέρω άνοιγμα των αγορών των ΤΜΧ αναμένεται να προκύψει από τη μείωση των δασμών, την εξάλειψη των ποσοστώσεων καθώς και των πάσης φύσεως άλλων εμπορικών εμποδίων. Οι μειώσεις και καταργήσεις αυτές θα υλοποιηθούν τόσο με την εγκαθίδρυση της ευρωμεσογειακής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΖΕΕ) μέχρι το 2010, η οποία προϋποθέτει ούτως ή άλλως την κατάργηση των πάσης φύσεως δασμών και άλλων εμποδίων στο εμπόριο των βιομηχανικών προϊόντων, όσο και στο πλαίσιο του νέου Γύρου των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ[vi]. Σε ό,τι αφορά το καθεστώς προστασίας των διαφόρων προϊόντων που ισχύει ακόμη για τις ΤΜΧ διαπιστώνουμε έναν υψηλό βαθμό προστασίας στα επεξεργασμένα αγροτικά, στα ενδύματα, στα κλωστοϋφαντουργικά και σε διάφορα ενδιάμεσα προϊόντα[vii]. Ο μέσος όρος δασμολογικής προστασίας των ΤΜΧ είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν των βιομηχανικών χωρών και κυμαίνεται μεταξύ 30-40% της αξίας των εισαγωγών, έναντι 5% που ισχύει στις βιομηχανικές χώρες. Στα αίτια της διατήρησης της υψηλής δασμολογικής προστασίας των μεσογειακών προϊόντων πρέπει να αναζητήσει κανείς την πολιτική κυρίως βούληση των χωρών αυτών να εξασφαλίζουν, μέσω της υψηλής προστασίας, σημαντικά έσοδα για τις δημοσιονομικές τους ανάγκες. Η πορεία για τη σταδιακή εξάλειψη και κατάργηση των δασμών ποικίλει ανά χώρα και προϊόν. Είναι πολύ χαμηλή στην περίπτωση των αγροτικών και επεξεργασμένων προϊόντων, μέση για τα ενδιάμεσα (χημικά, σίδηρος, χάλυβας, χαρτί, ξύλο κ.λπ.) και ταχύτερη στους εξοπλισμούς, τα μηχανήματα και τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Μία τέτοια φιλελευθεροποίηση των εξωτερικών οικονομιών των ΤΜΧ θα αποβεί επωφελής για την ΕΕ πρωτίστως, εφόσον η μείωση των δασμών μεταξύ ΕΕ και ΤΜΧ θα είναι απόλυτη στο πλαίσιο της ΖΕΕ[viii]. Αντιθέτως, λιγότερο ωφελημένες θα είναι οι τρίτες χώρες, των οποίων το εμπόριο θα βασίζεται στη ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους, δηλαδή στο κοινό δασμολόγιο που δεσμεύονται οι χώρες αυτές να ακολουθήσουν στο πλαίσιο της GATT. Μία τέτοια δέσμευση υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει σε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ΕΕ της τάξεως του 15-30% σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο[ix]. Από την πλευρά της γεωγραφικής διάρθρωσης του εξωτερικού εμπορίου, η ΕΕ εμφανίζεται ως ο πλέον προνομιούχος εμπορικός εταίρος των ΤΜΧ. Το 51% των συνολικών εξαγωγών των ΤΜΧ απορροφήθηκε το 1998 από την ΕΕ, ενώ το 53% των συνολικών τους εισαγωγών προήλθε από την Ευρώπη. Το ποσοστό όμως αυτό φαίνεται να μειώνεται κατά τη δεκαετία του 90, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 80 όπου παρουσίαζε άνοδο. Από την ανάγνωση του πίνακα 27 συνάγεται επίσης ότι οι χώρες του Μασρέκ και η Τουρκία ήταν αυτές που κυρίως επεδίωξαν να διαφοροποιήσουν το γεωγραφικό προορισμό των εξαγωγών τους. Στην κατηγορία αυτή ανήκει και η Αίγυπτος, της οποίας το εμπόριο φαίνεται να μην εξαρτάται τόσο πολύ από την ΕΕ[x].

β) Εξέλιξη εμπορικών ροών και εμπορικών ισοζυγίων Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ αποτελεί τον πρώτο εμπορικό εταίρο των ΤΜΧ, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, εντούτοις το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των μεσογειακών χωρών με τον ευρωπαϊκό τους εταίρο τα τελευταία χρόνια αυξάνεται. Είναι χαρακτηριστικό το ποσοστό του εμπορικού ελλείμματος, το οποίο από 46% ανήλθε το 1998 στο 60%. Σε απόλυτους αριθμούς η αύξηση αυτή αντιστοιχεί το 1998 σε 30 δις. έναντι 12 δις. $ το 1992. Η προτιμησιακή μεταχείριση που απολαύουν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην περιοχή μπορεί να εξηγήσει μερικώς τη διαμορφωθείσα αυτή κατάσταση[xi]. Η αναφερθείσα υψηλή εμπορική εξάρτηση των ΤΜΧ από την ΕΕ διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα και από προϊόν σε προϊόν. Σε ό,τι αφορά πάντως το σκέλος των εισαγωγών διαπιστώνουμε ότι οι χώρες Μάλτα, Τυνησία, Αλγερία, Λίβανος, Ισραήλ, Μαρόκο, Συρία, Τουρκία και Ιορδανία εξαρτώνται σε ποσοστό μεγαλύτερο από 50% από τις ευρωπαϊκές εισαγωγές (βλ. πίνακα 3). Παράλληλα, περισσότερο από το 50% των συνολικών τους εξαγωγών διοχετεύουν προς την ΕΕ οι χώρες Τυνησία, Συρία, Αλγερία, Μαρόκο και Μάλτα. Έτσι, οι χώρες με ποσοστό εισαγωγών από την ΕΕ μικρότερο του 50% είναι η Κύπρος και η Αίγυπτος, ενώ οι χώρες που εξάγουν λιγότερο από το 50% των συνολικών εξαγωγών τους προς την ΕΕ είναι η Κύπρος, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Ιορδανία, ο Λίβανος και το Ισραήλ[xii]. Σε ό,τι αφορά την τομεακή προέλευση των εισαγωγών των ΤΜΧ ή την τομεακή σύνθεση των εξαγωγών τους, η εξάρτηση των ΤΜΧ από τις μη ευρωπαϊκές αγορές είναι κυρίως στα αγροτικά προϊόντα, τα ποτά, τον καπνό, τις πρώτες ύλες (εκτός από πετρέλαιο), τα έλαια και τα λίπη. Τα ελλείμματά τους από τις μη ευρωπαϊκές αγορές ανέρχονται στο 75% περίπου των συνολικών ελλειμμάτων των κατηγοριών αυτών. Ο κλάδος των βιομηχανικών προϊόντων, όπως φαίνεται και από τον πίνακα 4, είναι αυτός που διαμορφώνει τη μεγαλύτερη εξάρτηση των ΤΜΧ από την ΕΕ, υπολογιζόμενος σε 10 περίπου δις. $ στην περίπτωση της ΕΕ, έναντι μόλις 1δις. $ στην περίπτωση του υπολοίπου κόσμου. Αντιθέτως, οι ΤΜΧ εμφανίζουν πλεονάσματα σε καύσιμα και σε βιομηχανικά προϊόντα σιδήρου, χάλυβα κ.λπ. γ) Το ζήτημα του εμπορίου αγροτικών προϊόντων Οι ΤΜΧ εμφανίζουν στο σύνολό τους έντονη εξάρτηση από τον τομέα της γεωργίας, ενώ σε ορισμένες χώρες (βλ. πίνακα 5) συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία του ΑΕΠ. Έτσι, το 28,2% του ΑΕΠ της Συρίας για παράδειγμα προέρχεται από τον γεωργικό τομέα, το 16,5% της Τουρκίας, το 13,7% της Τυνησίας, το 16,2% του Μαρόκου, το 10,8% της Ιορδανίας και το 17% της Αιγύπτου. Ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά της συμβολής της γεωργίας στο ΑΕΠ εμφανίζει η Κύπρος (4,2%), το Ισραήλ (2,3%) και η Μάλτα (2,8%). Χαρακτηριστικό επίσης γνώρισμα των ΤΜΧ (εκτός της Μάλτας) είναι ότι το ποσοστό του ενεργού αγροτικού πληθυσμού τους στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού, είναι υψηλότερο από το ποσοστό της συμβολής της γεωργίας στο ΑΕΠ τους. Το ποσοστό για παράδειγμα του ενεργού πληθυσμού της Τουρκίας που απασχολείται στη γεωργία ανέρχεται στο 46,2%, του Μαρόκου στο 36,1%, της Αιγύπτου στο 33,3%, της Συρίας στο 27,8%, της Τυνησίας στο 24,6%, της Αλγερίας στο 24,3% και της Ιορδανίας στο 11,5%. Στις υπόλοιπες ΤΜΧ τα ποσοστά είναι χαμηλά και προσεγγίζουν μάλλον τα αντίστοιχα ποσοστά των χωρών της ΕΕ. Από τα στοιχεία αυτά καθίσταται εμφανές ότι ο γεωργικός τομέας διαδραματίζει

σημαντικό ρόλο στην απασχόληση και την ανάπτυξη των οικονομιών των ΤΜΧ. Η ανταγωνιστικότητα όμως του τομέα αυτού και η παραγωγικότητα των χωρών αυτών υφίστανται ορισμένους περιορισμούς. Ένας πρώτος περιορισμός για την αύξηση της γεωργικής παραγωγής είναι το περιορισμένο έδαφος και η ποιότητά του. Φαινόμενα ερήμωσης, μακροχρόνιες ξηρασίες, έλλειψη αγροτικών υποδομών κ.λπ. αποτελούν σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη μίας εντατικής γεωργίας. Στον περιορισμό αυτό προστίθεται η μεγάλη έλλειψη και το κόστος των υδατίνων πόρων. Οι ελλιπείς αγροτικές υπηρεσίες, οι τεχνικές και φυτοϋγειονομικές προδιαγραφές αποτελούν επίσης εμπόδια για ανταγωνιστικά αγροτικά προϊόντα. Σημαντικό αρνητικό παράγοντα αποτελεί ακόμη το μεταφορικό κόστος που επιβαρύνει σημαντικά τα αγροτικά προϊόντα καθώς επίσης η απουσία ικανοποιητικών υπηρεσιών στον τομέα της εμπορίας, τυποποίησης, συσκευασίας, μεταποίησης και συντήρησης των προϊόντων. Στους τομείς αυτούς είναι χαρακτηριστική η υστέρηση των ΤΜΧ σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Η μη ύπαρξη εξάλλου αναπτυγμένων υπηρεσιών για τη διασφάλιση ποιοτικών ελέγχων καθώς και της ανταπόκρισης και τήρησης των διαφόρων διεθνών προδιαγραφών, λειτουργεί αποτρεπτικά στην αύξηση των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων. Καθοριστική παράμετρο για το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων των ΤΜΧ αποτελεί ασφαλώς το ιδιαίτερο καθεστώς που προβλέπεται γι' αυτά στο πλαίσιο της ΖΕΕ. Η απελευθέρωση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων δεν είναι πλήρης και η όποια εμπορική διευκόλυνση εντάσσεται στο πλαίσιο δασμολογικών ή ποσοτικών ποσοστώσεων. Η ΕΕ επιτρέπει την εισαγωγή ελεγχομένων ποσοτήτων και μάλιστα σε εποχές που δεν έχει δική της αντίστοιχη παραγωγή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα πρώιμα οπωροκηπευτικά προϊόντα. Για προϊόντα μάλιστα για τα οποία η ΕΕ διαθέτει κοινή οργάνωση αγοράς, όπως το λάδι, τα σιτηρά, το βόειο κρέας, τα εσπεριδοειδή κ.λπ. δεν προβλέπονται ουσιαστικές εμπορικές ελευθερίες. Σε κάθε περίπτωση, το αγροτικό εμπόριο μεταξύ ΤΜΧ και ΕΕ είναι ένα ζήτημα που απασχολεί σοβαρά όλες τις Κυβερνήσεις και ένα ανοικτό θέμα που προκαλεί τριβές και αντιδράσεις μεταξύ των μεσογειακών εταίρων. Σε ό,τι αφορά τα πραγματικά μεγέθη, οι μόνες χώρες που εμφανίζουν σταθερά πλεονάσματα με την ΕΕ είναι η Τουρκία και το Μαρόκο (βλ. πίνακα 6). Όλες οι υπόλοιπες εμφανίζουν ελλείμματα, με ισχυρότερα αυτά της Αλγερίας, της Αιγύπτου και του Λιβάνου. Η δομή πάντως αυτή του αγροτικού εμπορίου με την ΕΕ ανταποκρίνεται ως ένα βαθμό στη δομή του συνολικού εμπορίου με το υπόλοιπο του κόσμου. Και στην περίπτωση όμως αυτή η Τουρκία και το Μαρόκο φαίνεται ότι υπερτερούν, σε αντίθεση με τις άλλες ΤΜΧ που εμφανίζουν ελλειμματικά εμπορικά ισοζύγια. Τα ανταγωνιστικά και συγκριτικά πάντως πλεονεκτήματα του γεωργικού τομέα των ΤΜΧ σε σχέση με το συνολικό εμπόριο με την ΕΕ έχουν χειροτερέψει. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές κατά την περίοδο 1992-1999 για την Κύπρο, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, το Λίβανο, τη Μάλτα, το Μαρόκο, την Τουρκία και την Τυνησία. Όσον αφορά τη διάρθρωση του αγροτικού εμπορίου με την ΕΕ, με βάση τον πίνακα 7 διαπιστώνεται ότι οι εξαγωγές των ΤΜΧ προς την ΕΕ αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από φρούτα και λαχανικά, ψάρια και θαλασσινά. Οι εξαγωγές των προϊόντων αυτών ενισχύονται μάλιστα και από το γεγονός ότι είναι περισσότερο ελεύθερες, λόγω της απουσίας κοινής οργάνωσης αγορών στην ΕΕ. Τις εισαγωγές

των ΤΜΧ από την ΕΕ αποτελούν κυρίως τα δημητριακά και τα παρασκευάσματά τους (23,1%), τα γαλακτοκομικά και αυγά (16,7%), η ζάχαρη και παρασκευάσματά της (16,5%) και διάφορα άλλα είδη (10,4%). Είναι αξιοσημείωτο ότι η διάρθρωση του εμπορίου μεταξύ 1992-1998 δεν εμφανίζει ουσιαστικές μεταβολές, με εξαίρεση την αύξηση των γαλακτοκομικών εισαγωγών καθώς και τη μείωση των δημητριακών. Η εμπορική αυτή δομή των ΤΜΧ με την ΕΕ ανταποκρίνεται σε σημαντικό βαθμό στη δομή του εμπορίου με τον υπόλοιπο κόσμου. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι οι περισσότερες βιομηχανικές χώρες εφαρμόζουν όμοια συστήματα στήριξης στις ίδιες κατηγορίες προϊόντων. Λόγω της μεγάλης εξάρτησης των ΤΜΧ από τον αγροτικό τομέα είναι πολλοί οι υποστηρικτές της άποψης ότι μία περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων με την ΕΕ θα συνέβαλε αποφασιστικά στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη των μεσογειακών εταίρων[xiii]. Μία διεύρυνση επίσης του τομέα της επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων θα συνέβαλε στην ανάπτυξη των εγχωρίων επενδύσεων για επεξεργασία, συντήρηση και διακίνηση, γεγονός που θα οδηγούσε στην αύξηση της τοπικά παραγόμενης προστιθέμενης αξίας. Αυτό παράλληλα θα προκαλούσε μία αύξηση των εισαγωγών από την ΕΕ για αναγκαίους εξοπλισμούς, οπότε το όφελος για τους δύο εταίρους θα ήταν αμοιβαίο. Τέτοιες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες προϋποθέτουν βέβαια τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων της ΚΑΠ που ξεκίνησαν το 1992 και συνεχίσθηκαν με την Agenda 2000. Εν όψει πάντως των νέων διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ αναμένεται να υπάρξει μία περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του αγροτικού εμπορίου και κατά συνέπεια μία βελτίωση του καθεστώτος των εξαγωγών των ΤΜΧ. Όπως όμως αναφέρθηκε, οι ίδιες οι ΤΜΧ θα πρέπει να προβούν σε μία σειρά από εσωτερικές προσαρμογές που σχετίζονται με τη διαχείριση, την αγροτική εκπαίδευση, τις αγροτικές υπηρεσίες καθώς και τις αγροτικές προσαρμογές στις ποιοτικές, υγειονομικές και τεχνικές προδιαγραφές που ορίζουν η ΕΕ και ο ΠΟΕ. 4. Επιδράσεις της ευρωμεσογειακής συνεργασίας στις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) Ένας από τους στόχους της ευρωμεσογειακής οικονομικής συνεργασίας είναι και η αύξηση των αμέσων ξένων επενδύσεων στις ΤΜΧ. Εκεί στοχεύει μεταξύ άλλων και η δημιουργία της ΖΕΕ, η οποία εκτός από την προσδοκία των στατικών και δυναμικών πλεονεκτημάτων επί του εμπορίου, αναμένεται ότι θα συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία του καταλλήλου κλίματος για την προσέλκυση των ΑΞΕ. Το ευνοϊκό κλίμα αναμένεται να προκύψει από τη γενικότερη φιλελευθεροποίηση και την ένταση του εμπορίου μεταξύ των δύο εταίρων. Έτσι, όχι μόνον οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, αλλά και αυτές των τρίτων χωρών θα εύρισκαν ελκυστική την ιδέα να επενδύσουν στις ΤΜΧ, προκειμένου να αξιοποιήσουν τα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα των μεσογειακών χωρών και να επιτύχουν μία δυναμικότερη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές. Με την έννοια αυτή οι ΑΞΕ προσλαμβάνουν το χαρακτήρα μίας αναμενόμενης δυναμικής, η οποία θα αναπτυχθεί από τη δημιουργία της ΖΕΕ[xiv]. Η ύπαρξη και μόνον της ζώνης αυτής δεν εγγυάται ασφαλώς την αύξηση των ΑΞΕ, για την οποία απαιτείται η συμβολή και η συνύπαρξη πολλών παραγόντων. Στην κατηγορία αυτή των παραγόντων συγκαταλέγεται π.χ. η άρση των όποιων φραγμών και εμπορικών εμποδίων, το μέγεθος της αγοράς, διάφορες οικονομικές προϋποθέσεις και διευκολύνσεις, το γενικότερο καθεστώς υποδοχής, το ανθρώπινο δυναμικό, η ύπαρξη πρώτων υλών, το φορολογικό και γραφειοκρατικό σύστημα, οι υποδομές της

χώρας κ.ά[xv]. Οι ΑΞΕ αποτελούν στην πραγματικότητα έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης για κάθε χώρα. Στην περίπτωση όμως των ΤΜΧ αποκτούν μία ιδιαίτερη βαρύτητα για τους εξής κυρίως λόγους: 1. Μέσω της αύξησης των ΑΞΕ και κυρίως των προερχομένων από την ΕΕ θα αυξηθεί η οικονομική αλληλεξάρτηση και η οικονομική ολοκλήρωση του οικονομικού χώρου που φιλοδοξούν να δημιουργήσουν οι 27 εταίροι. 2. Η επίτευξη της αύξησης των ΑΞΕ θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις των εμπορικών ελλειμμάτων των ΤΜΧ στη γενικότερη οικονομική τους ανάπτυξη. 3. Η προσέλκυση ΑΞΕ στις ΤΜΧ θα συμβάλλει ακόμη στην αξιοποίηση των εσωτερικών πλεονεκτημάτων των χωρών αυτών, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση [xvi]. Σε ό,τι αφορά τη ροή των ΑΧΕ στις ΤΜΧ, από την ανάγνωση των πινάκων 7-9, συνάγονται ορισμένα βασικά συμπεράσματα: 1. Η ροή των ΑΞΕ στις ΤΜΧ κατά την περίοδο 1990-1999 εμφανίζει μία σταθερή μέση αύξηση, με μία ιδιαίτερη επιτάχυνση μεταξύ 1995-1999. Σε απόλυτες τιμές, οι ΑΞΕ ανέρχονται από τα 2 περίπου δις. το 1992 σε 7,1 δις.$ το 1999, σημειώνοντας μία μέση ετήσια αύξηση μεγαλύτερη των 500 εκατ. $. 2. Το ποσοστό των ΤΜΧ στις παγκόσμιες ΑΞΕ σε σύγκριση με άλλες αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες χώρες είναι αισθητά χαμηλότερο. Το ποσοστό αυτό των ΤΜΧ θα έπρεπε μάλιστα να είναι διπλάσιο περίπου από το σημερινό, προκειμένου να είναι συγκρίσιμο με αυτό των άλλων αναπτυσσομένων χωρών ή, σε απόλυτες τιμές, τα σημερινά 7 δις. των ΑΞΕ που πραγματοποιούνται στις ΤΜΧ να ανέλθουν στα 17 δις. $. 3. Το ποσοστό των ΑΞΕ στις ΤΜΧ που προέρχονται από την ΕΕ είναι επίσης συγκριτικά χαμηλότερο με τις συνολικές επενδύσεις. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 1% περίπου, έναντι του 14% περίπου που αναλογεί στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, 11% για τις χώρες του MERCOSUR και 4% για τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης[xvii]. 4. Παρά το χαμηλό ποσοστό των ευρωπαϊκών ΑΞΕ στις ΤΜΧ, εν τούτοις αυτές αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία (5/6) των συνολικών ξένων επενδύσεων στην περιοχή. 5. Οι ΤΜΧ αντιμετωπίζουν σκληρό ανταγωνισμό στον τομέα των ΑΞΕ από τις χώρες MERCOSUR και ΑΚΕ. Χώρες όμως όπως η Μάλτα, η Κύπρος και το Ισραήλ, οι οποίες προέβησαν σε γρήγορες μεταρρυθμίσεις και ουσιαστικά ανοίγματα των αγορών τους, προσέλκυσαν αναλογικά περισσότερες επενδύσεις από άλλες ΤΜΧ. Στον πίνακα 9 αποτυπώνονται οι ακαθάριστες εγχώριες επενδύσεις ως ποσοστό στο ΑΕΠ των ΤΜΧ. Διαπιστώνεται έτσι ότι κατά την περίοδο 1990-1998 το ποσοστό αυτό εμφανίζει μία πτωτική πορεία για τις περισσότερες ΤΜΧ. Αύξηση του

ποσοστού των ακαθαρίστων εγχωρίων επενδύσεων στο ΑΕΠ εμφανίζουν μόνο η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Συρία και η Τυνησία. Οι λοιπές χώρες παρουσιάζουν κατά το διάστημα 1990-1998 πτώση του ποσοστού αυτού. Οι ΑΞΕ ως ποσοστό στις ακαθάριστες εγχώριες επενδύσεις των ΤΜΧ εμφανίζονται στον πίνακα 10. Στην κατηγορία αυτή ιδιαίτερα σημαντικό ποσοστό εμφανίζονται να κατέχουν η Μάλτα (15,4%), η Τυνησία (13,0%), η Κύπρος (12,4%) και η Ιορδανία (12,1%). Τα ποσοστά των άλλων χωρών εμφανίζονται ιδιαίτερα χαμηλά. Κατά μέσο όρο, οι ΑΞΕ το 1998 αποτελούσαν το 5% των ακαθαρίστων εγχωρίων επενδύσεων. Το ποσοστό αυτό, παρά το γεγονός ότι υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με το 1990, εξακολουθεί να παραμένει κατά 50% τουλάχιστον χαμηλότερο σε σύγκριση με τις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες. Όσον αφορά την τομεακή κατανομή των επενδύσεων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες χώρες σημειώνουν μία αισθητή αύξηση στον τομέα της βιομηχανίας. Στην Τυνησία για παράδειγμα και ενώ το 1993 το ποσοστό επενδύσεων ήταν μόλις 3%, το 1998 ανήλθε στο 46% του συνόλου των επενδύσεων. Στον τομέα των υπηρεσιών υψηλές επενδύσεις παρουσιάζει το Μαρόκο με 43%, η Ιορδανία με 62% και η Τουρκία με 54%. Συμπερασματικά, το ποσοστό των ΑΞΕ για τις ΤΜΧ είναι αρκετά χαμηλό σε σύγκριση με άλλες αναπτυσσόμενες περιοχές του κόσμου, παρά το γεγονός ότι οι μεσογειακές χώρες, όπως απέδειξαν αρκετές μελέτες[xviii], διαθέτουν μεγάλη δυναμική και αρκετά πλεονεκτήματα για την αύξηση του ποσοστού αυτού. Για την αξιοποίηση όμως αυτής της δυναμικής θα πρέπει προηγουμένως οι ΤΜΧ να πραγματοποιήσουν μία σειρά από οικονομικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αρθούν όλα εκείνα τα εμπορικά εμπόδια, ώστε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν, όπως άφθονες πρώτες, φτηνό εργατικό δυναμικό, μεγάλη αγορά κ.λπ. να αποτελέσουν πόλο έλξης για τους ξένους επενδυτές. 5. Επιδράσεις στα δημοσιονομικά έσοδα Τα έσοδα από την επιβολή δασμών για τις χώρες που δεν έχουν ανεπτυγμένα εσωτερικά φορολογικά συστήματα συνιστούν σημαντική χρηματοδοτική πηγή των δημοσιονομικών τους. Η συμφωνηθείσα μεταξύ ΕΕ και ΤΜΧ εγκαθίδρυση της ΖΕΕ, η οποία προϋποθέτει τη σταδιακή μείωση και εξάλειψη των δασμολογικών επιβαρύνσεων των εισαγωγών, θα σήμανε αυτομάτως τη σταδιακή μείωση και εξάλειψη σημαντικών χρηματικών πόρων για τις ΤΜΧ. Ορισμένες μάλιστα χώρες θα αντιμετώπιζαν έντονα προβλήματα χρηματοδότησης των δημοσιονομικών τους δαπανών. Σύμφωνα με τον πίνακα 11 παρατηρούμε τα εξής: Με έτος αναφοράς το 1997, τα έσοδα από τους δασμούς, ως ποσοστό των συνολικών εσόδων από άμεσους φόρους ή ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για τον Λίβανο, την Ιορδανία, την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Αλγερία, την Κύπρο και τη Συρία. Το μέγεθος μάλιστα του ποσοστού των εσόδων που προέρχεται από τους δασμούς των κοινοτικών εισαγωγών είναι το πλέον σημαντικό. Έτσι, τα έσοδα από την επιβολή δασμών που εισπράττονται από εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα ανέρχονται στο 4,37% του ΑΕΠ του Λιβάνου, στο 2,6% της Τυνησίας, στο 2,5% της Ιορδανίας, στο 1,9% του Μαρόκου, στο 1,8% της Αλγερίας, στο 1,2% της Συρίας και στο 1,1% της Κύπρου. Μόνο στην περίπτωση της Τουρκίας και του Ισραήλ τα

ποσοστά αυτά είναι αρκετά χαμηλά. Τα ανωτέρω ποσοστά είναι ενδεικτικά της σοβαρής κατάστασης που θα αντιμετώπιζαν οι χώρες στα δημοσιονομικά τους στην περίπτωση της σταδιακής μείωσης και εξάλειψης των δασμών. Η επιβάρυνση για κάθε ΤΜΧ θα είναι ανάλογη του ύψους των δασμών που ισχύουν και του ποσοστού εξάρτησης των χωρών αυτών από εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα. Τα δύο αυτά μεγέθη θα προσδιορίσουν την αναμενομένη δημοσιονομική διαταραχή των ΤΜΧ από την εφαρμογή της ΖΕΕ. Έτσι, με τα σημερινά μεγέθη οι χώρες του Μαγκρέμπ και Μασρέκ, με εξαίρεση τη Συρία και την Αίγυπτο, φαίνεται ότι θα υποστούν τις σοβαρότερες συνέπειες από την εφαρμογή της ΖΕΕ. Αντιθέτως, λιγότερες θα είναι οι δημοσιονομικές συνέπειες από την κατάργηση των δασμών για την Κύπρο, την Τουρκία και το Ισραήλ. Οι χώρες αυτές, λόγω των μακροχρονίων σχέσεων διμερούς εμπορίου που ανέπτυξαν με την Κοινότητα και του σημαντικού βαθμού εφαρμογής των αναγκαίων προσαρμογών, έχουν απορροφήσει σε σημαντικό βαθμό τις δημοσιονομικές διαταραχές. Χώρες όμως με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, όπως η Μάλτα, ο Λίβανος και η Συρία θα υποστούν ισχυρά σοκ στα δημοσιονομικά τους από την κατάργηση των δασμών. Γενικώς, ευκολότερη θα είναι η απορρόφηση των δημοσιονομικών κραδασμών εξαιτίας της κατάργησης των δασμών από τις χώρες που έχουν μικρή εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές εισαγωγές, που έχουν χαμηλούς δασμούς και μικρά ελλείμματα στα ετήσια ισοζύγιά τους. Μία πρώτη εκτίμηση των συνολικών απωλειών που θα έχουν οι ΤΜΧ στα έσοδά τους λόγω της κατάργησης των δασμών εμφανίζεται στον πίνακα 12. Έτσι, η πλήρης απελευθέρωση του εμπορίου στη ΖΕΕ θα σήμαινε κατά 28,8% απώλειες των συνολικών δημοσιονομικών εσόδων του Λιβάνου, 11,4% του Μαρόκου, 10,7% της Αλγερίας, 10,7% της Ιορδανίας και 10,3% της Τυνησίας. Κατά μέσο όρο οι 7 ανωτέρω χώρες θα απολέσουν το 8,5% των συνολικών δημοσιονομικών τους εσόδων, ενώ για το σύνολο των ΤΜΧ το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 6,4%. Στην πραγματικότητα, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί ακόμη περισσότερο από το ενδεχόμενο της ύπαρξης έμμεσων απωλειών. Οι έμμεσες απώλειες μπορεί π.χ. να προκύψουν από την αύξηση αδασμολογήτων αγαθών από την ΕΕ που θα υποκαταστήσουν προηγούμενες δασμολογητέες εισαγωγές από τρίτες χώρες. Τούτο εξηγείται από το γεγονός ότι η ΕΕ θα αποκτήσει συγκριτικά πλεονεκτήματα μετά την κατάργηση των δασμών στο εμπόριο με τις ΤΜΧ. Ο ίδιος κίνδυνος των εμμέσων απωλειών ελλοχεύει και στην περίπτωση που οι ΤΜΧ δεν θα μπορέσουν να ανταγωνισθούν την αύξηση των ευρωπαϊκών εισαγωγών, με αποτέλεσμα αυτές να υποκαταστήσουν την εγχώρια παραγωγή. Η μείωση της εγχώριας παραγωγής συνεπάγεται μεταξύ άλλων την αύξηση της ανεργίας και κατά συνέπεια τη μείωση των φορολογικών εσόδων από τη φορολόγηση εισοδημάτων. Οι έμμεσες αυτές απώλειες δεν είναι προβλέψιμες, αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από την αντίδραση των εγχωρίων επιχειρήσεων και από τον παράγοντα της ανταγωνιστικότητας. Σε γενικές γραμμές η αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος των ΤΜΧ μπορεί να επιδιωχθεί στη βάση δύο αξόνων: α) Μέσω της αύξησης των ξένων και εγχωρίων επενδύσεων με ανάλογη προσαρμογή της παραγωγικής βάσης, ώστε ο αναμενόμενος αυξανόμενος ανταγωνισμός με την ΕΕ να μην οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας και του ΑΕΠ των ΤΜΧ. β) Μέσω μίας ευρείας φορολογικής μεταρρύθμισης στις ΤΜΧ, με την οποία θα διασφαλίζεται αφενός η ορθολογική αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών και θα

υιοθετείται αφετέρου η ισότιμη επιβολή του ΦΠΑ τόσο στα εισαγόμενα, όσο και στα εγχώρια προϊόντα. 6. Συμπεράσματα των οικονομικών επιδράσεων της ευρωμεσογειακής οικονομικής συνεργασίας κατά την πρώτη πενταετία 1995-2000 Η ανωτέρω ανάπτυξη των επί μέρους επιδράσεων της ευρωμεσογειακής οικονομικής συνεργασίας κατέδειξε τα εξής: 1. Οι επιδράσεις αυτές είναι πολυδιάστατες. Αφορούν και σχετίζονται με μία σειρά από επιμέρους πεδία της οικονομικής συνεργασίας όπως είναι το εμπόριο, οι επενδύσεις, η γεωργία, τα δημοσιονομικά έσοδα, η περιφερειακή συνεργασία κ.λπ. 2. Η συναγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τις μελλοντικές εξελίξεις της ευρωμεσογειακής οικονομικής σχέσης δεν είναι δυνατή. Η δημιουργία της ΖΕΕ μεταξύ των δύο μερών αποτελεί μία θεσμική παρέμβαση με ουσιαστικές επιδράσεις, με απροσδιόριστες όμως συνέπειες. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις πραγματικές οικονομικές εξελίξεις, από την εξέλιξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, των οικονομικών συστημάτων, των διαφόρων πολιτικών, των επιχειρηματικών αντιδράσεων, των διεθνών οικονομικών προκλήσεων καθώς και από τη γενικότερη βούληση και ικανότητα των δύο εταίρων να συνεργαστούν μεταξύ τους, ώστε να αντιμετωπιστούν με επιτυχία οι όποιες διαταραχές προκύψουν από την απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου. Σε ό,τι αφορά την καταγραφή των συνολικών επιπτώσεων από την εφαρμογή της ΖΕΕ μεταξύ της ΕΕ και των ΤΜΧ, διάφορες εμπειρικές έρευνες που έχουν εκπονηθεί καταλήγουν σε πέντε βασικά συμπεράσματα: 1. Οι στατικές επιδράσεις είναι περιορισμένες και ορισμένες φορές αρνητικές. Οι μετρήσεις που έγιναν για παράδειγμα για την Τυνησία κατέδειξαν ότι μία απελευθέρωση του εμπορίου της τάξεως του 3,5% θα οδηγήσει σε μία μείωση του ΑΕΠ κατά 0,2%[xix]. Παρόμοιες μετρήσεις που έγιναν με βάση ένα πολυμερές υπόδειγμα από τους P. Augier και M. Gaziorek[xx] επιβεβαιώνουν το παρά πάνω συμπέρασμα, παρά τις σημαντικές αποκλίσεις που προκύπτουν για τις διάφορες χώρες. Η Τυνησία, το Μαρόκο και η Αίγυπτος για παράδειγμα μπορούν να αυξήσουν το ΑΕΠ τους κατά 8%, 2,5% και 2,7% αντιστοίχως, στην περίπτωση μίας μείωσης των δασμών κατά 50%. Αντιθέτως, μικρές απώλειες θα μπορούσαν να σημειωθούν για την Τουρκία, το Ισραήλ και τη Μάλτα. Από τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι χώρες που θα μπορούσαν να εμφανίσουν από την απελευθέρωση του εμπορίου είναι εκείνες που έχουν ισχυρότερο επίπεδο προστατευτισμού. 2. Οι ανωτέρω ασθενείς σχετικά επιδράσεις θα μπορούσαν να γίνουν ισχυρότερες αν οι ΤΜΧ εναρμόνιζαν τις τεχνικές προδιαγραφές, τις διοικητικές διαδικασίες, τις τελωνειακές τους ρυθμίσεις κ.λπ. με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Έτσι, η προσαρμογή των εμπορικών δεδομένων των

ΤΜΧ στα ευρωπαϊκά πρότυπα θα βοηθούσε αποτελεσματικά τις μεσογειακές εξαγωγές στην ΕΕ. 3. Οι επιδράσεις στο εισόδημα των ΤΜΧ αναμένεται να είναι ασθενείς. Η όποια ενδεχόμενη διαταραχή του εμπορίου εξαιτίας των πλεονεκτημάτων που θα απολαύουν οι ευρωπαϊκές εισαγωγές μετά τη δημιουργία της ΖΕΕ, θα συμψηφισθεί από τα γενικότερα πλεονεκτήματα που θα επιφέρει η απελευθέρωση και η εντατικοποίηση του ευρωμεσογειακού εμπορίου. Οι θετικές συνεπώς επιδράσεις που αναμένονται να δημιουργηθούν με την εφαρμογή της ΖΕΕ ενδεχομένως να είναι σημαντικότερες από τις όποιες αρνητικές διαταραχές του εμπορίου. 4. Η διεύρυνση της φιλελευθεροποίησης στον αγροτικό τομέα των ΤΜΧ θα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων και την αύξηση των εξαγωγών τους. Το άνοιγμα συνεπώς των ευρωπαϊκών αγορών στα μεσογειακά αγροτικά προϊόντα θα λειτουργούσε σημαντικά υπέρ των ΤΜΧ. 5. Οι δυναμικές και μακροπρόθεσμες επιδράσεις που συνδέονται με τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, τις ΑΞΕ, τον ανταγωνισμό, τα μεταφορικά κόστη, την αναδιοργάνωση της διοίκησης, την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού κ.λπ., είναι παράμετροι που δύσκολα μπορούν να ενσωματωθούν σε ένα οικονομετρικό υπόδειγμα και να υπολογισθεί η εξέλιξή τους[xxi]. Συμπερασματικά, η συμφωνία των ευρωμεσογειακών εταίρων για τη δημιουργία της ΖΕΕ είναι μία μη αναστρέψιμη διαδικασία, που τα αποτελέσματά της είναι ακόμη αβέβαια. Οι ΤΜΧ έχουν επιλέξει να υποστούν ένα ισχυρό εξωτερικό σοκ λόγω της σταδιακής φιλελευθεροποίησης του εμπορίου τους με την ΕΕ, με αβέβαια αποτελέσματα. Αυτά θα εξαρτηθούν εν πολλοίς από την ευελιξία και την ικανότητα των πολιτικών που θα εφαρμόσουν οι χώρες αυτές, ώστε να απορροφήσουν το σοκ αυτό. Όπως ήδη αναφέρθηκε, θα πρέπει να βελτιώσουν τα μερίδιά τους στην ΕΕ, ώστε να εξισορροπήσουν τις όποιες απώλειες θα έχουν στις εσωτερικές τους αγορές. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναπτύξουν περισσότερο τους τομείς με εξαγωγικούς προσανατολισμούς και να επιβλέψουν την προσαρμογή των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση αυτή. Επίσης, η αναπτυξιακή βοήθεια που προσφέρει η ΕΕ θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των χωρών της Μεσογείου. Σε κάθε περίπτωση, η βιωσιμότητα της υπό εγκαθίδρυσης ΖΕΕ θα εξαρτηθεί από τη συνέχιση και αύξηση της μεταφοράς πόρων από τον Κοινοτικό βορά στο μεσογειακό νότο. i Βλ. σχετικά A. D. DeRosa, Regional Integration Arrangements: Static Economic Theory, Quantitative Finding and Policy Guidelines, Falls Church, 1998. World Bank, Trade Blocs, Oxford University Press, 2000. R. E. Baldwin - A. Venables, Regional Economic Integration, στο Grossman and Rogoff (Eds.), Handbook of International Economics, Amsterdam 1995, North Holland. L. A. Winters, Assessing Regional Integration Arrangements, Development Research Group, World Bank, Washington, D.C..1998. ii Βλ. S. Alessandrini, Consequences of EU Enlargement for the Mediterranean region, Comparing FDI Trends in CEE and MED Region, Institut de la Méditerranée, Μarch 2001, σελ. 10 επ. iii Βλ. H. Handoussa - J. L. Reiffers, On the Evolution of the Structure of Trade and Investment Between The European Union and its Mediterranean Partners, Femise, March 2001, σελ. 20 επ. iv Βλ. Population Division, 2000, "Replacement Migration", Department of Economic and Social Affairs, United Nations Secretariat, 21 March 2000.

v Bλ. σχετικά P. Augier - M. Gasiorek, Trade Liberalization between the Southern Mediterranean and the EU: An Analysis of the sectoral impact.working paper presented at the first Femise network conference February 2000, Marseilles, σελ. 4 επ. vi Βλ. τη σημαντική μελέτη των G.Harrison - T. Rutherford - D. Tarr, Quantifying the Uruguay Round, στο W. Martin - A. Winters (eds), The Uruguay Round and the Developing Economies, Cambridge 1996, σελ. 216 επ., η οποία τεκμηριώνει τις αρνητικές επιπτώσεις του Γύρου της Ουρουγουάης για τις ΤΜΧ. vii Βλ. Η. Handoussa - J. L. Reiffers, March 2001, όπ. παρ. σελ. 22 επ. viii Βλ. Ε. Rhein, Euro - Med Free Trade Area for 2010: Whom will it benefit, στο G. Joffé (ed.), Perspectives on Development: The Euro-Mediterranean Partnership, Frank Cass, London 1999, σελ. 3 επ. ix Για τις επιδράσεις της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου των ΤΜΧ με την ΕΕ βλ. P. Augier - M. Gasiorek, 2000, ό.π. σελ. 10 επ. x Βλ. σχετική εμπεριστατωμένη ανάλυση στο Α. Ghoneim, Determinants of Egyptians Exports in the EU. Working paper at the Femise Conference, Marseille, February 2000. xi Βλ. H. Handoussa - J. L. Reiffers, March 2001, ό. π. σελ. 11 επ. xii. Βλ. S. Sideri, The impact of EU's Partnership initiative on the MED Region: Dependent Development or Regional Integration?, στο Femise network, February 2000, σελ. 3 επ. xiii Για τις σημαντικές επιπτώσεις και τα οφέλη που θα επιφέρει στις ΤΜΧ η απελευθέρωση του εμπορίου βλ. Α. Bayar - E. Yeldan, 2000, Agricultural Trade, Accumulation and Growth in the South Mediterranean NICs and Turkey and their Interface with the European Union, February, Femise Research Programme. Επίσης N. Chaherli - M. El Said, 2000, The WTO and MENA Agriculture. Working paper at the Third Mediterranean Forum, Cairo, March 2000. xiv Για τη δυναμική της ανάπτυξης των ΑΞΕ στην περιοχή λόγω της δημιουργίας της ΖΕΕ βλ. τις μελέτες των O. Havrylyshyn, A global Integration Strategy for the Mediterranean Countries. Open Trade and Market Reforms, IMF, Washington, D.C., 1997 και P.A. Petri, The Case of Missing Foreign Investment in the Southern Mediterranean. Technical Paper No. 128, OECD, Development Centre, Paris 1997. xv Περισσότερα για τους παράγοντες προσέλκυσης των ΑΞΕ καθώς και τη γενικότερη συμπεριφορά των επενδυτών βλ. J. H. Dunning, Multinational Enterprises and the Global Economy, Addison Wesley, London 1999. xvi Βλ. J.L. Reiffers - J.C.Tourret, Investing in a Euro-Mediterranean Free Trade Area, στο Institut de la Méditerranée, Lisbon 2000, σελ. 3 επ. xvii Βλ. S. Alessandrini, March 2001, όπ. παρ. σελ. 3 επ. xviii Βλ. σχετικά S. Alessandrini - L. Resmini, The Determinants of FDI: A Comparative Analysis of EU FDI flows Into the CEEC's and the Mediterranean Countries, ERF Sixth Annual Conference "Regional Trade, Finance and Labour, Cairo 1999. Επίσης S. Alessandrini - L. Resmini, European FDI in the Mediterranean Region: A Comparison with the EEC Experience, στο Femise Research Programme, January 2000. xix Βλ. H. Handoussa, J. L. Reiffers, 2000, όπ. παρ. σελ. 28 και τις παραπεμπόμενες μετρήσεις στο R. Chatti, 1999, "An AGE Assessment of FTA Between Tunisia and the EU Under Product and Labour Market Imperfection", ERF, Sixth annual conference, Cairo, October 1999. xx Βλ. ομοίως Η. Handoussa, J. L. Reiffers, 2000, όπ. παρ. σελ. 28 και P. Augier, M. Gazoriek, 1999, "Trade Liberalisation Between the Southern Mediterranean and the EU: The Sectorial Impact", presented at the FEMISE Conference, Marseille, February 2000. xxi Βλ. Α. Η. Bayar, The Impacts of a New Round of Multilateral Trade Liberalization on the MENA Region, στο Femise Research Programme 2000.