Περίληψη : Τα έργα της πλαστικής της Ελληνιστικής περιόδου που βρέθηκαν στην Έφεσο είναι λίγα, αν και η πόλη υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ιωνίας. Τα πιο σημαντικά σύνολα πλαστικής της περιοχής προέρχονται από το ιερό της Άρτεμης και από το Μαυσωλείο του Μπελεβί, βόρεια της πόλης. Η σπουδαιότητα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων της Εφέσου επιβεβαιώνεται από την εύρεση έργων ντόπιων γλυπτών σε άλλες περιοχές, όπως η Σάμος και το Antium της Ιταλίας. Χρονολόγηση Ελληνιστική περίοδος Γεωγραφικός εντοπισμός Έφεσος 1. Πλαστική από το Αρτεμίσιο της Εφέσου Ένα από τα πιο γνωστά αγαλματικά σύνολα της Εφέσου βρέθηκε στο ιερό της Άρτεμης. Ο αρχαϊκός ναός κάηκε το 356 π.χ. και ξαναχτίστηκε κατά τη διάρκεια του β μισού του 4ου αι. π.χ. σε παρόμοια κάτοψη. Σε νομίσματα της Ρωμαϊκής περιόδου εικονίζεται η πρόσοψη του ναού του 4ου αι. π.χ., στο αέτωμα του οποίου διακρίνονται τέσσερις γυναικείες μορφές, που ερμηνεύονται ως Αμαζόνες. Η διακόσμηση του βωμού περιελάμβανε ανάγλυφες μορφές Αμαζόνων αλλά και ολόγλυφες μορφές. Ο ναός είχε διαστάσεις 125x64,8 μ. και το ύψος του ξεπερνούσε τα 32 μ. Οι 36 από τους 127 συνολικά κίονες του ναού έφεραν στους κατώτερους σφονδύλους τους ανάγλυφες παραστάσεις, μία από αυτές αναφέρεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο ως έργο του Σκόπα. Λόγω της γλυπτής τους διακόσμησης οι κίονες ήταν γνωστοί στην Αυτοκρατορική περίοδο ως columnae caelatae. Αρκετά είναι τα θραύσματα των παραστάσεων που σώζονται, ενώ βρέθηκαν και ανάγλυφες μορφές που κοσμούσαν τετράγωνες βάσεις της περίστασης του ναού. Η διακόσμηση των κιόνων χρονολογείται στην πρώιμη περίοδο της ανακατασκευής του ναού (γ τέταρτο του 4ου αι. π.χ.), ίσως στην περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (336-323 π.χ.), που συμπίπτει με το τέλος της Ύστερης Κλασικής περιόδου. Ωστόσο, κάποια θραύσματα μορφών χρονολογούνται, με στιλιστικά κριτήρια, στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αι. π.χ. 1 Η καλύτερα διατηρημένη παράσταση, η οποία είναι μία από τις παλιότερες, τοποθετείται χρονικά λίγο ύστερα από τα μέσα του 4ου αι. π.χ. Ο Ερμής Ψυχοπομπός, με το χαρακτηριστικό κηρύκειο στο δεξί του χέρι, και ο Θάνατος, μια νεαρή ανδρική φτερωτή μορφή με ξίφος, οδηγούν στον Άδη μια γυναικεία μορφή, ίσως την Ιφιγένεια, που έγινε, ύστερα από τη διάσωσή της από την Άρτεμη, ιέρεια της θεάς. Οι υπόλοιπες δύο ανδρικές μορφές, που σώζονται αποσπασματικά, ερμηνεύονται συνήθως ως ο Αγαμέμνων και ο μάντης Κάλχας. Σύμφωνα με μια δεύτερη, αν και λιγότερο πιθανή, ερμηνευτική πρόταση, στην παράσταση έχουμε τη σκηνή της «κρίσης» του Πάρη. Η θεματολογία των υπόλοιπων αναγλύφων περιλαμβάνει σκηνές γιγαντομαχίας, κενταυρομαχίας, επεισόδια από τη ζωή του Ηρακλή, πομπές και τελετουργικούς χορούς. Στις παραστάσεις των τετράγωνων βάσεων παρατηρείται έντονη δραματικότητα που προκαλείται από τις βίαιες κινήσεις και την ανήσυχη διάθεση των πτυχώσεων των ενδυμάτων. Εκτός από τις ανθρώπινες μορφές, μία από τις οποίες φέρει ανατολίτικη ενδυμασία, όπως προκύπτει από τις μακριές χειρίδες, 2 διακρίνονται μυθολογικές μορφές, όπως Τρίτωνες και Νηρηίδες. Από το ιερό της Άρτεμης προέρχονται και ορισμένα θραύσματα αγαλμάτων από αναθήματα προς τιμήν της θεάς και είναι πιθανό ότι έγιναν από τους γλύπτες των καλλιτεχνικών εργαστηρίων που εργάστηκαν για το γλυπτό διάκοσμο του ναού. Τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα είναι ο κορμός ενός ηνίοχου και τα θραύσματα αλόγων από κάποιο ανάθημα του τέλους του 4ου αι. π.χ. 3 Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 1/7
2. Πλαστική από το Μαυσωλείο του Μπελεβί Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, το Μαυσωλείο στην περιοχή Μπελεβί, βόρεια της Εφέσου, είναι πιθανό ότι προοριζόταν αρχικά για το βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχο (301-281 π.χ.). Οι εργασίες συνεχίστηκαν το 246 π.χ., για να δεχθεί τη σορό του βασιλιά της Συρίας, Αντιόχου Β Θεού (261-246 π.χ.), που πέθανε στην Έφεσο. Το έργο της ολοκλήρωσης του μνημείου ανέλαβε να διεκπεραιώσει η σύζυγός του, Λαοδίκη. 4 Οι εργασίες ίσως σταμάτησαν δύο χρόνια αργότερα, το 244 π.χ., όταν η Έφεσος πέρασε στον έλεγχο των Πτολεμαίων. Η χρονολόγηση της πρώτης φάσης βασίζεται στην τυπολογία των κορινθιακών κιονοκράνων, των δωρικώντριγλύφων και σε όστρακα αγγείων που βρέθηκαν στην υποθεμελίωση του μνημείου. Από τη φάση αυτή, του πρώιμου 3ου αι. π.χ., σώζεται ένας μεγάλος αριθμός θραυσμάτων από τα 24 φατνώματα του πτερώματος. Στις παραστάσεις της βόρειας πλευράς περιλαμβάνονται σκηνές αθλητικών αγώνων, που εκτυλίσσονται πιθανότατα κατά τη διάρκεια κάποιας ταφικής τελετής, και σε αυτές των υπολοίπων τριών σκηνές κενταυρομαχίας. Στις τελευταίες οι περισσότεροι Λαπίθες, αντίπαλοι των Κενταύρων, φέρουν στρατιωτική ενδυμασία, που ορισμένοι μελετητές θεωρούν μακεδονική, λόγω της καταγωγής του νεκρού, αν και οι ασπίδες φέρουν άντυγα, σε αντίθεση με τις μακεδονικές. Τυπολογικά, ορισμένες από τις μορφές ακολουθούν τη γενική στάση μορφών παλιότερων αναγλύφων, όπως των ζωφόρων του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς (500-490 π.χ.) και του ναού του Απόλλωνα στις Βάσσες (400-390 π.χ.), ενώ αποτελούν τους προδρόμους των μορφών από τις ζωφόρους των ιωνικών ναών του 2ου αι. π.χ., όπως του ναού του Διονύσου στην Τέω. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις τελευταίες τα περιγράμματα των μορφών στα φατνώματα του ταφικού μνημείου κόβονται απότομα στην επαφή τους με το βάθος του αναγλύφου. Το βάθος ήταν χρωματισμένο με μπλε χρώμα, ενώ στα ενδύματα, τους θώρακες, τα κράνη και τα γυμνά μέρη των σωμάτων κυριαρχούν ποικίλες αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου. Από τη δεύτερη φάση του Μαυσωλείου διατηρούνται γλυπτά από το νεκρικό θάλαμο και από τη διακόσμηση της ανωδομής του. Η κλινόμορφη σαρκοφάγος του Αντιόχου Β διακοσμείται με Σειρήνες σε μια ζώνη ανάμεσα στα πόδια της κλίνης, που θρηνούν ή κρατούν αυλούς και κιθάρες και φέρουν πόλο στο κεφάλι. Τυπολογικά η σαρκοφάγος θυμίζει τις σαρκοφάγους του τέλους του 4ου και του 3ου αι. π.χ. που βρέθηκαν σε αρκετούς μακεδονικούς τάφους. Στο κάλυμμα σώζεται η ανακεκλιμένη μορφή του νεκρού. Η μορφή φορά χιτώνα με κοντές χειρίδες και ιμάτιο και σώζει την κεφαλή της, που διατηρείται σε κακή κατάσταση. Από το θάλαμο προέρχονται επίσης το ακέφαλο άγαλμα ενός υπηρέτη του νεκρού με ανατολίτικη, πιθανόν περσική, ενδυμασία και θραύσματα από τα χέρια άλλων αγαλμάτων υπερφυσικού μεγέθους. Το άγαλμα φέρει αναξυρίδες και κάλυμμα της κεφαλής, από το οποίο διατηρούνται μόνο οι απολήξεις στους ώμους. Χαρακτηρίζεται από μετωπικότητα, η οποία γίνεται αντιληπτή κυρίως στις πλάγιες όψεις του, από το κλειστό περίγραμμα του σώματος και από τη λεπτομερή ανάλυση των πτυχών των ενδυμάτων, που ακολουθούν την ανατομία του κορμού και των άκρων. Στη διακόσμηση της ανωδομής του μνημείου περιλαμβάνονταν άρματα, τα άλογα των οποίων είχαν μέγεθος μικρότερο του φυσικού, τελετουργικά αγγεία και φτερωτά μυθικά όντα που συνδύαζαν εικονογραφικά στοιχεία από γρύπες και λιοντάρια. 3. Το σύμπλεγμα του Torbali Στην περιοχή της μητρόπολης, με τη σημερινή ονομασία Torbali, βρέθηκε ένα από πιο σημαντικά συμπλέγματα της Ελληνιστικής περιόδου. 5 Πρόκειται για δύο γυναικείες μορφές, που φορούν χιτώνα και ιμάτιο. Οι μορφές έχουν ερμηνευτεί ως η Πειθώ και η Ελένη, αν και δε σώζονται κάποια αντικείμενα, μέσω των οποίων θα επιβεβαιωνόταν η θεωρία αυτή. Η αριστερή ως προς το θεατή μορφή, η λεγόμενη Πειθώ, στηρίζεται στο δεξί ώμο της άλλης, λυγίζει το αριστερό σκέλος στο γόνατο και το περνά σταυρωτά πάνω από το δεξί πατώντας στα δάχτυλα. Ο τύπος της λεγόμενης Ελένης, πάνω στην οποία στηρίζεται η Πειθώ, είναι γνωστός από αρκετά ρωμαϊκά αντίγραφα, ένα από τα οποία βρέθηκε στο γυμνάσιο της Εφέσου, σε αντίθεση με τη δεύτερη, από την οποία δεν υπάρχουν τυπολογικά παράλληλα. Πρόκειται, επομένως, για ένα σύμπλεγμα στο οποίο συνδυάζεται ένας γνωστός αγαλματικός τύπος, που απαντά ήδη από τις αρχές του 3ου αι. π.χ., με έναν τύπο ο οποίος δημιουργήθηκε πιθανότατα από το γλύπτη, για τις ανάγκες της σύνθεσης. 4. Το χάλκινο σύμπλεγμα από τις θέρμες του λιμανιού της Εφέσου Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 2/7
Από τις θέρμες του λιμανιού της Εφέσου προέρχεται το μικρού μεγέθους χάλκινο σύμπλεγμα του Ηρακλή και ενός Κενταύρου που φυλάσσεται στη Βιέννη. 6 Οι μορφές δεν ξεπερνούν σε ύψος τα 0,38 μ. Στην παράσταση ο Κένταυρος επιτίθεται στον ήρωα, ο οποίος αντιστέκεται, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει ο κορμός ενός δέντρου, με επίθημα στο πάνω μέρος του για τη στήριξη κάποιου αντικειμένου. Βρέθηκε μαζί με ένα παρόμοιο σύμπλεγμα από το οποίο σώζονται λίγα θραύσματα και είναι πιθανό ότι αποτελούσαν στηρίγματα κάποιου αντικειμένου, ίσως τραπεζοφόρα. 7 Το καλύτερα διατηρημένο σύμπλεγμα χρονολογείται συνήθως στα μέσα του 2ου αι. π.χ., αν και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι είναι πενήντα χρόνια παλιότερο. Αποτελεί πιθανότατα εκλεκτικιστική δημιουργία, καθώς στη μορφή του Κενταύρου αναγνωρίζονται νεότερα τυπολογικά και στιλιστικά πρότυπα σε σχέση με αυτά της μορφής του Ηρακλή. Σε γειτονική απόσταση βρέθηκε το χάλκινο άγαλμα του Αποξυόμενου στον τύπο Εφέσου-Φλωρεντίας, που δε χρονολογείται στον ύστερο 4ο αι. π.χ., όπως είχε προταθεί αρχικά, αλλά αποτελεί αντίγραφο ή παραλλαγή της Αυτοκρατορικής περιόδου, πιθανότατα της περιόδου των Φλαβίων (69-96 μ.χ.), ενός χαμένου σήμερα ελληνιστικού έργου. 8 5. Το ιστορικό ανάγλυφο της Βιέννης Από την Έφεσο προέρχεται και ένα από τα λίγα ιστορικά ανάγλυφα της Ελληνιστικής περιόδου, σήμερα στη Βιέννη, που εικονίζει σκηνή μάχης ανάμεσα σε Έλληνες και Γαλάτες. 9 Δεν υπάρχουν στοιχεία για το είδος του μνημείου το οποίο κοσμούσε, λόγω των ελλιπών ανασκαφικών στοιχείων. Το ανάγλυφο χρονολογείται στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του 2ου αι. π.χ., είναι, δηλαδή, λίγες δεκαετίες παλιότερο από την ανάγλυφη ζωφόρο με τη σκηνή της μάχης της Πύδνας ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Ρωμαίους, που κοσμούσε το βάθρο του ανδριάντα του Ρωμαίου στρατηγού Αιμίλιου Παύλου στους Δελφούς (168 π.χ.). 6. Επιτύμβιες στήλες Ο αριθμός των επιτύμβιων αναγλύφων είναι μικρός, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις σχετικά περιορισμένες ανασκαφικές δραστηριότητες στην περιοχή των νεκροταφείων της πόλης. 10 Ορισμένες από τις επιτύμβιες στήλες συνδέονται τυπολογικά με αυτές της Σμύρνης και, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη, οι περισσότερες ήταν ίσως έργα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων της Σμύρνης. Εκτός από τη μορφή του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι παραστάσεις κοινοί είναι και πολλοί από τους τύπους των εικονιζόμενων νεκρών και των συγγενών τους. Στιλιστικά οι μορφές στις στήλες της Εφέσου διακρίνονται για την ανήσυχη και αναλυτική διάθεση των πτυχώσεων των ενδυμάτων τους. 7. Έργα γλυπτών της Εφέσου που βρέθηκαν στη Σάμο Η επίδραση της γλυπτικής της Εφέσου στη Σάμο διαπιστώνεται, κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.χ. σε ένα άγαλμα της Ήρας, που φυλάσσεται στο Βερολίνο, στο οποίο διαπιστώνονται στιλιστικές ομοιότητες με τα γλυπτά από το Αρτεμίσιο. 11 Οι επιδράσεις συνεχίζονται και στον 3ο αι. π.χ., καθώς δύο αγάλματα, από το Βαθύ και το Πυθαγόρειο, συνδέονται στιλιστικά με το εργαστήριο που δημιούργησε το ακέφαλο άγαλμα του θαλάμου στο Μαυσωλείο του Μπελεβί. 12 Νεότερο είναι το άγαλμα του γλύπτη Απολλωνίδη από την Έφεσο (τέλη 2ου ή αρχές 1ου αι. π.χ.), ένα από τα λίγα αγάλματα της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου που βρέθηκαν στη Σάμο. Από την ανδρική ιματιοφόρο μορφή διατηρείται μόνο το κάτω μέρος, από το ύψος των γοφών. Παρά την αποσπασματική κατάσταση στην οποία σώζεται, εύκολα διαπιστώνουμε την επιτυχημένη προσπάθεια του γλύπτη να αποδώσει με ρεαλιστικό τρόπο την υφή του χονδρού υφάσματος του ιματίου. 8. Ο λεγόμενος ξιφομάχος Borghese Λίγες δεκαετίες παλιότερο από το έργο του Απολλωνίδη είναι το άγαλμα με την υπογραφή του Αγασία, γιου του Δωσιθέου, στο στήριγμα του αγάλματος με τη μορφή κορμού δέντρου. 13 Το έργο βρέθηκε στο Nettuno κοντά στο Antium, 50 χλμ. νότια της Ρώμης και, σύμφωνα με τη Ridgway, η επιγραφή ανεβάζει τη χρονολόγησή του περίπου στο 130 π.χ. Το άγαλμα αυτό, με την έντονη αντικίνηση και τη θεατρικότητα στις κινήσεις των άκρων, είναι γνωστό στη βιβλιογραφία ως ο ξιφομάχος (ή Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 3/7
πολεμιστής) Borghese, από τη συλλογή στην οποία φυλασσόταν παλιότερα. Οι αναλογίες του απηχούν αυτές των έργων του Λυσίππου, ενός από τους πιο γνωστούς γλύπτες του 4ου αι. π.χ. 1. Linfert, A., Kunstzentren hellenistisher Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 17 Ridgway, B.S., Hellenistic sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 28-30, πίν. 5-6. 2. Χειρίδες: Το τμήμα του ενδύματος που καλύπτει τα χέρια. 3. Bammer, A., Der Altar des jungeren Artemisions von Ephesos, AA (1968), σελ. 422, εικ. 40. 4. Για το μνημείο βλ. Praschniker, C. Theuer, M. Alzinger, W. Fleischer, R. Fossel-Peschl, Ε. Mitsopoulos, V. Reuer, E. Schottenhaml, O., Das Mausoleum von Belevi (Forschungen in Ephesos 6, Vienna 1979). Βλ. επίσης Linfert, A., Kunstzentren hellenistisher Zeit (Wiesbaden 1976), σελ. 23 Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture (London 1991), σελ. 181, 183, εικ. 203 Ridgway, B.S., Hellenistic sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 187-196 Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (μτφρ. Αθήνα 2003), σελ. 289-290. 5. Γενικά για τα συμπλέγματα της Ελληνιστικής περιόδου βλ. Bol, P.C. (επιμ.), Hellenistische Gruppen. Gedenkschrift fur Andreas Linfert (Mainz am Rhein 1999). Για το σύμπλεγμα του Torbali βλ. Linfert, A., Kunstzentren hellenistisher Zeit (Wiesbaden 1976) σελ. 52-57, εικ. 76-81. 6. Künzl, E., Fruhhellenistische Gruppen (Köln 1968), σελ. 129-131 Bol, P.C., Die Herakles-Kentauren-Gruppe in Wien, AntPl X (1970), σελ. 81-91, πίν. 59-64. 7. Τραπεζοφόρα: Τα στηρίγματα των τραπεζιών. 8. Pavese, C.O., L Atleta di Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995.1-3 (Wien 1999), σελ. 579-596, πίν. 139-140 Pochmarski, E., Neues zum Schaber von Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 585-592, πίν. 141-145 Weber, M., Zur Gattung des Strigilisreinigers, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 593-596, πίν. 146-147, 1 (όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία). 9. Smith, R.R.R., Hellenistic sculpture (London 1991), σελ. 185-186, εικ. 208. 10. Schmidt, S., Hellenistische Grabreliefs (Köln 1991), σελ. 20-22. Γενικά για τα επιτύμβια ανάγλυφα της Μικράς Ασίας βλ. Pfuhl, E. Moebius, H., Die ostgriechischen Grabreliefs I (Mainz am Rhein 1977) Pfuhl, E. Moebius, H., Die ostgriechischen Grabreliefs IΙ (Mainz am Rhein 1979). 11. Horn, R., Hellenistische Bildwerke auf Samos, Samos XII (Mainz am Rhein 1972), σελ. 77-79, αρ. 1, πίν. 1-4, 10,1 Gernand, M., Hellenistische Peplosfiguren nach klassischen Vorbildern, AM 90 (1975), σελ. 11-13, πίν. 3. 12. Horn, R., Hellenistische Bildwerke auf Samos, Samos XII (Mainz am Rhein 1972), σελ. 79-81, αρ. 2-3, πίν. 5-10. 13. Alscher, L., Griechische Plastik. Band IV. Hellenismus (Berlin 1957), σελ. 170, εικ. 52 Ridgway, B.S., Hellenistic sculpture I. The styles of ca. 331-200 B.C. (Bristol 1990), σελ. 83 Dondener, Μ., Bildhauersignaturen auf griechischer Rundplastik, ÖJh 65 (1996), σελ. 100, σημ. 97, εικ. 13-14. Βιβλιογραφία : Bammer A., Ephesos. Stadt an Fluß und Meer, Graz 1988 Aurenhammer Μ., Die Skulpturen von Ephesos. Bildwerke aus Stein. Idealplastik I, ÖAW, Wien 1990, Forschungen in Ephesos 10.1 Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 4/7
Politt J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή, (επανεκτ. 2003), Αθήνα 1994, Γκαζή, A. (μτφρ.) Oster R., A Bibliography of Ancient Ephesus, Metuchen 1987 Atalay E., Hellenistik çağ da Ephesos mezar stelleri atölyeleri, Izmir 1988 Bammer A., Knibbe D., Fleischer R., Führer durch das Archäologische Museum in Selçuk-Ephesos, Österreichisches Archäologisches Institut, Wien 1974 Linfert Α., Kunstzentren hellenistischer Zeit. Studien an weiblichen Gewandfiguren, Wiesbaden 1976 Önen Ü., Ephesus. Ruins and museum. The city s history through art, Izmir 1983 Atalay E., "Ein späthellenistisches Grabrelief aus dem Ephesos-Museum in Selçuk", JÖAI, 53, 1981-1982, 13-28 Atalay E., "Späthellenistische Grabreliefs aus Ephesos", Ε., Akurgal(ed.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara-Izmir 23.-30. IX. 1973, Ankara 1978, 611-616 Atalay E., "Un nouveau monument votif hellénistique à Ephèse", RA, 1985, 195-204 Atalay E., "Ein späthellenistisches Grabrelief aus Ephesos", AA, 1973, 231-243 Aurenhammer Μ., "Sculptures of gods and heroes from Ephesos", Koester, Η. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994, Trinity Press International, Valley Forge 1995, Harvard theological studies 41, 251-280 Aurenhammer Μ., "Zu einem Corpus ephesischer Skulpturen", Scherrer, P. (ed.), Akten des 3. Österreichischen Archäologentages Innsbruck. 3.-5. April 1987, Österreichisches Archäologisches Institut, Wien 1989 Bammer A., "Hellenistische Kapitelle aus Ephesos", MDAI(A), 88, 1973, 219-234 Buluç S., "The tomb monument at Belevi near Ephesos", E., Akurgal (ed.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara-Izmir 23.-30. IX. 1973, Ankara 1978, 1085-1092 Fleischer R., "Späthellenistische Gruppe vom Pollionymphaeum in Ephesos mit dem Polyphemabenteuer des Odysseus", JÖAI, 49, 1971, 137-164 Koch H., "Die angebliche Skopas-Säule vom jüngeren Artemision zu Ephesos", Θεωρεία. Festschrift für W.H.Schuchhardt, Baden-Baden 1960, 123-127 Oberleitner W., "Ein hellenistischer Galaterschlachtfries aus Ephesos", JbKuHistSamml, 77, 1981, 57-104 Suppan A., "Der sterbende Krieger von Ephesos aus dem Pollionymphaeum. Eine Darstellung von Wundstarrkampf aus der Antike unter Berücksichtigung kriegschirurgischer Aspekte", AW, 17, 1986, 38-44 Atalay E., Türkoğlu S., "Efes te bulunan hellenistik portre Önrapor", TürkAD, 19, 1970, 213-215 Atalay E., Türkoğlu S., "Ein frühhellenistischer Porträtkopf des Lysimachos aus Ephesos", JÖAI, 50, Beiblatt, 1972-1975, 123-150 Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 5/7
Δικτυογραφία : Das Mausoleum von Belevi http://www.oeaw.ac.at/antike/index.php?id=30 Γλωσσάριo : columnae caelatae (θηλ.) Κίονες που φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση. αέτωμα, το Τριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο. αναξυρίδες, οι Ένδυμα των λαών της Ανατολής. Πρόκειται για στενή περισκελίδα. Σε αρκετούς λαούς (Πέρσες, Σκύθες, Θράκες) οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν φαρδιές, άνετες αναξυρίδες από δέρμα. Οι Αμαζόνες εικονογραφούνται με εφαρμοστές αναξυρίδες, διακοσμημένες συχνά με ζιγκ ζαγκ ή οριζόντιες γραμμές. άντυξ, -γος. η Το περιφερειακό τμήμα (περίγραμμα) ασπίδας ή άρματος, που συνήθως ήταν λεπτότερο από το κυρίως σώμα. γρύπας, ο Μυθικό ον ανατολικής προέλευσης. Συνήθως όχι πάντα έχει κεφάλι και φτερά αετού, μυτερά αυτιά και σώμα λιονταριού. δωρικός ρυθμός, ο Αρχιτεκτονικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στην κυρίως Ελλάδα και στις δωρικές αποικίες, ειδικότερα στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, κατά τον 6ο αι. π.χ. Στο δωρικό ρυθμό ο κίονας εδράζεται απευθείας στο στυλοβάτη, οι ραβδώσεις του κορμού είναι αβαθείς και σχηματίζουν οξείες ακμές, το κιονόκρανο αποτελείται από τον άβακα, τον εχίνο και το υποτραχήλιο, το επιστύλιο έχει αδιάρθρωτη επιφάνεια και η ζωφόρος αποτελείται από δύο εναλλασσόμενα μέλη: τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ο δωρικός ρυθμός χαρακτηρίζεται από τις αναλογίες των κιόνων που είναι βαριές σε σχέση με εκείνες του ιωνικού ρυθμού. ζωφόρος, η 1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου. ιμάτιο, το Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες. κορινθιακός ρυθμός, ο Αρχιτεκτονικός ρυθμός, ο πιο διακοσμητικός από τους αρχαίους ρυθμούς. Αναπτύχθηκε τον 4ο αι. π.χ. στην κυρίως Ελλάδα και αποτέλεσε τον πιο διαδεδομένο ρυθμό κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Διαφέρει ελάχιστα από τον ιωνικό, διατηρώντας παραπλήσιες αναλογίες με αυτόν. Ο κίονάς του εμφανίζει τις ίδιες ραβδώσεις, στέφεται όμως από εντελώς διαφορετικό κιονόκρανο, το οποίο αποτελείται από κάλαθο επενδεδυμένη εξωτερικά με τρεις σειρές πλαστικού φυτικού διάκοσμου. Οι δύο κατώτερες επάλληλες σειρές αναπαριστούν φύλλα ακάνθου, ενώ η ανώτερη σειρά περιλαμβάνει τέσσερις έλικες, τοποθετημένες συμμετρικά ανά δύο. Από αυτές, οι δύο ακραίες έχουν μεγαλύτερο ύψος, προεξέχουν κατά τη διαγώνιο και υποστηρίζουν την προέχουσα γωνία του άβακα, ενώ οι μεσαίες κάμπτονται προς τον κεντρικό άξονα του κίονα. Ο θριγκός στον κορινθιακό ρυθμό είναι όμοιος με τον ιωνικό. περίσταση, η Η κιονοστοιχία που περιτρέχει ένα οικοδόμημα. πόλος, ο Κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής. πτερόν, το Κιονοστοιχία γύρω από το ναό. σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 6/7
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα. τρίγλυφο, το Το άνω του επιστυλίου μέλος ενός δωρικού οικοδομήματος, αποτελεί τμήμα της ζωφόρου και εναλλάσσεται με τις μετόπες. Το πλάτος του ισούται με το μισό της διαμέτρου ενός κίονα, φέρει τρεις γλυφές, συνήθως δύο ολόκληρες και δύο μισές. φάτνωμα, το Κοίλες εσοχές, τετράγωνης ή πολυγωνικής μορφής, με διακοσμητικό χαρακτήρα, που διαμορφώνονται στην οροφή των κτηρίων. Στο εσωτερικό τους έφεραν ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Συνήθως διακοσμούνταν με φυτικά μοτίβα. χιτών, ο Τύπος ενδύματος που αποτελείται από τετράγωνο μάλλινο ύφασμα το οποίο ράβεται στις δύο πλευρές του. Δημιουργήθηκε στις 17/3/2017 Σελίδα 7/7