Δημήτρης Πούλιος, Θάνος Ανδρίτσος. Εισαγωγή



Σχετικά έγγραφα
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα Διαχρονικές αναγνώσεις

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

Τ.Ε.Ε. τμήμα Κερκύρας / Ν.Α. Νομού Κερκύρας. Ημερίδα με θέμα: Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός Όρος Ζωής για την Κέρκυρα

ΘΕΜΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ «Το φαινόμενο της αστικοποίησης στο Δήμο Ζωγράφου»

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

«Σχέδιο Καλλικράτης»: Διοικητική οργάνωση, Χώρος και Δημοκρατία στην εποχή της Κρίσης

Πανελλαδικές εξετάσεις 2016

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΡΙΖΟΥΠΟΛΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΥ

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

«Ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης της αστικής ανάπτυξης και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΟΡΕΙΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ, ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ

Α. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ( ) ΚΕΙΜΕΝΟ-ΠΗΓΗ

Εισαγωγή στη διεθνή και ελληνική εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων αστικής αναγέννησης. Προτάσεις για το μέλλον

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος 15

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΝΈΩΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

The Autonomy of the Modern Greek Public Administration

ΣΧΕΔΙΟ. Δήμος Σοφάδων ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

Άνθρωπος και δοµηµένο περιβάλλον

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

η πορεία προς την πτώση της πρώτης δηµοκρατίας και η δικτατορία της 4 ης Αυγούστου

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

H Μητροπολιτική Αθήνα αντιμετωπίζει ριζικές αλλαγές και σύνθετα πολεοδομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά προβλήματα

Αφ ενός στην ανάγκη περιορισμού και ελέγχου των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι, οι εργαζόμενοι και η ιδία ως περιοχή.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2016 ΛΥΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΥΡΤΩ ΚΟΥΖΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΘΕΜΑ Α

Για μια αειφόρο προσέγγιση της οικιστικής ανάπτυξης. Θάνος Παγώνης, αρχιτέκτων - πολεοδόμος

Αστική ανάπτυξη και πολιτικές: Η περίπτωση των αναπλάσεων σε αστικές περιοχές.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

B Η ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Η κρίση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση. Φύλλο Εργασίας

Γ ΤΑΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΜΑΪΟΥ 2016 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) - ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ)

Τρίτη (Κοµµουνιστική) ιεθνής εύτερο Συνέδριο ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ Κοµµουνιστική Αποχική Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόµµατος

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

12 Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ A.Π. / ΔΤΥ ΠΡΟΣ : Πρόεδρο ΔΣ

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 2 ο μάθημα

δίπλα στον αριθμό που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση.

ΝΑΥΠΛΙΟ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΗΠΑΛΙΑΠΟΛΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Άρθρο στην οικονομική εφημερίδα Ναυτεμπορική της Ανδριανής-Άννας Μητροπούλου

«ΑΠΟ ΣΗΝ ΑΓΡΟΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΗΝ ΑΣΙΚΟΠΟΙΗΗ (19 ος - 20 ος αιώνας)»

Νέο υπόδειγμα σχεδιασμού με στόχο: Την προσέλκυση «στρατηγικών επενδύσεων» Την «αξιοποίηση» της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου

1 Η Ελλάδα ζήτησε τη συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να αντιμετωπίσει ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (ΕΑΠ)

Το θέμα των αγροτικών συνεταιρισμών, για να αντιμετωπισθεί νομοθετικά σε όλες του τις διαστάσεις, απαιτεί χρόνο και διάλογο.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Η παραθεριστική κατοικία. στην Ελλάδα

Συνεργασίες με τον Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ερευνητικά προγράμματα Ε.Μ.Π. για την. Ερευνητικό πρόγραμμα Ε.Μ.Π. για ένα. Αθήνας Αττικής (δεκαετία 2000)

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Όταν ο πρώτος Έλληνας κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας βρέθηκε στην Πάτρα, κατάλαβε αμέσως. Ότι μια πόλη στη γεωγραφική θέση της Πάτρας μπορούσε να

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣY.ΡΙΖ.Α.

Προλεγόμενα Η 5 η δεκαετία του 20 ού αιώνα, η δεκαετία του 1940, ασφαλώς και έχει μείνει στο συλλογικό ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως η δεκαετία τ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

Περιεχόμενα. Πρόλογος 14

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Γιάννης Μηλιός, Συνέντευξη στα Επίκαιρα 28/07/2012

Όψεις της σύγχρονης αστικοποίησης και διαδικασίες πρόσφατης αστικής αλλαγής

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΟΜΑ Α Α

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΕΙΔΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΕΙΝΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Κεφάλαιο 2 ο

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Αγαπητό Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

«Πως θα γίνει η σύνδεση της "πράσινης Ανάπτυξης" με την κοινωνική οικονομία

Κώστας Μπακούρης Πρόεδρος της «Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς»

Στόχος μας το εκπαιδευτικό σύστημα να αποκτήσει νέα δυναμική και να συμβάλει καθοριστικά στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο της χώρας.

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΨΑΘΟΠΥΡΓΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΡΙΟΥ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ

Νέες βέλτιστες πολιτικές και πρακτικές Αστικών Αναπλάσεων για τον Πολιτισμό, την Επιχειρηματικότητα & την Καινοτομία

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2ης ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ένα αειφόρο πρότυπο Ήβη Νανοπούλου Αρχιτέκτων - Διευθύνων σύμβουλος ΘΥΜΙΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΕΜ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Πολεοδομία,Αβεβαιότητα και ανάπτυξη ακινήτων: Αστική Αναγέννηση στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ. Βασικές κατευθύνσεις και συμμετοχικότητα. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ Λευκωσία, 2015

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο. Ενότητα Αγροτική κοινωνία. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Για την Οικονομική Γεωγραφία

Transcript:

«Ο Φούρνος του Χότζα», προσεγγίζοντας τις ελληνικές «ιδιαιτερότητες» Πολεοδομική πρακτική, Δημόσια Εξουσία και Ιδιωτικά Συμφέροντα (19 ος -21 ος αιώνας) Δημήτρης Πούλιος, Θάνος Ανδρίτσος Εισαγωγή Στο βιβλίο «Δικαίωμα στη Πόλη» ο Henry Lefebvre προσπαθεί να δώσει έναν ορισμό στο αστικό φαινόμενο. Ορίζει έτσι την πόλη ως τον τόπο συνάντησης διαφόρων «προτύπων ζωής», ως ένα «σύνολο διαφορών» αλλά κυρίως ως τη «προβολή της κοινωνίας πάνω στο έδαφος» (Lefebvre : 2007). Υιοθετώντας αυτό τον ορισμό η εισήγηση θα προσπαθήσει να αναγνώσει το ελληνικό αστικό φαινόμενο μέσα από τους ρόλους της πολιτικής, της οικονομίας αλλά και ευρύτερα της κρατικής και δημόσιας εξουσίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα. Το χρονικό πλαίσιο είναι ευρύ και γι αυτό θα ε- πικεντρωθούμε στη παρουσίαση μιας μεθοδολογίας ανάλυσης της ελληνικής πόλης. Παράλληλα όμως υποστηρίζουμε ότι για να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο «Ελληνική Πόλη» σήμερα, πρέπει να ξεκινήσουμε από τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η περιοδολόγηση κρίνεται αναγκαία καθώς πολλές ιδιαιτερότητες έχουν τις ρίζες τους στα πρώτα βήματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού εκείνης της εποχής. Όπως ακριβώς και η ελληνική κοινωνία, οι πόλεις στην Ελλάδα δε μπορούν να χαρακτηριστούν εύκολα από αναλύσεις για «Τη» πόλη ή «Το» αστικό φαινόμενο (Leontidou : 1995). Σύγχρονες ερμηνείες καταλήγουν στα συμπέρασμα ότι τα βασικά χαρακτηριστικά εξέλιξης των ελληνικών πόλεων, είναι η απουσία σχεδιασμού, η παρανομία, και η αυτό-στέγαση νόμιμη ή και σε πολλές περιπτώσεις αυθαίρετη (Gospodini : 2001, Leontidou : 1995, Mantouvalou et al. : 1995). Οι συνειρμοί με την ελληνική κοινωνία είναι ξεκάθαροι και εδώ έχουν αφετηρία θεωρίες για την «ιδιαιτερότητα των Ελλήνων», ή τη «διαστρεβλωμένη ανάπτυξη» της χώρας. Οι ρίζες όμως αυτών των χαρακτηριστικών είναι διαφορετικές και συνδέονται άμεσα με το πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής. Όπως σημειώνει και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, η ελληνική κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα μιας «ελληνική ιδιαιτερότητας, η οποία θα παρέπεμπε την ανάλυση σε μια ιδιαίτερη «φύση» της ελληνικής πατρίδας». Ούτε όμως «μια νόθευση, μια διαστρέβλωση ή ελλιπής έκφραση ενός δήθεν «γνήσιου» και σωστού μηχανισμού, όπως αναπτύσσεται στη Δύση». Είναι αποτέλεσμα της εισαγωγής θεσμών και προτύπων που λειτούργησαν μέσα σε μια πραγματικότητα διαφορετική από της Δύσης. Θεσμών και προτύπων που δε λειτούργησαν απλά διαφορετικά, αλλά επίσης «βιώθηκαν, αντιπαρατέθηκαν με ένα διαφορετικό σύστημα συλλογικών παραστάσεων και κοσμοθεωρήσεων» (Τσουκαλάς :

1991). Αυτή τη διαφορετική πραγματικότητα θα τη δούμε μέσα τις φάσεις ανάπτυξης της ελληνικής πόλης. Επιλέγουμε να χωρίσουμε τη χρονική περίοδο που μελετάμε σε τρία μέρη: - Το πρώτο ξεκινάει με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και φτάνει στο μεσοπόλεμο. Ουσιαστικά ταυτίζεται με τα πρώτα βήματα του ελληνικού κεφαλαίου και το τέλος της γεωγραφικής επέκτασης του ελληνικού κράτους. Είναι η περίοδος της νεοκλασικής πόλης. - Το δεύτερο είναι η μεταπολεμική περίοδος και οι πρώτος δεκαετίες της μεταπολίτευσης. Είναι η περίοδος του μοντέρνου εκσυγχρονισμού της ελληνικής πόλης και της έντονης α- στικοποίησης. - Το τρίτο αρχίζει με την ευφορία της ελεύθερης αγοράς και καταλήγει στην οικονομική κρίση του σήμερα. Είναι η περίοδος της προσπάθειας μετασχηματισμών στη κατεύθυνση της «επιχειρηματικής πόλης». Όλο το χρονικό πλαίσιο θα το φιλτράρουμε μέσα από τις σχέσεις που δημιουργούν οι πολιτικές γης, ο τρόπος συγκρότησης του κράτους καθώς και οι σχέσεις κράτους, πολιτικής και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οθωμανικές κληρονομίες και ελληνικός καπιταλισμός. Το αποτύπωμα στο αστικό τοπίο. Η σύγχρονη ελληνική πόλη γεννιέται σε ένα τοπίο κατεστραμμένο από τις πολεμικές εκστρατείες, τις επιδρομές, τις εμφύλιες συγκρούσεις που έφερε η επταετία του Απελευθερωτικού Αγώνα (1821-1827). Οι παραγωγικές μονάδες είχαν καταστραφεί, βιοτεχνίες είχαν εγκαταλειφθεί, γεωργικές εκτάσεις είχαν μείνει ακαλλιέργητες. Το σημαντικό όμως για το οικιστικό μέλλον του νέου κράτους δεν ήταν οι συνέπειες των πολεμικών συγκρούσεων, αλλά η «ίδια η δημιουργία του» (Καυκούλα : 1990). Πράγματι η συγκρότηση μιας νέας, οικονομικά ανεξάρτητης κρατικής οντότητας σε μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν ο βασικός καταλύτης όλων των χαρακτηριστικών τόσο της ελληνικής κοινωνίας όσο και της ελληνικής πόλης. Οι προσπάθειες μετατροπής και ανασυγκρότησης του ελλαδικού χώρου, από τον οθωμανικό φεουδαλισμό στο δυτικό καπιταλισμό, καθορίζουν όλο το κοινωνικό, οικιστικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η ιστορία της ελληνικής πολεοδομίας ξεκινάει ακριβώς εκείνη την περίοδο, με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Είναι τότε που το «σχέδιο της νεοκλασικής πόλης των Ευρωπαίων ηγεμόνων και των ανερχόμενων αστών εισάγεται στο τόπο προέλευσης του Κλασικισμού, όπου όμως ούτε ηγεμόνες υπάρχουν, ούτε αστοί, ούτε πόλεις» (Βαϊου κ.α. : 2000).

Η συνθήκη αυτή και οι ιδιομορφίες που γέννησε είναι εμποτισμένες στο γενετικό υλικό της Ελληνικής πόλης, αλλά απαραίτητες για τη συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού και τη δημιουργία εθνικής αστικής ταυτότητας στο νέο κράτος. Η ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν στην κατεύθυνση ενός νέου αστικού κράτους προέβλεπε τη διάλυση των τοπικών δομών εξουσίας και την αλλαγή των παραγωγικών διαδικασιών. Σε αυτή τη λογική γίνονται δύο κομβικές αλλαγές. Η πρώτη έχει να κάνει με τη συγκρότηση του κράτους και της διοικητικής γεωγραφίας του και η δεύτερη με το καθεστώς ιδιοκτησίας. Με τη σειρά τους αυτές οι αλλαγές θα αναδομήσουν τις παραδοσιακές σχέσεις εξουσίας φέρνοντας νέα δεδομένα στους ρόλους κράτους-πολιτικής-ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο αντίκτυπός τους στο οικιστικό περιβάλλον θα είναι πολύ σημαντικός. Διοικητικός «υπερσυγκεντρωτισμός». Ήδη από το 1828 πραγματοποιείται η πρώτη διοικητική μεταρρύθμιση και η επικράτεια χωρίζεται σε επτά τμήματα. Σύμφωνα με το νέο μοντέλο, το οποίο βασιζόταν στα γαλλικά πρότυπα, οι εκάστοτε τοπικές αρχές υπάγονται πλήρως στη κεντρική εξουσία. Ουσιαστικά η τοπική αυτοδιοίκηση-αυτονομία των οθωμανικών χρόνων καταργείται. Το συγκεντρωτικό αυτό μοντέλο διακυβέρνησης συνήθως αποδίδεται στον ίδιο το Καποδιστρία, όμως θεωρούμε ότι πρέπει να εξεταστεί και πέραν του προσώπου του. Αρχικά πρέπει να το ενταχθεί σε ένα ευρύτερο σχέδιο οικονομικής οργάνωσης της επικράτειας στα πλαίσια ενός δυτικού εκσυγχρονισμού. Ενώ παράλληλα πρέπει να ειδωθεί ως μηχανισμός ενοποίησης του νέου κοινωνικού σχηματισμού με βάση αποκλειστικά το κράτος. Διότι η πιο πετυχημένη ίσως αποστολή της νέας διοικητικής μεταρρύθμισης ήταν να εξαλείψει κάθε εναπομένον στοιχείο τοπικής εξουσίας (κοτζαμπάσικης). Το μοντέλο αυτό θα συνεχιστεί και θα επεκταθεί από τη βασιλεία και τους Βαυαρούς τα επόμενα χρόνια. Ο διοικητικός αυτός «υπερσυγκεντρωτισμός» όμως, είχε και σαν άμεσο αποτέλεσμα την διόγκωση του κρατικού μηχανισμού, βασικό και αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του ελληνικού κράτους από τότε. Πολιτικές-γης (ο μικρός κλήρος). Εκτός από φορέας των νέων αστικών θεσμών το ελληνικό κράτος ήταν όμως και ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης. Μετά την επανάσταση στο ελληνικό κράτος περνάνε όλες οι εκτάσεις του Οθωμανικού Δημοσίου, αλλά και ιδιωτικές τουρκικές καλλιέργειες που είχαν εγκαταλειφθεί. Οι «εθνικές γαίες», όπως ονομάστηκαν, θα αποτελέσουν τον πυρήνα όλης της συζήτησης γύρω από το αγροτικό ζήτημα. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με το ότι οι εκτάσεις αυτές αποτελούσαν περίπου το 50% της καλλιεργήσιμης έκτασης στη Στερεά Ελλάδα και τη Πελοπόννησο, ο τρόπος διανομής τους λοιπόν αποτελούσε κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Από νωρίς υπήρχαν πιέσεις από ομάδες αστών γαιοκτημόνων και τμήματα της παλιάς οθωμανικής αριστοκρατίας, (πρόκριτοι) για μια πολιτική «απελευθέρωσης του εδάφους», που τετελεσμένα θα οδηγούσε σε ιδιωτικοποίηση και συγκρότηση μεγάλων ιδιοκτησιών. Το ελληνικό κράτος θέλοντας να εμποδίσει τη συγκέντρωση γης από λίγους, εθνικο-

ποιεί αυτές τις εκτάσεις και ουσιαστικά γίνεται ο συλλογικός ιδιοκτήτης με προοπτική τη διανομή τους στους αγρότες (Καραμανώφ, 2010). Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος, η ενίσχυση του μικρού οικογενειακού κλήρου. Η πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση θα ξεκινήσει το 1871 και θα ολοκληρωθεί μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Μελετώντας τη περίοδο αυτή ο Κώστας Βεργόπουλος γράφει: «Το ελληνικό κράτος, είτε εθνικοποιώντας την γη στα 1828 είτε διανέμοντας την στα 1871, τήρησε πάντα μια καθαρά δύσπιστη και εχθρική στάση απέναντι στη μεγάλη γαιοκτησία και τον αγροτικό καπιταλισμού εν γένει. Εκ, παραλλήλου, το Κράτος ευνόησε πάντα την κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, δια μέσου του προνομιούχου χώρου της αγοράς, επί τη βάσει της μικρής οικογενειακής επιχείρησης και ιδιοκτησίας.» (Βεργόπουλος : 1975) Τα συμπεράσματα αυτά μπορούν να επεκταθούν και στον αστικό χώρο. Θεωρούμε ότι οι «εθνικές γαίες» θα βοηθήσουν εκείνη την περίοδο στη προσπάθεια οικιστικής ανασυγκρότησης της επικράτειας. Ο εποικισμός της, κατεστραμμένης από τον πόλεμο, υπαίθρου σίγουρα έγινε πιο εύκολα με το δημόσιο να έχει στην κατοχή του τη μισή γη στην επικράτεια. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα ευρύτατης υποστήριξης της εγκατάστασης του πληθυσμού ακόμη και με τη παροχή δωρεάν γης. Δεν είναι σίγουρο ότι υπό άλλες συνθήκες το κράτος θα προχωρούσε εύκολα σε αυτή τη διαδικασία. Υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που θα επηρεάσει τον αστικό χώρο στο νέο κράτος και αυτό είναι η συγκρότηση των κυρίαρχων στρωμάτων. Η συγκρότηση των κυρίαρχων στρωμάτων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Στην ελληνική κοινωνία, έτσι όπως διαμορφώνεται μετά την επανάσταση παρατηρείται η πλήρης απουσία μιας συγκροτημένης άρχουσας τάξης. Αυτή η διαπίστωση γίνεται για λόγους που ξεκινάν από διαφορετικές αφετηρίες. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη εκείνη την εποχή, στην Ελλάδα δεν υπάρχει μια ισχυρή και συγκροτημένη τάξη γαιοκτημόνων που θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα των νέων ανώτερων στρωμάτων. Παράλληλα, η ελληνική αστική τάξη αν και έπαιξε βασικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ως ο βασικός χρηματοδότης και καταλύτης της φυσιογνωμίας του νέου κράτους, δραστηριοποιούταν κυρίως εκτός της ελληνικής επικράτειας. Κτηματική περιουσία δε κατάφεραν να αποκτήσουν ούτε οι κοτζαμπάσηδες, ούτε οι Φαναριώτες πολιτικοί, ούτε οι Αρματολοί και οι Καραβοκύρηδες. Ο Καποδίστριας και ο Όθωνας προσπάθησαν να συγκροτήσουν μια κοινωνία βασισμένη στη μικρή ιδιοκτησία άμεσα εξαρτημένη από την κεντρική εξουσία. Η διαδικασία αυτή που αποτυπώνεται στο σύστημα των «εθνικών γαιών» και στη διοικητική οργάνωση της χώρας δημιουργεί μια τεράστια κρατική

μηχανή για να μπορέσει να λειτουργήσει. Ταυτόχρονα όμως κάνει και κάτι άλλο, εμποδίζει το σφετερισμό της γης από την ελληνική αριστοκρατία των οθωμανικών χρόνων την οποία όμως οδηγεί μέσω του κοινοβουλευτισμού στην «κατάληψη» της κρατικής μηχανής. Σχετικά με αυτό ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς γράφει: «Το κύριο «κεφάλαιο» που τους έμεινε ήταν το συνεχιζόμενο προσωπικό και οικογενειακό τους κύρος. Ο ηγετικός ρόλος που εξακολουθούσαν να διαδραματίζουν κατά τον αγώνα τους είχε επιτρέψει να διατηρήσουν την επιρροή τους στο πολιτικό επίπεδο. Έτσι η επιτυχέστατη στο σύνολο της αναδίπλωση των ταξικών τους επιδιώξεων μπορεί να συνοψιστεί στη συστηματική προσπάθεια τους να «αλώσουν» και να χρησιμοποιήσουν για ιδίων όφελος τον κρατικό μηχανισμό» (Τσουκαλάς :1991) Οι πρώην προεστοί λοιπόν εντάσσονται εκμεταλλευόμενοι το πολιτικό τους κύρος στην ανώτατη γραφειοκρατία του νέου αστικού κράτους. Διαμορφώνεται έτσι ένα στρώμα πολιτικών και στελεχών της διοίκησης που δεν αντλούν την κυριαρχία τους από τη θέση τους στη παραγωγή, αλλά από το ίδιο το Δημόσιο, η πρόσβασή στο οποίο αποτελεί σε όλο τον 19ο αιώνα το κυρίαρχο «έμβλημα κοινωνικής ανόδου». Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο το πέρασμα στο καπιταλισμό για το πατριαρχικό σύστημα των νότιων επαρχιών του ελλαδικού χώρου, ανάτρεψε τις κοινωνικές ισορροπίες αιώνων. Η μετατροπή των «φατριών» σε «κόμματα» και η ένταξη στο κράτος ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλοί από τους προεστούς της Πελοποννήσου πτώχευσαν και η ίδρυση του κράτους τους στέρησε τα παραδοσιακά μέσα κερδοφορίας τους. Παράλληλα, από πολύ νωρίς, στο ελληνικό κράτος εντοπίζεται ένα ιδιαίτερα σημαντικό πολιτικό βάρος των λαϊκών μαζών, που το κατέκτησαν από την οκτάχρονη ένοπλη εθνικοαπελευθερωτική πάλη. Το φαινόμενο αυτό είναι εμφανές σε μια σειρά από στοιχεία. Καταρχήν, στον ιδιαίτερα φιλελεύθερο και προοδευτικό χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος από το 1864 και μετά. Το νέο σύνταγμα περιορίζει τον ρόλο του βασιλιά και αναβαθμίζει τον ρόλο του κοινοβουλίου, παράλληλα θεσπίζει το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για τον ενήλικο ανδρικό πληθυσμό της χώρας (κάτι που τότε ίσχυε μόνο στην Γαλλία). Ο συνδυασμός του κοινοβουλευτισμού με αυτόν τον τύπο αστικής γραφειοκρατίας που περιγράψαμε αποτελεί ιδιαίτερο στοιχείο στο τρόπο που συγκροτήθηκε το νέο κράτος. Ένας νέος τοπικισμός δημιουργήθηκε, όχι με βάση τα παραδοσιακά κληρονομικά δικαιώματα επί της γης όπως στη Δυτική Ευ-

ρώπη, αλλά με βάση το ίδιο το αστικό κράτος. Παρατηρώντας το δομικό αυτό στοιχείο του ελληνικού καπιταλισμού ο Κώστα Βεργόπουλος παρατηρεί: Στην Ελλάδα η κυρίως «ιδιωτική κοινωνία» (για την οποία μιλούσαν οι Rousseau, Hegel, Marx), ως ξεχωριστό μέγεθος, ήταν εξαιρετικά ατροφική και συνήθως απορροφημένη από την «πολιτική κοινωνία», δηλαδή το Κράτος. Η κατάσταση αυτή συνιστούσε έναν ιδιότυπο «κοινωνικό ολοκληρωτισμό», δηλαδή τη σύγχυση των επιπέδων της κοινωνικής ζωής και τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο χώρο του κρατικού μηχανισμού και στο πεδίο της πολιτικής. Το ιδιωτικό στοιχείο, στην Ελλάδα, δεν ήταν έτσι ούτε πρωτογενές ούτε αυθύπαρκτο, αλλά παράγωγο και απολύτως εξαρτημένο από το δημόσιο.» (Βεργόπουλος : 1994) Ακόμη και στη περίοδο του αστικού εκσυγχρονισμού του Τρικούπη και του Βενιζέλου οι σχέσεις αυτές δε θα ανατραπούν (Βεργόπουλος: 1994 ). Καθώς κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας πραγματώνεται μέσα από μια νέα φάση κρατικού παρεμβατισμού και κατ επέκταση ενίσχυσης του κράτους και των μηχανισμών του. Τα νέα αστικά στρώματα που θα εκπατριστούν μετά το 1870 και μέχρι και το μεσοπόλεμο θα ενταχθούν πλήρως σε αυτό το ιδιότυπο πατερναλιστικό πολιτικό σύστημα (Καβουλάκος: 2000). Αυτού του είδος το «ιδιωτικό στοιχείο», επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το πολεοδομικό σχεδιασμό όπου η διαπλοκή και η προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων καθόρησε τη ταυτότητα των πόλεων αλλά και την εφαρμογή των σχεδίων. Το καθεστώς της παρανομίας και μη-σχεδιασμού ξεκινάει εκείνα ακριβώς τα χρόνια. Το παράδοξο βέβαια είναι ότι η ιστορία της μη-εφαρμογής των νόμων αποτελεί ταυτόχρονα την ιστορία της ανοικοδόμησης των ελληνικών πόλεων. Η μελέτη των παρεκκλίσεων μας δείχνει ακριβώς τη διαδικασία με την οποία χτίστηκαν οι ελληνικές πόλεις. Το μοτίβο είναι σχεδόν το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις (Αθήνα, Βόλος, Τρίπολη κ.α.). Η αποχώρηση των Τούρκων συνοδεύεται και από ένα καταιγισμό αγοροπωλησιών αστικής και περιαστικής αγροτικής γης. Σε πολλές περιπτώσεις ιδιοκτήτης όπως είδαμε και πιο πάνω ήταν το ελληνικό κράτος, αλλά προφανώς το μεγαλύτερο μέρος ειδικά στα αστικά κέντρα και οικισμούς έρχεται στην κατοχή ιδιωτών. Αντίθετα με το κράτος οι τελευταίοι αρχίζουν σχεδόν αμέσως την ανοικοδόμηση και είτε πρόκειται για μέγαρα πλουσίων είτε για κατοικίες φτωχών δε λογάριαζαν τις σύγχρονες μεθόδους υγιεινής και οικοδομικής. Ακόμη, πολλά κτίσματα ήταν το-

ποθετημένα σε αρχαιολογικούς χώρους, σε περιοχές που τα νέα σχέδια προέβλεπαν δρόμους, πάρκα και πλατείες. Η Αθήνα συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του πολεοδομικού φαινομένου που περιγράφουμε μέχρι τώρα. Με την ανακοίνωση του σχεδίου των Κλεάνθη και Schaubert «άρχισαν να συρρέουν κερδοσκόποι και έλληνες της διασποράς [ ] καθώς και φιλέλληνες που ξέμειναν στη χώρα μας μετά τον αγώνα της απελευθέρωσης, και άρχισαν να αγοράζουν οικόπεδα και να οικοδομούν κατοικίες και μέγαρα» (Σαρηγιάννης: 2000). Το σχέδιο θα εγκριθεί τον Οκτώβριο του 1833, ενώ το Μάρτιο του 1834 θα γίνει η θεμελίωση των ανακτόρων. Τότε είναι που ξεκινάνε και οι πρώτες αντιδράσεις από τους ιδιοκτήτες γης, με πρωτοστάτες εκτός από Αθηναίους και ξένους επιφανείς φιλέλληνες όπως ο Γεώργιος Φίνλεϊ και ο αμερικανός ιεραπόστολος Ιωνάς Κίνγκ. Είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο η αντιπαράθεση, ακόμα και με την απειλή των όπλων, που η αντιβασιλεία αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του Βασιλιά Λουδοβίκου, πατέρα του Όθωνα. Το σχέδιο ανατίθεται στον ανακτορικό αρχιτέκτονα Leo von Klenze. Σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις αντιδράσεις ο Klenze προτείνει ένα «σχέδιο Κλεάνθη- Schaubert» υποταγμένο και συμβιβασμένο με τις ιδιοκτησίες. Έτσι στενεύει δρόμους, καταργεί πλατείες, τα βουλεβάρτα υποβιβάζονται και η Σταδίου θα «στρίψει» για να μη ρυμοτομηθούν τα κτήματα του φιλέλληνα Φίνλευ, ενώ αλλάζει και η θέση των ανακτόρων και περιορίζεται κατά πολύ ο αρχαιολογικός χώρος. Τελικά όμως θα εφαρμοστεί ένα ακόμη πιο συμβιβαστικό τρίτο σχέδιο από την «Οικοδομική επιτροπή» που συγκροτήθηκε στην οποία συμμετείχε και ο Κλεάνθης. Τα σχέδια της Αθήνας μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα θα έχουν όλα την ίδια πορεία. Ο τρόπος με τον οποίο γινόταν αυτές οι «βελτιώσεις» των σχεδίων προς όφελος των ιδιοκτητών γης δείχνει το μέτρο της συνδιαλλαγής και της αδιαφάνειας που επικρατούσε. Τα περισσότερα πρακτικά αναφέρουν απλά ότι «τα αιτήματα εγκρίνονται» και δε δίνονται περαιτέρω διευκρινήσεις εκτός από λίγες περιπτώσεις. Μια αντίστοιχη κατάσταση επικρατούσε και στις επαρχιακές πόλεις, αλλά και σε όσες εντάχθηκαν στο ελληνικό κράτος τις επόμενες δεκαετίες. Το σχέδιο του Βόλου το 1882 για παράδειγμα, προέβλεπε εκτεταμένες ρυμοτομήσεις για την διάνοιξη δρόμων και πλατειών. Οι αντιδράσεις πρέπει να ήταν πολλές αν και δεν είναι καταγεγραμμένες σε επίσημα έγραφα. Η Χαστάογλου θεωρεί «βέβαιο ότι ευθύνονται σημαντικά για τη διατήρηση των στενότατων κάθετων δρόμων στο ήδη δομημένο τμήμα ή ακόμη για τις μάλλον φειδωλές διανοίξεις κεντρικών δρόμων στο τελικό εγκεκριμένο σχέδιο». Πολλές ευθύνες μάλιστα πρέπει να είχε και ο ίδιος ο δήμαρχος του Βόλου, Γεώργιος Καρτάλης. Σύμφωνα με δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδα Αιών γύρω από το πρόσωπο του δημάρχου καταδεικνύονται συμφέροντα που επενέβησαν κατά την κατάρτιση του σχεδίου. Με ύφος αναφέρει ότι οι πλατείες είναι τυχαία και άτακτα

τοποθετημένες, συγκεκριμένα γράφει ότι «ενώπιον της οικίας και εκάστου οικοπέδου του κ. δημάρχου φύεται και μια πλατεία» (Χαστάγλου : 2007). Οι ρυμοτομήσεις του σχεδίου του 1882 θα ολοκληρωθούν μετά από μια εικοσαετία από την επόμενη δημοτική αρχή και με πολλές ακόμα αλλαγές. Στη περίοδο που θα ακολουθήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, η κατάσταση ιδιαίτερα. Η παράδοση της υποταγής του πολεοδομικού σχεδιασμού στην ιδιωτική πρωτοβουλία θα οδηγήσει σε τεράστια κρίση της κατοικίας με την έλευση των προσφύγων της Μ. Ασίας. Σε πολλές περιπτώσεις οι τελευταίοι φτάνοντας σε κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης θα προχωρήσουν σε καταλήψεις κτιρίων και οικοπέδων σε μια προσπάθεια στέγασης των αναγκών τους (Λεοντίδου: 1989). Το ενδιαφέρον σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η μη αντίδραση του Κεντρικού Κράτους (τουλάχιστον σε μεγάλη κλίμακα), κάνοντας ξεκάθαρο ότι τα φτωχά λαϊκά στρώματα θα λύσουν το πρόβλημα της κατοικίας από μόνα τους. Την ίδια στιγμή συνέχιζε να υποκύπτει στις πιέσεις των ιδιοκτητών γης. Το 1919 το Ανώτατο Τεχνικό Συμβούλιο, θα συγκροτήσει επιτροπή για την εκπόνηση νέων σχεδίων των περιοχών Αθήνας, Καλλιθέας, Φαλήρου και Πειραιώς (Σαρηγιάννης: 2000). Η γνωστή και ως «Επιτροπή Καλλίγα» θα προτείνει το 1924 νέο σχέδιο που θα είχε την ίδια τύχη με όλα τα προηγούμενα. Με την ανακοίνωση των σχεδίων, οι ιδιοκτήτες της περιοχής Πλάκας και Πατησίων αντιδρώντας στις ρυμοτομήσεις των κτημάτων τους θα συγκροτήσουν την «Ένωση Πατησιωτών και άλλων Αθηναίων» και θα ξεκινήσουν των αγώνα τους (πιέσεις στα υπουργεία, δημοσιεύσεις κ.α.). Το αποτέλεσμα θα είναι μετά από δύο χρόνια η δικτατορία Παγκάλου, να καταργήσει την «Επιτροπή Καλλίγα», μαζί με το συνολικό σχέδιο της το οποίο δεν θα επανέλθει. Από τον εμφύλιο στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Αντιπαροχή και ένταση της αστικοποίησης Η περίοδος που ακολουθεί τον εμφύλιο έχει διακριτά χαρακτηριστικά τόσο σε σχέση με τη ταυτότητα της μεταπολεμικής αστικοποίησης όσο και με το ρόλο του Κράτους. Στο επίπεδο συγκρότησης της πολιτικής και των θεσμών υποστηρίζουμε ότι το πιο σημαντικό ήταν μια συντονισμένη διαδικασία «από-εαμοποίησης» και ανασυγκρότησης της παραδοσιακής πολιτικής και σχέσεων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί τις δεκαετίες πριν τον πόλεμο. Για τον Κωσταντίνο Τσουκαλά, η διαδικασία αυτή ήταν ένας από τους σπουδαιότερους στόχους για τις κυρίαρχες δυνάμεις μετά τον πόλεμο, ενώ ο Νίκος Μουζέλης συμπληρώνει ότι μπόρεσε να πραγματωθεί μόνο λόγω της πλήρους συνεργίας του Κεντρικού Κράτους (Τσουκαλάς: 2005, Mouzelis: 1978). Πρέπει να τονίσουμε ότι η πολεμική αυτή δεν έχει να κάνει μόνο με τις πολιτικές θέσεις του ΕΑΜ ή το γεγονός ότι ελεγχόταν από το ΚΚΕ. Το σημαντικότερο ήταν η αναμέτρηση με τους γενικότερους λόγους της επιτυχίας του.

Όπως παρατηρεί και ο Τσουκαλάς κατά τη περίοδο 1941-1945: «για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, η μαζική λαϊκή αντίσταση έγινε μέσα σε ένα πνεύμα γενικής συμμετοχής στη διαμόρφωση των εθνικών πεπρωμένων. Για πρώτη φορά, οι μάζες επενέβαιναν άμεσα στο πολιτικό και κοινωνικό τομέα και καλούνταν να αναμειχθούν ενεργά στην οικοδόμηση πολλών θεσμών [...] η ΕΑΜική εμπειρία συνέτριψε ολόκληρο το παραδοσιακό πλαίσιο, το οποίο περιβάλλει τη συμβολική παραμόρφωση της εικόνας που έ- χουν οι μάζες για τη καθημερινή τους ζωή. Το κυρίαρχο μικροαστικό πελατειακό σύστημα, που επικράτησε μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, διαλύθηκε.» (Τσουκαλάς: 2005). Η ανασυγκρότηση των πελατειακών σχέσεων ήταν έτσι βασικός στόχος μετά τον πόλεμο. Πρέπει να σημειώσουμε ότι και οι μεταβολές μέσα στις κυρίαρχες τάξεις μετά τον πόλεμο συνέβαλαν σε όλη αυτή τη πορεία. Η εθνική αστική τάξη του μεσοπολέμου που είχε κατεύθυνση τις παραγωγικές δραστηριότητες και οδήγησε σε μια εκβιομηχάνιση της χώρας είχε καταστραφεί από το πόλεμο. Η νέα γενιά κεφαλαιούχων που αναδύθηκε από το πόλεμο «με μεγάλες περιουσίες και πολυτέλεια» (Τσουκαλάς: 2005) δεν είχε ούτε φιλελεύθερους ενδοιασμούς (τμήματα της άλλωστε συνδέονταν με τις πιο σκοτεινές στιγμές της γερμανικής κατοχής) ούτε σχέση με τις παραγωγικές δραστηριότητες. Η εξάρτηση από το Κράτος καθώς και οι μεσοπρόθεσμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, όπως αυτές στον κλάδο των κατασκευών ήταν η ταυτότητα των δραστηριοτήτων της. Ο διευρυμένος ρόλος του Κράτους και της αναγέννησης των πελατειακών μορφών εκπροσώπησης πήρε πολλές διαστάσεις. Πέρα από τα ανώτερα στρώματα που προσάρμοσαν τη δράση τους στήριξη του Κράτους, μεγάλωσε ραγδαία και ο ίδιος ο Κρατικός μηχανισμός. Οι Δημόσιοι υπάλληλοι τη περίοδο 1948-1949 ανέρχονται σε 144.000 ποσοστό αυξημένο κατά 69% σε σχέση με το 1938-1939. Σε αυτά τα νούμερα πρέπει να προσθέσουμε ακόμη τα 40.000 μέλη των δυνάμεων ασφαλείας και τους χιλιάδες συνεργάτες της ασφάλειας. Επιπλέον ο πόλεμος και ο εμφύλιος οδηγούν σε αναγκαστική μετακίνηση περίπου 700.000 άτομα από αγροτικές περιοχές που είχαν σχέση με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όλος αυτός ο πληθυσμός που είχε εγκατασταθεί στα αστικά κέντρα εξαρτιόταν άμεσα για την επιβίωση του από το Κράτος. Συνολικά υπολογίζεται ότι άμεσα ή έμμεσα περίπου το 20% του πληθυσμού είχε κάποιας μορφή εξάρτηση από το Κεντρικό Κράτος (Σαρηγιάννης: 2000, Τσουκαλάς: 2005).

Στο επίπεδο της πολεοδομικής πρακτικής θα υπάρχει μια πολύ πιο αναβαθμισμένη συνέχιση των προπολεμικών παραδόσεων. Απουσία δηλαδή πολιτικών διαχείρισης της αστικής γης και από την άλλη ανοχή σε όλους τους παράνομους μηχανισμούς αστικοποίησης, αυτό που θα ονομάσει ο Δημήτρης Φιλιππίδης (Φιλιππίδης : 1990) «παρα-πολεοδομία». Η νομοθεσία θα συνηγορεί σε αυτή τη κατεύθυνση. Το 1955 μετά από πιέσεις κατασκευαστών, ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΓΟΚ) θα αναθεωρηθεί προς τα «πάνω» επαυξάνοντας τους είδη υψηλούς συντελεστές του 1930, μεγιστοποιώντας έτσι την κερδοφορία των κατασκευαστών. Ταυτόχρονα όλη η διαδικασία θα στηριχτεί στη μέθοδο της αντιπαροχής, χωρίς την οικονομική ενίσχυση του Κράτους. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά ιδιαίτερα για τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Μαρμαρά μόνο το 4.5% της συνολικής οικοδομικής δραστηριότητας οφειλόταν σε δημόσιες επενδύσεις ενώ το 95.5% σε ιδιωτικές επενδύσεις με την περίπτωση της κατοικίας να αγγίζει το 100% (Μαρμάρας: 2003). Η αντιπαροχή αποτέλεσε τη «λύση» για το πρόβλημα της κατοικίας και ταυτόχρονα εντός του πλαισίου της κερδοσκοπίας. Στην Αθήνα αυτό το φαινόμενο θα γίνει αρκετά ξεκάθαρο. Η ένταξη οικισμών τη δεκαετία του 60 στο σχέδιο πόλης, γινόταν χωρίς κανένα σχέδιο και συνήθως μετά από πρωτοβουλία των ιδιοκτητών γης. Όπως παρατηρεί ο Μπουζεμπεργκ το 1967: «Πολλοί οικισμοί που έγιναν εντός σχεδίου δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα από άλλους που δημιουργήθηκαν εκτός σχεδίου πόλεων. Η ποιότητα του σχεδίου δεν εξαρτήθηκε από την πείρα, τις γνώσεις ή την αισθητική καλλιέργεια του συντάξαντος μηχανικού, υπομηχανικού ή οικοπεδεμπόρου. Καθορίστηκαν με βάση την αλάθατην αρχή: Όσο το δυνατόν περισσότερους δρόμους (διόδους δηλαδή), όσο το δυνατόν περισσότερα γωνιακά οικόπεδα.» (Μπούζεμπεργκ: 1967). Η σχεδόν συντονισμένη απουσία της Κρατικής παρέμβασης είχε σαν επακόλουθο το στεγαστικό πρόβλημα να λυθεί μέσω της αυθαιρεσίας, όπως στην περίπτωση της επέκτασης των οικισμών χαμηλού εισοδήματος σε περιοχές όπως η Νέα Μάκρη, ο Ωρωπός και ο Κάλαμος στην Αττική. Αν και συχνά υποστηρίζεται ότι η αυθαίρετη δόμηση χαρακτηρίζει τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, τα νομικά κενά και η πολιτική διαμεσολάβηση ευνόησαν μάλλον εξίσου ή και περισσότερο τα ανώτερα στρώματα. Ή- ταν εκείνη η περίοδος που επεκτάθηκαν οι μονοκατοικίες των υψηλών εισοδημάτων σε ζώνες υψηλού πρασίνου, στην Κηφισιά, στην Εκάλη, στην Πεντέλη, στη Βαρυμπόμπη, στο Χολαργό και την Αγ. Παρασκευή (Ρωμανός: 1970). Στη μεταπολίτευση παρά τις προσπάθειες ρύθμισης του χώρου η έντονη α- στικοποίηση με άξονα την κατοικία δεν θα διακοπεί παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Ήδη όμως πριν από τα τέλη του 20 ου αιώνα θα διαμορφωθεί μια νέα οικονομική κατάσταση που θα οδηγήσει σε νέους μετασχηματισμούς στον τρόπο με τον οποίο διαπλέκεται η πολιτική με την διακυβέρνηση και την αντανάκλαση που έχει στο αστικό περιβάλλον.

Προς την νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας και την επιχειρηματική πόλη Η τελευταία περίοδος μελέτης ταυτίζεται με την ανάπτυξη και κρίσης της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς η οποία φτάνει ως τις μέρες μας. Σε αυτή τη περίοδο η σημασία του χώρου αλλάζει ραγδαία. Το οικονομικό περιβάλλον που δημιουργείται θέτει νέους ρόλους στα μητροπολιτικά αστικά κέντρα (Sassen : 1991). Η νέα αστική στρατηγική έχει στο πυρήνα της την ενίσχυση των πλεονεκτημάτων και της παραγωγής στα πλαίσια ενός διεθνούς καταμερισμού. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο χώρος και η πόλη, παίζουν πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Για να πραγματοποιηθεί ο νέος ρόλος του χώρου, χρειάστηκε και μια βαθιά μεταβολή στο ρόλο του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τη μετάβαση δηλαδή από τη «διοίκηση στην επιχειρηματικοποίηση» (managerialismentrepreneurialism»). Υιοθετούνται νέες μορφές αστικής διακυβέρνησης, πρακτικές «πέρα- από το κράτος» διακυβέρνησης (governance- beyond- the- state) και το πέρασμα από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση (Harvey: 1989). Οι νέες αυτές μορφές «συμμετοχικής δημοκρατίας», όπως θα δούμε παρακάτω βασίζονται πλήρως στο τρόπο λειτουργίας αλλά και στους όρους που θέτει η ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ παράλληλα συγκροτούνται, χρηματοδοτούνται και υποστηρίζονται πλήρως από τους θεσμούς δημόσιας εξουσίας (τοπικής και κεντρικής). Εδώ βρίσκεται όπως υποστηρίζομαι η νέα τομή που γίνεται έντονα αισθητή και στο αστικό περιβάλλον. Η κατεύθυνση του οικονομικού ανταγωνισμού, του αστικού μάρκετινγκ και των μεγάλων αστικών παρεμβάσεων, δεν μπορεί να λειτουργήσει στο παραδοσιακό πλαίσιο διαμεσολάβησης, οι θεσμοί αυτοί έπρεπε να αναβαθμιστούν λόγω της αναγκαιότητας μεγαλύτερης συναίνεσης. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αυτές οι αλλαγές δεν άλλαξαν το πλαίσιο της πατερναλιστικής άσκησης πολιτικής αλλά το γιγάντωσαν. Η υποταγή στα ιδιωτικά συμφέροντα είναι πλήρης και το νομικό κενό καθώς και η απουσία σχεδιασμού δίνουν τη θέση τους στην «νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως όπως παρατηρεί ο Guy Burgel πολλοί νέοι θεσμοί κρίνονται με βάση το δίπολο «νομιμότητας αποτελεσματικότητας» (Burgel : 2007). Η περίπτωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είναι εδώ χαρακτηριστική. Η ψήφιση του Ο- λυμπιακού Νόμου του 2004 ανατρέπει όλο το προηγούμενο νομικό πλαίσιο (Ρυθμιστικό του 1992) και δίνει υπερεξουσίας στον Οργανισμό Αθήνα 2004. Η περίπτωση αυτού του νέου θεσμού Αστικές Διακυβέρνσης μελετήθηκε και στα πλαίσια του προγράμματος της ΕΕ με τίτλο «Αστική Ανοικοδόμηση και Κοινωνική Πόλωση στη Πόλη» (URSPIC: Urban Restructuring and Social Polarization in the City) μαζί με άλλες περιπτώσεις και έρχεται να επιβεβαιώσει, σε ένα βαθμό, τα όσα υποστηρίζει η εισήγηση

(ΠΗΓΗ της Έρευνας: Swyngedouw et al : 2002). Η έρευνα μελέτησε δεκατρείς μεγάλες Αστικές Παρεμβάσεις (Urban Development Projects) σε δεκατρείς μητροπόλεις της ΕΕ. Ο Οργανισμός Αθήνα 2004 ακολουθεί την ίδια διαδικασία συγκρότησης με όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις μελέτης. Το πρώτο στοιχείο είναι ότι αποτελεί ένα θεσμό διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε όσους από την αρχή συμφωνούν με το έργο και υπάρχει παντελής έλλειψη μιας διαφορετικής προοπτικής (Swyngedouw et al: 2002). Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι το επίπεδο της συμμετοχής των πολιτών γύρω από τις αποφάσεις που πάρθηκαν. Όπως υποστηρίζει ο Eric Swyngedouw στις περισσότερες των παρεμβάσεων «Οι δομές αντιπροσώπευσης των συμμετεχόντων μερών είναι θολή και μη θεσμοθετημένη [ ] Πολλές φορές είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διακρίνεις ποιος αντιπροσωπεύει τι, και ποίος και πώς. [ ] η συμμετοχή λειτουργεί μέσω της συνεργασίας και μετά από πρόσκληση, συνήθως από το βασικό παίχτη αυτών των οργανισμών. Η διαδικασία αυτή είναι κυρίαρχο μοντέλο ανάμεσα στους θεσμικούς οργανισμούς και αναδεικνύει τη μεταφορά από ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής αστικής κυβερνησιμότητας σε αυτό της αστικής διακυβέρνησης των μετόχων». (Swyngedouw et al : 2002) Η αλλαγή της έννοιας και της λογικής της συμμετοχής και κατ επέκταση της έννοιας της δημοκρατίας στο χώρο δίνουν το βασικό στίγμα των αλλαγών. Το αποτέλεσμα είναι η παντελής έλλειψη ε- λέγχου σε όλη τη διαδικασία των παρεμβάσεων. Μετά το 2008 η ένταση της οικονομικής κρίσης θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το νομικό οπλοστάσιο των παρεμβάσεων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο χώρο υπό το πρόσχημα της «αναγκαιότητας ανάπτυξης». Δεν μπορούν να μελετηθούν εκτενώς οι τεράστιοι μετασχηματισμοί που συμβαίνουν στο χώρο και τις αστικές πολιτικές τα τελευταία χρόνια (βλ. Andritsos & Poulios : 2011, Ανδρίτσος & Πούλιος : 2011), ωστόσο ορισμένες μόνο πτυχές έχει σημασία να επισημανθούν. Διότι, το βασικό στίγμα της επιχειρηματολογίας της κυβερνητικής πολιτικής και των διαγγελμάτων των κυρίαρχων κύκλων στην Ε.Ε. και το ΔΝΤ δεν είναι άλλο από την ανάγκη μείωσης του κράτους, των εργαζομένων στο δημόσιο κ.α. Μαζί με αυτό, θα επιτευχθεί η πάταξη της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της σπατάλης των δημόσιων οικονομικών και έτσι θα υπάρξουν οι βάσεις ενός νέου κύκλου ανάπτυξης. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα επίσημα χείλη επαναλαμβάνουν πως το πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι διαχρονικό και οφείλουν να αλλάξουν τα πάντα.

Θα υπέθετε κανείς ότι τέτοιες δηλώσεις θα σήμαιναν μια πολιτική αυστηρών νομοθετημάτων, διαφάνειας, μείωσης των αυθαιρεσιών, πέρα από τη συρρίκνωση των μισθών σε επίπεδα φτώχειας, διάλυσης των δημόσιων οργανισμών και ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου. Πρόκειται όμως σαφώς για μια πιο σύνθετη διαδικασία. Η διαπλοκή με το κράτος και τους μηχανισμούς του, δεν διαλύεται, αντιθέτως μπαίνει σε μια νέα φάση. Πριμοδοτούνται τα ανώτερα στρώματα του εγχώριου και διεθνούς χρηματοπιστωτικού, κατασκευαστικού κ.α. κεφαλαίου την ίδια στιγμή που πράγματι διαλύονται τα μεσαία και κατώτερα στρώματα που είτε εργάζονται είτε είχαν κάποιας μορφής διαπλοκή με το κράτος. Η νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας μεγάλης κλίμακας είναι το βασικό στοιχείο των κεντρικών πολιτικών (νομιμοποίηση αυθαιρέτων, fast track, ΕΟΖ κ.α) ενώ ταυτόχρονα το σύγχρονο νομοθετικό πλέγμα «στραγγαλίζει» την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Επομένως, όταν οι δυνατότητες κερδοφορίας δυσκολεύουν εντός της κρίσης, τα ανώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, ορισμένα εκ των οποίων προέρχονται ακόμα από τις παλαιότερες ανώτερες τάξεις, όχι απλά δεν αποσυνδέονται από το κράτος, αλλά προσδένονται ακόμα πιο έντονα, επιδιώκοντας να είναι αυτά που θα διατηρήσουν την ηγεμονία τους στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται και να κερδίσουν από τις δυνατότητες που προέρχονται από την απελευθέρωση και την ιδιωτικοποίηση σημαντικών δημόσιων τομέων. Και όλα αυτά μέσα στο νέο πλαίσιο νομιμότητας. Άλλωστε, υπουργός της κυβέρνησης, ήταν αυτός που δήλωσε ότι «ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Κάτι τέτοιο, παρότι εμφανίζεται με ιδιαίτερο τρόπο στη χώρα μας, δεν είναι πρωτοφανές. Ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο, ο Μεξικάνος Carlos Slim, ήταν αυτός που «προσφέρθηκε να βοηθήσει» τη χώρα του, όταν βρισκόταν και αυτό στην περιδίνηση του ΔΝΤ, αγοράζοντας όλο το δίκτυο των τηλεπικοινωνιών. Υπό αυτό το πρίσμα, και πάλι το σύνθετο πλέγμα της αυθαιρεσίας και νομιμότητας (αυτή τη φορά όμως αποκλειστικά υπέρ των πιο ισχυρών κύκλων της αστικής τάξης) θα διαμορφώσει την σύγχρονη ελληνική πόλη, συνήθως αρκετά πέρα από τα σχέδια που διαμορφώνονται. Αν τολμούσαμε μια γενική εκτίμηση θα υποστηρίζαμε ότι στη νέα φάση, όντως μετασχηματίζεται η σχέση της δημόσιας εξουσίας με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Ωστόσο, η πρότερη κατάσταση των προηγούμενων δεκαετιών, πέρα από τα προφανή αρνητικά και τις πολιτικές στοχεύσεις, τον κομματισμό και τη διαφθορά, είχε συχνά αποτυπώσεις της λαϊκής βούλησης, όφειλε να επιδιώκει την ενσωμάτωση κάποιων κοινωνικών κομματιών, έστω και αν ήταν εκλογικές πελατείες, και μπορούσε μέσα στην αποδοχή της παρανομίας να ανεχτεί την επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων. Σήμερα, η δημοκρατία των τραπεζών και των επιτρόπων, υπόσχεται σιδερένια πειθαρχία στους κάτω και ανέσεις και απαλλαγές για τους πάνω, ενώ ο λαϊκός παράγοντας, μάλλον απουσιάζει πλήρως από το κάδρο της άσκησης πολιτικής.

Επίλογος ο «Φούρνος του Χότζα» Μέσα από αυτή τη περιοδολόγηση, η εισήγηση προσπάθησε να παρουσιάσει τη πολεοδομική πρακτική σαν αποτέλεσμα των διαφόρων φάσεων διαπλοκής της δημόσιας εξουσίας και πολιτικής με τα ε- κάστοτε ιδιωτικά συμφέροντα. Το «ιδιαίτερο» ελληνικό αστικό περιβάλλον του 19 ου και 20 ου αιώνα αποτελεί αποτέλεσμα όχι μιας ιδιαίτερης τάσης των Ελλήνων προς την παρανομία και την αυθαιρεσία αλλά αντίθετα της υποταγής της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας στο ιδιωτικό συμφέρον. Η εικόνα της Ελληνικής Πόλης είναι σε ένα βαθμό εικόνα του Ελληνικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Χωρίς όρια, χωρίς σχεδιασμό, που με ευκολία υποκύπτει στη παρανομία και την αυθαιρεσία. Ήδη από τον 19 ο αιώνα ο σχεδιασμός των πόλεων αλλά και η αντίληψη της ίδιας της κοινωνίας για το τι είναι σχεδιασμός θα περάσει στη παράδοση σαν ένα «άθροισμά γούστων και επιθυμιών». Η πολεοδομία δε θα απουσιάσει και από τις ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα, μυθικός ήρωας της Ανατολής. Σύμφωνα με την ιστορία ο Χότζα «έχτισε έναν φούρνο και ρώτησε έναν διαβάτη πως του φαίνεται ο φούρνος. Ο διαβάτης βρήκε το φούρνο ωραίο, αλλά θεώρησε ότι η πόρτα έπρεπε να είναι στον άλλο τοίχο. Ο Χότζας γκρέμισε τον φούρνο και τον ξανάχτισε, ακολουθώντας τη συμβουλή αυτή. Όταν ρώτησε άλλον συγχωριανό του, όμως, άκουσε ότι η πόρτα θα έπρεπε να ήταν στην αρχική της θέση. Τέλος, ο Χότζα έχτισε τον φούρνο σε βάση με ρόδες, για να μπορεί να τον γυρίζει ανάλογα με τα γούστα των περαστικών» (Μπαστέα : 2008). Ίσως και σήμερα ο Χότζα να αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα. Βιβλιογραφία - Αρθογραφία Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, «Ο ΓΟΚ και η νεοελληνική πόλη (1920-1985)», στο Η πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949 έως το 1974, πρακτικά συνεδρίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2000 Αρ. Ρωμανός, «Αυθαίρετη δόμηση και το στεγαστικό πρόβλημα», Αρχιτεκτονικά Θέματα 4: (1970) 25-26 Β. Χαστάογλου, Βόλος το πορτραίτο μιας πόλης, Εκδόσεις ΔΗ.Κ.Ι, Βόλος 2007 Γ. Σαρηγιάννης, Αθήνα 1830-2000 Εξέλιξη, Πολεοδομία, Μεταφορές, Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα 2000 Δ. Φιλιππίδης, Για την ελληνική πόλη, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1990 Ε. Μαρμαράς, «Ελληνική πόλη και μοντερνισμός: 1900-1940», στο Η ιστορία της Ελληνικής Πόλης, συλλογικός τόμος, Εκδόσεις Ερμής-Περιοδικό «Αρχαιολογία & Τέχνες», Αθήνα 2004 Ε. Μαρμαράς, Η Αστική Πολυκατοικία της Μεσοπολεμικής Αθήνας: Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1990 Ε. Μαρμαράς, «Η μεταπολεμική σταθεροποίηση των πολεοδομικών σταθερότυπων στο λεκανοπέδιο της Αθήνας ως αποτέλεσμα συνειδητής απουσίας σχεδιασμού» στο Μετασχηματισμοί της Ελληνικής Πόλης, Συνέδριο του Νέου Κινήματος Αρχιτεκτόνων. Αθήνα 2003 Ε. Μπαστέα, Αθηνα 1834-1896, Νεοκλασικη πολεοδομια και ελληνικη εθνικη συνειδηση, Εκδόσεις Libro, Αθήνα 2008

Θ. Ανδρίτσος & Δ. Πούλιος, «Πρόγραμμα Καλλικράτης. Αστική διακυβέρνηση, χώρος και δημοκρατία στην εποχή της κρίσης, 11 ο Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο, ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ, Αθήνα 2011 Κ. Βεργόπουλος, Κράτος και οικονομική πολιτική στον 19ο αιώνα, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1994 Κ. Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα: Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975 Κ. Καυκούλα, Η περιπέτεια των Κηπουπόλεων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007 Κ. Μπούζεμπεργκ, «Κράτος, γη και οικιστική ανάπτυξη», Αρχιτεκτονικά Θέματα 1:79 (1979) Κ. Τσουκαλάς, Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στην μεταπολεμική Ελλάδα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2005 Κ. Τσουκαλάς, «Κράτος και Κοινωνία», στο Θέματα νεοελληνικής ιστορίας: 18ος-20ος αιώνας, συλλογικός τόμος. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1991 Κ. Τσουκαλάς, (1981), Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος, η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1981 Κ.Ι Καβουλάκος, «Η λογική και τα αποτελέσματα της κρατικής ρύθμισης στη μεσοπολεμική Αθήνα», στο Η πόλη στους Νεότερους Χρόνους, πρακτικά συνεδρίου, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2000 Λ. Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής, εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1989 Μ. Καραμανώφ, (2010), Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση: Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2010 Ντ. Βαΐου Μ. Μαντουβάλου Μ. Μαυρίδου «Η μεταπολεμική Ελληνική πόλη μεταξύ θεωρίας και συγκυρίας», στο Η πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949 έως το 1974, πρακτικά συνεδρίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2000 Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά: Οικονομία και πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000. Εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2007 Χ. Λούκος, «Η ενσωμάτωση μιας παραδοσιακής αρχοντικής οικογένειας στο Κράτος: Η περίπτωση των Μαυρομιχαλαίων» στο Θέματα νεοελληνικής ιστορίας: 18ος-20ος αιώνας, συλλογικός τόμος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1991 E. Hobsbawm, Η εποχή των Επαναστάσεων: 1789-1848, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990 G. Burgel, Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη: Από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2007 H. Lefebvre, Δικαίωμα στη Πόλη: Χώρος και Πολιτική. Εκδόσεις Κουκίδα, Αθήνα 2007 J.A. Petropulos, «Η προεπαναστατική πολιτική παράδοση», στο Θέματα νεοελληνικής ιστορίας: 18ος-20ος αιώνας, συλλογικός τόμος. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1991 S. Αmin, «Πρόλογος» στο Κ. Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975 A. Gospodini, «Urban Waterfront Redevelopment in Greek Cities», Cities, Vol. 18, No. 5 (2001) D. Harvey, Social Justice, Postmodernism and the City. In Designing Cities: Critical Readings in Urban Design edited by Cuthbert Alexander. Blackwell Publishing, London 2003 D. Harvey, From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation in Urban Governance in Late Capitalism. Geografiska Annaler. 71 (1) (1989) E. Swyngedouw, & F. Moulaert, et al., Neoliberal Urbanization in Europe: Large Scale Urban Development Projects and the New Urban Policy. Antipode 34(3), (2002) 542-577. L. Leontidou, «Repolarization of the Mediterranean: Spanish and Greek Cities in Neo-Liberal Europe», European Planning Studies, Vol.3, No. 2 (1995) M. Mantouvalou, M. Mavridou, & D. Vaiou, Processes of Social Integration and Urban Development in Greece: Southern Challenges to European Unification, European Planning Studies, Vol.3, No.2 (1995) N. Mouzelis, Modern Greece: Facets of Underdevelopment, Macmillan, London 1978 S. Sassen, The Global City: New York, London, Tokyo. Princeton University Press (1991)

Th. Andritsos, & D. Poulios, «Society vs the Market and the Economic Crisis: Lessons from Greece. Contemporary challenges for the urban space in Greece after the arrival of the IMF», Economy Conference. Cardiff University, Cardiff, UK 2011