Πρεσβυτέρου VIOREL DINCĂ Η τιμή των αγίων και των λειψάνων κατά τους τρεις Ιεράρχες Η διατριβή υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Συμβουλευτική Επιτροπή: Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής: Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητής: Βασίλειος Φανουργάκης Καθηγητής: Γεώργιος Θεοδωρούδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
Στη σύζυγό μου και σε αυτούς, που τιμούν τους αγίους 2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος είναι οι θεοφώτιστοι Πατέρες και Άγιοι της Εκκλησίας, που έδωσαν στην εποχή τους απαντήσεις σε όλα τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας. Ως ποιμένες του ποιμνίου του Χριστού, οι τρεις Ιεράρχες ακολούθησαν τον Αρχιποιμένα, και επειδή Τον αγάπησαν τόσο πολύ στράφηκαν προς την ποιμαντορία των λογικών προβάτων. Η προσφορά τους είναι σημαντική και καλύπτει όλους τους τομείς της εποχής. Παρ όλα αυτά, αυτή η προσφορά είναι διαχρονική και επίκαιρη και αποτελεί ανεξάντλητη πηγή γνώσης και πνευματικής αγωγής για τον άνθρωπο της τρίτης χιλιετίας. Πρωτοπόροι σε πολλούς τομείς, οι τρεις Ιεράρχες στα περί της πίστεως έμειναν σταθεροί, ακολουθώντας την από Χριστού χαραγμένη οδό της τελειώσεως, οδό ασφαλεστάτη, την οποία ο ακολουθών οδεύει μετά Χριστοῦ, ἐν Χριστῶ και για τον Χριστό. Ο Χριστός είναι το Πρότυπο των αγίων, και αυτοί που τιμούν τους αγίους διδάσκονται διά των αγίων τον τρόπο μιμήσεως του Χριστού. Υπηρέτησαν τον Χριστό και τον άνθρωπο ως συνεχιστές της ιεράς Παράδοσης της Εκκλησίας. 3
Ο αποστολικός τρόπος ζωής, η καθαρότητα του βίου και η ιερότητα των πράξεών τους, τους καθιέρωσαν στην συνείδηση της Εκκλησίας ως αγίους μεγάλους ιεράρχες και οικουμενικούς διδασκάλους. Οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν γνήσιοι και αυθεντικοί μιμητές των αγίων. Αυτό σημαίνει ότι τίμησαν τους αγίους εις τέλειο βαθμό, δηλαδή μιμήθηκαν τον τρόπο ζωής τους. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι η θέωσή του διά του Χριστού, και αυτό είναι φανερό στους Βίους των αγίων. Οι άγιοι όλων των εποχών έχουν διδαχθεί στο «σχολείο της ευσέβειας» την «φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης», δηλαδή την μίμηση του Χριστού, την απλούστατη διδασκαλία που εφαρμόζεται στην προσωπική εμπειρία του κάθε αγίου. Ως μιμητές των αγίων, οι τρεις Ιεράρχες μοιράζουν στους ποιμαινόμενους τις εμπειρίες τους και αποκαλύπτουν την ουσία αυτής της μίμησης, και την χαρμολύπη, που πηγάζει από αυτή. Από τα συγγράμματά τους σχηματίζουμε μία βαθιά θεολογία της τιμής των αγίων, την οποία θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε, έχοντας υπ όψιν το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν έχει συνταχθεί μία μονογραφία με το συγκεκριμένο θέμα: «Η τιμή των Αγίων και των Λειψάνων κατά τους τρεις Ιεράρχες». Ήταν πραγματικά μία πρόκληση για μένα η διερεύνηση του θέματος, που απετέλεσε πνευματική τόνωση και διέγερση ζήλου προς την τιμή των αγίων ως μίμηση αυτών. Αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στο σεβαστό μου Καθηγητή Πρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρο Ζήση, ο οποίος 4
μου σύστησε αυτό το θέμα, το οποίο είναι άκρως πνευματικής οικοδομής, για την καλοσύνη του για να συνεργαστεί μαζί μου κατά την διάρκεια του Α και Β κύκλου των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Οφείλω πραγματική ευγνωμοσύνη στο σύμβουλό μου για τις σοφές του συμβουλές και υποδείξεις, που συνέβαλαν στην περάτωση της εργασίας. Στα μέλη της τριμελούς επιτροπής μου, καθηγητές κ. Βασίλειο Φανουργάκη και κ. Γεώργιο Θεοδωρούδη θερμότατες ευχαριστίες για τη γόνιμη συνεργασία στην όλη διαδικασία εκπόνησης αυτής της διατριβής. Οφείλω ευγνωμοσύνη στις λέκτορες κ. Άννα Καραμανίδου και κ. Σουλτάνα Λάμπρου, οι οποίες με έχουν βοηθήσει ως συνεργάτες του πατρός και Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου. Θερμά ευχαριστώ τον Πρωτοπρεσβύτερο και Επίκουρο καθηγητή Κωνσταντίνο Καραϊσαρίδη και τον Επίκουρο καθηγηγή Συμεών Πασχαλίδη για τις πολύτιμες υποδείξεις τους και για την άψογη συνεργασία μας. Ευχαριστίες οφείλω στους φίλους και συνεργάτες τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Ρουμανία, που με βοήθησαν και με στήριξαν στις δυσκολίες της εκπόνησης αυτής της διατριβής. Θερμά ευχαριστώ τα μέλη, που απαρτίζουν το προσωπικό της Γραμματείας του Τμήματος Ποιμαντικού και της Βιβλιοθήκης της Θεολογικής Σχολής για την άψογη εξυπηρέτησή τους. Βαθιά ευγνωμοσύνη και θερμές ευχαριστίες στον Θεοφιλέστατο Galaction, Επίσκοπο Alexandria και Teleorman, στον Θεοφιλέστατο Mihail 5
Επίσκοπο Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας και στον πνευματικό μου πατέρα Πρωτοπρεσβύτερο Καθηγητή Vasile Bria. Δεν θα παραλείψω τους δικούς μου ανθρώπους, την σεβαστή σύζυγό μου Elisabeta Emilia Dincă, για την ανεκτίμητη της υποστήριξη και κατανόηση, τους γονείς μου, την αδελφή μου, την πεθερά και όλους τους συγγενείς μου. Σε όλους εκ βάθους ψυχής ένα μεγάλο ευχαριστώ. Θερμά ευχαριστώ τα μέλη, που απαρτίζουν το προσωπικό του Υδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για την οικονομική υποστίριξη κατά τη διάρκεια της εκπόνησης αυτής της διατριβής. Του πεθερού μου Marin Recea «Αỉωνία ἡ μνήμη!» Φεβρουάριος 2009 Πρεσβύτερος Viorel Dincă 6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.....3 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΕΙΣΑΓΩΓΗ.....10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΗΤΑ 1.Άγιος και αγιότητα κατά την Αγία Γραφή...15 α. Άγιος και αγιότητα στην Παλαιά Διαθήκη..15 β. Άγιος και αγιότητα στην Καινή Διαθήκη 19 2.Άγιος και αγιότητα κατά την πατερική παράδοση.30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 1. Τα ιερά πρόσωπα της Βίβλου α. Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης.46 β. Η Παναγία..56 γ. Ο τίμιος Πρόδρομος...63 δ. Οι άγιοι Απόστολοι...67 2. Οι Άγιοι της Εκκλησίας α. Οι μάρτυρες 75 β. Oι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας...81 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ Η ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 1. Η θεολογική προσέγγιση της τιμής των αγίων 100 2. Οι τρόποι τιμής των αγίων α. Η συγκέντρωση και η διαφύλαξη των ιερών λειψάνων...103 β. Οι εορτές. 104 γ. Η ανέγερση ναών..117 δ. Η ονοματοθεσία με ονόματα αγίων..125 ε. Η απεικόνιση των αγίων..128 ς. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων......139 ζ. Τα εγκώμια και η μελέτη των βίων των αγίων...143 η. Η μίμηση των αγίων 156 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 1. Η θεολογική προσέγγιση περί των ιερών λειψάνων.165 α. Η αφθαρσία των ιερών λειψάνων.168 β. Η θαυματουργή και ιαματική δύναμη των ιερών λειψάνων..171 2. Ο τεμαχισμός και η μετακομιδή των ιερών λειψάνων.188 3. Τα εγκαίνια ναών..198 4. Η προσκύνηση των ιερών λειψάνων.205 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 1. Η συνεισφορά των αγίων στην θεμελίωση και στην οικοδόμηση της Εκκλησίας 208 2. Η παρουσία των αγίων στη ζωή των πιστών..210 α. Τα θαύματα των αγίων...212 β. Ο προστατευτικός και «μεσιτικός» ρόλος των αγίων...229 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...233 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..... 239 8
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ AB Analecta Bollandiana, Revue Critique d Hagiografie 1882 ἑξ ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ΑΔΕΕ, Ἀθῆναι 1955 ἑξ ΒΟR Biserica Ortodoxă Română Buletinul Oficial al Patriarhiei Române, Bucureşti ΒΕ Βιβλική Εγκυκλοπαιδία, Aγγελάτος Μιλτιάδης, Αθήνα 1965 ἑξ BLE Bulletin de Litterature Ecclesiastique, Toulouse 1927 ἑξ Byzantion Revue Internationale des Études Byzantines, Bruxelles 1924 ἑξ ΓΠ Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1917 ἑξ. DACL Dictionaire D Archeologie Chretienne et de Liturgie, Henri Marrou, Paris DCT Dictionaire Critique de Teologie, Lacoste Jean Yves, Paris 1998 DTC Dictionaire de theologie catholique, Paris 1922 ἑξ ΕΠΕ Έλληνες Πατέρες της Εκλησίας, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη GRBS Greek, Roman and Byzantine Studies, Cambridge Mass., Durham 1958 ἑξ. Κληρονομία Κληρονομία. Περιοδικὸν Δημοσήευμα τοῦ ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1969 ἑξ. ΛΒΘ Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας (Vocabulaire de Theologie Biblique, Paris 1971), Αθήνα 1980 Ortodoxia Ortodoxia. Revista Patriarhiei Române, Bucureşti PG Patrologia Graeca ed. G. P. Migne, Paris 1857 1866 PGL A Patristic Greek Lexicon, ed G. W. H. Lampe, Oxford PL Patrologia Latina ed. G. P. Migne, Paris 1844 1855 ΠΘΣ Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου της Ι.Μ. Θεσσαλονίκης RHR Revue de l histoire des religions, Paris 1880 ἑξ RSR Recherches de Science Religieuse, Paris SC Sources chretiennes, Paris 1941 ἑξ. SP Studia Patristica, Oxford ST Studii Teologice. Revista Institutelor Teologice din Patriarhia Română, Editura Institutului Biblic şi de Misiune Ortodoxă, Bucureşti 1949 ἑξ SVTQ St. Vladimir s Seminary Quarterly New York Θεολογία Θεολογία. Ἐπιστημονικὸν Περιοδικόν, Ἀθήνα 1923 ἑξ. ΘΗΕ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθηκὴ Ἐγκυκλοπαιδία, τομ. 1 12, Ἀθῆναι 1962 1968 QL Questions Liturgiques Studies in Liturgy, Leuven 1910 ἑξ. 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η τιμή των αγίων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λατρείας του Θεού, με την οποία δεν συγχέεται. Με την τιμή προς τους Αγίους η Εκκλησία δεν βλάπτει και δεν μειώνει με κανένα τρόπο τη λατρεία του Θεού, όπως ισχυρίζονται μερικοί, οι οποίοι δεν θέλουν ή δεν τολμούν να ερευνήσουν τα δόγματα της Εκκλησίας σφαιρικά και προπάντως στο βάθος τους. Αντίθετα, από την αρχή της εμφάνισης της τιμής των αγίων, η Εκκλησία έξέφρασε, μέσω αυτής, «την πιο υψηλή της αντίληψη για την θέωση του ανθρώπου διά του Χριστού, που προβάλλεται ως μοναδικός Σωτήρας και μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου» 1. Η τιμή που αποδίδουν οι Χριστιανοί στους αγίους είναι μία αυτονόητη υπόθεση, που απαντά και θεμελιώνεται στην τιμή με την οποία ο ίδιος ο Θεός τίμησε τους αγίους με το να τους ονομάσει φίλους και να καταγράφει τα ονόματά τους στους ουρανούς. Ο Θεός αποκαλύπτεται ως Άγιος και καλεί τον άνθρωπο να μετέχει στην αγιότητά Του «Ἒσεσθε ἃγιοι, ὃτι ἃγιος εἰμί ἐγὼ ὁ Κύριος» 2. Οι άγιοι ανταποκρινόμενοι στη κλήση του Θεού, ως γνήσιοι μιμητές του Κυρίου, αξιώθηκαν να αγιαστούν και να ονομαστούν φίλοι του Θεού. Διά των δούλων Του ο Θεός δοξάσθηκε, και γι αυτό οι Χριστιανοί τους τιμούν, γνωρίζοντας ότι η τιμή των δούλων του Θεού «ἒχει τῆς πρὸς τὸν κοινὸν Δεσπότην εὐνοίας» 3. 1 Π. Β. Πάσχου, Άγιοι οι φίλοι του Θεού, Αθήνα 1997, σ. 164, βλ. S. Bulgakoff, Ortodoxia, Sibiu 1993, σ.152 2 Λευ. 11, 45. 19,2 3 Μ. Βασιλείου, Εἰς τοὺς ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας 1, PG 31, 508B 10
O άνθρωπος εκ φύσεώς του εξαρτάται από τον Θεό Δημιουργό του, και αυτήν την ζωτική εξάρτηση την έχουν τονίσει οι Άγιοι της Εκκλησίας. Λόγω αυτής της εξάρτησης ονομάζονται άγιοι. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να θεωθεί. Όμως, για να πετύχει ο άνθρωπος αυτό τον σκοπό, ο Θεό οικοδόμησε την Αγία Εκκλησία Του διά του Υιού Του. Αυτός είναι κατεξοχήν ο «Άγιος», και Αυτόν καλούμεθα όλοι να μιμηθούμε: «Ἒσεσθε ἃγιοι, ὃτι ἃγιος εἰμί ἐγὼ ὁ Κύριος» 4. Ο Χριστός εγκαινίασε το «Σχολείο της ευσεβείας», το ιερό φροντιστήριο, που διδάσκει εμπράκτως την θέωση του ανθρώπου διά της μιμήσεως. Το σχολείο της ευσέβειας, η Εκκλησία του Χριστού, παρέμεινε σταθερό και πιστό στο Αρχιδιδάσκαλό Της, χωρίς να ανανεώνεται ἢ να εκσυγχρονίζεται ἢ να συμβιβάζεται ανάλογα με την εποχή, και ως μία ζωοποιός μητέρα τίκτει αγίους και μάρτυρες της πίστεως, επειδή το Πνεύμα το άγιο μένει μετ αυτής εἰς τον αιώνα 5. Η προσφορά των τριών Ιεραρχών στον τομέα της αγιολογίας, και γενικά, στην θεολογία και στην παράδοση της Εκκλησίας είναι τεράστια. Η κύριά τους ποιμαντική αποστολή υπήρξε η εξάπλωση της τιμής των αγίων, δια της οποίας ο άνθρωπος να διδαχθεί τον ἐν Χριστῶ βίο, και να προχορήσει στην εξάσκηση των αρετών μέσω της μίμηση των αγίων, η οποία αποτελεί την γνήσια και αυθεντική τιμή. Υπέβαλαν κάθε προσπάθεια για την ανάπτυξη και την εξάπλωση αυτής της πανάρχαια 4 Λευ. 11.45, 19.2 5 Βασιλείου, Φανουργάκη, «Μάρτυρες Νεομάρτυρες» εν ΠΘΣ «Εἰς τιμήν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων» ( 1988) 203 11
παράδοσης ἐν λόγῳ και έργῳ, διά των ομιλιών, εγκωμίων, πανηγυρικών λόγων, νεκρολογιών, και πλείστων επιστολών, αλλά πρωτίστως δια του τρόπου ζωής 6. Η παρούσα μελέτη «Η τιμή των αγίων και των λειψάνων κατά τους Τρεις Ιεράρχες» αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο, εισαγωγικής φύσεως, «Άγιος και Αγιότητα», αναλύει στο πρώτο μέρος τους όρους «άγιος» και «αγιότητα» σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού στην Αγία Γραφή, και με την πατερική γραμματεία. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εν Χριστώ ζωή των αγίων ως νέκρωση του εαυτού και μίμηση του Χριστού. Το δεύτερο κεφάλαιο, «Οι άγιοι της Εκκλησίας», παρουσιάζει στο πρώτο μέρος τα ιερά πρόσωπα της Βίβλου, τους ευαρεστήσαντες στο Θεό Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, και δίνει περισσότερη έμφαση στην Παναγία Θεοτόκο, στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και στους αγίους Αποστόλους. Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου «Οι μάρτυρες και οι λοιποί 6 H. Delehaye, La fête des martyrs de Césareé AB 49 (1931) 41 44, P. J. Fedwich, The Church and Charisma of Leadership in Basil of Caisarea, Studies and Text 45 (Toronto 1979), Y. Courtonne, Un témoin du IVe siècle oriental: Saint Basile et son temps d après sa correspondance, Paris, 1973, σσ. 356 359, Jean Bernardi, La prédication des pères cappadociens: Le prédicateur et son auditoire, Paris, 1968, σσ. 77 85 και 307, B. Gain, «L église de Cappadoce au IVe siècle d après la correspondance de Basile de Césarée (330 379)», Orientalia Christiana Analecta 225 (1985) 216 225, M. Girardi, Basilio di Cesareea e il culto dei martiri nel IV secolo: Scriptura e tradizione, Bari, 1990, σσ. 77 85, Christofer Walter, The Warrior Saints in Byzantine Art and Tradition, Ashgate Publishing, Ltd, 2003, σ. 171 12
άγιοι της Εκκλησίας» αναπτύσσεται ως κεντρική ιδέα ότι ο χορός των αγίων που εγκαινίασε ο Χριστός παρέμεινε ανοιχτός μέχρι σήμερα, συνεχιστές των αγίων μαρτύρων του αίματος είναι οι μάρτυρες της συνειδήσεως και της αληθείας όλων των εποχών που έδωσαν μαρτυρία Χριστού. Στο τρίτο κεφάλαιο, «Η τιμή των αγίων», αναλύεται το περιεχόμενο αυτής της τιμής, που δεν συγχέεται με την λατρεία του Θεού. Αναπτύσσονται οι τρόποι έκφρασης τιμής των αγίων: η συγκέντρωση και η διαφύλαξη των ιερών λειψάνων, οι εορτές, η ανέγερση ναών, η ονοματοθεσία με ονόματα αγίων, η απεικόνιση των αγίων, η προσκύνηση των ιερών εικόνων και λειψάνων, τα εγκώμια και η μελέτη των βίων των αγίων 7 και η μίμηση των αγίων, η οποία αποτελεί τη βάση και το σκοπό αυτής της τιμής. Δια της τιμής των αγίων ο Χριστιανός στοχεύει να μιμείται τους αγίους προς δόξαν Θεού, διότι η μίμησή τους δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μίμηση του Χριστού. Το τέταρτο κεφάλαιο προσεγγίζει τις θεολογικές αντιλήψεις των τριών ιεραρχών περί των ιερών λειψάνων. Αναπτύσσονται οι θέσεις των μεγάλων πατέρων για την αφθαρσία των ιερών λειψάνων, ως προεικόνιση της αναστάσεως, για την θαυματουργηκή και ιαματική δύναμή των λειψάνων, για την ανακομιδή, τον τεμαχισμό και την 7 Γινικά για τους τρόπους τιμής της των αγίων βλ. δυο σπουδές μελέτες μεγάλων Ρουμάνων θεολόγων του Pr. Prof. Ene Branişte, «Despre cinstirea sfinților în Biserica Ortodoxă», Ortodoxia 1(1980) 47 54 και του Arhim. Veniamin Micle, «Cultul sfinților oglindit în predicile patristice», Ortodoxia 1 (1980) 108 113 13
μετακομιδή τους, για τα εγκαίνια ναών και για την τιμητική τους προσκύνηση. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, «Ο ρόλος των αγίων στη ζωή της Εκκλησίας», αναφέρεται στη συνεισφορά των αγίων στην θεμελίωση και στην οικοδόμηση της Εκκλησίας ως κυρίων παραγόντων αναπτύξεως της Εκκλησίας και συνοικοδόμων του Χριστού, και στην παρουσία των αγίων στη ζωή των πιστών. Αναλύεται η παρουσία των αγίων στη ζωή των πιστών, τα θαύματά τους και ο σκοπός αυτών των θαυμάτων, και στο τέλος παρουσιάζεται ο προστατευτικός, παιδαγωγικός και μεσιτικός ρόλος των αγίων. 14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΗΤΑ 1. Άγιος και αγιότητα κατά την Αγία Γραφή Η λέξη άγιος στο κείμενο των Ο αποτελεί μετάφραση του εβραϊκού επιθέτου Gadosh και η λέξη αγιότητα αποτελεί μετάφραση του ουσιαστικού Godesh. Και οι δυο λέξεις χρησιμοποιούνται προκειμένου για τον Θεό, για τα δημιουργήματά Tου, αλλά και τα ιερά αντικείμενα και για χώρους λατρείας 8. Κάθε ιερό και άγιο στοιχείο του κόσμου, που ποτέ δεν είναι άγιο από τη φύση του, εξαρτάται από τον Θεό, από την αγιότητά του. Οι όροι Gadosh και Godesh υπονοούν μία σχέση ολοκληρωτικής εξαρτήσεως από τον Θεό 9. α. Άγιος και αγιότητα στην Παλαιά Διαθήκη Εάν ρίξουμε μία ματιά στη Γραμματεία όλων των θρησκειών, θα δούμε ότι συναντάμε τον όρο «άγιον». Όμως, ερευνώντας λεπτομερώς την έννοια του αγίου στις πολυθεϊστικές θρησκείες, ανθρώπινης προελεύσεως και ξένες προς την αλήθεια, σε σύγκριση με την αποκάλυψη του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, παρατηρούμε ότι διαφέρει εντελώς ως προς την οντολογική του έννοια. Σύμφωνα με την αποκάλυψη αυτή το «άγιον» έχει προσωπικό χαρακτήρα 10, είναι Πρόσωπο: «άγιος εἰμί ἐγώ ο Κύριος» 11, ή Τριάδα Προσώπων: «Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ πλήρης ο 8 J. Hastings, Dictionary of The Bible, Τομ. ΙΙ, 1900, σσ. 394-399, Ion Bria, Dicţionar de Teologie Ortodoxa, Bucureşti 1995, σ. 344 βλ. Constantin Moise, Dicţionar Biblic, Bucureşti, 1998, σ. 270 9 P. Evdokimov, L Orthodoxie, Neuchatel Paris 1959, σ. 201 10 Pintea Dumitru, ο.π., σ.137
ουρανός και η γη της δόξης του» 12. Η υπερβατικότητα του «αγίου» υπερβαίνει κατά πολύ τον κόσμο, με τον οποίο δεν συγχέεται. Κάθε υπόνοια πανθεϊσμού είναι αβάσιμη. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο Θεός μένει κλειστός στην υπερβατικότητα Του, αλλά ως Πρόσωπο ή Κοινωνία Προσώπων αποκαλύπτεται, έρχεται σε επικοινωνία και εἰς κοινωνίαν με τον άνθρωπο, καλώντας τον να γίνει μέτοχος στην αγιότητά Του. Κατ αυτόν τον τρόπο ο υπερβατικός και απρόσιτος Θεός «γεφυρώνει την απόσταση, που Τον χωρίζει από τα δημιουργήματά Του, είναι ο «Άγιος του Ισραήλ», ο Οποίος από πολλή αγάπη ενώθηκε με τον λαό Του «διά της Διαθήκης αυτού» 13.Ο Θεός αποκαλύπτει την αγιότητά Του και συγχρόνως την μεταδίδει. Διά της αποκάλυψης και της δωρεάς της αγιότητάς Του, ο άνθρωπος και η κτίση αγιάζονται. Διά της παρουσίας Του όλα ελκύονται από την αγιότητά Του, και διά της αφιέρωσης και μετοχής σ αυτήν όλα αγιάζονται, γίνονται άγια κατά μετοχή. Για να αισθανθεί και να αναγνωρίσει ο άνθρωπος την απρόσιτή Του αγιότητα, πάντα ως δωρεά του Αγίου Θεού, πρέπει ο Θεός «να αγιαστεί», δηλαδή «να αναδειχτεί άγιος», φανερώνοντας την δόξα του μέσω όλων των ενεργειών Του (δημιουργία, θεοφάνειες, θεομηνίες, η θαυματουργική προστασία κ.α) 14. Ο Θεός, αποκαλυπτόμενος, εμφανίζει την αγιότητά Του, της οποίας πηγή και είναι. Η αποκάλυψή Του ή η παρουσία Του στη ζωή εκείνου, που βιώνει την αγιότητά Του και γίνεται κοινωνός της θεότητός 11 Λευ. 11, 45. 19,2 12 Ἠσ. 6,3 13 ΛΒΘ, σ. 20, Ἠσ. 10.20, 17.7, 14.20 14 Αὐτόθι, σ. 20, Ἰεζ. 28,25 εξ, 16
Του, δημιουργεί το μυστήριο του Θεού μέσα στο οποίο ο άνθρωπος βιώνει ταυτόχρονα δύο αντίθετα συναισθήματα: της «ιεράς φρίκης» και της «ιεράς αγάπης». Ταυτόχρονα το «Άγιον» παρουσιάζεται ως «φρικτόν μυστήριον» (mysterium tremendum), που «δημιουργεί την ιερά φρίκη, το ευλαβικό δέος», αναπτύσσοντας στον άνθρωπο τη «συνείδηση της μικρότητας, του μηδενισμού, της απόλυτης εξάρτησής του από τον Θεό» και ως «θελκτικό μυστήριο» (mysterium fascinosum), το οποίο δημιουργεί έξαρση και πλήρη μακαριότητα στην ψυχή, η οποία συναισθάνεται το «Άγιον» ως «φιλόστοργον πρόνοιαν, ὡς πανάγαθον πατέρα, ὡς πηγὴν ἀγάπης, εὐσπλαχνίας καὶ ἐλέους» 15. Άγιος από τη φύση του είναι μόνο ο Θεός. Ο Θεός δεν είναι απλώς άγιος, αλλά είναι τρεις φορές άγιος «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ» 16. Είναι η πηγή της αγιότητας και από αυτή την Πηγή προέρχεται κάθε αγιότητα και εξαρτάται κάθε σχετική αγιότητα των στοιχείων του κόσμου και του ανθρώπου. Αυτό είναι φανερό από το γεγονός ότι η αγιότητά Του προσεγγίζεται μόνο μέσω της λατρείας, που παραμένει ταυτόχρονα φως και μυστήριο του ιδίου Θεού. Το φως της αγιότητας του μυστικού Θεού γίνεται μυστήριο του ανθρώπου, που φανερώνει το κρυμμένο μυστήριο αγιότητας του Θεού. Εάν το Όνομά Του είναι άγιο 17 και ορκίζεται στην αγιότητά του 18, τότε και η αγιότητά Του πρέπει να αναγνωριστεί από τον εκλεκτό λαό Του Ισραήλ. Αυτή η 15 Ευάγγελος Θεοδώρου, Άγιον, ἐν ΘΗΕ 1, Αθήναι 1962, σ. 258 16 Ἠσ. 6.3 17 Ψαλμ. 32. 21, Ἀμ. 2.7, Ἒξ. 3.13 18 Ἀμ. 4.2 17
αναγνώριση γίνεται δυνατή μόνο μέσα στη λατρεία Του, και μόνο δια της βιούμενης λατρείας από τον άνθρωπο μπορεί «να αγιαστεί» το όνομά Του, δηλαδή να εκδηλώνει διά της αγιότητας των ανθρώπων την ίδια την αγιότητά Του 19. Παρατηρούμε ότι η αποκαλυπτόμενη αγιότητα του Θεού είναι στενότατα συνδεδεμένη με τη λατρεία του αγίου Θεού. Όλα όσα ανήκουν στη λατρεία είναι άγια (χώρος και χρόνος λατρείας, ιερά αντικείμενα και ιεροτελεστές) 20 διά της αποκλειστικής και ολοκληρωτικής αφιέρωσης 21. Ό,τι ανήκει στο Θεό είναι άγιο. Είναι γεγονός, ότι, από τη στιγμή, που ο Θεός είναι ο Δημιουργός του παντός, όλα ανήκουν σ Αυτόν (κόσμος, άνθρωποι). Το να γίνουν οι άνθρωποι άγιοι είναι ιερό καθήκον, σύμφωνα με το ένταλμα «Ἒσεσθε ἃγιοι, ὃτι ἃγιος εἰμί ἐγὼ ὁ Κύριος 22. Όλα αγιάζονται και γίνονται άγια, όταν συμμετέχουν στην αγιότητα του Θεού. Όμως, μόνο ο άνθρωπος, που συνειδητά και ελευθέρως αφιερώνει τον εαυτό του στην αγία υπηρεσία του Θεού, και διά αυτού όλη την κτίση, ως «ιερεύς», που τελεί την κοσμική λειτουργία (τα σα εκ των σών σύ προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα), αγιάζεται, γίνεται κοινωνός της θείας αγιότητας, και επομένως διά της αγιότητας Τού ο Θεός αναδεικνύεται ο μόνος Άγιος. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού, είναι αναγκαίο να τονιστεί η «διάκριση ανάμεσα στην αληθινή και απόλυτη αγιότητα, η οποία είναι γνώρισμα του Θεού και στη σχετική 19 ΛΒΘ, σ.21 20 Αντώνιος Παπαδόπουλος, Αγιολογία Ι Θέματα Γενικά, Ειδικά και Εορτολογίου, σ.26 21 Pintea Dumitru, ο.π. σσ. 137 138 22 Λευ. 11. 45, 19.2 18
αγιότητα, στον ιερό χαρακτήρα, ο οποίος αποσπά από τα εγκόσμια ορισμένα πρόσωπα και ορισμένα αντικείμενα, τοποθετώντας τα σε μία ενδιάμεση κατάσταση, η οποία κρύβει και ταυτόχρονα φανερώνει την αγιότητα του Θεού» 23. Η αγιότητα του Θεού είναι το ουσιαστικό και θεμελιώδες γνώρισμα του Θεού. Η απόλυτη αγνότητά του και η αγιότητά του είναι η επίδειξη του ενδόξου και αιωνίου αυτού θριάμβου. «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του» 24. Η αγιότητα του Θεού προκαλεί δέος και σεβασμό στον άνθρωπο και τον καθοδηγεί στην δοξολογία και στην προσκύνησή Τού, για να μπορέσει να αντλεί, ως δωρεά, την σχετική του αγιότητα, πού να τον αναδείξει «άγιο» κατά μετοχή. β. Άγιος και αγιότητα στην Καινή Διαθήκη. Ο άγιος Θεός, από πολλή αγάπη προς τον άνθρωπο, αποκαλύπτεται στον εκλεκτό άγιο λαό του (Ισραήλ) για να συμμετάσχει στην αγιότητά του, για να αγιάζεται. Ορκιζόμενος στην αγιότητά του 25, την οποία αποκαλύπτει ἐν σκιά του νόμου, στον άγιο λαό του, με τον οποίο ενώθηκε δια της Διαθήκης αυτού 26, ο Θεός αποκαλύπτεται ως Άγιος, στο πλήρωμα του χρόνου, στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Μονογενή Υιού του, σαρκωθέντος εκ Πνεύματος Αγίου και 23 ΛΒΘ., σ.21 24 Ἠσ. 6, 3/ 57,15 25 Ἀμ. 4,2 26 Ἠσ. 10, 20/ 17, 7/ 41,14 20 19
Αειπαρθένου Μαρίας. Η αγιότητά του Θεού αποκαλύπτεται πλήρως στον Θεάνθρωπο Χριστό, ο Οποίος φανερώνει και αποκαλύπτει, όχι μόνο την δική Του αγιότητα, αλλά και την αγιότητα της Αγίας Τριάδας 27. «Η αγιότητα του Χριστού είναι στενότατα συνδεδεμένη με τη θεία υιότητά Του» 28. Θα λέγαμε ότι η αγιότητά Του εγγυάται με την ευγενική και θεία καταγωγή του. Απόδειξη της θεϊκής Του καταγωγής αποτελεί η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, η οποία υποστηρίζεται από τη μαρτυρία ότι το θείο βρέφος θα είναι άγιο και «κληθήσεται υιός Θεού» 29. Η επί της γής παρουσία του Χριστού και η επίγεια δράση Του είναι καθ εαυτήν αγία ως αποκάλυψη της αγιότητας του Θεού. Αυτό είναι φανερό από την στιγμή, που η αγιότητα και η θεία υιότητά Του εγγυάται με την αποκάλυψη και τη μαρτυρία των άλλων δύο θείων Προσώπων, στη Βάπτιση και Μεταμόρφωσή Του. Η αγιότητα και η θεία υιότητα του Χριστού αναγνωρίζονται όχι μόνο από αυτούς, που Τον ακολουθούν, αλλά από τους ίδιους τους εχθρούς Του: από τους δαίμονες, οι οποίοι εκδιωκόμενοι από τον Κύριο, κηρύττουν αυτόν «Άγιον του Θεού» ή «Υιόν του Θεού» 30 και από τους τρομαγμένους στρατιώτες, που φρουρούσαν τον τάφο του Κυρίου, οι οποίοι γεμάτοι φόβο και έκπληξη, φώναξαν «αληθώς Υιός του Θεού ἦν». Εάν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού είναι Εικόνα του Πατρός και είναι ενωμένοι (Ένα), τότε η αγιότητά Του είναι η ίδια η 27 Daniel, Patriarhul Bisericii Ortodoxe Române şi Locţiitor de Mitropolit al Moldovei şi Bucovinei, Comori ale Ortodoxiei Explorări teologice în spiritualitatea liturgică şi filocalica, Trinitas, Iaşi 2007, σ. 250 28 ΛΒΘ, σ.22 29 Λκ. 1.35, Μτ. 1,18 30 ΛΒΘ, σ.22, Μκ. 1.24, 3.11 20
αγιότητα του Θεού, του αγίου Πατέρα Του 31. «Αυτή η αγιότητα τον κάνει να αγαπάει τους δικούς του ως το σημείο να τους μεταδίδει τη δόξα, που έλαβε από τον Πατέρα και να θυσιάζεται γι αυτούς. Ακριβώς με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται άγιος: Ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἳνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι» 32. Στην Καινή Διαθήκη έχουμε την πλήρη αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού. Άγιος είναι ο Θεός, ο τρισυπόστατος. Άγιος είναι ο Πατήρ, ο Μονογενής Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες, όπου και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας αποκαλούνται άγια. Θα περιορισθούμε σε ελάχιστες από αυτές. Ο Χριστός είναι ο «Ἃγιος τοῦ Θεοῦ» 33 που «ἐφανερώθη, ἳνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἂρη καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῶ οὐκ ἒστι» 34. Εάν στην προφητική γραμματεία του Ησαΐα το επίθετο άγιος αποδίδεται στο πρόσωπο του Θεού (το τρεις φορές άγιος), κατά τον ίδιο τρόπο, ο τρισάγιος ύμνος των Σεραφείμ αντιστοιχεί στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Ἃγιος, Ἃγιος, Ἃγιος Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καὶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἒρχόμενος» 35. Ο Θεός ως «ο ὤν», ως αιώνιο παρόν αποκαλύπτει την αγιότητά του και αναδεικνύεται ως Άγιος. Είναι ο μόνος Άγιος από την φύση του, είναι ο μόνος Θεός: «ὁ δεσπότης, ὁ ἃγιος καὶ ὁ ἀληθινός» 36. Η έννοια της αγιότητας είναι ίδια τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή Διαθήκη, όπως αποκαλύπτεται από τον ίδιο τον Θεό. Η 31 Ἰω. 17,11 32 ΛΒΘ, σ.23, Ἰω.17,19 24, 33 Μκ.1,24 34 Α Ιω. 3,5 35 Ἀποκ.4,8 36 Ἀπ. 6,10 21
αγιότητά Του είναι ασύγκριτη 37 και εμφανίζεται στο χαρακτήρα Του 38, στο όνομά Του 39, στα λόγιά Του 40, στα έργα Του 41 και στην βασιλεία Του 42. Oι ουράνιες στρατιές λατρεύουν τον Άγιο Θεό και ακατάπαυστα δοξολογούν την αγιότητά Του 43. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να δοξολογείται και από τους ανθρώπους 44. Η αγιότητα του Θεού απαιτεί αγία υπηρεσία 45. Πρέπει να προξενεί στους πιστούς ιερό φόβο 46. Πρέπει να την υμνούν 47 και να τη μιμούνται 48. Η ενανθρώπιση του Υιού του Θεού αποτελεί την αποκάλυψη της αγιότητας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι «η ενσάρκωση του Χριστού αποτελεί τη βάση του αγιασμού και της θεώσεως των πιστών» 49, των μελών της αγίας Εκκλησίας Του, την οποία αγάπησε «καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἳνα αὐτὴν ἁγιάσῃ, ἳνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῶ ἒνδοξον τὴν Εκκλησίαν, μὴ ἒχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἢ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ ἳνα ἦ ἁγία καὶ ἂμωμος» 50. Ο Χριστός ήρθε για να αγιάσει τον κόσμο και τον άνθρωπο. Επιθυμεί τον αγιασμό για τον λαό Του 51 και τον 37 Ἐξ. 15,11, Α Σαμ. 2,2 38 Ψαλμ 22,3 Ιω 17,11 39 Ἠσ. 57,15, Λκ. 1,49 40 Ψαλμ 60, 6 Ιερ 23,9 41 Ψαλμ 145, 170 42 Ψαλμ 57,8 Μτ. 13,41 Ἀπ. 21,27 Ά Κορ. 6 9,10 43 Ἠσ. 6, 3 Απ. 4, 8 44 Α Χρον. 16,10, Ψαλμ 48,1 Απ. 15,4 45 Ἰησ. 24,19 Ψαλμ 99, 5 46 Απ. 13,4 47 Ψαλμ 30,4 48 Λευ 11, 44 Α Πέτρ 1, 15 16, Βλ. όλες αυτές τίς παραπομπές των χωρίων της Αγίας Γραφής στο Μιλτ. Δ. Αγγελάτο, ΒΕ 1, Αθήνα 1965, σ. 18 49 Αντώνιος Παπαδόπουλος, ο. π., σ. 29 50 Ἐφ. 5,15 27 51 Ἰω. 17,17 22
πραγματοποιεί στον λαό Του 52, στην Αγία Εκκλησία Του. Η αγιότητα της Εκκλησίας, ως Σώμα Χριστού, προέρχεται από την Κεφαλή της τον Χριστό, που την αγίασε με το άγιο αίμα Του, και όχι από τα μέλη της. Η ουσία της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και η αγιότητά Του, η οποία «είναι απόλυτη, των μελών της Εκκλησίας σχετική, αφού εξαρτάται από τη συμμετοχή τους στην αγιότητα του Χριστού». 53 Ο αγιασμός και η αγιότητα είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης απόφασης να ακολουθήσει κανείς το Χριστό και να υποτάσσεται στο Θεό 54, και της φανέρωσης της χάρης του Θεού 55 και της ενώσεως του ανθρώπου με τον Χριστό 56. Στην Καινή Διαθήκη η αγιότητα «παίρνει μία νέα διάσταση, εσωτερική, δηλωμένη δια του όρου τελείωση: «Ἒσεσθε οῦν ὑμεῖς τέλειοι, ὣσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» 57. Η πραγματοποίηση της τελειώσεως του ανθρώπου, του αγιασμού και της συμμετοχής στην θεία αγιότητα εξαρτάται από την «ενσωμάτωση και την παραμονή του ανθρώπου στο Χριστό» 58, που έγινε για μας δικαιοσύνη, αγιασμός και απολύτρωση 59. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια και ο αγώνας του ανθρώπου για την «απόκτηση» (ως συμμετοχή στη θεία αγιότητα) της αγιότητας εξαρτάται αποκλειστικά από το Χριστό. Όμως, ο αναστημένος 52 Ἐφ. 5,25 27 53 Αντώνιος Παπαδόπουλος, ο.π., σ. 29 54 Ρωμ. 6,22 55 Τιτ. 2, 3, 11,13 56 Ἰω.15,4 5, Βλ. όλες αυτές της παραπομπές των χωρίων της Αγίας Γραφής στο Μιλτ. Δ. Αγγελάτο, ΒΕ 1, Αθήνα 1965, σ.17 57 Pintea Dumitru, ο.π. σ. 138, Μτ. 5,48 58 Αυτόθι, σ. 138, Μτ. 15,5 59 Α Κορ. 1,30 23
Χριστός ενεργεί διά του Πνεύματός Τού μέσα στην αγία Του Εκκλησία, η οποία διαθέτει τα άγια μυστήρια, πού διατίθενται στον άνθρωπο για να μπορέσει να γεννηθεί, να αναπτυχθεί και να γίνει τέλειος ἐν Χριστῶ. Έτσι, λοιπόν, ο αγιασμός του ανθρώπου δεν νοείται εκτός Εκκλησίας, η οποία γίνεται condition sine qua non για την τελείωση και τη σωτηρία του ανθρώπου. Δια της ἐν Χριστῶ γεννήσεώς του ο άνθρωπος γίνεται Χριστιανός, μέλος του μυστικού σώματος του Χριστού, Χριστοφόρος, «άγιος», διότι διά του αγίου μυστηρίου του βαπτίσματος ζει και κινείται ἐν Χριστῶ. Από εδώ παρατηρούμε ότι η αγιότητα του ανθρώπου έχει ένα εκκλησιολογικό χαρακτήρα, που δεν είναι παρά Χριστοκεντρικός, Τριαδοκεντρικός. Η συμμετοχή στην αγιότητα του Χριστού, δηλαδή, η τελείωση του Χριστιανού είναι μία προσωπική υπόθεση. Κατ αυτόν τον τρόπο, «οι Χριστιανοί, ενσωματωμένοι στην ενότητα του αναστημένου σώματος του Σωτήρος Χριστού, αναπτύσσουν μία προσωπική συνεργεία μετ Αυτού. Ο Χριστός ενεργεί δια του Αγίου Πνεύματος με προσωπικό τρόπο στον καθένα από αυτούς, που Τον δέχτηκαν και Τον ομολογούν, ανυψώνοντάς τους στην κατάσταση της αναστημένης και θεουμένης ανθρωπότητάς Του, και τους προάγει σε μία στενότατη ένωση μαζί Του. Κατ αυτόν τον τρόπο η λέξη «άγιος στην Καινή Διαθήκη, εκτός της έννοιας εξάρτησης και αφιέρωσης στο Θεό, συνεπάγεται και ένα νέο θετικό περιεχόμενο, μία εσωτερική ιδιότητα σε συνάρτηση με το να είσαι ἐν Χριστῶ» 60. 60 Pintea Dumitru, ο.π. σ. 138, Γαλ. 2, 20, 24
Ο ίδιος ο Χριστός αποκαλύπτει τη δυνατότητα του ανθρώπου να αγιαστεί. Ο Κύριος, «στην αρχιερατική Του προσευχή, ζητά από τον Θεό Πατέρα τον αγιασμό ή τον δόξα των μαθητών Του: «αγίασον αυτούς» 61. Προσεύχεται «ἳνα ώσιν ἓν καθώς ήμείς ἓν ἓσμεν». Προσεύχεται να γίνουν ένα, να είναι ενωμένοι όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά ενωμένοι με τον αγιάζοντα Χριστό, να παραμένουν στον κορμό της αμπέλου, για να φέρουν καρπούς, επειδή «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» 62. Η μετά Χριστού ένωση των πιστών πρϋποθέτει την εγκατοίκηση του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, εγκατοίκηση η οποία εξαρτάται από τον ερχομό του Πνεύματος του Χριστού. Δια τούτο ο Κύριος αναγγέλει ότι αυτή η ένωση θα πραγματοποιηθεί μετά την ανάληψή Του, λέγοντας: «ἒτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ με, ὃτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε. ἐν ἐκείνη τῆ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὃτι ἐγὼ ἐν τῶ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν έμοὶ, κἀγὼ ἐν ὑμῖν» 63. Ο πατήρ Stăniloae παρατηρεί ότι «ο ίδιος ο Κύριος μιλάει για την πνευματική και αόρατη Του εγκατοίκηση, η του Πνεύματός Του, δηλαδή της δύναμης και της άκτιστης θεϊκής ενέργειας σ εκείνους, που με πίστη προσκολλώνται σ Αυτόν, όταν λέγει: «ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν,καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ αὐτῶ ποιήσομεν» 64, «οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς ἒρχομαι πρὸς ὑμᾶς» 65. Η εγκατοίκησή Τού, ή η ένωση και 61 Αντώνιος Παπαδόπουλος, ο.π. σ. 29,Ἰω. 17,17 62 Ἰω. 15,50 63 Ἰω. 14,19 20 64 Pr. Prof. D. Stăniloae, Sfințenia în Ortodoxie εν Ortodoxia 1, (1980) 33, Ἰω. 14,23 65 Ιω. 14, 18 25
η ενότητα των πιστών στο όνομά Του και μετ Αυτού, δια του Πνεύματός Του, πραγματοποιήθηκε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Αυτή η αόρατη παρουσία και παραμονή του Χριστού, δια του Πνευματός Του, συνεχίζει να πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία, η οποία, ως συνεχής Πεντηκοστή, μεταμορφώνει και αγιάζει τα ζωντανά της μέλη, διά του Πνεύματός Του, που αδιαλείπτως προσεύχεται, κράζοντας «Άββα Πατήρ», διαιωνίζοντας κατ αυτόν τον τρόπο την προσευχή του Χριστού υπέρ της ενότητας των πιστών στη δόξα Του. Η Πεντηκοστή βιώνεται από όλους τούς αγίους της Εκκλησίας 66, οι οποίοι, ως «εκλεκτά δοχεία», φιλοξενούν τον Χριστό και είναι ζωντανοί ναοί του Αγίου Πνεύματος. Αναφερόμενος στη θεωρία του Χριστού, την οποία απολαμβάνουν αυτοί που «φιλοξενούν» τον Κύριο, ο πατήρ Stăniloae λέγει ότι αυτή η θεωρία: «δεν είναι μόνο μία θεωρητική επίγνωση, αλλά είναι εμπειρία της ζωντανής και ενεργητικής παρουσίας του Ζωντανού Θεού που ζωοποιεί και εκείνον στον οποίο κατοικεί» 67. Η παραμονή του Χριστού στον πιστό σημαίνει πηγή ζωής. Η συνεργασία του πιστού με τον Χριστό, ως συνέπεια της πνευματικής δίψας, που αναζητά το «αθάνατο ύδωρ» οδηγεί στο πότισμα και στην πλημύρα της ψυχής και της καρδιάς του ανθρώπου. Λουσμένη και πλημυρισμένη από το αθάνατο ύδωρ, η ψυχή του ανθρώπου καρποφορεί: «Ὁ μένων ἐν έμοί, κἀγὼ ἐν αὐτῶ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν» 68. Ποιός είναι αυτός ο καρπός για τον οποίο μιλάει ο 66 Αντώνιος Παπαδόπουλος, ο.π. σ. 30 67 Pr. Prof. D. Stăniloae, ο.π. σσ.33 34 68 Ἰω.15,5 26
Χριστός, τον οποίο πρέπει να φέρνει κάθε άνθρωπος, το πληροφορούμαστε από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος τον ονομάζει: «καρπό τοῦ Πνεύματος», «δεδομένου ότι το Πνεύμα είναι το Πρόσωπο δια του οποίου ο Χριστός ενεργεί μέσα μας, προτρέποντας και σφραγίζοντας με τη δύναμή Του τις πράξεις και τις ενέργειές μας: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» 69. Ο «καρπός του Πνεύματος», για τον οποίο μιλά ο Απόστολος Παύλος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μετοχή και οικείωση της αγιότητος του Χριστού, ως αποτέλεσμα συνεργείας μεταξύ Χριστού και ανθρώπου, δια της παρουσίας του Πνεύματός Του. Η αγιότητα (αγιοσύνη) «πραγματοποιείται πλήρως και τίθεται στη διάθεση του ανθρώπου από το Θεό στο πρόσωπο του Χριστού» 70, η άμεση πηγή της κάθε σχετικής αγιότητας. Όμως η εγκατοίκηση του Χριστού μέσα στον πιστό δεν νοείται χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος «το θείο Πρόσωπο, που φέρνει στις καρδιές την ενέργεια της Αγίας Τριάδος και ιδιαίτερα την θεανθρώπινη ενέργεια του Χριστού, αποτέλεσμα της ενώσεως των δύο ενεργειών του Χριστού, θεϊκής και ανθρώπινης» 71. Κατ αυτόν τον τρόπο η αγιότητα, παρατηρεί ο πατήρ Stăniloae, εμφανίζεται ως «καρποφόρα και καρποφορούμενη παρουσία του Πνεύματος του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, ίδια με την προκαταβολική παρουσία της αιώνιας ζωής μέσα 69 Pr. Prof. D. Stăniloae, ο.π. σ.34, Γαλ. 5, 22 23 70 Αυτόθι, σ. 37 71 Αυτόθι, σ.37 27
του» 72. O Απόστολoς Παύλος, «ενώνει στενότατα τον «καρπὸ του Πνεύματος» με την αγιότητα και με την αιώνια ζωή» 73, όταν λέγει: «νὺν δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῶ Θεῶ εἲχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωἠν αἰώνιον» 74. Η Εκκλησία αναφέρεται στην «επιδημία» του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Η θεϊκή Του δύναμη αγίασε τους Αποστόλους αμέσως και παρέμεινε διαρκώς μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, στα ζωντανά της μέλη, που έγιναν «ναοί του Αγίου Πνεύματος». Αυτός ο αγιασμός ούτε στην περίπτωσή τους δεν έγινε αυτόματα, δηλαδή χωρίς την συνεργασία των Αγίων Αποστόλων. Η προετοιμασία τους πραγματοποιήθηκε από τον Υιό του Θεού επί τρία χρόνια, τον Οποίον είδαν αναστημένο. Ως μιμητές του Χριστού οι Απόστολοι προετοιμάζουν τα εν δυνάμει μέλη της Εκκλησίας δια του λόγου του κηρύγματός τους, που η δύναμή του έκανε να πέσει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἃγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον» 75 και πείθουν αυτούς με τις θαυμαστές θεραπείες και σε διάφορα θαύματα και σημεία 76 : «Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῆ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο» 77. 72 Αυτόθι, σ. 34 73 Αυτόθι, σ. 34 74 Ρωμ. 6,22 75 ΛΒΘ, σ. 23, Πραξ. Απ. 10,44 76 βλ. Pr. Prof. D. Stăniloae, ο.π. σ. 37 «Με αυτή τη δύναμη της θείας χάρης θεράπεψε ο απόστολος Πέτρος τον χωλό στην Ωραία πύλη του ναού (Πραξ Απ. 3, 7), με την ίδια δύναμη θεραπεύει τον Αινεία στη Λύδδα και ανασταίνει την Ταβιθά στην Ιόππη (Πραξ Απ. 9. 34, 40). Με την ίδια δύναμη ο απόστολος Πέτρος ανακάλυψε τον Ανανία και την Σαθφείρα (Πραξ. Απ. Κεφ. 5, και μπορούσε μόνο με το πέρασμα της σκιάς του να θεραπέψει τους αρρώστους που έβγαιναν στους δρόμους από όπου περνούσε. Αυτή η δύναμή (η θεία χάρη που αγιάζει τον άνθρωπο), που βρισκόταν στους αγίους Αποστόλους, τους έβγαλε 28
Η ἐν Χριστῶ ζωή αποτελεί συμμετοχή στην αγιότητα του Θεού, σημαίνει αγία ζωή. Γι αυτό οι Χριστιανοί οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με την αγιότητα, που προέρχεται από το Θεό, να αποκτούν χρηστοήθεια και δια της ολοκληρωτικής τους αφιέρωσης στο Θεό να μιμούνται τον Χριστό για να γίνουν μέτοχοι της αγιότητάς Του. Λόγω αυτής της συμμετοχής στην αγιότητα του Θεού ονομάζονται άγιοι τα μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ. Έπειτα, η ονομασία «άγιος» επεκτάθηκε στην Χριστιανική κοινότητα της Ιουδαίας 78, και σε όλους τους πιστούς 79. Βλέπουμε ότι η λέξη «άγιος» στην Καινή Διαθήκη ταυτίζεται με τη λέξη Χριστιανό. Όλοι αυτοί Χριστιανοί έγιναν Χριστοφόροι και Πνευματοφόροι δια των θείων μυστηρίων της Εκκλησίας και ως εν δυνάμει άγιοι σχηματίζουν το αληθινό «ἒθνος ἃγιον» και το «βασίλειον ἱεράτευμα», συγκροτώντας τον «ἃγιον ναὸν» 80. Η λέξη «άγιος», που χαρακτηρίζει τον ενάρετο άνθρωπο του Θεού, χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη μόνο μία φορά «ως προσηγορία ενός ορισμένου προσώπου, του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, τον οποίον φοβόταν ο Ηρώδης: «εἰδώς αὐτόν ἂνδρα δίκαιον καὶ ἃγιον» 81. με θαυμαστό τρόπο από τη φυλακή στα Ιεροσώλημα (Πραξ. Απ. 5,19) και τον Παύλο και Σίλα από τη φυλακή των Φιλίππων (Πραξ. Απ. 16, 26)». 77 Πράξ. Ἀπ. 2,43 78 Πράξ. Ἀπ. 9,31 41 79 ΛΒΘ, σ. 23, Ρωμ.16,2. Β Κορ. 1,1. 13,12 80 Αυτόθι, σ. 23, Α Πε. 2,9, Εφ. 2,21 81 Πρωτ. Γεωργίου Τσέτση, Η ένταξις των αγίων στο εορτολόγιο, σ. 20, Μκ. 6,20 29
Παρατηρούμε ότι η αποστολική κοινότητα της Ιερουσαλήμ αφομοίωσε τη διδασκαλία και το λεξιλόγιο της Παλαιάς Διαθήκης 82. Ο Θεός είναι ο Άγιος Πατήρ 83. Άγιο είναι το Όνομά Του 84, το ίδιο ο Νόμος 85 και η Διαθήκη Του 86. Άγιος είναι ο ναός Του και η ουράνια Ιερουσαλήμ 87. Αφού ο Θεός είναι Άγιος και αυτοί τους οποίους επέλεξε 88 οφείλουν να είναι άγιοι 89. Οι άγιοι Πατέρες, οπλισμένοι με το όπλο της Αγίας Γραφής και ανατρεφόμενοι από τον ιερό λόγο των Γραφών, υιοθετούν την βιβλική ορολογία του «αγίου» και της «αγιότητας» και επιτυγχάνουν, με τη βοήθεια του Θεού, να αποκαλύπτουν βαθύτατες κρυμμένες έννοιες και καταστάσεις του «αγίου» και της «αγιότητας» μέσω των εμπειριών τους. 2. Άγιος και αγιότητα κατά την πατερική παράδοση Στην πατερική ορολογία, η λέξη «άγιος» χαρακτηρίζει πρωτίστως το Θεό, και αναφέρεται σ Αυτόν, ως ουσία και πηγή της αγιότητας 90, από την οποία προέρχεται και εξαρτάται κάθε σχετική αγιότητα. Ο Θεός, ο 82 Ο ίδιος Τριαδικός Θεός αποκαλύπτεται ἐν σκιά και νόμῳ. Θεόπνευστη είναι ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη και θεοδίδακτοι και εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα είναι όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες: «ἃγιοι» και «ἁγιώτατοι» και «πατέρες» καλούνται από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο (Λογ. 33,15 PG36, 232C 233B, Λογ. 9,6 PG 35, 825B, Λογ. 21,37 PG35, 1128AB, Λογ. 34, 4 PG36, 245A). Ο Θεός μιλάει «διά στόματος τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ αἰῶνος Προφητῶν αὐτοῦ» (Λκ. 1,70), και λαλεί «διά στόματος πάντων ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν άπ αἰῶνος» (Πραξ. 3,21). 83 Ἰω. 17,11 84 Λκ. 1,49 85 Ρωμ. 7,12 86 Λκ. 1,72 87 Α Κορ. 3,17. Απ.21,2 88 Η αγιότητα των χριστιανών προέρχεται από εκλογή (Ρωμ. 1,7. 1Κορ. 1,2) 89 Α Πε.1,15 Λευ.19,2 90 G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexikon, σ. 18 30
μόνος άγιος από την φύση του, είναι αγάπη, και η αγάπη προϋποθέτει πρόσωπα για να εκδηλωθεί. Ο Θεός είναι πρόσωπο, είναι Τριάδα Προσώπων. Έτσι αποκαλύπτεται και έτσι γνωρίζεται από τους αγίους, που συμμετέχουν στην αγιότητα του και συνήλθαν εις κοινωνίαν με Αυτόν. Από Αυτόν (από τον Θεό) αντλούν την σχετική αγιότητά τους οι άγιοι. Έτσι, ο άγιος (ο θεούμενος άνθρωπος) αποκαλύπτει μία σχέση ολοκληρωτικής εξαρτήσεως από τον Θεό 91. Ο άγιος αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο Θεό, προσφέρει την ύπαρξή του και, γινόμενος «εκλεκτόν δοχείον», αφανίζει δια της ταπείνωσης τον εαυτό του, για να προβάλει τον Χριστό: «ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» 92. Ο άγιος είναι η προέκταση της παρουσίας του Χριστού. Με τον όρο «άγιο» δηλώνεται ο «ἂνθρωπος τοῦ Θεοῦ», ο «φίλος τοῦ Θεοῦ», αυτός που με την τέλεια αγάπη προς τον Θεό πήρε το σταυρό του και ακολούθησε τον Χριστό (μιμήθηκε τον Χριστό) και αξιώθηκε από τον Θεό να αγιαστεί και να θεωθεί και ως προς την ψυχή και ως προς το σώμα, και δοξάστηκε από το Θεό με το χάρισμα της θαυματουργίας και της παρρησίας να πρεσβεύει για μας 93. Εάν ο Θεός είναι άγιος, τότε και οι άνθρωποι, ως κατ εικόνα και κατ ομοίωσιν δημιουργήματα του Θεού, οφείλουν να γίνουν άγιοι: «ἃγιοι ἒσεσθε, ὃτι ἃγιος ἐγώ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» 94. Η ενσάρκωση του Χριστού αποτελεί τη βάση του αγιασμού και της θέωσης των πιστών. Ο Υιός του 91 P. Evdokimov, L Orthodoxie, Neuchatel Paris 1959, σ. 201 92 Γαλ. 2, 20 93 Μελετίου (Νικοπόλεως) Καλαμαρά, Αγιολογία, Αθήνα 1972, σ.24 94 Λευ.19,2 31
Θεού λαμβάνει την ανθρώπινη φύση, για να την αγιάσει δια του Αγίου Πνεύματός Του. Γι αυτό τον αγιασμό μιλάει ξεκάθαρα ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας: «Εἰ δὲ ἡμῶν χάριν ἑαυτὸν ἁγιάζει, καὶ τοῦτο ποιεῖ ὃτε γέγονεν ἂνθρωπος, εὒδηλον ὃτι καὶ ἡ εἰς αὐτὸν ἐν τῶ Ἰορδάνῃ τοῦ Πνεύματος γενομένη κάθοδος εἰς ἡμᾶς ἦ γινομένη, διὰ τὸ φορεῖν αὐτὸν τὸ ἡμέτερον σῶμα. Καὶ οὐκ ἐπὶ βελτιώσει τοῦ Λόγου γέγονεν, ἀλλ εἰς ἡμῶν πάλιν ἁγιασμόν, ἳνα τοῦ χρίσματος αὐτοῦ μεταλάβωμεν, καὶ περὶ ἡμῶν λεχθείη Οὐκ οἲδατε, ὃτι ναὸς Θεοῦ ἐστε, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» 95 Ο αγιασμός είναι το έργο του Αγίου Πνεύματος 96, και τίποτε δεν φέρνει τον αγιασμό παρά μόνο η παρουσία 97 του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί μέσα στον άνθρωπο κράζοντας «Άββα, ο Πατήρ». Η οικείωση με τον Θεό γίνεται μόνο δια αγιασμού: «δι ἁγιασμοῦ ἐστιν ἠμῖν ἡ πρὸς τὸν ἃγιον οἰκείωσις» 98. Ο Μ. Βασίλειος στην ερώτηση: «Τι ἐστιν ἁγιασμός καὶ πῶς αὐτόν κτησώμεθα;» απαντά: «Ἁγιασμός ἐστιν το ἀνακεῖσθαι τῶ ἁγίῳ Θεῶ ἐξ ὁλοκληρου καὶ ἀδιαστάτως ἐν παντί καιρῶ, διὰ φροντίδος καὶ σπουδῆς τῶν αὐτῶ ἀρεσκόντων» 99. Κατ αυτόν τον τρόπο ο εραστής του Θεού απαλλάσσεται από κάθε υλικό και σωματικό πάθος, από κάθε ακαθαρσία για να μετάσχει στην απάθεια και αγιότητα του Θεού 100. Η 95 Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α 47, PG 26, 108C, εν ΕΠΕ 2, σ.160 96 Μ. Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 3, 3 PG 31, 1349D, εν ΕΠΕ 9, σ.434, βλ. του ιδίου αγίου, Εἰς Ψαλμόν 32, 4, PG 29, 333B, εν ΕΠΕ 5, σσ.174 176 97 Πρόκειται για μία ενεργειακή και ενεργητική παρουσία του Αγίου Πνεύματος που φέρνει τον Χριστό και αγιάζει τον άνθρωπο. 98 Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμόν 28, 1, PG 29, 281CD, ΕΠΕ 5, σ. 98 99 Μ. Βασιλείου, Ὃροι κατ ἐπιτομήν 53, PG 31, 1117BC 100 Μ. Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις, PG 31, 1324C, ΕΠΕ 9, σ. 397 32
νέα κατάσταση, την οποία βιώνει ο ενάρετος άνθρωπος (ο άγιος), λέγεται αγιωσύνη 101. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η αγιότητα των αγίων είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης συνέργειας Θεού και ανθρώπου. Η αγιότητα είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και των καλών έργων 102. Δια του όρους «κοινωνία», όρος κλειδί στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου Περὶ τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, ο άγιος πατέρας εκφράζει την ενεργή και αγιάζουσα παρουσία του Αγίου Πνεύματος 103. Το Άγιο Πνεύμα είναι το Θείο Πρόσωπο που αγιάζει τον άνθρωπο και ολόκληρη την κτίση, ορατή και αόρατη, διότι κατέχει την αγιότητα κατά φύση και είναι πηγή αγιότητας «Τὸ Πνεῦμα ἐλευθεροῖ τὸ Πνεῦμά ἐστιν τὸ ζωοποιοῦν ἡ κτίσις ἁγιάζεται, τὸ Πνεῦμά ἐστιν τὸ ἁγιάζον. Κἃν ἀγγέλους εἳπῃς, κἃν ἀρχαγγέλους, κἃν πάσας τὰς ὑπερκοσμίους δυνάμεις, διὰ τοῦ Πνεύματος τήν ἁγιωσύνην λαμβάνουσισν. Αὐτὸ δὲ τὸ Πνεῦμα φυσικὴν ἔχει τὴν ἁγιότητα, οὐ κατὰ χάριν λαβόν, ἀλλὰ συνουσιωμένην αὐτῷ Ὃ τοίνυν φύσει ἅγιον, ὡς φύσει ἅγιος ὁ Πατὴρ, καὶ φύσει ἅγιος ὁ Υἱὸς» 104. Διά της αγιάζουσας παρουσίας του Αγίου Πνεύματος «δημιουργεί την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, και, κατά συνέπεια μεταξύ των ανθρώπων ως κοινωνία αγίων» 105. Η κοινωνία αγίων πραγματοποιείται σε κάθε Θεία Λειτουργία δια της θείας Ευχαριστίας. H προσευχή της επίκλησης της αγίας αναφοράς του αγίου 101 Μ. Βασιλείου, Ασκητικαί Διατάξεις 21,3, PG 31, 1397C, ΕΠΕ 9, σ. 502 102 Ι. Χρυσοστόμου, Εἰς Εβρ.Ὁμ. 17, 4, P.G. 63, 133 103 John Meyendorff, Teologia Bizantină. Tendințe istorice şi teme doctrinare, Bucureşti, 1996, σ. 232 104 Βασιλείου του Μεγάλου, Ἐπιστολὴ 159, 2, Εὐπατερίῳ, καὶ τῇ θυγατρί, PG 32, 621AB 105 John Meyendorff, ο.π. σ. 233 33
Βασιλείου, εκφράζει την πνευματική διάσταση της κοινωνίας: «σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, ἃγιε ἁγίων, ἐυδοκίᾳ τῆς σῆς ἀγαθότητος, ἐλθεῖν τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἃγιον έφ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκοίμενα δῶρα ταῦτα καὶ εὐλογῆσαι αὐτὰ καὶ ἁγιάσαι καὶ ἀναδεῖξαι ἡμᾶς δὲ πάντες, τοὺς ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου μετέχοντας, ἑνώσαις ἀλλήλοις εἰς ἑνὸς Πνεύματος ἁγίου κοινωνίαν» 106. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προβάλλει την κοινή πίστη των αγίων της Εκκλησίας κατά την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Αυτή η κοινή πίστη αποτελεί την «καλή παρακαταθήκη της Εκκλησίας, της οποίας επίκεντρο είναι η ομολογία και η προσκύνηση του Τριαδικού Θεού» 107. Η πίστη στον Αληθινό Θεό συγγενεύει και ενοποιεί δια της ενιαίας ενέργειας του Αγίου Πνεύματος την ζωή των αγίων όλων των εποχών. Έτσι, πλάι στους αποστόλους τίθενται όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, οι προ Χριστού και μετά Χριστού μάρτυρες και οι ποιμένες της μεταποστολικής εποχής 108. Όλοι αυτοί συγκροτούν το χορό των αγίων, στους οποίους προστίθενται οι άγιοι πατέρες, οι ιεράρχες, οι θεολόγοι, οι ομολογητές, οι όσιοι και όλοι οι μιμητές του Χριστού, που έδωσαν μαρτυρία Χριστού. O άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος πολλές φορές καταφεύγει στους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης για να υποστηρίξει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος ενώπιον των πνευματομάχων. Αναγνωρίζει τον 106 Βασιλείου του Μεγάλου, Θεία Λειτουργία ἐν Ἰερατικόν, Αθήνα, 2000, σσ. 167 168 πρβλ. John Meyendorff, ο.π. σ. 234 107 Δέσπω Αθ. Λιάλιου, Γρηγοριανά Α, σ. 188 108 Αὐτόθι, σ.188 34
πνευματοκίνητο χαρακτήρα της ζωής και του λόγου των απ αιώνος αγίων και αποδίδει την ομολογία και την υπεράσπιση της πίστεως στον Τριαδικό Θεό, καθώς και την ορθόδοξη κατανόηση της Αγίας Γραφής στην παρουσία και εμπειρία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όλα αυτά είναι μαρτυρίες της αναγνώρισης της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, που ανάγεται κυρίως στην βίωση «της ανακαινιστικής και θεωτικής δύναμης του Πνεύματος». Οι δίκαιοι και οι άγιοι της Παλαιάς Διαθήκης είναι οι φορείς της μαρτυρίας του Τριαδικού Θεού και της εμπειρίας του Αγίου Πνεύματος. Ενδεικτικά παραδείγματα συναντάμε στο βίο του κάθε ενεργουμένου και έμπειρου της παρουσίας του Τριαδικού Θεού, κυρίως κατά τα γεγονότα των Θεοφανιών των δύο Διαθηκών. Όλοι ενήργησαν υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και ενδυναμώθηκαν στην άσκηση του έργου τους με τη δύναμή Του. Έτσι π.χ. ο Δαβίδ ονομάζεται μακαριότατος, θείος, μέγας, ο Ιεζεκιήλ «επόπτης και εξηγητής των μυστηρίων και θεαμάτων», ο Μωϋσής «θείων μυστηρίων επόπτης τε και μυσταγωγός», ο Ιωήλ μακάριος και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης «άγιοι, αγιότατοι και πατέρες 109». Γενικά η Εκκλησία μιλάει από την εμπειρία της δια των αγίων της Πατέρων. Η αντίληψη και η πίστη της είναι ότι μόνο ο Θεός είναι Άγιος και πηγή αγιότητας. Ο Θεός αποκαλύπτεται ως Άγιος στο πρόσωπο του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Μόνο δι Αυτού και ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι αγιάζεται ο άνθρωπος. Εκτός Χριστού δεν μπορεί να γίνεται συζήτηση για 109 Αυτόθι, σ. 189 35
ενάρετο βίο, ούτε για τον αγιασμό του ανθρώπου. Από Αυτόν εξαρτάται κάθε αγιασμός. Ο Χριστός επιθυμεί τον αγιασμό του λαού Του 110, τον πραγματοποιεί στο λαό Του 111, και είναι παράδειγμα αγιασμού 112. Ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι ο αγιασμός: «άγιοι έσεσθε, ότι άγιος ειμί εγώ ο Κύριος» 113. Όμως αυτός ο σκοπός πραγματοποιείται μόνο δια του Χριστού: «ὃτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» 114. Η ενσάρκωση του Υιού του Θεού έχει ως σκοπό τον αγιασμό του ανθρώπου, την θέωση. Η αιτία είναι η υπερβολική αγάπη του Θεού προς τον κόσμο. Ταυτόχρονα ο Θεός είναι Αγάπη, είναι κοινωνία αγάπης, που εκδηλώνεται μεταξύ προσώπων. Αυτή η αγάπη αποκαλύπτεται στον κόσμο και αποκαλυπτόμενη, δρα και ενεργεί μέσα στον κόσμο. Το έργο του Χριστού είναι έργο αγάπης και προσφοράς. Από πολύ αγάπη προσέφερε τον εαυτό Του για τον άνθρωπο. Από εδώ καταλαβαίνουμε την κεφαλαιώδη σημασία της αγάπης. Η αγάπη γεννά την προσφορά και η προσφορά προσελκύει την αγάπη. Ο Σωτήρας μας λέει: «ἐάν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ αὐτῶ ποιήσομεν» 115. Η εγκατοίκηση και η παραμονή του Χριστού μέσα στον άνθρωπο έχει ως απαραίτητες προϋπόθεσεις την αγάπη του ανθρώπου προς τον ίδιο τον Χριστό, και την ολοκληρωτική αφιέρωσή του σ Αυτόν. Ο ιερός Χρυσόστομος 110 Ἰω. 17,17 111 Ἐφ. 5, 25 27 112 Ἑβρ. 7,26 Α Πέ. 2, 21,22 113 Λευ. 11.45, 19.2 114 Ἰω. 15,5 115 Ἰω. 24,23 36
εγκωμιάζοντας τον μακάριον Παύλο (τον οποίο θεωρεί επανεμφάνιση του Χριστού) επαινεί την αρετή της αγάπης του αποστόλου, ο οποίος: «τῶ πυρὶ τῆς ἀγάπης ἀναφθείς, ὃλος γέγονεν ἀγάπη» 116. Η δύναμη της αγάπης είναι καθοριστική και «οὐδὲν οὓτως αὐτὸν ἐποίησεν ἂξιον, ὡς ἡ τῆς ἀγάπης δύναμις» και επειδή είχε γνωρίσει τόσο καλά την δύναμή της, την προτείνει στους Χριστιανούς ως τον πιο καλό και εύκολο δρόμο προς την τελείωση 117. Η αγάπη είναι το γνώρισμα των μαθητών του Χριστού, και όλων των αγίων. Η παραμονή στην αγάπη του Χριστού είναι η ίδια η παραμονή του Χριστού μεσα στον άνθρωπο και αυτό σημαίνει πηγή ζωής. Ο Χριστός ενεργεί μέσα στον άνθρωπο δια του Πνεύματός Του, μεταμορφώνοντας και εναρμονίζοντας την ζωή του ανθρώπου με την ζωή Του. Ο άνθρωπος πλημμυρισμένος από την αγάπη του Χριστού, αλλά και που συγχρόνως διψά για το άφθονο ύδωρ της ζωής κενώνει τον εαυτό του, προσφέρει τον εαυτό του στο Χριστό για να αναδειχτεί κοινωνός Χριστού, για να ζει ο Χριστός σ αυτόν. Αύτη είναι η έν Χριστῶ ζωή του άνθρώπου. Το να είσαι ἐν Χριστῶ εκφράζει, σύμφωνα με το Βυζαντινό ευχαριστιακό κανόνα του αγίου Βασιλείου, την ελευθέρως ενσωμάτωση του ανθρώπου στο μυστικό Σώμα του αναστημένου Χριστού δια Βαπτίσματος, Χρίσματος και Θεία Ευχαριστίας 118. Αυτή η πνευματική ενσωμάτωση ή η κατά χάρη μετά Θεού οικείωση του ανθρώπου, πραγματοποιείται μόνο δια της του Πνεύματος υιοθεσίας. Το Άγιο 116 Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς Παύλον Ὁμ. 3, PG 50, 486, ΕΠΕ 36, σ.442 117 Αὐτόθι, PG 50, 486 118 John Meyendorff, ο.π. σ. 219 37
Πνεύμα ενεργεί τα πάντα, καθώς παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Πνεῦμα τὸ ποιῆσαν, τὸ ἀνακτίζον διὰ βαπτίσματος, δι ἀναστάσεως Πνεῦμα τὸ γινῶσκον ἅπαντα, τὸ διδάσκον, τὸ πνέον ὅπου θέλει καὶ ὅσον, ὁδηγοῦν, λαλοῦν, ἀποστέλλον ἐνεργοῦν ὅσα Θεός, μεριζόμενον ἐν γλώσσαις πυρίναις, διαιροῦν χαρίσματα, ποιοῦν ἀποστόλους, προφήτας,εὐαγγελιστὰς, ποιμένας, διδασκάλους 119». Μία αυθεντική εν Χριστῶ ζωή έζησαν μόνο οι άγιοι. Το να ζεις ἐν Χριστῶ, σημαίνει να ζεις για τον Χριστό, και όχι για τον εαυτόν σου. Ο απόστολος Παύλος κατανοεί τη καινή «φιλοσοφία» της ἐν Χριστῶ ζωής και γίνεται γνήσιος μαθητής του Διδασκάλου του. Ο Χριστός πέθανε για μας, αναφέρει, οπότε όλοι είμαστε άξιοι θανάτου. Το ότι ζούμε το οφείλουμε στον Χριστό και γι αυτό πρέπει να ζούμε γι Αυτόν. Το να ζει κάποιος για τον Χριστό σημαίνει ότι απαλλάχθηκε από τον εαυτόν του, δηλαδή θυσίασε το θέλημά του για χάρη του Χριστού. Η θυσία του «εγώ» στην έν Χριστῶ ζωή αποτελεί την νέκρωση του εαυτού. Ο απόστολος Παύλος, πάλι, θυσίαζε τον εαυτόν του καθημερινά, υπόφερε άπειρους θανάτους και υπήρξε νεκρός για τον κόσμο, για τα ανθρώπινα, για τον εαυτόν του, και ζούσε για τον Χριστό, έν Χριστῶ, πιο σωστά, ο Χριστός ζούσε μέσα σ αυτόν. Η εν Χριστῶ ζωή του ανθρώπου αφορά μία σχέση απόλυτης αγάπης και εμπιστοσύνης μεταξύ εγώ και εσύ (Χριστός). Σ αυτή τη σχέση ο άνθρωπος αφιερώνεται αποκλειστικά και ολοκληρωτικά, αυτοθυσιάζεται, αφανίζει το εγώ του, που δεν απειλείται με την 119 Γρηγορίου του Θεολόγου, Περὶ τοῦ ἁγίου Πνευματος, Λόγος 31, 29, PG 36, 165C 168A, πρβλ. Vladimir 38