ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο Διδάσκοντες: Δημητρόπουλος Ανδρ., Καθηγητής του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντωνίου Θ., Επ. Καθηγήτρια του τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Εξάμηνο: Α Εισήγηση: Αικατερίνη Τσιροβασίλη Ημερομηνία: 27/1/2011 Θέμα: «Η διάλυση της Βουλής» ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ: Α. Ορισμός 1. Τακτική διάλυση 2. Έκτακτη διάλυση Β. Ιστορική επισκόπηση 1.Η πορεία από το δικαίωμα διάλυσης ως όπλο του μονάρχη με αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα προς τη θεσμική κατοχύρωση της διάλυσης και την αντικειμενικοποίησή της. 2.Η ιστορική επισκόπηση του θεσμού στα ελληνικά συντάγματα -Το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1932 -Το Σύνταγμα του 1844 -Το Σύνταγμα του 1864 -Το Σύνταγμα του 1911 -Το Σύνταγμα του 1927 -Το Σύνταγμα του 1952 -Το Σύνταγμα του 1975 -Το Σύνταγμα του 1986 μετά την αναθεώρηση 3.Η ιστορική επισκόπηση στα συντάγματα άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης α)τα Συντάγματα των συγκεκριμένων λόγων διάλυσης β)τα Συντάγματα της «ευρείας διατύπωσης» Γ. Οι μορφές διάλυσης της βουλής
α)η κοινοβουλευτική διάλυση 1.Ορισμός 2.Λόγοι διάλυσης αα) Αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης ββ) Κυβερνητική αστάθεια β)η δημοψηφισματική διάλυση 1.Ορισμός 2.Λόγοι διάλυσης i) Δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα ii) Ανανέωση της λαϊκής εντολής Δ. Ειδική ρύθμιση της Προεδρικής διάλυσης Ε. Αναβίωση της βουλής μετά από τη διάλυσή της ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Α. Ορισμός Διάλυση της Βουλής είναι ο βεβαιούμενος με προεδρικό διάταγμα τερματισμός της θητείας των βουλευτών που πραγματοποιείται, είτε με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, είτε σε προηγούμενο χρονικό σημείο κατά τη διαδικασία και τους λόγους που ορίζει το Σύνταγμα και πάντοτε με ταυτόχρονη προκήρυξη εκλογών, προκειμένου να επέλθει η ανανέωση της σύνθεσης του Κοινοβουλίου 1. 1.Τακτική διάλυση Η τακτική διάλυση προβλέπεται στο άρθρο 53 παρ. 1 Σ και σημαίνει τον τερματισμό του βίου της Βουλής με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, την οποία το Σύνταγμα ορίζει ως τετραετής. 2.Έκτακτη διάλυση Η έκτακτη διάλυση σημαίνει τον τερματισμό της θητείας των βουλευτών πριν από τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Η βουλευτική περίοδος είναι πιο σύντομη και όχι πλήρης, επομένως η έκτακτη διάλυση είναι πρόωρη διάλυση. Ο βίος της Βουλής διακόπτεται αιφνιδίως. Η έκτακτη διάλυση έχει έκτακτο χαρακτήρα και αποτελεί απόκλιση από την τακτική λειτουργία του πολιτεύματος, διότι συμβαίνει σε περιόδους συνταγματικοπολιτικής κρίσης. Β. Ιστορική επισκόπηση 1.Η πορεία από το δικαίωμα διάλυσης ως όπλο του μονάρχη με αντικοινοβουλευτικό χαρακτήρα προς τη θεσμική κατοχύρωση της διάλυσης και την αντικειμενικοποίησή της. Το δικαίωμα της διάλυσης κατάγεται από το αγγλικό πολίτευμα και ανήκε στις βασικές προνομίες του στέμματος. Αποτελούσε ζήτημα μοναρχικής πρωτοβουλίας, το οποίο αναδείχθηκε σε μοναρχικό όπλο κατά της αντιπολιτευόμενης Βουλής και μέσο επιβολής του μονάρχη κατά του Κοινοβουλίου 2. Η εποχή του πρώιμου συνταγματισμού χαρακτηρίζεται από έντονη επιφυλακτικότητα απέναντι στο θεσμό. Τα δημοκρατικά συντάγματα του 18 ου αιώνα δεν συμπεριέλαβαν το δικαίωμα διάλυσης. Τα γαλλικά συντάγματα του 1791 και του 1848 1 Bλ. Δημητρόπουλο, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009, σελ.367. 2 Για την αντίθεση αυτή βλ. Δημητρόπουλο, Η γένεση του κοινοβουλευτικούσυστήματος, σελ. 136 επ.
περιείχαν ρητή απαγόρευση. Το δικαίωμα διάλυσης δεν περιείχετο ούτε στα ελληνικά δημοκρατικά συντάγματα της επαναστατικής περιόδου. Τελικά λόγω των ιστορικών συγκυριών το δικαίωμα αυτό επικράτησε και θεωρήθηκε ως δημοκρατικό μέσο επίλυσης των πολιτικών διαφωνιών, εγγύηση εξασφάλισης της έκφρασης της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος. Θεωρήθηκε αντιστάθμισμα μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, σύμφυτο του κοινοβουλευτικού συστήματος 3. Ο χαρακτήρας της διάλυσης μοναρχικός και αντικοινοβουλευτικός, με αυτό τον τρόπο ο μονάρχης 4 εξαφανίζει την «ανυπάκουη» βουλή και παύει την κυβέρνηση. Ο θεσμός στα σύγχρονα συντάγματα αντί να εκλείψει, διατηρήθηκε προσαρμοζόμενος και εξελισσόμενος παράλληλα με την εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήματος, το οποίο ισχυροποιήθηκε αποδυναμώνοντας τον ανώτατο άρχοντα. Το δικαίωμα της διάλυσης αναδείχτηκε σε χρήσιμο θεσμό σε περιπτώσεις που κανένα κόμμα δεν διέθετε την πλειοψηφία, ώστε να αποφευχθούν περιπτώσεις ακυβερνησίας και κυβερνητικής αστάθειας. Από δικαίωμα αντικοινοβουλευτικό, αντιδημοκρατικό, υποκειμενικό με αναιτιώδη 5 χαρακτήρα εξελίχθηκε σε θεσμό δημοκρατικό, αντικειμενικό με αιτιώδη χαρακτήρα. 2.Η ιστορική επισκόπηση του θεσμού στα ελληνικά συντάγματα 6 -Το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1932 Είναι το πρώτο ελληνικό συνταγματικό κείμενο που αναγράφεται το δικαίωμα διάλυσης της βουλής το οποίο αποτέλεσε συνταγματικό όπλο του ηγεμόνα. Το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1932 δεν εφαρμόστηκε. -Το Σύνταγμα του 1844 Περιέχει τη διάλυση ως θεσμό και διαμορφώθηκε ύστερα από τροποποίηση του Όθωνα (εποχή της ελληνικής συνταγματικής μοναρχίας), συγκεκριμένα προβλεπόταν ότι μετά τη διάλυση διενεργούνται εκλογές εντός δύο μηνών και συγκαλείται η βουλή εντός τριών μηνών. -Το Σύνταγμα του 1864 3 Βλ. Ρώτη, Η διάλυση της βουλής, σελ. 35 επ., Σγουρίτσα, Συνταγματικόν δίκαιον Α, σ. 335. 4 Βλ. Δημητρόπουλο, Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήματος κλπ., σ. 21. 5 Βλ. Βενιζέλο, όπ. παρ., σελ. 118. 6 Βλ. Δημητρόπουλο, Η διάλυση της Βουλής, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, σελ. 46 επ.
Το Σύνταγμα του 1864 περιέχει ανάλογη ρύθμιση με αυτή του συντάγματος του 1844. Η καινοτομία που περιέχει είναι η προσυπογραφή του διατάγματος της διάλυσης από το υπουργικό συμβούλιο. -Το Σύνταγμα του 1911 Το Σύνταγμα του 1911 συντέμνει την ως άνω αναφερόμενη προθεσμία σύγκλησης των εκλογέων από δύο μήνες σε 45 ημέρες. -Το Σύνταγμα του 1927 Με το Σύνταγμα του 1927 καταργείται η Βασιλεία και θεσπίζεται δημοκρατικό Σύνταγμα. Για πρώτη φορά επιχειρείται θεσμική διαμόρφωση της διάλυσης, η οποία πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του ΠτΔ μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας με απόλυτη πλειοψηφία των μελών αυτής. Επιπρόσθετα απαγορεύεται η διάλυση δύο συνεχόμενων βουλών και ο θεσμός της αυτοδιάλυσης. -Το Σύνταγμα του 1952 Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παρατηρείται οπισθοδρόμηση του Συντάγματος αυτού στα συντάγματα του 1844 και του 1864, οπότε ο Βασιλιάς μπορούσε οποτεδήποτε χωρίς περιορισμούς να διαλύσει τη Βουλή. -Το Σύνταγμα του 1975 Στο Σύνταγμα αυτό η διάλυση ρυθμίζεται από περισσότερες διατάξεις πρόκειται για «σύστημα διάλυσης της Βουλής». Εδώ καθορίζονται μεν λόγοι διάλυσης, αλλά αυτοί δε είναι γενικοί χωρίς να προβλέπεται διαδικασία πραγματοποίησής τους. Ο πρόεδρος σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 μπορούσε να διαλύσει τη βουλή σε κάθε περίπτωση. Πρώτη φορά διακρίνεται η διάλυση σε δημοψηφισματική και κοινοβουλευτική, αλλά προβλέπεται και η ειδική περίπτωση της προεδρικής διάλυσης. Στο Σύνταγμα αυτό η εξουσία του ΠτΔ είναι απεριόριστη. Ο ΠτΔ μπορούσε να διαλύσει τη βουλή ακόμα και όταν υπήρχε πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. -Το Σύνταγμα του 1986 μετά την αναθεώρηση Η διάλυση προβλέπεται κατά βάση στο άρθρο 41. Με το Σύνταγμα αυτό προέκυψαν σημαντικές τροποποιήσεις, αν και οι μεταβολές έχουν θεωρητικό κυρίως περιεχόμενο, διότι ο ΠτΔ δεν δύναται να διαλύσει τη βουλή λόγω κομματικών σκοπιμοτήτων, μιας και θα κατηγορείτο για κομματισμό και θα επλήττετο το κύρος του. Στο Σύνταγμα αυτό καθιερώνεται αντικειμενικό σύστημα διάλυσης, όμως υπάρχουν νομοτεχνικές ατέλειες που περιπλέκουν την ορθή ερμηνεία του ζητήματος της διάλυσης.
3.Η ιστορική επισκόπηση στα συντάγματα άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τα εν λόγω Συντάγματα κατατάσσονται σε δύο ομάδες: α)τα Συντάγματα των συγκεκριμένων λόγων διάλυσης Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα Συντάγματα της Ελλάδας, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας. Στη Γερμανία το δικαίωμα διάλυσης προέβλεπε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Μετά την επικράτηση του Ναζισμού το θέμα αντιμετωπίστηκε προσεκτικότερα με το Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης του 1949 (αρ. 68, 63 παρ. 4, 58). Σύμφωνα με το άρθρο 68 ο ομοσπονδιακός Καγκελάριος με πρόταση ζητεί την εμπιστοσύνη, εάν δεν εγκριθεί από την πλειοψηφία των μελών της Βουλής, ο ομοσπονδιακός Πρόεδρος δύναται να διαλύσει τη Βουλή, Δεν χρειάζεται προσυπογραφή του Καγκελαρίου ή του αρμοδίου ομοσπονδιακού υπουργού το διάταγμα της διάλυσης του ομοσπονδιακού Προέδρου. Παρόλο που το Γερμανικό και το Ελληνικό Σύνταγμα εντάσσονται και τα δύο στην κατηγορία των Συνταγμάτων συγκεκριμένων λόγων διάλυσης μεταξύ τους έχουν διαφορές. Το Γερμανικό Σύνταγμα αναφέρεται στην κοινοβουλευτική διάλυση, όπως και το Ελληνικό, όμως προβλέπει μόνο το λόγο αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης και όχι και αυτόν της κυβερνητικής αστάθειας που προβλέπει το Ελληνικό Σύνταγμα. Ο Γερμανικός Βασικός Νόμος δεν προβλέπει ως λόγο διάλυσης τη δημοψηφισματική διάλυση. Επιπροσθέτως το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει την υποχρεωτική διάλυση λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, ενώ το Γερμανικό Σύνταγμα για τον ίδιο λόγο την δυνητική διάλυση. β)τα Συντάγματα της «ευρείας διατύπωσης» Στην εν λόγω κατηγορία ανήκουν το Σύνταγμα της Αγγλίας, το οποίο αποκλείει τη «βασιλική διάλυση», η βασίλισσα μπορεί να διαλύσει τη βουλή μόνο μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού, της Γαλλίας, όπου ο θεσμός εμφανίζεται στα συντάγματα της 3 ης περιόδου και εφεξής, της Ιταλίας, της Δανίας, της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου, του Βελγίου, της Πορτογαλλίας. Γ. Οι μορφές διάλυσης της βουλής α)η κοινοβουλευτική διάλυση 1.Ορισμός
Η κοινοβουλευτική διάλυση προβλέπεται στα άρθρα 37, 38 και 41 Σ και ορίζεται ως εκείνη που επιβάλλεται από το κοινοβουλευτικό σύστημα και διενεργείται χάριν της λειτουργίας του είτε λόγω αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, είτε λόγω κυβερνητικής αστάθειας 7. 2.Λόγοι διάλυσης Ο πρώτος λόγος της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης είναι υποχρεωτικός, ενώ ο δεύτερος της κυβερνητικής αστάθειας είναι δυνητικός, και οι δύο για να εφαρμοστούν προηγείται παραίτηση της κυβέρνησης. Η διαδικασία της διάλυσης πραγματοποιείται σε τρία στάδια: 1.Πτώση (παραίτηση ή καταψήφιση) της Κυβέρνησης (αρ.38 παρ.1 Σ) 2.Διερευνητική διαδικασία (αρ.37 παρ. 2 εδ. β και παρ.3 Σ) 3.Κοινοβουλευτική διάλυση για έναν από τους δύο λόγους (αρ. 37 παρ.3 εδ. γ και αρ.41 παρ.1 εδ. γ Σ) Η κοινοβουλευτική διάλυση διενεργείται από οικουμενική ή υπηρεσιακή κυβέρνηση και ποτέ από κυβέρνηση πλειοψηφίας. αα) Αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης είναι η συνταγματικοπολιτική κατάσταση κατά την οποία μετά το πέρας της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα διερευνητικής διαδικασίας διαπιστώνεται η αδυναμία συγκέντρωσης του απαιτούμενου αριθμού βουλευτών και η οποία συνεπάγεται την υποχρεωτική διάλυση 8 Προϋποθέσεις: 1.Παραίτηση ή καταψήφιση της κυβέρνησης 2.Διερευνητική διαδικασία 3.Στάδιο της διάλυσης της βουλής i)έλλειψη δεδηλωμένης (λείπει το αριθμητικό στοιχείο, το corpus ή το βουλητικό στοιχείο, το animus) ii)απαλλαγή της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της και ανάδειξη οικουμενικής ή υπηρεσιακής κυβέρνησης για να διεξάγει τις εκλογές. ββ) Κυβερνητική αστάθεια Κυβερνητική αστάθεια είναι η μετά από εναλλαγή δύο κυβερνήσεων πλειοψηφίας, μέσα στην ίδια βουλευτική περίοδο, από τη σύνθεση της 7 Bλ. Δημητρόπουλο, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009, σελ.372. 8 Bλ. Δημητρόπουλο, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009, σελ.374.
βουλής, προκαλούμενη και απειλούμενη στο μέλλον, εναλλαγή βραχύβιων κυβερνήσεων και η αδυναμία εφαρμογής κυβερνητικού προγράμματος 9. Ο λόγος αυτός αποτελεί εξαίρεση από την αρχή της δεδηλωμένης, σε αντίθεση με τον πρώτο λόγο, της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης ο οποίος αποτελεί εφαρμογή της τέλειας αρχής της δεδηλωμένης. Εδώ η διάλυση είναι δυνατή εφόσον προηγηθεί παραίτηση ή καταψήφιση (είτε απόρριψη ψήφου εμπιστοσύνης είτε η υπερψήφιση πρότασης δυσπιστίας) δύο κυβερνήσεων. Κριτήριο αποτελεί η σύνθεση της Βουλής να μην εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Κυβερνήσεις αρχικής πλειοψηφίας και επιγενόμενης μειοψηφίας. Προσμετρώνται οι τακτικές κυβερνήσεις διαφορετικών κομμάτων ή συνασπισμών (εναλλαγή κυβερνήσεων). Ο λόγος ανάγεται μόνο στη σύνθεση της Βουλής. Αναφερόμαστε στην ίδια βουλευτική περίοδο. Οι συνταγματικές διατάξεις παρέχουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί το διορισμό τρίτης κυβέρνησης. Δεν του παρέχουν όμως την εξουσία να διακόψει ή να συντομεύσει το βίο της κυβέρνησης διαλύοντας της Βουλή. Βασική προϋπόθεση της διάλυσης της Βουλής για κυβερνητική αστάθεια είναι να προηγηθεί παραίτηση της κυβέρνησης. Απαγορεύεται η καταστρατήγηση του Συντάγματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να διαλύσει τη Βουλή εφόσον υπάρχει κυβέρνηση πλειοψηφίας έστω και αν αυτή υποβάλλει σχετική πρόταση. Ζήτημα γεννάται εάν μετά τη δεύτερη παραίτηση τίθεται για δεύτερη φορά πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού ως τρίτης κυβέρνησης. Εφόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συμφωνεί δεν ανακύπτει πρόβλημα. Εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαφωνεί ανακύπτει δίλημμα για διορισμό με βάση την αρχή της Δεδηλωμένης (αρ. 37 παρ. 2 εδ. α Σ) ή για διάλυση της Βουλής (αρ. 41 παρ. 1 εδ. α Σ) και υφίστανται τρεις ερμηνείες. Κατά την ορθότερη ερμηνεία 10 κριτήριο αποτελεί η σύνθεση της Βουλής, εδώ διαφοροποιούνται οι συνασπισμοί από τα κόμματα. Πριν από τη δεύτερη παραίτηση τα κόμματα αντιμετωπίζονται με την ερμηνεία του όρου εν ευρεία εννοία, μετά όμως ο όρος κόμμα ερμηνεύεται εν στενή εννοία. Καταρχήν απαιτείται προσυπογραφή από τον Πρωθυπουργό (εξαίρεση το άρθρο 35 Σ), σ ε περίπτωση άρνησης δεν απαιτείται προσυπογραφή του. Χρονικός 9 Bλ. Δημητρόπουλο, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009, σελ.376. 10 Bλ. Δημητρόπουλο, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009, σελ.389.
περιορισμός ως προς το μέλλον δεν υπάρχει, όμως η Βουλή δεν μπορεί να διαλυθεί πρόωρα για κυβερνητική αστάθεια λίγο πριν τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. β) Η δημοψηφισματική διάλυση Γενικά η δημοψηφισματική διάλυση είναι εκείνη που πραγματοποιείται, προκειμένου να εκφράσει το εκλογικό σώμα τη βούλησή του για συγκεκριμένο ζήτημα μέσα από τη διαδικασία των εκλογών. Οι λόγοι για τους οποίους πραγματοποιείται δημοψηφισματική διάλυση είναι η δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα και η ανανέωση της λαϊκής εντολής. Δημοψηφισματική διάλυση είναι η πραγματοποιούμενη μετά από πρόταση της Κυβέρνησης πλειοψηφίας για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Η μορφή αυτή της διάλυσης της Βουλής αποτελεί απόκλιση από το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα. Έχει δυνητικό χαρακτήρα και είναι αιτιώδης. Για τη δημοψηφισματική διάλυση δεν απαιτείται παραίτηση της κυβέρνησης, όπως στην κοινοβουλευτική διάλυση, αλλά πραγματοποιείται ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης πλειοψηφίας. Οι εκλογές διεξάγονται πάντοτε από Κυβέρνηση πλειοψηφίας που διατηρείται στην εξουσία. Συνεπώς οι προϋποθέσεις που πρέπει να υφίστανται σωρευτικά, ώστε να πραγματοποιηθεί δημοψηφισματική διάλυση είναι η πρόταση της κυβέρνησης πλειοψηφίας, η επίκληση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και η προσυπογραφή του Πρωθυπουργού. Η κυβέρνηση που προτείνει τη δημοψηφισματική διάλυση είναι πρέπει να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, άσχετα εάν εν συνεχεία την έχασε (επιγενόμενη μειοψηφία). Πλεονέκτημα αυτής της μορφής διάλυσης αποτελεί η δυνατότητα διεξαγωγής των εκλογών πριν την καταψήφισή της, οπότε και χάσει τη δεδηλωμένη. Απαιτείται λοιπόν αυτή να διατηρεί την πλειοψηφία, όταν κάνει την πρόταση για τη δημοψηφισματική διάλυση, η οποία είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δύναται να κρίνει λόγους σκοπιμότητας παρά μόνο νομιμότητας και να αρνηθεί στις εξής περιπτώσεις: α) εφόσον γίνεται επίκληση του ίδιου θέματος για το οποίο διαλύθηκε η προηγούμενη βουλή (άρθρο 41 παρ. 2 Σ)
β) εφόσον ανακύψουν ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα της υπογραφής γ) εφόσον ανακύψουν ζητήματα σχετικά με το περιεχόμενο του διατάγματος (άρθρο 41 παρ. 3 Σ) δ) αν δεν έχει παρέλθει έτος από την έναρξη των εργασιών της Βουλής (άρθρο 41 παρ. 4 Σ) ε) εάν η Κυβέρνηση παρά το ότι έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης δεν διατηρεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία κατά τη στιγμή της πρότασης διάλυσης. Απαιτείται προσυπογραφή του υπουργικού συμβουλίου. Δεν αρκεί μόνο αυτή του Πρωθυπουργού, διότι αποτελεί ζήτημα συλλογικής κυβερνητικής πολιτικής, ενώ στην τακτική διάλυση η προσυπογραφή έχει τυπικό χαρακτήρα, εδώ, όμως, αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο. Πρέπει συγχρόνως να προκηρυχθούν εκλογές μέσα σε τριάντα ημέρες και σύγκληση της νέας βουλής σε άλλες τριάντα ημέρες. Σε αυτή τη μορφή της διάλυσης υφίσταται χρονικός περιορισμός για το παρελθόν. Το Σύνταγμα απαγορεύει τη δημοψηφισματική διάλυση για ένα έτος από την έναρξη των εργασιών της βουλής, ο περιορισμός, όμως, αυτός δεν ισχύει για την κοινοβουλευτική διάλυση και την προεδρική διάλυση. Συνεπώς ο χρονικός αυτός περιορισμός ισχύει μόνο για τη δημοψηφισματική διάλυση. Εύλογος θεωρείται ο χρονικός αυτός περιορισμός, εφόσον η λαϊκή εντολή είναι «νωπή». Η απαγόρευση διάλυσης για το ίδιο θέμα που είχε διαλυθεί και η προηγούμενη βουλή αφορά μόνο τη νέα βουλή που αναδείχτηκε αμέσως μετά από τη δημοψηφισματική διάλυση και όχι και τις επόμενες από αυτή. Με την κυβερνητική διάλυση επιτυγχάνεται πολιτικός αιφνιδιασμός και η κυβέρνηση διατηρεί το πλεονέκτημα της επιλογής του χρονικού σημείου διεξαγωγής των εκλογών. Ιδανική κατάσταση αποτελεί αυτή κατά την οποία η Κυβέρνηση να ζητάει μεν δημοψηφισματική διάλυση και η πρότασή της να είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά να γνωρίζει δε ότι μετά την πρόωρη διάλυση αυτής της μορφής δεν θα διεξάγει η ίδια τις εκλογές, αλλά υπηρεσιακή κυβέρνηση. Δ. Ειδική ρύθμιση της Προεδρικής Διάλυσης. Η προεδρική διάλυση αποτελεί την ειδική περίπτωση διάλυσης για αδυναμία εκλογής ΠτΔ, εφόσον δεν επιτευχθεί στην 3 η ψηφοφορία η
αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών 11. Συγκεκριμένα στην 1 η ψηφοφορία πρέπει να επιτευχθεί πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των βουλευτών, εάν δεν επιτευχθεί διεξάγεται 2 η ψηφοφορία που απαιτείται για την εκλογή του ΠτΔ η ίδια πλειοψηφία, εάν ούτε και με τη δεύτερη ψηφοφορία επιτευχθεί αυτή τότε διεξάγεται 3 η ψηφοφορία κατά την οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Η προεδρική διάλυση αποτελεί ειδική ρύθμιση που καθιέρωσε το Σύνταγμα του 1975, η οποία δεν ανήκει ούτε στην κοινοβουλευτική, ούτε στην δημοψηφισματική διάλυση. Διενεργείται «ένεκα και χάριν» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Καταρχήν δεν απαιτείται προσυπογραφή του Πρωθυπουργού. Κατ εξαίρεση δεν απαιτείται προσυπογραφή (άρθρο 35 παρ. 2 εδ. γ Συντάγματος του 1986). Ε. Αναβίωση της Βουλής μετά από τη διάλυσή της. Η βουλή που έχει διαλυθεί αναβιώνει στις εξής περιπτώσεις: α) παρατετεμένη αδυναμία του ΠτΔ που ξεπερνά τις 30 ημέρες (άρθρο 34 παρ. 2 Σ). β) κατάσταση ανάγκης (άρθρο 48 παρ. 2, 3, 7 Σ). Έγκριση προεδρικού διατάγματος με το οποίο τίθεται η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας ή παράτασή του. γ) πόλεμος (άρθρο 53 παρ. 3 εδ. β Σ). Η βουλευτική περίοδος παρατείνεται σε όλη τη διάρκειά του. Αν η Βουλή έχει διαλυθεί αναβιώνει και αναστέλλεται η διενέργεια των εκλογών έως το τέλος του. ΣΤ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Η διάλυση της Βουλής υπό προϋποθέσεις αυστηρά καθορισμένες από το Σύνταγμα αναδεικνύεται ως θεσμός που υπηρετεί το κοινοβουλευτικό σύστημα και το δημοκρατικό πολίτευμα και δεν το αντιμάχεται. Αποτελεί έρεισμα της δημοκρατίας και εμποδίζει την ακυβερνησία προστατεύοντας τη βούληση της πλειοψηφίας, εξυπηρετώντας την τέλεια αρχή της δεδηλωμένης που αποτελεί την κορωνίδα του κοινοβουλευτικού συστήματος. 11 Bλ. Δημητρόπουλο, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009, σελ.403.
Βιβλιογραφία: Βενιζέλος Ευ., Η διάλυση της Βουλής. Από το Σύνταγμα του 1975 στην αναθεώρηση του 1986, 1986. Δημητρόπουλος Ανδρέας, Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήματος και η ανάδειξη της κυβέρνησης, 1988. Ο ίδιος, Η διάλυση της Βουλής, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 1992. Ο ίδιος, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους, τόμος Β, εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., 2009. Ρώτης Ν., Η διάλυση της βουλής, 1980. Σγουρίτσας, Συνταγματικόν δίκαιον Α.