ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔAΦΝΗ ΖΛΑΤΗ Υπεύθυνη Καθηγήτρια : Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου Α Κύκλος Μεταπτυχιακών Σπουδών Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2006
«Εν παντί δει καιρώ το δίκαιον επικρατείν» Σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να επικρατεί το δίκαιο. ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ. 4 ΙΙ. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ σελ. 5 ΙΙΙ. Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ 1. Το σύστημα του ενιαίου αυτουργού 2. Το δυαδικό σύστημα σελ. 9 σελ. 9 σελ. 12 ΙV. H ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ 1. Η συναυτουργία 2. Η ηθική αυτουργία 3. Η άμεση και απλή συνέργεια σελ. 13 σελ. 14 σελ. 14 σελ. 14 V. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ 1. Στοιχεία της συναυτουργίας 2. Συναυτουργία σε εγκλήματα που τελούνται με σύνθετη πράξη 3. Συναυτουργία και ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος 4. Συναυτουργία σε απόπειρα 5. Συναυτουργία με παράλειψη 6. Συναυτουργία και επεκτατικό αποτέλεσμα σελ. 16 σελ. 16 σελ. 26 σελ. 28 σελ. 30 σελ. 35 σελ. 41 VΙ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ 1. Η ηθική αυτουργία σε παράλειψη 2. Η ηθική αυτουργία με παράλειψη 3. Ο βαθμός του δόλου του ηθικού αυτουργού 4. Η έκταση του δόλου του ηθικού αυτουργού σελ. 44 σελ. 44 σελ. 45 σελ. 52 σελ. 59 1
VIΙ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ 1. Στοιχεία της άμεσης συνέργειας 2. Η προβληματική της διάκρισης της (συν)αυτουργίας με παράλειψη από την συνέργεια με παράλειψη 3. Η απλή παρουσία στον τόπο του εγκλήματος 4. Παραγραφή απόπειρας, απλής συνέργειας ή απλής συνέργειας σε απόπειρα κακουργήματος απειλούμενου με ισόβια κάθειρξη σελ. 60 σελ. 60 σελ. 64 σελ. 83 σελ. 90 VIΙΙ. Η ΕΜΜΕΣΗ ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ 1. Η έννοια του άμεσου αυτουργού 2. Η έννοια του έμμεσου αυτουργού 3. Οι περιπτώσεις έμμεσης αυτουργίας σελ. 98 σελ. 98 σελ. 99 σελ. 100 IΧ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ σελ. 105 Χ. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ σελ. 106 ΧΙ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ σελ. 111 2
ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Π. Άρειος Πάγος άρ. άρθρο αριθ. αριθμός Αρμεν. Αρμενόπουλος βλ. βλέπε δηλ. δηλαδή εδ. εδάφιο Ελλην.Δικ. Ελληνική Δικαιοσύνη επ. επόμενα ερμ. ερμηνεία Εφετ. Εφετείο Κ.Π.Δ. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας λ.χ. Λόγου χάρη Μ.Ο.Δ. Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μ.Ο.Ε. Μικτό Ορκωτό Εφετείο Νομ.Β. Νομικό Βήμα ν. νόμος Ολ. Ολομέλεια ό.π. όπου παραπάνω π.χ. παραδείγματος χάριν περ. περίπτωση Π.Κ. Ποινικός κώδικας Πλημ. Πλημμελειοδικείο Ποιν.Δικ. Ποινική Δικαιοσύνη Ποιν.Λόγ. Ποινικός Λόγος Ποιν.Χρ. Ποινικά Χρονικά Πράξ.&Λόγ.Π.Δ. Πράξη & Λόγος του Ποινικού Δικαίου σελ. σελίδα Συμβ. Συμβούλιο Συστ. Συστηματική Τριμ. Τριμελές Υπερ. Υπεράσπιση Υποσημ. Υποσημείωση 3
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα διπλωματική εργασία πραγματεύεται ορισμένα από τα πιο σοβαρά νομικά ζητήματα που ανακύπτουν κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του ποινικού δικαίου, ήτοι «τη συμμετοχή στο έγκλημα». Ξεκινώντας από τον όρο «συμμετοχή στο έγκλημα» θα δούμε πως η έννοιά του δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε και δεδομένη. Ο όρος αυτός φαίνεται να υποδηλώνει ότι το έγκλημα είναι πάντα ένα που απλά διαπράττεται από πολλούς, δηλαδή τον φυσικό αυτουργό και τους συμμετόχους. Ως εκ τούτου ο εγκληματικός χαρακτήρας της δράσης των συμμετόχων είναι παράγωγος ή δανεικός από την πρωτότυπη και αυτοτελή εγκληματικότητα της δράσης του αυτουργού. Στη θεώρηση όμως αυτή αντιτίθεται η θεωρία του ενιαίου αυτουργού, η οποία υποστηρίζει ότι αντί της συμμετοχής και των συμμετόχων υπάρχουν πάντοτε περισσότεροι αυτουργοί 1. Ο παραπάνω προβληματισμός είναι ενδεικτικός του τι επικρατεί στο δύσβατο δογματικό χώρο της έννοιας της συμμετοχής. Η παρούσα εργασία αναγκαστικά θα περιοριστεί σε ορισμένα από τα προβλήματα της «συμμετοχής στο έγκλημα», παίρνοντας κατά βάση αφορμή από διάφορες δικαστικές αποφάσεις και δη από την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος καλείται να λειτουργήσει αφενός ως εγγυητής των ποινικών νόμων και του Συντάγματος και αφετέρου ως εγγυητής του πολίτη διαλεγόμενος με τη θεωρία και την πράξη και δίνοντας κατευθύνσεις. Γι αυτό το λόγο οι αποφάσεις του, αν και δεν αποτελούν πηγή δικαίου 2, καθίστανται συχνά αντικείμενο κριτικής από τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου. Μετά από μια σύντομη ιστορική αναδρομή του θεσμού της συμμετοχής και ορισμένες απαραίτητες θεωρητικές αναφορές, ακολουθούν σκέψεις που φιλοδοξούν να συμβάλλουν στην προαγωγή του διαλόγου μεταξύ της επιστήμης και της νομολογίας, μεταξύ της θεωρίας και της πράξης. 1 Για το θέμα αυτό βλ. αναλυτικά παρακάτω, σελ. 9 επ. 2 Βλ. Μανωλεδάκη, Σκέψεις για τη σημασία της νομολογίας του Αρείου Πάγου στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης σε Ολομέλεια Αρείου Πάγου, 2005, σελ. 27 επ. 4
ΙΙ. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Μια σύντομη παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης των ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος δικαίου πάνω στα θέματα της συμμετοχής καθίσταται αναγκαία, αφενός διότι συμβάλλει στην κατανόηση του ισχύοντος σήμερα συστήματος δικαίου στο χώρο αυτό και αφετέρου διότι πολλά από τα επιχειρήματα που έχουν υποστηριχθεί κατά την εξέλιξη του δικαίου διατηρούν την χρησιμότητά τους μέχρι και σήμερα, παρ ότι οι ρυθμίσεις που θα αναφέρουμε διαφέρουν σημαντικά από τις μεταγενέστερες επιλογές του νομοθέτη του Ποινικού Κώδικα. Στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο, όπου γινόταν διάκριση μεταξύ της αντικειμενικής και υποκειμενικής πλευράς της πράξης, προβλεπόταν η τιμώρηση του συμμετόχου με την ποινή του αυτουργού. Στο ρωμαϊκό δίκαιο δε συναντάται γενική διδασκαλία περί συμμετοχής, παρά μόνο επιμέρους κανόνες σε ορισμένα εγκλήματα. για παράδειγμα στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας οριζόταν ότι τιμωρείται όχι μόνο ο φυσικός αυτουργός, αλλά οποιοδήποτε πρόσωπο συμβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο στην τέλεση του εγκλήματος. Η ποινή ήταν ίδια και για το συμμέτοχο υπό την προϋπόθεση ότι τελέστηκε το έγκλημα. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι στο ρωμαϊκό δίκαιο το φαινόμενο της συμμετοχής έχει κατά βάση τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος ενιαίας αυτουργίας, στο βαθμό που κάθε συμβολή στην τέλεση της εγκληματικής πράξης αντιμετωπιζόταν ως συναυτουργική δράση 3. Κατά το μεσαίωνα οι ιταλικοί νομικοί διαμόρφωσαν την αρχή της συμμετοχικής ευθύνης για την εγκληματική πράξη, βασισμένης όμως στην αρχή της συλλογικής ευθύνης όλων όσων συνέβαλαν στην πραγμάτωση του εγκλήματος. Ο ηθικός αυτουργός τιμωρείται κατά κανόνα βαρύτερα από το 3 Βλ. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 23 επ. 5
φυσικό αυτουργό. Με την ποινή που προβλεπόταν για την κύρια πράξη ετιμωρείτο όποιος παρείχε βοήθεια με την μορφή συμβουλής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εγκλημάτων οι βοηθοί ετιμωρούντο με ελαφρύτερη ποινή. Προϋπόθεση για τη θεμελίωση της συμμετοχικής ευθύνης ήταν η ύπαρξη αυτουργίας. Τίθενται, λοιπόν, οι βάσεις για τον εξαρτημένο χαρακτήρα της συμμετοχής. Κατά το δέκατο ένατο αιώνα θεσπίζονται πλέον στην Ευρώπη Ποινικοί Κώδικες, οι οποίοι δέχονται μία διαβάθμιση στην ευθύνη μεταξύ αυτουργών και συμμετόχων, και άλλοι, οι οποίοι καθιερώνουν το σύστημα του «απόλυτου δανεισμού εγκληματικότητας», κατά το οποίο οι συμμέτοχοι τιμωρούνται με την ποινή του αυτουργού, για παράδειγμα ο ιταλικός Ποινικός Κώδικας του 1889 και ο γαλλικός Ποινικός Κώδικας του 1791 και 1810. Στην Ελλάδα, από την άλλη μεριά, το «Απάνθισμα των εγκληματικών» του 1823, ο πρώτος ελληνικός Ποινικός Κώδικας, δεν προέβλεπε τη συμμετοχή διά γενικών διατάξεων, αλλά μόνο επί ορισμένων αδικημάτων, όπως στην αρπαγή, την παραχάραξη, την πειρατεία, την κλοπή. Η ηθική αυτουργία συγκεκριμένα αναφερόταν μόνο επί πολιτικών αδικημάτων, επί κακής χρήσης εξουσίας, αρπαγής και παρακίνησης σε ασέλγεια. Στα υπόλοιπα ο ηθικός αυτουργός παρέμενε ατιμώρητος. Στα νεότερα χρόνια, πάντως, ο Feuerbach 4 ήταν αυτός που έκανε τη διάκριση μεταξύ αυτουργού, έμμεσου αυτουργού, ηθικού αυτουργού και συνεργού, στη βάση των αντιλήψεών του δε θεσπίστηκε και ο ελληνικός Ποινικός Νόμος του 1834 5. Βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού Ποινικού Νόμου (άρθρα 56 80) είναι: 4 Ο Feuerbach διακρίνει το συνεργό σε εκείνον χωρίς τον οποίο δε θα συνέβαινε το έγκλημα και σε εκείνον που απλώς διευκόλυνε την τέλεση της πράξης. 5 Βλ. Ζησιάδη, Ποινικόν Δίκαιον Γενικόν Μέρος, Β, 1971, σελ. 38 επ., Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική Πράξη, 1990, σελ. 23 επ. 6
α. Ακολουθεί τη διάκριση μεταξύ αυτουργού και συνεργών, στηριζόμενος γι αυτό το σκοπό στην ουσιαστική αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία εκείνος που κατέστη αίτιος του εγκληματικού αποτελέσματος και τέλεσε την πράξη αυτοπροσώπως και αμέσως θεωρείται και αυτουργός του εγκλήματος. β. Αναγνωρίζει ως αυτοδύναμες μορφές αυτουργίας, εκτός από τη φυσική αυτουργία, την παροχή αποφασιστικής σημασίας βοήθειας (άμεση συνέργεια) και άλλες πράξεις παρακίνησης στην τέλεση αξιόποινης πράξης, οι οποίες αντιμετωπίζονται σήμερα στα πλαίσια της ηθικής αυτουργίας (άρθρο 56 του Ποινικού Νόμου). γ. Υιοθετεί το σύστημα του άκρως παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής από την αυτουργία 6. Μετά τον Ποινικό Νόμο του 1834 ακολουθούν τα Σχέδια του ελληνικού Ποινικού Κώδικα του 1933 και 1937. Εισηγητής του Γενικού Μέρους του Σχεδίου του 1933 υπήρξε ο Τιμολέων Ηλιόπουλος και τα σημαντικότερα στοιχεία του Σχεδίου αυτού είναι τα εξής: α. Στηρίζεται στην αντικειμενική θεωρία για τον προσδιορισμό της έννοιας του αυτουργού. Δε δίνει, ωστόσο, τον ορισμό του αυτουργού, παρά μόνο του συναυτουργού. β. Καταργεί την απαρίθμηση των περιπτώσεων ηθικής αυτουργίας του Ποινικού Νόμου. γ. Ζήτημα ανακύπτει ως προς τη δυνατότητα ηθικής αυτουργίας σε μη καταλογιστή πράξη του φυσικού αυτουργού. Από το γράμμα και το πνεύμα του Σχεδίου του 1933 προκύπτει ότι η αδυναμία καταλογισμού της πράξης στο φυσικό αυτουργό αποκλείει την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου ο ηθικός αυτουργός προξένησε ο ίδιος ή εκμεταλλεύτηκε εν γνώσει του την κατάσταση που οδήγησε στην άρση της ικανότητας καταλογισμού του φυσικού αυτουργού. 6 Βλ. Χαραλαμπάκη, Η Έμμεση Αυτουργία, 1988, σελ. 25 επ., Τζαννετάκη, Ποινικός Νόμος, 1937, σελ. 17 επ. 7
Εισηγητής του Σχεδίου του 1937 υπήρξε ο Νικόλαος Χωραφάς. Η ουσιωδέστερη μεταβολή που επέφερε το Σχέδιο ήταν η εγκατάλειψη του άκρως παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής και η υιοθέτηση του συστήματος της περιορισμένης εξάρτησής της από τη φυσική αυτουργία. Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να τιμωρηθεί ορισμένο πρόσωπο ως ηθικός αυτουργός αρκεί να προκάλεσε με πρόθεση στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει άδικη πράξη, ανεξάρτητα από το αξιόποινο του αυτουργού, δηλαδή αν αυτός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν ενεργεί με δόλο ή από αμέλεια 7. Ορίζεται, συγκεκριμένα, στο άρθρο 23 1 του Σχεδίου ότι «με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης ο εκ προθέσεως πρακαλέσας παρ άλλω την απόφασιν προς εκτέλεσιν της υπό τούτου διαπραχθείσης αδίκου πράξεως». Η αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου αναφέρει ότι «διά της ρυθμίσεως ταύτης εγκαταλείπεται ο άκρως παρακολουθηματικός χαρακτήρ της ηθικής αυτουργίας υφιστάμενος εις το ισχύον δίκαιον και εις τα δύο πρώτα ημέτερα σχέδια, αναγκαία δε προϋπόθεσις της ηθικής αυτουργίας παραμένει μόνο η εκ μέρους του πράττοντος τέλεσις ή απόπειρα τελέσεως αδίκου πράξεως ενδιαφερούσης το ποινικόν δίκαιον, ήτοι πράξεως συνιστώσης την αντικειμενικήν υπόστασιν ορισμένου εκ του νόμου εγκλήματος και μη καλυπτομένης in concreto από λόγον αίροντα τον άδικον χαρακτήρα αυτής». Τονίζεται, επίσης, στο άρθρο 25 του Σχεδίου ότι το αξιόποινο του ηθικού αυτουργού είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο αυτού που τέλεσε την εγκληματική πράξη 8. Τελικά θεσπίστηκε ο Ποινικός Κώδικας με το νόμο 1942/1950 «περί κυρώσεως του Ποινικού Κώδικος», ο οποίος ρυθμίζει τα θέματα της συμμετοχής στο Κεφάλαιο Γ του Γενικού Μέρους, στα άρθρα 45 49, που παραμένουν αμετάβλητα έως σήμερα. 7 Βλ. για το σύστημα αυτό και τους βαθμούς εξάρτησης Καϊάφα-Γκμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, ζ έκδοση, 2005, σελ. 485 επ. και Ψαρούδα-Μπενάκη, Συστ.Ερμ.Π.Κ., 2005, αριθ. 33 επ., σελ. 670 επ. 8 Βλ. Χαραλάμπακη, ό.π., 1988, σελ. 43 επ., Τούση Γεωργίου, Ποινικός Κώδιξ, 1967, σελ. 160 επ. 8
ΙΙΙ. Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Δύο συστήματα έχουν αναπτυχθεί από τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου για τη θεμελίωση από δογματική άποψη της συμμετοχικής πράξης. 1. Το Σύστημα Του Ενιαίου Αυτουργού. Το σύστημα αυτό θεμελιώθηκε από το Νορβηγό ποινικολόγο Getz 9 και υιοθετήθηκε όχι μόνο από τα δίκαια των σκανδιναβικών χωρών, αλλά και από τον ιταλικό και αυστριακό ποινικό κώδικα. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό 10 όλοι όσοι μετέχουν στην τέλεση μιας αξιόποινης πράξης είναι ενιαία αυτουργοί του εγκλήματος, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ αυτουργού και συμμετόχου, αυτουργικής και συμμετοχικής (βοηθητικής) πράξης στην τέλεση του εγκλήματος. Κάθε πρόσωπο που συμπράττει με οποιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση του εγκληματικού αποτελέσματος τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού χωρίς να εξετάζεται ο τύπος της συμβολής του. Είναι δράστης του δικού του εγκλήματος και όχι συμμέτοχος σε έγκλημα άλλου 11. Συνεπώς, σύμφωνα με τη θεωρία του ενιαίου αυτουργού, καταλήγουμε στην ύπαρξη όχι ενός, αλλά περισσότερων εγκλημάτων, που είναι τόσα όσοι είναι οι συμμετέχοντες. Άρα αυτός που παρακινεί το δράστη να τελέσει άδικη πράξη είναι αυτουργός, όχι συμμέτοχος. αυτός που παρέχει συνδρομή στο δράστη για την τέλεση αξιόποινης πράξης είναι επίσης αυτουργός και όχι συμμέτοχος. 9 Για τον Getz και τη θεωρία του βλ. Ηλιόπουλο, Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, τόμος Ι, έκδοση 3, 1923, σελ. 264. 10 Βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικόν Δίκαιον Γενικόν Μέρος, Γ, 1986, σελ. 160 επ., Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, II, 2004, σελ. 106 επ., Γάφου, Ποινικόν Δίκαιον Γενικόν Μέρος, Β, 1975, σελ. 385 επ., Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1984, σελ. 395, Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο Επιτομή Γενικού Μέρους, 1996, σελ. 388, Χαραλαμπάκη, Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου Γενικό Μέρος, 2003, σελ. 340 επ., Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, Α, σελ. 330, Χωραφά, Η αυτουργία κατά τον νέον Ποινικόν Κώδικα, Ποιν.Χρ. 1951, σελ. 11 επ. 11 Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, ζ έκδοση, 2005, σελ. 467 επ., υποσημ. 2. 9
Υπάρχουν, δηλαδή, πλείονες αυτουργοί 12. Ο όρος «αυτουργός» λοιπόν χρησιμοποιείται με την ευρεία του έννοια. Η θεωρία του ενιαίου αυτουργού στηρίζεται: α. Στη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non), σύμφωνα με την οποία όλοι οι όροι που συμβάλλουν αιτιακά στην επέλευση του αποτελέσματος είναι μεταξύ τους ισοδύναμοι. Κατ αντιστοιχία στη συμμετοχή, όλοι οι όροι με τους οποίους συμβάλλουν ο ηθικός αυτουργός, ο άμεσος, ο απλός συνεργός και ο φυσικός αυτουργός στην επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος είναι μεταξύ τους ισοδύναμοι. Έτσι τιμωρούνται όλοι ως αυτουργοί. β. Στην ιδέα της εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης και μεταχείρισης κάθε εγκληματία 13. Στην ελληνική ποινική επιστήμη ασκήθηκε έντονη κριτική κατά του συστήματος του ενιαίου αυτουργού, το οποίο αποκρούστηκε ως αόριστο και δικαιοπολιτικά επικίνδυνο. Η κριτική αυτή συνοψίζεται στα ακόλουθα σημεία: α. Το σύστημα αυτό έρχεται σε αντίθεση και παραβιάζει την τυποποίηση του «ποινικού φαινομένου» που συνοψίζεται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή nullum crimen nulla poena sine praevia lege certa (δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει με σαφήνεια τα στοιχεία της). Πώς μπορεί να επιβληθεί η ποινή του αυτουργού σε αυτόν που δεν πραγματώνει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, όπως αυτά τυποποιούνται στο νόμο; Για παράδειγμα, στο άρθρο 299 Π.Κ. ο νομοθέτης τιμωρεί αυτόν που σκότωσε άλλον και όχι εκείνον που τον έπεισε ή τον βοήθησε να σκοτώσει άλλον. Στο άρθρο 372 Π.Κ. ο νομοθέτης τιμωρεί αυτόν που αφαιρεί ξένο κινητό πράγμα με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης και όχι αυτόν που πείθει ή βοηθάει στην αφαίρεση. Αυτός ο τελευταίος δε σκοτώνει και δεν αφαιρεί, δηλαδή δεν τελεί την πράξη που τυποποιείται στην νομοτυπική μορφή του εγκλήματος. Έτσι, η θεωρία αυτή δε λαμβάνει υπόψη 12 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 108. 13 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 1986, σελ. 161, Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 108. 10
το ειδικό άδικο κάθε πράξης αντικειμενικής υπόστασης. Όπως αναφέρει, άλλωστε, χαρακτηριστικά ο Χωραφάς «η παραδοχή του συστήματος του ενιαίου αυτουργού είναι ξένη προς την κοινήν νομικήν συνήθειαν και την λαϊκήν συνείδησιν» 14. β. Αδυνατεί να εφαρμοστεί στα ιδιαίτερα και ιδιόχειρα ή σωματοπαγή εγκλήματα και ως εκ τούτου καθίσταται χωρίς νόημα το άρθρο 49 Π.Κ. Έτσι, στο άρθρο 239 Π.Κ., για παράδειγμα, θα ήταν αυτουργός της κατάχρησης εξουσίας ο συμμέτοχος, στον οποίον κατά το άρθρο 49 παρ. 1 Π.Κ. δεν υπάρχει η ιδιαίτερη ιδιότητα του υπαλλήλου. Επίσης, στο άρθρο 233 Π.Κ. θα ήταν αυτουργός της απιστίας δικηγόρων και ο συμμέτοχος, στο πρόσωπο του οποίου δε συντρέχει η ιδιότητα του δικηγόρου ή άλλου νομικού παραστάτη. Τέλος, στο άρθρο 345 Π.Κ. αυτός που παρακινεί ή συνδράμει συγγενή εξ αίματος να τελέσει την πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτουργός, όταν μάλιστα ο ίδιος δεν έχει την ιδιότητα του συγγενή εξ αίματος 15. γ. Ένα επιχείρημα κατά της ενιαίας αυτουργίας και υπέρ της διάκρισης μεταξύ αυτουργού και συμμετόχου θέτει το γεγονός ότι η απόπειρα συμμετοχής, σε αντίθεση με την απόπειρα αυτουργίας, είναι ατιμώρητη. Αυτή η διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης μεταξύ της απόπειρας αυτουργίας και της απόπειρας συμμετοχής υποδηλώνει τη σημασία της εννοιολογικής διάκρισης μεταξύ πράξης αυτουργίας και πράξης συμμετοχής. Και αυτή η διάκριση καταργείται με την εξίσωση της ποινικής μεταχείρισης αυτουργού και συμμετόχου, που συνεπάγεται την εξίσωση της μεταχείρισης της απόπειρας συμμετοχής με την απόπειρα αυτουργίας. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα συνιστά ανεπίτρεπτη και ανεπιθύμητη διεύρυνση του αξιοποίνου 16. δ. Η θεωρία του ενιαίου αυτουργού ενέχει τον κίνδυνο κάποιας ασάφειας και ρευστότητας ως προς τον προσδιορισμό της αξιόποινης συμπεριφοράς και τη διάκρισή της από τις ατιμώρητες συμπεριφορές. 14 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 110 επ., Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 15, Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 388, Χωραφά, ό.π., σελ. 12. 15 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 1986, σελ. 162 επ., Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 111, Μαγκάκη, ό.π., σελ. 396, Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 16 επ., Χωραφά, ό.π., σελ. 13. 16 Βλ. Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 17. 11
Δημιουργείται έτσι ανασφάλεια δικαίου και υπάρχει ο κίνδυνος δικαστικής αυθαιρεσίας 17. 2. Το Δυαδικό Σύστημα. Σ αυτό γίνεται διάκριση μεταξύ αυτουργικής και συμμετοχικής πράξης, μεταξύ φυσικού αυτουργού και συμμετόχου και υιοθετήθηκε από τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Γίνεται αποδεκτή η έννοια του αυτουργού και των συμμετόχων εν στενή εννοία. Σ αυτό το σύστημα δεν υπάρχουν περισσότεροι αυτουργοί περισσότερων εγκλημάτων, αλλά ένας αυτουργός και συμμέτοχοι στο ένα έγκλημα του αυτουργού. Οι συμμέτοχοι δεν εγκληματούν αυτοτελώς, αλλά αντλούν το αξιόποινό τους από το αξιόποινο του αυτουργού. Αυτό σημαίνει την παραδοχή του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της συμμετοχής εν στενή εννοία 18, ενώ γίνεται λόγος και για τη «δανεική εγκληματικότητα», όρος που αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Η εγκληματικότητα του συμμετόχου είναι δανεική, εξαρτημένη από την αυτοτελή εγκληματικότητα του αυτουργού 19. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις της συμμετοχής για να είναι αξιόποινες θα πρέπει να συνδέονται τόσο ουσιαστικά, όσο και φυσικά με την κύρια πράξη του φυσικού αυτουργού. Επομένως, υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της έννοιας του αυτουργού και της συμμετοχής. Κάθε μορφή αυτουργίας ή συμμετοχής τυποποιείται ειδικά στο νόμο με σαφή διάκριση αυτής από τις άλλες. Η αυτουργία δεν τελεί με τη συμμετοχή σε σχέση γενικού προς ειδικό, αλλά η τελευταία αποτελείται 17 Βλ. Μαγκάκη, ό.π., σελ. 396, Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 19. 18 Στην Ελλάδα έχει υιοθετηθεί το σύστημα της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται μια τελικά άδικη, έστω και ακαταλόγιστη, κύρια πράξη. Βλ. Συμβ.Α.Π. 690/1996, Υπερ. 1997/552 με παρατηρήσεις Συμεωνίδου-Καστανίδου και Υπερ. 1997, σελ. 119 επ. 19 Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2005, σελ. 480, Ανδρουλάκη, ό.π., 1986, σελ. 163 επ., Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 113, Γάφου, ό.π., σελ. 386 επ., Μαγκάκη, ό.π, σελ. 397, Μπιτζιλέκη, ό.π., σελ. 23 επ., Χαραλαμπάκη, ό.π., 2003, σελ. 340 επ., Χωραφά, ό.π., σελ. 331. 12
από ανεξάρτητες μορφές συμπράξεως στο έγκλημα 20. Δεσπόζουσα και κεντρική μορφή του όλου εγκληματικού γεγονότος είναι κατά κανόνα εκείνη του αυτουργού, ενώ η θέση των συμμετόχων είναι υποδεέστερη και εξαρτημένη. ΙV. H ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ Πριν προχωρήσουμε στα επιμέρους προβλήματα, που αποτελούν το αντικείμενο αυτής της μελέτης, κρίνεται σκόπιμο να γίνουν ορισμένες χρήσιμες επισημάνσεις αναφορικά με την έννοια και τις μορφές της συμμετοχής. Στη θεωρία, συνήθως, ως «μορφές εμφανίσεως του εγκλήματος» αναφέρουμε την απόπειρα, τη συμμετοχή και τη συρροή 21. Το έγκλημα είναι δυνατόν να είναι προϊόν συμπράξεως περισσοτέρων προσώπων 22, οπότε μιλάμε για «συμμετοχή» σε αυτό. Επιβάλλεται, επομένως, ορισμένη διεύρυνση του αξιοποίνου, έτσι ώστε να καλύπτεται από αυτό, όχι μόνο η φυσική αυτουργία, αλλά και η συμμετοχή περισσοτέρων ανθρώπων στο έγκλημα 23. Τη συμμετοχή θα πρέπει να τη διακρίνουμε σε συμμετοχή με την ευρεία έννοια του όρου και σε συμμετοχή με τη στενή-τεχνική έννοια του όρου, δηλ. πράξη εξαρτημένη και βοηθητική της φυσικής αυτουργίας 24. 20 Βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, ό.π., σελ. 140 επ. 21 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 1 επ. 22 Βλ. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Σύνοψη Γενικού Μέρους, 2004, σελ. 318, πλαγιαριθμ. 368. 23 Βλ. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, 1984, σελ. 365 επ. 24 Αναφορικά με το κριτήριο διάκρισης μεταξύ αυτουργίας και συμμετοχής, ο Ποινικός μας Κώδικας τάσσεται υπέρ της τυπικής-αντικειμενικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία κριτήριο είναι το είδος και η έκταση της συμβολής κάθε συμμετόχου στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (ονομάζεται τυπική γιατί αποβλέπει προεχόντως στο γράμμα του νόμου). Αυτουργός είναι καθένας και μόνο αυτός που πραγματώνει ολικά ή μερικά (μόνος ή κατά συναυτουργία) την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε ο ίδιος είτε δι άλλου ανθρώπου, που δε δρα αδίκως ή καταλογιστώς, ενώ συμμέτοχος με στενή έννοια είναι αυτός που μετέχει σε ξένη πράξη, βλ. Καϊάφα-Γμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2005, σελ. 473 επ., Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 134 επ., Ψαρούδα-Μπενάκη σε Συστ.Ερμ.Π.Κ., 2005, αρ. 8 επ., σελ. 666 επ. 13
Στην πρώτη κατηγορία, η συμμετοχή νοείται ως σύμπραξη περισσότερων προσώπων στην προσβολή μιας μονάδας εννόμου αγαθού και σ αυτήν ανήκει η συναυτουργία, όταν δηλαδή καθένας αυτουργός πραγματώνει μόνος του άμεσα, δηλ. ευθέως ή έμμεσα 25 ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η παραυτουργία 26, όπου συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, χωρίς, όμως, να υπάρχει κοινός δόλος των προσώπων που αντικειμενικά συμπράττουν. Αυτές οι δύο μορφές «συμμετοχής στο έγκλημα» με την ευρεία του όρου έννοια, δηλ. η συναυτουργία και η παραυτουργία αποτελούν ουσιαστικά παράλληλες ή και διαδοχικές φυσικές αυτουργίες, συμπίπτουσες δηλ. μοναυτουργίες, που θεωρητικά κατατάσσονται ανάμεσα στη φυσική αυτουργία του ενός δράστη και στη «συμμετοχή στο έγκλημα» με τη στενή-τεχνική έννοια του όρου 27. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν η ηθική αυτουργία (άρ. 46 1 εδ. α και 46 2 Π.Κ.), όταν δηλ. κάποιος παραμένοντας στο εγκληματικό «παρασκήνιο» κατευθύνει, τη φυσική δύναμη του φυσικού αυτουργού προς τη συγκεκριμένη μονάδα του εννόμου αγαθού, η οποία προσβάλλεται με το έγκλημα 28, η άμεση συνέργεια (άρ. 46 1 εδ. β Π.Κ.), όταν δηλ. κάποιος τοποθετεί, κατευθύνει, ή κρατά το έννομο αγαθό σε θέση προσβολής του από το φυσικό αυτουργό κατά την τέλεση και στην εκτέλεση του εγκλήματος 29 και η 25 Δηλ. όχι ο ίδιος, αλλά μέσω τρίτου, συνήθως ποινικά ανεύθυνου προσώπου. Πρόκειται για τον λεγόμενο έμμεσο αυτουργό, για την έννοια του οποίου βλ. παρακάτω σελ. 99 επ. 26 Βλ. για την έννοια της παραυτουργίας Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, 1996, ό.π., σελ. 424 επ., Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 102 επ. 27 Βλ. Μανωλεδάκη, μελέτες για εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο 1978-1999, ε έκδοση, σελ. 255 επ., υποσ. 3 και 6 και εκεί παραπομπές. 28 Περισσότερα περί της εννοίας της ηθικής αυτουργίας βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2004, σελ. 182 επ., Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, 1996, σελ. 426 επ. και εκεί παραπομπές, Χαραλαμπάκη, Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, 2003, σελ. 352 επ., Α.Π. 836/2003, Ποιν.Λόγ. 2003/943, Α.Π. 484/2002, Ποιν.Λόγ. 2002/596. 29 Περισσότερα περί της εννοίας της άμεσης συνέργειας βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2004, ό.π., σελ. 233 επ., Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 449 επ. και εκεί παραπομπές, Χαραλαμπάκη, ό.π., 2003, σελ. 359 επ. και Καϊάφα-Γμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, 2005, σελ. 550 επ. και από τη νομολογία βλ. Α.Π. 1879/2000, Ποιν.Χρ. 2001/818, Α.Π. 1228/2001, Ποιν.Χρ. 2002/248, Μ.Ο.Δ. Καβάλας 15/2002, Ποιν.Δικ. 2003/1298 με παρατηρήσεις Καϊάφα-Γμπάντι. 14
απλή συνέργεια (άρ. 47 Π.Κ.), όταν δηλ. κάποιος υποστηρίζει τον φυσικό αυτουργό πριν ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης, ενισχύοντας ή διευκολύνοντάς τον στην προσβολή του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού 30. Στη συμμετοχή με τη στενή-τεχνική έννοια του όρου ανήκουν και από τη συναυτουργία 31 εκείνες οι περιπτώσεις που ως συναυτουργός τιμωρείται ο δράστης τμήματος μόνο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, όπως ιδίως στα σύνθετα και πολύπρακτα εγκλήματα, καθώς και στα εγκλήματα που η αντικειμενική τους υπόσταση περιέχει πράξη σύνθετη, χωρίς να είναι τα ίδια σύνθετα 32. Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις συναυτουργίας, δηλ. κατανομής της εργασίας, μπορεί να γίνει λόγος για «συμμετοχή στο έγκλημα» με τη στενή-τεχνική έννοια του όρου, γιατί μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις συναυτουργίας, χωρίς να πληρωθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος από την πράξη του ενός αυτουργού, αλλά μόνο ένα τμήμα της, ο «κολοβός» συναυτουργός τιμωρείται ως «πλήρης» δράστης, δηλ. σα να είχε πραγματώσει μόνος του ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος 33. Σε αυτές τις μορφές συναυτουργίας αναφέρεται και το άρθρο 45 του Π.Κ., το οποίο ορίζει ότι «αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης». Η διάταξη αυτή δε θα είχε κανένα νόημα διαφορετικά, καθώς αν ο δράστης-συναυτουργός έχει εκτελέσει ολοκληρωμένο το έγκλημα, θα τιμωρηθεί όπως κάθε φυσικός αυτουργός, που και μόνος του κάνει το ίδιο 34. 30 Περισσότερα περί της εννοίας της απλής συνέργειας βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2004, σελ. 233 επ., Μανωλεδάκη, ό.π., 1996, σελ. 456 επ. και εκεί παραπομπές, Χαραλαμπάκη, ό.π., 2003, σελ. 363 επ., Α. Χαριτάντη, Η απλή συνέργεια κατά τον Ποινικό Κώδικα, 1978. 31 Περισσότερα περί της εννοίας της πλήρους συναυτουργίας και της συναυτουργίας με κατανομή εργασίας βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2004, σελ. 160 επ., Μανωλεδάκη, ό.π., 1996, σελ. 414 επ. και εκεί παραπομπές, Χαραλαμπάκη, ό.π., 2003, σελ. 346 επ. 32 Όπως π.χ. η πράξη της αφαίρεσης στην κλοπή, η οποία αποτελείται από την απομάκρυνση του πράγματος από την κατοχή άλλου και την πρόσκτησή του στην κατοχή του δράστη. 33 Βλ. Δημάκη σε Συστ.Ερμ.Π.Κ., 1998, άρ. 45, αριθ. 5, σελ. 48 επ. 34 Βλ. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2004, ό.π., σελ. 100, Μανωλεδάκη, μελέτες για εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο 1978-1999, ε έκδοση, σελ. 256 επ., Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 69. 15
Στη συμμετοχή υπό τη στενή-τεχνική έννοια στο έγκλημα, υπάρχει διεύρυνση του τυποποιημένου «ποινικού φαινομένου» σε κολοβές αντικειμενικές υποστάσεις (βοηθητικές απλώς πράξεις ή τμήματα ειδικών ποινικών αντικειμενικών υποστάσεων), που αντιμετωπίζονται ως εγκληματικές μονάδες εξαιτίας της ολοκληρωμένης υποκειμενικής υπόστασης, του δόλου δηλαδή του δράστη να πραγματωθεί ολόκληρο το έγκλημα από κάποιον άλλον και αυτός να συμβάλει απλώς με τη δική του συμπεριφορά σε αυτή την πραγμάτωση, ή να πραγματωθεί και από τους δύο με αλληλοσυμπληρούμενη δράση. Επομένως, με τη συμμετοχή υπό την παραπάνω έννοια έχουμε επέκταση της αξιόποινης συμπεριφοράς, αλλά και διεύρυνση του κύκλου των προσώπων, στα οποία απευθύνεται ο ποινικός κανόνας 35. V. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΥΤΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ 1. Στοιχεία Της Συναυτουργίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ. «αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης». Από τη διατύπωση αυτή του νόμου προκύπτει ότι δύο είναι τα δομικά στοιχεία της συναυτουργίας: α) Ένα αντικειμενικό, που είναι η συνεκτέλεση ή η αντικειμενική σύμπραξη των περισσοτέρων προσώπων και β) Ένα υποκειμενικό, που είναι η συναπόφαση ή ο κοινός δόλος των συναυτουργών. Συνεκτέλεση 36 σημαίνει συμπραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από δύο ή περισσότερα πρόσωπα και η συνεκτέλεση αυτή μπορεί να γίνει με τη μορφή της ταυτόχρονης συμπραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από όλους 35 Βλ. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, 1996, σελ. 416, Μπιτζιλέκη, ό.π. σελ. 69 επ., Χαραλαμπάκη, ό.π., 2003, σελ. 336 επ. 36 Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2005, σελ. 499 επ., Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 166 επ., Α.Π. 1791/2003, Πράξ.&Λόγ.Π.Δ. 2003/364, Α.Π. 1509/2005, Ποιν.Δικ. 2006/345 επ. 16
μαζί τους συναυτουργούς, με τη μορφή της εξ ολοκλήρου διαδοχικής πραγμάτωσης από τον κάθε συναυτουργό της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και με τη μορφή της εν μέρει πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος με την κατανομή των εγκληματικών ρόλων μεταξύ των συναυτουργών. Η μορφή αυτής της συνεκτέλεσης μπορεί να εμφανισθεί τόσο στα απλά, όσο και στα σύνθετα, αλλά και στα πολύτροπα ή μικτά εγκλήματα. Η συνεκτέλεση μπορεί να γίνει τόσο με μυϊκή ενέργεια, όσο και με μυϊκή αδράνεια. Η συναπόφαση 37 ή κοινός δόλος στη συναυτουργία είναι δόλος με διπλό περιεχόμενο, ήτοι δόλος διάπραξης του συγκεκριμένου εγκλήματος και δόλος συμπραγμάτωσης. Συνήθως η συναπόφαση λαμβάνεται στα πλαίσια κάποια προηγούμενης συνεννόησης, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο εννοιολογικό στοιχείο της συναπόφασης, η οποία μπορεί να διαμορφωθεί και συμπτωματικά λίγο πριν από την πράξη, οπότε γίνεται λόγος για τυχαία ή περιστασιακή συναυτουργία. Για την κατάφαση της συναυτουργίας δεν αρκεί μόνο η ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης από περισσότερα άτομα, αλλά πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη συμφωνίας για συμπραγμάτωση του εγκλήματος, συμφωνίας που ανεξάρτητα από την υποκειμενική της όψη, εμφανίζεται αντικειμενικά ως ένωση δυνάμεων περισσοτέρων ατόμων, ως συμφωνία κατανομής των επιμέρους ενεργειών, οι οποίες αθροιζόμενες μετατρέπονται στο αξιόποινο αποτέλεσμα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Συμεωνίδου- Καστανίδου 38. Με αφορμή μια σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας ανέκυψε ο προβληματισμός αν η απόφαση που καταδικάζει κάποιους ως δράστες κατά συναυτουργία αρκεί στην αιτιολογία της απλώς να αναφέρει, γενικά και αόριστα, ότι οι δράστες από κοινού ενεργούντες ετέλεσαν την άδικη πράξη ή αν οφείλει να εξειδικεύσει τις συγκεκριμένες πράξεις τις οποίες τέλεσε ο κάθε 37 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 162 επ. και Καϊάφα-Γκμπάντι σε Ποινικό Δίκαιο, ό.π., 2005, σελ. 507 επ. 38 Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προβλήματα συναυτουργίας στο Ποινικό Δίκαιο, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, 2003, σελ. 145 επ. 17
συναυτουργός, δηλ. ουσιαστικά να αιτιολογήσει την ύπαρξη συνεκτέλεσης. Ο σχετικός προβληματισμός έχει δύο σκέλη: το ένα αφορά το αντικειμενικό μέρος της συναυτουργίας και συνάπτεται με το ερώτημα αν είναι αναγκαία ή όχι η εξειδικευμένη αναφορά της δράσεως του καθενός συναυτουργού το άλλο αφορά το υποκειμενικό μέρος της συναυτουργίας και συνδέεται με το ερώτημα αν είναι απαραίτητη ή όχι η μνεία της υπάρξεως κοινού δόλου. Ξεκινώντας από τη θέση της νομολογίας μας θα αναφέρουμε ορισμένες χαρακτηριστικές αποφάσεις και τη στάση που υιοθέτησαν απέναντι στα παραπάνω ζητήματα. Η Α.Π. 1134/2001 39 δέχθηκε ότι επί συναυτουργίας δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς και έκρινε ως ορθή και αιτιολογημένη την καταδίκη των κατηγορουμένων για κατοχή και απόπειρα πώλησης από κοινού ναρκωτικών κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια τελεσθείσα, αν και η προσβληθείσα απόφαση δεν έκανε καμιά ειδικότερη αναφορά στο ποια ακριβώς πράξη τέλεσε ο κάθε συναυτουργός. Ομοίως η Μ.Ο.Δ. Βέρ. 40/2001 40, έκρινε ότι στην περίπτωση του άρθρου 45 Π.Κ. δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στο βούλευμα ή στην απόφαση η διακεκριμένη συμμετοχική δράση καθενός συναυτουργού με αναφορά σε συγκεκριμένες υλικές ενέργειες καθενός των συμμετόχων, ενώ αρκεί η στον συναυτουργό ύπαρξη της γνώσεως της προθέσεως του άλλου προς τέλεση της ιδίας πράξεως και της βουλήσεως. Σε κάθε περίπτωση πληρούται η προϋπόθεση του νόμου, όταν το δικαστήριο ή το συμβούλιο αποδέχεται την ύπαρξη κοινής ενέργειας, με αναφορά των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, τα οποία αφηρημένως λαμβανόμενα στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του υπό έρευνα εγκλήματος και έκρινε ως ορθή την καταδίκη των κατηγορουμένων για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία. Στα παραπάνω αδικήματα θα ήταν δυνατόν το δικαστήριο με βάση τα πραγματικά περιστατικά να εξειδικεύσει τις πράξεις που τέλεσε ο κάθε συναυτουργός, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, κατά πόσο με αυτές πληρούται πράγματι εν όλω ή εν μέρει η οικεία αντικειμενική υπόσταση και ιδιαίτερα κατά 39 Βλ. Ποιν.Δικ. 2002/598 επ. 40 Βλ. Ποιν.Δικ. 2002/4 επ. 18
πόσο μπορεί να εντοπισθεί σε αυτές τουλάχιστον μια αρχή εκτέλεσης του σχετικού εγκλήματος. Τα πράγματα όμως γίνονται πιο πολύπλοκα όταν έχουμε να κάνουμε με αδικήματα που η κατά συναυτουργία τέλεσή τους κρίνεται ως ιδιαίτερα δυσχερής, όπως το αδίκημα της πλαστογραφίας. Χαρακτηριστική είναι η Α.Π. 238/1985 41, η οποία έκρινε ότι και σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι απαραίτητο στο βούλευμα ή στην απόφαση που παραπέμπει πολλούς κατηγορουμένους να αναφέρονται οι ενέργειες ενός εκάστου των συναυτουργών, αλλά αρκεί να αναφέρεται η πράξη της πλαστογραφίας που τέλεσαν οι συναυτουργοί 42. Ωστόσο, υπήρξαν και αντίθετες αποφάσεις, που έκριναν δηλ. ότι στην περίπτωση καταρτίσεως πλαστού εγγράφου από πολλούς κατηγορουμένους πρέπει να εξειδικεύεται ο τρόπος συμμετοχής καθενός στην εκτέλεση της πράξης. Χαρακτηριστική είναι η Συμβ. Α.Π. 1231/1987 43, η οποία διέλαβε στο σκεπτικό της ότι «λαμβανομένου δε υπ όψη, ειδικότερον, ότι στην περίπτωση της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου η απομίμηση της υπογραφής εκείνου που φέρεται ως εκδότης γίνεται με το χέρι συνήθως ενός ανθρώπου, πρέπει να εξειδικεύεται στο παραπεμπτικό βούλευμα ο τρόπος συμμετοχής καθενός από τους παραπεμπόμενους συναυτουργούς στην εκτέλεση της αξιόποινης αυτής πράξεως κατά την αντικειμενική της υπόσταση» 44. Επειδή δημιουργήθηκε διχογνωμία στη νομολογία με την έκδοση και αποφάσεων που ανήρεσαν μη εξειδικεύουσες τις ενέργειες των συναυτουργών αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας για έλλειψη νομίμου 41 Βλ. Ποιν.Χρ. 1985/698. 42 Βλ. και Α.Π. 1846/1982, Ποιν.Χρ. 1983/636, Α.Π. 1132/1978, Ποιν.Χρ. 1979/249. 43 Βλ. Νομ.Β. 1987/1656 επ. με σύμφωνες παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου, ενώ αντίθετη ήταν η πρόταση του Αντεισαγγελέα Αλεξοπούλου, ο οποίος ανέφερε ότι επί συναυτουργίας που είναι νοητή επί πλαστογραφίας ή νοθεύσεως εγγράφων, απαραίτητος όρος είναι η ύπαρξη στο συναυτουργό της γνώσεως της προθέσεως του άλλου για τέλεση της πλαστογραφίας ή νοθεύσεως και η βούληση της συμπράξεως με αυτόν, Α.Π. 1750/1984, Ποιν.Χρ. ΛΕ /553 και Α.Π. 1000/1990, Ποιν.Χρ. ΜΑ /314 για τη φθορά. 44 Βλ. και σύμφωνες Α.Π. 57/1987, Ποιν.Χρ. ΛΖ /311 επ., Α.Π. 1597/1981, Ποιν.Χρ. ΛΒ /680 και ως προς το έγκλημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας βλ. Α.Π. 935/1988, Ποιν.Χρ. 1988/960. 19
βάσεως, το ζήτημα έφτασε τελικά στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και εκδόθηκε η Ολ.Α.Π. 50/1990 45 απόφαση, για λόγους ενότητας της νομολογίας, μετά από παραπομπή που έγινε με την Α.Π. 1318/1988 46. Η Ολ.Α.Π. 50/1990 ενώ στην αρχή αναφέρει ότι «για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός», στη συνέχεια ως αιτιολογία αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι «με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος κατάρτισαν πλαστά έγγραφα» και «από κοινού έθεσαν (στις συναλλαγματικές) κάτω από την ένδειξη δεκτή, κατ απομίμηση τις υπογραφές των φερομένων ως αποδεκτών»...με τα παραπάνω αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες ως και οι ενέργειες αυτών που συνιστούν συμμετοχή των υπό τη μορφή της συναυτουργίας, δηλαδή την με κοινό δόλο αυτών άμεση και αυτοπρόσωπη σύμπραξή των στην τέλεση του εγκλήματος». Η παραπάνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου είναι αντιφατική και συνεπώς μη ορθή, καθώς από τη μία αξιώνει ορθώς μνεία των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη συναυτουργία και από την άλλη θεωρεί περιττή την εξειδίκευση των πράξεων με τις οποίες πραγματώθηκε η συμβολή του καθενός στο έγκλημα, καθώς αρκείται στην αναφορά ότι από κοινού έθεσαν τις υπογραφές 47. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν υφίσταται έλλειψη νομίμου βάσεως από την μη εξειδίκευση των ενεργειών κάθε συναυτουργού. Έκτοτε είναι πάγια αν και λαθεμένη η νομολογία ως προς το ζήτημα αυτό όχι μόνο για το έγκλημα της πλαστογραφίας αλλά και για όλα τα εγκλήματα, με εξαίρεση λίγες μόνο αποφάσεις, που παρεκκλίνουν από την πάγια νομολογία. Έτσι συχνά ο Άρειος Πάγος τονίζει το υποκειμενικό 45 Βλ. Ποιν.Χρ. Μ /949. 46 Βλ. Ποιν.Χρ. ΛΘ /307. 47 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 178 επ. 20
στοιχείο και δεν απαιτεί εξειδίκευση της αντικειμενικής συμβολής ενός εκάστου συναυτουργού 48. Ενδεικτικά αναφέρεται από την πρόσφατη νομολογία η Α.Π. 347/2003 49 η οποία έκρινε ότι «επί του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι δυνατή η συναυτουργία περισσοτέρων προσώπων στην κατάρτιση πλαστού ή στη νόθευση εγγράφου, χωρίς να απαιτείται αναφορά των επιμέρους ενεργειών καθενός των συναυτουργών, αλλά αρκεί η αναφορά στην απόφαση των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός» 50, η Α.Π. 1493/2005 51, η οποία έκρινε ότι «Εν προκειμένω, το δικαστήριο κηρύσσοντας ενόχους τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του για κλοπή κατά συναυτουργία διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την πληρότητα της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση των αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία προέκυψε η συναπόφαση των δύο συναυτουργών ή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν τις ενέργειες της αυτοπρόσωπης συμμετοχής του αναιρεσείοντος στο εν λόγω έγκλημα», η Α.Π. 2205/1992 52, σύμφωνα με την οποία «δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση οι επιμέρους ενέργειες καθενός συναυτουργού, αλλά αρκεί να αναφέρεται η πράξη και ο κοινός δόλος και κατά συνέπεια δεν είναι αναγκαίο να εκτίθεται ποιος από τους φερόμενους ως δράστες οδηγούσε το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο και ποιος αφαίρεσε το πράγμα, αφού αρκεί και οι δύο να τελούν σε γνώση της κοινής προθέσεως για την τέλεση του εγκλήματος» και η Α.Π. 1509/2005 53, σύμφωνα με την οποία «για την 48 Βλ. Α.Π. 1827/2003, Ποιν.Χρ. ΝΔ /716, Α.Π. 1153/2003, Ποιν.Λόγ. 2003/1223. 49 Βλ. Ποιν.Δικ. 2003/854. 50 Ως προς το έγκλημα της πλαστογραφίας σύμφωνες και οι Συμβ.Α.Π. 144/1992, Υπερ. 1997/120, με αντίθετη ορθή εισαγγελική πρόταση, Συμβ.Α.Π. 1531/2004, Ποιν.Λόγ. 2004/1891, Συμβ.Α.Π. 184/2002, Ποιν.Δικ. 2002/686, Α.Π. 347/2003, Ποιν.Δικ. 2003/854, Α.Π. 441/2002, Ποιν.Δικ. 2002/963. 51 Ποιν.Δικ. 2006/341. 52 Βλ. Υπερ. 1997/123. 53 Ποιν.Δικ. 2006/341. 21
πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για κλοπή κατά συναυτουργία δεν απαιτείται να προσδιορίζονται και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς, αλλά αρκεί να αναφέρεται η γνώση της πρόθεσης καθενός για την τέλεση της ίδιας πράξης» 54. Ως προς το υποκειμενικό μέρος της συναυτουργίας το Ανώτατο Ακυρωτικό μας ορθά σταθερά αξιώνει για τον ακριβή καθορισμό της πράξης μνεία της υπάρξεως συναυτουργικού δόλου, ακόμη και σε αποφάσεις που δεν αξίωσαν εξειδίκευση σε αντικειμενικό επίπεδο. Στη συναυτουργία δεν αρκεί ο απλός δόλος, δηλ. η γνώση και η θέληση ή η αποδοχή τελέσεως της πράξης από τον ίδιο δράστη, αλλά χρειάζεται και δόλος σύμπραξης. Αν λείπει το στοιχείο αυτό ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης δεν υπάρχει 55. Ως προς το αντικειμενικό μέρος της συναυτουργίας ορθώς ασκήθηκε κριτική από την θεωρία κατά της παραπάνω πάγιας θέσης των ποινικών δικαστηρίων. Στα πλαίσια προσβολής της ίδιας μονάδας αγαθού η συναυτουργία, όπως προαναφέραμε, μπορεί να είναι παράλληλη ή διαδοχική είτε ως προς όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος είτε ως προς ένα τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως που τελείται από τον ένα και του υπολοίπου από τον άλλο. Τι ακριβώς έχει συμβεί στην κάθε περίπτωση πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση, διαφορετικά δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ύπαρξη συναυτουργίας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η εξειδίκευση των πράξεων απαιτείται ακόμη και για τη θεμελίωση της φυσικής αυτουργίας. Τα πρόβλημα γίνεται πιο έντονο, ιδίως, όσον αφορά στο έγκλημα της πλαστογραφίας. Η πλαστογραφία ανήκει κατά βάση στην κατηγορία των 54 Σύμφωνες και οι Α.Π. 40/1992, Υπερ. 1992/1379, Α.Π. 2205/1992, Ποιν.Χρ. 1993/435, Α.Π. 260/1995, Υπερ. 1997/125 ως προς το έγκλημα της κλοπής, Α.Π. 1347/1995, Υπερ. 1997/129 ως προς το έγκλημα της κλοπής και της υπεξαίρεσης, Α.Π. 1374/1995, Ποιν.Χρ. 1996/647, Α.Π. 1693/2001, Ποιν.Δικ. 2002/322 ως προς το έγκλημα της απάτης, Α.Π. 685/2001, Ποιν.Δικ. 2001/970, Α.Π. 1134/2001, Ποιν.Δικ. 2001/1194, Α.Π. 1714/2005, Ποιν.Δικ. 2006/394. 55 Βλ. Μαργαρίτη, Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και η Ποινική Δικονομία κατά την τελευταία δεκαετία σε Ολομέλεια Αρείου Πάγου, 2005, σελ. 147 επ. 22
ιδιοχείρων εγκλημάτων, επί των οποίων αποκλείεται ή καθίσταται δυσχερής η κατά συναυτουργία τέλεση. Ο καθένας υπογράφει ή γράφει μόνος του, με το δικό του χέρι. Η σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων σ αυτήν τη δουλειά κατ αρχήν αποκλείεται, εκτός αν ο καθένας γράφει από ένα κομμάτι του σχετικού κειμένου ή αν ο ένας γράφει το κείμενο και ο άλλος βάζει την υπογραφή ή κρατάνε μαζί το στυλό και γράφουν από κοινού, αν και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά 56. Συνήθως ένας μόνον προκαλεί τη νόθευση και ο άλλος ίσως κάνει υποδείξεις για την καλύτερη νόθευση του εγγράφου ή κρατάει τσίλιες. Όμως οι παραπάνω πράξεις μπορούν να θεωρηθούν ως πράξεις συναυτουργίας σύμφωνα με το δόγμα του ποινικού μας δικαίου; Η απάντηση είναι φυσικά πως όχι, διότι κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις θεμελιώδεις διακρίσεις της συμμετοχής που τυποποιούνται στον ποινικό μας κώδικα. Η πάγια τακτική του Αρείου Πάγου μας οδηγεί αναγωγικά στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε συμβολή στο έγκλημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως συναυτουργία, πράγμα άτοπο, καθώς με τον τρόπο αυτό καταργείται η έννοια της άμεσης και απλής συνέργειας στο έγκλημα. Με την ίδια λογική και σε υποκειμενικό επίπεδο ο δόλος σύμπραξης, δηλ. οποιασδήποτε συμβολής στο έγκλημα, καλύπτει και το δόλο συνέργειας και άρα οδηγούμαστε και πάλι σε αδιέξοδο. Το Ακυρωτικό μας δικαστήριο σε πλείστες αποφάσεις του αναφέρει ότι για την κατάφαση της συναυτουργίας«αρκεί και οι δύο να τελούν σε γνώση της κοινής προθέσεως για την τέλεση του εγκλήματος», γεγονός που θα μπορούσε να βρει στήριγμα μόνο στην άκρως υποκειμενική θεωρία που επικρατεί στη γερμανική νομολογία. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή σημασία έχει η υποκειμενική υπαιτιότητα, δηλ. αυτουργός είναι ο δράστης που θεωρεί και θέλει την πράξη σαν δική του, ανεξάρτητα αν η πράξη του πραγματώνει ή όχι τα στοιχεία της αντίστοιχης υποκειμενικής υπόστασης 57. Η θεωρία αυτή όμως 56 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 180 επ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προβλήματα συναυτουργίας στο Ποινικό Δίκαιο, Υπερ. 1997/119 επ., Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, 2003, σελ. 141 και Προβλήματα της συμμετοχής στο έγκλημα, 1998, σελ. 27 επ., παρατηρήσεις Χριστοφορίδη σε μη ορθή Α.Π. 980/1997, Υπερ. 1998/530. 57 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 135 επ., Μανωλεδάκη, ό.π., 1996, σελ. 389 επ., Κωστάρα, Μπορεί η συνεκτέλεση στη συναυτουργία να συναχθεί ερμηνευτικά από την κατάφαση του κοινού των συμπραττόντων δόλου;, Υπερ. 1994/697 επ., Σχόλιο Χ. 23
είναι εσφαλμένη, έχει ανεπαρκή θεωρητική αφετηρία, αντιφάσκει προς ποινικές διατάξεις που αναγνωρίζουν αυτουργική δράση «για χάρη άλλου» (π.χ. άρ. 300, 385, 386 Π.Κ.), παραγνωρίζει την ίδια την πράξη του δράστη, καθώς σύμφωνα με αυτή εκείνος που τέλεσε με τα χέρια του το έγκλημα μπορεί να υποβιβαστεί σε συνεργός, σε αντίθεση με την τυπική-αντικειμενική θεωρία που έχει υιοθετήσει ο νομοθέτης μας και σύμφωνα με την οποία η αυτουργία συνεπάγεται πάντοτε πράξη αντικειμενικής υπόστασης 58. Η παραπάνω στάση της νομολογίας μας θα μπορούσε να βρει έρεισμα και στη λεγόμενη θεωρία «της κυριαρχίας επί της πράξεως», που επικρατεί στη σημερινή γερμανική θεωρία και σύμφωνα με την οποία αυτουργός είναι αυτός που κυριαρχεί πάνω στο εγκληματικό γεγονός, που έχει την πραγμάτωση ή μη του εγκλήματος στα χέρια του 59, αλλά όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζεται αυτουργία θεμελιώνεται και με την κυριαρχία με την βούληση πάνω στον κάτοχο της κυριαρχίας με την πράξη και εκφράζεται μέσω οργανωτικών μηχανισμών δύναμης ή εξουσίας 60. Και αυτή η θεωρία όμως δε συνάδει με το δικαιϊκό μας ποινικό σύστημα, καθώς αγνοεί και καταργεί ουσιαστικά την έννοια της άμεσης συνέργειας, η οποία συνιστά συμβολή απλώς στην τέλεση της πράξης από κάποιον άλλον. Άρα ούτε και οποιαδήποτε μορφή κυριαρχίας πάνω στην πράξη αρκεί, διότι θα καταλήγαμε να θεωρήσουμε συναυτουργό σωματικής βλάβης εκείνον που ακινητοποιεί τον παθόντα για να τον χτυπήσει άλλος. Μυλωνόπουλου σε Συμβ.Α.Π. 1397/1987, Ελλην.Δικ. 1988/1006, ο οποίος αρχικά κάνει λόγο για αυτουργό με την ουσιαστική έννοια, ήτοι για όποιον τελεί σε τόσο στενό δεσμό προς την πράξη, ώστε η συμπεριφορά του συνιστά συμβολή στην από κοινού εκτέλεση, συμβολή η οποία όμως κρίνεται με βάση μια αξιολόγηση του συνόλου των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων, στη συνέχεια όμως καταλήγει στο ότι απαιτείται η ύπαρξη κάποιας κυριαρχίας πάνω στην πράξη. 58 Βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., 1996, σελ. 414 επ, Ψαρούδα-Μπενάκη, Η υπό του ελληνικού Ποινικού Κώδικος και της επιστήμης αντιμετώπισις των προβλημάτων της συμμετοχής εις το έγκλημα, Ποιν.Χρ. 1961/115 επ. 59 Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 137 επ. 60 Π.χ. ο αρχηγός της ομάδας που επεξεργάζεται το σχέδιο δράσης και δίνει εντολές από μακριά. Βλ. Ανδρουλάκη, ό.π., 2004, σελ. 137 επ. και Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προβλήματα συναυτουργίας στο Ποινικό Δίκαιο, Υπερ. 1997/119 επ., Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, 2003, σελ. 143 επ. 24
Αντίθετα η συναυτουργία προϋποθέτει την τέλεση πράξης της αντικειμενικής υπόστασης. Επομένως, για να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη συναυτουργίας χρειάζεται και συναπόφαση και συνεκτέλεση με τεκμηριωμένη κατάφασή τους, αφού η αδυναμία κατάφασης της συναπόφασης οδηγεί στην παραυτουργία, ενώ η αδυναμία τεκμηρίωσης της συνεκτέλεσης παραπέμπει σε άλλες μορφές συμμετοχής (άμεση ή απλή συνέργεια). Δεν αρκεί να καταφάσκεται μόνο ο κοινός δόλος των συμπραττόντων και επουδενί δεν αρκεί αυτός για να συνάγουμε ερμηνευτικά την ύπαρξη της συνεκτέλεσης, διότι κάτι τέτοιο θα συρρίκνωνε ανεπίτρεπτα τη δογματική φυσιογνωμία της συναυτουργίας 61. Για την κατάφαση της συνεκτέλεσης σε οποιοδήποτε έγκλημα απαιτείται η εξειδίκευση των επιμέρους ενεργειών των συναυτουργών 62, διαφορετικά η καταδίκη για συναυτουργία είναι αναιτιολόγητη 63. Επιπλέον, η εξειδίκευση αυτή παρέχει στο δικαστήριο και στους διαδίκους ένα σταθερό σημείο αναφοράς που διευκολύνει την ορθή διεξαγωγή της δίκης, καθώς η ύπαρξη σαφούς κατηγορίας βοηθά τον κατηγορούμενο στην 61 Βλ. Κωστάρα, ό.π., Υπερ. 1994/699. 62 Σύμφωνη και Α.Π. 626/1995, Ποιν.Χρ. 1995/947, Α.Π. 165/2003, Πράξ.&Λόγ.Π.Δ. 2003/46, η οποία δέχτηκε ορθώς ότι δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία, όταν δεν αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά που συγκροτούν τη συναυτουργική συμμετοχή του κατηγορουμένου στην τέλεση του εγκλήματος, Α.Π. 1673/2005, Ποιν.Δικ. 2006/394, σύμφωνα με την οποία για να στοιχειοθετηθεί τέλεση του εγκλήματος «από κοινού», δεν αρκεί υποκειμενικά κοινός δόλος, αλλά απαιτείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και εν προκειμένω στο αδίκημα της απάτης από κοινού, και από τη θεωρία βλ. σύμφωνες παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι σε Συμβ.Εφετ.Θεσ., Υπερ. 1995/117, Μανωλεδάκη σε Α.Π. 40/1992, Υπερ. 1992/1381, Παπαδαμάκη σε Συμβ.Διαρ.Στρ.Θεσ. 755/1994, Υπερ. 1995/810, Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Προβλήματα συναυτουργίας στο Ποινικό Δίκαιο, Υπερ. 1997/119 επ., Κονταξή, Ποινικό Δίκαιο, 2000, σελ. 898 επ. 63 Βλ. εισαγγελική πρόταση Ευθυμιάδη που δεν έγινε δεκτή από την Συμβ.Α.Π. 144/1992, Υπερ. 1997/120 επ., με την οποία ζήτησε την αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, γιατί «δεν περιγράφεται σε αυτό, κατά ποιον τρόπο κατανοητό, με ποιες σωματικές κινήσεις καθένας από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους και συναυτουργούς εξετέλεσαν μαζί» το έγκλημα της πλαστογραφίας και Μαργαρίτη, ό.π., σε Ολομέλεια Αρείου Πάγου, 2005, σελ. 149. 25
αποτελεσματικότερη υπεράσπισή του και συμβάλλει στην διαφάνεια και άρα στην ελενξιμότητα των αποφάσεων 64. Πάντως σε κάθε περίπτωση η εξειδίκευση των πράξεων των συναυτουργών είναι επιβεβλημένη για δύο ακόμη λόγους. Πρώτον διότι τα δικαστήρια οφείλουν να αιτιολογούν ειδικά και εμπεριστατωμένα τις αποφάσεις τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 93 3 του Συντάγματος και τη διάταξη του άρ. 139 Κ.Π.Δ. και δεύτερον διότι χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, αφού το Ακυρωτικό δεν έχει τη δυνατότητα ελέγχου της σωστής ή εσφαλμένης εφαρμογής της σχετικής επιμέρους ποινικής διάταξης σε συνδυασμό με το άρ. 45 Π.Κ. 65. 2. Συναυτουργία Σε Εγκλήματα Που Τελούνται Με Σύνθετη Πράξη. Ένα άλλο πρόβλημα που απασχόλησε τη νομολογία μας με αφορμή την Α.Π. 1211/1989 66 είναι αν δύναται να θεμελιωθεί συναυτουργία και σε απλά εγκλήματα που η αντικειμενική τους όμως υπόσταση περιέχει πράξη σύνθετη, χωρίς να είναι τα ίδια σύνθετα. Ως γνωστόν στα σύνθετα και πολύπρακτα εγκλήματα για τη θεμελίωση της συναυτουργίας αρκεί η πραγμάτωση ενός μόνο συνθετικού τους και δεν απαιτείται η πλήρωση ολόκληρης της αντικειμενικής υπόστασης από τους συναυτουργούς 67. Λόγου χάρη στο έγκλημα της ληστείας, που είναι έγκλημα σύνθετο με στενή έννοια, ο ένας συναυτουργός μπορεί να ασκεί την παράνομη βία και ο άλλος την κλοπή και στο έγκλημα του βιασμού, που είναι πολύπρακτο, ο ένας μπορεί να ασκεί την παράνομη βία και ο άλλος την εξώγαμη συνουσία. Δηλαδή μπορεί οι πράξεις κάθε συναυτουργού να συνιστούν η καθεμιά τους μέρος μόνο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αλληλοσυμπληρώνονται όμως και έτσι στο συνδυασμό τους να πραγματώνουν το έγκλημα. 64 Βλ. παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου σε Συμβ.Α.Π. 1231/1987, Νομ.Β. 1987/1657. 65 Βλ. Α.Π. 1791/2003, Πράξ.&Λόγ.Π.Δ. 2003/364. 66 Βλ. Ποιν.Χρ. 1990/517. 67 Βλ. σύμφωνες παρατηρήσεις Παπαδαμάκη, Υπερ. 1995/810. 26