Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας
Περιεχόμενα Κεφαλαίου Η έννοια του Ισοζυγίου Πληρωμών Τα επιμέρους ισοζύγια του Ισοζυγίου Πληρωμών Η διαχείριση του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Πληρωμών Η «Ολλανδική Ασθένεια» Η υποτίμηση ως μέσο αντιμετώπισης του ελλείμματος Η καμπύλη J και η συνθήκη Marshall-Lerner-Robinson Ο εισαγόμενος πληθωρισμός
Η εικόνα του εξωτερικού τομέας μιας οικονομίας δίνεται από το ισοζύγιο πληρωμών που είναι η αντιπαραβολή των πληρωμών που πραγματοποιείται από μια χώρα στο εξωτερικό και των εισπράξεών της από το εξωτερικό σε διάστημα (συνήθως) ενός χρόνου. Πρόκειται για μια λογιστική κατάσταση όπου αποτυπώνονται όλες οι δοσοληψίες μιας χώρας σε συνάλλαγμα. Υπεύθυνη για την παρακολούθηση του ισοζυγίου πληρωμών είναι η κεντρική τράπεζα της κάθε χώρας, η οποία μπορεί να παρακολουθεί και να κατα-γράφει όλες τις δοσοληψίες της χώρας με το εξωτερικό επειδή μέσω αυτής γίνονται όλες οι πληρωμές και εισπράξεις και οι μετα-τροπές του εγχώριου νομίσματος σε συνάλλαγμα και αντίστροφα.το ισοζύγιο πληρωμών προκύπτει από το άθροισμα των εξής επιμέρους ισοζυγίων: Του εμπορικού ισοζυγίου Του ισοζυγίου υπηρεσιών (άδηλων πόρων) Του ισοζυγίου εισοδημάτων από μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό Του ισοζυγίου κίνησης κεφαλαίων
Το άθροισμα των τριών πρώτων ισοζυγίων αποτελεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το εμπορικό ισοζύγιο αντιπαραβάλει τη συνολική αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών αγαθών μιας χώρας για ένα έτος σε τιμές ξένου συναλλάγματος (συνήθως σε $ ΗΠΑ). Αν η αξία των εισαγωγών ξεπερνά την αξία των εξαγωγών, το ισοζύγιο είναι ελλειμματικό, ενώ στην αντίθετη περίπτωση είναι πλεονασματικό. Πρόκειται για την αξία των εμπορευμάτων που διέρχονται τα σύνορα μιας χώρας μέσω των τελωνείων. Η διαμόρφωση του εμπορικού ισοζυγίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διάρθρωση της οικονομίας. Όταν σε μια χώρα εφαρμόζεται επεκτατική πολιτική με βασικό στόχο την αύξηση του ΑΕΠ και της απασχό-λησης, το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώνεται γιατί οι κάτοικοι της καταναλώνουν και επενδύουν περισσότερο. Όταν όμως σε μια χώρα εφαρμόζεται αντιπληθωριστική πολιτική, ή όταν η οικονομική δραστηριότητα μειώνεται, η ζήτηση αγαθών (εγχώριων και ξένων) περιορίζεται, με αποτέλεσμα τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, επειδή τα διαθέσιμα για εξαγωγή αγαθά
Το εμπορικό ισοζύγιο επηρεάζεται και από την εξέλιξη των όρων εμπορίου. Μια βελτίωση των όρων εμπορίου θα σημαίνει ότι έναντι ενός δεδομένου όγκου εξαγωγών μια χώρα θα μπορεί να καρπώνεται μεγαλύτερο όγκο εισαγόμενων προϊόντων με αποτέλεσμα τη βελτίωση του ισοζυγίου. Αντίθετα, μια επιδείνωση των όρων εμπορίου συνεπάγεται και επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου. Εκτός από τα αγαθά, μεγάλη σημασία στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις έχουν και οι υπηρεσίες όπως οι μεταφορές, οι ασφάλειες και ο τουρισμός. Το ισοζύγιο υπηρεσιών περιλαμβάνει και άλλους άδηλους πόρους και πληρωμές όπως τα μεταναστευτικά και τα ναυτιλιακά εμβάσματα και οι καθαρές απολαβές μιας χώρας από διεθνείς οργανισμούς (π.χ., Ευρωπαϊκή Ένωση). Στο ισοζύγιο πληρωμών καταγράφονται και τα κεφάλαια τα οποία μεταφέρονται στο εξωτερικό, είτε για να επενδυθούν, είτε για δανεισμό με τη μορφή καταθέσεων σε ξένες τράπεζες, αλλά και δανεισμό επιχειρήσεων ή και κρατών. Συνήθως τις μεταφορές κεφαλαίων επηρεάζουν οι προσδοκίες για πιθανά αυξημένα κέρδη και εισοδήματα στο εξωτερικό σε σχέση με το εσωτερικό.
Άλλος παράγοντας που προκαλεί μετακινήσεις κεφαλαίων είναι οι διαφορές στα καθαρά επιτόκια (ονομαστικά επιτόκια μείον πληθωρισμός) που συχνά παρατηρείται ανάμεσα σε χώρες, με τα κεφάλαια να έλκονται από τα υψηλότερα επιτόκια. Σημαντικό μέρος της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων προκαλείται από τις επιχειρηματικές αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε διάφορες χώρες και μετακινούν κεφάλαια είτε για την πραγματοποίηση επενδύσεων είτε για επαναπατρισμό των κερδών τους. Μια βασική διαφοροποίηση που υπάρχει στη λογιστική καταγραφή των κινήσεων κεφαλαίου είναι ότι ενώ οι (πρωτογενείς) κινήσεις αυτές καθεαυτές καταγράφονται στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων, τα οικονομικά αποτελέσματα που επιφέρουν (τόκοι και κέρδη που επαναπατρίζονται) περιλαμβάνονται στο ισοζύγιο εισοδημάτων από μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό και σε τελική ανάλυση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το αριθμητικό άθροισμα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και κίνησης κεφαλαίων είναι πάντοτε ίσο με μηδέν, πράγμα που σημαίνει ότι το ένα ισοζύγιο ισοσκελίζει τα ελλείμματα ή πλεονάσματα του άλλου. Στην πραγματικότητα, τα ελλείμματα (ή και τα πλεονάσματα) των ισοζυγίων πληρωμών των διαφόρων χωρών μπορούν να εντοπιστούν στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων. Γενικά, ισχύει ότι «το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών ισούται με τη αξία των συναλλαγών και διευθετήσεων που απαιτούνται προκειμένου αυτό να καλυφθεί». Ο ορισμός αυτός μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι ενώ κάποιες από τις συναλλαγές συμβαίνουν άσχετα εντελώς από το αν το ισοζύγιο πληρωμών έχει έλλειμμα ή πλεόνασμα (οι λεγόμενες αυτόνομες συναλλαγές), κάποιες άλλες καθορίζονται ως προς τη φορά και το μέγεθός τους από την ύπαρξη ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων, ακριβώς επειδή συμβαίνουν προκειμένου να τα καλύψουν.
Η δεύτερη κατηγορία συναλλαγών, οι λεγόμενες εξισορροπητικές συναλλαγές εντοπίζονται κυρίως στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων. Αν μια πολυεθνική επιχείρηση αποφασίσει να πραγματοποιήσει σε μια ξένη χώρα, η απόφαση αυτή μπορεί να βασίζεται στο χαμηλό κόστος παραγωγής ή την ενδιαφέρουσα εσωτερική αγορά τη χώρα αυτής, αλλά όχι και στο αν στη συγκεκριμένη χώρα υπάρχει έλλειμμα ή πλεόνασμα. Γι αυτό και οι άμεσες επενδύσεις θεωρούνται αυτόνομες κινήσεις κεφαλαίων. Η προσφυγή όμως μιας χώρας σε δανεισμό από διεθνείς οργανισμούς (π.χ., το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) ή ξένες τράπεζες γίνεται ακριβώς προκειμένου να καλυφθεί ένα έλλειμμα και γι αυτό θεωρούνται εξισορροπητικές κινήσεις κεφαλαίων. Αυτό που δεν είναι πάντα ξεκάθαρο όμως είναι οι βραχυπρόθεσμες κινήσεις κεφαλαίων. Αν δηλαδή μια χώρα αντί του να προσφύγει σε διεθνή δανεισμό αποφασίσει να προσελκύσει ξένα κεφάλαια, προσφέροντας επιτόκια υψηλότερα από αυτά που ισχύουν διεθνώς, πρόκειται για αυτόνομη ή για εξισορροπητική κίνηση κεφαλαίων;
Ο δανεισμός δεν είναι ο μόνος τρόπος κάλυψης ενός ελλείμματος. Μια χώρα μπορεί να χρηματοδοτήσει, πλήρως ή εν μέρει, ένα έλλειμμα χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμά της σε ξένο συνάλλαγμα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα χρέη μιας χώρας είναι σε ξένο συνάλλαγμα και προκειμένου να αποφευχθεί ο εξωτερικός δανεισμός και οι τόκοι, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι τα διαθέσιμα επαρκούν. Σε περίπτωση βέβαια που μια χώρα παρουσιάζει πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών της, αυτό καταγράφεται από τη διάθεση και δυνατότητά της να δανειοδοτήσει χώρες που έχουν έλλειμμα. Αυτό που συνήθως συμβαίνει βέβαια είναι ότι ένα πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών επιτρέπει σε μια χώρα να αυξήσει τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής της τράπεζας. Άρα, το έλλειμμα (ή το πλεόνασμα) στο ισοζύγιο πληρωμών μιας χώρας είναι ίσο με το άθροισμα των εξισορροπητικών κινήσεων κεφαλαίων και των μεταβολών στα συναλλαγματικά της διαθέσιμα.
Σε πιο μεσο-μακροπρόθεσμη βάση μια χώρα μπορεί να επιχειρήσει τη βελτίωση της καθαρής θέσης του ισοζυγίου πληρωμών της μέσω της υποτίμησης του νομίσματός της. Βασικό εργαλείο για τις τυχόν θετικές επιπτώσεις μιας υποτίμησης στο ισοζύγιο πληρωμών είναι η καμπύλη J, το αποτέλεσμα μιας εμπειρικής παρατήρησης σύμφωνα με την οποία μια υποτίμηση επιδεινώνει βραχυπρόθεσμα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μόνο μεσο-μακροπρόθεσμα είναι δυνατή η βελτίωσή του (κάτι που σχηματικά στο χρόνο φαίνεται από την αρχική «βουτιά» και την άνοδο αργότερα όπως ενός κεκλιμένου γράμματος J). Η αρχική επιβάρυνση οφείλεται στο ότι τα προ της υποτίμησης συμβόλαια θα πρέπει να εκτελεστούν σε όρους της (ακριβότερης) νέας ισοτιμίας, καθώς και του ότι μια υποτίμηση σημαίνει μεγαλύτερη επιβάρυνση σε εθνικό νόμισμα για κάθε δολάριο εξωτερικού χρέους. Αργότερα, όμως, η νέα ισοτιμία μπορεί να προκαλέσει αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών μας με αποτέλεσμα τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η σχέση νομισματικής ισοτιμίας και εμπορικού ισοζυγίου μπορεί να συζητηθεί και πάνω στη βάση της «Ολλανδικής Ασθένειας». Η ανακάλυψη φυσικού αερίου στην Ολλανδία, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική εξοικονόμηση σε ξένο συνάλλαγμα. Αυτό οδήγησε σε ανατίμηση του ολλανδικού νομίσματος που υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα των ολλανδικών προϊόντων και την επιδείνωση του εμπορικού της ισοζυγίου. Η θετική εξέλιξη στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μιας χώρας ως αποτέλεσμα της υποτίμησης του νομίσματός της δεν είναι βέβαιη. Ουσιαστικά θα εξαρτηθεί από τις ελαστικότητες της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα στο εσωτερικό της, αλλά και για τα δικά της προϊόντα στις ξένες αγορές. Σε περίπτωση δηλαδή που οι ζητήσεις αυτές είναι ανελαστικές, η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών θα είναι πολύ μικρές ώστε να αναμένεται σημαντική βελτίωση.
Η προϋπόθεση αυτή περιλαμβάνεται στη θεωρία με τη μορφή της συνθήκης Marshall-Lerner-Robinson σύμφωνα με την οποία «η υποτίμηση του νομίσματος μιας χώρας θα βελτιώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού τρεχουσών συναλλαγών της, αν το άθροισμα των ελαστικοτήτων ως προς την τιμή της εγχώριας και της ξένης ζήτησης για εισαγωγές είναι μεγαλύτερο από τη μονάδα». Γενικά η υποτίμηση, παρά το ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να έχει δραστικά αποτελέσματα στο ισοζύγιο μιας χώρας, εμπεριέχει και σοβαρούς κινδύνους. Οι συνεχείς υποτιμήσεις ενός νομίσ-ματος μπορούν να οδηγήσουν στην απαξίωση του νομίσματος αυτού, που οδηγεί σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση καθώς και οι κάτοικοι της χώρας μπορεί να επιλέξουν να χρησιμοποιούν το νό-μισμα μιας άλλης χώρας που θεωρούν σταθερότερο ή και χρυσό.
Μια άλλη δυσμενής επίπτωση των υποτιμήσεων είναι ο εισαγόμενος πληθωρισμός. Ο εισαγόμενος πληθωρισμός παρατηρείται συνήθως όταν η χώρα με την οποία έχουμε εμπορικές σχέσεις έχει υψηλό πληθωρισμό, οπότε εισάγοντας τα προϊόντα της ουσιαστικά εισάγουμε και τον πληθωρισμό της αν δεν μεταβάλλεται η ισοτιμία των νομισμάτων. Είναι όμως πιθανή και η εισαγωγή πληθωρισμού από χώρα που έχει μηδενικό πληθωρισμό, αν υποτιμηθεί το νόμισμά μας έναντι του δικού της.