ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ONORA O' NEIL ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΑΜ: 2497 Στο συγκεκριμένο κείμενο η O' Neil εξετάζει τη διαφορά ανάμεσα στην πρακτική φιλοσοφία του Kant με τα σύγχρονα έργα που θεωρούνται καντιανά έργα περί ηθικής. Η διαφορά αυτή οφείλεται αφενός στην προσπάθεια προσέγγισης ενός μόνο μέρους ενός συνόλου της καντιανής θεωρίας και αφετέρου στη διαφορετική κατανόηση και ερμηνεία βασικών εννοιών για την πράξη και την αυτονομία. Η O' Neil στο παρόν κείμενο επικεντρώνεται κυρίως στις εμπειριστικές θεωρίες στις οποίες κύριο ρόλο παίζουν οι επιθυμίες και οι λόγοι. Αυτές οι θεωρίες επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τις εξής δύο συνθήκες: α) να δείξουν ότι οι πράξεις είναι προιόντα επιθυμιών και πεποιθήσεων και β) να δείξουν ότι μπορούν να υπάρχουν πρότυπα έλλογης επιλογής για την επίτευξη των επιθυμιών. Μία τέτοια θεωρία για την πράξη, που θα πληρούσε και τα δύο αυτά στοιχεία θα παρουσίαζε δύο είδη δρώντων, τους απλούς δρώντες, οι οποίοι επιδιώκουν έλλογα τις προτιμήσεις τους και τους αυτόνομους δρώντες, που επίσης επιδιώκουν έλλογα τις προτιμήσεις τους με βάση όμως τον αυτοέλεγχο, με την έννοια της οργάνωσης και του αναστοχασμού. Η αυτονομία θεωρείται η ικανότητα επιδίωξης δεύτερης τάξεως επιθυμιών που βασίζεται στην εργαλειακή ορθολογικότητα. Επομένως, η ικανότητα για πράξη αποδίδεται σε ορισμένα είδη ζωικής αλλά και ανθρώπινης ζωής, αλλά η αυτονομία επιτυγχάνεται μόνο από τα ανθρώπινα υποκείμενα. Στο σημείο αυτό παρατίθεται ένα χωρίο από τη ΘΜΗ που αναφέρει για το έλλογο ον ότι έχει δύο είδη κινήτρου, δηλαδή μπορεί να πράξει είτε σύμφωνα με τους νόμους του φυσικού κόσμου στον οποίο ανήκει( ετερονομία) είτε με βάση άλλους νόμους ανεξάρτητους από τη φυσική αιτιότητα,που έχουν ως θεμέλιό τους το λόγο. Μετά από αυτόν το διαχωρισμό,συνεχίζει το κείμενο, θα ήταν λογικά επόμενο να περιμένουμε δύο θεωρήσεις για την πράξη, μία θεωρητική η οποία θα εξέταζε την πράξη από τη σκοπιά της φυσικής αναγκαιότητας του αισθητού κόσμου και θα την καθιστούσε ετερόνομη και μία πρακτική η οποία θα εξέταζε την πράξη ως καθορισμό της βούλησης κι εδώ έχουμε την περίπτωση της ηθικής αλλά και της αυτόνομης πράξης. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε σε έναν δυισμό, τον οποίον επικρίνουν πολλοί θεωρητικοί, όπως ο Thomas Hill, γιατί αυτές οι ερμηνείες δημιουργούν την εικόνα ενός αισθητού κι ενός νοητού κόσμου που δε μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους. Αυτές οι θεωρίες απλώς διαχωρίζουν τις πράξεις σε μη καταλογιστέες, όταν δε διέπονται από ορθολογικό έλεγχο και σε καταλογιστέες αλλά και ηθικές όταν είναι αποτέλεσμα ορθολογικού ελέγχου. Όμως, σύμφωνα με αυτήν την εξήγηση φαίνεται ότι η θεωρία του Kant δεν περιέχει την πιθανότητα της πράξης που είναι ανήθικη αλλά καταλογιστέα, ουσιαστικά δηλαδή αποκλείει την πράξη που επιλέγεται έλλογα έπειτα από ορθολογικό έλεγχο αλλά δεν είναι ηθική. Με άλλα λόγια, αρνείται την πιθανότητα να επιλέξει κάποιος μία ανήθικη πράξη. Ο Kant,στα ύστερα γραπτά του, διαχωρίζει τη βούληση σε ελεύθερη προαίρεση και στην εξάσκησή της σύμφωνα με τον πρακτικό λόγο και επομένως, μπορούμε να πούμε, ότι επιτρέπει την πιθανότητα της πράξης από ροπή σύμφωνα ή ενάντια στον ηθικό νόμο. Έτσι λοιπόν, το κείμενο προχωρά στην εξέταση της πράξης αρχικά από τη σκοπιά του αισθητού κόσμου. Ο θεωρητικός λόγος απαιτεί να υποθέσουμε ότι τα υποκείμενα έχουν την ικανότητα να πράττουν ελεύθερα. Όμως, οι πράξεις έχουν ως προυπόθεση και κάποια στοιχεία αιτιακά, δηλαδή μπορεί όσα αναφέρει ο Kant για την πράξη να βρίσκονται στο πεδίο της ελευθερίας αλλά δε μπορούμε σε καμία περίπτωση να αφαιρέσουμε το εμπειρικό πεδίο καθώς η πράξη λαμβάνει χώρα στον εμπειρικό κόσμο. Ο Kant επιμένει ότι από τη σκοπιά της εμπειρίας η πράξη ( ως φαινόμενο)
υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Η ανθρώπινη πράξη μπορεί να ερμηνευτεί κατ' αναλογίαν με άλλα φυσικά γεγονότα όμως πρακτικά καμία φυσική επιστήμη δε μπορεί να εξηγήσει πλήρως την ανθρώπινη πράξη. Το σημαντικότερο ωστόσο πρόβλημα έγκειται στο ότι οι εξηγήσεις σύμφωνα με τους νόμους της φύσης φτάνουν σε ένα σημείο υπόθεσης. Κρίνονται ως ατελείς, διότι δε μπορούν να εξηγήσουν πλήρως τη μορφή των φυσικών νόμων. Απαιτείται λοιπόν και κάτι ακόμη, κάτι που δεν είναι εμπειρικό αλλά νοητό. Σ' αυτήν, επομένως, τη βάση η κατανόηση του εμπειρικού κόσμου, προυποθέτει κάποιους όρους που δε βρίσκονται στον κόσμο της εμπειρίας μας, προηγούνται αυτού και αποτελούν προυπόθεση για να κατανοηθεί ο εμπειρικός κόσμος 1. Ο τρόπος που κατανοούμε τα φυσικά αντικείμενα, είναι τελείως εμπειρικός, όμως ο τρόπος που κατανοούμε τον εαυτό μας χρειάζεται και κάτι επιπλέον. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε αφενός τον εαυτό μας ως μέρος της φύσης και αφετέρου ότι αυτός ο εμπειρικός χαρακτήρας προυποθέτει έναν νοητό χαρακτήρα, ο οποίος είναι εντελώς απαλλαγμένος από την εποπτεία του χρόνου, ότι σ' αυτόν δηλαδή δεν υπάρχει χρονικότητα, είναι άχρονος εφόσον δε δέχεται κάποια αιτιακή εξήγηση με βάση τις εποπτείες του χώρου και του χρόνου. Εδώ όμως προκύπτουν κάποιοι προβληματισμοί όσον αφορά το διττό αυτόν χαρακτήρα του ανθρώπου. Το επιχείρημα που απαντά σε αυτούς τους προβληματισμούς είναι το εξής: προυποθέτουμε την ελευθερία, η οποία κι αυτή πρέπει να έχει κάποια αιτία, η οποία όμως δε μπορεί σε καμία περίπωση να είναι από τη φύση. Στην καντιανή φιλοσοφία η ελευθερία είναι το αντίθετο της φύσης κι ό,τι είναι φύση δε μπορεί να είναι ελευθερία. Η ελευθερία πρέπει να έχει μια αιτία που να μην ανάγεται σε άλλη αιτία( σύμφωνα με το μοντέλο της αιτιακής εξήγησης), να μην είναι δηλαδή το αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αιτίας, αλλά πρέπει να είναι αυτόνομη, αυτοκαθοριζόμενη. Η αυτονομία εκφράζεται πρακτικά με το λόγο. Από τη σκοπιά του νοητού κόσμου, οι πράξεις μας δεν εξετάζονται ως γεγονότα, δηλαδή μια αλυσίδα γεγονότων της φυσικής αιτιότητας αλλά εξετάζονται σα να έχουν μια νοητή καθορισμένη μορφή. Εδώ δε μας ενδιαφέρει να εξηγήσουμε τη νοητότητα με βάση το θεωρητικό λόγο αλλά μας ενδιαφέρει να συμβαδίζει με τα κριτήρια του λόγου. Ο Kant, όπως αναφέρει η O' Neil, δε θέλει να αποδείξει την πραγματικότητα της ελευθερίας άλλωστε αυτό θα ήταν αδύνατο με όρους εμπειριστικούς αλλά επιδιώκει να διαχωρίσει αυτά που είναι από τη φύση από αυτά που είναι προιοντα ελευθερίας. Τα φυσικά γεγονότα, δηλαδή, έχουν κάποιες καθορισμένες φυσικές αιτίες εν αντιθέσει με την ελευθερία που καθορίζεται από νοητές αιτίες. Ο Kant δε μας δίνει ένα πρότυπο ανθρώπινης πράξης που να μπορεί την ίδια στιγμή και να εξηγήσει εμπειρικά και να καθοδηγήσει την πράξη. Για να κατανοήσουμε τα θεμέλια της εμπειρικής όψης της πράξης πρέπει να επικεντρωθούμε στη νοητότητα, δηλαδή στο προτασιακό περιεχόμενό τους. Ο Κant αντιτίθεται με τη χομπσιανή θεώρηση της πράξης, η οποία είναι φυσικαλιστικού τύπου αλλά και με τους μπιχεβιοριστές ψυχολόγους οι οποίοι υποστηρίζουν ότι με απλά μηχανιστικά αίτια μπορούν να προκλειθούν συμπεριφορές. Στην πραγματικότητα, μια εμπειριστική θεώρηση για την πράξη δεν προυποθέτει το φυσικαλισμό αλλά ενδεχομένως ισχυρίζεται ότι οι πράξεις υπάρχουν μέσα σε ''νοητές γραμμές'', όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το κείμενο. Βέβαια, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτή η νοητότητα, ως προυπόθεση των πράξεων, περιορίζεται σε πλάισια μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής. Θεωρούν ότι οι πράξεις μας διαμορφώνονται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη κοινωνική ηθική (Sittlichkeit, εγελιανός όρος) που καθορίζεται από μία γλώσσα. Πολλοί από τους υποστηρικτές, κυρίως ο Maclntyre, της ανωτέρω απόψεως αφενός επισημαίνουν ότι η νοητή πράξη εξαρτάται από μία νοητή παράδοση, αφετέρου αρνούνται ότι η νοητότητα διαπερνά τα όρια της ηθικής κοινότητας. Ο Kant, σύμφωνα με το κείμενο, δε μένει σε αυτό και υποστηρίζει ότι η νοητότητα χρειάζεται περισσότερα από το να περιορίζονται οι πράξεις σε συγκεκριμένες συνθήκες της κοινωνίας, διότι διαφορετικά θα οδηγούμασταν στο συμπέρασμα ότι η πράξη είναι νοητή μόνο για όσους έχουν έναν κοινό τρόπο σκέψης και ζωής κι όχι για όλους εν γένει. Οι πράξεις καθορίζονται από γνώμονες, δηλαδή από υποκειμενικές αρχές. Δε μπορούμε να γνωρίσουμε τους γνώμονες καθεαυτούς αλλά τις εμπειρικές 1 Ο Kant λέει ότι η εμπειρική μας ικανότητα μας υποδεικνύει απλώς τι συμβαίνει γύρω μας. Αντιθέτως, ο νόμος μας υποδεικνύει πως θα έπρεπε να συμβαίνει κι αυτό εμπεριέχει μια μη εμπειριστική πλευρά και αυτή ουσιαστικά πρέπει να είναι που να εξηγεί την αναγκαιότητα που περιλαμβάνει. ( The Cambridge Companion to Kant)
τους όψεις. Οι γνώμονες έχουν ιδιαίτερη σημασία διότι διασφαλίζουν τη νοητότητα της πράξης. Στο σημείο αυτό εγείρεται ένας προβληματισμός ως προς την περατότητα της πράξης. Η O' Neil διευκρινίζει στην ενότητα που ακολουθεί την έννοια του πεπερασμένου έλλογου όντος. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η πρακτική φιλοσοφία του Kant δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους αλλά την περατότητα της έλλογης φύσης συνολικά. Ωστόσο, αυτή η ηθική φιλοσοφία εφαρμόζεται στην ανθρώπινη κατάσταση. Αυτό συμβαίνει διότι η ηθική σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την έννοια του καθήκοντος, το οποίο εμπεριέχει την έννοια της καλής θέλησης, όπως αναφέρει ο Kant στη ΘΜΗ. Με άλλα λόγια, παρουσιάζεται η πεπερασμένη έλλογη φύση καθεαυτήν χωρίς να προκύπτει από την ύπαρξη του ανθρώπου ως έλλογου όντος αλλά εφαρμόζεται στην περίπτωση του ανθρώπινου υποκειμένου, διότι αυτό έχει κάποιους περιορισμούς και δυσκολίες όσον αφορά τη βούληση σε αντίθεση με την περίπτωση ενός μη πεπερασμένου έλλογου όντος, για το οποίο τίποτα δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υποχρέωση για τον απλό λόγο ότι μπορεί να πράξει πάντα σύμφωνα με έναν τρόπο, σύμφωνα με την ηθικότητα. Εδώ να διευκρινιστεί ότι ο Kant διαχωρίζει τα όντα σε μη έλλογα, στα οποία ανήκουν κυρίως τα ζώα, και στα έλλογα όντα, στα οποία ανήκουν τα ανθρώπινα υποκείμενα και μια ιδιαίτερη περίπτωση, η άγια βούληση 2 όπως αναφέρεται στο κείμενο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτή των μη έλλογων όντων, δε μιλάμε για ελευθερία, διότι δε μπορούν να πράξουν ανεξάρτητα από τις επιθυμίες τους/ από όσα προστάζει η φύση τους. Δε μπορούμε λοιπόν να κρίνουμε τις πράξεις τους από τη σκοπιά της ηθικότητας ούτε τίθεται ζήτημα νοητότητας. Στην περίπτωση όμως των έλλογων όντων, όπως είναι ο άνθρωπος, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα ανθρώπινα υποκείμενα έχουν επιθυμίες και ορμές, αλλά έχουν την ικανότητα να επιλέξουν αν θα πράξουν σύμφωνα με αυτές ή αν θα επιλέξουν άλλο κίνητρο. Επειδή διαθέτουν την ικανότητα προαίρεσης/ επιλογής, οι επιθυμίες τους δεν είναι ικανές να προκαλέσουν αιτιακά σε πράξη, υπάρχουν και δε μπορούν να αποκλειστούν από τους ανθρώπους αλλά δεν είναι το μοναδικό κίνητρο για πράξη. Βεβαίως, αν πράξουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, το κάνουν επειδή επέλεξαν να πράξουν κατά αυτόν τον τρόπο. 3 Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, η O' Neil, εξετάζει υπό ποία έννοια τα πεπερασμένα όντα είναι πεπερασμένα. Ουσιαστικά παρουσιάζονται δύο απόψεις. Αυτή που είναι σύμφωνη με τα σύγχρονα μοντέλα ορθολογικής επιλογής λέει ότι η περατότητα των όντων βασίζεται στην πιθανότητα διάψευσης και στην ικανότητα για εργαλειακό τρόπο σκέψης χωρίς την ύπαρξη περισσότερων ορθολογικών ικανοτήτων. Αυτή ή άποψη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τόσο η εργαλειακή ορθολογικότητα είναι αναγκαία αλλά και αποτελεί την ουσία της πεπερασμένης ορθολογικότητας. Όμως, η αντίληψη του Kant είναι διαφορετική. Υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν καθ' ολοκληρίαν εργαλειακά σκεπτόμενα όντα διότι αυτό θα συνεπαγόταν ότι ο λόγος θα ήταν δούλος των επιθυμιών, αλλά κάτι τέτοιο δε μπορεί να ισχύει, καθώς σύμφωνα με το επιχείρημα του Kant στη ΘΜΗ, ο λόγος σε αυτήν την περίπτωση δε θα είχε καμία πραγματική χρησιμότητα αντιθέτως θα δυσκόλευε την ευημερία των όντων, διότι το ένστικτο μπορεί να καθοδηγήσει καλύτερα τις πράξεις προς αυτόν το σκοπό. Τα πεπερασμένα έλλογα όντα δεν έχουν απλώς την ικανότητα να θέτουν σκοπούς και μέσα. Η ικανότητα του λόγου πρέπει να παράγει μια καλή θέληση καθεαυτήν. Οι έλλογοι δρώντες που περιγράφονται από την εμπειριστική προσέγγιση αποδεικνύονται μάλλον αδύνατες περιπτώσεις. Οδηγούμαστε λοιπόν σε δύο υποθέσεις: τα ανθρώπινα όντα είναι είτε 1) arbritia bruta, είτε 2) όντα που διαθέτουν εργαλειακή ικανότητα, δηλαδή τρόπο κατ' εξοχήν αποτελεσματικό για την επίτευξη των σκοπών τους. Η πρώτη ευλόγως απορρίπτεται οπότε συμπεραίνουμε ότι τα υποκείμενα είναι διανοητικά όντα τα οποία ανήκουν στον αισθητό κόσμο και από τη στιγμή που είναι διανοητικά όντα υπόκεινται και στις προσταγές του λόγου/ στους νόμους του νοητού κόσμου. Είδαμε προηγουμένως ότι η ηθική φιλοσοφία του Kant μπορεί να αποσπαστεί από τη μελέτη αποκλειστικά των ανθρώπινων όντων αλλά όχι από την περατότητα. Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται το πεπερασμένο και η ανθρωπολογία. Όλα όσα έχουν αναφερθεί έως τώρα αμφισβητούν κάθε ερμηνεία η οποία θέτει την εργαλειακή ορθολογικότητα ως κέντρο της 2 η ''άγια βούληση'', είναι μια βούληση που καθορίζεται πλήρως από εσωτερική δομή και η οποία πράττει αυθόρμητα και χωρίς αγώνα ( The Cambridge Companion) 3 Η ηθική αναγκαιότητα, ισχυρίζεται ο Kant, σύμφωνα με τον Guyer, μπορεί να οδηγήσει σε πράξη ανεξάρτητα από το ποια είναι η ροπή/ επιθυμία του δρώντος και αναφέρει το παράδειγμα του οδοντιάτρου, ed. Paul Guyer, The Cambridge Companion to Kant, σελ 317
πεπερασμένης ορθολογικότητας. Ο λόγος που επικεντρώνονται οι θεωρίες στον άνθρωπο είναι πολύ απλός. Η εμπειρία μας δε διαθέτει άλλο είδος πεπερασμένου έλλογου πράττοντος που να κατέχει ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά του ανθρώπου. Το γεγονός ότι η εμπειρία δε διαθέτει ένα δεύτερο είδος για να τα αντιπαραβάλλουμε, εξηγεί γιατί είναι συμβατή η αξίωση να δοθεί μια θεωρία των αρχών των υποχρεώσεων για τα πεπερασμένα έλλογα όντα εν γένει με τα παραδείγματα που βασίζονται καθ' ολοκληρίαν στα ανθρώπινα καθήκοντα που προυποθέτουν τους θεσμούς μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Έτσι, όλα τα παραδείγματα υποχρεώσεων σχετίζονται με τα ανθρώπινα όντα. Στο σημείο αυτό, η O' Neil κάνει αναφορά σε ένα παράδειγμα του Kant ώστε να κατανοηθούν καλύτερα όσα αναφέρθηκαν. Το παράδειγμα αναφέρεται στην περίπτωση έλλογων όντων που δεν εκφράζονται με λέξεις. Σ' αυτά λοιπόν τα όντα οι σχέσεις θα ήταν εντελώς διαφορετικές. Τα ανθρώπινα όντα μπορεί να μην είναι τα μόνα είδη πεπερασμένου έλλογου όντος όμως είναι το μόνο είδος που διατίθεται από την εμπειρία μας για να στηρίξουμε όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Κάτι πολύ βασικό είναι να κατανοήσουμε πως αντιλαμβάνεται ο Kant την πεπερασμένη ορθολογικότητα. Πρέπει να κατανοήσουμε λοιπόν τα πεπερασμένα έλλογα όντα ως όντα που είναι έλλογα και περατά, έχουν δηλαδή περατότητα και όχι ότι η ορθολογικότητά τους ότι είναι περατή. Τα πεπερασμένα έλλογα όντα δεν έχουν απλώς την ικανότητα να σκέφτονται εργαλειακά, γιατί σύμφωνα με τον Kant δεν ξέρουμε αν μπορεί να ευσταθεί ένας τέτοιος τρόπος περατότητας και γιατί πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο ον και όχι στην ορθολογικότητα. Αφού λοιπόν η O' Neil επισήμανε κάποιες παρερμηνείες όσον αφορά την ορθολογικότητα των πεπερασμένων έλλογων όντων, προχωρά με μία άλλη πολύ βασική καντιανή έννοια, αυτή της αυτονομίας, η οποία επίσης αποτελεί αντικείμενο παρερμηνείας. Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες, κυρίως τις εμπειριστικές, η αυτονομία δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ορθολογικότητα. Εδώ η εργαλειακή ορθολογικότητα είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη της αυτονομίας. Η αυτονομία λογίζεται ως ανεξαρτησία από αυτό με το οποίο εξαρτάται η πράξη, δηλαδή η έννοια της αυτονομίας ταυτίζεται με την έννοια της ανεξαρτησίας. 4 Η αυτονομία δε σχετίζεται ουσιαστικά με τις έννοιες του αγαθού, του δικαίου και του ορθολογικού. Φαίνεται λοιπόν η διαφωνία της θεωρίας του Kant με τις ερμηνείες περί αυτονομίας όπως αυτή του John Stuart Mill, όπου η αυτονομία αποτελεί αναγκαίο μέσο για την ανθρώπινη ευτυχία (εργαλειακή σύλληψη της έννοια της αυτονομίας) ή άλλων σύγχρονων εμπειριστικών θεωριών. Βέβαια, σύμφωνα με το κείμενο όταν η αυτονομία δε σχετίζεται με την ηθικότητα μάλλον υπονομεύει την ευτυχία μας. Διαφορετική είναι και η προσέγγιση της Iris Murdoch, η οποία υποστηρίζει ότι η αυτονομία επιτυγχάνεται από ένα ανεξάρτητο άτομο. Όμως, η άποψη του Kant είναι εντελώς αντίθετη. Η αυτονομία είναι ιδιότητα του έλλογου όντος εν γένει, υπάρχει δηλαδή σε όλα τα έλλογα όντα. Έγκειται στην ικανότητά τους να πράττουν με βάση κάποιες αρχές που μπορεί να εναντιώνονται με τις κλίσεις και τις επιθυμίες τους. Η αντίληψη αυτή λοιπόν δεν έχει καμία σχέση με την αντίληψη που παρουσιάζουν οι υπαρξιστικές ριζοσπαστικές θεωρίες. Αν δεχτούμε την ερμηνεία της Iris Murdoch για την αυτονομία τότε οδηγούμαστε σε μια εικόνα για τον άνθρωπο, η οποία περιγράφει ένα ον που έχει την ικανότητα επιλογής αλλά δεν κατανοεί τον Ηθικό Νόμο. Αυτό όμως δε σχετίζεται με όσα έχει πει ο Kant. Στη ΘΜΗ αναφέρει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα μιας προαίρεσης όταν δεν υπάρχει δυνατότητα κατανόησης. Όλοι κατανοούν τον Ηθικό Νόμο είτε τον επιλέγουν ως κίνητρο για πράξη είτε όχι. Αυτή η άποψη λοιπόν είναι παράλογη εφόσον ακυρώνει την κατανοησιμότητα της πράξης. Πως μπορείς να επιλέξεις ή να απορρίψεις κάτι όταν δεν το κατανοείς? Η ελευθερία έγκειται στο γεγονός ότι επιδιώκουν και πράξεις που δεν κινητοποιούνται από τις ροπές, διότι δε μπορούν να αποτελέσουν ορθό κριτήριο για πράξη. Η ελευθερία δε θεμελιώνεται στην αυθαιρεσία. Η αυτονομία, καντιανά μιλώντας, έγκειται στην υποταγή σε κριτήρια του λόγου κι όχι σε αυτά που απαιτεί η φύση, την ικανοποίηση δηλαδή των επιθυμιών. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Kant δε 4 Για την αυτονομία και την διαφορετική προσέγγισή της έχει αναφερθεί και σε άλλα έργα της η Onora O' Neil. Συγκεκριμένα, σε ένα βιβλίο της αναφέρει ότι ο όρος αυτονομία (Selbstgesetzgebung) δεν είναι η νομοθεσία ενός ατομικού δρώντος. Αυτοί που δρουν αυτόνομα δε δεσμεύονται από κάποια μορφή ατομικισμού, υπό την έννοια της ψυχολογικής ανεξαρτησίας, αλλά δρουν με βάση αρχές που μπορούν να υιοθετηθούν από όλους, Onora O' Neil, Αυτονομία και εμπιστοσύνη στη βιοηθική, μτφρ Θοδωρής Δρίτσας, επ. Αντώνης Χατζημωυσής, εκδ. Αρσενίδη, σελ 111
σχετίζει τη νοητότητα με τις κοινωνικές παραδόσεις, γιατί τότε το άτομο δεν είναι αυτόνομο. Βασικό στοιχείο της αυτονομίας και της ηθικότητας είναι η πράξη να βασίζεται σε γνώνομες οι οποίοι μπορούν να καθολικευτούν και να μη σχετίζονται με τίποτα τυχαίο και μεταβλητό. Η επιλογή της πράξης δεν πρέπει να καθορίζεται από επιθυμίες και ορμές αλλά από αρχές. Η δυνατότητα να επιλέγουμε ποιο θα είναι το κίνητρο για πράξη πρέπει να περιλαμβάνει τον πλήρη αυτοκαθορισμό, πράγμα που σημαίνει ότι πράττουμε σύμφωνα με έναν νόμο, μια αρχή που να μπορούν να εφαρμόσουν όλα τα πεπερασμένα έλλογα όντα χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, να πράττουμε δηλαδή σύμφωνα με την ''Κατηγορική Προστακτική. Επομένως, σύμφωνα με το κείμενο η άλλη όψη της αυτονομίας είναι η ηθικότητα, οπότε θα ήταν άστοχο να την αφαιρέσουμε από αυτήν. Ωστόσο, δε μπορούμε να επιτύχουμε πλήρως την αυτονομία και την ηθικότητα, ούτε γνωρίζουμε εάν έχει υπάρξει μια πλήρως ηθική και αυτόνομη πράξη, αλλά αυτό αποτελεί αίτημα του θεωρητικού λόγου και δεν είναι στόχος του πρακτικού λόγου. Για να κατανοήσουμε την πράξη, μας ενδιαφέρει να αποδώσουμε στις πράξεις μας το χαρακτηριστικό που θα κάνει το γνώμονά μας πλήρως αυτόνομο. Επομένως, συμπεραίνουμε ότι πολλές σύγχρονες θεωρίες περί αυτονομίας υποστηρίζουν ότι ανάγονται στην καντιανή θεωρία όμως τελικά έχουν αρκετές σημαντικές διαφορές ως προς την ερμηνεία βασικών εννοιών. Η σχέση της αυτονομίας με την ηθικότητα και το λόγο, όπως διαμορφώνεται από τη θεωρία του Kant, δε μπορεί να ανακατασκευαστεί στο πλαίσιο μιας εμπειριστικής θεωρίας για την πράξη και την ελευθερία, γιατί οδηγούμαστε σε παρερμηνεία της καντιανής θεωρίας.