Δεύτερο Συνέδριο Προφορικής Ιστορίας: «Η Μνήμη Αφηγείται την Πόλη. Προφορικές μαρτυρίες για το παρελθόν και παρόν του αστικού χώρου», Αθήνα, 6-8 Μαρτίου 2014. Αλεξάνδρα Σιώτου Υπ. Διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Χαρτογραφώντας τις συναισθηματικές καθημερινότητες των Βουλγάρων μεταναστριών στο Βόλο Με την σειρά μου θα σας μεταφέρω κι εγώ σε ένα δημόσιο χώρο, και συγκεκριμένα στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου στην πόλη του Βόλου. Στόχος της συγκεκριμένης ανακοίνωσης είναι να εξετάσει το πως βιώνεται ο αστικός χώρος από την πλευρά των μεταναστών, και συγκεκριμένα των Βουλγάρων μεταναστριών, προσφέροντας παράλληλα μια ανάγνωση της πόλης και των ιστοριών της που συνήθως παραβλέπεται: μέσω των συναισθημάτων. Ο τίτλος της ανακοίνωσης είναι παραπλανητικός, καθώς αποφάσισα αντί της χαρτογράφησης των συναισθηματικών καθημερινοτήτων των Βουλγάρων μεταναστριών να εστιάσω στις συναισθηματικές επιτελέσεις και πιο συγκεκριμένα στην ερωτική κινητικότητα που λαμβάνει χώρα στο πάρκο ανάμεσα στους Έλληνες άνδρες και στις Βουλγάρες μετανάστριες επιχειρώντας να εξετάσω (αναδείξω) πως ο χώρος της πόλης παράγεται μέσω των κοινωνικών και πολιτισμικών νοημάτων και σχέσεων, συνιστώντας παράλληλα το μέσο ύπαρξης τους. Ακολουθώντας τον Ανρί Λεφέβρ δεν προσεγγίζω το πάρκο ως φυσικό και στατικό σκηνικό, όπου επιτελείται η κοινωνική ζωή, αλλά ως έναν χώρο που συγκροτεί και συγκροτείται από κοινωνικές σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, θα επιχειρήσω να μελετήσω πως μέσω της κυκλοφορίας των συναισθημάτων στο πλαίσιο της αισθητηριακής και ενσώματης επαφής των γηγενών και των μεταναστών που λαμβάνει χώρα στο πάρκο νοηματοδοτούνται, συγκροτούνται κι ανασυγκροτούνται ο δημόσιος χώρος, ο Εαυτός και ο Άλλος. Η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται σε προφορικές μαρτυρίες Βουλγάρων μεταναστριών 1
που προέκυψαν στο πλαίσιο εθνογραφικής έρευνας για τις ανάγκες της συγγραφής διατριβής με τίτλο «Ερωτικό συναίσθημα, Έμφυλες ταυτότητες, Σχέσεις εξουσίας στο πλαίσιο της διεθνικής κινητικότητας των μεταναστών» 1. Το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, έκτασης μερικών στρεμμάτων, αποτελεί τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Ή, αλλιώς, αποτελεί το προσωρινό καταφύγιο ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων της πόλης του Βόλου, δημιουργώντας την αίσθηση πως η κοινωνική ζωή του πάρκου είναι κατατετμημένη σε χρονικές ζώνες. Βραδινές ώρες τα πεζούλια του πάρκου φιλοξενούν τη νεολαία του Βόλου, φοιτητική ή μη, που η ομοιομορφία των δράσεων, του ντυσίματος και της συγκεκριμένης χωρικής επιλογής διασκέδασης θα τους απέδιδε τον χαρακτηρισμό «εναλλακτικός». Πρωινές ώρες κάτοικοι του Βόλου, μεσοαστοί, οικογενειάρχες, φιλόζωοι διασχίζουν το πάρκο συνυπάρχοντας πρόσκαιρα με τους Άλλους αυτής της πόλης, άστεγους που βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο εκεί κι άνεργους μετανάστες που περνούν τον χρόνο τους παίζοντας σε αυτοσχέδια τραπέζια ντόμινο. 2 με 4 το μεσημέρι το σκηνικό αλλάζει. Τις συγκεκριμένες ώρες το πάρκο συνιστά το άτυπο σημείο συνάντησης των μεταναστριών από την Βουλγαρία, οι περισσότερες από τις οποίες εργάζονται ως εσωτερικές οικιακοί βοηθοί κι επιλέγουν τον συγκεκριμένο χώρο, για να περάσουν τις λίγες ώρες του καθημερινού ρεπό τους. Τα σώματα τους άλλοτε φροντισμένα, κι άλλοτε κουρασμένα, ενοικούν προσωρινά τον δημόσιο χώρο, τον οποίο στερούνται τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας φροντίζοντας ηλικιωμένα άτομα στον οικιακό τους χώρο. Κατά κάποιο τρόπο ο ελεύθερος χρόνος από την εργασιακή τους απασχόληση αποκτά μια χωρική εκφορά και ταυτίζεται με την κοινωνική (και συναισθηματική) ζωή που λαμβάνει χώρα εκεί. Συνήθως, οι Βουλγάρες μετανάστριες συναθροίζονται στην κεντρική πλατεία του πάρκου, κάθονται στα παγκάκια κατά ομάδες, συζητούν έντονα, γελάνε, καθιστώντας αισθητή την σωματική τους παρουσία. Ή όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Πέτια, η παρουσία τους είναι «χτυπητή στο μάτι». Ο τρόπος έκθεσης τους στον δημόσιο χώρο, η εγγύτητα των σωμάτων τους και η συστηματική και μαζική παρουσία τους στον χώρο για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, συνηγορεί στην αναπαράσταση τους ως μια κοινότητα, τις συσπειρώνει σε 1 Η παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ, Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. 2
ένα «εμείς» διακρίνοντας τες παράλληλα από τα υπόλοιπα σώματα που ενοικούν το πάρκο 2. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό που χτυπάει στο μάτι είναι η ετερότητα τους, που μέσω και λόγω της ενοίκησης του δημόσιου χώρου, προκαλεί ποικίλα σχόλια, αναγνώσεις, δράσεις κι αντιδράσεις, όπως θα διαφανεί στην συνέχεια. Αρκετές φορές κατά την διάρκεια της επιτόπιας έρευνας παρατήρησα τους Έλληνες άνδρες του πάρκου, συνήθως συνταξιούχοι ηλικίας 55-70 χρονών, που καθόντουσαν σε ακτίνα βολής από τις Βουλγάρες μετανάστριες, να τις κοιτάζουν επίμονα προσδοκώντας ένα βλέμμα ανταπόκρισης. Αναφέρω απόσπασμα από τις σημειώσεις πεδίου: Καθόμαστε μαζί με την Σουλτάνα και την Ελπίδα σε ένα παγκάκι που βρίσκεται στην πρώτη μικρή πλατεία του πάρκου του Αγίου Κωνσταντίνου. Οι δυο τους έχουν στρέψει το βλέμμα τους στην θάλασσα. Ρωτάω την Σουλτάνα πως είναι κι αβίαστα η κουβέντα καταλήγει στον σύντροφό της. Μου λέει πως χώρισαν. Η Σουλτάνα παραπονιέται πως ο σύντροφός της δεν την πρόσεχε και η Ελπίδα σχολιάζει πως σήμερα σπάνια συναντάει κανείς άνδρες που συμπεριφέρονται σαν καβαλιέρ. Η Σουλτάνα σχολιάζει πως δεν της αξίζει αυτή η συμπεριφορά του συντρόφου της, «γιατί μπορεί εδώ να μην είναι τίποτα, αλλά στην Βουλγαρία ήταν κάποια». Σε λίγη ώρα η Ελπίδα φεύγει. Πρέπει να επιστρέψει «σπίτι», δηλαδή στο σπίτι όπου εργάζεται. Ετοιμάζομαι να φύγω κι εγώ. Η Σουλτάνα μου ζητάει να μείνω μαζί της, μέχρις ότου έρθει η ώρα να πάει στην δουλειά της. Μου εξηγεί πως αν φύγω, ο κύριος που κάθεται μόνος του στο διπλανό παγκάκι, ένας Έλληνας ηλικίας 60 ετών, θα την πλησιάσει. Κι άλλες φορές έχει επιχειρήσει να της μιλήσει. Θέλει παρέα. Η ίδια δεν έχει καμία όρεξη. Καλούμαι με την συντροφιά μου να την προστατεύσω από μια ερωτική συντροφιά, ανεπιθύμητη. Κατά την διάρκεια της κουβέντας μας συνειδητοποιώ πως ένας άνδρας σχετικά νέος που κάθεται ακριβώς απέναντι μας την κοιτάζει έντονα σα να περιμένει κάτι. Εν τω μεταξύ ο κύριος από το διπλανό παγκάκι έχει φύγει. Την θέση του έχουν πάρει δυο Έλληνες, 60-70 χρονών. Κοιτάζουν κι αυτοί έντονα. Σχολιάζω με έναν ενθουσιασμό πως υπάρχει κινητικότητα στο πάρκο και πως η ίδια έχει τις επιτυχίες της στον ερωτικό τομέα.. Η Σουλτάνα δε συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μου. Επαναλαμβάνει πως δεν έχει καμία διάθεση για τέτοιου είδους γνωριμίες και στρέφει αλλού το βλέμμα. Σε λίγη ώρα φεύγει για τη δουλειά της. Η αποστολή εξετελέσθη. Ετοιμάζομαι να φύγω κι εγώ, όταν ακούω τους κυρίους, που κάθονται στο διπλανό παγκάκι να με ρωτάνε: «Θα μας κάνεις παρέα;». Ξαφνιάζομαι, χαμογελάω και τους 2 Το χωρικό πλαίσιο προσδίδει στις ίδιες μια ταυτότητα, που νοηματοδοτείται κάθε φορά διαφορετικά στο πλαίσιο της αλληλόδρασης με τα κοινωνικά υποκείμενα που ενοικούν το πάρκο. 3
απαντώ «Όχι, να μείνετε μόνοι σας», και πριν φύγω τους ξανακούω να με ρωτάνε «Είσαι Βουλγάρα;». Οι δεσμοί οικειότητας που έχω αναπτύξει με την Σουλτάνα και κυρίως το γεγονός ότι υλοποιούνται και προβάλλονται στο συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο με καθιστούν μέλος της άτυπης κοινότητας των Βουλγάρων μεταναστριών μεταδίδοντας σε μένα την μεταναστευτική ταυτότητα ή την ταυτότητα του Άλλου. Μια ταυτότητα, που κρίνοντας από όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το απόγευμα, προκαλεί το φλερτ των Ελλήνων ανδρών του πάρκου. Τι είναι αυτό που καθιστά το σώμα της ετερότητας που εκτίθεται στο πάρκο επιθυμητό στους συγκεκριμένους άνδρες; Τι εγγράφει το βλέμμα τους; Και για ποιο λόγο η Σουλτάνα δεν ανταποκρίνεται στα βλέμματα των Ελλήνων ανδρών; Αυτή η αισθητηριακή και συναισθηματική επαφή - στην προκείμενη περίπτωση μη επαφή- μεταξύ των Ελλήνων ανδρών του πάρκου, που επιθυμούν, και των Βουλγάρων μεταναστριών, που αποστρέφουν το βλέμμα εγγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την απέχθεια τους απέναντι στους συγκεκριμένους Έλληνες άνδρες, διαμορφώνεται κι ενσωματώνει παρελθοντικές εμπειρίες ερωτικών επαφών. Μέσω των προσωπικών ερωτικών βιωμάτων στην χώρα υποδοχής η Σουλτάνα έχει διαπιστώσει πως η μεταναστευτική, ταξική και ηλικιακή ταυτότητα 3 των Βουλγάρων μεταναστριών, και οι συμπαραδηλώσεις που αυτές φέρουν στην ελληνική κοινωνία, ελαχιστοποιούν -ή κατά την άποψη της εκμηδενίζουν- τις πιθανότητες να αναζητήσουν και να βρουν ένα καβαλιέρο, όπως οι ίδιες ονειρεύονται, δηλαδή έναν άνδρα που φροντίζει την σύντροφο του, μια φιγούρα που στην πραγματικότητα ενσαρκώνει το μοντέλο των συντροφικών σχέσεων και ερωτικών συμπεριφορών επί σοσιαλισμού στην χώρα καταγωγής. Παράλληλα, όμως, έχει διαπιστώσει πως λόγω του ότι οι Βουλγάρες μετανάστριες αποκλίνουν των κανονικοποιητικών προτύπων ερωτικού συντρόφου που ισχύουν στην χώρα υποδοχής λόγω της μεταναστευτικής και ταξικής ταυτότητας τους, καθίστανται επιθυμητές από τους ερωτικά ανεπιθύμητους άνδρες της ελληνικής κοινωνίας. Όπως εμφατικά δηλώνει η ίδια «Κανένας τέλειος άνδρας δεν θα μας θελήσει ποτέ. Αυτοί που μας θέλουν είναι οι άνδρες που οι γυναίκες τους τους έχουν διώξει από το σπίτι. Ενώ, σε περίπτωση που βρούμε ένα χήρο, η οικογένεια του θα τον πιέσει να γράψει πρώτα όλη την περιουσία του σε αυτούς και μετά θα τον αφήσουν να παντρευτεί με την Βουλγάρα, γιατί καμία 3 Οι περισσότερες Βουλγάρες μετανάστριες που απασχολούνται ως εσωτερικές οικιακές βοηθοί στον Βόλο ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 55-65 ετών. 4
Ελληνίδα δεν θα δεχόταν να τον παντρευτεί σε αυτήν την κατάσταση». Επισημαίνοντας ότι οι περισσότεροι εκ των ανδρών του πάρκου είναι συνταξιούχοι, χωρισμένοι, εν διαστάσει ή ακόμα και παντρεμένοι που αναζητούν μια εφήμερη ερωτική περιπέτεια, στην πραγματικότητα η Σουλτάνα υποδηλώνει και κατατάσσει τους άνδρες του πάρκου στους ανεπιθύμητους άνδρες της ελληνικής κοινωνίας, επιβεβαιώνοντας την προαναφερθείσα άποψη της. Λαμβάνοντας υπόψη τα ερωτικά βιώματα των Βουλγάρων μεταναστριών, τις μαρτυρίες τους και τις συναισθηματικές επαφές του πάρκου αντιλαμβάνεται κανείς ότι το ανεπιθύμητο σώμα των Βουλγάρων μεταναστριών καθίσταται θελκτικό από τα ανεπιθύμητα σώματα των Ελλήνων ανδρών και θεωρείται προσιτό, ακριβώς επειδή τοποθετείται στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας λόγω της μεταναστευτικής τους ταυτότητας. Θα έλεγε κανείς ότι η ερωτική προσέγγιση από την πλευρά των ανεπιθύμητων ανδρών του πάρκου -που εκφράζεται με όρους ιεραρχικούς («Θα μας κάνεις παρέα;»)- μαρτυρά στην ουσία το πώς προσλαμβάνουν την μεταναστευτική ταυτότητα των Βουλγάρων μεταναστριών. Για τους Έλληνες άνδρες, η μεταναστευτική κίνηση που οδήγησε τις Βουλγάρες μετανάστριες στα παγκάκια του πάρκου τις μετατρέπει σε έκπτωτα σώματα και παράλληλα σώματα εν ανάγκη οικονομική, υλική, συναισθηματική, γεγονός που τις καθιστά ευάλωτες. Στο πλαίσιο αυτό, οι Έλληνες άνδρες θεωρούν ότι η μοναξιά που εκθέτουν τα σώματα των Βουλγάρων μεταναστριών στο πάρκο, έτερη στο πλαίσιο της κοινωνίας υποδοχής, αφενός προβάλλει το μη επιθυμητό τους σώμα, αφετέρου διαλαλεί την ανάγκη τους και την προθυμία τους για συντροφικότητα με κάθε κόστος. Στην προκείμενη περίπτωση, η μεταναστευτική ταυτότητα των Βουλγάρων μεταναστριών νοηματοδοτεί την ερωτική και σεξουαλική τους συμπεριφορά, καθιστώντας τες στα μάτια των Ελλήνων ανδρών σεξουαλικά διαθέσιμες ή συναισθηματικά και οικονομικά ευάλωτες, ούτως ώστε να αποδεχτούν να συνάψουν μια σχέση μαζί τους με τους όρους που οι ίδιοι θέτουν. Ουσιαστικά, οι Έλληνες άνδρες προσλαμβάνουν και διαχειρίζονται τα σώματα των Βουλγάρων μεταναστριών ως πρόσφορο έδαφος, προκειμένου να επιτελέσουν την σεξουαλική τους ταυτότητα με ευνοϊκούς όρους για τους ίδιους, προσδοκώντας μέσω αυτής της κίνησης να ανακτήσουν το κύρος τους και να αποκαταστήσουν την ανδρική τους ταυτότητα, που στην πάροδο του χρόνου έχει υποστεί ρήγματα. Με λίγα λόγια, τα σώματα των Βουλγάρων μεταναστριών 5
αποτελούν τον χώρο πάνω και μέσα στον οποίο οι Έλληνες άνδρες καθίστανται ανδρεία και κυρίαρχα υποκείμενα. Το ανδρικό βλέμμα στην προκείμενη περίπτωση δεν εκφράζει τη «ρομαντική αγάπη», αλλά μέσω μιας συγκαλυμμένης ερωτικής διάθεσης εγγράφει και απευθύνει τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις της χώρας υποδοχής για την έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα των Βουλγάρων μεταναστριών επαναπροσδιορίζοντας την αξία των ανεπιθύμητων σωμάτων τους. Τα βλέμματα των Ελλήνων ανδρών του πάρκου δεν χρησιμοποιούνται, λοιπόν, απλώς ως μέσο ερωτικής επικοινωνίας. Στην πραγματικότητα, κατασκευάζουν τις Βουλγάρες μετανάστριες ως τον Άλλον προσδίδοντας συγκεκριμένες έμφυλες και σεξουαλικές σημασιοδοτήσεις στην ετερότητα τους. Ή διαφορετικά, αντλώντας από την ανάλυση του Σταύρου Σταυρίδη για την πόλη και το θέαμα, είναι βλέμματα ετεροποιητικής κυριαρχίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η κινητικότητα που παρατηρείται στο πάρκο αφηγείται ιστορίες ανεπιθύμητων σωμάτων, τόσο των Ελλήνων ανδρών, όσο και των Βουλγάρων μεταναστριών φέρνοντας στο προσκήνιο- χωρικό ή μη- το ζήτημα της εξουσίας, και πιο συγκεκριμένα της ιεραρχικής οριοθέτησης του Εαυτού απέναντι στον Άλλον με όρους έμφυλους κι εθνικούς. Οι Έλληνες άνδρες του πάρκου υιοθετώντας αυτήν την ερωτική προσέγγιση, που φανερώνει και συγκαλύπτει μια συγκεκριμένη γωνία θέασης των σωμάτων των Βουλγάρων γυναικών στο πάρκο, στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν την θέση ισχύος που τους προσδίδουν η έμφυλη και εθνική τους ταυτότητα αναπαράγοντας τις ισχύουσες σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στην κοινωνία της χώρας υποδοχής και τα γυναικεία σώματα των Βουλγάρων μεταναστριών. Προς στιγμήν, όμως, το παιχνίδι εξουσίας που λαμβάνει χώρα στο συγκεκριμένο χώρο αντιστρέφεται. Τα ερωτικά βλέμματα των Ελλήνων ανδρών δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Αντίθετα, οι Βουλγάρες μετανάστριες στρέφουν το βλέμμα αλλού ή σε κάποιες περιπτώσεις αγνοώντας τα επίμονα βλέμματα των ανδρών συνεχίζουν να συζητάνε μεταξύ τους. Τα σώματα τους αναδιαρθρώνονται στον χώρο, καθώς συναντούν βλέμματα που αναγνωρίζουν ότι δηλώνοντας την ερωτική επιθυμία και συγκεκριμένα καθιστώντας τες αντικείμενα ερωτικής επιθυμίας, τις κατασκευάζουν ως τον Άλλον. Η χωρική και σωματική τους μετατόπιση, στην ουσία, μαρτυρά πώς στο πλαίσιο της ερωτικής συνύπαρξης με τα κυρίαρχα ανδρικά σώματα στο πάρκο οι Βουλγάρες μετανάστριες δεν προσλαμβάνουν τον εαυτό τους ως επιθυμητό, αλλά ως ευάλωτο κι ανοίκειο κι αντιλαμβάνονται ότι η μεταναστευτική 6
τους ταυτότητα μειώνει την αξία τους ως ερωτικά υποκείμενα, γεγονός που τις δυσανασχετεί. Την ίδια στιγμή, όμως, η αποστροφή του βλέμματος τους, εγγράφοντας την δυσανασχέτηση των Βουλγάρων μεταναστριών, καθιστά τους Έλληνες άνδρες του πάρκου ευάλωτους και επαναδιατυπώνει το ερώτημα του ποιος/ ποια είναι επιθυμητός/η. Η Σουλτάνα επιλέγοντας να αποχωρήσει χωρίς να ενδώσει στα ερωτικά καλέσματα των Ελλήνων ανδρών του πάρκου αμφισβητεί το σεξουαλικό έμφυλο κι εθνικό στάτους των θαυμαστών της διαταράσσοντας τις ισχύουσες σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ τους. Με την σειρά της, η Σουλτάνα μη προσφέροντας την δική της συντροφιά τους καθιστά πάλι ανεπιθύμητους. Από την άλλη, μη νιώθοντας κολακευόμενη από το φλερτ των Ελλήνων ανδρών του πάρκου κι επιλέγοντας να μην ενδώσει στα ερωτικά βλέμματα τους αντιστέκεται στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με το έμφυλο και μεταναστευτικό της σώμα κι επανανοηματοδοτεί την ετερότητα της στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο. Μέσω της ερωτικής απομάκρυνσης, που εκφράζεται χωρικά και σωματοποιημένα, η Σουλτάνα στην πραγματικότητα προτάσσει τις δικές της επιθυμίες, τα δικά της συναισθήματα επαναπροσδιορίζοντας και προβάλλοντας παράλληλα την αξία της ως ερωτικό υποκείμενο στον δημόσιο χώρο. Υπό αυτό το πρίσμα, στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής και συναισθηματικής σχέσης που αναπτύσσεται στο πάρκο μέσω της επαφής των σωμάτων -που υλοποιείται ακόμα και σε συνθήκες απόστασης- ο δημόσιος χώρος, ως αποτέλεσμα πολλαπλών και συγκρουσιακών σχέσεων, παράγοντας συναισθήματα, αφηγήσεις και βιώματα, εντείνοντας και διαμορφώνοντας νέες διακρίσεις ωθεί τους πρωταγωνιστές να οριοθετήσουν τον Εαυτό τους σε σχέση με τον Άλλον ανασυγκροτώντας, μετασχηματίζοντας κι επανανοηματοδοτώντας ταυτόχρονα τον δημόσιο αστικό χώρο. Στην προκείμενη περίπτωση, οι Βουλγάρες μετανάστριες στα πλαίσια αυτής της συναισθηματικής και αισθητηριακής επαφής νοηματοδοτούν τον δημόσιο χώρο ως ακατάλληλο χώρο εύρεσης του ιδανικού ερωτικού συντρόφου. Όπως άλλωστε, είχε αναφέρει η Σουλτάνα «θα ήταν αδύνατο να βρει κάποιον κατάλληλο σύντροφο στο πάρκο, γιατί εκεί κυκλοφορεί πρόστυχος κόσμος». Λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρθηκαν, διαπιστώνει κανείς ότι οι συναισθηματικοί λόγοι, η χωρική επιτέλεση της ερωτικής επιθυμίας στο δημόσιο πάρκο, τα βλέμματα αποστροφής και απέχθειας των Βουλγάρων μεταναστριών αφηγηματοποιούν κι εκθέτουν τις εσωτερικές εντάσεις του πάρκου καταδεικνύοντας 7
πως η συνύπαρξη των Βουλγάρων μεταναστριών και Ελλήνων ανδρών στο δημόσιο πάρκο συγκροτεί τον συγκεκριμένο χώρο ως ένα πεδίο άσκησης εξουσίας και αντιεξουσίας μεταξύ κυρίαρχων και έτερων σωμάτων. 8