c ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ανάλυση πρακτικών θεμάτων Ευάγγελος Ι. Μαργαρίτης Δικηγόρος, Δρ.Νομικής Senior Associate Drakopoulos Law Firm Αθήνα, 28.4.2017
Οι κατωτέρω απαντήσεις ανταποκρίνονται στην προσωπική επιστημονική άποψη του γράφοντος και όχι στην επίσημη θέση της ΕΑΝΔΑ ή της εκάστοτε εξεταστικής επιτροπής
1 η Θεματική ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΩΝ 1) Μετά από προεξέταση και προσυνεννόηση με τον δερματολόγο του, κ. Ιωάννη (Ι), ο ασθενής Αντώνης (Α) 20χρονος φοιτητής, μετέβη στις 30.10.2014 στο ιατρείο του I προς αφαίρεση δερματικών θηλωμάτων στην περιοχή του προσώπου έναντι συμφωνημένης αμοιβής. Πριν από την αφαίρεση ο I συνέστησε, όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, την πλύση του σημείου με διάλυμα οξικού οξέως προς εντοπισμό αόρατων θηλωμάτων. Η κυρία Πηνελόπη (Π), επί σειρά ετών βοηθός του I, πήρε από το ράφι ένα μπουκάλι με το υγρό και άρχισε να το επαλείφει σε επαρκή ποσότητα στο δέρμα του Α Αμέσως μετά την πρώτη επάλειψη ο Α διαμαρτυρήθηκε για πόνο και η Π σταμάτησε αμέσως τη θεραπεία ο Α είχε υποστεί τοπικά εγκαύματα τρίτου βαθμού. Όπως αποδέχθηκε εκ των υστέρων, το μπουκάλι περιείχε αυτούσιο οξικό οξύ και όχι διάλυμα, όπως περιγράφεται από την θεραπευτική διαδικασία. Μετά από θεραπευτική αγωγή αρκετών εβδομάδων από ειδικό εγκαυματολόγο ιατρό θεραπεύτηκαν τα εγκαύματα του Α και στη συνέχεια, χρειάσθηκε να γίνει και πλαστική εγχείρηση στο πρόσωπο, η οποία ήταν επιτυχής και οδήγησε στην πλήρη αποκατάσταση του. Ο Α είχε συνολικές ιατρικές δαπάνες 2. 500 ευρώ για την αποκατάσταση του και θεωρεί ότι πρέπει να πάρει και 75000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ: 1)Ποια είναι, από άποψη ενοχικού δικαίου, η σχέση που συνδέει τον I και τον Α; Μεταξύ ιατρού και ασθενούς συνάπτεται σύμβαση ιατρικής αγωγής, η οποία ανήκει στην γενική κατηγορία των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και συγκεκριμένα σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, και διέπεται από τις διατάξεις των ΑΚ 648-680, εκτός από εκείνες που εφαρμόζονται αποκλειστικά στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Έτσι, η πλημμελής ή η μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση της ζημίας που υπέστη ο ασθενής-αντισυμβαλλόμενος. Τυχόν σφάλμα αποτελεί πλημμελή εκπλήρωση παροχής και οδηγεί στη θεμελίωση της ευθύνης από την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών.
2) Ποια πρόσωπα και με βάση ποιες διατάξεις ευθύνονται για τον τραυματισμό του Α; Α. Συμβατική Ευθύνη: Ο Ιατρός Ιωάννης Α από την ανωτέρω σύμβαση έργου. Πρόκειται για παράβαση παρεπόμενης συμβατικής υποχρέωσης από την καλή πίστη 288 ΑΚ, που θεμελιώνει το λεγόμενο ιατρικό σφάλμα και δη της υποχρέωσης να λαμβάνεται πρόνοια ώστε να γίνεται σωστή εφαρμογή των προπαρασκευαστικών ενεργειών της ιατρικής επέμβασης. Στην περίπτωση αυτή, η Π έχει τη θέση βοηθού εκπληρώσεως κατ άρθρον 334 ΑΚ. Η εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 334 ΑΚ προϋποθέτει, εκτός των άλλων, την ύπαρξη προϋφισταμένης ενοχής ανάμεσα στον οφειλέτη και τον ζημιωθέντα δανειστή, από την οποία απορρέει υποχρέωση του οφειλέτη προς κύρια ή παρεπόμενη παροχή, ανάμειξη του βοηθού εκπληρώσεως στην εκπλήρωση της παροχής με τη βούληση του κυρίου, και πταίσμα του βοηθού εκπληρώσεως κατά την εκπλήρωση της παροχής, ώστε η υπαίτια πράξη του τελευταίου να εντάσσεται στην εκπλήρωση της προϋφισταμένης ενοχής σύμφωνα με την φύση, το είδος και τον σκοπό της. Η διάταξη δηλαδή αυτή καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη για τον οφειλέτη ο οποίος και χωρίς δικό του πταίσμα θα ευθύνεται, λόγω του πταίσματος του βοηθού εκπληρώσεως. Β. Εξωσυμβατική/ Αδικοπρακτική Ευθύνη 1. Η Π, λόγω του ότι δεν τήρησε τους κανόνες επιμέλειας κατ άρθρον 914 οι λεγόμενες Leges artes που προσιδιάζουν στη φύση του λειτουργήματός της ως βοηθού και προσέβαλε απόλυτο αγαθό του Α την σωματική του ακεραιότητα. Η παρανομία συνίσταται στην μη ορθή εξέταση του περιεχομένου του μπουκαλιού με το υγρό, που περιείχε αυτούσιο οξικό οξύ και όχι διάλυμα, όπως περιγράφεται από την θεραπευτική διαδικασία, με συνέπεια την προσβολή του εννόμου αγαθού του ασθενούς (βλάβη εννόμου αγαθού δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη ζημία, περιουσιακή ή ηθική βλάβη). 2. Ο Α ως προστήσας την Π κατ άρθρον 922 ΑΚ
Κατ άρθρον 922, ο Α ευθύνεται εις ολόκληρον με τη βοηθό του Π λόγω πρόστησης. Για τη θεμελίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ) αντικειμενικής και εις ολόκληρον ευθύνης του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας που πρακλήθηκε σε τρίτο από πράξη του προστηθέντος, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων: (α) ύπαρξη σχέσης πρόστησης, η οποία καταγιγνώσκεται όταν ο προστήσας απασχολεί διαρκώς ή παροδικώς τον προστηθέντα για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπόθεσής του ή για την εν γένει εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, χωρίς να είναι αναγκαία η ύπαρξη οποιοσδήποτε δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ τους, διατηρώντας το δικαίωμα να του παρέχει έστω και γενικής φύσης εντολές ή οδηγίες ως προς την εκπλήρωση των σχετικών του καθηκόντων, (β) παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος, η οποία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ και (γ) τέλεση της ζημιογόνας πράξης του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί ή ακόμη και κατά κατάχρηση αυτής, δηλαδή τέλεσή της τόσο εντός των καθηκόντων που ανατέθηκαν στο προστηθέντα ή με ευκαιρία ή αφορμή τα καθήκοντα αυτά, όσο και κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που του δόθηκαν ή και καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την πρόσθετη όμως στην περίπτωση αυτή προϋπόθεση της ύπαρξης μεταξύ της ζημιογόνου πράξης του προστηθέντος και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε εσωτερικής συνάφειας, η οποία συντρέχει όταν η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να εκδηλωθεί χωρίς την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, η τέλεση της οποίας κατέστη δυνατή χάρη στη θέση, στα μέσα και τις ευκαιρίες που χορήγησε ο προστήσας στον προστηθέντα στο πλαίσιο της ειδικής σχέσης που τους συνδέει, και στη χρησιμοποίησή τους για άλλον σκοπό από εκείνον, για τον οποίο προορίζονταν (ΑΠ 631/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 427/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2257/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 899/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 534/2013, ΧρΙΔ ΙΓ`. 581, ΑΠ 351/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και επίσης Καρακωστας Αστικός Νόμος Ερμηνεία-Σχόλια-Νομολογία, τόμος 6, 2009, άρθρο 922, αριθ. 12-28, σελ. 1045-1053, Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος I, 2002, σελ. 536-545, Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 829-830 και τον ίδιο σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, Κατ` άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, αριθ. 11-37, σελ. 744-754).
Γ. Ευθύνη κατ άρθρον 8 του ν. 2251/1994. Ο Α ευθύνεται και ως «παρέχων υπηρεσίες» κατά το άρθρο 8 του ν. 2251/1994. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο (παρ. 1), ότι "ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας" (παρ. 2 εδ. Β`), ότι "ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας" (παρ. 3), ότι "ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας" (παρ. 4 εδ. α`) Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή και οι απορρέουσες από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την παροχή των υπηρεσιών, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του. Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και στην περίπτωση της εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 8 του ν.2251/1994 και από την αναλογικώς, κατά την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 παρ. 10 του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις, επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επομ. 926 και 927 ΑΚ (ΑΠ 1227/2007). 3) Ο Α έχει αξίωση για την καταβολή σε αυτόν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη, και αν, με ποίες διατάξεις;
Μόνο στο πλαίσιο αδικοπραξίας κατ άρθρον 932 ΑΚ καθώς και στο πλαίσιο του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, όχι όμως στο πλαίσιο της σύμβασης (βλ. 299 ΑΚ). Το άρθρο 932 ΑΚ δεν εξειδικεύει τα κριτήρια με βάση τα οποία το δικαστήριο θα καθορίσει το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικάσει για ηθική βλάβη στον συγκεκριμένο παθόντα, αλλά αφήνει στο δικαστή την εκτίμηση των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης με βάση κριτήρια που η νομολογία ήδη έχει διαμορφώσει κατά την κοινή πείρα και λογική και τα οποία κυρίως είναι το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών. Συνεπώς ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, η σχετική δε κρίση του, κατά μία μεν άποψη, που είναι η κρατούσα στη νομολογία, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου (Ολ. ΑΠ 19/2011, ΑΠ 703/2013, ΑΠ 1251/2011). βλ. και ΑΠ 1/2015, ΧρΙΔ 2015, 578: Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λογω υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου ως προς το ύψος του επιδικασθέντος ποσού. Παραπέμπεται στην Πλήρη Ολομέλεια το ζήτημα της δυνατότητας να ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης.
2) Ο Α τηλεφώνησε στο σούπερ μάρκετ ιδιοκτησίας του Β, από τον οποίο παρήγγειλε την αποστολή διαφόρων ειδών τροφίμων στην οικία του, που βρίσκεται πλησίον του ως άνω καταστήματος. Συγκεκριμένα σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Γ, υπάλληλο στο κατάστημα του Β, καθόρισαν τον αριθμό και το είδος των τροφίμων, που θα αποστέλλονταν στην οικία του Α, καθώς και το ύψος του τιμήματος στο οποίο θα ανερχόταν η αξία των παραγγελθέντων ειδών. Ο Β, καταστηματάρχης, μετά την κατάλληλη συσκευασία των παραγγελθέντων ειδών, απέστειλε αυτά με τον άλλο υπάλληλο του, τον Δ, στην οικία του Α Ο υπάλληλος Δ κατά τη μετάβαση του στην οικία του Α με αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του καταστηματάρχη Β, προκάλεσε τροχαίο ατύχημα παραβιάζοντας ερυθρό σηματοδότη, από το οποίο προκλήθηκαν υλικές ζημίες στο αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Ε. Αποτέλεσμα του τροχαίου αυτού ατυχήματος ήταν ο υπάλληλος Δ να φτάσει στην οικία του Α με αρκετή καθυστέρηση, γεγονός το οποίο προκάλεσε την εύλογη διαμαρτυρία του Α, στην οποία ο Δ απάντησε με ύβρεις και απειλές. Μετά την απομάκρυνση του Δ από την οικία του Α και αφού ο τελευταίος είχε καταβάλει το τίμημα των παραγγελθέντων ειδών, διαπίστωσε ότι έλειπαν ορισμένα από αυτά, γεγονός το οποίο γνωστοποίησε άμεσα στον καταστηματάρχη Β. Ερωτάται: 1) Ποιές είναι οι ιδιότητες α) του υπαλλήλου στον οποίο δόθηκε η παραγγελία και β) του υπαλλήλου με τον οποίο απεστάλησαν τα παραγγελθέντα είδη στην οικία του Α 1 α ) του Υπαλλήλου που δόθηκε η παραγγελία: Άμεσος Αντιπρόσωπος κατ άρθρον 211 και 212 ΑΚ (σιωπηρή πληρεξουσιότητα του υπαλλήλου εξαίρεση από την αρχή του εμφανούς. Οι δικαιοπραξίες που καταρτίζονται από υπάλληλο μέσα στο κατάστημα λειτουργούν υπέρ και κατά του φορέα της επιχείρησης του καταστήματος. 1 β ) του άλλου βοηθός εκπλήρωσης (βλ. πρακτικό Νο. 1) 2) Ποια είναι η ευθύνη α) του καταστηματάρχη για το τροχαίο ατύχημα που προκάλεσε ο υπάλληλός του κατά τη μετάβαση του στην οικία του Α; β) ποια είναι η ευθύνη του καταστηματάρχη για την ελλιπή παράδοση των εμπορευμάτων από τον
υπάλληλο του στον πελάτη Α; και γ) ποια είναι η ευθύνη του καταστηματάρχη γα τις ύβρεις και απειλές που απηύθυνε ο υπάλληλος του στον πελάτη Α; 2 α Ο καταστηματάρχης ευθύνεται ως προστήσας κατ άρθρον 922 ΑΚ. 2 β Ο καταστηματάρχης ευθύνεται ως κύριος της υπόθεσης κατ άρθρον 334 ΑΚ για την παραβίαση της σύμβασης πώλησης στην οποία αυτός ήταν συμβαλλόμενος, κατά το Ερώτημα 1. 2 γ. Δρα εκτός των ορίων της σχέσης εξάρτησης (οι ύβρεις εκτός του πλαισίου των καθηκόντων του), συνεπώς δεν ευθύνεται ο καταστηματάρχης
3) Ο Κ εισαγωγέας και πωλητής αυτοκινήτων, εισήγαγε από το εξωτερικό, για ης ανάγκες της έκθεσης του καινούργιο αυτοκίνητο Ι.Χ., τελευταίας τεχνολογίας, το οποίο διαδοχικώς μετέφερε επί μακρό χρονικό διάστημα σε διάφορους εκθεσιακούς χώρους προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι πελάτες να το βλέπουν, να το δοκιμάζουν στην οδήγηση και. εάν τους ικανοποιούν οι επιδόσεις του, να προβαίνουν σε αγορά παρόμοιου μοντέλου. Μετά την πάροδο ενός περίπου έτους, το ανωτέρω αυτοκίνητο, το οποίο είχε ήδη διάνυσα 20 000 χιλιόμετρα, που δεν φαινόταν στον πίνακα του. λόγω του ότι είχε γίνει τεχνηέντως αποσύνδεση του χιλιομετρητή και είχε υποστεί από την χρήση αρκετές μη άμεσα εμφανείς, ζημιές στο κάτω μέρος του σκελετού του, πωλήθηκε στον Α, με την δόλια διαβεβαίωση του Κ ότι είναι εντελώς καινούργιο, αντί τιμήματος 18.000 ευρώ. το οποίο καταβλήθηκε ταυτόχρονα με την παράδοση του οχήματος. Δύο μήνες μετά την παραλαβή του ο αγοραστής, κατά την επίσκεψη του σε συνεργείο για την αλλαγή λαδιών στο αυτοκίνητο, πληροφορείται για την πραγματική, ως άνω, κατάσταση του και διαπιστώνει ότι εξαπατήθηκε, καθόσον αυτό αφενός δεν είχε τη συμφωνηθείσα ιδιότητα, όταν του παραδόθηκε, όπως ο ίδιος πίστευε κατά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης και αφετέρου έφερε πραγματικά ελαττώματα. 1) Τι δικαιώματα παρέχονται στον Α από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα: Α. Συμβατική Ευθύνη: Δίκαιο της πώλησης: Ειδικό Δίκαιο μη εκπλήρωσης της παροχής. Υιοθετεί το πραγματικό της «μη ανταπόκρισης στη σύμβαση» - 534 ΑΚ, και παρέχει στον αγοραστή τα σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις από τα άρθρα 540 επ. ΑΚ. Αναμορφώθηκε μετά το ν. 3043/2002 κατά το πρότυπο του Γερμανικού Δικαίου και της οδηγίας 99/44/ΕΟΚ (η «μικρή λύση» σε αντίθεση με μια άλλη επιλογή, τη «μεγάλη λύση» την αναμόρφωση όλου του Αστικού Κώδικα). Υιοθετεί σύστημα αντικειμενικής ευθύνης. Την απάντηση δίνουν τα άρθρα 540 και 543 ΑΚ, αλλά πρέπει να αναφερθεί προηγουμένως η συλλογιστική των προηγούμενων άρθρων ως εξής: Άρθρο 534 : Πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα. Άρθρο 535: Ο πωλητής δεν εκπληρώνει την κατά το προηγούμενο άρθρο υποχρέωσή του, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και
ιδίως: 1. δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ή στο δείγμα ή υπόδειγμα που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον αγοραστή Άρθρο 537: Ευθύνη για ελλείψεις Ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες, εκτός αν ο αγοραστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση ή η μη ανταπόκριση οφείλεται σε υλικά που χορήγησε ο αγοραστής. Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Άρθρο 540: Δικαιώματα του αγοραστή Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ` επιλογήν του: 1. να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες 2. να μειώσει το τίμημα 3. να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ο πωλητής οφείλει να πραγματοποιήσει τη διόρθωση ή την αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική ενόχληση του αγοραστή. Άρθρο 542: Το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα Υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την υπαναχώρηση (εξαίρεση από την αρχή της διαθέσεως 106 ΚΠολΔ).
Άρθρο 543: Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (μεγάλη αποζημίωση) ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους (μικρή αποζημίωση). Εν προκειμένω, έχει δηλαδή ή αξίωση μείωσης του τιμήματος ή διαπλαστικό δικαίωμα υπαναχώρησης ήτοι το τίμημα ως ζημία του είτε τη διαφορά από το τίμημα που θα στοίχιζε ένα μεταχειρισμένο όχημα της ίδιας κατηγορίας σε συνδυασμό με τη μικρή αποζημίωση του άρθρου 543 ΑΚ ( π.χ. τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή του καινούριου από το μεταχειρισμένο όχημα) ή πλήρους αποζημίωσης (όλο το τίμημα που κατέβαλε) Δεν έχει αξίωση άρσης ελαττώματος διότι δεν προσιδιάζει στη φύση της συγκεκριμένης περίπτωσης (δεν μπορεί να κάνει ο πωλητής το μεταχειρισμένο όχημα να είναι κανούριο!) Β. Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω απάτης Απάτη κατ άρθρον 147 ΑΚ 149 ΑΚ, και ακύρωση κατ άρθρον 184 ΑΚ; Εκείνος έχει δικαίωμα να ζητήσει απ`αυτόν τον άλλο την ανόρθωση κάθε ζημίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τις αδικοπραξίες, πράγμα που κατ` αρχήν, συμβαίνει εφόσον η απάτη συνιστά παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά, να ζητήσει δηλαδή, αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Συγκεκριμένα, εκείνος δικαιούται να αποζημιωθεί, για το αρνητικό διαφέρον, δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση κάθε ζημίας που θα απεφεύγετο αν δεν είχε εσφαλμένα πιστεύσει, ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση όπως είναι οι δαπάνες του για τη σύναψη της σύμβασης ή το διαφυγόν κέρδος που θα πετύχαινε εκείνος από άλλη σύμβαση που θα συνήπτε, αν δεν απασχολούνταν με τη σύναψη της ακυρώσιμης σύμβασης. Επίσης, ο απατηθείς έχει δικαίωμα να αποδεχθεί τη σύμβαση σ` αυτή δε την περίπτωση δικαιούται να αποζημιωθεί για το θετικό διαφέρον,
δηλαδή δικαιούται σε ανόρθωση από αυτόν τον άλλο, κάθε ζημίας, που θα αποφευγόταν, αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά αληθή και η σύμβαση εκπληρώνοταν. Γ. Αδικοπραξία: Τα δικαιώματα από το άρθρο 914 ΑΚ σε συνδυασμό με 386 ΠΚ παραμένουν ακέραια για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, ωστόσο ο ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει πταίσμα του 2) Τι χρονικό περιθώριο έχει εκείνος για την ενάσκηση των δικαιωμάτων αυτών Α. Ενδοσυμβατική ευθύνη Άρθρο 554 Παραγραφή Τα Δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά. βλ. όμως 537 ΑΚ: Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Β. Λόγω απάτης: δύο χρόνια (157 ΑΚ): `Οταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Αν η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία. Γ. Για αδικοπραξίες ισχύει το άρθρο 937 ΑΚ. 4) Ο Ε εκμίσθωσε την 1-6-2014 στον Μ μία οικία του δεύτερου ορόφου επί πολυκατοικίας εμβαδού 100 τμ. που βρίσκεται στη Νέα Σμύρνη και η οποία ανήκει κατά κυριότητα στον ίδιο τον Ε. Χρονικό διάστημα της μίσθωσης ορίστηκε το διάστημα των δύο ετών, ενώ συμφωνήθηκε ότι ο Μ θα τη χρησιμοποιήσει ως οικογενειακή στέγη. Μηνιαίο
μίσθωμα ορίστηκε το ποσό των 550, το οποίο ήταν καταβλητέο την πρώτη ημέρα κάθε μηνός. Ο Ε παρέδωσε τη χρήση και τα κλειδιά του μισθίου στον Μ την ημέρα υπογραφής της μίσθωσης. Όμως ο μισθωτής δεν εγκαταστάθηκε αμέσως στο μίσθιο, αλλά τρεις μήνες αργότερα, ήτοι την 1-9-2014 λόγω παραθερισμού του κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Κάρπαθο. Αφότου ο Μ εγκαταστάθηκε στο μίσθιο και μέχρι και τον Ιούνιο τον έτους 2015 κατέβαλλε κανονικά στον Ε το συμφωνημένο μίσθωμα, πλην όμως στη συνέχεια σταμάτησε. Λόγω μη καταβολής των μισθωμάτων των μηνών Ιουλίου, Αύγουστου και Σεπτέμβριου 2015, ο Ε απέστειλε την από 15-9-2015 εξώδικη δήλωσή του, την οποία επίδωσε στις 20-9-2015 στο Μ και στη σύζυγο του Σ, κατήγγειλε τη μίσθωση, και παράλληλα ζήτησε από το μισθωτή να του καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Ιουλίου, Αύγουστου και Σεπτέμβριου 2015, αλλά και των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2014, τα οποία ο Μ αρνείτο να του καταβάλει παρά τις επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις του Ε, με την αιτιολογία ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή αυτών διότι κατά τους παραπάνω τρεις μήνες δεν έκανε χρήση του μισθίου. Ο Μ όμως συνέχισε να χρησιμοποιεί το μίσθιο και μετά την καταγγελία. και απέδωσε τη χρήση του στον εκμισθωτή στις 31-12-2015 με την παράδοση των κλειδιών του. Την 8.1.2016 ο Ε επισκέφθηκε το μίσθιο και διαπίστωσε ότι αυτό έφερε διάφορες φθορές και βλάβες οι οποίες είχαν προκληθεί από αμέλεια του Μ και δεν οφείλονταν στη συμφωνημένη χρήση του μισθίου. Κατόπιν τούτου ανέθεσε σε συνεργείο την αποκατάσταση των φθορών και βλαβών του μισθίου, για την οποία δαπάνησε το συνολικό ποσό των 300. Μετά την αποκατάσταση των φθορών και βλαβών και συγκεκριμένα την 1-2-2016 ο Ε εκμίσθωσε το μίσθιο στον Γ, για μία τριετία, αντί μηνιαίου μισθώματος 400. ΕΡΩΤΑΤΑΙ: 1) Ποια τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας της μίσθωσης και πότε επήλθαν αυτά; Θα άλλαζε η απάντηση αν δεν είχε επιδοθεί η καταγγελία στη Σ;
α. Εν προκειμένω υφίσταται σύμβαση μίσθωσης ακινήτου οικογ. στέγης ορισμένου χρόνου. Βασική υποχρέωση του Εκμισθωτή είναι η παράδοση του μισθίου κατάλληλου για τη συμφωνημένη χρήση και χωρίς νομικά ή πραγματικά ελαττώματα και του μισθωτή η καταβολή του μισθώματος στις συμφωνηθείσες χρονικές περιόδους. Η μη καταβολή μισθώματος ισοδυναμεί με παράβαση κύριας συμβατικής υποχρέωσης του Μισθωτή και δίνει στον Εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας κατ άρθρον 597 παρ. 1 ΑΚ: Αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο, και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις. Δεν αποκλείεται αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης. Έτσι, επέρχονται ένα μήνα μετά την επίδοση του εξωδίκου, ήτοι την 20-10-2015. β. 612 Α ΑΚ:. Στην περίπτωση όπου το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, η καταγγελία της μίσθωσης, στην οποία αυτός προβαίνει, είναι άκυρη, εφόσον δεν την κοινοποιεί και στο σύζυγο του μισθωτή, τηρώντας την ίδια προθεσμία που τυχόν απαιτείται για την καταγγελία. 2) Πώς θα έμενε άνευ αποτελεσμάτων η καταγγελία της μίσθωσης; Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν ο μισθωτής πριν περάσει η προθεσμία αυτή καταβάλλει το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας (ΑΚ 597 παρ. 2)
3] Ποιος ο νομικός χαρακτήρας της καταγγελίας της μισθώσεως; Μονομερής απευθυντέα δήλωση βούλησης (δικαιοπραξία), διαπλαστικό δικαίωμα, επιφέρει τη λήξη της σύμβασης για το μέλλον. 4) Είναι νόμιμος ο ισχυρισμός του μισθωτή ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2014 διότι κατά τους μήνες αυτούς δεν έκανε χρήση του μισθίου λόγω απουσίας του; Όχι, διότι η σύμβαση μίσθωσης (578 ΑΚ), προϋποθέτει την παράδοση του μισθίου από τον Εκμισθωτή στο Μισθωτή και ο Μισθωτής να είναι σε θέση να κάνει όντως χρήση του μισθίου, ανεξαρτήτως αν κάνει χρήση αυτού ή όχι. Άλλωστε, 596 ΑΚ: Ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο. Έχει δικαίωμα όμως να αφαιρέσει από το μίσθωμα καθετί που ωφελήθηκε ο εκμισθωτής χρησιμοποιώντας το μίσθιο με άλλο τρόπο. 5) Ποιες αξιώσεις έχει ο Ε κατά του Μ και με ποιες νομικές βάσεις λόγω των φθορών στο μίσθιο; α. Ενδοσυμβατική ευθύνη ΑΚ 592: Ο μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Εξ αντιδιαστολής, ευθύνεται για φθορές που δεν οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση. Πρόκειται για τη λεγόμενη «κακή χρήση του μισθίου», η οποία δίνει δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας της μίσθωσης στον Εκμισθωτή: Εφαρμογή ΑΚ 594 : Ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους.
Η ζημία του είναι εν προκειμένω τα έξοδα του συνεργείου 300 β. Αδικοπρακτική ευθύνη ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΟΥ Ε (914 ΑΚ), όπου ως κανόνες επιμέλειας ορίζονται οι κανόνες της τακτικής και συνετής χρήσης του μισθίου. η παραγραφή; 6) Ποιος ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων του Ε κατά του Μ και πότε αρχίζει ΑΚ 602 Οι αξιώσεις του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας μεταβολών ή φθορών στο μίσθιο παραγράφονται ύστερα από έξι μήνες αφότου το ανέλαβε. Σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται μαζί με την αξίωση για ανάληψη του μισθίου. Αδικοπρακτικά όμως η πενταετία, ΑΚ 937 7) Δικαιούται εκμισθωτής να ζητήσει από το μισθωτή χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω των φθορών επί του μισθίου. Μόνο στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης (βλ. 932 ΑΚ και 299 ΑΚ) όχι όμως επί τη βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης 8) Αν το μίσθιο ακίνητο δεν ανήκε κατά κυριότητα στον εκμισθωτή, αλλά στον αδελφό του η σύμβαση μισθώσεως θα ήταν έγκυρη: Ναι, είναι ενοχική σύμβαση και η κυριότητα του Εκμισθωτή δεν αποτελεί αντικείμενο του κύρους της. Ενδέχεται όμως ο αληθής κύριος να απομακρύνει τον Μισθωτή με βάσει τις διατάξεις περί προστασίας της κυριότητάς του. Σε αυτή τη περίπτωση ο
Μισθωτής θα έχει αξίωση αποζημίωσης έναντι του Εκμισθωτή που δεν είναι ο αληθής κύριος λόγω της αδυναμίας του να παραδώσει το μίσθιο Βλ. 583 ΑΚ: "Αν εξαιτίας κάποιου δικαιώματος τρίτου αφαιρέθηκε από τον μισθωτή ολικά ή μερικά η συμφωνημένη χρήση του μισθίου (νομικό ελάττωμα), εφαρμόζονται αναλόγω ςοι διατάξεις των άρθρων 576 έως 579". Αλλά ο μισθωτής δεν μπορεί να επιχειρήσει ο ίδιος την άρση του νομικού ελαττώματος με δαπάνες του εκμισθωτή. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις του το ενοχικό δικαίωμα «εμπραγματώνεται» και είναι ισχυρότερο του εμπράγματου δικαιώματος, π.χ. στη μεταβίβαση μισθωμένου ακινήτου, όταν η μίσθωση αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, ΑΚ 614. 9) Αν παρά τα ανωτέρω, ο Μ ήταν συνεπής της υποχρεώσεις του πλην όμως απεβίωσε πριν τη λήξη της μίσθωσης, ποια θα είναι η τύχη αυτής μετά το θάνατό του; Άρθρο 612 ΑΚ: "Οταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μήνα. Στην περίπτωση, όπου το μίσθιο χρησίμευε, όσο ζούσε ο μισθωτής, ως οικογενειακή στέγη με την έννοια του άρθρου 1393 και ζει κατά το χρόνοτ ου θανάτου του ο σύζυγός του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά σ' αυτόν, ο οποίος δικαιούται όμως, τηρώντας την προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, να καταγγείλει οποτεδήποτε τη μίσθωση". Δηλαδή κληρονομείται και υφίσταται ειδική μορφή κληρονομικής διαδοχής υπέρ του Συζύγου, σε κάθε δε περίπτωση υπάρχει δικαίωμα καταγγελίας.
5) Επειδή ο Α είχε προστριβές με τον Β για την έκταση του περιεχομένου μιας πώλησης, συμφώνησαν μετά τη λύση της διαφοράς τους ότι στο μέλλον κάθε σύμβαση που θα καταρτίζεται μεταξύ τους θα πρέπει να γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, αλλιώς θα είναι άκυρη. Ύστερα από λίγες μέρες ο Α πούλησε στον Β 1.000 κιλά ελαιόλαδο αντί 5,00 ευρώ το κιλό, χωρίς να συνταχθεί ιδιωτικό έγγραφο. Όταν ο Β ζήτησε από τον Α να του παραδώσει το λάδι, ο Α αρνήθηκε την παράδοση με τον ισχυρισμό ότι η πώληση του λαδιού είναι άκυρη, γιατί δεν καταρτίστηκε με ιδιωτικό έγγραφο. Στη συνέχεια ο Α, προς αποφυγή περαιτέρω προστριβών, συμφώνησε με ιδιωτικό έγγραφο με τον Β τα εξής: «Ο Β θα πουλήσει ύστερα από έναν χρόνο στον Α ένα διαμέρισμα. Το διαμέρισμα όμως αυτό θα παραδοθεί από τώρα στον Α, ο οποίος θα καταβάλει στον Β μίσθωμα 400,00 ευρώ μηνιαίως για τη χρήση του ακινήτου μέχρι της καταρτίσεως του συμβολαίου πώλησης». ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ δικαιοπραξίας; 1) α. Ποια γενικότερη αρχή του δικαίου των συμβάσεων εκφράζει το άτυπο της Την ελευθερία των συμβάσεων, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ. Δικαιοπολιτικός Στόχος είναι η ταχεία διεξαγωγή των συναλλαγών στο πλαίσιο της πραγμάτωσης του ιδεώδους της ιδιωτικής αυτονομίας, έτσι ώστε για την ανάληψη υποχρέωσης με σύσταση, αλλοίωση, μεταβίβαση και κατάργηση ενοχής αρκεί μόνο η αυτοδέσμευση ενός μέρους solo consensu, ήτοι μόνο με τη εκδήλωση μιας δήλωσης βούλησης και την αποδοχή αυτής από το έτερο μέρος. Ο τύπος επιβάλλεται μόνο όταν ο νομοθέτης κρίνει ότι πρέπει να παρέμβει και να δράσει «νουθετώντας» τα μέρη, παρέχοντάς τους δυνατότητα περίσκεψης που εξασφαλίζει το έγγραφο. β. Είναι έγκυρη η πώληση του λαδιού, αν και δεν καταρτίστηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, με ιδιωτικό έγγραφο, ή νόμιμα αρνήθηκε ο Α να παραδώσει το λάδι;
Αρχικώς είναι άκυρη διότι δεν τηρήθηκε ο τύπος στον οποίο τα μέρη είχαν υποβάλει κάθε μεταξύ τους δικαιοπραξία (ΑΚ 159 παρ. 1) 2) Αν ο Α παρέδιδε το λάδι, είχε δικαίωμα να το αναζητήσει, γιατί η πώληση κατά τη συμφωνία δεν έγινε με ιδιωτικό έγγραφο; Σε περίπτωση αμφιβολίας είναι επίσης άκυρη η δικαιοπραξία, αν δεν τηρήθηκε ο τύπος που είχαν καθορίσει τα μέρη. Αλλά η εκπλήρωση της δικαιοπραξίας με επίγνωση της έλλειψης του τύπου, θεραπεύει την έλλειψη αυτή. θεωρία. Πρόκειται για «ίαση» της ακυρότητας της δικαιοπραξίας όπως αναφέρεται στη 3) Σε ποια άλλη περίπτωση του δικαίου εμφανίζεται παρόμοια ρύθμιση για την κάλυψη της ακυρότητας του τύπου; ΑΚ 498 παρ. 2 ΑΚ για τις δωρεές που εκπληρώνονται χωρίς να υπάρχει το αντίστοιχο συμβολαιογραφικό έγγραφο. Για τη σύσταση δωρεάς απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η δωρεά κινητού πράγματος για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο ισχυροποιείται αφότου ο δωρητής παραδώσει το πράγμα στο δωρεοδόχο. ΑΚ 849 για την εγγύηση (μονομερώς τυπική δικαιοπραξία) Η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφόσον ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή. 4) Σε περίπτωση που τα μέρη είχαν συμφωνήσει συγκεκριμένη οξύτητα στο λάδι, και ο αγοραστής διαπίστωνε ότι δεν ανταποκρινόταν στις δηλώσεις του πωλητή η χημική σύσταση του λαδιού, ποια δικαιώματα έχει;
Α. Συμβατική Ευθύνη: Δίκαιο της πώλησης: Ειδικό Δίκαιο μη εκπλήρωσης της παροχής. Υιοθετεί το πραγματικό της «μη ανταπόκρισης στη σύμβαση» - 534 ΑΚ, και παρέχει στον αγοραστή τα σχετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις από τα άρθρα 540 επ. ΑΚ. Αναμορφώθηκε μετά το ν. 3043/2002 κατά το πρότυπο του Γερμανικού Δικαίου και της οδηγίας 99/44/ΕΟΚ (η «μικρή λύση» σε αντίθεση με μια άλλη επιλογή, τη «μεγάλη λύση» την αναμόρφωση όλου του Αστικού Κώδικα). Εν προκειμένω έχουμε έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας και όχι πραγματικό ελάττωμα. Την απάντηση για τα δικαιώματα του αγοραστή δίνουν τα άρθρα 540 και 543 ΑΚ, αλλά πρέπει να αναφερθεί προηγουμένως η συλλογιστική των προηγούμενων άρθρων ως εξής: Άρθρο 534 : Πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα. Άρθρο 535: Ο πωλητής δεν εκπληρώνει την κατά το προηγούμενο άρθρο υποχρέωσή του, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και ιδίως: 1. δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ή στο δείγμα ή υπόδειγμα που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον αγοραστή Άρθρο 537: Ευθύνη για ελλείψεις Ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες, εκτός αν ο αγοραστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση ή η μη ανταπόκριση οφείλεται σε υλικά που χορήγησε ο αγοραστής. Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης.
Άρθρο 540: Δικαιώματα του αγοραστή Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ` επιλογήν του: 1. να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες 2. να μειώσει το τίμημα 3. να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ο πωλητής οφείλει να πραγματοποιήσει τη διόρθωση ή την αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική ενόχληση του αγοραστή. Άρθρο 542: Το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα Υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την υπαναχώρηση (εξαίρεση από την αρχή της διαθέσεως 106 ΚΠολΔ). Άρθρο 543: Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (μεγάλη αποζημίωση) ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους (μικρή αποζημίωση). Εν προκειμένω, έχει δηλαδή ή αξίωση μείωσης του τιμήματος ή διαπλαστικό δικαίωμα υπαναχώρησης ήτοι το τίμημα ως ζημία του είτε τη διαφορά από το τίμημα που θα στοίχιζε ένα μεταχειρισμένο όχημα της ίδιας κατηγορίας σε συνδυασμό με τη μικρή αποζημίωση του άρθρου 543 ΑΚ ( π.χ. τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή του καινούριου από το μεταχειρισμένο όχημα) ή πλήρους αποζημίωσης (όλο το τίμημα που κατέβαλε), η
αποζημίωση δε πάντα σε συνάρτηση του πταίσματος του πωλητή (έχουμε έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας και όχι πραγματικό ελάττωμα) Δεν έχει αξίωση άρσης ελαττώματος διότι δεν προσιδιάζει στη φύση της συγκεκριμένης περίπτωσης (δεν μπορεί να κάνει ο πωλητής το λάδι να αποκτήσει οξύτητα ορισμένης ποιότητας!) Β. Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω απάτης Απάτη κατ άρθρον 147 ΑΚ 149 ΑΚ, και ακύρωση κατ άρθρον 184 ΑΚ; Ορθή γνώμη αλλά μη κρατούσα: Φαινομένη συρροή, απορρόφηση των γενικών διατάξεων λόγω ειδικότητας Γ. Αδικοπραξία: Τα δικαιώματα από το άρθρο 914 ΑΚ σε συνδυασμό με 386 ΠΚ παραμένουν ακέραια για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, ωστόσο ο ζημιωθείς πρέπει να αποδείξει πταίσμα του 5) Είναι έγκυρες οι παραπάνω συμφωνίες τους που έγιναν στη συνέχεια με το ιδιωτικό έγγραφο; «Ο Β θα πουλήσει ύστερα από έναν χρόνο στον Α ένα διαμέρισμα. Το διαμέρισμα όμως αυτό θα παραδοθεί από τώρα στον Α, ο οποίος θα καταβάλει στον Β μίσθωμα 400,00 ευρώ μηνιαίως για τη χρήση του ακινήτου μέχρι της καταρτίσεως του συμβολαίου πώλησης». Πρόκειται για προσύμφωνο πώλησης ( ΑΚ 166). Το οποίο υπόκειται στον τύπο της κύριας σύμβασης. Και κατ άρθρον 369 : Συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου. \
Το προσύμφωνο είναι άκυρο. Η σύμβαση αυτή αποσκοπεί στην εξασφάλιση περίσκεψης στα μέρη. Αναφέρεται μόνο στο υποσχετικό κομμάτι της πώλησης, και όχι στο μεταβιβαστικό (το οποίο ρυθμίζεται από την 1033 ΑΚ). Η μίσθωση είναι έγκυρη. 6) Ποια τα δικαιώματα του Β κατά του Α, ο οποίος μετά την πάροδο των πρώτων 6 μηνών άρχισε να καθυστερεί την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος για τη χρήση του ακινήτου; Αξίωση Εκπλήρωσης της σύμβασης με αγωγή καταβολής μισθωμάτων καταγγελία κατ άρθρον 597 ΑΚ διαταγή απόδοσης βάσει διατάξεων ΚΠολΔ. 6) Ο Α κάτοικος Χαλανδρίου Αττικής επισκέφθηκε την 20-6-2011 το Δ δικηγόρο Αθηνών και του εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι είναι μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του Π που πέθανε στις 10-6-1996 στο Χαλάνδρι. Ότι την κληρονομία του τελευταίου, που δεν άφησε διαθήκη, αυτός, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αποδέχθηκε νομίμως και μετέγραφε, επίσης νομίμως, τη σχετική δήλωση αποδοχής το έτος 1996. Ότι μεταξύ των κληρονομιαίων ακινήτων αυτής περιλαμβάνεται και ένα οικόπεδο εκτάσεως 300 τετραγωνικών μέτρων μετά της επ' αυτού παλαιάς ισόγειας οικίας που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Αρτέμιδος Αττικής και δη στον οικισμό Παραθεριστών επί της οδού Άνοιξης αριθμός 14 αξίας 40.000 ευρώ. Ότι το ακίνητο αυτό ο πατέρας του το είχε αγοράσει με το υπ' αριθμό 250/30-4-1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Παυλάκου από τον Χ, ότι είχε μεταγράψει νόμιμα τούτο από τότε και ότι κατοικούσε στην υπάρχουσα σε αυτό οικία τα καλοκαίρια συνεχώς μέχρι του θανάτου του. Ότι το παραπάνω ακίνητο από το θάνατο τού πατέρα του (1996) και εφεξής το κατέλαβε και το κατέχει η Γ, την οποία ο πατέρας του είχε προσλάβει ως οικιακή βοηθό από το έτος 1983. Τέλος ο Α εξέθεσε στο δικηγόρο Δ ότι Θέλα να του αποδοθεί το ως άνω ακίνητο καθόσον η Γ δεν του το αποδίδει.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ: Με βάση το ιστορικό αυτό, ποια αγωγή πρέπει να ασκήσει ο Δ δικηγόρος, σε ποιες διατάξεις του Α.Κ. πρέπει να τη στηρίξει και κατά ποιου να τη στρέψει; Ποια είναι συνοπτικά τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αγωγή για να είναι πλήρης και ορισμένη και ποίο αίτημα πρέπει να έχει; Α. Διεκδικητική Αγωγή Κατά τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος. Συνάγεται, ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής αγωγής είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του διεκδικούμενου ακινήτου και η νομή ή κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Εξάλλου κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στη διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή, που στηρίζεται στον παράγωγο τρόπο απόκτησης της κυριότητας, αρκεί κατ αρχήν η επίκληση από τον ενάγοντα της συμβολαιογραφικής μεταβιβαστικής ανάμεσα σ αυτόν και τον άμεσο δικαιοπάροχό του συμβάσεως και της νόμιμης μεταγραφής της. Έτσι ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής, Εάν όμως ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητά του, ο μεν ενάγων οφείλει για τη συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του, η δε καταφάσκουσα το δικαίωμα δικαστική απόφαση πρέπει να αναφέρει και να καθορίσει με σαφήνεια τα γεγονότα που συγκροτούν τον τρόπο κτήσεως του δικαιοπαρόχου αλλά και των απωτέρων, αν απαιτείται ενόψει των αμφισβητήσεων του εναγομένου μέχρι τη συμπλήρωση πρωτότυπου τρόπου κτήση της κυριότητας αυτών (χρησικτησία). Πρέπει να προσδιορίζονται τα στοιχειά ταυτότητας του ακινήτου! Για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του, απαιτείται να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν δεν αναφέρεται το μήκος των πλευρών του σε μέτρα ή το εμβαδόν του. Εάν το ακίνητο αναφέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποίο συγκεκριμένο τμήμα της
μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει αυτό. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με την παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε, επίσης, με αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου. ΑΙΤΗΜΑ Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ! σος εγγραφή βιβλία διεκδικήσεων! Ασκείται κατά της Γ. ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΣΚΗΘΕΙ ΑΓΩΓΗ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΝΟΜΗΣ; ΟΧΙ ΕΧΕΙ ΕΝΙΑΥΣΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ 992 ΑΚ! ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΣΚΗΘΕΙ ΠΟΥΒΛΙΚΙΑΝΗ ΑΓΩΓΗ ναι 1112 ΑΚ; Β) Η Γ μετά την επίδοση σε αυτή της ως άνω αγωγής προσήλθε στο δικηγόρο Αθηνών Κ και του εκθέτει ότι; Ο ποτέρας του Α, ο (Β), την προσέλαβε όσο ζούσε το έτος 1983 ως οικιακή βοηθό και ότι αντί μισθού της είχε υποσχεθεί ότι θα της δώσει το παραπάνω ακίνητο για τις προς αυτόν υπηρεσίες της. Ότι από το θάνατο του και μετά, αυτή εγκαταστάθηκε μονίμως στο πιο πάνω ακίνητο που περιγράφεται στο θέμα Α. Ότι αμέσως μετά το θάνατο του αυτή διέμενε όλο το χρόνο στην πεπαλαιωμένη οικία του οικοπέδου, επισκεύασε την κεραμοσκεπή της και περιποιόταν τα δένδρα του οικοπέδου. Ότι τα
γεγονότα αυτά τα γνώριζε ο ενάγων Α, ο οποίος δεν την ενόχλησε ποτέ μέχρι την άσκηση της αγωγής. ΕΡΩΤΑΤΑΙ. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, ποια ένσταση του Α.Κ., μπορεί να προβάλλει η εναγομένη προς κατάλυση της αγωγής του ενάγοντος και σε ποια διάταξη του ΑΚ μπορεί αυτή να στηριχθεί;
1. ΕΝΣΤΑΣΗ ΙΔΙΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ 1095 ΑΚ όταν συμπληρωθεί η εικοσαετία. αν επιδοθεί η αγωγή πριν την εικοσαετία, η χρησικτησία διακόπτεται, όπως και η παραγραφή. 2. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ και ειδικότερα αποδυνάμωσης δικαιώματος/ 281 ΑΚ, - ΜΑΚΡΑ ΑΔΡΑΝΕΙΑ ΝΑ ΑΣΚΗΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ, πεποίηθηση ότι δεν θα το ασκήσει και δυσβάστακτη βλάβη της εναγόμενης αν γίνει δεκτή η αγωγή (θα οδηγήσει στην ανατροπή της ζωής της τη στιγμή που μένει εκεί μεγάλο χρονικό διάστημα και ο αληθής κύριος αδιαφόρησε για αυτό.) 3. Ένσταση για δαπάνες του καλόπιστου νομέα 1101 ΑΚ: Ο καλόπιστος νομέας έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον κύριο αποζημίωση για δαπάνες που έγιναν στο πράγμα, προκειμένου να διατηρηθεί κατάλληλο για τακτική εκμετάλλευση (αναγκαίες δαπάνες), καθώς και για την πληρωμή βαρών του πράγματος. Για συνηθισμένες όμως δαπάνες συντήρησης του πράγματος δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης, εφόσον του έμειναν τα ωφελήματα του πράγματος. Μετά την επίδοση της αγωγής ακόμα και ήταν η εναγόμενη αρχικώς καλόπιστη θα ευθύνεται ως κακόπιστη νομέας κατ άρθρον 1102 ΑΚ: Ο κακόπιστος νομέας, και από την επίδοση της αγωγής κάθε νομέας, έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τις αναγκαίες δαπάνες ή για τις δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος, μόνον κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.
7) Ο έμπορος Ε αντιμετώπιζα οικονομικά προβλήματα και θέλει να πάρα δάνειο από την τράπεζα Τ. Η Τ εξάρτησε τη χορήγηση του δανείου από την εξασφάλιση της απαίτησης της με επαρκείς ασφάλειες. Ο Φ, φίλος του Ε, προσφέρθηκε να παραχωρήσει υποθήκη στο δικό του ακίνητο υπέρ του οφειλέτη Ε για την εξασφάλιση της απαίτησης της Τ κατ αυτού από το δάνειο. Η Τ όμως έκρινε ότι η αξία του ακινήτου του Φ δεν την εξασφάλιζε πλήρως και για αυτό ζήτησε και εγγύηση της οφειλής από φερέγγυο πρόσωπο. Ο Α, αδελφός του Ε, προσφέρθηκε να παράσχει την εγγύηση αυτή στην Τ. Η τελευταία συμφώνησε και ζήτησε από μεν τον Α έγγραφη δήλωση του, ότι εγγυάται το χρέος του Ε προς αυτήν ως αυτοφειλέτης, από δε το Φ να της παράσχει δικαίωμα εγγραφής υποθήκης πάνω στο ακίνητο του. 0 Α έδωσε στην Τ έγγραφη δήλωση με την οποία αναλάμβανε την εγγύηση του χρέους του Ε προς αυτήν ως αυτοφειλέτης και ο Φ με μονομερή δήλωση του ενώπιον συμβολαιογράφου σης 9-10-2013 παραχώρησε σ αυτή δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης επί του ακινήτου του υπέρ του οφειλέτη Ε. Η Τα ενέγραψε στις 11-10-2013 υποθήκη στο ακίνητο του Φ και χορήγησε το δάνειο στον Ε. Ερωτάται: α) Με μόνο την έγγραφη δήλωση του εγγυητή Α συνομολογήθηκε έγκυρα η σύμβαση εγγύησης ανάμεσα σε Α και Τ; 1α. 847 ΑΚ. Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή. 848 ΑΚ Εγγύηση μπορεί να δοθεί και για οφειλή μελλοντική ή υπό αίρεση. 849 ΑΚ Η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφόσον ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή. Η εγγύηση είναι μονομερώς τυπική δικαιοπραξία, η αποδοχή της εγγύησης εκ μέρους της Τ μπορεί να γίνει σιωπηρώς. Επομένως είναι έγκυρη. β) Αν ο Ε φανεί ασυνεπής στις υποχρεώσεις του για την εξόφληση του δανείου προς την και αυτή για την ικανοποίηση της απαίτησης της στραφεί κατά του εγγυητή Α ο τελευταίος μπορεί να προβάλλει την ένσταση δίζησης Η ανάληψη ευθύνης ως αυτοφειλέτης σημαίνει παραίτηση από την ένσταση δίζησης.
Ένσταση δίζησης: Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης). Από τις διατάξεις των άρθρων 855 και 857 αριθ. 1 Α.Κ. σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 847,849, 851 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι, αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση της διζήσεως και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης δεν δημιουργείται μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτου παθητική εις ολόκληρον ενοχή εκτός εάν συμφωνήθηκε, αλλ` εξακολουθεί και μετά την παραίτηση να ευθύνεται ως εγγυητής, παρεπομένως προς τον πρωτοφειλέτη. Συνεπώς αν ο δανειστής στραφεί κατά του εγγυητού αυτός υποχρεούται να καταβάλει την οφειλή, στην έκταση που έχει κατά την άσκηση της αγωγής, αν δε τυχόν ο πρωτοφειλέτης έχει καταβάλει την οφειλή ο εγγυητής μπορεί να προτείνει την ένσταση της αποσβέσεως της οφειλής δια καταβολής (ΑΠ. 148/1997 Ελ. Δικ. 39-101, Εφ. Πατρ. 130/1983 ΝοΒ 31-846). Η εγγύηση διαφέρει από την παθητική εις ολόκληρον ενοχή (ΑΠ 1129/1975 ΝοΒ 24.416), αφού ακόμα και στην περίπτωση που ο εγγυητής παραιτηθεί από την ένσταση της δίζησης, η ευθύνη του μπορεί να μην είναι πλέον επικουρική, παραμένει, ωστόσο, παρεπόμενη έναντι αυτής του πρωτοφειλέτη (ΕφΑΘ 104/1963 ΕλλΔνη 1963.594, Βρέλλης σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου υπό το άρθρο 847 στον αριθμό 33, Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, α` εκδ. 2001, σελ. 25). Μόνη, όμως, η αναφορά σε σύμβαση εγγύησης ότι ο εγγυητής ευθύνεται ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη δεν αρκεί για τον αυτόματο χαρακτηρισμό της σχέσεως ως παθητικής ενοχής εις ολόκληρον και την έξοδο αυτής από το πεδίο των ρυθμίσεων περί εγγυήσεως (πρβλ. και ΑΠ 61/2003 ό.π. με επιχείρημα και από τον ενδοτικό χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων). Το κρίσιμο, δηλαδή, νομικό γεγονός είναι το αν τα συμβαλλόμενα μέρη σκόπευαν αμφότερα και έθεσαν ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο της συμφωνίας τους την ευθύνη του πρόσθετου οφειλέτη κατά τρόπο παντελώς ανεξάρτητο προς την οφειλή του πρωτοφειλέτη, ήτοι ακόμα και επί αποσβέσεως του χρέους αυτού, ή αν, αντιθέτως δε θέλησαν να αποστούν της διαμόρφωσης της ευθύνης του πρόσθετου οφειλέτη ως ευθείας μεν και άμεσης (λόγω παραίτησης του από την ένσταση διζήσεως), πλην παρεπόμενης έναντι αυτής του πρωτοφειλέτη (ΠΠρΙωαν 116/2010 ΤΝΠ-Νόμος).
γ) Η Τ απέκτησε υποθήκη πάνω στο ακίνητο του Φ; 1257 ΑΚ: Σε ξένο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα. 1258 ΑΚ: Η υποθήκη αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα μπορεί να αποκτηθεί και υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση. 1260 ΑΚ Όροι για την απόκτηση υποθήκης: Για την απόκτηση υποθήκης απαιτείται τίτλος που χορηγεί δικαίωμα υποθήκης και εγγραφή στο βιβλίο υποθηκών. Άρθρο 1261 Τίτλοι Τίτλοι που χορηγούν δικαίωμα για την απόκτηση υποθήκης είναι ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η ιδιωτική βούληση. Άρθρο 1266 Το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης παραχωρείται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, στην οποία πρέπει να προσδιορίζεται το ακίνητο που υποθηκεύεται. Συνεπώς η Τ αποκτά δικαίωμα να εγγράψει υποθήκη δ) Από πάτε υπάρχει η υποθήκη αυτή ; 1268 ΑΚ: Η υποθήκη υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται κανονική εγγραφή της στο βιβλίο υποθηκών της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Υπάρχει από την 11-10-2013.
8) Ο Δ πέθανε τη 1-1-2010 έχοντας συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη με το περιεχόμενο «Μοναδική μου κληρονόμο εγκαθιστώ τη φίλη μου Φ». Στη ζωή ο Δ άφησε τη σύζυγο του Σ, τον αδελφό του Α, και τον πατέρα του Π ως πλησιέστερους συγγενείς του. Μεταξύ των περιουσιακών του στοιχείων περιλαμβάνονται κινητά πράγματα, καταθέσεις και ένα ακίνητο. ΕΡΩΤΑΤΑΙ: α)ποιοι θα κληρονομήσουν τον Δ και κατά ποιο ποσοστό ο καθένας; Νόμιμη μοίρα 1825 ΑΚ Οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Ο μεριδούχος κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως κληρονόμος. Η Φ είναι εκ διαθήκης κληρονόμος του Δ, και η σύζυγος Σ και ο πατέρας Π νόμιμοι μεριδούχοι. Αν δεν υπήρχε διαθήκη, θα πηγαίναμε στη δεύτερη τάξη εξ αδιαθέτου διαδοχής. Εν προκειμένω υπάρχει, οπότε η νόμιμη μοίρα των εμπλεκομένων θα κριθεί ως το μισό του ποσοστού που θα έπαιρναν στη δεύτερη τάξη και δη: Η σύζυγος Σ θα έπαιρνε ½ και πλέον λαμβάνει 1/4 = 2/8 ( 1820 ΑΚ, Ο σύζυγος που επιζεί: Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς της πρώτης τάξης στο τέταρτο και με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό της κληρονομίας. Επιπλέον παίρνει ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα έπιπλα, σκεύη, ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι. Αν όμως υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και αυτών, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας) Ο Πατέρας Π θα έπαιρνε ¼ ως κληρονόμος της δεύτερης τάξης (το άλλο ¼ ο άλλος υιός του Α) επομένως το μισό αυτού είναι 1/8. Ο Α δεν δικαιούται νόμιμης μοίρας διότι κατ άρθρον 1825 νόμιμη μοίρα δικαιούνται μόνο ανιόντες, κατιόντες και σύζυγος.