Συνοπτικά η ιστορία της Δραπετσώνας H περιοχή της ραπετσώνας απλώνεται στη βορειοδυτική πλευρά του λιµανιού του Πειραιά, απέναντι από τη νησίδα της Ψυττάλειας. Αναφέρεται ότι πρωτοκατοικήθηκε γύρω στο 1830, µάλλον από νησιώτες, και ήταν µια περιοχή αραιοκατοικηµένη, µε απόκρηµνα βραχώδη µέρη, όλο τάφρους και ρεµατιές. Αν και Ηετιώνεια πύλη ήταν ένα φρούριο που για 25 αιώνες στέκει στο λόφο Καστράκι και είχε αποκλειστίκο σκοπό να προστατεύσει το λιµάνι από ξηράς δείχνει τη µακραίωνη ιστορία της. Από τα πρώτα χρόνια κατοίκησής της, παρουσίαζε µεγάλο αριθµό βιοµηχανικών εργατών, λόγω των εργοστασίων της περιοχής και ο χώρος κατοικίας τους ήταν ιδιαίτερα υποβαθµισµένος, µε παράγκες στη µεγαλύτερη έκταση του. Οι προσφυγικές πολυκατοικίες της ραπετσώνας κτίστηκαν το 1935-1938. Η πόλη είχε διαµορφώσει µία ιδιότυπη πολεοδοµική ταυτότητα. Στην ακτή οι λιµενικές και βιοµηχανικές εγκαταστάσεις δηµιουργούσαν ένα φράγµα το οποίο έκλεινε τις περιοχές κατοικίας από τις τρεις πλευρές τους. Η ονοµασία της, ραπετσώνα, καθιερώθηκε επίσηµα µετά το 1922, οπότε και δηµιουργήθηκε εκεί ο οµώνυµος συνοικισµός από µικρασιάτες πρόσφυγες, και υπάρχουν πολλές εκδοχές για την προέλευσή της. Από τον 19ο αιώνα η ραπετσώνα γίνεται από τα πιο βασικά τοπόσηµα στην ευρύτερη βιοµηχανική ζώνη του Πειραιά καθώς πλήθος κεφαλαίων και επενδύσεων εισρέουν στην περιοχή. Η χωροθέτηση µεγάλων βιοµηχανικών και λιµενικών εγκαταστάσεων στην ακτή ξεκίνησε ουσιαστικά το 1898 µε το ναυπηγείο Βασιλειάδη που ήταν η πρώτη µεγάλη λιµενική εγκατάσταση καθώς και µε τις µόνιµες κτιστές δεξαµενές του ΟΛΠ. Ακολούθησαν τα λιπάσµατα το 1909, το τσιµεντάδικο το 1911, οι εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, το γυψάδικο και άλλες µικρότερες µονάδες. Το µέτωπο ολοκληρώθηκε µε την ανέγερση του σιλό σιτηρών στην προβλήτα της Ηετιώνειας το 1936. Μαζί µε τις λιµενικές εγκαταστάσεις, η βιοµηχανία εκτεινόταν από την είσοδο του προλιµένα µέχρι τον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι, δηµιουργώντας µια συµπαγή ζώνη µήκους τριών χιλιοµέτρων περίπου σε άµεση επαφή µε τις περιοχές κατοικίας.
Η ραπετσώνα αναγνωρίστηκε σαν κοινότητα το 1950, αφού αποσπάστηκε από το δήµο Πειραιά και ανακηρύχτηκε δήµος το 1951. Το 1960 οι κάτοικοι της περιοχής εκδιώχθηκαν βίαια από την περιοχή και µεγάλο µέρος των κατοικιών τους κατεδαφίστηκε µε στόχο την ανέγερση πολυκατοικιών, την αναβάθµιση της περιοχής, αλλά και τη διάλυση ταυτόχρονα µιας αµιγώς εργατικής γειτονιάς, µε έντονη πολιτική συνείδηση κατά των κυβερνήσεων της εποχής. Οι αντιδράσεις των κατοίκων που αντιτίθονταν στην κατεδάφιση κράτησαν πολύ καιρό και τα γεγονότα έµειναν γνωστά ως η «µάχη της παράγκας», εµπνέοντας και το γνωστό τραγούδι «ραπετσώνα» σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη όπου αποτυπώθηκε η νοσταλγία και η απόγνωση των κατοίκων για την ισοπέδωση της γειτονιάς τους. Ο συνοικισµός αυτός που προέκυψε αποτελείται από διώροφα, τετραώροφα και οκταόροφα συγκροτήµατα, γύρω από τα οποία παρουσιάζεται και το λιγοστό πράσινο της περιοχής.
Σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα 84 του 1984, δεν επιτρέπονταν βιομηχανικές εκτάσεις ή βιοτεχνίες στην πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα να αρχίσει η σταδιακή ανάκληση λειτουργίας πολλών εκ των βιομηχανικών μονάδων της περιοχής, με τελευταία αυτή του 1999, όταν και το εργοστασιακό συγκρότημα των λιπασμάτων έπαυσε οριστικά τη λειτουργία του. Μία σειρά φορείς μεταξύ των οποίων το ΕΜΠ, το κέντρο νεοελληνικών ερευνών / ΕΙΕ, η διεθνής επιτροπή για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς (TICCIH), το πολιτιστικό τεχνολογικό ίδρυμα ΕΤΒΑ, η παμπειραϊκή επιτροπή η οποία συστήθηκε επί τούτου, όπως και πολλά στελέχη του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και του υπουργείου πολιτισμού, προσπάθησαν επί 4 χρόνια να αποτρέψουν την εξέλιξη της καταστροφής. Παρά την αντίθετη εισήγηση των αρμόδιων εφορειών του ΥΠ.ΠΟ και τις προσπάθειες κήρυξης των κτιρίων ως διατηρητέων, εντέλει εδόθη η έγκριση για την κατεδάφιση εξαιρώντας μόνο τέσσερις από τις εκατόν εννέα μονάδες. Τον Αύγουστο 2003 τα λιπάσματα ισοπεδώθηκαν. Εξαίρεση αποτέλεσε ένα σύνολο 24 στρεμμάτων που καταλάμβαναν τα σημερινά διατηρητέα και συγκεκριμένα, τα κτίρια του υαλουργείου, η καμινάδα και το συγκρότημα των σιλό. Τα υπόλοιπα 230 στρέμματα του τέως εργοστασίου της ΑΕΕΧΠΛ έγιναν καθαρό οικόπεδο και ο χώρος ισοπεδώθηκε, αφήνοντας ανεκμετάλλευτα εκατοντάδες στρέμματα παραθαλάσσιας γης από την ακτή Βασιλειάδη μέχρι το λιμένα Ηρακλέους.
2003 Εικόνες 3.5 3.6 : Το εργοστάσιο λιπασμάτων στην ακτή της Δραπετσώνας, κατά τα τελευταία χρόνια, πριν και μετά κατεδαφιστούν οι εγκαταστάσεις του το 2003 (πηγή:http://www.g reekscape s. gr/index.php/201001-21-16-4729/2010-01-21-1838-00/101/115drapetsona.html) 2013
Τα σχέδια ανάπλασης για τη ραπετσώνα Με την επιχείρηση πολεοδοµική ανασυγκρότηση του Υ.ΠΕ.ΧΩ..Ε., είχε προταθεί το 1984 η συγκεκριµένη περιοχή για βιοτεχνικό πάρκο. Από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης παράλληλα γίνονταν αγώνες για µετεγκατάσταση των εργοστασίων και αλλαγή των χρήσεων γης. Η πρώτη φορά που προτάθηκε ένα συγκεκριµένο σχέδιο ανάπλασης ήταν το 1991-92 όταν κατά παραγγελία των δήµων ραπετσώνας και Κερατσινίου η ΑΝ ΗΠ (Αναπτυξιακή ήµων Πειραιά) Α.Ε. κατάρτισε µια µελέτη οικονοµικής ανασυγκρότησης της περιοχής. Η Μελέτη της ΑΝ ΗΠ πρότεινε την δηµιουργία εµποροναυτιλιακού κέντρου και µεταξύ άλλων διερεύνησε την δυνατότητα προσέλκυσης στον χώρο των ναυτιλιακών εταιρειών, του υπουργείου εµπορικής ναυτιλίας, αποθηκευτικών χώρων κλπ. Ήταν η πρώτη φορά που ο όρος ναυτιλιακό κέντρο χρησιµοποιήθηκε για τον συγκεκριµένο χώρο. Από τη δεκαετία του 90 και ύστερα, έχουν συνταχθεί διάφορες προτάσεις ανάπλασης µε διαφορετικές προσεγγίσεις επί του θέµατος. Γύρω στο 1995, η δηµόσια επιχείρηση πολεοδοµίας και στέγασης ( ΕΠΟΣ) κατάρτισε µια από τις πρώτες σχετικές µελέτες η οποία, όµως, δεν υλοποιήθηκε. Το 2001, ο οργανισµός ρυθµιστικού σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ), προώθησε σχετικό πρόγραµµα µε την ονοµασία Terra Posidonia και κύριους µελετητές την αρχιτέκτονα Ο. Κλουτσινιώτη και τον οικονοµολόγο Α. Τορτοπίδη. Το 2003, ο Οργανισµός Λιµένος Πειραιώς (ΟΛΠ) ανέθεσε στο γραφείο Α. Ρογκάν και Συνεργάτες ΑΕ και Economics Research Associates νέα µελέτη η οποία δεν υποβλήθηκε ποτέ για έγκριση. Θέσεις που εκφράζουν και ένα µεγάλο κοµµάτι κατοίκων: Το ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο για αναπλάσεις περιοχών και εντάξεις περιοχών στο σχέδιο πόλης είναι ο Ν.1337/83 και οι τροποποιήσεις του, ιδιαίτερα ο Ν. 2508/97. Επί πλέον νοµοθετικό πλαίσιο συνιστούν ο Ν.2545/97 για ΒΕΠΕ (βιοµηχανικές και επιχειρηµατικές περιοχές) και ο νόµος για ιδιωτική πολεοδόµηση. Και οι δύο αυτοί νόµοι δεν επελέγησαν σαν πολεοδοµικά εργαλεία καθώς συνάντησαν ισχυρή αντίδραση της τοπικής κοινωνίας που ήθελε ηπιότερη ανάπτυξη και ισχυρό δηµόσιο έλεγχο στις χρήσεις και τους συντελεστές δόµησης. Η χρησιµοποίηση του Ν.2545/97 περί ΒΕΠΕ επιδιώχθηκε από το υπουργείο ΠΕ.ΧΩ..Ε. και τον Ο.Ρ.Σ.Α την περίοδο 2000-2003 προκειµένου να υπάρξουν ταχύτερες διαδικασίες επωφελέστερες για τους ιδιοκτήτες γης και να προχωρήσει απρόσκοπτα το σχέδιο ανάπλασης. Η προσπάθεια αυτή όµως βρήκε αντίδραση, κυρίως από τον δήµο ραπετσώνας, και απεσύρθη. Με απόφαση του οργανισµού ρυµοτοµικού σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) η περιοχή χαρακτηρίστηκε ΖΕΠ (ζώνη ενεργού πολεοδοµίας) ώστε να διευκολυνθεί η ανάπλασή της. Καθορίστηκε µε αυτόν τον τρόπο η τέως βιοµηχανική ζώνη σαν χώρος προς ανάπλαση, συµβατός µε ναυτιλιακό κέντρο (χωρίς να είναι το ναυτιλιακό κέντρο η µόνη ή έστω η κύρια επιλογή) και δροµολογήθηκε η τροποποίηση του γενικού πολεοδοµικού σχεδίου που ήταν αναγκαίος όρος για να πραγµατοποιηθούν αλλαγές χρήσεων γης και αντί της βιοµηχανίας να µετατραπεί σε χώρο υπηρεσιών και πρασίνου, πολιτισµού και αναψυχής. «Να αποδοθεί στον λαό του ευρύτερου Πειραιά ο χώρος, όχι σαν κατακερµατισµένο πάρκο, αλλά σαν ενιαίο Άλσος και χώρος αναψυχής µε ανεµπόδιστη πρόσβαση στην θάλασσα Αν αφεθεί και κτιστεί (δοµηθεί) ο ευρύτερος χώρος των λιπασµάτων και του τσιµεντάδικου, χώρος που όχι µόνο ανταποδοτικά του ανήκει, (λόγω της περιβαλλοντικής µόλυνσης που υπέστη ο λαός του ευρύτερου Πειραιά, της ραπετσώνας, του Κερατσινίου, από την λειτουργία των εν λόγω εργοστασίων), µας ανήκει και δικαιωµατικά, γιατί έχουµε δικαίωµα στην ποιότητα ζωής, έχουµε δικαίωµα στην ίδια την ζωή, της δικιάς µας και των παιδιών µας».