ΒΙΒΛΙΟ ΕΡΥΘΡΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΣΠΑΝΙΩΝ & ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΩΝ ΦΥΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ A - D Επιτροπή Έκδοσης: Δημήτριος Φοίτος, Θεοφάνης Κωνσταντινίδης & Γεωργία Καμάρη Επιμέλεια κειμένων: Πέπη Μπαρέκα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΤΡΑ 2009
THE RED DATA BOOK OF RARE AND THREATENED PLANTS OF GREECE VOLUME ONE A - D Edited by Dimitrios Phitos, Theophanis Constantinidis & Georgia Kamari Assisted by Pepy Bareka HELLENIC ΒΟΤΑΝΙCAL SOCIETY PATRAS 2009
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, καθώς και η απόδοση του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της Επιτροπής Έκδοσης του βιβλίου, σύμφωνα με τον νόμο και τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Εργαστήριο Βοτανικής Τμήμα Βιολογίας Πανεπιστήμιο Πατρών 26500 ΠΑΤΡΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ & ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Επιχειρησιακού Προγράμματος «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» Αεροπόρου Παπαναστασίου 34 11527 ΑΘΗΝΑ ΙSBN: Σελιδοποίηση-Εκτύπωση: ΚΑΤΑΓΡΑΜΜΑ - Γραφικές Τέχνες, ΑΦΟΙ ΤΕΡΖΗ Ο.Ε. 27420-29333
Centaurea subciliaris Boiss. & Heldr. subsp. acarnanica Matthäs Compositae Τρωτό (VU) Centaurea subciliaris Boiss. & Heldr. subsp. acarnanica Matthäs in Bot. Jahrb. Syst., 95(4): 430 (1976). Tύπος: [Ελλάς (StE), Στερεά Ελλάς, Νομός Αιτωλοακαρνανίας] Mt. Boumistos, Macchie, Quercus ilex-wald, alt. 1100 m, 18 Jul 1971, Damboldt 137/71 (Ολότυπος: B- herb. Damboldt. Ισότυποι: B, UPA). Συνώνυμα: Centaurea acarnanica (Matthäs) Greuter in Willdenowia 33: 53 (2003). Περιγραφή: Πολυετής πόα, με ένα ή λίγα στελέχη ύψους έως 60 cm. Βλαστός συνήθως διακλαδισμένος, διακλαδώσεις μήκους 8-16 cm. Kατώτερα φύλλα σε μορφή ρόδακα, μήκους 2-7,5 cm, πλατύτερα στο μέσον ή στο κατώτερο τμήμα τους, συνήθως απλώς πτεροσχιδή, λοβοί ελλειπτικοί-λογχοειδείς, αποληκτικός λοβός συχνά μεγαλύτερος των άλλων. Κατώτερα φύλλα στελέχους όμοια με τα φύλλα του ρόδακα αλλά μικρότερα, ανώτερα φύλλα συνήθως απλά, στενώς λογχοειδή. Κεφάλια 1-5 ανά στέλεχος, ωοειδή, μήκους 11-17 mm. Εξαρτήματα βρακτίων περιβλήματος κεφαλίου ανοικτοκίτρινα έως διαφανή, κυρτά, κυκλικά έως ωοειδή, καλύπτοντα το μεγαλύτερο τμήμα των γειτονικών βρακτίων, το μεσαίο τμήμα τους στενά τριγωνικό, αχυρόχρωμο έως απαλό καστανό, περιθώρια ακέραια. Άνθη αχνοϊώδη έως ρόδινα, τα εξωτερικά μεγαλύτερα και αποκλίνοντα. Αχαίνια τριχωτά, ελαφρώς καστανά, με γραμμώσεις. Πάππος με μέγεθος περίπου το 1/4 του αχαινίου, με αδρές τρίχες. Χρωμοσωματικός αριθμός: 2n = 36 + 4B (Matthäs 1976). συνδέεται στενά με την C. subciliaris subsp. subciliaris, η οποία εξαπλώνεται σε ορισμένα νησιά του Ιονίου πελάγους. Από αυτήν διαφέρει στο ότι, συνήθως, έχει μόνο ένα στέλεχος, στο σχήμα των φύλλων του ρόδακα και των κατωτέρων τμημάτων του βλαστού, στο σχήμα και, ενδεχομένως, στις διαστάσεις του κεφαλίου (Matthäs 1976). Οι συγκεκριμένες διαφορές χρειάζονται προσεκτική αξιολόγηση για το αν είναι σταθερές και για το κατά πόσο ακολουθούν κάποιο γεωγραφικό πρότυπο. Η C. subciliaris subsp. acarnanica αναβαθμίσθηκε πρόσφατα στο επίπεδο του είδους από τον Greuter (2003), ο οποίος όμως δεν έδωσε κάποιο επιπλέον στοιχείο που να υποστηρίζει την άποψή του. Κυτταρολογικά, το subsp. subciliaris φαίνεται να είναι διπλοειδές και τετραπλοειδές, με ορισμένα φυτά να εμφανίζουν υπεράριθμα (B) χρωμοσώματα, ενώ το subsp. acarnanica είναι μόνο τετραπλοειδές, με τέσσερα B χρωμοσώματα (Matthäs 1976). Κατάσταση πληθυσμών: Οι υποπληθυσμοί του subsp. acarnanica, που ανακαλύφθηκαν στα Ακαρνανικά Όρη, αποτελούνται από αρκετές εκατοντάδες έως ακόμη και χιλιάδες ατόμων. Ας σημειωθεί ότι σε ορισμένες θέσεις υπολογίσαμε ότι η πυκνότητα εμφάνισης αυτού του taxon φθάνει τα 15-30 άτομα ανά m 2. Έχει βρεθεί στις ΒΔ. πλαγιές της κορυφής Υψηλή Κορυφή και στο Περγαντί. Ο υποπληθυσμός, που φύεται στα βόρεια τμήματα του ορεινού συγκροτήματος, αποτελείται από μερικές χιλιάδες ατόμων Περίοδος ανθοφορίας: Από τον Ιούλιο έως τα μέσα ή τα τέλη του Αυγούστου. Γεωγραφική εξάπλωση: Το taxon είναι ενδημικό σε ένα μικρό τμήμα της Δ. Ελλάδας. Η εξάπλωση της Centaurea subciliaris subsp. acarnanica περιορίζεται στα βόρεια τμήματα του όρους Μπούμιστος, απ όπου συλλέχθηκε για πρώτη φορά και περιγράφηκε, καθώς και στα κεντρικά και βόρεια τμήματα του ορεινού συγκροτήματος των Ακαρνανικών Ορέων. Βιότοπος: Η Centaurea subciliaris subsp. acarnanica εμφανίζεται κυρίως σε πετρώδη και βραχώδη εδάφη. Προτιμά ανοικτές και ηλιόλουστες πλαγιές, σε ανοίγματα θάμνων και φρυγάνων. Φύεται τοπικά, σε υψόμετρο μεταξύ 700-1.200 m, συνήθως μαζί με κοινά ξυλώδη είδη, όπως η Quercus coccifera, η Phillyrea latifolia κ.ά. Στην περιοχή της μονής Ρόμβου, κατ εξαίρεση, φύεται μαζί με το σπάνιο τοπικό ενδημικό Cerastium illyricum subsp. crinitum. Ταξινομικά σχόλια: Η Centaurea subciliaris subsp. acarnanica ανήκει στην C. sectio Phalolepis. Ταξινομικά, Γεωγραφική εξάπλωση του ενδημικού υποείδους Centaurea subciliaris subsp. acarnanica. 253
Το ενδημικό υποείδος Centaurea subciliaris subsp. acarnanica από τα Ακαρνανικά Όρη της Αιτωλοακαρνανίας. (Φωτ. Θ. Kαραμπλιάνης). 254
και εμφανίζεται με συγκεντρώσεις που πλησιάζουν τοπικά τα 25-35 άτομα ανά m 2. Αν και τα φυτά σε κάθε πληθυσμό είναι ακόμη πολυάριθμα, σπανίως καταφέρνουν να ανθίσουν και να δημιουργήσουν αχαίνια, εξαιτίας της έντονης βόσκησης κυρίως από αιγοπρόβατα. Σε υποπληθυσμούς που αριθμούν αρκετές εκατοντάδες ατόμων δυσκολευθήκαμε να βρούμε λίγες δεκάδες ανέγγιχτα άτομα κατά την εργασία πεδίου το 2005 και το 2006. Υπολογίσαμε ότι λιγότερα του 10% των συνολικών φυτών καταφέρνουν να σχηματίζουν αχαίνια (Kαραμπλιάνης 2007). Η αναγέννηση είναι πολύ μικρή και κυρίως εξαρτάται από τα φυτά που μεγαλώνουν μέσα σε θάμνους ή προστατεύονται με κάποιο τρόπο από τα ζώα. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες σχετικά με τον αριθμό των φυτών που φύονται στην περιοχή από όπου περιγράφηκε το υποείδος (όρος Μπούμιστος), καθώς και τους κινδύνους που ίσως αντιμετωπίζουν. Κίνδυνοι και χαρακτηρισμός κατηγορίας απειλής: Ο υποπληθυσμός της Υψηλής Κορυφής βρέθηκε κοντά στη Μονή Ρόμβου. Αυτή η θέση και ιδιαίτερα το κοντινό οροπέδιο Λιβάδι αποτελούν παραδοσιακές βοσκές εκατοντάδων αιγοπροβάτων κάθε καλοκαίρι. Η πλειονότητα των φυτών καταναλώνεται από ζώα και ο υποπληθυσμός απειλείται επίσης από την επέκταση των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, καθώς και από ορισμένα τεχνικά έργα, όπως η ισοπέδωση των αγρών της μονής. Ο δεύτερος υποπληθυσμός, μεταξύ των κορυφών Πύργος και Περγαντί, βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο εξαιτίας της υπερβόσκησης από οικόσιτα ζώα, όπως αιγοπρόβατα, αγελάδες και χοίρους. Αυτός ο πληθυσμός αποτελείται από λίγες χιλιάδες φυτά αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό τους (λιγότερο του 10%) επιτυγχάνει να ανθίσει κάθε έτος. Μεγάλοι θάμνοι, ιδιαίτερα Quercus coccifera, έχουν σημαντικό ρόλο στην προστασία ορισμένων φυτών. Προτείνουμε να καταταχθεί το υποείδος στην κατηγορία των Τρωτών (VU) καθόσον πληροί τα κριτήρια B1a,b(v)+B2a,b(v) και D2 της IUCN (2001), εξαιτίας της περιορισμένης περιοχής εμφάνισής του, του κατακερματισμού των λιγότερων από 5 γνωστών υποπληθυσμών του, της μικρής αναγέννησης, της υποβάθμισης της ποιότητας του οικοτόπου του, αλλά και της συνεχιζόμενης μείωσης του αριθμού των ενήλικων ατόμων του. Μέτρα προστασίας: Η σωστή διαχείριση της βλάστησης και η αντιμετώπιση της υπερβόσκησης στην περιοχή εμφάνισης του υποείδους αναμένεται να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα, τόσο στους υποπληθυσμούς του όσο και στην μακροπρόθεσμη διατήρηση του ζωικού κεφαλαίου. Οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση, π.χ. με τεχνικά έργα, στην περιοχή του βιοτόπου των φυτών θα πρέπει να αποφευχθεί. Το υποείδος δεν φαίνεται να έχει κάποια καλλωπιστική αξία, ούτε βεβαιωμένες ή πιθανολογούμενες φαρμακευτικές ιδιότητες και σπανίως συλλέγεται από τους ανθρώπους της περιοχής. Μπορεί να καλλιεργηθεί με ευκολία σε Βοτανικούς Κήπους μέσω των αχαινίων του, η φύτρωση των οποίων είναι πολύ καλή. Η καλλιέργεια των φυτών ex situ επιτρέπει, επίσης, τον πολλαπλασιασμό του υποείδους, την συλλογή αχαινίων του και την αποθήκευσή τους σε Τράπεζες Σπερμάτων σε περισσότερα του ενός, κατά προτίμηση, Εργαστήρια ή Ινστιτούτα. Θεοφάνης Καραμπλιάνης & Θεοφάνης Κωνσταντινίδης Ο απειλούμενος από οικόσιτα ζώα πληθυσμός του ενδημικού υποείδους Centaurea subciliaris subsp. acarnanica μεταξύ των κορυφών Πύργου και Περγαντί των Ακαρνανικών Ορέων. (Φωτ. Θ. Kαραμπλιάνης). 255