ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2014 ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΛΗΔΑ ΣΤΑΜΟΥ ΑΝΑΠ. ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΜΕΤ Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 1
1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΕΣ Υπάρχουν δύο είδη γνώσης. Το 1 ο είδος γνώσης: α) αυτό που έχουμε δεχθεί «κατ έθος», «κατά παράδοση», β) γνώση που προέρχεται από κάποια «αυθεντία», γ) η γνώση που αποκομίζουμε από τα άμεσα προσωπικά μας βιώματα (συχνά η γνώση αυτή είναι υποκειμενική γνώση). Το 2 ο είδος είναι η επιστημονική γνώση, η γνώση που προέρχεται από την επιστημονική έρευνα, δηλαδή, από τη συστηματική μελέτη των εμπειρικών δεδομένων, της πραγματικότητας. Τι είναι έρευνα Επιστημονική έρευνα είναι ένα συστηματοποιημένο σύστημα σκέψης και λύσης προβλημάτων με κύρια χαρακτηριστικά το ότι α) στηρίζεται στα εμπειρικά δεδομένα, και β) αποσκοπεί στη γενίκευση (στη διατύπωση γενικών αρχών-θεωριών που διέπουν τα φαινόμενα). Επιστημονική ερευνητική μέθοδος: συστηματική και επιμελώς σχεδιασμένη διαδικασία για την επίλυση ερευνητικών προβλημάτων με βάση την εμπειρική πραγματικότητα. Γιατί κάνουμε έρευνα; Για θέλουμε να διαπιστώσουμε πώς λειτουργούν ορισμένα πράγματα (π.χ. ερευνούμε πώς μαθαίνουν τα παιδιά γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα, ή ερευνούμε τη δομή των έργων του Ξενάκη και βλέπουμε ότι παρουσιάζουν συγκεκριμένες ακολουθίες, ή ερευνούμε πως λειτουργούν τα κύτταρα του καρκίνου κάτω από την επίδραση συγκεκριμένων γονιδίων, μικροβίων κλπ., ή πώς αντιδρά ένα νεογέννητο στο άκουσμα τραγουδιού και θορύβων) Γιατί αμφισβητούμε για «πιστεύω» ή ήδη αποκτημένες «γνώσεις» (αν δε γινόταν αυτό θα πιστεύαμε ακόμη ότι η γη είναι επίπεδη). Επειδή θέλουμε να επεκτείνουμε ή να εμβαθύνουμε στις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μας. Τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής έρευνας είναι τα εξής: Στηρίζεται αποκλειστικά στη συστηματική μελέτη της εμπειρικής πραγματικότητας. Αποκλείονται οι προσωπικές εμπειρίες, η «αποκάλυψη» και ο «δογματισμός». Μόνο ότι μπορεί να επαληθευτεί από την εμπειρική πραγματικότητα θεωρείται έγκυρη και αξιόπιστη γνώση. Ασχολείται με την ανακάλυψη νέων γνώσεων ή διεύρυνση και επέκταση της γνώσης. Γι αυτό και ο ερευνητής οφείλει να γνωρίζει την ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία στο θέμα που μελετά. Χρησιμοποιεί ειδικά μέσα για τη συλλογή των εμπειρικών δεδομένων στοιχείων (π.χ. ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, παρατήρηση, πειράματα, τεστ αξιολόγησης ικανοτήτων κλπ.) Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 2
Στηρίζεται στην χωρίς προκατάληψη ανάλυση. Τον ερευνητή πρέπει να τον απασχολεί κατά πόσο η υπόθεσή του είναι σωστή, και όχι να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα Επιθυμεί στις περισσότερες περιπτώσεις την ανακάλυψη γενικών αρχών και τη διατύπωση θεωριών. (γενίκευση). Τα ευρήματα δεν είναι τελεσίδικη γνώση. Κάθε εύρημα ισχύει μέχρι αποδείξεως του εναντίον. Η σύνταξη της γραπτής μελέτης (ερευνητικής αναφοράς) και η διάδοση των αποτελεσμάτων της έρευνας μέσα από δημοσιεύσεις και επιστημονικές ανακοινώσεις είναι δεδομένη. Έρευνα που δεν δημοσιοποιείται στην επιστημονική κοινότητα είναι σαν να μην έγινε. Η σωστή εκπόνηση και ολοκλήρωση μίας έρευνας χρειάζεται μεθοδικότητα, υπομονή και επένδυση σημαντικού χρόνου και ενέργειας.. Πώς αποφασίζεις το πρόβλημα πάνω στο οποίο θέλεις να κάνεις έρευνα; Πρέπει να ξεκινά από το προσωπικό σου ενδιαφέρον Πρέπει να μπορείς να δώσεις απάντηση στο ερώτημα «Ε, και τι έγινε, αν βρω απάντηση σε αυτό το ερώτημα;» Μίλησε για το θέμα σου, για τις ιδέες σου σε έμπειρους ερευνητές, σε μουσικούς ή εκπαιδευτικούς που δεν είναι ερευνητές, και σε ερευνητές που δεν είναι μουσικοί ή εκπαιδευτικοί. Ο καθένας έχει πολύτιμες συμβουλές. Διάβασε σχετικά με το θέμα, για να έχεις μία γενική ιδέα της βιβλιογραφίας πάνω σε αυτό. Διατύπωσε τους στόχους και τα συγκεκριμένα ερωτήματα της έρευνας. «Ξεκαθάρισε» και συγκεκριμενοποίησέ τα μέχρι το σημείο που να είναι ξεκάθαρα και εστιασμένα ώστε να μπορούν πρακτικά να ερευνηθούν. Σκέψου το πώς θα διερευνήσεις αυτό που θέλεις να ερευνήσεις (τη μεθοδολογία σου). Σκέψου και γράψε ποια θα είναι η σημασία των απαντήσεων που μπορεί να προκύψουν, ποια η πρακτική ή άμεση χρησιμότητά τους. 2. ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Η επιστημονική έρευνα έχει 5 στάδια 1. Επιλογή και διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος - Τι θα ερευνήσω, γενικά (θέμα) και συγκεκριμένα (ερευνητικά ερωτήματα/ υποθέσεις) 2. Σχεδιασμός της ερευνητικής διαδικασίας για τη συλλογή του ερευνητικού υλικού (των εμπειρικών δεδομένων) Πώς θα διερευνήσω τα ερωτήματα/υποθέσεις μου (εδώ συχνά συμπεριλαμβάνεται και πιλοτική έρευνα) 3. Εκτέλεση του προγραμματικού σχεδίου για τη συλλογή του ερευνητικού υλικού Ερευνώ (υλοποίηση του σταδίου 1) 4. Ανάλυση και ερμηνεία των εμπειρικών δεδομένων Τι βρήκα ως αποτέλεσμα του σταδίου 3 και τι σημαίνει αυτό που βρήκα 5. Συγγραφή της ερευνητικής μελέτης Συγγράφω και κοινοποιώ την έρευνα και τα αποτελέσματά της Προπαρασκευαστική φάση της έρευνας: Στάδια 1 και 2 Εκτελεστική φάση της έρευνας: Στάδια 3 και 4 Έκθεση: Στάδιο 5 Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 3
1. Επιλογή και διατύπωση του ερευνητικού προβλήματος Ο ερευνητής πρέπει να γνωρίζει τι έρευνες έχουν γίνει και τι έχει γραφτεί ως εκείνη τη στιγμή σχετικά με το θέμα του. Με αυτόν τον τρόπο, ενημερώνεται για το υπόβαθρο του θέματός του και είναι σε θέση να εντοπίσει αναπάντητα ερωτήματα, κενά στην υπάρχουσα γνώση ή την αναγκαιότητα επανεξέτασης κάποιων πτυχών του θέματος σε διαφορετικό τόπο, κοινωνικό πλαίσιο κλπ. Μετά από την εξαντλητική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, μπορεί να καθορίσει τη σπουδαιότητα της έρευνας. Το θέμα πρέπει να διατυπωθεί με τρόπο που να εξετάζεται επιστημονικά (αποκλείονται διατυπώσεις που απαιτούν αξιολογικές κρίσεις ή που φανερώνουν θέματα πολύ σύνθετα ή γενικευμένα). Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Η σωστή επιλογή και διατύπωση του θέματος θα καθορίσει και τη μεθοδολογία της έρευνας. Πρέπει να γίνει με πολύ προσοχή και χωρίς βιασύνη. 2. Σχεδιασμός της ερευνητικής διαδικασίας για την εξασφάλιση του εμπειρικού υλικού Βασικό χαρακτηριστικό του σχεδιασμού: Η λύση-απάντηση βασίζεται αποκλειστικά στα εμπειρικά δεδομένα. Ο ερευνητής πρέπει να καθορίσει το είδος των εμπειρικών δεδομένων που πρέπει να συλλεχθούν, το πώς και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για τη συλλογή, το δείγμα της έρευνας και πώς θα επιλεγεί, το προσωπικό που θα απαιτηθεί, τον τόπο και τον χρόνο της συλλογής του εμπειρικού υλικού, κλπ. Το στάδιο αυτό είναι το πιο σημαντικό για την έκβαση της έρευνας. Αν αρχίσει η συλλογή του υλικού, είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αλλαγές. Γι αυτό, τυχόν λάθη πρέπει να εντοπιστούν στο στάδιο αυτό, μέσα από προσεχτικό σχεδιασμό και ίσως κάποιες προκαταρκτικές (πιλοτικές) έρευνες. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο στάδιο του σχεδιασμού. Η τελική διαδικασία πρέπει να εφαρμοστεί ομοιόμορφα σε όλες τις περιπτώσεις ώστε τα δεδομένα να είναι ομοειδή και συγκρίσιμα. Στο στάδιο αυτό, ο ερευνητής καλείται να λύσει θέματα που θα καθορίσουν κατά πόσο είναι εφικτή η εκτέλεση της έρευνάς του. Πρέπει να σχεδιάσει: o Την ερευνητική στρατηγική (ποσοτική ή ποιοτική επιστημολογική προσέγγιση ή συνδυασμό αυτών) o Την επιλογή του δείγματος o Την επιλογή (ή δημιουργία) των μέσων συλλογής του εμπειρικού υλικού (ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, ημερολόγια, βιντεοσκόπηση, τεστ αξιολόγησης, κλπ.) o Επιλογή και εκπαίδευση των βοηθών έρευνας που θα συλλέξουν τα δεδομένα o Ορισμός του τόπου και χρόνου συλλογής o Επιλογή μεθόδων και τεχνικών (στατιστικών ή όχι) για την ανάλυση και παρουσίαση των δεδομένων o Συνειδητοποίηση του κατά πόσον η εκτέλεση της έρευνας είναι πρακτικά εφικτή. 3. Εκτέλεση του προγραμματικού σχεδίου Συλλογή των εμπειρικών δεδομένων Εδώ εκτελείται το σενάριο που αποφασίσθηκε κατά τη φάση του σχεδιασμού για τη συγκομιδή των δεδομένων, δηλαδή o Συγκροτούνται οι ομάδες των συμμετεχόντων υποκειμένων (εντοπίζεται το δείγμα) o Εφαρμόζονται οι πειραματικές παρεμβάσεις, παρατήρηση ή εξέταση του δείγματος Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 4
Εδώ δεν επιτρέπεται καμία «καθ οδόν» αλλαγή, γιατί πρέπει με όλα τα υποκείμενα της έρευνας να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, αλλιώς τα δεδομένα θα έχουν ληφθεί υπό διαφορετικές συνθήκες και δεν θα είναι συγκρίσιμα. 4. Ανάλυση και ερμηνεία των εμπειρικών δεδομένων Στο στάδιο αυτό, το εμπειρικό υλικό που συλλέχθηκε ταξινομείται, αναλύεται και ερμηνεύεται. Εδώ γίνεται η κωδικοποίηση, κατηγοριοποίηση και καταχώρηση των δεδομένων. Σημαντική θέση εδώ έχουν οι στατιστικές μέθοδοι ανάλυσης (για την ποσοτική έρευνα) αλλά και οι περιγραφικές μέθοδοι (για την ποιοτική έρευνα). Εδώ, γίνεται επίσης σχολιασμός και αξιολόγηση των ερευνητικών ευρημάτων, συνδυασμός των ευρημάτων αυτών με αυτά άλλων ερευνών, με υπάρχουσες θεωρίες και πρότυπα. Εδώ, γίνονται επίσης υποδείξεις για την αξιοποίηση των ευρημάτων της έρευνας. 5. Συγγραφή της ερευνητικής μελέτης Γίνεται προκειμένου να κοινοποιηθεί η έρευνα στο κοινό, μέσα από ανακοινώσεις σε συνέδρια και δημοσιεύσεις. Στη γραπτή αναφορά, γίνεται περιγραφή όλων των σταδίων της έρευνας, ώστε κάποιος να μπορεί να την αξιολογήσει στο σύνολό της και να μπορεί να την επαναλάβει ακριβώς (replication) προκειμένου να ελέγξει τα ευρήματα και την ισχύ τους σε ανάλογα περιβάλλοντα. Εδώ, γίνονται επίσης προτάσεις για περαιτέρω ερευνητική διερεύνηση. Η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων είναι σημαντικότατο μέρος της έρευνας. Τα στάδιο της ερευνητικής διαδικασίας είναι αλληλοεπηρεαζόμενα Τα στάδια αν και φαίνονται διακεκριμένα το ένα από το άλλο, είναι αλληλένδετα. Αν π.χ. αλλάξει κάτι στο σχεδιασμό, είναι πιθανό να πρέπει να επιστρέψουμε στο στάδιο 1 και να επαναδιατυπώσουμε το θέμα. Η αλληλεξάρτηση υπάρχει ανάμεσα σε όλα τα στάδια ανεξαρτήτως σειράς, π.χ. αν κατά την ανάλυση διαπιστώσουμε ότι η διατύπωση του θέματος ή μιας υπόθεσης δεν είναι σαφής, πρέπει να επανέλθουμε στο στάδιο 1 για να την αλλάξουμε. Η κάθε απόφαση του ερευνητή επηρεάζει όλα τα στάδια. Π.χ. η αλλαγή του μέσου συλλογής των δεδομένων ενώ έχει ήδη πραγματοποιηθεί μέρος της συλλογής του υλικού, μπορεί να ακυρώσει μέρος της έρευνας ή και ολόκληρη την έρευνα. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 5
3. ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ Θεωρία Μεταβλητή Υπόθεση -Η ερμηνεία φαινομένων που έχουν παρατηρηθεί και μελετηθεί (π.χ. θεωρία του Πιαζέ, η Θεωρία Μουσικής Μάθησης του Γκόρντον, Θεωρία Μουσικών Προτιμήσεων του ΛεΜπλάνκ). Η διαμόρφωση μίας θεωρίας είναι, τις περισσότερες φορές αποτέλεσμα σειράς ερευνών αλλά συχνά και αιτία για περαιτέρω διερεύνηση και επιβεβαίωση των στοιχείων της θεωρίας μέσω εμπειρικών μελετών. Είναι ένας ποσοτικός τρόπος για να χαρακτηρίσει κάποιος μία έννοια. Υπάρχουν ανεξάρτητες και εξαρτημένες μεταβλητές. Οι ανεξάρτητες αναφέρονται συχνά ως το αίτιο μίας συγκεκριμένης δράσης, ενώ οι εξαρτημένες αναφέρονται στα αποτελέσματα, επιδράσεις αυτής της δράσης. Π.χ. στο ερώτημα αν το φθόριο μειώνει την τερηδόνα, η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι το φθόριο, η εξαρτημένη η τερηδόνα. Στο ερώτημα αν η ηλικία είναι παράγοντας που επηρεάζει τις μουσικές προτιμήσεις, η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι η ηλικία και η εξαρτημένη μεταβλητή είναι οι μουσικές προτιμήσεις. Είναι απλά ένα «τεκμηριωμένο μάντεμα ή πρόβλεψη», ή πιο επιστημονικά «η πρόβλεψη για την ύπαρξη σχέσης ή για την κατεύθυνση της σχέσης μεταξύ δύο μεταβλητών». Υπάρχει η μηδενική υπόθεση ( δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των μεταβλητών ) και η μη μηδενική υπόθεση (υπάρχει σχέση, θετική ή αρνητική). Χρησιμοποιούνται και οι δύο, αν και η μηδενική υπόθεση είναι πιο συχνή διότι τείνει να προλαμβάνει τον ερευνητή από το να αναπτύξει μία συγκεκριμένη προκατάληψη. Εννοιολογικός και Λειτουργικός Ορισμός Μεταβλητής Εννοιολογικός ορισμός της μεταβλητής είναι η σημασία του όρου, η έννοιά του. Ο εννοιολογικός ορισμός μιας μεταβλητής μπορεί να κυμαίνεται από τον ορισμό που δίνει ο απλός, μέσος άνθρωπος ως τον ορισμό που βρίσκει κανείς μέσα σε ένα εξειδικευμένο σχετικό λεξικό. Μπορεί επίσης, ο εννοιολογικός ορισμός να διαφοροποιείται με βάση συγκεκριμένες θεωρίες (π.χ. αλλιώς ορίζεται η νοημοσύνη σύμφωνα με τον Piaget και αλλιώς σύμφωνα με τον Guilford. Επίσης, αλλιώς ορίζεται το «μουσικό ταλέντο» σύμφωνα με τον Gordon και αλλιώς σύμφωνα με ερευνητές που προηγήθηκαν). Λειτουργικός ορισμός της μεταβλητής προσδιορίζει τις ενέργειες ή και τις μετρήσεις, οι οποίες θα αντιπροσωπεύουν τη μεταβλητή αυτή στη συγκεκριμένη έρευνα. Ο λειτουργικός ορισμός μίας μεταβλητής προσφέρει έναν ορισμό στον οποίο οι παρατηρήσεις μπορούν να ποσοτικοποιηθούν. επιτρέπει την επανάληψη της έρευνας και την άμεση σύγκριση αποτελεσμάτων μεταξύ ερευνών.. Π.χ. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 6
Ο εννοιολογικός ορισμός της σχολικής επίδοσης μπορεί να είναι «πόσο καλά τα πάει το παιδί στο σχολείο». Ο λειτουργικός ορισμός της σχολικής επίδοσης θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους ορισμούς: ο γενικός βαθμός του παιδιού σε όλα τα μαθήματα την προηγούμενη σχολική περίοδο Ο μέσος όρος βαθμολογίας του παιδιού στα «πρωτεύοντα» μαθήματα Ο βαθμός του παιδιού σε ένα αυτοσχέδιο ή άλλο τεστ σχολικών επιδόσεων Η γενική εκτίμηση για την επίδοση του μαθητή που εκφράζει ο δάσκαλος με βάση μία 5βάθμια κλίμακα (άριστη, πολύ ικανοποιητική, ικανοποιητική, μέτρια, χαμηλή). Η επιλογή του λειτουργικού ορισμού εξαρτάται από α) το είδος του ερευνητικού προβλήματος και β) τα μέσα/εργαλεία μέτρησης που μπορεί να έχει στη διάθεσή του ο ερευνητής. 4. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ (επισήμανση θέματος, στόχων, ερευνητικών ερωτημάτων, μεθοδολογίας, αποτελεσμάτων, ερμηνείας αποτελεσμάτων και συζήτησης) Stamou, L. (1998). The Effect of Suzuki Instruction and Early Childhood Music Experiences on Developmental Music Aptitude and Performance Achievement of Beginning Suzuki String Students. Ph.D. Thesis, Michigan State University, East Lansing, MI, U.S.A. (Η επίδραση της διδασκαλίας με τη μέθοδο Suzuki και των προσχολικών μουσικών εμπειριών στη μεταβαλλόμενη μουσική δεκτικότητα και στα εκτελεστικά επιτεύγματα αρχάριων μαθητών εγχόρδων της μεθόδου Suzuki.) Περίληψη Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει την επίδραση της διδασκαλίας με τη μέθοδο Suzuki και των προσχολικών μουσικών εμπειριών στη μεταβαλλόμενη μουσική δεκτικότητα και στα εκτελεστικά επιτεύγματα αρχάριων μαθητών που διδάσκονταν έγχορδα όργανα (βιολί ή βιολοντσέλο) με τη μέθοδο Suzuki. Πιο συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν τα ακόλουθα: α) η επίδραση της διδασκαλίας εγχόρδων με τη μέθοδο Suzuki στη μεταβαλλόμενη μουσική δεκτικότητα αρχάριων μαθητών β) ο βαθμός στον οποίο οι δείκτες (σκορ) της μεταβαλλόμενης μουσικής δεκτικότητας των μαθητών κατά το ξεκίνημα της διδασκαλίας μπορούν να προβλέψουν τα εκτελεστικά τους επιτεύγματα στο όργανό τους ύστερα από 22 εβδομάδες διδασκαλίας με τη μέθοδο Suzuki, και γ) η επίδραση των οργανωμένων προσχολικών μουσικών εμπειριών των μαθητών στα εκτελεστικά επιτεύγματα που είχαν μετέπειτα ως μαθητές εγχόρδων με τη μέθοδο Suzuki. Το δείγμα αποτελούνταν από 116 μαθητές ηλικίας 5 έως 8 χρόνων. Από αυτούς 43 ήταν αρχάριοι μαθητές εγχόρδων (βιολιού ή βιολοντσέλου) που θα λάμβαναν διδασκαλία με τη μέθοδο Suzuki, και αποτελούσαν την πειραματική ομάδα. Η ομάδα ελέγχου αποτελούνταν από 73 μαθητές της δημόσιας εκπαίδευσης οι οποίοι διδάσκονταν γενική μουσική ως μέρος του αναλυτικού σχολικού προγράμματος. Το Ερωτηματολόγιο Μουσικών Εμπειριών (Stamou, 1998) χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να συγκεντρωθούν πληροφορίες σχετικά με τις οργανωμένες μουσικές εμπειρίες που είχαν κατά την προσχολική τους ηλικία οι αρχάριοι Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 7
μαθητές εγχόρδων Suzuki. Οι μαθητές τόσο της πειραματικής ομάδας όσο και της ομάδας ελέγχου υποβλήθηκαν σε «προ-έλεγχο» και «έλεγχο εκ των υστέρων» (ύστερα από 22 εβδομάδες), με το έγκυρο και αξιόπιστο δημοσιευμένο τεστ Στοιχειώδεις Μετρήσεις Μουσικής Ακουστικότητας (Primary Measures of Music Audiation, Gordon 1986), προκειμένου να ελεγχθεί η μεταβολή των δεικτών (τονικός, ρυθμικός και συνολικός δείκτης) της μουσικής δεκτικότητας των μαθητών κάτω από την επίδραση της διδασκαλίας. Η διδασκαλία διήρκεσε 22 εβδομάδες και συνίστατο σε ένα ατομικό μάθημα οργάνου διάρκειας 20 έως 30 πρώτων λεπτών και σε ένα ομαδικό μάθημα διάρκειας 45 έως 60 πρώτων λεπτών της ώρας κάθε εβδομάδα για τους μαθητές της μεθόδου Suzuki (πειραματική ομάδα). Για τους μαθητές μουσικής του δημόσιου σχολικού προγράμματος (ομάδα ελέγχου), η διδασκαλία συνίστατο σε δύο 30λεπτα ομαδικά μαθήματα γενικής μουσικής σε εβδομαδιαία βάση για 22 εβδομάδες. Στο τέλος της διδακτικής περιόδου των 22 εβδομάδων, 26 μαθητές της πειραματικής ομάδας που διδάσκονταν βιολί ή βιολοντσέλο με τη μέθοδο Suzuki, εκτέλεσαν το τραγούδι «Twinkle Theme» («Φεγγαράκι») στο όργανό τους και ηχογραφήθηκαν ατομικά. Η εκτέλεση κάθε μαθητή αξιολογήθηκε με βάση συγκεκριμένη κλίμακα από τρεις ανεξάρτητους κριτές ως προς την Τονική Καθαρότητα, το Ρυθμό και την Έκφραση. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν τα εξής: 1. Αν και οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές, οι μαθητές που διδάσκονταν με τη μέθοδο Suzuki έτειναν να έχουν υψηλότερο μέσο όρο τονικού και συνολικού δείκτη και χαμηλότερο μέσο όρο ρυθμικού δείκτη στις Στοιχειώδεις Μετρήσεις Μουσικής Ακουστικότητας. 2. Οι δείκτες της μεταβαλλόμενης μουσικής δεκτικότητας που προέκυψαν κατά τον προ-έλεγχο των μαθητών της πειραματικής ομάδας (μαθητές εγχόρδων Suzuki), προέβλεψαν τα εκτελεστικά επιτεύγματα που είχαν οι μαθητές αυτοί στο όργανό τους ύστερα από 22 εβδομάδες διδασκαλίας με τη μέθοδο Suzuki. 3. Αν και οι διαφορές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές, τα εκτελεστικά επιτεύγματα (στο βιολί ή βιολοντσέλο) των μαθητών Suzuki που συμμετείχαν σε προγράμματα μουσικής αγωγής κατά την προσχολική τους ηλικία, έτειναν αξιολογούνται υψηλότερα σε σχέση με τα εκτελεστικά επιτεύγματα των μαθητών Suzuki που δεν είχαν συμμετάσχει σε τέτοια προγράμματα κατά την προσχολική τους ηλικία. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν την προβλεπτική ικανότητα των Στοιχειωδών Μετρήσεων Μουσικής Ακουστικότητας. Οι δείκτες (σκορ) των μαθητών στο συγκεκριμένο τεστ μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς της μουσικής προκειμένου να διαπιστώσουν τα δυνατά και αδύνατα σημεία των μαθητών και να εξατομικεύσουν τη διδασκαλία τους σύμφωνα με τις ιδιαίτερες μουσικές ανάγκες του κάθε μαθητή. Ως προς την επίδραση της διδασκαλίας με τη μέθοδο Suzuki στη μεταβαλλόμενη μουσική δεκτικότητα των μαθητών, τα αποτελέσματα αποκάλυψαν μόνο κάποιες τάσεις σχετικά με τον τρόπο που η διδασκαλία Suzuki επηρεάζει τη μουσική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η διδασκαλία με τη μέθοδο αυτή τείνει να συμβάλλει στην ανάπτυξη της τονικής και συνολικής μουσικής δεκτικότητας περισσότερο από ότι η γενική μουσική διδασκαλία η οποία λαμβάνει χώρα μέσα σε μία σχολική τάξη. Ωστόσο, η ρυθμική δεκτικότητα των μαθητών που λαμβάνουν μουσική διδασκαλία ως μέρος του σχολικού προγράμματος φαίνεται να αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με αυτή των μαθητών της μεθόδου Suzuki. Τέλος, ως προς την επίδραση της προσχολικής μουσικής αγωγής στα μετέπειτα εκτελεστικά επιτεύγματα, φαίνεται ότι οι μαθητές που είχαν οργανωμένες μουσικές εμπειρίες κατά την προσχολική τους ηλικία τείνουν να παίζουν καλύτερα από άλλους μαθητές που δεν είχαν τέτοιες εμπειρίες. Οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους τα ευρήματα της έρευνας στο 1 ο και 3 ο ερώτημα είναι στατιστικά μη σημαντικά είναι πολλαπλοί. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της έρευνας δημιουργούν περισσότερα ερευνητικά ερωτήματα και προσφέρουν έναυσμα για περαιτέρω Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 8
διερεύνηση του θέματος ώστε να προσδιορισθούν οι επιδράσεις της διδασκαλίας με τη μέθοδο Suzuki όπως και άλλων μεθόδων στη μουσική ανάπτυξη. Επίσης, τα αποτελέσματα δημιουργούν την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της σημασίας της προσχολικής μουσικής αγωγής για την ανάπτυξη της μουσικής ικανότητας του ατόμου και τη μελλοντική μουσική επιτυχία. Ορισμοί Μουσική Δεκτικότητα: Το δυναμικό ενός ατόμου για μουσική μάθηση και μουσικά επιτεύγματα. Μεταβαλλόμενη μουσική δεκτικότητα: Η μουσική δεκτικότητα ως την ηλικία των 9 περίπου χρόνων, περίοδο κατά την οποία το επίπεδο της μουσικής δεκτικότητας μεταβάλλεται κάτω από την επίδραση του περιβάλλοντος. Μουσικά επιτεύγματα: Το επίπεδο των μουσικών δεξιοτήτων που έχει αναπτύξει το άτομο ως αποτέλεσμα της μουσικής του δεκτικότητας και των μουσικών του εμπειριών. Εκτελεστικά επιτεύγματα: Το επίπεδο των δεξιοτήτων εκτέλεσης που έχει αναπτύξει το άτομο στη φωνή ή σε κάποιο όργανο (στην παρούσα μελέτη το όργανο είναι βιολί ή βιολοντσέλο). Προσχολικές μουσικές εμπειρίες: Οργανωμένες μουσικές εμπειρίες με τη μορφή διδασκαλίας ως την ηλικία των 5 χρόνων. «Στοιχειώδεις Μετρήσεις Μουσικής Ακουστικότητας» (Primary Measures of Music Audiation, Edwin Gordon, 1979, 1986): Έγκυρο και αξιόπιστο δημοσιευμένο τεστ μέτρησης της μεταβαλλόμενης μουσικής δεκτικότητας, σχεδιασμένο για παιδιά νηπιαγωγείου, α, β, γ, και δ τάξης δημοτικού. Αποτελείται από το Μελωδικό και Ρυθμικό Μέρος και παράγει τρεις δείκτες (σκορ) για κάθε συμμετέχοντα, το Μελωδικό δείκτη, το Ρυθμικό δείκτη και το Συνολικό δείκτη (που προκύπτει από το άθροισμα των δύο προηγούμενων). Ακουστικότητα: Η ικανότητα του ατόμου να ακούει και να αισθάνεται μέσα του μουσική της οποίας ο ήχος δεν είναι φυσικά παρών. Η ικανότητα αυτή θεωρείται ενδεικτική του επιπέδου μουσικής δεκτικότητας ενός ατόμου. 5. ΜΟΡΦΕΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Η διατύπωση των στόχων της έρευνας μπορεί να πάρει δύο μορφές: α) των ερευνητικών υποθέσεων, και β) των διερευνητικών ερωτημάτων. o Στην περίπτωση που ο ερευνητής μπορεί, για συγκεκριμένους στόχους της έρευνας, να κάνει εύλογες προβλέψεις για τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οι συγκεκριμένοι στόχοι διατυπώνονται υπό τη μορφή ερευνητικών υποθέσεων. Η ερευνητική υπόθεση είναι μία καταφατική πρόταση όπου ένας συγκεκριμένος στόχος της έρευνας αποτυπώνεται ως πρόβλεψη. Βάση για τέτοιες προβλέψεις, είναι α) τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών, β) οι παραδοχές των διαφόρων θεωριών, και γ) η εμπειρία του ερευνητή. o Στην περίπτωση που ο ερευνητής δεν μπορεί να κάνει εύλογες προβλέψεις για τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οι συγκεκριμένοι στόχοι της έρευνας διατυπώνονται υπό τη μορφή διερευνητικών ερωτημάτων. Το διερευνητικό ερώτημα είναι μία ερωτηματική πρόταση, σε πλάγιο λόγο, όπου ένας συγκεκριμένος στόχος της έρευνας διατυπώνεται ως ζητούμενο να ερευνηθεί- απαντηθεί. Οι στόχοι της έρευνας διατυπώνονται με τη μορφή διερευνητικών ερωτημάτων όταν α) δεν υπάρχει ερευνητική βιβλιογραφία, β) δεν βασιζόμαστε σε υπάρχουσα θεωρία, γ) ο ερευνητής επιθυμεί να μην κάνει καμία πρόβλεψη για αναμενόμενα αποτελέσματα.. Η αξία της έρευνας δεν κρίνεται από την επαλήθευση ή απόρριψη των ερευνητικών υποθέσεων. Προσοχή στη μεροληπτική τάση του ερευνητή στην περίπτωση διατύπωσης ερευνητικών υποθέσεων. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 9
6. ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Επιστημολογία Με δεδομένο ότι η έρευνα είναι ο επιστημονικός τρόπος διερεύνησης/ αναζήτησης λύσεων ή απαντήσεων, ο ερευνητής μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικές προσεγγίσεις σε αυτό του το εγχείρημα. Η διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας ονομάζεται «επιστημολογία». Οι δύο βασικές επιστημολογικές μέθοδοι είναι α) η ποσοτική, β) η ποιοτική. Ποσοτική επιστημολογική προσέγγιση Ο τύπος επιστημονικής διερεύνησης που στηρίζεται στην αντικειμενικότητα, όπου ο ερευνητής προσπαθεί να μείνει αποκομμένος από το αντικείμενο της μελέτης του. Είναι χαρακτηριστική της κλασικής έρευνας στην ιατρική και στις φυσικές επιστήμες που μελετά και κάνει ανεξάρτητες παρατηρήσεις σχετικά με τις επιδράσεις, τους συσχετισμούς ή τις αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ μεταβλητών Χαρακτηριστικά της Ποσοτικής Έρευνας Η ποσοτική έρευνα αποτελεί ένα ευρύ πεδίο που έχει εφαρμογές σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους συμπεριλαμβανομένων της μουσικής και της μουσικής εκπαίδευσης. Η ποσοτική έρευνα είναι εμπειρική, δηλαδή στηρίζεται σε δεδομένα που βασίζονται στην παρατήρηση. δίνει έμφαση στην συστηματική παρατήρηση κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, έχει ενσωματωμένες προφυλάξεις για προστασία από χαρακτηριστικά λάθη στην ανθρώπινη έρευνα διατυπώνει υποθέσεις (χαρακτηριστικά συνδεδεμένες με ερωτήματα συσχετισμού ή ερωτήσεις διαφορών) εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα μπορούν να είναι επαναλήψιμα/επαληθεύσιμα (σε ποιο βαθμό τα αποτελέσματα αντέχουν στη διαδικασία της επανεξέτασης) εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα αποτελέσματα μπορούν να είναι γενικεύσιμα (σε ποιο βαθμό τα αποτελέσματα που λήφθηκαν μέσα σε ένα δείγμα παρατηρήσεων αναμένεται να εμφανιστούν μέσα σε έναν μεγαλύτερο πληθυσμό από τον οποίο πάρθηκε το δείγμα.) δεν εξετάζει θρησκευτικά και ηθικά ερωτήματα, ή ερωτήματα αισθητικών αξιών δίνει έμφαση στη συστηματική μέτρηση αντικειμένων ή ανθρώπων επικεντρώνει την προσοχή της στη μελέτη των μεταβλητών Ποιοτική επιστημολογική προσέγγιση Ο τύπος επιστημονικής διερεύνησης που στηρίζεται στη συμμετοχή του ερευνητή μέσα στη μελέτη και στο περιβάλλον μελέτης. Είναι πιο νατουραλιστική, πολλές φορές αναπτύσσεται ή μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και συχνά επικεντρώνεται περισσότερο στη μελέτη των περιπτώσεων (case study). Διαφορετικές ερευνητικές μεθοδολογίες μπορούν να χαρακτηριστούν ότι ακολουθούν περισσότερο ή λιγότερο την ποσοτική ή την ποιοτική επιστημολογική προσέγγιση. ΤΥΠΟΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Α) πειραματική (experimental) ασχολείται με σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος. Ο ερευνητής σχεδιάζει παρέμβαση. Β) ημι-πειραματική ή αιτιώδης συγκριτική (causal comparative) ασχολείται με σχέση αιτίας-αποτελέσματος αλλά αφού έχουν συλλεγεί τα στοιχεία ο ερευνητής δεν δημιουργεί παρέμβαση Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 10
Γ) έρευνα συσχετισμών (correlational) διερευνά τις σχέσεις μεταξύ μεταβλητών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για πρόβλεψη Δ) περιγραφική έρευνα (descriptive) έρευνα που επιθυμεί να περιγράψει την κατάσταση ενός φαινομένου (π.χ. «απόψεις των σημερινών εκπαιδευτικών της μουσικής για το διαθεματικό αναλυτικό πρόγραμμα»). Συνήθως διενεργείται με ερωτηματολόγια. ΤΥΠΟΙ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Α) Ιστορική - διερευνά το παρελθόν (π.χ. βιογραφία, ιστορία ενός ιδρύματος, κλπ.) Β) Εθνογραφική - περιγράφει κουλτούρες ή τους ανθρώπους μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον όταν αυτοί κινούνται ελεύθερα.) Ο ερευνητής παρατηρεί κυρίως. Γ) Φαινομενολογική - προσπαθεί να χαρτογραφήσει τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί συχνά συνεντεύξεις και ημερολόγια, δηλ. στρατηγικές που έχουν στόχο να διευκολύνουν τον στοχασμό των ερωτηθέντων (σε αντίθεση με την εθνογραφική, που είναι περισσότερο φυσική ) Δ) Μελέτη περίπτωσης - Επικεντρώνονται σε μία μονάδα (άτομο, φορέα, σχολείο κλπ.) 7. «ΕΙΔΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ» (σύμφωνα με τον Ι. Παρασκευόπουλο, Μεθοδολογία Επιστημονικής Έρευνας, Τόμος 1, σελ. 21, 22, 28, 29, 33-39). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Ονομάζεται επίσης και «συνθετική μελέτη». Βασικό χαρακτηριστικό της βιβλιογραφικής έρευνας είναι ότι, προκειμένου ο ερευνητής να δώσει απάντηση στα ερευνητικά του ερωτήματα, αντλεί στοιχεία από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, από γραπτές πηγές. Η συνεισφορά της βιβλιογραφικής έρευνας στην γνώση έγκειται στη συστηματοποίηση και ερμηνευτική αξιοποίηση των στοιχείων. Η επιτυχία μίας βιβλιογραφικής έρευνας εξαρτάται από τα παρακάτω α) πόσο εξαντλητική είναι η αναζήτηση και εντοπισμός των στοιχείων στη βιβλιογραφία, β) πόσο αυθεντική και χωρίς αλλοιώσεις είναι η παρουσίαση των στοιχείων, γ) πόσο υψηλή είναι η συνθετική και εκθετική ικανότητα του ερευνητή, δ) πόσο σωστή και πλήρης είναι η βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Η συγγραφή μίας βιβλιογραφικής μελέτης αποτελείται από τα παρακάτω κεφάλαια Α) Εισαγωγή, όπου ορίζεται το ερευνητικό πρόβλημα και ο σκοπός της έρευνας Β) Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, όπου εκτίθενται τα σχετικά με το θέμα στοιχεία Γ) Αξιολογικός Σχολιασμός των απόψεων και των ευρημάτων που αναφέρονται στη βιβλιογραφία Δ) Προτάσεις, για περαιτέρω δράση για κάλυψη των κενών και πληρέστερη κάλυψη του ερευνητικού προβλήματος. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που κάνει κάθε ερευνητής είναι ένα είδος βιβλιογραφικής έρευνας, μόνο που στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο εξαντλητική, και μερικές φορές απλά εκθέτει τα υπάρχοντα από άλλες έρευνες στοιχεία χωρίς να τα συνθέτει ή να τα ερμηνεύει. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 11
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Η διαφοροποίηση της έρευνας σε νατουραλιστική και πειραματική γίνεται με βάση αυτό που στην επιστημονική έρευνα ονομάζουμε «έλεγχο παραγόντων». Τι είναι όμως ο «έλεγχος παραγόντων»; Η έρευνα συνήθως μελετά τις σχέσεις μεταξύ μεταβλητών. Επιχειρεί να διαπιστώσει α) αν υπάρχουν σημαντικές σχέσεις μεταξύ κάποιων μεταβλητών, και β) αν οι σχέσεις αυτές είναι αιτιώδεις. Με βάση τις αιτιώδεις σχέσεις προσπαθεί να διατυπώσει γενικές αρχές νόμους που ερμηνεύουν τα φαινόμενα. Όμως, σε φυσικές πραγματικές καταστάσεις, όταν μελετάμε τη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών, συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να επηρεάζουν τη μία ή/και την άλλη μεταβλητή, στον ίδιο ή διαφορετικό βαθμό, και προς την ίδια ή αντίθετη κατεύθυνση. Η παρεμβολή των «τρίτων» παραγόντων δημιουργεί ένα πολύπλοκο πεδίο αλληλεπιδράσεων με τις δύο υπό μελέτη μεταβλητές και μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να συγκαλυφθεί η αληθής σχέση μεταξύ των δύο υπό μελέτη μεταβλητών, α) ως προς το βαθμό αυτής της σχέσης, και β) ως προς τη φύση της. Προκειμένου να απαλείψουμε τις επιδράσεις αυτών των «τρίτων» παραγόντων, κάνουμε «έλεγχο παραγόντων». Ο έλεγχος παραγόντων στην ερευνητική μεθοδολογία γίνεται με δύο τρόπους α) με έλεγχο των «τρίτων παραγόντων» εκ των προτέρων (ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ), και β) με έλεγχο των τρίτων παραγόντων εκ των υστέρων (ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΤΙΚΉ ΕΡΕΥΝΑ). Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στην πειραματική και τη νατουραλιστική έρευνα. Στην πειραματική έρευνα μεριμνούμε ώστε οι τρίτοι παράγοντες να απαλειφθούν, να ελεγχθούν προτού επηρεάσουν τις δύο υπό μελέτη μεταβλητές («εκ των προτέρων»). Έτσι, όταν κάνουμε τις μετρήσεις, εφόσον έχουμε ελέγξει/απαλείψει την επίδραση των τρίτων παραγόντων, μπορούμε να συμπεράνουμε τη διαφοροποιητική δράση των δύο υπό μελέτη μεταβλητών, αυτής που θεωρείται το αίτιο (ανεξάρτητη μεταβλητή) και αυτής που θεωρείται το αποτέλεσμα (εξαρτημένη μεταβλητή). Η πειραματική έρευνα, λέγεται για τον λόγο αυτό, και «μέθοδος των δύο μεταβλητών». Στην πειραματική έρευνα έχουμε δύο (ή περισσότερες ομάδες), όλες εξισωμένες ισοδύναμες, και σε καθεμιά εφαρμόζουμε μία διαφορετική πειραματική μεταχείριση. Για να είναι εξισωμένες οι ομάδες, πρέπει από την αρχή, τα υποκείμενα της κάθε ομάδας να έχουν τοποθετηθεί σε αυτές με την διαδικασία της τυχαίας δειγματοληψίας. Η μεθοδολογία που ακολουθεί ο ερευνητής στη νατουραλιστική έρευνα είναι η παρακάτω. Λαμβάνει ένα δείγμα μαθητών και για κάθε μαθητή συγκεντρώνει στοιχεία για τις δύο υπό μελέτη μεταβλητές, καθώς και για όσο το δυνατό περισσότερους «τρίτους παράγοντες», τους πιο σημαντικούς. Υπολογίζει τις συνάφειες (σχέσεις) μεταξύ όλων των μεταβλητών (των δύο υπό μελέτη, και των άλλων) σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Προσπαθεί να ερμηνεύσει τη συνάφεια των δύο υπό μελέτη μεταβλητών, συνεξετάζοντας όλο το πλέγμα των συναφειών μεταξύ όλων αυτών των μεταβλητών. Η συνεξέταση αυτών των συναφειών, γίνεται α) με απλή επισκόπηση και λογική συνεκτίμηση των διαφόρων συναφειών, ή β) με εφαρμογή ειδικών στατιστικών αναλύσεων ώστε να απαλειφθούν εκ των υστέρων οι επιδράσεις τρίτων παραγόντων και να υπολογιστεί ο «καθαρός βαθμός» συνεξάρτησης των δύο μελετώμενων μεταβλητών. Η εφαρμογή στατιστικών μεθόδων για τον έλεγχο των τρίτων παραγόντων λέγεται «συναφειακός έλεγχος». Στη νατουραλιστική έρευνα, επειδή δεν γίνεται έλεγχος των τρίτων παραγόντων εκ των προτέρων, δεν μπορούμε να συνάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τη φύση της συνάφειας μεταξύ των δύο υπό μελέτη μεταβλητών, αν δηλαδή πρόκειται για μία αιτιώδη σχέση ή για απλή στατιστική συμμεταβολή.. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 12
ΔΗΜΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Είναι η συστηματική συλλογή εμπειρικών δεδομένων για μια υπάρχουσα κατάσταση, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε πληθυσμούς μεγάλου συνήθως μεγέθους. Αποσκοπεί να καθορίσει τις τυπικές μορφές συμπεριφοράς και τις επικρατούσες τάσεις σε μεγάλες μάζες πληθυσμού για διάφορα τρέχοντα θέματα Τα συνήθη μέσα συλλογής είναι α) το έντυπο ερωτηματολόγιο, β) η ατομική συνέντευξη, γ) οι διάφορες ψυχομετρικές κλίμακες. Κύριο μέλημα του ερευνητή είναι η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος. Η συνήθης μορφή δειγματοληψίας είναι η δειγματοληψία κατά στρώματα Ως ασφαλιστική δικλείδα χρησιμοποιείται η λήψη μεγάλων δειγμάτων. Τα ευρήματα συνήθως εκφράζονται σε κατανομές ποσοστιαίας συχνότητας (ποσοστά). Οι δημοσκοπήσεις διαφέρουν μεταξύ τους σε πολυπλοκότητα και εύρος ερωτημάτων. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι δημοσκοπικές έρευνες είναι νατουραλιστικές- περιγραφικές συναφειακές έρευνες, που δεν παρέχουν δυνατότητα για απόδοση αιτιωδών σχέσεων. ΕΡΕΥΝΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Είναι η διεξοδική, σε βάθος ανάλυση των χαρακτηριστικών και η συλλογή πληροφοριών για την παρούσα κατάσταση (ή για ολόκληρο τον κύκλο της ζωής) μίας μονάδας, μίας ατομικής περίπτωσης από τον γενικό πληθυσμό. Η ατομική περίπτωση μπορεί να είναι ένα άτομο ή μία ολόκληρη ομάδα. Η μελέτη της μονάδας γίνεται όχι γιατί ενδιαφερόμαστε για τη μονάδα καθεαυτή, αλλά για να εξάγουμε γενικά συμπεράσματα για τον ευρύτερο πληθυσμό στον οποίο ανήκει η μονάδα αυτή. Γι αυτό το λόγο, η μία μονάδα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο αντιπροσωπευτική. Η συλλογή του ερευνητικού υλικού γίνεται με α) φυσική παρατήρηση, β) ατομική συνέντευξη, γ) ψυχομετρικά τεστ ψυχοδυναμικής υφής. Η μέθοδος της ατομικής περίπτωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως είδος προκαταρκτικής μελέτης για να εξασφαλιστεί μία πρώτη διερευνητική προσέγγιση ενός άγνωστου θέματος. ΕΡΕΥΝΑ ΔΡΑΣΗΣ Η συστηματική διαδικασία επίλυσης εκπαιδευτικών προβλημάτων με στόχο τη διενέργεια βελτιώσεων Μπορεί να έχει στοιχεία και από τους δύο τύπους επιστημολογικής προσέγγισης (ποσοτική, ποιοτική), αν και τις περισσότερες φορές συγκαταλέγεται στη δεύτερη. Ο ερευνητής δράσης είναι συνήθως ο ίδιος ο διδάσκων/ εκπαιδευτικός, ο οποίος και επιλέγει τον κατάλληλο τρόπο συλλογής και ανάλυσης στοιχείων καθώς και δράσεις που αφορούν συγκεκριμένα εκπαιδευτικά θέματα. Είναι κατάλληλη για τον εκπαιδευτικό γιατί δεν απαιτεί απαραίτητα προχωρημένη στατιστική ανάλυση (ποσοτική έρευνα) ή μακροσκελείς αφηγηματικές επεξεγήσεις (ποιοτική έρευνα), αλλά ασχολείται περισσότερο με το να επιλύσει ένα πρόβλημα με έναν τρόπο εφικτό και επαρκή. Δεν την ενδιαφέρει η γενίκευση των αποτελεσμάτων αλλά η σημασία τους για το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό περιβάλλον και για τους πιθανούς τρόπους βελτίωσής του. Είναι πολύ πιο επικεντρωμένη στο πρακτικό μέρος (πώς να λύσω αυτό το πρόβλημα, πώς να βελτιώσω αυτό που κάνω) παρά στην επιθυμία για ανακάλυψη στοιχείων. Χρησιμοποιεί τρόπους παρέμβασης στο περιβάλλον, που είναι και ο μηχανισμός της έρευνας δράσης. Π.χ. ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων, δραστηριότητες ομαδικής εργασίας, διαπραγμάτευση ρόλων, δραστηριότητες για αύξηση του ομαδικού πνεύματος, κλπ. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 13
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΔΡΑΣΗΣ Γεννήθηκε στο πρώτο μισό του 20 ου αιώνα, αν και τα ίχνη της φτάνουν ως τις θεωρίες του Αριστοτέλη. Στον σύγχρονο εκπαιδευτικό κόσμο την αρχή της σηματοδότησε η φιλοσοφία για την σχολική τάξη του John Dewey, και κυρίως η ερευνητική εργασία του Kurt Lewin, που μελετούσε τη δυναμική των ομάδων στο ΜΙΤ (Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης). Πριν μπει στην εκπαίδευση, διενεργούνταν κυρίως από σύμβουλους επιχειρήσεων και οργανισμών με στόχο τη βελτίωση λειτουργίας και απόδοσης των οργανισμών (π.χ. βελτίωση του ήθους των εργαζομένων, του κέρδους, της συνεργατικής εργασίας, της επικοινωνίας, της αποδοτικότητας, της ποιότητας της εργασιακής ζωής, κλπ.) 9. Η ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Η μουσικολογία γεννιέται με τη συνειδητοποίηση της ιστορικότητας της μουσικής πρακτικής και θεωρίας. Είναι προϊόν του 19 ου αιώνα. H μουσικολογία βρέθηκε από την αρχή να συγγενεύει μεθοδολογικά τόσο με τις ιστορικές επιστήμες (γενική ιστορία, ιστορία τέχνης, φιλολογία) όσο και με τις συστηματικές επιστήμες (φυσικομαθηματικά, αισθητική της τέχνης κλπ.). Για πρώτη φορά η διάκριση μεταξύ ιστορικής και συστηματικής μουσικολογίας έγινε από τον Γκουίντο Άντλερ, ιστορικό της μουσικής. Παρά το διαχωρισμό, η σύνδεση της συστηματικής και ιστορικής σκέψης είναι δεδομένη (ένα μουσικό φαινόμενο είναι αντικείμενο τόσο ιστορικής όσο και συστηματικής μελέτης). Παρακάτω αναγράφονται οι κλάδοι της ιστορικής και συστηματικής μουσικολογίας με βάση την κατηγοριοποίηση της Ο. Ψυχοπαίδη (βλέπε συνημμένο άρθρο). Οι ειδικοί κλάδοι της Ιστορικής Μουσικολογίας, έχουν σχέση με τις επιστήμες που χρησιμοποιούν «ιστορικές μεθόδους». Οι κλάδοι αυτοί είναι: Μουσική σημειογραφία (έρευνα των τρόπων γραφής της μουσικής) - Παλαιογραφία Έρευνα πηγών (μουσικών κειμένων, έργων, εγγράφων, εικόνων, κ.α.) Μουσική φιλολογία (παρουσίαση και ερμηνεία κειμένων γραπτού λόγου περί μουσικής) Βιογραφία (ιστορία ζωής και δημιουργίας συνθετών και μουσικών) Θεωρία συνθετικών τρόπων (ανάλυση της δομής μουσικών έργων ως έρευνα των ιστορικών τρόπων τεχνικής της σύνθεσης) Ιστορία της θεωρίας της μουσικής (ιστορική εξέλιξη θεωρητικών συστημάτων) Ορολογία (ερμηνεία ιστορικών όρων τεχνικής, ύφους, ειδών κλπ.) Θεωρία ύφους (έρευνα και τυποποίηση των χαρακτηριστικών στοιχείων του μουσικού ύφους ενός είδους, εποχής, συνθέτη, κλπ.). Ιδρυτής της θεωρίας ύφους είναι ο Γκουίντο Άντλερ. Οργανολογία (ιστορική εξέλιξη οργάνων, τρόπου παιξίματος κλπ.) Εικονογραφία (ερμηνεία ζωγραφικών και πλαστικών παραστάσεων που έχουν σχέση με τη μουσική) Ιστορία της μουσικής πράξης (έρευνα του ηχητικού τρόπου παράστασης μιας ιστορικής παρτιτούρας) Οι ειδικοί κλάδοι της Συστηματικής Μουσικολογίας έχουν σχέση με Γλωσσολογία, Φυσική, Ψυχολογία, Θρησκειολογία, Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία, Εθνολογία. Οι κλάδοι αυτοί είναι: Μουσική ακουστική (φυσικομαθηματικές βάσεις των ήχων και τονικών συστημάτων, ακουστική χώρων, μέτρηση, εγγραφή και αναμετάδοση ήχου) Φυσιολογία της φωνής και ακοής (κατασκευή και λειτουργία φωνής και αυτιού) Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 14
Φυσιολογία της οργανικής εκτέλεσης (κίνηση σώματος σχετικά με την τεχνική εκτέλεσης) Ψυχολογία της ακοής (έρευνα ψυχολογικών διαδικασιών κατά το άκουσμα ήχων) Ψυχολογία της μουσικής (έρευνα της επίδρασης της μουσικής και του μουσικού έργου στον άνθρωπο και τη συνείδησή του) Κοινωνιολογία της μουσικής (έρευνα κοινωνικών παραγόντων που σχετίζονται με τη μουσική) Παιδαγωγική της μουσικής (προβλήματα, σκοποί, μέθοδοι μουσικής εκπαίδευσης) Αισθητική της μουσικής (ανεξάρτητος κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των αισθητικών προβλημάτων τόσο της ιστορικής όσο και της συστηματικής μουσικολογίας) Μουσική λαογραφία (Εθνομουσικολογία) (έρευνα της λαϊκής μουσικής πολιτισμένων και πρωτόγονων λαών). Πριν το 1940, επικρατούσε ο όρος «Συγκριτική Μουσικολογία» με μέτρο σύγκρισης των άλλων μουσικών πολιτισμών την ευρωπαϊκή μουσική. Κατασκευή οργάνων (εφαρμογή μουσικολογικών γνώσεων στην τεχνολογία των οργάνων) Μουσική Θεωρία (θεωρία των τεχνικών σύνθεσης) Μουσική κριτική (συγγραφή δοκιμίων για έκφραση αισθητικών κρίσεων σχετικά με την ερμηνεία παλιάς και νέας μουσικής) Οι τρεις τελευταίοι κλάδοι αποτελούν τους κλάδους της «Εφαρμοσμένης Μουσικολογίας» ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Βασικές παράμετροι (Στοιχεία βασισμένα στο βιβλίο «Μέθοδος Μουσικολογικής Έρευνας» του Α. Κώστιου) Α. ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Το χρονοδιάγραμμα είναι απαραίτητο προκειμένου να περατωθεί μία έρευνα. Συχνά είναι προϋπόθεση για την έγκριση μιας ερευνητικής πρότασης, ιδιαίτερα στα πλαίσια ευρύτερων ερευνητικών προγραμμάτων που η επιτυχία τους εξαρτάται από την επιτυχή έκβαση των μερών τους. Η μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε διακοπή της έρευνας. Οι δυσκολίες που μπορεί να εμφανιστούν στην προσπάθεια τήρησης του χρονοδιαγράμματος είναι πολλές. Γι αυτό πρέπει α) της ερευνητικής πρότασης να προηγείται η μελέτη του ερευνητικού πεδίου (κατά πόσο είναι εύκολη η πρόσβαση σε στοιχεία κλπ.) και β) να δίδεται κάποιο περιθώριο χρόνου πέρα από τον προβλεπόμενο. Ο χρόνος έχει «εθνικότητα» και «θρησκεία». Β. ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΟΥ Δυνητικά, πηγή είναι ο,τιδήποτε από το οποία μπορεί να απορρέουν ή είναι δυνατό να αντληθούν ιστορικά δεδομένα. Πηγές είναι α) ο προφορικός λόγος, β) ο γραπτός λόγος, γ) το μουσικό κείμενο, δ) οι παραστατικές μαρτυρίες, ε) τα οπτικο-ακουστικά μέσα, Ο Προφορικός Λόγος περιλαμβάνει α) μαρτυρίες ατόμων, β) τον καταγεγραμμένο προφορικό (εκφωνούμενο) λόγο, γ) την προφορική παράδοση (μύθοι, θρύλοι, παραμύθια, παροιμίες, κλπ.) Ο Γραπτός Λόγος περιλαμβάνει α) τα χειρόγραφα και β) τα έντυπα. Με άλλο κριτήριο κατηγοριοποίησης α) τις αρχειακές (επίσημα αρχεία δημοσίων, δημοτικών, και εκκλησιαστικών αρχών) και β) τις μη αρχειακές πηγές. Περιλαμβάνει τα Μ.Μ.Ε. και τα Ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 15
Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ Τα Μ.Μ.Ε. Τα πλεονεκτήματά τους ως πηγής για τον μουσικολόγο - ο άφθονος ημερήσιος τύπος επιτρέπει στον ερευνητή να συνδέει τα συμβαίνοντα και να συσχετίζει τις εξελίξεις με τη συντεταγμένη του χρόνου, αφού παρακολουθεί βήμα προς βήμα την καθημερινή ζωή. - Χάρη στις πολλαπλές αφηγήσεις του ίδιου συμβάντος επιτυγχάνεται μία «πολυφωνία» χάρη στην οποία αναδεικνύεται η αυθεντικότητα του γεγονότος. - Μέσα από τα Μ.Μ.Ε. μπορεί ο μουσικολόγος να συσχετίσει το ειδικό αντικείμενο της έρευνάς του με κάθε παράμετρο της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. (τα μουσικά γεγονότα δεν είναι ξεκομμένα από το περιβάλλον τους). - Ο τοπικός τύπος προσφέρει δυνατότητα για μία τοπική γεωγραφική ιστοριογράφηση. Έτσι, μπορεί ταυτόχρονα να επιτυγχάνεται μία μικροσκοπική και μία μακροσκοπική θεώρηση των εξελίξεων σε διεθνές επίπεδο (μέσα από τον μεγαλύτερης εμβέλειας τύπο και Μ.Μ.Ε.) - Τα Μ.Μ.Ε. προσφέρουν μια ευρύτερη, λεπτομερέστερη, συνθετότερη αντίληψη των συμβαινόντων. Δεν ασχολούνται μόνο με τη «Μεγάλη Ιστορία». Η ιστορία αποτελείται τόσο από τη «Μεγάλη Ιστορία» όσο και από τη «Μικροιστορία», της μικρής, ανθρώπινης κλίμακας, των καθημερινών πρακτικών, αντιλήψεων κλπ. - Τα Μ.Μ.Ε. είναι ο μοναδικός ίσως χώρος όπου καταθέτει τις πολύτιμες μαρτυρίες του για τη μουσική ζωή (εκτελούμενα έργα, συνθέτες, ερμηνευτές, μουσικούς θεσμούς, φορείς κλπ.) ο μουσικοκριτικός. - Σημαντικός ο ρόλος του τύπου ως εικονογραφικής πηγής (σκίτσα, φωτογραφίες κλπ.) για τη μουσική ζωή. ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Η χρήση του μουσικού κειμένου ως πηγής εμφανίζει τις εξής ιδιαιτερότητες: - Η προσέγγιση του μουσικού κειμένου μέσα από τη σημειογραφία ή την παρασημαντική δεν δίνει στον ερευνητή άμεση αντίληψη του σημαινόμενου, επειδή η μουσική σημειογραφία βρίσκεται σε μία συνεχή δυναμική εξέλιξη. Είναι ανάγκη το κείμενο να αποδοθεί μέσα από την εκτέλεση. Η αποκρυπτογράφηση της σημειογραφίας δεν σημαίνει αποκατάσταση της μουσικής. - Για πολλά σύμβολα δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία σε ό,τι αφορά την ηχητική τους απόδοση και τα προβλήματα της πρακτικής της εκτέλεσης. Όσο παλαιότερη η σημειογραφία τόσο περισσότερες οι διαφορετικές απόψεις. - Κάθε εποχή έχει τις δικές της συμβάσεις για τον τρόπο εκτέλεσης των μουσικών κομματιών, συμβάσεις που επειδή θεωρούνται αυτονόητες, δεν υποδεικνύονται στο κείμενο, ή που δεν υποδεικνύονται γιατί παλιότερα τα έργα εκτελούνταν είτε από τους ίδιους τους συνθέτες είτε με τις υποδείξεις του συνθέτη. - Συχνά, έχουν γίνει πάσης φύσεως επεμβάσεις στα μουσικά κείμενα από αντιγραφείς ή εκδότες. - Οι χειρόγραφες σημειώσεις πάνω στο μουσικό κείμενο αποτελούν και αυτές πηγή. Μπορεί να πρόκειται για σημειώσεις του ίδιου του συνθέτη, για αναγραφές διαφορετικών εκτελεστών της ίδιας γενιάς ή και διαφορετικών εποχών. Τότε οι σημειώσεις αυτές δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τις αντιλήψεις που ίσχυσαν σε κάθε εποχή για την ερμηνεία ενός έργου. - Το χειρόγραφο μουσικό κείμενο είναι επίσης πηγή ως βιομηχανικό προϊόν (σύνθεση και ποιότητα χαρτιού), ως μορφή (μέγεθος, σχήμα, χρώμα, κλπ.), Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 16
ως ίχνος τρόπων και μέσων καταγραφής (μελάνι, γραφίδα, κλπ.), και ως αποτύπωση του γραφικού χαρακτήρα. - Η τυπωμένη παρτιτούρα αποτελεί βέβαια και αυτή πηγή πληροφοριών, για τον εκδότη, τον τυπογράφο, για τον συνθέτη, διασκευαστή, μεταφραστή, επιμελητή, συντάκτη προλογικού σημειώματος, συγγραφέα βιογραφικού, κείμενο ανάλυσης έργου, όνομα αναλυτή, κλπ. ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Α) στα μνημεία, που αποτελούν αντικείμενο της Μνημειακής Αρχαιολογίας, και β) στα απλά αντικείμενα, όπως νομίσματα (Νομισματική), σφραγίδες και βούλες (Σιγιλλογραφία), οικόσημα (Οικοσημολογία ή Εραλδική), επιγράμματα και επιτύμβιες στήλες, κ.α. Εδώ ανήκουν και οι εικονογραφικές πηγές. Πρόκειται για ζωγραφιές ή εγχάρακτες παραστάσεις που έχουν σχέση με τη μουσική. Εδώ ανήκουν Το σκίτσο. (σκίτσα προσώπων, σκηνικών, κουστουμιών) που δίνει πληροφορίες για το ύφος, τις νέες προτάσεις-επινοήσεις στη σκηνογραφία, για τις αισθητικές αντιλήψεις, κλπ. Τα σχεδιαγράμματα δίνουν πληροφορίες για τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνταν σε παραστάσεις όπερας ή μπαλέτου, υλικοτεχνική υποδομή διαφόρων χώρων παράστασης, ταξιθεσία μουσικών, ταξική τοποθέτηση κοινού-ακροατών στο χώρο, κλπ. Οι ζωγραφικές και γλυπτικές παραστάσεις, οι ξυλογραφίες, χαλκογραφίες, ψηφιδωτά, πορτραίτα, νεκρικές μάσκες, εκμαγεία, κλπ. δίνουν πληροφορίες για πρακτικές εκτέλεσης, για τη μορφή και κατασκευή και λειτουργία οργάνων, δακτυλοθεσία, συνθήκες και κοινωνική θέση μουσικών, σύνθεση συγκροτημάτων, τη «λειτουργία» διαφόρων μουσικών ειδών, για τις αντιστοιχίες ανάμεσα στα μουσικά και γενικότερα αισθητικά ρεύματα, κλπ. Αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά σχέδια χάρτες. ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ Εδώ ανήκουν οι φωτογραφικές αποτυπώσεις και οι ηχογραφήσεις. Φωτογραφική αποτύπωση Εδώ ανήκουν η φωτογραφία, μικροφωτογραφία, ραδιοφωτογραφία, μικροαντίγραφο (microfilm), μικροφωτοδελτίο (microfiche), το κινηματογραφικό φιλμ, βιντεοταινία. Η διαφορά ανάμεσα στο κινηματογραφικό φιλμ και στη βιντεοταινία είναι ότι στην κινηματογράφηση ο ήχος εγγράφεται σε μαγνητοταινία και προστίθεται στο φιλμ εκ των υστέρων, ενώ στο βίντεο η καταγραφή εικόνας και ήχου είναι ταυτόχρονη. Φωτογραφίες, μπορεί να συνθέσουν εύγλωττα το χρονικό της ζωής και δράσης μουσικών καλλιτεχνών και μάλιστα σε χρονολογική τάξη. Μικροφωτογραφία, επιτρέπει τη φωτογράφηση μικροσκοπικών λεπτομερειών Μακροφωτογραφία, επιτρέπει φωτογράφηση μεγάλων εκτάσεων επιφανειών Ραδιοφωτογραφία, χάρη στις ακτίνες Χ ή Γ, φωτογραφίζει βαθύτερα στρώματα κάτω από την επιφάνεια. Μικροφίλμ, για την αποτύπωση εγγράφων και εντύπων. Οι παλιές κινηματογραφικές ταινίες, πηγή για τον τρόπο που διηύθυναν οι αρχιμουσικοί, για τη σκηνοθεσία, για εκτελέσεις, κοστούμια, φωτισμούς, αντιδράσεις κοινού. Το φιλμ ως υλικό αποτελεί πηγή για τη χρονολόγησή του, τα υλικά, κλπ. Σημαντική η διαφορά ανάμεσα σε ένα «στημένο» και σε ένα φυσική καταγραφή, για την αξιολόγηση των πληροφοριών της πηγής. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 17
Ηχογραφήσεις. Χάρη στις ηχογραφήσεις ο ιστορικός Ακούει έργα στην εκτέλεση των οποίων δεν ήταν παρών Έχει πρόσβαση στο συνολικό έργο ενός συνθέτη Γνωρίζει εξέλιξη της ερμηνείας, μπορεί να κάνει συγκρίσεις Καταγράφει μουσικά γεγονότα ή αυτοσχεδιασμούς Ακούει έργα για μη συμβατικά όργανα Καταγράφει αντιδράσεις κοινού Παρακολουθεί μέσω της ηχητικής απόδοσης, την εξέλιξη οργάνων, αλλαγές στην τεχνική, εκτέλεση, κλπ. Μελετά ερμηνείες διαφόρων καλλιτεχνών και εξέλιξη των καλλιτεχνών Παρακολουθεί την εξέλιξη μουσικών συνόλων Σημαντική πηγή πληροφοριών για το έργο και τους συντελεστές του αποτελούν και τα συνοδευτικά φυλλάδια των ηχογραφήσεων. Γ. ΕΥΡΕΤΙΚΗ Ευρετική είναι η μέθοδος αναζήτησης και εύρεσης των πηγών. Η αναζήτηση γίνεται σε βιβλιοθήκες, μουσεία, αρχεία κάθε λογής, ιδιωτικά και δημόσια, σε μουσικά ιδρύματα, εκδοτικούς οίκους, τράπεζες πληροφοριών, στα κατάλοιπα συνθετών, οικογενειακά αρχεία ή αρχεία φιλόμουσων, κατάλοιπα σε συγγενείς ή φίλους, τυχαίες αποδέκτες του «θησαυρού», κλπ, όπως και πηγές προφορικού λόγου. Ο μουσικολόγος πρέπει να γνωρίζει τους χώρους της δουλειάς του, όπως: Α) χώρους με συγκεκριμένη οργάνωση του υλικού Β) χώρους όπου το υλικό είναι απλά τακτοποιημένο Γ) χώρους όπου το υλικό είναι αποθηκευμένο Δ) χώρους όπου το υλικό απορρίπτεται Ε) δημόσιους χώρους (πολιτιστικά κέντρα, θέατρα, αίθουσες εκδηλώσεων, κλπ.) Ο ερευνητής όμως δεν πρέπει να ξεχνά και άλλους χώρους, όπως ιδρύματα, πανεπιστήμια, μοναστήρια, ναούς, ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, μουσικούς εκδοτικούς οίκους, καλλιτεχνικά γραφεία, συλλόγους, ιδιωτικές βιβλιοθήκες, κλπ. Το αρχείο ενός συνθέτη είναι δυνατόν να έχει ταξινομηθεί κατά ομάδες ομοειδών αντικειμένων, π.χ. χειρόγραφα των συνθέσεών του, προσωπικά αντικείμενα, τιμητικά έγγραφα κλπ. Το αρχείο αποτελεί αυτοτελή αδιάσπαστο οργανισμό και δεν πρέπει να «σπάζεται». Ελληνικές δισκογραφικές εκδόσεις. Α) Πρώτη το 1984 στο Μπουένος Άιρες, Discography of Greek Classical Music, από τον πρεσβευτή και φιλόμουσο Αλέξη Ζακυνθινό. Περιλαμβάνει 192 δίσκους μεταξύ 1955-1983. Επανεκδόθηκε το 1988 και περιλαμβάνει 496 δίσκους από 1951 ως 1987. Β) το 1986, ο «Κατάλογος τρέχουσας δισκογραφίας της σοβαρής ελληνικής μουσικής» με 60 και αργότερα 78 δίσκους. Γ) το 1990, η S.A. Arfanis, The complete discography of Dimitri Mitropoulos, Αθήνα 1990. Ελληνικοί Μουσικοί Θεματικοί Κατάλογοι. Κατάλογος έργων Μανόλη Καλομοίρη, Σύνταξη-Επιμέλεια Φοίβου Ανωγειανάκη, Αθήνα, 1964. Γιάννης Α. Παπαιωάννου Πλήρης κατάλογος έργων (στα ελληνικά και στα αγγλικά), σύνταξη και επιμέλεια Κώστα Μόσχου, Χάρη Ξανθουδάκη, Αθήνα 1990. Δημήτρης Μητρόπουλος Κατάλογος έργων, Σύνταξη επιμέλεια Απόστολου Κώστιου, Αθήνα 1996. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 18
Σχετικά βιβλίο και άρθρα για τη Μουσικολογική Έρευνα Απόστολος Κώστιος, «Μέθοδος Μουσικολογικής Έρευνας, Εκδόσεις Παπαγρηγορίου Νάκας, Αθήνα 2000. Γιώργος Λεωτσάκος, «Η μουσικολογική έρευνα στην Ελλάδα», στο Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα σήμερα, (Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα, 1991, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 441-445. Απ. Κώστιος, «Προβλήματα και προοπτικές των μουσικολογικών σπουδών και της μουσικολογικής έρευνας στην Ελλάδα», στο Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα σήμερα, (Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα, 1991, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, 435-441. Δημήτρης Θέμελης, «Στόχοι της ελληνικής μουσικολογικής έρευνας», στο Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα σήμερα, (Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα, 1991, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 434-436. 10. ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας ανήκει στην προπαρασκευαστική φάση της έρευνας, γίνεται δηλαδή πριν αρχίσει η εκτέλεση της έρευνας, συνεχίζεται όμως και ολοκληρώνεται με τη συγγραφή της επιστημονικής μελέτης. Διαφοροποίηση ανάμεσα στην ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ και την ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ της βιβλιογραφίας. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας είναι ΕΞΑΝΤΛΗΤΙΚΉ (προσπαθούμε να βρούμε όλα τα σχετικά με την έρευνα μελετήματα), ΔΙΕΞΟΔΙΚΗ (προσπαθούμε να βρούμε όλες τις σχετικές με την έρευνα πληροφορίες που περιέχονται σε κάθε μελέτημα), και ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ (κρατάμε λεπτομερείς σημειώσεις). Κατά την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, ο ερευνητής πρέπει να επιλύσει τα παρακάτω προβλήματα: o Πώς θα βρει τις σχετικές με το δικό του ερευνητικό θέμα μελέτες και τα έντυπα στα οποία αυτές έχουν δημοσιευθεί; o Τι είδους στοιχεία θα πρέπει να ψάχνει στις μελέτες που έχει ήδη εντοπίσει; o Πώς θα κρατήσει σημειώσεις για κάθε μελέτη που έχει βρει, πώς δηλαδή θα αποδελτιώσει την κάθε μελέτη; o Πώς θα παρουσιάσει στην ερευνητική του μελέτη όσα στοιχεία αποδελτίωσε κατά την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας; ΠΡΟΒΛΗΜΑ 1 Ο. ΠΩΣ ΕΝΤΟΠΙΖΟΥΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΜΑΣ ΜΕΛΕΤΕΣ. ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ. Στόχος μας είναι να εντοπίσουμε όλες τις μελέτες που έχουν γίνει και έχουν γραφτεί σχετικά με το θέμα μας. Το τελικό προϊόν αυτού του εντοπισμού είναι η δημιουργία πλήρων βιβλιογραφικών αναφορών ή/και των παραπεμπτικών βιβλιογραφικών δελτίων. Το παραπεμπτικό βιβλιογραφικό δελτίο είναι στην ουσία μία καρτέλα διαστάσεων 6εκ. χ 10εκ. περίπου, στην οποία περιέχεται μία βιβλιογραφική αναφορά για τη μελέτη που εντοπίσαμε. Περιέχει δηλαδή, α) όνομα συγγραφέα, β) ημερομηνία έκδοσης, γ) τίτλος μελέτης, δ) αν πρόκειται για άρθρο, τίτλος του περιοδικού στο οποίο περιέχεται, ε) τις σελίδες του βιβλίου ή περιοδικού τις οποίες καταλαμβάνει, στ) την επωνυμία του εκδοτικού οίκου, π.χ. Στάμου, Λ. (2001). Η ποιοτική έρευνα στην επιστήμη της μουσικής παιδαγωγικής. Μουσική Εκπαίδευση, 3 (2), σελ. 12 34. Τα σχετικά με την έρευνά μας μελετήματα μπορεί να είναι από λίγα μέχρι χιλιάδες. Ο εντοπισμός τους και η μελέτη του καθενός θα ήταν πρακτικά αδύνατη, αν δεν υπήρχαν οι Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 19