ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ.

Σχετικά έγγραφα
Σήμερα επηρεάζει έντονα Κίνα, Ιαπωνία, ανατολική και νοτιοανατολική Ασία.

Ινδουισμός Βουδισμός

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

Γράφουμε στον πίνακα τη λέξη κλειδί «φονταμενταλισμός», διαβάζουμε τις εργασίες και καταλήγουμε στον ορισμό της. (Με τον όρο φονταμενταλισμός

ΟΡΙΣΜΟΣ. 1. «Ορίζοντας τον ορισµό»

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Η ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ

Επιτρέπεται να αρθρώνει η Εκκλησία πολιτικό λόγο;

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΜΕΣΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΒΙΑΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΓΗΓΕΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

2.5. ΗΘΙΚΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ

Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

Αντιμετώπιση και Διαχείριση των Προβλημάτων στην Σύγχρονη Καθημερινή Πραγματικότητα

Άτοµα & οµάδες. Από την οµαδική επιρροή στην οµαδική ψυχοθεραπεία. Αποστόλης Αγγελόπουλος.

Κωνσταντίνα Αρβανίτη Άννα-Μαρία Γώγουλου Πάνος Τσιώλης

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

ΜΥΘΟΣ, ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΊΑ,ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΕΏΝ

Τζιορντάνο Μπρούνο

ΙΣΛΑΜ η θρησκεία της υποταγής στον Αλλάχ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Δεύτερη Συνάντηση ΜΑΘΗΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Κάππας Σπυρίδων

1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο 1.2 Η Επιχείρηση

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΦΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ-ΔΙΑΥΛΩΝ. Βιβλίο-Δίαυλος 1: Η ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Τεχνικοί Όροι στην Θεολογία

1. H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες η ύπαιθρος κατέχει εξέχουσα θέση στον πολιτισµό της χώρας και στην ψυχή των κατοίκων της,

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Αγιά Τετράδα

Επιστηµονικός και Πολιτιστικός Οργανισµός των Ηνωµένων Εθνών. Πρόγραµµα Ηνωµένων Σχολείων για την Προώθηση της Παγκόσµιας Εκπαίδευσης.

Μαθημα 1. Η λατρεία στη ζωή των πιστών σήμερα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης: άνθρωποι εμπνευσμένοι από το Θεό.

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2019 A ΦΑΣΗ

Φροντιστήρια Εν-τάξη Σελίδα 1 από 5

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η Επιστήµη της Κοινωνιολογίας

Το Ηµερολόγιο των Μάγιας και τα Χρήµατα από τον ρ. Καρλ Τζοχάν Κάλλεµαν

ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ. : ΘΕΜΑ: Οδηγίες για τη διδασκαλία μαθημάτων του Γενικού και του Εσπερινού Γενικού Λυκείου

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΟ 17 ο ΚΑΙ 18 ο ΑΙΩΝΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Ιουδαϊσµός. α) Παρουσίαση θρησκείας:

Σ Υ Ν Ε Σ Μ Ο Σ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ω Ν Β Ι Ο Μ Η Χ Α Ν Ι Ω Ν. Χαιρετισµός. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. Προέδρου του ΣΕΒ. στην Ηµερίδα που διοργανώνει

«Παγκοσμιοποίηση και Ταυτότητες»

Δρ. Ευριπιδου Πολυκαρπος Παθολογος-Διαβητολογος C.D.A. College Limassol

Το νέο κοινωνιολογικό πλαίσιο του πολυπολιτισμικού σχολείου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

ΚΟΙΝΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΡΏΠΗ ΧΩΡΊΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΈΣ ΓΡΑΜΜΈΣ

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

Εισαγωγικά στοιχεία στην Παλαιά Διαθήκη

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Αρβανίτη Ευγενία, ΤΕΕΑΠΗ, Πανεπιστήμιο Πατρών

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ) Ημερομηνία: Δευτέρα 10 Απριλίου 2017 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ρατσισμός]

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Η αγγλική και οι άλλες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 12 Απριλίου 2014

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Ανάγλυφα σε βράχους και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως οικισμοί που χρονολογούνται από το π.χ., υπάρχουν στα παραδοσιακά εδάφη των Σάμι.

Αξιότιμε κ. Νανόπουλε. κ. Δήμαρχε. Αγαπητοί συμπολίτες, Κυρίες και κύριοι,

Με τα λόγια του Ι. Θ. Κακριδή, πριν από σαράντα χρόνια, τα αρχαία ελληνικά ενδιαφέρουν για τρεις λόγους:

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ: Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ. (Με Αναφορά στην Ιαπωνική Κοινότητα των Βρυξελλών) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015!1

!2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 6 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ... 10 1. Θρησκεία... 18 2 Οι θρησκείες της Ιαπωνίας... 27 3. Ο Χριστιανισµός στην Ιαπωνία... 98 4. Ο ρόλος των γυναικών στο θρησκευτικό και κοινωνικό περιβάλλον της Ιαπωνίας... 115 5. Η συγκριτική και επιπολιτιστική ικανότητα της Ιαπωνίας... 118 6. Θ ε ω ρ ή σ ε ι ς τ η ς κο ι ν ω ν ι ο λο γ ί α ς κα ι τ η ς ανθρωπολογίας της θρησκείας... 128 7. Η κοινωνιολογία της ιαπωνικής θρησκείας... 156 8. Η Ιαπωνική παγκοσµιότητα... 161 9. Ιαπωνική ταυτότητα, µετανάστευση και µειονότητες. 170 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 196!3

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 202 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ... 213!4

!5

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως θέµα την µελέτη και ανάλυση της έννοιας της ιδιαιτερότητας στη θρησκεία όπως αυτή προκύπτει µέσα από τη µελέτη της έννοιας της θρησκείας και των βασικών θρησκευτικών επιρροών και δογµάτων όπως του Σιντοϊσµού, του Κοµφουκιανισµού, του Βουδισµού και του Χριστιανισµού στην ιαπωνική κοινωνία, παραθέτοντας ενδεικτικά το παράδειγµα της ιαπωνικής κοινότητας των Βρυξελλών. Τα βασικά ερευνητικά ερωτήµατα που µελετώνται είναι τα εξής: 1. Τι σηµαίνει η θρησκεία στην Ιαπωνία για τους Ιάπωνες; Πώς επηρέασαν τα διάφορα θρησκευτικά ρεύµατα το κοινωνικό γίγνεσθαι κατά τη διάρκεια της ιστορίας της; 2. Τι είναι το κοινωνικό κεφάλαιο και κατά πόσο η θρησκεία αποτελεί µέρος αυτού; Δύναται η θρησκεία να διαµορφώσει την κοινωνική συνοχή; 3. Πώς αντιµετωπίζεται ο Χριστιανισµός σε σχέση µε την αντίληψη της «θρησκευτικής συνείδησης» στην Ιαπωνία; Για ποιους λόγους η διάδοσή του είναι περιορισµένη στη σύγχρονη Ιαπωνία; 4. Με ποιο τρόπο επιδρά η παραµονή των Ιαπώνων στην Ευρώπη πάνω στην εθνική, θρησκευτική και κοινωνική τους ταυτότητα (αναφορικά µε τις θέσεις των ερωτώµενων µελών της κοινότητας των Βρυξελλών);!6

5. Πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια της ταυτότητας στην ιαπωνική κοινωνία και πώς διαµορφώθηκε µέσα από την επιρροή της θρησκείας στην κοινωνία; 6. Πώς λειτουργεί η ιαπωνική πρακτική της πολιτισµικής ενσωµάτωσης µε βάση το παράδειγµα της θρησκευτικής εµπειρίας; 7. Τέλος, πώς επηρεάζει η παγκοσµιοποίηση την Ιαπωνία όσον αφορά τον πολιτισµικό αποµονωτισµό της και την πολιτική της ενσωµάτωσης των «δυτικών» επιρροών; Τα παραπάνω κύρια ερευνητικά ερωτήµατα έχουν διατυπωθεί ως µέρος της αρχικής ερευνητικής πρότασης που υποβλήθηκε στο Τµήµα Θεολογίας του Α.Π.Θ. Αν και το τελικό αποτέλεσµα που θα παράγει αυτή η µελέτη είναι η διαµόρφωση ενός πλήρους συνόλου απαντήσεων, η εργασία αυτή είναι επιπλέον µια καλή ευκαιρία για να κατευθυνθεί και να αποσαφηνιστεί το θεωρητικό υπόβαθρο των κύριων εννοιών που αναφέρονται στα ερευνητικά ερωτήµατα. Σε αυτό το πρώιµο στάδιο η απόκτηση έγκυρων πληροφοριών που να καλύπτουν τις βασικές έννοιες κλειδιά που πρόκειται να αντιµετωπίσουµε, µπορούν ενδεχοµένως να χρησιµεύσουν για την καθοδήγηση του έργου, δίνοντας ένα πλαίσιο εργασίας για τον ουσιώδη µεθοδολογικό προσανατολισµό και την αποφυγή παραπλανητικών θεωρητικών οριζόντων.!7

Έτσι, στην αρχή της εργασίας επιχειρείται µια ανάλυση της έννοιας της θρησκείας µε κοινωνιολογικούς όρους. Στη συνέχεια της εργασίας γίνεται µια εκτενής παρουσίαση και ανάλυση του θρησκευτικού υπόβαθρου της Ιαπωνίας. Ανάµεσα στα θρησκευτικά δόγµατα που αναλύονται είναι ο Σιντοϊσµός, ο Βουδισµός, ο Κοµφουκιανισµός και ο Χριστιανισµός. Επιπρόσθετα, περιγράφονται τόσο η ιστορική πορεία κάθε θρησκείας στην Ιαπωνία, καθώς και η κοινωνική και πολιτική επιρροή που άσκησαν στη χώρα. Η θρησκεία στην Ιαπωνία αποτέλεσε και αποτελεί ένα σηµαντικό διαµορφωτικό παράγοντα του κοινωνικού συστήµατος, συµπεριλαµβανοµένων των αξιών, των κοινωνικών σχέσεων, των ιεραρχιών και όλων των συστατικών από τα οποία αποτελείται αυτό που στην κοινωνιολογία ονοµάζεται «κοινωνικό κεφάλαιο». Ως εκ τούτου στη συνέχεια της µελέτης γίνεται προσπάθεια να γίνει αντιληπτή η έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου» και η θέση της θρησκείας σε αυτό, έτσι ώστε να ακολουθήσει η κατανόηση της λειτουργίας της ιαπωνικής κοινωνίας και οι τυχόν επιπτώσεις που προκαλούνται από την εγγενή «πολιτική» (ή πρακτική) της «ένταξης» όπως αυτή εφαρµόζεται έως τις ηµέρες µας από τον ιαπωνικό λαό. Στη συνέχεια ακολουθεί µια επικέντρωση στις θεωρήσεις και απόψεις της ανθρωπολογίας ως προς τους παραπάνω ορισµούς και επιχειρείται η επανεξέταση πιθανών µεθοδολογικών προτάσεων. Για ακόµα µια φορά θα χρησιµοποιήσω τον όρο «σενάριο» για να περιγράψω το αντικείµενο προς!8

µελέτη και έρευνα. Σε αυτή την περίπτωση δηµιουργείται η ευκαιρία να συνδεθεί το «σενάριο» µε το χωρο-χρονικό του περιεχόµενο, το ιστορικό του πλαίσιο, το οποίο είναι αυτό της νεωτερικότητας και της παγκοσµιοποίησης. Δεδοµένου ότι η Θρησκεία καθόρισε σε τεράστιο βαθµό την κοινωνική ταυτότητα και ως εκ τούτου την εθνική ιαπωνική ταυτότητα, κρίθηκε σκόπιµο να επεκταθεί η ανάλυση και στη διερεύνηση του ρόλου της «κοινωνικής φαντασίας» ως µέσον για τη δηµιουργία νοοτροπιών, ιδεών και απόψεων σχετικά µε τις κοινωνίες, τους κοινωνικούς ρόλους και τις κοινωνικές λειτουργίες. Τέλος, γίνεται µια σύντοµη παράθεση της στάσης των µελών της ιαπωνικής κοινότητας των Βρυξελλών σε σχέση µε το πώς αντιλαµβάνονται πλέον την πολιτισµική ταυτότητά τους και το κατά πόσο νιώθουν ενταγµένοι στο δυτικό κοινωνικό σύστηµα, µετά από την παραµονή τους στο Βέλγιο, καθώς επίσης αναφέρεται η περίπτωση των επαναπατρισθέντων Ιαπώνων και η αντιµετώπισή τους από την Ιαπωνική κοινωνία.!9

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Οι πρώτες γραπτές ιστορικές αναφορές στην Ιαπωνία χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα µχ στο κινεζικό βιβλίο Χανσού. Ωστόσο, τα αρχαιολογικά ευρήµατα αποδεικνύουν πως τα ιαπωνικά νησιά κατοικούνταν ήδη από την προϊστορική εποχή, καθώς η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως παλαιολιθικά εργαλεία που χρονολογούνται στο 30.000 πχ. Ακολουθεί η περίοδος Jomon (14.000-300 πχ), κατά την οποία αναπτύσσεται ο νεολιθικός πολιτισµός και στο νησί καταφτάνουν ηµί-νοµαδικοί πολιτισµοί που αναπτύσσουν την αγγειοπλαστική, την αγροτική καλλιέργεια και την κατασκευή ξύλινων κατοικιών µέσα σε χαρακτηριστικούς λάκκους (Whitney, 1970). Από το 400 πχ εγκαθίστανται στην Ιαπωνία οι Yayoi, οπότε και ξεκινά η οµώνυµη ιστορική περίοδος (400-250 πχ), κατά την οποία αναπτύσσεται η επεξεργασία του χαλκού και του σιδήρου, η καλλιέργεια του ρυζιού, καθώς επίσης κάνει την εµφάνισή του για πρώτη φορά ο σαµανισµός και η µαντεία µε χρησµούς ως Σίντο, µε σκοπό την εξασφάλιση µιας καλής σοδειάς (Whitney, 1970). Το 57 µχ καταγράφεται η πρώτη ιστορική αναφορά για την Ιαπωνία στο βιβλίο Χανσού µε τη φράση: «Πέρα από τον ωκεανό του Lelang βρίσκονται οι άνθρωποι του Wa. Προερχόµενοι από περισσότερες από εκατό φυλές, έρχονται συχνά να αποτίσουν φόρο τιµής». Επίσης, αναφέρεται ότι ο βασιλιάς των Wa ονοµαζόταν Suisho και παραχωρούσε σκλάβους στο βασιλιά Χαν. Στο!10

βιβλίο Shangui Zhi (Χρονικά των Τριών Βασιλείων, 3µΧ) αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Ιαπωνίας προήλθαν από την συνένωση 30 µικρών φυλών που διοικούνταν από τη σαµάνο Βασίλισσα Himiko ή Yamatoikoku. Το 250 πχ αρχίζει η περίοδος Kofun, η οποία ονοµάστηκε έτσι από του οµώνυµους τύµβους που κατασκευάστηκαν σε εκείνη την εποχή. Κατά την περίοδο Kofun δηµιουργούνται ισχυρά στρατιωτικά κρατίδια τα οποία διοικούνται από διάφορες φατρίες-clans (zoku). Από τον 3ο έως τον 7ο αιώνα αναπτύσσεται στις περιοχές Yamato και Kawachi και επικρατεί το κρατίδιο Yamato από το οποίο θα προέλθει η µετέπειτα αυτοκρατορική γενεαλογική γραµµή (Whitney, 1970). Το κρατίδιο του Yamato θα επικρατήσει των υπολοίπων και αποκτώντας τον έλεγχο µεγάλων, αγροτικών καλλιεργήσιµων εκτάσεων θα ασκήσει µεγάλη επιρροή στην Ιαπωνία. Ακολουθεί η περίοδος Asuka (538-710 µχ) όπου επικρατούν οι σχέσεις µε την Κίνα από τον 5ο αιώνα, ενώ τον 4ο αιώνα αναπτύσσονται οι σχέσεις της Ιαπωνίας µε τα τρία βασίλεια της Κορέας. Το 538 µχ εισάγεται για πρώτη φορά ο Βουδισµός στην Ιαπωνία από τον βασιλιά της Κορέας Μπαεκτζέ (Whitney, 1970). Αρχικά, η νέα θρησκεία είναι δηµοφιλής κυρίως στην άρχουσα τάξη, η οποία συµβάλλει δραστικά στη διάδοσή της σε όλα τα κοινωνικά στρώµατα της Ιαπωνίας, κυρίως υπό τη µετέπειτα κινεζική επιρροή (Perez, 1998). Το 594 µχ έρχεται στην εξουσία ο πρίγκιπας Shotoku, ο οποίος ενσωµατώνει τον Βουδισµό στις καθηµερινές πρακτικές και στη διακυβέρνηση µέσω ενός συντάγµατος που αποτελείται από 17 άρθρα εισάγοντας τις βουδιστικές αξίες και ηθική στην άσκηση των καθηµερινών κοινωνικών και πολιτικών δραστηριοτήτων.!11

Η επόµενη περίοδος Nara χαρακτηρίζεται ως η χρυσή εποχή της Ιαπωνίας, η οποία καθιερώνεται ως ένα ισχυρό κράτος. Η άλλοτε οµοσπονδία των διαφορετικών φυλών και κρατιδίων πλέον µεταµορφώνεται σε ένα ενιαίο κράτος µε απολυταρχικό, µοναρχικό καθεστώς. Η χώρα κατά αυτή την περίοδο ανθεί πολιτισµικά και αναπτύσσεται µε γρήγορους ρυθµούς σε όλα τα επίπεδα. Το 710 η πρωτεύουσα του Ιαπωνικού κράτους µεταφέρεται στην πόλη Heijo-ko, τη σηµερινή Nara (Whitney, 1970). Η περίοδος Nara χαρακτηρίζεται επίσης από τη διαµάχη µεταξύ της αυτοκρατορικής οικογένειας κα του βουδιστικού κλήρου. Το 784 πρωτεύουσα της χώρας γίνεται η Nagaoka-kyo και το 794 η πόλη Heian-kyo, το σηµερινό Κιότο, όπου πλέον ανθεί ένα ενιαίο θρησκευτικό µόρφωµα Βουδισµού και Σίντο (Whitney, 1970). Δύο πολύ σηµαντικά βιβλία, τα οποία θα ορίσουν την εθνική και πολιτισµική ταυτότητας της Ιαπωνίας, συγγράφονται αυτήν την περίοδο. Πρόκειται για το Kojiki to 712 µχ και το Nihon Shoki το 720µΧ. Σε αυτά τα χρονογραφήµατα καταγράφεται η ιαπωνική µυθολογία, κάνοντας αναφορά στις απαρχές της χώρας. Σύµφωνα µε το µύθο, η Ιαπωνία ιδρύθηκε το 660 πχ από τον αυτοκράτορα Jimmu, ο οποίος ήταν απόγονος της θεάς του ήλιου την Amaterasu και από αυτόν ξεκινάει το γενεαλογικό δέντρο των µετέπειτα αυτοκρατόρων της χώρας (Sansom, 1958). Στη συνέχεια η χώρα εισέρχεται στην περίοδο Heian (794-1185 µχ), οπότε η εξουσία περνάει σταδιακά στα χέρια συγκεκριµένων αριστοκρατικών οικογενειών µε κυριότερη την οικογένεια Fujiwara. Η Κινεζική πολιτισµική!12

επιρροή έχει φτάσει στην κορύφωσή της µε τη λήξη της περιόδου Nara και πλέον αρχίζει να φθίνει, δίνοντας τη θέση της στην ανάπτυξη του ιαπωνικού ιθαγενούς πολιτισµού (Perez, 1998). Η περίοδος 1185-1333 µχ ονοµάζεται Kamakura και αποτελεί την έναρξη της φεουδαρχικής εποχής για την Ιαπωνία (Sansom, 1958). Το σύστηµα διακυβέρνησης της χώρας αλλάζει, καθώς η εξουσία περνάει στα χέρια των τοπικών φεουδαρχών, γνωστών ως Shogun. Η περίοδος αυτή πήρε το όνοµά της από το σογκουνάτο της Kamakura, το οποίο ήταν το πιο ισχυρό και αναδείχθηκε σε ρυθµιστή της πολιτικής ζωής (Sansom, 1958). Ο αυτοκράτορας παραµένει στη θέση του αλλά οι αρµοδιότητές του περιορίζονται σε εθιµοτυπικά τελετουργικά. Επιπρόσθετα, αυτήν την εποχή κάνει την εµφάνισή της η τάξη των bushi (σαµουράι), µια άρχουσα τάξη πολεµιστών οι οποίοι έχουν τον έλεγχο σε ζητήµατα πολιτικής, στρατιωτικής και δικαστικής φύσεως (Perez, 1998). Η περίοδος αυτή είναι έντονα πολεµική και αναπτύσσονται οι παραδοσιακές ιαπωνικές πολεµικές τέχνες όπως η ξιφασκία (kenjutsu) και η τοξοβολία (kyujutsu), καθώς επίσης και ο ηθικός κώδικας των σαµουράι (bushido) (Sansom, 1958). Το 1274 και το 1281 οι Μογγόλοι επιχειρούν να εισβάλλουν στα ιαπωνικά νησιά. Οι εισβολές αποτρέπονται από τους Ιάπωνες, αλλά ο φόβος µιας τρίτης εισβολής έχει σαν αποτέλεσµα να επιδεινωθεί η οικονοµία της χώρας λόγω της διαρκούς ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνάµεων, ώστε να είναι σε συνεχή ετοιµότητα (Perez, 1998). Ο σογκούν Καµακούρα νικάται τελικά από τον αυτοκράτορα Γκο-Νταϊγκό, ο οποίος στη συνέχεια θα νικηθεί από τον Ασίκαγκα Τακαούτζι το 1336 (Sansom, 1958).!13

Η περίοδος Muromachi (1336-1573 µχ) παίρνει το όνοµά της από το σογκουνάτο Μουροµάτσι που ιδρύθηκε από τον Ασίκαγκα Τακαούτζι. Αυτή η εποχή έχει ως κύριο στοιχείο την πολιτισµική ανάπτυξη και ακµή του Ζεν Βουδισµού έως και το 16ο αιώνα (Sansom, 1961). Το 1467 οι φεουδάρχες πολέµαρχοι (daimyo) ξεφεύγουν από τον έλεγχο του σογκουνάτου και ξεσπάει ο εµφύλιος πόλεµος Onin που εγκαινιάζει µια εκατονταετή περίοδο που είναι γνωστή ως Sengoku. Το 1549 καταφθάνουν στην Ιαπωνία οι πρώτοι Ιησουίτες ιεραπόστολοι, υπό την καθοδήγηση του Francis Xavier και περισσότεροι από 100 έως 200 χιλιάδες Ιάπωνες γίνονται χριστιανοί, ανάµεσα σε αυτούς και πολλοί daimyo (Sansom, 1961). Οι Ευρωπαίοι έµποροι φέρνουν µαζί τους σύγχρονες πολιτισµικές συνήθειες, τεχνολογία και όπλα. Ο Όντα Νοµπουνάγκα µε αυτή την καινούργια τεχνολογία καταφέρνει να νικήσει πολλούς daimyo. Ωστόσο, η παρουσία των Πορτογάλων εµπόρων και ιεραποστόλων χαρακτηρίζεται ως διαιρετική για τη συνοχή των Ιαπώνων από τον Toyotomi Hideyoshi, διάδοχο του Νοµπουνάγκα και αυτό οδηγεί στο διωγµό των ιεραποστόλων και των εµπόρων, καθώς επίσης στο µαρτυρικό θάνατο πολλών προσηλυτισµένων χριστιανών Ιαπώνων (Sansom, 1961). Πολλοί χριστιανοί διατηρούν κρυφά τη θρησκεία τους και τις θρησκευτικές τους πρακτικές για αιώνες. Από το 1573 έως το 1603 µχ η περίοδος ονοµάζεται Azuchi-Momoyama οπότε και ο Hideyoshi καταφέρνει να ενώσει την Ιαπωνία ως ενιαίο έθνος και να εισβάλει ανεπιτυχώς στην Κορέα από όπου θα αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάµεις του το 1598. Το 1603 µχ ξεκινάει η περίοδος Edo. Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου µετά τη νίκη του το 1600 στη µάχη του Σεκιγκαχάρα επί των αντίπαλων φατριών ιδρύει το!14

σογκουνάτο Τοκουγκάβα στο Έντο, το σηµερινό Τόκιο (Sansom, 1961). Αυτή η περίοδος έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της τη συγκέντρωση όλων των εξουσιών πολιτικών, θρησκευτικών και οικονοµικών στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα, τη θέσπιση µέτρων για τον περιορισµό της δύναµης των daimyo και την πολιτική αποµόνωση της χώρας γνωστή ως Sakoku (κλειστή χώρα), καθώς οι ξένοι έµποροι και οι ιεραπόστολοι αντιµετωπίζονται πλέον ως εχθροί της χώρας που υπονόµευαν την πολιτική, πολιτισµική και οικονοµική της αυτονοµία και καθαρότητα (Sansom, 1961). Επιπλέον, αυτήν την περίοδο ξεκινάει στην Ιαπωνία η διάδοση της µελέτης των δυτικών επιστηµών, καθώς επίσης και η µελέτη της Ιαπωνίας και της ιαπωνικότητας ως εθνικό ζήτηµα (Kokugaku). Η αποµόνωση της χώρας διήρκεσε 200 χρόνια. Το 1854 ο Μάθιου Πέρι µε το ναυτικό των Η.Π.Α. αναγκάζουν τον Σογκούν να υπογράψει τη Σύµβαση της Καναγκάβα και να ανοίξει την Ιαπωνία προς τον υπόλοιπο κόσµο (Reischauer, 1990). Το άνοιγµα αυτό έχει σαν αποτέλεσµα να ξεσπάσουν εσωτερικές πολιτικές ρήξεις που ανάγκασαν τον Σογκούν σε παραίτηση, µε αποτέλεσµα τον πόλεµο Bosin ο οποίος λήγει µε την αποκατάσταση Meiji, οπότε και το έθνος ενοποιείται αυτή τη φορά υπό τον Αυτοκράτορα στον οποίο περνούν όλες οι εξουσίες (Reischauer, 1990). Η Ιαπωνική Αυτοκρατορία εκµοντερνίζεται, δυτικοποιείται και υιοθετεί το δυτικό σύστηµα πολιτικής και οικονοµικής οργάνωσης. Η χώρα πλέον εκβιοµηχανίζεται και µετατρέπεται σε µια ισχυρή παγκόσµια δύναµη µε ιµπεριαλιστικά σχέδια για µεγιστοποίηση της επιρροής της στην παγκόσµια σφαίρα (Reischauer, 1990). Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα τον πρώτο!15

Σινοϊαπωνικό πόλεµο (1894-1895) και τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεµο (1904-1905), όπου οι νίκες της Ιαπωνίας της εξασφαλίζουν την επέκτασή της στην Κορέα και στην Ταϊβάν. Ακολουθεί µια σύντοµη περίοδος γνωστή ως Taisho (1912-1926) κατά την οποία η Ιαπωνία βιώνει µια πολιτισµική άνθιση µέσα από την επαφή της µε τη δυτική επιστήµη και το δυτικό πολιτισµό (Reischauer, 1990). Παράλληλα, η χώρα εντείνει τη στρατιωτικοποίηση της για την εξυπηρέτηση των επεκτατικών της βλέψεων, οι οποίες υλοποιούνται µε τον Α' παγκόσµιο πόλεµο καθώς η Ιαπωνία βρίσκεται στο πλευρό των νικητήριων δυνάµεων. Στη συνέχεια, ξεκινάει η περίοδος Showa (1926-1989) και το 1931 η Ιαπωνία καταλαµβάνει τη Μαντζουρία µε αποτέλεσµα να παραιτηθεί από την Κοινωνία των Εθνών. Το 1936 υπογράφει το σύµφωνο Αντι-Κοµιντέρν και το 1940 εντάσσεται επίσηµα πλέον στις Δυνάµεις του Άξονα µε την υπογραφή του Τριµερούς Συµφώνου. Η εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα εκκινεί το δεύτερο Σινοϊαπωνικό πόλεµο (1937-1945), ενώ το 1940 πραγµατοποιείται εισβολή και στην γαλλική Ινδοκίνα. Η επίθεση των ιαπωνικών δυνάµεων στην αµερικανική ναυτική βάση του Περλ Χάρµπορ το 1941 γίνεται η αφορµή για την είσοδο των ΗΠΑ στον Β' παγκόσµιο πόλεµο. Το 1945 η Ιαπωνία αναγκάζεται να παραδοθεί άνευ όρων, έπειτα από τη Σοβιετική επέµβαση στην Μαντζουρία αλλά και τη ρίψη δύο ατοµικών βοµβών στις δύο ιαπωνικές πόλεις Χιροσίµα και Ναγκασάκι. Ο πόλεµος έχει σοβαρό αντίκτυπο στη χώρα, αφήνοντας πίσω του εκατοµµύρια νεκρούς και αποδεκατισµένη την οικονοµία και τη βιοµηχανία (Reischauer, 1990). Οι!16

Σύµµαχοι και κυρίως οι ΗΠΑ αναλαµβάνουν την αποκατάσταση της χώρας και τον επαναπατρισµό εκατοµµυρίων Ιαπώνων. Από το 1947, η Ιαπωνία µε ένα νέο Σύνταγµα υιοθετεί πλέον µια φιλελεύθερη δηµοκρατία και την πασιφιστική διπλωµατική προσέγγιση (Gordon, 2003). Το 1952 οι Σύµµαχοι αποχωρούν από τη χώρα και το 1956 η Ιαπωνία γίνεται µέλος των Ηνωµένων Εθνών. Η ανάπτυξη της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου στα χρόνια που ακολουθούν είναι ραγδαία (Gordon, 2003). Η Ιαπωνία καταφέρνει να γίνει η δεύτερη πιο ισχυρή οικονοµία στον κόσµο, έως τη σηµαντική ύφεση που θα υποστεί στα µέσα της δεκαετίας του 1990. Από το 1989 µέχρι και σήµερα η Ιαπωνία διανύει την περίοδο Heisei και από τις αρχές του 2000 η οικονοµία της χώρας έχει αρχίσει να επανακάµπτει σταδιακά.!17

1. Θρησκεία 1.1 Καθορίζοντας τη Θρησκεία Στην παρούσα µελέτη θα αναφερθούµε στη θρησκεία ως τον κεντρικό όρο εργασίας και γι 'αυτό προτείνεται να χρησιµοποιηθεί ένας όρος που να προσδιορίζει την έννοια αυτή, ο οποίος να εφαρµόζεται σωστά στον προσανατολισµό και το περιεχόµενο του θέµατος της εργασίας. Μέχρι σήµερα σχετικά µε τον εννοιολογικό προσδιορισµό της θρησκείας έχουν υπάρξει πολλές συζητήσεις, αλλά όχι µια µοναδική συνολική απάντηση. Αυτό που πρέπει γνωρίζουµε είναι το φάσµα των συγκλινόντων χαρακτηριστικών και των επιµέρους ορισµών που µπορούν να χρησιµοποιηθούν στην πράξη: Θρησκεία και ηθικοί κώδικες, θρησκεία και πολιτική. Για τον λόγο αυτό στο πρώτο κεφάλαιο της µελέτης αυτής θα αναφερθούµε εκτενώς σε µερικές από τις σηµαντικότερες προσπάθειες προσδιορισµού της έννοιας της θρησκείας όπως αυτές επιχειρήθηκαν στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών επιστηµών. Παρουσιάζοντας αυτή τη συζήτηση µπορούµε εύκολα να ξεκινήσουµε µε τον Emil Durkheim, ο οποίος διερευνώντας την προέλευση της θρησκείας θεωρεί τη θρησκεία όχι ως µια εξήγηση του κόσµου, αλλά ως ένα µέσο κατασκευής!18

συµβολικών δηλώσεων σχετικά µε την κοινωνία. Ο Durkheim ενδιαφερόταν λιγότερο στο να εντοπίσει τις ρίζες της θρησκείας και περισσότερο στο να περιγράψει τη λειτουργία της, δίνοντας έµφαση όχι στην ατοµική "ψυχή", αλλά στο κοινωνικό σύνολο. Η θρησκεία περιγράφεται ως µια προβολή των κοινωνικών αξιών της κοινωνίας η οποία είναι πραγµατική, διότι τα αποτελέσµατά της είναι πραγµατικά, ακόµα κι αν οι κοινωνικές ρίζες της είναι «µεταµφιεσµένες» και οι επεξηγήσεις των πεποιθήσεων είναι ψευδείς. (Durkheim, 1912) Η συλλογική ζωή της κοινωνίας γεννά τόσο τον επιφανειακό κόσµο των καθηµερινών δραστηριοτήτων, όσο και τον ιερό κόσµο µε τις ηθικές αξίες και τα ιδανικά µε τα οποία οι κοινωνίες επιθυµούν να ζήσουν. Η διάκριση αυτή: επιφανειακού και ιερού θα είναι ένα θέµα προς συζήτηση και εφαρµογή στην έρευνά µας, οπότε και στη συνέχεια θα επανέλθουµε σε αυτό αρκετές φορές. Η Θεωρία του Hocart περί θρησκείας θα εφαρµοστεί στην περίπτωσή µας σε σχέση µε το Koku-Shinto και άλλα ιστορικά στοιχεία για τις ιαπωνικές αυτόχθονες θρησκείες: «Η θρησκεία και η πολιτική είναι άρρηκτα συνδεδεµένες και είναι µάταιο να προσπαθείς να τις χωρίσεις... µοναρχικούς πρέπει να σέβονται οπωσδήποτε την εκκλησία και οι ένθερµοι πιστοί σε έναν Θεό, θα βοηθήσουν στην οικοδόµηση µεγάλων εθνών. Η πίστη σε ένα υπέρτατο θεό ή σε έναν µόνο θεό πάει δεν είναι απλώς ο φιλοσοφικός στοχασµός: Είναι µια µεγάλη πρακτική ιδέα.» (Hocart, 1973:76) Ένας ορισµός που θα µπορούσε να σταθεί επαρκώς είναι αυτός του Clifford Geertz. Δηλώνει ότι η θρησκεία είναι: «ένα σύστηµα συµβόλων που δρα έτσι!19

ώστε να δηµιουργήσει ισχυρές, διάχυτες και µακράς διαρκείας διαθέσεις και κίνητρα στους ανθρώπους µε τη διατύπωση αντιλήψεων γενικής τάξης, ύπαρξης και ένδυσης αυτών των αντιλήψεων µε τέτοια αύρα ιστορικής πραγµατικότητας ώστε οι διαθέσεις και τα κίνητρα να φαίνεται µε µοναδικό τρόπο ρεαλιστικά» (Geertz, 1973:4) Σύµφωνα µε τον Spiro η θρησκεία ορίζεται ως: «Ένας θεσµός που αποτελείται από την αλληλεπίδραση πολιτιστικών στοιχείων µε πολιτιστικές αξιώσεις υπεράνθρωπων όντων» (Spiro, 1973:96). Η «ύπαρξη» των υπεράνθρωπων όντων σε ένα σύστηµα µπορεί να είναι το ζητούµενο, αλλά όπως θα δούµε αργότερα στην περίπτωση της ιαπωνικής θρησκείας, δεν µπορούν να υπάρχουν µε την ίδια έννοια όπως και στα θρησκευτικά συστήµατα της Μεσογείου. Μέχρι αυτό το σηµείο, τα προαναφερθέντα αναφέρονται ως στοιχεία εργασίας. Στη συνέχεια, θα εξετάσουµε τη σχέση ανάµεσα στη θρησκεία και τη κοσµογονία - τη κοσµολογία ενός πολιτισµού. Με τον όρο "Κοσµολογία" εννοούµε µια «Συµπαντική» αντίληψη της φύσης σε µια ορισµένη κοσµογονία και σύµφωνα µε τον Mathews είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουµε τη θεµελιώδη σηµασία της σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες: «ένα προαπαιτούµενο για την κοινωνική και ψυχολογική ακεραιότητας, εντός του εν λόγω πολιτισµού...» (Matthews, 1994:11) Μια κοσµολογία χρησιµεύει για: «τον προσανατολισµό µιας κοινότητας ως προς τον κόσµο της, µε την έννοια ότι καθορίζει για την υπό εξέταση κοινότητα, την θέση της ανθρωπότητας στο κοσµικό σχέδιο των πραγµάτων. Ένας τέτοιος!20

κοσµικός προσανατολισµός λέει στα µέλη της κοινότητας µε τους ευρύτερους δυνατούς όρους ποιοι είναι και πού βρίσκονται σε σχέση µε το υπόλοιπο της δηµιουργίας» (Matthews, 1994:12). Συνεπώς σύµφωνα µε τον Matthews «...κοσµολογία είναι ένα πολιτιστικό επιφαινόµενο: Μόλις καταλάβει τη συλλογική φαντασία, µπορεί αφενός να χρησιµεύσει στην κοινότητα βοηθώντας την να ξεπεράσει περιόδους υλικής αντιξοότητας, ή αφετέρου να µην την υπηρετεί υπονοµεύοντας το ηθικό της ακόµα και όταν οι υλικές συνθήκες βελτιώνονται και να επιτρέπουν την επέκταση. Μια καλή κοσµολογία, µε άλλα λόγια, είναι καλή για τους οπαδούς της ενώ αντίστοιχα µια κακή έχει επιφέρει µε προβλέψιµο τρόπο το αντίθετο αποτέλεσµα.» (Matthews, 1994:13) Όπως θα δούµε στην περίπτωση της Ιαπωνίας, µερικές φορές δηµιουργούνται «ιεραρχίες» του φυσικού κόσµου. «Η φύση όπως αυτή θωρείται από τον άνθρωπο µέσα από ένα φίλτρο γνώσης των πεποιθήσεων και σκοπών και είναι σε συµφωνία µε τις δικές τους εικόνες για τη φύση, παρά της ίδιας της πραγµατικής δοµής της φύσης στην οποία δρουν. Ωστόσο, είναι πάνω στην ίδια τη φύση που δρουν και είναι η ίδια η φύση που δρα επάνω τους, ανατρέφοντας ή καταστρέφοντάς τους.» (Rappaport, 1979:97). Με αυτή την έννοια µας οι εικόνες µας για τη φύση και η πραγµατική δοµή των οικοσυστηµάτων των οποίων είµαστε µέρος, µπορεί να είναι προβολές των κοινωνικών δοµών που αλληλοεπιδρούν µεταξύ τους, λαµβάνοντας υπόψη τη σύνδεση της «πολιτικής» (ή εναλλακτικά της διοίκησης) και της θρησκείας.!21

Ο Levi Strauss απαντάει στη µελέτη του για τις καθολικές δοµές της ανθρώπινης σκέψης και της κοινωνικής ζωής, προσπαθώντας να αποκαλύψει µια γραµµατική του νου, ένα είδος δοµικής γλωσσολογίας, µιας καθολικής ψυχολογίας µε γενετική βάση, η οποία γεννά κοινωνικές δοµές (είναι επίσης ένας από τους ιδρυτές του στρουκτουραλισµού). (Lévi-Strauss, 1958) Τα στοιχεία της εθνολογίας αποδεικνύουν ότι όχι µόνο η γνώση µας, αλλά και τα συναισθήµατά µας είναι αποτέλεσµα της κοινωνικής µας ζωής και της ιστορίας των ανθρώπων στους οποίους ανήκουµε. Ως εκ τούτου, µας δίνει τη δυνατότητα να δούµε τον δικό µας πολιτισµό αντικειµενικά. (Boass, 1940:40) Ο παρατηρητής ως επί το πλείστο εξετάζει τα δρόµενα των πολύπλοκων τυπικών, τα οποία -ο παρατηρητής νοµίζει- ότι δεν έχουν καµία επίδραση, καµία πρακτική χρησιµότητα. (Klass, 1995:3) Η ακολουθία των ανθρώπινων σχέσεων γεννούν και αναπαράγουν τον πολιτισµό, ο οποίος ακριβώς όπως ένα σύστηµα γλωσσικής αναγνώρισης λειτουργεί ως ένα σύστηµα καθορισµού του τι είναι σωστό, τι είναι καλό ή του πώς πρέπει να κάνουµε κάτι. Από τις µελέτες των ανθρωπολόγων προκύπτει το τεκµηριωµένο συµπέρασµα ότι τόσο οι άνθρωποι που πιστεύουν και ακολουθούν τις πρακτικές µιας οποιασδήποτε θρησκείας είναι απόλυτα ευφυείς, όσο και µη ευφυείς (ακολουθώντας τις αναλογίες οποιουδήποτε πληθυσµού), καθώς και εξίσου προικισµένη µε την αντίληψη, τη διορατικότητα, και την κριτική ικανότητα κάθε ανθρώπου. (Klass, 1995:6)!22

Η έννοια της Θρησκείας συµπεριλαµβάνει όλες τις ανθρώπινες προσπάθειες για να εξηγήσει, να ερµηνεύσει, να προβλέψει και να ελέγξει τα φαινόµενα και τα γεγονότα, παρέχοντας ένα έδαφος για τις εκδηλώσεις του τυχαίου. Η θρησκεία εµπεριέχει τις συναισθηµατικές αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στο µεγαλείο του σύµπαντος και στις επιπτώσεις που έχουν επάνω στον ίδιο η ασθένεια, ο θάνατος των αγαπηµένων τους, καθώς και η θνησιµότητά του ίδιου. Η θρησκεία επιπρόσθετα περιλαµβάνει εκείνους τους µηχανισµούς που χρησιµεύουν για την απελευθέρωση του ψυχολογικού στρες και την έκφραση της εσωτερικής σύγκρουσης, χρησιµοποιώντας τις εγγενείς τάσεις του ανθρώπου προς την τελετουργική συµπεριφορά. Η θρησκεία χρησιµεύει τόσο για τον συµβολισµό και την έκφραση µιας αίσθησης ενότητας σε µια κοινωνία αλλά και την αίσθηση του διαχωρισµού ή της διαφοροποίησης από άλλες οµάδες ανθρώπων. (Klass, 1995:15) Συνεπώς, µέσα από όλους τους προαναφερθέντες τρόπους παρέχει το νόηµα, το σκοπό, την ικανοποίηση και την τάξη σε ένα χαοτικό, σε διαφορετική περίπτωση, σύµπαν. (Klass, 1995:16) Σύµφωνα µε τον Paul Radin σε σχέση µε την έννοια της θρησκείας: «Μπορούµε µε ασφάλεια να επιµείνουµε στο ότι αποτελείται από δύο µέρη: το πρώτο ένα εύκολα προσδιορίσιµο, αν και µη συγκεκριµένο συναίσθηµα. Και το δεύτερο: ορισµένες πράξεις, έθιµα, πεποιθήσεις και αντιλήψεις που σχετίζονται µε αυτό το συναίσθηµα. Η πεποίθηση που είναι η πλέον άρρηκτα συνδεδεµένη!23

µε το συγκεκριµένο συναίσθηµα είναι η πίστη σε πνεύµατα έξω από τον άνθρωπο τα οποία αντιλαµβάνεται ως ισχυρότερα από τον ίδιο και τα οποία ελέγχουν όλα τα στοιχεία της ζωής στα οποία δίνει τη µεγαλύτερη σηµασία.» (Radin, 1957:3) Ενώ για τον Durkheim η θρησκεία είναι ένα ενιαίο σύστηµα πεποιθήσεων και πρακτικών σε σχέση µε τα ιερά πράγµατα, δηλαδή τα πράγµατα που παραγκωνίζονται και απαγορεύονται, οι πεποιθήσεις και πρακτικές που ενώνουν σε µια ενιαία ηθική κοινότητα όλους όσους είναι πιστοί σε αυτές, ονοµάζεται εκκλησία,. (Klass, 1995:20) Στη θεώρηση του Spiro κάθε ορισµός πρέπει να αρχίσει αποτελώντας µια υπόθεση που να επιδέχεται τις διαπολιτισµικές δοκιµές. Δεδοµένου ότι η θρησκεία είναι ένας όρος µε ιστορικά ριζωµένους προσδιορισµούς, ένας επιλεγµένος ορισµός της πρέπει να ικανοποιεί όχι µόνο το διαπολιτισµικό κριτήριο εφαρµογής, αλλά και το κριτήριο της ενδοπολιτισµικής διαισθητικότητας. (Klass, 1995:21) Οι ορισµοί που µας παρέχει το λεξιλόγιό µας για να µας δώσει τη δυνατότητα να διαχωρίσουµε τη σφαίρα της θρησκείας από τις υπόλοιπες του πολιτισµού, του φυσικού και του υπερφυσικού, είναι λίγοι και περιοριστικοί. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι λαοί κάνουν κάποια διάκριση ανάµεσα στα αντικείµενα, τις πεποιθήσεις και τα γεγονότα της καθηµερινότητας, και σε εκείνα που υπερβαίνουν το συνηθισµένο κόσµο. Χρησιµοποιώντας αυτή τη διάκριση λοιπόν, όπως και άλλοι έχουν κάνει κατά το παρελθόν, θα ορίσουµε!24

τη θρησκεία ως τις ιδέες, τις στάσεις, τις πεποιθήσεις και τις πράξεις που αναφέρονται στο υπερφυσικό. (Norbeck 1961:11) Ακόµη και η έννοια του «ιερού» ή του «ξεχωριστού» δεν ικανοποιούν την ανάγκη για ένα σαφή και αποδεκτό προσδιορισµό των ιερών. Ο Norbeck ασχολείται µε αυτό, προσπαθώντας να προσδιορίσει την αντίθεση µε το επιφανειακό. Ωστόσο, δυστυχώς υπάρχει βεβαιότητα ως προς την γνησιότητα των θέσεων του πάνω σε αυτό (Klass, 1995:22). Ως τελικό συµπέρασµα µπορεί να διατυπωθεί το εξής: η θρησκεία αποτελεί ένα σύνολο πεποιθήσεων και πρακτικών, που συνδέονται µε σύµβολα και τις αλληλεπιδράσεις (µεταξύ αυτών και µεταξύ των ανθρώπων και άλλων οντοτήτων, για τις οποίες οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι είναι ικανές για µια τέτοια αλληλεπίδραση) που ασχολούνται µε τα ακόλουθα: Εξήγηση, κατανόηση και συνοχή Ανακούφιση από ψυχολογική πίεση, στρες Απελευθέρωση και διοχέτευση των συναισθηµάτων Κοινωνική συνοχή Αίσθηµα αποτελεσµατικότητας και ικανότητα να αντιµετωπιστεί η ασθένεια, ο θάνατος και σε γενικές γραµµές η δυστυχία!25

Διατήρηση µιας αίσθησης της τάξης, µε συνεχή αντιµετώπιση και εξουδετέρωση της αδυναµίας, του τυχαίου, της έλλειψης νοήµατος και του χάους. Η θρησκεία είναι ένας θεσµός που εκδηλώνεται σε συγκεκριµένα συστήµατα πεποιθήσεων και πρακτικών. Συνεπώς, ως λειτουργικός της ορισµός µπορεί να αναφερθεί ο εξής: Θρησκεία σε µια δεδοµένη κοινωνία, είναι εκείνη η θεσµοθετηµένη διαδικασία αλληλεπιδράσεων µεταξύ των µελών αυτής της κοινωνίας -καθώς επίσης ανάµεσα σε αυτά και στο σύµπαν γενικότερα, όπως το αντιλαµβάνονται σε σχέση µε το πώς δηµιουργήθηκε- το οποίο τους παρέχει νόηµα, συνοχή, κατεύθυνση, ενότητα, ανακούφιση και τον οποιονδήποτε βαθµό ελέγχου αντιλαµβάνονται ως εφικτό, επάνω στα διάφορα γεγονότα της καθηµερινής ζωής. (Klass, 1995:38) Η παραπάνω ανάλυση αποτελεί ένα πρώτο βήµα στη δηµιουργία ενός ελάχιστου πλαισίου αποδοχής σχετικά µε το τι θα µπορούσε να είναι η θρησκεία. Ωστόσο, πριν προχωρήσουµε στο επόµενο επίπεδο ανάλυσης, θα πρέπει πρώτα να προσπαθήσουµε να µελετήσουµε τη γενική εικόνα του συνόλου που αποκαλείται συνήθως αυτόχθονες θρησκείες της Ιαπωνίας. Αυτό θα µας βοηθήσει να αναγνωρίσουµε εντός του συγκεκριµένου πλαισίου, µερικές από τις έννοιες που προαναφέρθηκαν στο παρόν κεφάλαιο.!26

2 Οι θρησκείες της Ιαπωνίας 2.1 Σιντοϊσµός (Σίντο) Κατά µία έννοια η θρησκεία του Σιντοϊσµού υπογραµµίζει όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις στην Ιαπωνία. Παρ 'όλα αυτά, το Σίντο, ο Βουδισµός και ο Κοµφουκιανισµός απευθύνονται κάθε φορά σε έναν συγκεκριµένο τοµέα της ζωής. Οι Ιάπωνες εµφανίζουν µια θρησκευτική ιδιαιτερότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από µια πολυπολιτισµική σύνθεση των θρησκευτικών τους πιστεύω και πρακτικών. Έτσι, βασίζονται στις τελετουργίες του Σίντο όσον αφορά τη γέννηση, αναπτύσσουν τις ηθικές τους αρχές µέσα από τις διδασκαλίες του Κοµφούκιου, συνήθως παντρεύονται σε ναούς του Σίντο (αν και σήµερα πολλοί κάνουν το γάµο τους πλέον και σε χριστιανικές εκκλησίες, χωρίς να χρειάζεται ωστόσο να βαπτιστούν Χριστιανοί), ενώ τέλος απευθύνονται σε βουδιστικούς ναούς για να πραγµατοποιήσουν τις τελετές των κηδειών του. (Oxtoby, 2002:357)!27

Για τον Σιντοϊσµό δεν είναι γνωστή η ύπαρξη κάποιου συγκεκριµένου ιδρυτή του, αλλά βασίζεται στη θεµελιώδη πεποίθησή ότι υπάρχουν κάποιες πνευµατικές οντότητες οι οποίες διέπουν το φυσικό κόσµο. Τα κύρια χαρακτηριστικά του Σιντοϊσµού αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολιτισµού Yayoi (περίπου 300π.Χ-300µ.Χ) και από τις ιστορικές διαθέσιµες ενδείξεις, εξελίχθηκε κατά την τελευταία περίοδο της εποχής Kofun (tumulus era). Η εποχή Kofun διήρκεσε περίπου από το 250 µχ έως 538 µχ και διαδέχτηκε την περίοδο Yayoi. Η λέξη Kofun χρησιµοποιείται από τους Ιάπωνες για να περιγράψει ένα είδος αναχωµάτων - ενταφιασµών που χρονολογούνται από αυτή την εποχή. Η Kofun και οι επόµενοι περίοδοι Asuka µερικές φορές αναφέρονται συλλογικά ως η περίοδος Yamato. Η περίοδος Kofun είναι η παλαιότερη εποχή της καταγεγραµµένης ιστορίας στην Ιαπωνία για αυτό και η χρονολόγηση των ιστορικών πηγών της τείνει να είναι διαστρεβλωµένη. (Whitney, 1970) Η περίοδος Kofun χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του Σίντο, πριν εισέλθει στη χώρα ο Βουδισµός. Σε πολιτικό επίπεδο, ο ηγέτης µιας ισχυρής φυλής κέρδισε τον έλεγχο στο µεγαλύτερο µέρος της δυτικής Honshū και το βόρειο ήµισυ της Kyūshū και τελικά δηµιούργησε τον αυτοκρατορικό οίκο της Ιαπωνίας. Πρόκειται για µια πολιτισµική περίοδο στην ιστορία της Ιαπωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονα τοπικά και εθνογραφικά στοιχεία, την άνοδο της φυλής Yamato, την αντίληψη περί της θειότητας και λατρείας των προγόνων και της λατρείας της θεότητας «Αµατεράσου» ( 天照, Amaterasu-ōmikami) που!28

στην ιαπωνική µυθολογία και στη θρησκεία του Σίντο είναι η θεότητα του ήλιου και των ουρανών. Στον αρχαίο Σιντοϊσµό συνυπάρχει µια θετική στάση απέναντι στη φύση και τη ζωή. Αυτό που χρειάζεται κάθαρση είναι η ρύπανση, και ιδιαίτερα αυτού του είδους η ρύπανση που σχετίζεται µε την αποσύνθεση, αλλά και µε τις ουσίες που διαχωρίζονται ή αποβάλλονται από το ανθρώπινο σώµα. Στο κλασσικό Σίντο δεν υπάρχει η έννοια της αµαρτίας. (Oxtoby, 2002:380) Αντιθέτως ισχυρή είναι η έννοια της αισθητικής και της αρµονίας. Έτσι, η Ιαπωνία κατάφερε να συνδεθεί και να αναπτύξει τέχνες όπως η ανθοδετική, η τελετή του τσαγιού αλλά και οι πολεµικές τέχνες που τονίζουν την αξία της αρµονίας των κινήσεων όπως η ιαπωνική ξιφοµαχία. (Sansom, 1958) Σε κάθε περίπτωση και έκφανση της καθηµερινής πρακτικής, των τεχνών αλλά και των ηθικών αξιών δίνεται µέγιστη προτεραιότητα στην τελετουργική καθαρότητα. Η ορθή τελετουργική συµπεριφορά είναι στενά συνυφασµένη µε την έννοια της καθαρότητας που αναφέρθηκε παραπάνω. Στην αφήγηση της δηµιουργίας του κόσµου στην αρχή του «πυλώνα της γης», η Izanami µιλάει πρώτη. Δεδοµένου ότι αυτό αποτέλεσε ένα τελετουργικό αδίκηµα, τελετουργικό προκαλείται µια αρνητική συνέπεια στον πρώτο απόγονο της, ο οποίος τελικά γεννιέται ως µια βδέλλα και η διαδικασία της δηµιουργίας αναγκάζεται να ξεκινήσει από την αρχή. Τη δεύτερη φορά, ο Izanagi, το αρσενικό µιλάει πρώτο, οπότε από την ένωσή τους αυτή τη φορά!29

γεννιούνται το ιαπωνικό αρχιπέλαγος και το υπόλοιπο της δηµιουργίας. (Oxtoby, 2002:377) Ο συγγραφέας του Kojiki, ο οποίος πιθανολογείται να είναι ο Ono Yasumaro. Motoori Norinaga (1730-1800) είναι ο µεγαλύτερος λόγιος του Σίντο, και θεωρείται υπεύθυνος για το κίνηµα Kokugaku. Εµπνεύστηκε από τον βουδιστή µοναχό Keichu του Kamo no Mabuchi (1697-1769) ο οποίος προσπάθησε να προσδιορίσει την ιαπωνική εθνική ταυτότητα κάνοντας αναφορά σε αρχαία κείµενα Σίντο. Ο Motoori πίστευε ότι η κινεζική επιρροή, συµπεριλαµβανοµένου και του βουδισµού κατάφερε για µεγάλο διάστηµα να επισκιάσει τον ιαπωνικό χαρακτήρα. Έτσι, το αντι-κινεζικό συναίσθηµα και η έντονη σηµασία του Kami (της θείας οντότητας) ήταν τα θεµελιώδη στοιχεία του κινήµατος Kokugaku καταφέρνοντας να επηρεάσουν σηµαντικά τις πολιτικές των Meiji. Η προσπάθεια των Ιαπώνων φιλοσόφων του kokugaku να εκδιώξουν τις ξενόφερτες αξίες και τα πολιτισµικά στοιχεία βοήθησαν στην ανάπτυξη του εθνικού Σιντοϊσµού ως συστατικού στοιχείου της ιαπωνικής εθνικής ταυτότητας. (Littleton, 2002:49-50) Βασίζοντας τη θεωρία τους πάνω στην έρευνα και ανάγνωση του Kojiki και άλλων κλασσικών αρχαίων σιντοϊστικών κειµένων υπέδειξαν την ανωτερότητα της θεότητας Amaterasu, ενσωµατώνοντας στην εθνική ιαπωνική ταυτότητα την αντίληψη περί της θεϊκής καταγωγής του αυτοκράτορα ως αυθεντικού άµεσου απογόνου της θεάς. Οι Ιάπωνες αντιλαµβάνονταν πλέον την καταγωγή τους!30

ως θεϊκή και το νέο αυτό εθνικό δόγµα ενίσχυε την αντίληψη περί ανωτερότητάς τους - ως τα παιδιά των θεών (Littleton, 2002:49-50) Με την αποκατάσταση της δυναστείας των Meiji, η νέα κυβέρνηση εκµοντέρνισε την πολιτική και την οικονοµία της Ιαπωνίας και η ολιγαρχία των Meiji θέλησε να ενισχύσει αυτές τις αλλαγές µέσω της ενίσχυσης του αισθήµατος της εθνικής ενότητας και µιας ενιαίας πολιτισµικής ταυτότητας. Έτσι, ο εθνικός Σιντοϊσµός αποτέλεσε το αντίβαρο στον εισαγόµενο Βουδισµό του παρελθόντος και στον δυτικό χριστιανισµό της τότε εποχής. Ως βασική ηθική αρχή του εθνικού Σίντο αναδεικνύεται η ανωτερότητα της έννοιας της «οµάδα αλληλεγγύης» απέναντι στην «ατοµική ταυτότητα». Το άτοµο ως µονάδα δεν έχει αξία µπροστά στην αξία του «ανήκειν» και «υπηρετείν» µια οµάδα οικογένεια την οποία προστατεύει και υπακούει. Ως συνέπεια, στην οικογένεια οµάδα που ανήκει, οι πρόγονοι αποκτούν θεϊκή υπόσταση και λατρεύονται ως υπέρτατη αξία, αίσθηση που µετατίθεται από την οικογένεια, στη φυλή και στη συνέχεια στο έθνος και στον αυτοκράτορα (Littleton, 2002:49-50) Το 1890, η λατρεία του αυτοκράτορα και η πίστη στο έθνος εισήχθησαν και στην εκπαίδευση του κράτους, καθώς οι µαθητές υποχρεούνταν να προσφέρουν τους εαυτούς τους στο έθνος και στην προστασία της αυτοκρατορικής οικογένειας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το γεγονός ότι µοιράστηκαν µικρές εικόνες του αυτοκράτορα για προσωπική λατρεία.!31

Όλες αυτές οι θρησκευτικές πρακτικές, που είχαν τη βάση τους στο ανανεωτικό Σιντοϊστικό κίνηµα, χρησιµοποιήθηκαν µε σκοπό την ενίσχυση της εθνικής αλληλεγγύης, µέσα από την πατριωτική τακτική και την υποχρεωτική παρακολούθηση των τελετουργικών σε ναούς και έδωσαν στον γιαπωνέζικο προπολεµικό εθνικισµό µια αίσθηση µυστικισµού και πολιτιστικής εσωστρέφειας. Η λατρεία του αυτοκράτορα ως το κέντρο του κόσµου και της δηµιουργίας, ερµηνεύτηκε αργότερα από τους στρατιωτικούς φορείς ως αναγκαιότητα για τον εδαφικό επεκτατισµό της Ιαπωνίας κατά τον 2 ο Σινο-ιαπωνικό πόλεµο, όπου και η φιλοσοφία hakko ichiu ( 紘 宇 ) έγινε ιδιαίτερα δηµοφιλής. Στον πυρήνα της Θεολογίας του Σίντο βρίσκεται η ιδέα της «wa» της αρµονίας και του καλού. Σε περίπτωση ανοχής απέναντι σε κάθε είδους κοινωνικής µη συµµόρφωσης θα προκαλούσε Χάος. Βασική είναι η ιδέα για τη διατήρηση του «tatemae» δηλαδή της αξιοπρέπειας, του «καθαρού προσώπου» ενός ατόµου στην κοινωνία: Η ηθική στρέφεται περισσότερο γύρω από την έννοια της ντροπής παρά στην έννοια της ενοχής. (Littleton, 2002:58) Σε περίπτωση ατίµωσης της αξιοπρέπειας ενός ατόµου, η εξιλέωση µπορεί να γίνει µε διάφορους τρόπους και εφόσον αυτή επιτευχθεί η ντροπή παύει να υφίσταται και το βάρος που έχει επιφέρει αναιρείται. (Littleton, 2002:59)!32

Ο εξαγνισµός ή αλλιώς κάθαρση της ψυχής είναι το κλειδί για την επίτευξη της ισορροπίας και επιτυγχάνεται µέσα από την αρµονία (Littleton, 2002:61) Για αυτό υπάρχει πλήθος πρακτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη της ισορροπίας και της αρµονίας στον Σιντοϊσµό. Πρόκειται για πρακτικές ανανέωσης και πολλοί ναοί µάλιστα είναι αφιερωµένοι στην έννοια της ανανέωσης. (Littleton, 2002:62) Στον Σιντοϊσµό δίνεται ελάχιστη έµφαση στο φαινόµενο του θανάτου ή και στην αναζήτηση µιας µετά θάνατον ζωής. Παρόλα αυτά στο Σίντο επιβεβαιώνεται η πεποίθηση ότι η ψυχή του νεκρού συνεχίζει να ασκεί επιρροή στη ζωή των ζωντανών, πριν αυτή συγχωνευτεί µε την προγονική της θεότητα. (Littleton, 2002:89) Πρόκειται για µια θρησκεία που αναφέρεται στη ζωή και που αφορά στο «εδώ και στο τώρα». Βασίζεται στην αρχή «Do ut des» που µεταφράζεται από τα λατινικά ως «δούναι και λαβείν». Αυτό σηµαίνει ότι οι ζωντανοί σέβονται και τιµούν τους νεκρούς προγόνους τους και σε αντάλλαγµα οι πρόγονοί τους ευλογούν και προστατεύουν τα σπίτια και τις ζωές των απογόνων τους. Στη θρησκεία του αρχαίου Σίντο δεν υπάρχει κάποιο µέρος που να θυµίζει την κόλαση ή τον Άδη. Υπάρχει ένα µέρος µε την ονοµασία Yomi Yomi no kuni ( 黄 泉 ή 黄泉の国 ) που είναι η ιαπωνική λέξη για τη γη των νεκρών. 1 1 Basic Terms of Shinto, Kokugakuin University, Institute for Japanese Culture and Classics, Tokyo 1985!33

Σύµφωνα µε τη µυθολογία του Σίντο, όπως αναφέρεται στο Kojiki, αυτό είναι το µέρος όπου πηγαίνουν να κατοικήσουν οι νεκροί και εκεί σαπίζουν επ αόριστο. Από τη στιγµή που κάποιος φάει εντός του Yomi είναι αδύνατον να επιστρέψει στη γη των ζωντανών. Το Yomi είναι συγκρίσιµο µε τον Άδη ή την κόλαση και είναι γνωστό και στην ιαπωνική µυθολογία, καθώς εκεί κατέφυγε η Izanami µετά το θάνατό της, ενώ ο Izanagi την ακολούθησε εκεί και µετά την επιστροφή του ο ίδιος πλύθηκε, δηµιουργώντας έτσι τις θεότητες Amaterasu, Susanoo και Tsukuyomi no Mikoto. Αυτό το βασίλειο των νεκρών φαίνεται να έχει γεωγραφική συνέχεια µε αυτόν τον κόσµο και σίγουρα δεν µπορεί να θεωρηθεί ως ένας παράδεισος τον οποίο κάποιος θα φιλοδοξεί, αλλά ούτε µπορεί να χαρακτηριστεί ως κόλαση στην οποία θα υποφέρει ως τιµωρία για τις πράξεις του παρελθόντος. Στην πραγµατικότητα, όλοι ανεξαρτήτως οι νεκροί συνεχίζουν να υπάρχουν αέναα εδώ µε µια σκοτεινή και µυστηριώδη ύπαρξη, ανεξάρτητα από την πρότερη καλή ή κακή συµπεριφορά τους στη ζωή. Πολλοί µελετητές πιστεύουν ότι η εικόνα του Yomi προήλθε από τους αρχαίους ιαπωνικούς τάφους, στους οποίους πτώµατα έµειναν για κάποιο χρονικό διάστηµα για να αποσυντεθούν. Η ψυχή (tama) περιφέρεται 33 χρόνια στο Yomi, έως ότου ενώνεται µε τη θεότητα (kami) της οικογένειάς του, και έτσι χάνει την ατοµική ταυτότητα. Ο πληθυσµός δεν φαίνεται να εντοπίζει οποιαδήποτε αντίφαση µεταξύ της πεποίθησης που αφορά στο «Kami-Tama» και στο σχήµα της Κρίσης στον Βουδισµό.!34

Στην Ιαπωνία είναι πολύ διαδεδοµένες και διάφορες προλήψεις που αφορούν τους νεκρούς όπως αυτή που αφορά στα «obake» ( お化け ) ή στα bakemono ( 化け物 ), τα οποία είναι ένα είδος Yōkai ( 妖怪 ), µιας τάξης υπερφυσικών τεραττοειδών υπάρξεων που υπάρχουν στην ιαπωνική παράδοση. Τα obake, είναι ανήσυχα πνεύµατα, τα οποία επειδή υπέφεραν εν ζωή, ίσως είχαν κάποιο φριχτό θάνατο ή ντροπιάστηκαν εν ζωή, συνεχίζουν να κυκλοφορούν ανάµεσα στον ζωντανό κόσµο αναζητώντας εκδίκηση. (Littleton, 2002:90-95) Γνωστή είναι η ιστορία του λόγιου και συγγραφέα του 19ου αιώνα, Sugawara no Michizane, ο οποίος κατηγορήθηκε για απάτη και πέθανε αργότερα εξόριστος, στοιχειώνοντας επί χρόνια την περιοχή µε καταστροφές και θανατηφόρες µάστιγες, έως ότου ανακηρύχθηκε θεότητα (kami) (Coogan et al., 2005). Αντίστοιχος είναι ο λόγος ύπαρξης των bakemono τα οποία εµφανίζονται συνήθως µε τη µορφή ζώων όπως η αλεπού (kitsune), το ρακούν (tanuki), ο ασβός (mujina), η γάτα (bakeneko), ή ακόµα και ως πνεύµα φυτών όπως η Δρύς (kodama), ή οποιοδήποτε άψυχο αντικείµενο, το οποίο δύναται να διαθέτει ψυχή στο Σίντο ή σε οποιαδήποτε άλλη ανιµιστική παράδοση. 2.1.1 Τα πνευµατικά ρεύµατα του Σιντοϊσµού!35

2.1.1.1 Το Ryōbu Σίντο (Dual Shinto) Η περίοδος Muromachi ( 室町代 ), επίσης γνωστή ως εποχή Muromachi, ή εποχή Ashikaga, είναι µια περίοδος της ιαπωνικής ιστορίας που εκτείνεται περίπου από το 1337 έως το 1573. Η περίοδος αυτή σηµατοδοτεί την διακυβέρνηση του σογκουνάτου Muromachi, το οποίο ιδρύθηκε επίσηµα το 1338 από τον πρώτο Muromachi σογκούν, τον Ashikaga Takauji και έληξε το 1573. Κατά την περίοδο αυτή υπήρξε µια ανανέωση στο ενδιαφέρον για το Σίντο, το οποίο συνυπήρχε σιωπηλά µε τον Βουδισµό τους τελευταίους αιώνες. Στην πραγµατικότητα, το Σίντο, το οποίο δεν διέθετε δικές του γραφές και δεν είχε παρά µόνο ελάχιστες προσευχές, ως αποτέλεσµα του συγκερασµού των θρησκευτικών πρακτικών κατά την περίοδο Νάρα, είχε ευρέως υιοθετήσει τελετουργίες των Shingon βουδιστών. Μεταξύ του όγδοου και του δέκατου τέταρτου αιώνα, το Σίντο απορροφήθηκε σχεδόν πλήρως από τον Βουδισµό, λαµβάνοντας έτσι την ονοµασία Ryōbu Σίντο (Dual Σίντο). (Pilgrim et al, 1985) Με αυτοκρατορικές χορηγίες, χτίστηκαν σιντοϊστικά ιερά µέσα σε βουδιστικούς ναούς προς τιµήν των τοπικών θεοτήτων (kami), ενώ ταυτόχρονα βουδιστικές σούτρες ψάλλονταν µέσα σε ιερά του Σίντο, αναπτύσσοντας έτσι το σύστηµα Jinju-ji σύστηµα (δηλαδή ενσωµάτωση ενός µικρού ναού εντός µεγαλύτερων ιερών)!36

Καθώς οι θεοί του Σίντο λατρεύονταν παράλληλα µε τον Βούδα και τον Μποντισάτβα, οι βουδιστές άρχισαν να υιοθετούν την πεποίθηση ότι οι Kami του Σίντο ήταν εκδηλώσεις των συµπαντικών βουδιστικών δυνάµεων. Όλες οι σηµαντικές θεότητες Kami ταυτίστηκαν αντίστοιχα µε έναν Βούδα ή έναν Μποντισάτβα. (Oxtoby, 2002) Οι µογγολικές εισβολές στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα, όµως, αφύπνισαν µία εθνική συνείδηση σε σχέση µε τον ρόλο του kamikaze στον αγώνα για την νίκη του εχθρού. Λιγότερο από πενήντα χρόνια αργότερα (1339-1343), ο Kitabatake Chikafusa (1293-1354), επικεφαλής διοικητής των δυνάµεων του Νότου, έγραψε το Jinno Shōtōki. Σε αυτό το χρονογράφηµα τόνισε τη σηµασία της διατήρησης της θεϊκής γραµµής καταγωγής από την θεότητα Amaterasu στον εκάστοτε εν ζωή αυτοκράτορα. Αυτή η παραδοχή προσέδωσε στην Ιαπωνία µια συγκεκριµένη ιδιαίτερη εθνική πολιτεία (Kokutai). Εκτός από την ανάδειξη της έννοιας του αυτοκράτορα ως εν ζωή θεότητες, το Jinnō shōtōki παρείχε µια Σιντοϊστική εκδοχή της ιστορίας, στην οποία τονίζεται η θεία φύση σε όλα όσα συνδέονται µε την Ιαπωνία, και κυρίως επισηµαίνεται η πνευµατική υπεροχή της χώρας έναντι της Κίνας και της Ινδίας. (Pilgrim et al, 1985) Ως αποτέλεσµα, επήλθε σταδιακά µια αλλαγή στην ισορροπία µεταξύ της Ryōbu Σίντο και του Βουδισµού σε σχέση µε τις θρησκευτικές πρακτικές. Μεταξύ του δέκατου τέταρτου και δέκατου έβδοµου αιώνα, το Σίντο κατάφερε να αναδειχθεί ως το κύριο σύστηµα πεποιθήσεων, αναπτύσσοντας πλέον τη!37

δική του φιλοσοφία και γραφή (αν και αυτή βασίζονταν στον Κοµφούκιο και στους βουδιστικούς κανόνες), και κατέστη έτσι ένα πανίσχυρο εθνικιστικό ηγετικό εργαλείο. (Littleton, 2002) 2.1.1.2 Σίντο και εθνική ταυτότητα - µια παραφωνία στην εθνική ενσωµάτωση Το κίνηµα kokugaku ( 国学 ) ήταν µια Εθνική αναγέννηση, µια ιαπωνική φιλολογική και φιλοσοφική σχολή, η οποία βρίσκει τις ρίζες κατά τη διάρκεια της περιόδου Tokugawa. Οι λόγιοι του Kokugaku εργάστηκαν για να επικεντρώσουν εκ νέου την ιαπωνική λόγια κοινότητα στη µελέτη των αρχαίων κλασσικών ιαπωνικών κειµένων και να την αποµακρύνουν από τη µελέτη των κινεζικών, κοµφουκιανικών, και βουδιστικών κειµένων. (Sansom, 1961) Αντλώντας σε µεγάλο βαθµό υλικό από το Σίντο και την αρχαία λογοτεχνία της Ιαπωνίας, η σχολή αυτή ανέτρεξε στο παρελθόν αναζητώντας τη χρυσή εποχή της ιαπωνικής κουλτούρας και της κοινωνίας. Έφεραν ξανά στην επιφάνεια την αρχαία ιαπωνική ποίηση, και άλλα πολιτιστικά επιτεύγµατα µε σκοπό την επίκληση στο ιαπωνικό συναίσθηµα και τη δηµιουργία του ιαπωνικού συγκινησιακού αισθήµατος.!38

Ένα διάσηµο «συναίσθηµα» που επικαλέστηκαν οι kokugakusha είναι το «mono no aware» ( 物の哀れ ), το οποίο µεταφράζεται ως το «πάθος των πραγµάτων» και χρησιµοποιήθηκε για να αποδώσει την έννοια της αντίληψης της µη µονιµότητας των πραγµάτων. Τελικά οι στοχαστές του kokugaku κατάφεραν να κατακτήσουν την εξουσία και να ασκήσουν κυρίαρχη επιρροή στην ιαπωνική κοινωνία. Αργότερα, ήταν η φιλοσοφία τους, µεταξύ άλλων, που οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση των Tokugawa το 1868 και την επακόλουθη αποκατάσταση των Meiji. (Littleton, 2002) Σύµφωνα µε τον David Margarey Earl, το Kokugaku καθόρισε ότι ο ιαπωνικός εθνικός χαρακτήρας ήταν από τη φύση του αγνός και θα αποκάλυπτε το µεγαλείο του µόλις αποµακρυνθούν οι ξένες (Κινέζικες) επιρροές. Η «κινεζική καρδιά» ήταν διαµετρικά αντίθετη και διαφορετική από την «αληθινή καρδιά» ή «ιαπωνική καρδιά», και αυτό το αληθινό ιαπωνικό πνεύµα έπρεπε να αποκαλυφθεί, αποτινάσσοντας από επάνω του χίλια χρόνια βλαπτικής κινεζικής µάθησης. (Margarey, 1964:67) Έτσι, από τον 17ο αιώνα και µετά, τα αρχαιολατρικά και πατριωτικά συµφέροντα συνδυάζονται µεταξύ τους µέσα από την έµφαση της πολιτιστικής αλλαγής. Το χρέος προς την Κίνα αντικαθίσταται από το αίσθηµα υπερηφάνειας για αυτό που ήταν αρχικά και ξεχωριστά ιαπωνικό: Η αρχαία ιαπωνική κοινωνία και ιστορία!39

Η αρχαία ιαπωνική ποίηση και µυθολογία Η αµόλυντη αρχαία παράδοση του Σίντο (Sansom, 1961) Ο Ishida Baigan κατάφερε να αναπτύξει µια θρησκευτική παράδοση που ονοµάζεται Shingaku («Καρδιακή µάθηση»), διατυπώνοντας έναν «τρόπο» για αστούς και αγρότες. Επρόκειτο για ένα αµάλγαµα ιδεών από τις διδασκαλίες του Κοµφούκιου, του Σίντο και του Βουδισµού. Το Shingaku προώθησε την καλλιέργεια του εαυτού, εκτιµώντας ιδιαίτερα την εκτέλεση των καθηκόντων, δίνοντας έµφαση έτσι στη συνετή και πειθαρχηµένη ζωή και στην αξία της εργασίας Οι ιδέες του Ishida θεωρούνται ως µια ιαπωνική έκδοση της «προτεσταντικής ηθικής». Ενσωµατώνοντας τις αρχές του Σίντο περί θειότητας και λατρείας των προγόνων, καθώς επίσης τη θεϊκή καταγωγή του αυτοκράτορα και τις αξίες της υπακοής και της θυσίας υπέρ της προστασίας της οικογένειας και του έθνους, το Σίντο αποτέλεσε τον κύριο µοχλό που διαµόρφωσε το πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. (Oxtoby, 2002) 2.1.1.3 Το Koku shinto ( 国绅道 )!40

Η πίστη στον αυτοκράτορα ως υπέρτατη αξία επέζησε για χρόνια στην Ιαπωνία ακόµα και µετά την αποκατάσταση των Meiji, µε τη µορφή του Koku shinto ( 国 绅道 ). (Oxtoby, 2002) Πρόκειται για µια χρηστική µορφή της θρησκείας, παρά για µια εναλλακτική θρησκευτική µορφή του Σίντο. Εφαρµόστηκε κατά την αποκατάσταση των Meiji και ήταν ένα σύστηµα εξουσίας επί των θρησκειών. Ορίστηκε από την κυβέρνηση και καταργήθηκε µετά το 1945 µε το τέλος του Β' Παγκοσµίου Πολέµου και την ήττα των δυνάµεων του άξονα, στις οποίες συµπεριλαµβανόταν και η Ιαπωνία. Ο θεϊκής καταγωγής αυτοκράτορας λατρεύονταν πλέον σύµφωνα µε τους κυβερνητικούς κανονισµούς και το δόγµα της φυλετικής ανωτερότητας των ιδεολογικών µορφωµάτων του ναζισµού και του φασισµού έβρισκε την απόλυτη έκφρασή της στη θεωρία περί θεϊκής καταγωγής των Ιαπώνων, και ως εκ τούτου της φυσικής ανωτερότητάς του έναντι των ιστορικών εχθρών τους δηλαδή της Κίνας. (Pilgrim et al, 1985) Ως άµεση συνέπεια, ιδεολογικά ο εθνικιστικός Σιντοϊσµός που κυριαρχεί αυτή την εποχή έκανε πρόσφορο το πεδίο για συνεργασία της Ιαπωνίας µε τις δυνάµεις του άξονα, µε σκοπό την απόδειξη της ανωτερότητας της Ιαπωνίας απέναντι στην Κίνα, της οποίας τη σκιά είχε χρέος να αποτινάξει σύµφωνα µε τη φιλοσοφία των λογίων του Kokugaku, οι οποίοι υποστήριζαν ότι µόνο µέσα από την πάταξη της Κίνας θα µπορούσε να κυριαρχήσει η Ιαπωνία όπως όφειλε λόγω της θεϊκής καταγωγής της.!41

Σήµερα η έννοια της αυτοκρατορικής οικογένειας σε σχέση µε το Σίντο είναι διαφορετική από την ιδεολογία της θεότητας του αυτοκράτορα. (Oxtoby, 2002:385) Ο Αυτοκράτορας ( 天皇 ), στα ιαπωνικά λέγεται tennō που αποδίδεται ως «ουράνιος κυρίαρχος» της Ιαπωνίας (αναφέρεται επίσης και ως Mikado 帝 ). Είναι η κεφαλή του κράτους και επικεφαλής της ιαπωνικής αυτοκρατορικής οικογένειας. Επίσης είναι και η ανώτατη αρχή της θρησκείας Σίντο. Σύµφωνα µε το ισχύον σύνταγµα της Ιαπωνίας, ο αυτοκράτορας είναι το «σύµβολο του κράτους και της ενότητας του λαού». Στο Nihon Shoki ( 本書紀 ), στο οποίο γράφεται η ιαπωνική ιστορία του 8ου αιώνα, αναφέρεται ότι η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας ιδρύθηκε το 660 π.χ. από τον αυτοκράτορα Τζίµου, που σύµφωνα µε την παράδοση είχε θεϊκή καταγωγή. Μέχρι και σήµερα ο πλήρης τίτλος του αυτοκράτορα είναι «η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότης, ο Αυτοκράτωρ της Ιαπωνίας». (Pilgrim et al, 1985) Ο ρόλος του αυτοκράτορα στην Ιαπωνία έχει ιστορικά παρουσιάσει διάφορες εναλλαγές, έχοντας από εθιµοτυπικό και συµβολικό ρόλο έως και πραγµατικές κυβερνητικές αρµοδιότητες. Σήµερα, το πολίτευµα της χώρας είναι συνταγµατική µοναρχία, γεγονός που κάνει το ρόλο του καθαρά εθιµοτυπικό. Σύµφωνα µε το ισχύον σύνταγµα, «δεν πρέπει να έχει αρµοδιότητες σχετικές µε την κυβέρνηση» (άρθρο 4). Σύµφωνα µε το 3ο άρθρο του Συντάγµατος απαιτείται η συµβουλή και η έγκριση του Υπουργικού Συµβουλίου για όλες τις!42