Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία Η χριστιανική Εκκλησία ξεκίνησε την ιστορική της παρουσία στον κόσμο με τη δυναμική της ενοποιητικής εξάπλωσης σ όλη την οικουμένη, αγκαλιάζοντας αδιάκριτα λαούς, μπολιάζοντας πολιτισμούς και παραδόσεις ή παραμερίζοντας προηγούμενες θρησκευτικές αντιλήψεις. Στηρίχτηκε στο μήνυμα του ιδρυτή της, «ίνα πάντες εν ώσι», χωρίς διάκριση ανάμεσα σε «Ιουδαίους» (αυτούς που πίστευαν στον αληθινό Θεό) και σε «Έλληνες» (δηλ. ειδωλολάτρες). Υπήρξε οικουμενική. Την οικουμενικότητα αυτή, την οποία διατήρησε ως εσωτερική συνοχή και υπό τη μορφή μιας αδιάκοπης πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών, με την πάροδο του χρόνου και ως προς το εξωτερικό και διοικητικό της σχήμα υποχρεώθηκε να προσαρμόσει στα πολιτικά δεδομένα, τα οποία η κοσμική εξουσία επέβαλλε κατά καιρούς. Υπήρξε χαρακτηριστική και διαχρονική η διαπίστωση του μεγάλου πατριάρχη Φωτίου (9 ος αι.), ότι «τα εκκλησιαστικά διοικητικά σχήματα συνήθως μεταβάλλονται σύμφωνα με τα πολιτικά». Πράγματι, πολύ γρήγορα, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εξάπλωσης της χριστιανικής πίστης, άρχισαν να δημιουργούνται αυτοτελή διοικητικά τμήματα χριστιανικών κοινοτήτων, ως αποτέλεσμα των πολιτικών και λοιπών πρωτόγονων φυσικών συνθηκών επικοινωνίας, οι οποίες δεν επέτρεπαν την άμεση και απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ των πιστών. Αυτή η εξωτερική αναγκαστική κατάτμηση της χριστιανικής οικογένειας οδήγησε με τον καιρό, τουλάχιστο στο χώρο της Ανατολικής Εκκλησίας, στη διαμόρφωση αυτόνομων και στη συνέχεια ανεξάρτητων (αυτοκέφαλων) διοικητικών κέντρων, χωρίς βέβαια τούτο να επηρεάζει την μεταξύ τους εσωτερική, πνευματική και δογματική ενότητα. Η μεταβατική αυτή φάση ολοκληρώθηκε κατά τη βυζαντινή κυρίως περίοδο και σε συνάρτηση με τα πολιτικά δεδομένα και τις αντιλήψεις της εποχής (5 ος -15 ος αι.) Έτσι, ενώ την περίοδο αυτή το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παραχωρεί το αυτοκέφαλο σε μια σειρά από τοπικές εκκλησίες (Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρωσίας), το ίδιο παραμένει συνδετικός κρίκος και Μητέρα Εκκλησία όλων παραμένει οικουμενικό. Κι αυτό, γιατί και το Βυζάντιο είναι οικουμενικό και πηγή όχι μόνο του πολιτισμού, αλλά και της
2 κοσμικής εξουσίας, τμήμα της οποίας εκχωρεί κατά περίπτωση στους πέριξ λαούς. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν καταργούνται τα σύνορα μεταξύ των υπόδουλων αυτών λαών, το μεγαλύτερο μέρος των εν λόγω ανεξάρτητων εκκλησιαστικών κοινοτήτων περιέρχονται και πάλι στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Μια νέα φάση στις πολιτικές αντιλήψεις των λαών της περιοχής οποία διαμορφώνεται με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και την επελθούσα κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα επηρεάσει και τις εκκλησιαστικές εξελίξεις στο χώρο της Ανατολικής Εκκλησίας στα νεότερα χρόνια. Τα εθνικά κράτη, που δημιουργούνται κάτω από το πνεύμα αυτών των αντιλήψεων κατά το 19 ο αιώνα, απαιτούν και επιβάλλουν τη δημιουργία αντίστοιχων εθνικών εκκλησιών, παρά την αντίδραση του Οικουμενικού Θρόνου και την καταδίκη του «εθνοφυλετισμού» (Κωνσταντινούπολη 1872). Το νέο φαινόμενο στα εκκλησιαστικά πράγματα διαφέρει από εκείνο των βυζαντινών χρόνων. Εκεί το αυτοκέφαλο δεν ερχόταν σε αντίθεση με την οικουμενικότητα της Μητέρας Εκκλησίας πνευματικά και πολιτιστικά η ενότητα και η συνοχή των επί μέρους Εκκλησιών ήταν εξασφαλισμένες κάτω από τη βυζαντινή πολιτική και πολιτιστική ομπρέλα. Αντίθετα, στα νεότερα χρόνια η κίνηση προς εκκλησιαστική ανεξαρτησία είχε ως κίνητρο και αφετηρία την εθνική ετερότητα, την αντιπαλότητα και την πολιτική σκοπιμότητα. Στη φάση αυτή οι χριστιανικοί λαοί, ακολουθώντας τις νέες πολιτικές αντιλήψεις και μεταβολές, επέβαλαν στο χώρο της Ανατολικής Εκκλησίας τη διοικητική εντοπιότητα και τη σχετική εξωτερική απομόνωση μεταξύ των πιστών. Το γενικό αυτό ιστορικό πλαίσιο ακολούθησε και η Σερβική Εκκλησία, προσαρμόζοντας τις δραστηριότητες, τις διεκδικήσεις και τα όριά της σύμφωνα με τις ευρύτερες συνθήκες και τις ιστορικοπολιτικές εξελίξεις της κάθε εποχής. Το έτος 1219 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού διαπίστωσε την πνευματική ωριμότητα της ηγεσίας και του λαού, παραχώρησε στη Σερβική Εκκλησία ανεξαρτησία (αυτοκέφαλο). Το αυτοκέφαλο αυτό καταργήθηκε το 1766, κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της τουρκοκρατίας και η Σερβική Εκκλησία περιήλθε και πάλι στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, για να επανακτήσει την ανεξαρτησία της έναν αιώνα μετά. Είχε προηγηθεί κατά το έτος 1831 η αυτονομία της, η τύχη της οποίας ακολούθησε πιστά τις πολιτικές 2
3 εξελίξεις της χώρας. Ήταν η εποχή της αφύπνισης του σερβικού λαού, ο οποίος, υπό τη δυναμική ηγεσία του ηγεμόνα του Μίλος Oμπρένοβιτς και σε συνδυασμό με τις ελευθερίες που παραχωρούσε το υπό την πίεση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκδοθέν από την Υψηλή Πύλη Χατισερίφ (1830), απέκτησε την αυτονομία του. Η σχετική απόφαση, την οποία υπέγραψε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, συμφωνούσε με όσα περιλάμβανε το Χάτισεριφ και καθόριζε στο εξής οι μητροπολίτες και επίσκοποι της εν λόγω Εκκλησίας να εκλέγονται στη Σερβία, ο δε μητροπολίτης Βελιγραδίου να φέρει τον τίτλο «πάσης Σερβίας». Οι τοπικοί επίσκοποι υποχρεώνονταν να μνημονεύουν τον μητροπολίτη αυτόν και ο ίδιος με τη σειρά του τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Όταν δε το έτος 1879 η Σερβία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανταποκρίθηκε πάλι πρόθυμα στο αίτημα και της Εκκλησίας της χώρας για προαγωγή της σε αυτοκέφαλη. Με Τόμο, που εξέδωσε στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ανακήρυσσε τη Σερβικής Εκκλησία σε αυτοκέφαλη, με τα όρια δικαιοδοσίας της να καλύπτουν τα πολιτικά του νέου σερβικού κράτους. Ως όρος θυγατρικής σχέσης προς τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, που περισσότερο είχε πνευματικό νόημα και δήλωνε τον ιστορικό δεσμό των δύο Εκκλησιών, θεσπίστηκε το άρθρο 3, στο οποίο οριζόταν, ο αρχιεπίσκοπος Βελιγραδίου και μητροπολίτης Σερβίας να μνημονεύει στα ιερά δίπτυχα τους πατριάρχες και να παίρνει το άγιο Μύρο από τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, δηλαδή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κατά παρόμοιο τρόπο, ήταν αναπόφευκτο να μη έχουμε και νέες αλλαγές στον εκκλησιαστικό τομέα, όταν μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Σερβία ενώθηκε με τις άλλες σλαβικές οικογένειες, των Κροατών και των Σλοβένων, και αποτέλεσε μαζί τους το Γιουγκοσλαβικό βασίλειο. Η επίσημη ένωση των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων έγινε το Δεκέμβριο του 1918 στο Βελιγράδι. Ύστερα απ αυτή την ιστορική ενέργεια, οι παλιές μητροπόλεις και επισκοπές του Πεκίου βρέθηκαν στο έδαφος και στη δικαιοδοσία μιας νέας κεντρικής εξουσίας. Οι νέες πολιτικές συνθήκες απαιτούσαν την αναπροσαρμογή και του εκκλησιαστικού σχήματος διοίκησης της χώρας. 3
4 Απέμενε μόνο η συνεννόηση ανάμεσα στους μητροπολίτες και η κοινοποίηση της απόφασής τους στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανταποκρίθηκε πρόθυμα και στη νέα κατάσταση. Όπως φάνηκε, είχε πια υιοθετήσει νέες μεθόδους απονομής τίτλων και προνομίων στις αναπτυσσόμενες εκκλησιαστικές κοινότητες, προσαρμοσμένες στη νέα ιστορική πραγματικότητα. Ο πριν από μισό περίπου αιώνα καταδικασθείς «εθνοφυλετισμός» άντεξε στο χρόνο και με τη βοήθεια της κοσμικής εξουσίας έγινε αποδεκτός από το Ανατολικό σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης, με τάσεις μάλιστα κυρίαρχης ιδεολογίας. H απόφαση για την ένωση των επί μέρους σερβικών εκκλησιαστικών επαρχιών της επικράτειας του νέου βασιλείου πάρθηκε το έτος 1919 στην πόλη Κάρλοβτσι, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης των αντιπροσώπων των μητροπόλεων Καρλοβικίων και Μαυροβουνίου Παραθαλασσίων, καθώς και της αρχιεπισκοπής Βελιγραδίου. Η σερβική αντιπροσωπεία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο έτος 1919 και ζήτησε από τον πατριάρχη Μελέτιο Δ την σύσταση του Σερβικού Πατριαρχείου και την παραχώρηση σ αυτό όλων των επαρχιών που παλαιότερα είχε και τώρα βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Ύστερα απ αυτό, συνεδρίασε η Πατριαρχική Σύνοδος και πήρε την απόφαση να παραχωρήσει όλες τις σερβικές εκκλησιαστικές επαρχίες που κατείχε και να επικυρώσει την ένωση των διαφόρων τμημάτων της Σερβικής Εκκλησίας σε μια κεντρική διοίκηση. Ο προκαθήμενος της Σερβικής Εκκλησίας πήρε τον τίτλο του «πατριάρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας του βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων». Ακολούθησε, στις 12 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου 1920, η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης στην πόλη Κάρλοβτσι, και ύστερα από μερικές μέρες η εκλογή του Δημητρίου Παύλοβιτς ως πρώτου πατριάρχη της «Ενωμένης Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Η πανηγυρική ενθρόνισή του έγινε στο Βελιγράδι, ενώ στο Πέκιο, που ήταν η παλιά έδρα του Σερβικού θρόνου, ο Δημήτριος ανακηρύχτηκε ως κανονικός διάδοχος των προκατόχων του. Ύστερα απ αυτές τις ευνοϊκές εξελίξεις, έφτασε στο Βελιγράδι και η αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Θρόνου, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό, για να επικυρώσει την κανονικότητα του Σερβικού Πατριαρχείου. Σε επιστολή του, που έφερε ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1922, ο 4
5 πατριάρχης Μελέτιος Δ εξέφραζε τη χαρά του, γιατί ο εθνικός αγώνας των Σέρβων στέφθηκε με επιτυχία. Ακόμα, η πατριαρχική αντιπροσωπεία προσκόμισε και τον Τόμο, με τον οποίο παραχωρούνταν και επίσημα στη Σερβική Εκκλησία οι επαρχίες εκείνες, που με την κατάργηση του Θρόνου του Πεκίου το 1766 είχαν περιέλθει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη συνέχεια, το Σερβικό Πατριαρχείο αναγνωρίστηκε και από τα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής. Ήταν η πρώτη πραγματική αναγνώριση του κύρους του Σέρβου Πατριάρχη, που τον κατέστησε πια ισότιμο με τους άλλους Πατριάρχες. Στην ειρηνική επιστολή του προς τον πρώτο Πατριάρχη των Σέρβων Δημήτριο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος, με κάθε σαφήνεια και έγκυρη ερμηνεία του σχετικού Τόμου, σημειώνει: «Διά τοῦτο καί περιπτυσσόμεθα τήν Ὑμετέραν Ἀγάπην ἀπό τοῦ νῦν ὡς Πρόεδρον Ἐκκλησίας Πατριαρχικῆς». Aπό το Καταστατικό της εν λόγω Εκκλησίας, που αποτελεί και την εικόνα της δημόσιας εμφάνισης της, μεταφέρουμε ενδεικτικά τα πρώτα δύο άρθρα, από τα οποία γίνεται απόλυτα εμφανής η θέση, η τάξη και τιμή που απολαμβάνει ανάμεσα στις υπόλοιπες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Άρθρο 1: «Η ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας είναι μία και αδιαίρετη και αυτοκέφαλη. Ομολογεί δημόσια τη διδασκαλία της πίστεώς της, τελεί δημόσια τα της λατρείας και με αυτοτέλεια χειρίζεται και ρυθμίζει τις εκκλησιαστικοθρησκευτικές της υποθέσεις. Η ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας διατηρεί δογματική και κανονική ενότητα με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες». Άρθρο 2: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας έχει το βαθμό Πατριαρχείου». Το Σερβικό Πατριαρχείο, ύστερα από αυτή την κανονική προαγωγή, κατέλαβε την 6 η θέση ανάμεσα στα αυτοκέφαλα Πατριαρχεία της Ανατολής. Ο προκαθήμενος του Σερβικού Θρόνου φέρει τον τίτλο «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Πεκίου, Μητροπολίτης Βελιγραδίου και Καρλοβικίων και Πατριάρχης των Σέρβων». Η Σερβική Εκκλησία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στο ακρότατο δυτικό όριο της Ορθόδοξης Ανατολής, δέχτηκε κατά καιρούς έντονη τη δυτικήπαπική προπαγάνδα και υπέστη παντοειδείς διώξεις, κυρίως στις κρίσιμες περιόδους των ευρύτερων διεθνών και τοπικών αναστατώσεων. Αν άντεξε και κατίσχυσε έναντι των ποικίλων αυτών και σκληρών δοκιμασιών, τούτο το οφείλει, συν τοις άλλοις, και σε μια ιδιότυπη εθνικοθρησκευτική αντίληψη της 5
6 Ορθοδοξίας, που από αιώνες έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση του λαού ως «svetosavlje», δηλαδή ως πίστη και συμπεριφορά κατά το πρότυπο του ιδρυτή και πρώτου αρχιεπισκόπου της εν λόγω Εκκλησίας, του αγίου Σάββα (1176-1235). Από το έτος 1990 και στην ανατολή μιας νέας εποχής, κατά την οποία καταργούνται κάθε μορφής σύνορα μεταξύ των λαών, με ανάλογες συνέπειες παγκοσμιοποίησης και των πνευματικών οριζόντων των Εκκλησιών, στο τιμόνι της Σερβικής Εκκλησίας κάθεται ο σεμνός πατριάρχης Παύλος, η πνευματικότητα του οποίου εγγυάται την ασφαλή μετάβαση της Εκκλησίας και του ποιμνίου του στις επερχόμενες νέες και πρωτόγνωρες πανανθρώπινες συνθήκες ζωής και συμπεριφοράς. Βασική βιβλιογραφία: - Νik. Begović, Istorija srpske crkve (= Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας), Novi Sad 1877 - Νik. Dučić, Istorija srpske pravoslavne crkve (= Ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), Beograd 1894 - R. Grujić, Pravoslavna srpska crkva (= Ορθόδοξη Σερβική Εκκλησία), Beograd 1920 - Dj. Slijepčević, Istorija srpske pravoslavne crkve (= Ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), τ. 1, Minhen 1962 και τ. 2, Μinhen 1966 - R. Veselinović, Istorija srpske pravoslavne crkve sa narodnom istorijom (= Ιστορία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σε συνδυασμό με την εθνική ιστορία) τ. 1-2, Beograd 1966 και - Ι. Ταρνανίδη, Ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη (έκδ. Αφών Κυριακίδη) 1982. 6