ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΡΕΤΗ ΠΕΝΤΕΔΕΚΑ Ειδίκευση στην Προϊστορική Αρχαιολογία ΔΙΚΤΥΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ (ΤΟΜΟΣ Ι) ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
ΑΡΕΤΗ ΠΕΝΤΕΔΕΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ (ΤΟΜΟΣ Ι) ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας Αρχαιολογίας Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 03.07.2008 Εξεταστική Επιτροπή (Μέλη ΔΕΠ της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής) Κώστας Κωτσάκης, Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Αικατερίνη Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Στέλιος Ανδρέου, Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. (Μέλη ΔΕΠ - εξεταστές) Στέλλα Δρούγου, Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Ιωάννης Ακαμάτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Βαλαμώτη Σουλτάνα-Μαρία, Επίκουρη Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Πούλου - Παπαδημητρίου Ναταλία, Λέκτορας Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ.
Αρετή Πεντεδέκα Α.Π.Θ. Τίτλος Διδακτορικής Διατριβής: Δίκτυα ανταλλαγής της κεραμικής κατά τη Μέση και Νεότερη Νεολιθική στη Θεσσαλία ISBN "Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως" (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)
ΑΡΕΤΗ ΠΕΝΤΕΔΕΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΗΣ ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ (ΤΟΜΟΣ Ι) ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Ευχαριστίες Η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής, και ειδικά αυτής που βασίζεται στη διεπιστημονική μελέτη υλικού, είναι σε μεγάλο βαθμό μια δραστηριότητα μάλλον μοναχική, που απαιτεί ατελείωτες ώρες πάνω από λογής μικροσκόπια, βιβλία και υπολογιστές. Η έναρξή της, η εξέλιξη και η ολοκλήρωσή της, όμως, οφείλει πολλά σε πολλούς, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικό του μερίδιο συμβολής. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους αυτούς που στάθηκαν δίπλα μου στη δύσκολη αλλά δημιουργική αυτή πορεία. Καταρχήν, θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους τους ανθρώπους, χωρίς τους οποίους δε θα είχα κάνει καμία διατριβή. Αν και είθισται να αναφέρονται τελευταίοι, στους γονείς μου οφείλω πολλά ευχαριστώ, καθώς με ενθάρρυναν να σπουδάσω ό,τι και όσο ήθελα, με στήριξαν με κάθε τρόπο σε κάθε μου βήμα, και νοιάστηκαν για τη διατριβή μου σε στιγμές που ζητήματα πολύ πιο σημαντικά, ζητήματα ζωής ή θανάτου, προείχαν. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον Επιβλέποντα Καθηγητή μου κ. Κ. Κωτσάκη, όχι μόνο γιατί με ώθησε να ασχοληθώ με τη νεολιθική κεραμική και τη διεπιστημονική της προσέγγιση, αλλά κυρίως διότι διαμόρφωσε την αρχαιολογική μου υπόσταση, δείχνοντάς μου από πολύ νωρίς πολλούς δρόμους ώστε να ακολουθήσω το δικό μου. Η υποδειγματική επίβλεψή του, τόσο σε θέματα ουσίας και αρχαιολογικής σημασίας, όσο και σε πιο τετριμμένα αλλά εξίσου ουσιώδη, όπως η τήρηση του χρονοδιαγράμματος και η έγκαιρη διόρθωση και συζήτηση (συνήθως πολύωρη) των επιμέρους κεφαλαίων, συνέβαλε ουσιαστικά στην προσπάθειά μου να αρθρώσω ένα λόγο τεκμηριωμένο και επιστημονικά ορθό. Τον ευχαριστώ θερμά για την κάθε είδους βοήθεια και την εξαίρετη συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια. Δε θα είχα φέρει ποτέ εις πέρας μια διατριβή που βασίζεται στην κεραμική πετρογραφία χωρίς τη θεμελιώδους σημασίας συμβολή της Δρ. Ε. Κυριατζή, Διευθύντριας του Εργαστηρίου Fitch (Βρετανική Σχολή Αθηνών). Η Δρ. Κυριατζή, δείχνοντάς μου πρωτόγνωρη εμπιστοσύνη και δίνοντάς μου άπειρες ευκαιρίες, μου έμαθε όχι μόνο να χειρίζομαι σωστά και αποτελεσματικά τη μέθοδο, αλλά και να διατηρώ τη ψυχραιμία μου στις δυσκολίες της έρευνας. Η ανεκτίμητη εμπειρία που αποκόμισα δουλεύοντας μαζί της πέντε χρόνια, ως Βοηθός Έρευνας στο Εργαστήριο Fitch, αποτέλεσε το μοναδικό μου σύμμαχο στη μελέτη εκατοντάδων δειγμάτων για την εξέταση ενός ζητήματος που πρώτη φορά προσεγγίστηκε με τον τρόπο αυτόν. Την ευχαριστώ, επίσης, για την κατανόηση, το i
ενδιαφέρον και τη συμπαράσταση, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και στην ερευνητική μου προσπάθεια, σε στιγμές που σοβαρά συμβάντα αλλά και πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας την επηρέαζαν άμεσα. Η παρούσα διατριβή οφείλει πολλά στον Καθηγητή Κ. Γαλλή (Τμήμα Ιστορίας & Εθνολογίας, Δ.Π.Θ.), ο οποίος υποστήριξε την προσπάθειά μου με κάθε τρόπο και συνέβαλλε ουσιαστικά στα αποτελέσματά της, καθώς εκτός από τις συμβουλές του, μου εμπιστεύτηκε τη μελέτη αδημοσίευτου υλικού και διευκόλυνε την έρευνά μου με κάθε τρόπο, π.χ. μεσολαβώντας ώστε να μελετήσω το συγκριτικό υλικό της επιφανειακής έρευνας. Για την παραχώρηση αυτού του υλικού, αλλά και για τη γενικότερη συνεργασία μας και τη φιλοξενία στο Βερολίνο, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή G. Schneider (Institut für Chemie / Anorganische und Analytische Chemie, Freie Universität Berlin). Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τον Καθηγητή Σ. Δημητριάδη (Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ.), για την παρασκευή των λεπτών τομών και τις ποικίλες υποδείξεις του στα διάφορα στάδια αυτής της εργασίας. Η αποσαφήνιση διαφόρων γεωλογικών ζητημάτων ήταν πολύ χρήσιμη για την ορθή διατύπωση των παρατηρήσεών μου. Η συνταξιοδότηση τόσο του κ. Γαλλή όσο και του κ. Δημητριάδη επέφερε ανανέωση στη Συμβουλευτική Επιτροπή η Καθηγήτρια Αικ. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και ο Αν. Καθηγητής Στ. Ανδρέου, που ορίστηκαν αντικαταστάτες τους, έχουν το δικό τους μερίδιο συμβολής, τόσο στη συζήτηση ζητημάτων που αφορούν τη διατριβή όσο και στην αρχαιολογική μου παιδεία γενικότερα. Η μελέτη αυτή δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη χορήγηση των απαραίτητων αδειών δειγματοληψίας και μελέτης από τη Διεύθυνση Συντήρησης του Υπουργείου Πολιτισμού. Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στις ΙΓ, ΙΕ και ΛΔ ΕΠΚΑ καθώς και τις Εφορείες Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Βορείου και Νοτίου Ελλάδας για τις ενέργειές τους καθώς και τους ανασκαφείς που μου επέτρεψαν να μελετήσω αδημοσίευτο υλικό από τις ανασκαφές τους: στη Δρ. Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Προϊσταμένη της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδας, για το υλικό του Σπηλαίου Θεόπετρας, την αδιάκοπη υποστήριξη αλλά και την κάλυψη του κόστους παρασκευής των λεπτών τομών της Θεόπετρας στον κ. Λ. Χατζηαγγελάκη, Προϊστάμενο της ΛΔ ΕΠΚΑ, για το υλικό της Μαγούλας Συκεών, τη συζήτηση και την παροχή χρήσιμων πληροφοριών για το υλικό αυτό στην κ. Ε. Νικολάου, αρχαιολόγο του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών, για το υλικό του Οργόζινου, τη συνεργασία της και την παροχή χρήσιμων πληροφοριών για την ανασκαφή και το υλικό της τέλος, στον κ. Γ. Τουφεξή, αρχαιολόγο της ΙΕ ΕΠΚΑ, για το υλικό της Χάλκης 1, το αμείωτο ενδιαφέρον και την πάσης φύσεως βοήθεια, καθώς και για την εξασφάλιση άριστων συνθηκών εργασίας στην αποθήκη της ΙΕ ΕΠΚΑ στα πρώην Στρατιωτικά Αρτοποιεία στο λόφο Φρουρίου στη Λάρισα. Επίσης, ευχαριστίες οφείλονται στην κ. Β. Ροντήρη, αρχαιολόγο της ΙΓ ΕΠΚΑ, για την εξαιρετική συνεργασία, τις συζητήσεις περί κεραμικής αλλά και την εξασφάλιση άριστων συνθηκών εργασίας στην αποθήκη της ΙΓ ΕΠΚΑ της Νέας Δημητριάδας στο Βόλο. Η οικονομική υποστήριξη είναι πάντα ευπρόσδεκτη, ειδικά όταν τα έξοδα της διατριβής συμπεριλαμβάνουν το κόστος της παρασκευής των δειγμάτων αλλά και τη διαμονή σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η συνδρομή του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη, του οποίου υπήρξα υπότροφος για τα έτη 2005-2008, και της Επιτροπής Ερευνών του Α.Π.Θ., που μου απένειμε ii
Υποτροφία Αριστείας για το έτος 2006, ήταν καθοριστική σε όλα τα στάδια της μελέτης αυτής. Είμαι ευγνώμων στη Δρ. Ε. Χατζάκη, πρώην Υποδιευθύντρια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, και στον Δρ. J. Whittley, πρώην Διευθυντή της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, για την κατανόηση που επέδειξαν και τη διασφάλιση ιδανικών συνθηκών εργασίας στη Βρετανική Σχολή Αθηνών. Για την άριστη δουλειά τους στην παρασκευή των λεπτών τομών θα ήθελα να ευχαριστήσω τους παρασκευαστές κ. Δ. Κάτσικα (Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ.) και κ. Μ. Σακαλή (Εργαστήριο Fitch, Βρετανική Σχολή Αθηνών). Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που με υποστήριξαν σε διάφορες στιγμές και με ποικίλους τρόπους και τους ευχαριστώ: την αρχαιολόγο Α. Δημουλά για την επιστημονική συνεργασία, την ανταλλαγή απόψεων σε ζητήματα κεραμικής τεχνολογίας αλλά και για τη γενικότερη βοήθεια και συμπαράσταση τη Δρ. Marie-Claude Boileau για τη συζήτηση θεμάτων κεραμικής πετρογραφίας και τη βιβλιογραφική ενημέρωση την αρχαιολόγο Α. Καραδήμου για το μίτο της Αριάδνης που μου προσέφερε στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας την αρχαιολόγο Β. Κατσιπάνου και τον Δρ. Γ. Παπαθανασόπουλο, Επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων, για τη καίρια συμβολή τους σε μία κρίσιμη στιγμή της διατριβής τη Μαρίνα, τη θεία Ασπασία, τη Μερόπη και τον Πάνο για τη φιλοξενία που μου προσέφεραν στην Αθήνα και τη Λάρισα το προσωπικό της Βρετανικής Σχολής Αθηνών για το ενδιαφέρον και τη βοήθειά τους τους Ιωσήφ Βούρβαχη, Αντώνη Παπαναστασίου και Βιβή Μαχαίρα για τη βοήθειά τους στη δειγματοληψία πρώτων υλών στη Θεόπετρα. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους πιστούς φίλους Μαρία Γιώτα, Εύα Φωτιάδη και Ιωσήφ Τσιάμογλου για τη συμπαράσταση και την υποστήριξη τις στιγμές που η αντοχή λιγόστευε επικίνδυνα. iii
Περιεχόμενα Τόμος Ι Ευχαριστίες Περιεχόμενα Συντομογραφίες i-iii iv-vii viii Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή 1-5 Κεφάλαιο 2 Οι ανταλλαγές στο σταυροδρόμι των επιστημών 6-24 2.1 Ανταλλαγή: από το ανθρωπολογικό Δώρο στο αρχαιολογικό εύρημα 6 2.1.1 Η ανταλλαγή από την πλευρά της Ανθρωπολογίας 6 2.1.2 Η ανταλλαγή στην Αρχαιολογία 13 2.2 Υλικός πολιτισμός και ανταλλαγή: η περίπτωση της κεραμικής 15 2.2.1 Οι τρεις πτυχές της κεραμικής: παραγωγή-ανταλλαγή-κατανάλωση 16 2.2.2 Δίκτυα: κεραμική, άνθρωποι, σχέσεις 19 2.3 Η ανταλλαγή στη νεολιθική Ελλάδα: η περίπτωση της Θεσσαλίας 20 Κεφάλαιο 3 Αναλύοντας την κεραμική της Θεσσαλίας: μέθοδος και πράξη 25-36 3.1 Η κεραμική της Θεσσαλίας 25 3.2 Δειγματοληψία: κριτήρια και περιορισμοί 27 3.3 Μεθοδολογία 30 3.3.1 Μακροσκοπική εξέταση 30 3.3.2 Δοκιμές επανόπτησης 32 3.3.3 Πετρογραφική ανάλυση 33 3.3.4 Δειγματοληψία πρώτων υλών 35 3.3.5 Χρήση συγκριτικού υλικού 36 Κεφάλαιο 4 Από τον Κόζιακα στον Παγασητικό: κοιτάζοντας το χώρο 37-59 4.1 Γεωμορφολογική ματιά 37 iv
4.2 Γεωλογική ματιά 38 4.2.1 Πελαγονική ζώνη 38 4.2.2 Υποπελαγονική ζώνη 39 4.2.3 Ζώνη Ωλονού-Πίνδου 40 4.2.4 Μεταλπικοί σχηματισμοί 40 4.2.4.1 Μεσοελληνική αύλακα 40 4.2.4.2 Δυτική Θεσσαλία: ακολουθία Τρικάλων 41 4.2.4.3 Δυτική Θεσσαλία: ακολουθία Καρδίτσας 41 4.2.4.4 Ανατολική και κεντρική Θεσσαλία 42 4.2.4.5 Σύγχρονες αποθέσεις (Ολόκαινο) 43 4.3 Γεωαρχαιολογική ματιά 43 4.4 Αρχαιολογική ματιά 44 4.4.1 Σπήλαιο Θεόπετρας 45 4.4.2 Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου 46 4.4.3 Μακρυχώρι 2 (Α.Τ.Α.Ε. 113) 49 4.4.4 Αγία Σοφία Μαγούλα (Αγία Σοφία 1 Α.Τ.Α.Ε. 42) 49 4.4.5 Μαγούλα Οτζάκι (Α.Τ.Α.Ε. 20, Δενδρά 2) 50 4.4.6 Μαγούλα Αράπη (Α.Τ.Α.Ε. 46, Γιάννουλη 1) 51 4.4.7 Μαγούλα Χάλκη 1 (Α.Τ.Α.Ε. 151) 52 4.4.8 Σέσκλο 53 4.4.9 Τσαγγλί 56 4.4.10 Αχίλλειο 57 4.4.11 Μαγούλα Συκεών 57 4.4.12 Μαγούλα Οργόζινος 58 Κεφάλαιο 5 Κοιτάζοντας την κεραμική / μέρος πρώτο: μακροσκοπική εξέταση 60-76 5.1 Μέση Νεολιθική ΙΙΙ 60 5.1.1 Κόκκινη μονόχρωμη κεραμική 60 5.1.2 "Ξεστή" κεραμική 64 5.2 Νεότερη Νεολιθική Ι (φάση Τσαγγλί-Λάρισα) 67 5.2.1 Μαύρη στιλβωμένη κεραμική 67 5.2.2 Τεφρή κεραμική 70 5.2.3 Αμαυρόχρωμη κεραμική 74 Κεφάλαιο 6 Κοιτάζοντας την κεραμική / μέρος δεύτερο: μικροσκοπική εξέταση 77-176 6.1 Σπήλαιο Θεόπετρας 78 6.1.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Θεόπετρας 78 6.1.2 Η κεραμική παραγωγή στη Θεόπετρα 86 6.2 Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου 88 6.2.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου 89 6.2.2 Η κεραμική παραγωγή στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου 97 6.3 Μακρυχώρι 2 99 v
6.3.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Μακρυχωρίου 2 100 6.3.2 Η κεραμική παραγωγή στο Μακρυχώρι 2 107 6.4 Αγία Σοφία Μαγούλα 108 6.4.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Αγίας Σοφίας 109 6.4.2 Η κεραμική παραγωγή στην Αγία Σοφία 112 6.5 Μαγούλα Οτζάκι 112 6.5.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Μαγούλας Οτζάκι 113 6.5.2 Η κεραμική παραγωγή στη Μαγούλα Οτζάκι 122 6.6 Μαγούλα Αράπη 124 6.6.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Μαγούλας Αράπη 124 6.6.2 Η κεραμική παραγωγή στη Μαγούλα Αράπη 130 6.7 Μαγούλα Χάλκη 1 131 6.7.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Χάλκης 1 132 6.7.2 Η κεραμική παραγωγή στη Χάλκη 1 140 6.8 Σέσκλο 141 6.8.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Σέσκλου 143 6.8.2 Η κεραμική παραγωγή στο Σέσκλο 148 6.9 Τσαγγλί 150 6.9.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Τσαγγλιού 151 6.9.2 Η κεραμική παραγωγή στο Τσαγγλί 158 6.10 Αχίλλειο 160 6.10.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Αχιλλείου 161 6.10.2 Η κεραμική παραγωγή στο Αχίλλειο 163 6.11 Μαγούλα Συκεών 163 6.11.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Μαγούλας Συκεών 164 6.11.2 Η κεραμική παραγωγή στη Μαγούλα Συκεών 170 6.12 Μαγούλα Οργόζινος 172 6.12.1 Παρουσίαση κεραμικών υλών Οργόζινου 172 6.12.2 Η κεραμική παραγωγή στον Οργόζινο 175 Κεφάλαιο 7 Συνθετική ματιά: κεραμικές πράξεις στο χώρο 177-210 7.1 Κεραμικές κατηγορίες και αλυσίδες εγχειρημάτων 177 7.1.1 Κόκκινη μονόχρωμη κεραμική (ΜΝΙΙΙ) 177 7.1.2 "Ξεστή" κεραμική (ΜΝΙΙΙ) 179 7.1.3 Μαύρη στιλβωμένη κεραμική (ΝΝΙ) 182 7.1.4 Τεφρή κεραμική (ΝΝΙ) 185 7.1.5 Αμαυρόχρωμη κεραμική (ΝΝΙ) 188 7.2 Οι ομάδες και η κατανομή τους στο χώρο 191 7.2.1 Ομάδες κεραμικών υλών με κοινά χαρακτηριστικά: η σύνθεση 191 7.2.1.1 Ομάδα 1 192 vi
7.2.1.2 Ομάδα 2 193 7.2.1.3 Ομάδα 3 194 7.2.1.4 Ομάδα 4 195 7.2.1.5 Ομάδα 5 196 7.2.1.6 Ομάδα 6 196 7.2.2 Κατανομή στο χώρο: οι Ομάδες και το συγκριτικό υλικό της επιφανειακής έρευνας 197 7.2.2.1 Μέση Νεολιθική ΙΙΙ 197 7.2.2.2 Νεότερη Νεολιθική Ι (φάση Τσαγγλί -Λάρισα) 200 7.3 Δίκτυα: κόμβοι και σύνδεσμοι, οικισμοί και σχέσεις 205 Κεφάλαιο 8 Δίκτυα ανταλλαγής της κεραμικής στη νεολιθική Θεσσαλία 211-216 Βιβλιογραφία 217-237 Τόμος ΙΙ Παράρτημα Ι 238-253 Παράρτημα ΙΙ 254-262 Παράρτημα ΙΙΙ 263-442 Παράρτημα ΙV 443-456 Εικόνες Σχήματα Πίνακες vii
Συντομογραφίες A ανατολικά ΑΝ Αρχαιότερη Νεολιθική ΑΡΚΥ Κεραμική ύλη Μαγούλας Αράπη ΑΡΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Μαγούλας Αράπη ΑΣΚΥ Κεραμική ύλη Αγίας Σοφίας ΑΣΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Αγίας Σοφίας Α.Τ.Α.Ε. Αριθμός Τοπογραφικού Αρχείου ΙΕ ΕΠΚΑ AXKY Κεραμική ύλη Αχιλλείου AXMKY Μεμονωμένη κεραμική ύλη Αχιλλείου Β βόρεια ΒΑ βορειοανατολικά ΒΔ βορειοδυτικά Δ δυτικά ΕΠΚΑ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ΘΓΔ Γεωλογικό δείγμα Θεόπετρας ΘΚΥ Κεραμική ύλη Θεόπετρας ΘΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Θεόπετρας ΜΓΔ Γεωλογικό δείγμα Μακρυχωρίου 2 ΜΕΧ Μέση Εποχή του Χαλκού ΜΚΥ Κεραμική ύλη Μακρυχωρίου 2 ΜΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Μακρυχωρίου 2 ΜΝ Μέση Νεολιθική Ν νότια ΝΑ νοτιοανατολικά ΝΔ νοτιοδυτικά ΝΝ Νεότερη Νεολιθική ΟΡΓΚΥ Κεραμική ύλη Οργόζινου OTZKY Κεραμική ύλη Μαγούλας Οτζάκι OTZMKY Μεμονωμένη κεραμική ύλη Μαγούλας Οτζάκι ΠΕΧ Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΠΜΖΚΥ Κεραμική ύλη Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου ΠΜΖΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου ΣΕΣΚΥ Κεραμική ύλη Σέσκλου ΣΣΥ Στοιχεία Συγκέντρωσης Υφής ΣΥΚΚΥ Κεραμική ύλη Μαγούλας Συκεών ΣΥΚΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Μαγούλας Συκεών ΤΝ Τελική Νεολιθική ΤΣΚΥ Κεραμική ύλη Τσαγγλιού ΤΣΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Τσαγγλιού ΥΕΧ Ύστερη Εποχή του Χαλκού ΧΓΔ Γεωλογικό δείγμα Χάλκης 1 ΧΚΥ Κεραμική ύλη Χάλκης 1 ΧΜΚΥ Μεμονωμένη κεραμική ύλη Χάλκης 1 PPL XP plane polarized light, διάταξη πετρογραφικού μικροσκοπίου με πολωτή, Ν// crossed polars, διάταξη πετρογραφικού μικροσκοπίου με πολωτή και αναλυτή σε διασταύρωση, Ν+ viii
Κεφάλαιο 1 Εισαγωγή Ένας αιώνας ερευνών έχει συμπληρωθεί από την πρώτη ενασχόληση του Χ. Τσούντα με τη θεσσαλική Νεολιθική. Κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα ήρθαν στο φως πολλά νέα στοιχεία, λιγότερο ή περισσότερο αποσπασματικά, ώστε η εικόνα που έχουμε σήμερα να είναι σαφώς πιο λεπτομερής από το αχνό ιχνογράφημα που είχε στα χέρια του ο Τσούντας. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι γνωρίζουμε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής, ούτε ότι έχουμε κατανοήσει πλήρως την πολυπλοκότητα της δράσης των νεολιθικών ανθρώπων. Η Θεσσαλία κατά τη Νεολιθική ήταν μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, με πληθώρα μικρότερων ή μεγαλύτερων οικισμών να καλύπτουν την εύφορη έκταση της θεσσαλικής πεδιάδας. Η κεραμική ίσως αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό μέρος της νεολιθικής ζωής που έχει φτάσει στα χέρια μας, και έχει μελετηθεί με πολλούς τρόπους από πολλούς μελετητές που προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τη νεολιθική ζωή στη Θεσσαλία. Για τους περισσότερους, η κεραμική αποτέλεσε το μέσο ώστε καταρχήν να οργανωθεί η διάρκεια της Νεολιθικής σε μια στρωματογραφική και χρονολογική ακολουθία. Ίσως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελεί ο Vl. Milojčić, ο οποίος εφάρμοσε τη συγκριτική-τυπολογική μέθοδο με στόχο την προσεκτική οριοθέτηση και το συγχρονισμό των πολιτιστικών ομάδων, μέσω των συγκρίσεων στρωματογραφιών από διαφορετικές θέσεις και τη θέση των διαφόρων κεραμικών κατηγοριών στις στρωματογραφίες αυτές (Κωτσάκης 1983:6). Η μεθοδολογία αυτή απηχεί τις θεωρητικές θέσεις της πολιτιστικής-ιστορικής προσέγγισης, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από το έργο των F. Ratzel και G. Kossina, αλλά κυρίως του G. Childe, με συνδετικό κρίκο την έννοια της πολιτισμικής ομάδας (Kotsakis 1991:73). Η εξέταση της θεσσαλικής Νεολιθικής, με αναλυτικά εργαλεία την κεραμική και τη στρωματογραφία, οδήγησε φυσιολογικά στη διαπίστωση ότι ο νεολιθικός χρόνος συνδεόταν και οργάνωνε και το νεολιθικό χώρο, καθώς σε όλη τη Θεσσαλία αναγνωρίζονταν οι ίδιες κατηγορίες διακοσμημένης κεραμικής. Αυτές οι ομοιότητες αποδόθηκαν στην ύπαρξη διακριτών "πολιτισμών" και στην ανάδυση οικισμών που λειτούργησαν ως ορόσημα τόσο του χώρου όσο και του χρόνου, δίνοντας το όνομά τους στις διάφορες χρονικές φάσεις που διακρίθηκαν. Ο Δ. Ρ. Θεοχάρης, κινούμενος σε ένα παρόμοιο θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, αντιμετωπίζει την κεραμική "ως το πιο πρόσφορο μέσο για τη διάγνωση των διαδοχικών 1
φάσεων της εξέλιξης του υλικού πολιτισμού", αν και "η κεραμική δεν είναι σπουδαίο πολιτιστικό στοιχείο, αλλά γίνεται σπουδαίο, επειδή άλλα, πολύ σημαντικότερα στοιχεία δεν ανιχνεύονται αρχαιολογικά ή δεν έχουν μελετηθεί καλά, στις περισσότερες περιπτώσεις από έλλειψη επαρκών παρατηρήσεων. Έτσι αποβαίνει αναγκαία η προσφυγή στην κεραμική σαν την πιο προσιτή εκδήλωση του υλικού πολιτισμού μιας εποχής που προσφέρεται για συγκριτική σπουδή της εξέλιξης χωρίς χάσματα" (Θεοχάρης 1981:50 και σημ. 32). Αν και η προσέγγιση του Θεοχάρη, τουλάχιστον αναφορικά με την αρχή της Νεολιθικής στη Θεσσαλία, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό αυτήν του Childe, δεν την υιοθετεί πλήρως, καθώς δε θεωρεί το πολιτιστικό φαινόμενο ως μέρος μιας ιστορικής διαδικασίας αλλά ως "ένα οργανικό σύνολο υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων, ένα ζωντανό οργανισμό που αλλάζει προοδευτικά και κινείται αυτή η κίνηση λέγεται αλλιώς πρόοδος" (Θεοχάρης 1981:18-19, Κωτσάκης 1983:6, Kotsakis 1991:75-76). Παρόλα αυτά, η συνεισφορά του Θεοχάρη στη μελέτη της ελληνικής Προϊστορίας, και κυρίως της θεσσαλικής Νεολιθικής δεν περιορίζεται στη μετεξέλιξη της πολιτιστικής-ιστορικής προσέγγισης, αλλά ακουμπά και άλλες προσεγγίσεις, όπως της συστημικής ή της Νέας Αρχαιολογίας (Kotsakis 1991:75). Σε αυτόν οφείλεται η εισαγωγή διεπιστημονικών μεθόδων από τις φυσικές επιστήμες (π.χ. αρχαιοβοτανική, αρχαιοζωολογία) με τον πιο επίσημο τρόπο, στην επισκόπηση την ελληνικής Νεολιθικής στο έργο του "Νεολιθική Ελλάς" (Θεοχάρης 1973α, βλ. και Χουρμουζιάδης 1995β:291). Η πρόθεση του Θεοχάρη να αντιμετωπίσει τη Νεολιθική όχι με περιγραφικούς όρους και ως απομονωμένο αρχαιολογικό φαινόμενο, αλλά με στόχο "τη γνώση των αρχών του νεολιθικού πολιτισμού στο θεσσαλικό χώρο" (Θεοχάρης 1967:5), προχωρά στην ουσία του πολιτιστικού προβλήματος και στη συζήτηση της σημασίας των τοπικών εξελίξεων και της ανάπτυξης των τεχνολογικών διαφοροποιήσεων (Κωτσάκης 1983:18, Χουρμουζιάδης 1995β:300). Η κατά Θεοχάρη θεώρηση του πολιτισμού ως οργανικό σύνολο υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων μετεξελίχθηκε από τον Γ.Χ. Χουρμουζιάδη μέσα από μια προσέγγιση κυρίως μαρξιστική και λιγότερο συστημική. Στη θεωρητική πρόταση του Χουρμουζιάδη, το οργανικό αυτό σύνολο οργανώνεται με βάση τρία συστήματα κοινωνικών πρακτικών (της χωροοργάνωσης, της οικονομίας και των εξωπαραγωγικών συμπεριφορών), τα οποία ενσωματώνουν την κινητήρια δύναμη της παραγωγικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, αυτά τα συστήματα έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίζονται αλλά και να αναπαράγονται με την παρέμβαση της ιδεολογίας και να αποκτούν συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο (Χουρμουζιάδης 1995α:169, Χουρμουζιάδης 1993:26-27, Kotsakis 1991:77). Υιοθετώντας τη μαρξιστική θέση ότι "κάθε κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικά πρακτική όλα βρίσκουν τη λύση τους στην ανθρώπινη πράξη και στο νόημα αυτής της πράξης" (Χουρμουζιάδης 1981:47), ο Χουρμουζιάδης ορίζει ως νεολιθικό τρόπο παραγωγής "το σύστημα των σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα σε ένα νεολιθικό κοινωνικό σχηματισμό κατά την ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας και που συνδέουν το νεολιθικό άτομο με τη φύση από τη μια μεριά και με το παραγωγικό προϊόν από την άλλη" (Χουρμουζιάδης 1980:119). Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η κεραμική εντάσσεται στο οικοτεχνικό επίπεδο του νεολιθικού τρόπου παραγωγής (Χουρμουζιάδης 1980:120) και με αυτήν συνδέεται τόσο η έννοια της εξειδίκευσης (κατανομή της τεχνολογικής πείρας) όσο και η έννοια του υπερπροϊόντος (κατανομή των κεραμικών 2
ευρημάτων στο χώρο του νεολιθικού οικισμού) (Χουρμουζιάδης 1981:42-43), παράλληλα όμως, μέσω της διακόσμησης, αποτελεί και στοιχείο ιδεολογίας, μια σχηματοποίηση στοιχείων της καθημερινής ζωής του νεολιθικού ανθρώπου, όπως αυτή αναπτύσσεται και λειτουργεί κοινωνικά (Χουρμουζιάδης 1995α:192-196). Παρ όλη την έντονα μαρξιστική χροιά της θεωρητικής θέσης του Χουρμουζιάδη (και την αναπόφευκτο τονισμό της παραγωγής) και τη χρήση της συστημικής προσέγγισης (Kotsakis 1991:77), στην ανάλυση αυτή ο νεολιθικός τρόπος παραγωγής δεν αποτελεί μια δομή που προσδιορίζει με αμετάβλητο τρόπο την ανθρώπινη ιστορία, αλλά σχετίζεται άμεσα με μια σειρά πρακτικών οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό απροσδιοριστίας, και οι οποίες αφενός προσδίδουν ιστορία στην ανθρώπινη δράση αφετέρου την οργανώνουν και την διαμορφώνουν στην πολλαπλότητα των επιπέδων της (Χουρμουζιάδης 1993:21). Από τα παραπάνω, είναι νομίζω σαφές ότι η κεραμική (αλλά και η μελέτη της) αποσυνδέεται πλήρως από την έννοια της πολιτιστικής ομάδας και εντάσσεται σε ένα πλαίσιο σχέσεων (παραγωγικών, κοινωνικών και συμβολικών) προσδιορισμένο ιστορικά, ως μια συγκεκριμένη ανθρώπινη δράση που μεταβάλλεται ανάλογα με τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Έχοντας μια επιστημολογική οπτική αρχικά επηρεασμένη από τη νεομαρξιστική θεωρία και μετεξελισσόμενη μέσα από τις θεωρητικές θέσεις τις μεταδιαδικαστικής προσέγγισης, ο Κ. Κωτσάκης παρουσίασε το Σέσκλο σαν μια περίπτωση μελέτης της πολύπλοκης και πολυδιάστατης δράσης των νεολιθικών ανθρώπων, μέσα από τα νοήματα που διαμορφώνονται στη διάρκεια της ανθρώπινης πρακτικής (Κωτσάκης 1983, Kotsakis 1986, Kotsakis 1994). Στο συγκεκριμένο πλαίσιο που ορίζεται από την οργάνωση του χώρου του οικισμού, αλλά και από την οργάνωση της κεραμικής παραγωγής (και ιδίως την τεχνολογία κατασκευής της γραπτής κεραμικής και την κατανομή της στα διάφορα τμήματα του οικισμού) αναδεικνύονται οι διαφορετικές πρακτικές κατά τις οποίες οι άνθρωποι παράγουν και αναπαράγουν τις κοινωνικές τους σχέσεις στο εύπλαστο πεδίο του υλικού πολιτισμού. Το πεδίο αυτό είναι εύπλαστο, διότι ο υλικός πολιτισμός συγκροτείται από νοήματα, η ανασύνθεση των οποίων προσεγγίζεται μόνο μέσα από τις συσχετίσεις των στοιχείων του υλικού πολιτισμού, μέσα από την ανάλυση της ανθρώπινης δράσης και πρακτικής που αποδίδει στα στοιχεία αυτά νόημα, συνειδητές προθέσεις και ασυνείδητες σημασίες (Κωτσάκης 1998/1999:19). Ειδικά η κεραμική χαρακτηρίζεται ως "πολυδιάστατο τεχνούργημα που συμπυκνώνει πολλαπλές όψεις της νεολιθικής ανθρώπινης εμπειρίας: στοιχείο ταυτότητας, παραγωγικές σχέσεις, αναδιανομή της τροφής και τελετουργική επίδειξη, για να αναφέρω μόνο μερικές" (Κωτσάκης 2002:159). Μέσα από τη σύντομη παρουσίαση των ποικίλων επιστημολογικών διακλαδώσεων που διαπιστώνονται στη μελέτη της κεραμικής της νεολιθικής Θεσσαλίας, είναι φανερό ότι η κεραμική, από ίχνος της διάδοσης μιας πολιτιστικής ομάδας, γίνεται πλέον αντιληπτή ως αναπόσπαστο κομμάτι ενός πεδίου, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων εκφράζονται, διαμορφώνονται και αναδιαμορφώνονται. Οι σχέσεις αυτές μέχρι στιγμής έχουν προσεγγιστεί μόνο στο επίπεδο της παραγωγής και της τεχνολογικής διαφοροποίησης στο πλαίσιο του οικισμού. Και οι πολιτιστικές ομοιότητες, όμως, που διαπιστώθηκαν ως προς τις διάφορες κεραμικές κατηγορίες της κεραμικής σε όλη την έκταση του θεσσαλικού χώρου, και είχαν αρχικώς αποδοθεί σε "πολιτισμούς" ή "πολιτιστικές ομάδες", θα μπορούσαν να έχουν προκύψει μέσα από το πεδίο επαφών και σχέσεων των κατοίκων της Θεσσαλίας, δηλαδή 3
μέσα από δίκτυα επικοινωνίας και ανταλλαγών. Η κεραμική πιθανώς αποτελούσε ένα από τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού που χρησιμοποιούνταν ενεργά μέσα σε δίκτυα που κάλυπταν, ανάλογα με το είδος και το περιεχόμενό τους, μεγαλύτερες ή μικρότερες αποστάσεις, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας ενιαίος κοινωνικός χώρος (Κωτσάκης 1996:169-170). Η φύση αυτών των δικτύων σχέσεων, αλλά και η έντασή τους καθώς και ο ρόλος που διαδραμάτιζε η κεραμική σε αυτά, αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης το οποίο δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, μόνο η διακοσμημένη κεραμική, δηλαδή τμήμα μόνο της κεραμικής παραγωγής, συμμετέχει στο πεδίο της ανθρώπινης επικοινωνίας, αποτέλεσμα της οποίας είναι η σαφής οριοθέτηση διαφορετικών περιοχών (Perlès 1992). Είναι όμως πράγματι μόνο αυτός ο ρόλος της κεραμικής; Και είναι όλες οι κεραμικές κατηγορίες, έστω μόνο οι διακοσμημένες, το ίδιο μονοδιάστατα σημασιοδοτημένες, συμμετέχουν δηλαδή πάντα με τον ίδιο τρόπο και φέρουν το ίδιο νόημα σε κάθε στάδιο της μεταχείρισής τους από τους ανθρώπους; Με άλλα λόγια, όλες οι δικτυώσεις οι οποίες διαπιστώνονται από τη διασπορά των αγγείων χαρακτηρίζονται από την ίδια ένταση και αναπτύχθηκαν εξαιτίας της ίδιας πάντα αιτίας; Τα ερωτήματα αυτά είναι εύλογο να τίθενται, καθώς ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο του όρου "ανταλλαγή" ως προς την κεραμική και με συγκεκριμένους όρους στο πλαίσιο της νεολιθικής Θεσσαλίας. Όσα στοιχεία υπάρχουν για το ζήτημα αυτό προέρχονται από μία αρχαιομετρική μελέτη επιφανειακής κεραμικής, η οποία, αν και μεγάλης κλίμακας, παραμένει η μοναδική που έχει γίνει στο ζήτημα αυτό έως σήμερα (Schneider et al. 1991, Schneider et al. 1994). Η μελέτη αυτή είναι προφανές ότι δεν έθεσε ερωτήματα του είδους που διατυπώθηκαν προηγουμένως, καθώς στόχος ήταν η διαπίστωση της ύπαρξης ή μη διακίνησης της κεραμικής μεταξύ των νεολιθικών οικισμών της Θεσσαλίας, μέσω της χημικής ανάλυσης επιλεγμένων κεραμικών κατηγοριών και της συγκρότησης διακριτών ομάδων χημικής σύστασης οι οποίες μπορούν να αποδοθούν γεωχημικά σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Στόχος αυτής της διατριβής είναι η αποσαφήνιση του είδους των διασυνδέσεων μεταξύ οικισμών και η κατανόηση, στο βαθμό του εφικτού, της ανθρώπινης πρακτικής που ξεδιπλώνεται στο πεδίο του υλικού πολιτισμού. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην κεραμική και στη διαφαινόμενη διακίνησή της κατά το τέλος της ΜΝΙΙΙ και την αρχή της ΝΝΙ, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από την αντιληπτή διασπορά των ίδιων κεραμικών τύπων (κόκκινη μονόχρωμη, "ξεστή", μαύρη στιλβωμένη, τεφρή και αμαυρόχρωμη κεραμική) σε όλο το θεσσαλικό χώρο. Η κεραμική που εξετάζεται προέρχεται από τα κεραμικά σύνολα 12 ανεσκαμμένων θέσεων τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας, οι περισσότερες από τις οποίες είναι παλαιές ανασκαφές και έχουν δημοσιευτεί, ενώ ορισμένες θέσεις ανασκάφηκαν πρόσφατα και δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη. Η κεραμική αποτελεί ένα από τα κράματα που προέκυψαν από την ανθρώπινη δράση και πρακτική μέσα σε αυτό το συγκεκριμένο, αν και μεταβαλλόμενο, πλαίσιο κοινωνικών, οικονομικών και συμβολικών συνθηκών. Η προσέγγιση που θα ακολουθηθεί ακουμπά στον πυρήνα του υλικού πολιτισμού, στην υλικότητά του, έτσι όπως αυτή μετασχηματίζεται μέσω της τεχνολογίας, η οποία συνιστά ένα σημασιοδοτημένο και κοινωνικά διαπραγματευόμενο σύνολο πρακτικών και όχι μόνο ένα τεχνικό μέσο για την κατασκευή αντικειμένων (Dobres 4
& Hoffman 1994:213). Στο πλαίσιο αυτό, η εξέταση του υλικού πολιτισμού επιζητά μια διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία αντιμετωπίζει την κοινωνική δράση και τις υλικές συνθήκες ως αδιάσπαστο και διαλεκτικό σύνολο (Jones 2002, Jones 2004). Η αναλυτική μέθοδος που χρησιμοποιείται εδώ για την εξέταση της κεραμικής είναι η πετρογραφική ανάλυση σε συνδυασμό με δοκιμές επανόπτησης, με στόχο τη μελέτη τόσο της τεχνολογίας όσο και της προέλευσης. Εκτός από την κεραμική που επιλέχθηκε από τα κεραμικά σύνολα των 12 οικισμών, εξετάζεται πετρογραφικά και συγκριτικό υλικό προερχόμενο από επιφανειακή έρευνα όλης της Θεσσαλίας (Γαλλής 1992), το οποίο έχει αναλυθεί χημικά από παλαιότερη αρχαιομετρική έρευνα (Schneider et al. 1991). Με τον τρόπο αυτό αξιολογούνται από κοινού τα αποτελέσματα και των δύο ερευνών και αξιοποιούνται όλα τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν τη χωρική διασπορά αγγείων με μορφολογικές ομοιότητες, αγγείων που φαίνονται ίδια, αλλά ενδεχομένως διαφέρουν σε παραμέτρους άλλες από αυτήν της μορφής. Με επίκεντρο την κεραμική, και μέσα από την εξέταση των αλληλένδετων διαστάσεών της (της παραγωγής, δηλαδή της τεχνολογίας κατασκευής, της ανταλλαγής και της κατανάλωσης, αν και για την τελευταία πολύ περιορισμένη αναφορά μπορεί να γίνει), η διεπιστημονική προσέγγιση αποσκοπεί στην αναγνώριση δικτύων σχέσεων, επαφών και ανταλλαγών. Κυρίως, όμως, στοχεύει στην ανασύνθεση των δικτύων αυτών, ώστε να αποκατασταθεί (στο βαθμό του εφικτού) η ένταση και η έκτασή τους και να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενό τους αλλά και τα συμμετέχοντα μέρη. Με άλλα λόγια, η ανασύνθεση αυτή εξετάζει αν οι σχέσεις που εκφράζονται μέσω των δικτύων αφορούν όλες τις κεραμικές κατηγορίες με τον ίδιο τρόπο, ή αν διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης πρακτικής διαμορφώνουν διαφορετικά δίκτυα σχέσεων, όπου οι φορείς δράσης επικοινωνούν και διαπραγματεύονται διαφορετικά νοήματα και συσχετίσεις. Παράλληλα, ενδιαφέρει ο τρόπος και ο βαθμός συμμετοχής των εξεταζόμενων οικισμών στα δίκτυα αυτά, και πώς ο εκάστοτε τρόπος συμμετοχής διαμορφώνει τις σχέσεις που ορίζουν τα δίκτυα. Η ανασύνθεση των δικτύων σχέσεων, έτσι όπως αυτές πραγματώνονται μέσα στην κεραμική και μέσω αυτής, αποσκοπεί, τελικά, στην αναγνώριση της ανθρώπινης πρακτικής και στις πολλαπλές διατυπώσεις που αυτή αποκτά αναπτυσσόμενη σε διαφορετικά πλαίσια συναφειών και συσχετίσεων στο θεσσαλικό χώρο και στο νεολιθικό χρόνο. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, τα επιμέρους ζητήματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως και με τρόπο ενδεχομένως σχηματικό, θα αναπτυχθούν σε όλες τους τις διαστάσεις, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό πώς η κεραμική, ως έκφραση συγκεκριμένης τεχνολογικής πρακτικής, ενσωματώνει νοήματα (ή συμβολισμούς) που εκφράζουν τις αντιλήψεις συγκεκριμένων φορέων δράσης και, μετασχηματιζόμενη σε αντικείμενο ανταλλαγής, μπορεί να αποτελέσει την πρώτη ύλη με την οποία πλάθονται και αναπλάθονται σχέσεις, κοινωνικές ταυτότητες, άνθρωποι και πράγματα. 5
Κεφάλαιο 2 Οι ανταλλαγές στο σταυροδρόμι των επιστημών 2.1 Ανταλλαγή: από το ανθρωπολογικό Δώρο στο αρχαιολογικό εύρημα Το φαινόμενο των ανταλλαγών έχει απασχολήσει πολλούς ερευνητές ήδη από το 19 ο αι., στο πλαίσιο ποικίλων επιστημονικών κλάδων όπως η Οικονομική επιστήμη, η Πολιτική Οικονομία, η Οικονομική Ιστορία, η Κοινωνιολογία, η Ανθρωπολογία και η Εθνογραφία. Η Αρχαιολογία σε μεγάλο βαθμό ακολούθησε τις αναζητήσεις αυτές και υιοθέτησε, με μικρότερες ή μεγαλύτερες τροποποιήσεις, όσες προσεγγίσεις μπορούσαν να εφαρμοστούν στη μελέτη κοινωνιών που μόνη μαρτυρία της ύπαρξής τους και μόνο μέσο για την κατανόησή τους ήταν ο υλικός πολιτισμός τους. Η αναλυτική παρουσίαση της μακράς συζήτησης του φαινομένου των ανταλλαγών σε όλους αυτούς τους κλάδους ξεπερνά τα όρια και τους στόχους της παρούσας μελέτης. Παρόλα αυτά, κρίνεται αναγκαία μια συνοπτική (άρα υποχρεωτικά επιλεκτική) αναφορά των κυριότερων τάσεων, με έμφαση στις προσεγγίσεις εκείνες που καθόρισαν το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν οι αρχαιολογικές προτάσεις για την ερμηνεία των ανταλλαγών. 2.1.1 Η ανταλλαγή από την πλευρά της Ανθρωπολογίας Από την πλευρά των οικονομικών επιστημών, μια απόπειρα αδρής διάκρισης διαφορετικών "σχολών" θα προσδιόριζε τρεις κύριες προσεγγίσεις: α) τη φορμαλιστική (formalism, ή αλλιώς νεοκλασική οικονομική θεωρία), β) τη μαρξιστική, και γ) την ουσιαστικιστική (substantivism). 1 Η παρουσίαση και συζήτηση των τριών αυτών προσεγγίσεων έχει γίνει από πολλούς μελετητές και από ποικίλες οπτικές γωνίες (μεταξύ άλλων βλ. Godelier 1988 [1973]:58-84, Κωτσάκης 1983:182-207, Halperin 1994:34-54). Αυτό που ίσως είναι χρήσιμο να αναφερθεί έστω επιγραμματικά εδώ είναι η βασική θεωρητική αρχή κάθε προσέγγισης η οποία προσδιορίζει και το πλαίσιο της ανταλλαγής. Για τους φορμαλιστές, η οικονομική συμπεριφορά του ανθρώπου ορίζεται από το απεριόριστο των επιθυμιών του και διέπεται από ορθολογικές επιλογές που σχετίζονται με τον 1 Η απόδοση των όρων formalism και substantivism (και των παραγώγων τους) στα ελληνικά ποικίλει από μεταφραστή σε μεταφραστή. Στο κείμενο χρησιμοποιείται η απόδοση στα ελληνικά σύμφωνα με το Κωτσάκης 1983:198, ενώ στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχουν επίσης και μεταφράσεις φορμαλιστική / τυπολογιστική / τυπική και ουσιοκρατική / υποστασιακή / ουσιαστική, όπως εμφανίζονται στο Godelier 1988 [1973], Mauss 1979 [1924] και Polanyi 2006 [1957] αντίστοιχα. 6
καταμερισμό των σπάνιων διαθέσιμων μέσων (φυσικών πόρων ή αγαθών) μεταξύ πολλαπλών (εναλλακτικών) χρήσεων (σκοπών). Αντίθετα, η μαρξιστική οικονομική προσέγγιση διαφέρει ριζικά από αυτήν της νεοκλασικής θεωρίας και στοχεύει στη μελέτη των οικονομικών δραστηριοτήτων μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε συγκεκριμένο χρονικό και ιστορικό πλαίσιο, μεταφέροντας το κέντρο βάρους από το άτομο στις πολιτισμικά και θεσμικά δομημένες οικονομίες. Αν και η "πολιτική οικονομία" του K. Marx εστιάζει στην παραγωγή, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το Κεφάλαιο ξεκινά με τη συζήτηση των εμπορευμάτων και την ανταλλαγή ή διακίνησή τους, και μέσω της διαλεκτικής πραγμάτευσης, εισάγονται και ορίζονται κεντρικές έννοιες (τόσο για τη μαρξιστικά θεωρία όσο και για τη γενικότερη μελέτη του φαινομένου των ανταλλαγών) όπως η αξία (αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία), η ισοτιμία, η διακίνηση και ανταλλαγή προϊόντων, το χρήμα, κ.ά. (Roseberry 1997:31-38, Appadurai 1986:7-9). Με επιρροές από τη μαρξιστική θεωρία (αλλά και με σημαντικές διαφορές ως προς αυτή), η ουσιαστικιστική προσέγγιση (θεμελιωτής της οποίας είναι ο K. Polanyi), βρίσκεται στον αντίποδα του φορμαλισμού. Σύμφωνα με τον Polanyi (Polanyi 2006 [1957]), η οικονομία είναι μια θεσμοθετημένη διαδικασία και αποκτά ενότητα και σταθερότητα (δηλαδή αλληλεξάρτηση και επανεμφάνιση των στοιχείων της) μέσω συγκεκριμένων επαναλαμβανόμενων σχημάτων (ή συνδυασμών τους), τα οποία αποτελούν μορφές ενσωμάτωσης της οικονομίας στην κοινωνία. Τα κύρια σχήματα οργάνωσης της οικονομίας είναι η αμοιβαιότητα (reciprocity), η ανακατανομή (redistribution) και η ανταλλαγή (exchange). 2 Στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδίως στην Ανθρωπολογία, διακρίνονται και οι τρεις τάσεις ως προς το τι είναι οικονομία, όπως επιγραμματικά παρουσιάστηκαν προηγουμένως. Εντούτοις, στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο η συζήτηση έπρεπε να τεθεί σε άλλες βάσεις, καθώς το κύριο ερώτημα δεν ήταν η έννοια της οικονομίας, αλλά τι συνιστά οικονομία στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Έτσι, η φορμαλιστική προσέγγιση, με κύριους εκπροσώπους μεταξύ άλλων τους M. Herskovits και H.K. Schneider, βασίστηκε στην παραδοχή ότι τα άτομα σε κάθε είδους πολιτισμικό σύστημα εφαρμόζουν την ορθολογική επιλογή σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από μέσα, σκοπούς, περιορισμούς και ευκαιρίες. Η οικονομία, δηλαδή, αντιμετωπίστηκε ως ένα είδος ανθρώπινης δράσης, ως διαδικασία για την ικανοποίηση αναγκών στο πλαίσιο μιας εξατομικευμένης συμπεριφοράς, υπερτονίζοντας τη συμπεριφορά του ατόμου ως προς την κοινωνική οργάνωση (Plattner 1989:13, βλ. και Herskovits 1952, Schneider 1974α και 1974β). Αντίθετα, η ουσιαστικιστική προσέγγιση, με κύριο εκφραστή των θέσεων του Polanyi τον G. Dalton, απέρριπτε την εφαρμογή γενικών ερμηνευτικών μοντέλων, καθώς οι διαφορές μεταξύ μιας "πρωτόγονης" οικονομίας και μιας αγοράς που βασίζεται στη βιομηχανία δεν αφορούν την κλίμακα, αλλά το είδος του οικονομικού φαινομένου και της κοινωνίας στην οποία είναι ενσωματωμένο (Dalton 2 Ειδικά για την ανταλλαγή ο Polanyi διακρίνει τρεις μορφές: α) την απλώς τοπική κίνηση αλλαγής θέσης, την "αλλαγή χεριών" (λειτουργική ανταλλαγή), β) την οικειοποιητική κίνηση ανταλλαγής με σταθερή τιμή (συνήθως προκύπτει με πολιτικό παρεμβατισμό) και γ) την οικειοποιητική κίνηση ανταλλαγής με τιμή που προσαρμόζεται μετά από συμφωνία των μερών που συμμετέχουν στην ανταλλαγή (αφορά την οικονομία της αγοράς που διέπεται από τους όρους του ανταγωνισμού) (Polanyi 2006 [1957]:129-136). Σε παλαιότερη εργασία του, ο Polanyi προσθέτει ως ένα τέταρτο οργανωτικό σχήμα το νοικοκυριό (household), με τη μορφή της οικονομίας του οίκου (Polanyi 2007 [1944]:46-57). Για κριτική παρουσίαση του έργου του Polanyi, τη σχέση και την επιρροή του στην Κοινωνική Ανθρωπολογία βλ. Halperin 1994 (κυρίως Chapter 2-6). 7
1969:79). Η αντιπαράθεση των υποστηρικτών των δύο αυτών προσεγγίσεων χαρακτηρίστηκε από πάθος και διήρκεσε αρκετά χρόνια (και αποτυπώνεται στις σελίδες επιστημονικών περιοδικών όπως το Current Anthropology από τη δεκαετία του 1960 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980), για να ξεθωριάσει με την πάροδο του χρόνου (Plattner 1989:14-15). Παράλληλα με την αντιπαράθεση φορμαλιστών-ουσιαστικιστών, αναπτύσσονται και άλλες προσεγγίσεις με πιο σημαντική τη μαρξιστική. Η μαρξιστική προσέγγιση, με κύριους εκπροσώπους τους M. Godelier και M. Sahlins, είναι πιο κοντά στη θεώρηση της οικονομίας ως συστατικού του πολιτισμού, ως διαδικασίας που αφορά την υλική ζωή της κοινωνίας (Sahlins 1972:186), και έχει ως βασικό στόχο την ανάλυση και ερμηνεία των μορφών και δομών αυτής της υλικής ζωής της κοινωνίας, με αφετηρία τη μαρξιστικές έννοιες του "τρόπου παραγωγής" και του "κοινωνικού σχηματισμού", το συνδυασμό, δηλαδή, των παραγωγικών δυνάμεων και των ειδικών κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, που καθορίζουν τη δομή και τη μορφή της διαδικασίας παραγωγής και διακίνησης των υλικών αγαθών στο πλαίσιο μιας ιστορικά καθορισμένης κοινωνίας (Godelier 1988 [1973]:59). Η θεωρητική αναζήτηση αναφορικά με το νόημα της οικονομίας στις προκαπιταλιστικές / "πρωτόγονες" κοινωνίες ανέδειξε την ανταλλαγή σε καίριας σημασίας ζήτημα για την Ανθρωπολογία, και καταστάλαξε στην παραδοχή ότι η ανταλλαγή, ως μεταβίβαση αντικειμένων (υλικών ή άυλων, λέξεων, πραγμάτων, ανθρώπων ή ζώων) μεταξύ υποκειμένων (μεμονωμένων ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων, θεϊκών ή πνευματικών υποστάσεων), διεισδύει σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, και ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των μεταβιβάσεων εκφράζουν και συγκροτούν κοινωνικές σχέσεις τόσο μεταξύ ομάδων όσο και μεταξύ μεμονωμένων ατόμων (Thomas 1991:7). Ενδεχομένως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση σχέσεων και συστημάτων ανταλλαγής εντοπίζεται στις κοινωνίες της Μελανησίας με τη μορφή του kula (Malinowski 1922). Το kula είναι μια "τελετουργική" κυκλοφορία αντικειμένων υπό την μορφή δώρου με ανταπόδοση στην οποία παίρνουν μέρος προκαθορισμένοι "συνεργάτες"/"συνέταιροι" από την κάθε κοινότητα των Τρομβριανών νήσων συνίσταται σε μια σειρά ανταλλαγών κατά την οποία ένα τμήμα των συμμετεχόντων δίνει μόνο οστρέινα περιβραχιόνια για να πάρει μόνο οστρέινα περιδέραια (ενώ το αντίστροφο ισχύει για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες), ενώ και τα δύο είδη οστρέινων αντικειμένων διατηρούνται μόνο ως το επόμενο kula. Αυτό που καθιστά το kula σημαντικό είναι αφενός η καταλυτική του συμβολή στη διατήρηση των ισχυρών κοινωνικών δεσμών που συνδέουν τα δύο μέρη, εξυπηρετώντας παράλληλα τη διεξαγωγή άλλων μορφών ανταλλαγών (όπως το gimwali, που μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αντιπραγματισμού), και αφετέρου η έδρασή του όχι στην έννοια του κέρδους αλλά στην κοινωνική αντίληψη της γενναιοδωρίας, του δώρου. Η ανάλυση της έννοιας του δώρου από τον M. Mauss (Mauss 1979 [1924], αναφερόμενο στο εξής ως Δώρο) υπήρξε καταλυτική για τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπολογική και εθνογραφική έρευνα προσέγγισε το ζήτημα της ανταλλαγής. Ο Mauss, έχοντας ως κύρια θεωρητική θέση αυτή του "ολικού κοινωνικού φαινομένου", ότι δηλαδή όλα τα φαινόμενα που συνιστούν την κοινωνική πραγματικότητα είναι συνυφασμένα μεταξύ τους και αποτελούν την ταυτόχρονη έκφραση πολλών θεσμών (θρησκευτικών, ηθικών, νομικών και οικονομικών), προσπάθησε να εξηγήσει, καταρχήν, σύμφωνα με ποια νομική αρχή στις "αρχαϊκές" κοινωνίες το δώρο πρέπει να ανταποδίδεται υποχρεωτικά, και δεύτερον, ποια 8
δύναμη ενυπάρχει στο δώρο και υποχρεώνει τον δωρολήπτη να το ανταποδώσει (Mauss 1979 [1924]:67-68). Στην ανάλυση του Mauss, το δώρο ερμηνεύεται ως μορφή ανταλλαγής στην οποία τα πράγματα και τα άτομα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους και καθορίζουν αμοιβαία την αξία τους. Η ανταλλαγή δώρων περιγράφει τρεις "υποχρεώσεις" που συνδέονται με αυτήν: την προσφορά, την αποδοχή και την ανταπόδοση. Η ιδιαιτερότητα του δώρου ως μορφής ανταλλαγής έγκειται στο ότι οι φαινομενικά οικειοθελείς και ανιδιοτελείς πράξεις γενναιοδωρίας που εμπλέκουν μεταβίβαση αντικειμένων πρέπει να ιδωθούν μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που καθιστά την προσφορά, την αποδοχή και την ανταπόδοση του δώρου, υποχρέωση. Για να ερμηνεύσει αυτόν τον καταναγκασμό, ο Mauss υποστήριξε ότι οι κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων εκφράζονται στον υλικό δεσμό του δώρου, καθώς επίσης και ότι το υλικό αντικείμενο που "αλλάζει χέρια" ως δώρο ενσωματώνει με τέτοιον τρόπο την προσωπικότητα και την ψυχή του δωρητή ώστε να δημιουργεί ένα πεδίο δυνάμεων έλξης, επιστροφής προς αυτόν. Το δώρο βασίζεται στη συμμετρική φόρμουλα κίνησης απόδοση-αποδοχή και ανταπόδοση-αποδοχή η κίνηση αυτή είναι αμοιβαία. Η δύναμη που επιβάλλει την κίνηση βασίζεται στη φύση του δώρου όπου τα πρόσωπα και τα πράγματα, οι υλικές σχέσεις και οι κοινωνικές (πνευματικές) σχέσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν. "Ο δεσμός που δημιουργούν τα πράγματα αποτελεί στην πραγματικότητα δεσμό ανάμεσα σε ψυχές, εφόσον το ίδιο το πράγμα είναι ψυχή" (hau, κατά τους Μαορί) (Mauss 1979 [1924]:79). Πρόκειται, ουσιαστικά, "για μια διαδικασία μέθεξης: οι ψυχές αναμειγνύονται με τα πράγματα και τα πράγματα με ψυχές. Πρόσωπα και πράγματα βγαίνουν το καθένα από τη σφαίρα τους και συμπλέκονται αναμεταξύ τους. Αυτή ακριβώς η μέθεξη προσώπων και πραγμάτων αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης και της ανταλλαγής" (Mauss 1979 [1924]:91). Ως καλύτερο παράδειγμα, τόσο της ανταλλαγής δώρων όσο και του ολικού κοινωνικού φαινομένου, ο Mauss σχολιάζει το kula. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την έκφραση της μέθεξης πραγμάτων, αξιών, συμβάσεων, και ανθρώπων. Κατά συνέπεια τα δώρα του kula δημιουργούν και μεταφέρουν μια πολλαπλότητα δικαιωμάτων διαφορετικών ανθρώπων σε ένα αντικείμενο, ενώ η κυκλοφορία του αντικειμένου-δώρου δημιουργεί και ενσωματώνει κοινωνικούς δεσμούς που καθορίζουν την αξία του. 3 Με αφετηρία το Δώρο του Mauss, πολλοί διαφορετικοί δρόμοι ανοίχτηκαν ως προς την ερμηνεία της ανταλλαγής, προσφέροντας έναν πλουραλισμό αναγνώσεων του φαινομένου που δεν είναι εφικτό να αναφερθούν στο πλαίσιο της παρούσας συζήτησης παρά μόνο επιλεκτικά. 4 Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της στρουκτουραλιστικής θεωρίας, ο Cl. Lévi-Strauss (Lévi-Strauss 1949) πραγματεύεται τα στοιχειώδη συστήματα συγγένειας, με ερμηνευτικό όχημα την ανταλλαγή γυναικών μεταξύ ομάδων γραμμικής συγγένειας (ώστε να αποφευχθεί η αιμομιξία) στη βάση της αμοιβαιότητας που διέπει την έννοια του δώρου. Κατά 3 "Το kula, στην ουσιαστική του μορφή, δεν είναι παρά το επίσημο μέρος ενός ευρύτατου συστήματος παροχών και αντιπαροχών. Στην διαφυλετική του μορφή κυρίως εμφανίζεται σαν το επιστέγασμα της κοινωνικής ζωής. Μόνο οι αρχηγοί των ναυτικών φυλών συμμετέχουν. Το kula συγκεκριμενοποιεί και αποτελεί το σημείο σύγκλισης πολλών άλλων θεσμών" (Mauss 1979 [1924]:100). 4 Παράλληλα υπήρξαν και κριτικές αναγνώσεις και ερμηνείες του ίδιου του Δώρου, με πιο σημαντικές ίσως αυτές των Weiner 1980, Gregory 1982, Parry 1986, Derrida 1992, Godelier 2003 [1996]. 9
τον Lévi-Strauss, ο Mauss περιορίστηκε στην ανάδειξη του φαινομένου (Lévi-Strauss 1987 [1950]:41), εστιάζοντας στην εμπειρία των ιθαγενών κατοίκων και στη δική τους θεωρία για την ανταλλαγή δώρων, χωρίς να μπορέσει να διεισδύσει ερμηνευτικά στην αντικειμενική αλήθεια αυτής της ανταλλαγής, δηλαδή στην ασυνείδητη αρχή της αμοιβαιότητας. Ο M. Sahlins (Sahlins 1972) δημιουργεί τη δική του σύνθεση με κύρια συστατικά τη μαρξιστική θεωρία και σαφείς επιρροές από τον Mauss αλλά και τους Polanyi και Dalton, προσεγγίζοντας τις ανταλλαγές της "πρωτόγονης" κοινωνίας υπό το πρίσμα της αμοιβαιότητας. Προτείνει τρεις διαβαθμίσεις στην αμοιβαιότητα (γενικευμένη, ισορροπημένη, και αρνητική αμοιβαιότητα), οι οποίες συνδέονται τόσο με τη γεωγραφική απόσταση μεταξύ των δύο μερών που συμμετέχουν στην ανταλλαγή, όσο και με την κοινωνική απόσταση (ορίζεται συνήθως από το βαθμό των δεσμών συγγένειας). Μέσα από ποικίλα παραδείγματα (με γνωστότερο αυτό των "Μεγάλων Ανδρών" / "Big Man" από τη Μελανησία) ο Sahlins παρουσιάζει πώς η ανταλλαγή αντικατοπτρίζει αλλά και διαμορφώνει τους συμμετέχοντες, καθώς και τις σχέσεις των συμμετεχόντων μεταξύ τους, με το αντικείμενο ανταλλαγής, ακόμα και με την ίδια την πράξη της ανταλλαγής. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Sahlins υπάρχει εντεινόμενη αλληλεπίδραση μεταξύ των μορφών ανταλλαγής και των ειδών των σχέσεων και δεσμών μεταξύ των συμμετεχόντων, με αποτέλεσμα οι μορφές ανταλλαγής να συντελούν στη δημιουργία κοινωνικών ομάδων, αλλά και στην ανάδειξη ορίων μεταξύ τους (Sahlins 1972: Chapter 5). Ο P. Bourdieu διατύπωσε τη θεωρία της πρακτικής, ασκώντας μεγάλη επίδραση σε όλες τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ο Bourdieu (Bourdieu 1977, 2006 [1980]), στην κριτική του στον στρουκτουραλισμό του Lévi-Strauss με κορωνίδα το έργο του για τις δομές συγγένειας (Lévi-Strauss 1949), υποστηρίζει ότι κάτω από το δίκτυο των συγγενικών σχέσεων υποκρύπτεται το δίκτυο των σχέσεων της πρακτικής, οι οποίες είναι προϊόν της ιστορίας των οικονομικών και συμβολικών ανταλλαγών (Bourdieu 1977:38). Σύμφωνα με τον Bourdieu (Bourdieu 1977:4-6, 14-16, 72-73 και Bourdieu 2006 [1980]:88-90, 160-164, 169-175), η "πλήρης αλήθεια" της ανταλλαγής δώρων βρίσκεται ανάμεσα στη "φαινομεναλιστική" (υποκειμενική) ανάλυση του Mauss, όπου παρουσιάζεται η ανταλλαγή ως βίωμα, και τη δομική (αντικειμενική) ανάλυση του Lévi-Strauss, όπου παρατηρούμε την ανταλλαγή από έξω, δηλαδή δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι φορείς δράσης 5 εφαρμόζουν ως μη αντιστρεπτή μια διαδοχή πράξεων που ο παρατηρητής συγκροτεί ως αντιστρεπτή. Κατά συνέπεια, η "πλήρης αλήθεια" της ανταλλαγής βρίσκεται στο χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μέχρι να εκδηλωθεί η ανταπόδοση που προκαλεί το δώρο, το οποίο επιτρέπει σε μια σχέση ανταλλαγής, που απειλείται κάθε στιγμή να φανεί ως αντιστρεπτή (δηλαδή υποχρεωτική και ιδιοτελής), να γίνει αντιληπτή ως μη αντιστρεπτή, επιτρέποντας ουσιαστικά να συνυπάρξουν τόσο στην ατομική εμπειρία όσο και στην κοινή αντίληψη μία "υποκειμενική" και μία "αντικειμενική" αλήθεια. 6 Η κινητήριος δύναμη του 5 Οι όροι "agent" και "agency" αποδίδονται στα ελληνικά ως "φορέας δράσης" και "δράση" αντιστοίχως. 6 "Μια πραγματικά αντικειμενική ανάλυση της ανταλλαγής δώρων, λέξεων, προκλήσεων ή ακόμα και γυναικών πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η σειρά των ενεργειών που, ιδωμένες από έξω και εκ των υστέρων, παρουσιάζονται ως κύκλος αμοιβαιότητας, προϋποθέτει μια πραγματική συνεχή δημιουργία που μπορεί ανά πάσα στιγμή να διακοπεί, ότι κάθε μια από αυτές τις εναρκτήριες πράξεις μπορεί να πέσει στο κενό, και ότι, σε κάθε περίπτωση, [η ανταλλαγή] αποκτά νόημα από την ανταπόκριση που προκαλεί, ακόμα και αν δεν υπάρξει ανταπόκριση και χαθεί αναδρομικά το επιδιωκόμενο νόημα" (Bourdieu 1977:5 και Bourdieu 2006 [1980]:171). 10
μηχανισμού της ανταλλαγής είναι η αίσθηση της τιμής, η αίσθηση της πρακτικής, ή μιλώντας γενικότερα, το habitus, μια προδιάθεση εγγεγραμμένη στη διάταξη του σώματος και της σκέψης, που δίνει τη δυνατότητα στους φορείς δράσης να αναπαράγουν όλες τις πρακτικές που συνάδουν με τη λογική της πρόκλησης (δώρο) και της ανταπόκρισης (ανταπόδοση δώρου) και μόνο αυτές, μέσω άπειρων επινοήσεων που σε καμία περίπτωση δεν προβλέπονται από μια στερεότυπη ανάπτυξη ενός τελετουργικού τυπικού (Bourdieu 1977:15). Με άλλα λόγια, το habitus λειτουργεί ως οργανωτική αρχή, η οποία δεν παράγεται ούτε από το συνειδητό συντονισμό (αναγνώριση και αποδοχή των προθέσεων των φορέων δράσης) ούτε από τη μηχανιστική επανάληψη (αποδοχή και χρήση συμβάσεων), αλλά, όσο η αναγνώριση της σημασίας αυτής της αντίληψης δε διατυπώνεται ρητά, εμφανίζεται ως προϊόν τόσο του συνειδητού συντονισμού όσο και της μηχανιστικής επανάληψης. Η ανταλλαγή δώρων ως πρακτική αποκρύπτει τη συναλλαγή που μία ορθολογική σύμβαση συμπυκνώνει στη στιγμή, με το να την επεκτείνει στο χρόνο (αποσιωπώντας την υπολογιστική πρόθεση). Για το λόγο αυτό, αν δεν αποτελεί το μοναδικό τρόπο κυκλοφορίας προϊόντων, σίγουρα αποτελεί τον τρόπο που αναγνωρίζεται πλήρως σε κοινωνίες όπου η οικονομία οργανώνεται πάνω στην κοινωνικά συντηρούμενη ασυμφωνία ανάμεσα στη μη ρητά αναγνωρισμένη (ή κοινωνικά καταπιεσμένη) "αντικειμενική" αλήθεια της οικονομικής δραστηριότητας και την κοινωνική αναπαράσταση της παραγωγής και της ανταλλαγής, εγκαθιδρύοντας μόνιμες σχέσεις αμοιβαιότητας, αλλά και κυριαρχίας (Bourdieu 1977:171-172 και Bourdieu 2006 [1980]:183-184). Κατά συνέπεια, η μόνη δυνατή μορφή πλεονάσματος εκεί όπου δεν αναγνωρίζεται το οικονομικό κεφάλαιο είναι το συμβολικό κεφάλαιο 7 (το "υλικό" κεφάλαιο στη μη ρητά αναγνωρισμένη του μορφή, συνεπώς στην παραδεκτή του μορφή, όπως η ευγνωμοσύνη, η αναγνώριση, ο σεβασμός, η υποχρέωση ή το ηθικό χρέος). Η μετατροπή του οικονομικού κεφαλαίου σε συμβολικό κεφάλαιο (και το αντίστροφο) είναι η κεντρική λειτουργία που παράγει (και παγιώνει) σχέσεις οικονομικής εξάρτησης, οι οποίες όμως καλύπτονται κάτω από το μανδύα των ηθικών σχέσεων. Έτσι, η ανταλλαγή στοχεύει στην καθιέρωση συμμετρικών σχέσεων, ενώ παράλληλα παράγει συμβολική υπεραξία καλύπτοντας μια ασύμμετρη σχέση κυριαρχίας με άλλα λόγια, η ανταλλαγή αποτελεί πεδίο διαμόρφωσης, διατήρησης ή αποκατάστασης των σχέσεων κυριαρχίας (Bourdieu 1977:179-183, 191-196 και Bourdieu 2006 [1980]:190-191, 199-200). Η υπολογιστική πρόθεση με στόχο την ανταπόδοση εκ μέρους των φορέων δράσης στο πλαίσιο της ανταλλαγής έχει αναγνωριστεί και συζητηθεί ευρέως στο χώρο των κοινωνικών και ανθρωπολογικών επιστημών, 8 αναδεικνύοντας την έννοια της ισοτιμίας (ισότιμης ανταπόδοσης) και της αξίας (του αντικειμένου που ανταλλάσσεται) ως εξίσου σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση του πλαισίου της ανταλλαγής. Η συνεισφορά του A. Appadurai (Appadurai 1986) στη συζήτηση της αξίας στο πεδίο της ανταλλαγής συνετέλεσε 7 "Το μη αναγνωρισμένο κεφάλαιο, αποτελούμενο από τις πιο ιερές δραστηριότητες, οι οποίες συγκροτούνται αρνητικά ως συμβολικές, δηλαδή στερούμενες συγκεκριμένης ή υλικής επίδρασης, δωρεάν, ανιδιοτελείς αλλά και άχρηστες" (Bourdieu 1977:176-177 και Bourdieu 2006 [1980]:191). 8 Σημαντικότεροι εκφραστές αυτής της τάσης, που στο επιστημονικό πεδίο της Κοινωνιολογίας είναι γνωστή ως "θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής" (social exchange theory), μπορούν να θεωρηθούν οι R.M. Emerson, G.C. Homans και P.M Blau (βλ. Cook & Rice 2002 για σχετικές παραπομπές και κριτική παρουσίαση των κυριότερων αρχών καθενός εξ αυτών, καθώς, αν και ενδιαφέρουσα, η συζήτηση αυτή δεν είναι εφικτό να παρουσιαστεί εδώ). 11