ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Η ΙΜΒΡΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΝΕΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 3 Η ΧΙΛΙΕΤΙΑ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΧΑΤΖΗΛΙΑΔΟΥ ΜΑΡΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟ: Η ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2016-2017 ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2017
Η ΙΜΒΡΟΣ Η Ίμβρος (τουρκικά Gökçeada: Gökçe=μικρός ουρανός, ada=νησί) βρίσκεται 9,5 μίλια βορειοδυτικά της εισόδου του Ελλησπόντου, 11 μίλια από τη Λήμνο και 13,5 μίλια από τη Σαμοθράκη. Έχει έκταση 285τ.χλμ. 1. Το ανάγλυφό της χαρακτηρίζεται από απότομους λόφους και ηφαιστειογενή πετρώματα. Παρουσιάζει διαρκή εναλλαγή βουνών και κοιλάδων, είναι δηλαδή «κυματιστή», όπως και αναφέρεται στον Όμηρο ως παιπαλόεσσα (Ν 33, Ω 78) που σε νεοελληνική μετάφραση αποδίδεται ως «βραχώδης» 2. Το ψηλότερο σημείο του νησιού, μόλις ξεπερνά τα 450μ. Το νησί κατέχει σημαντικά στρατηγική θέση για τη ναυσιπλοΐα. Η ΙΜΒΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Η Ίμβρος κατοικήθηκε πολύ νωρίτερα από τα Τρωικά σε τρία τουλάχιστον σημεία 3. Τα πρωιμότερα ίχνη κατοίκησης ανάγονται στην εποχή κατά την οποία η Ίμβρος ήταν ενωμένη με τη χερσόνησο της Καλλίπολης και βρέθηκαν επιφανειακά ευρήματα, σε μεγάλης έκτασης θέση στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, με λιθοτεχνία που θυμίζει αντίστοιχες παλαιολιθικές, γνωστές από την περιοχή του Μαρμαρά 4. Στη διάρκεια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού σημειώνεται αύξηση του αριθμού των θέσεων στην Ίμβρο, στις περισσότερες από τις οποίες περισυλλέχτηκε επιφανειακή κεραμική τυπική των φάσεων Τροία I και II (2900-2450 π.χ.), ενώ είναι χαρακτηριστική η απουσία κεραμικής τυπικής Τροίας III-V (2450-1700 π.χ.). Έχουν εντοπιστεί εννέα ( παραθαλάσσιοι ή πολύ κοντά στη θάλασσα οικισμοί στις βορειοανατολικές και νοτιοανατολικές ακτές 5. 1 2 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 1991, 92 3 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 1991, 93 4 5
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ Yenibademli/ Άγιος Φλώρος Στο λόφο όπου σώζονται τα ερείπια της μικρής εκκλησίας του Αγ. Φλώρου, εντοπίζεται ο προϊστορικός οικισμός στην τούμπα Yenibademli/ / Άγιος Φλώρος (έκτασης περίπου 15 στρεμμάτων, σημερινό υψόμετρο περίπου 18μ.) 6. Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1996 από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας 7. Έχουν αποκαλυφθεί λείψανα οχυρωματικού περιβόλου στο δυτικό άνδηρο και στο νότιο τμήμα της τούμπας, όπου το τείχος έχει πλάτος π. 5μ. και ένα κεκλιμένο επίπεδο-ράμπα που εξασφαλίζει την πρόσβαση στην οχύρωση από νοτιοδυτικά 8. Βρέθηκαν ακόμα πολλά θραύσματα πίθων και πλήθος οστράκων αγγείων, τα οποία αποδεικνύουν ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού 9. Αξιοσημείωτα είναι τα οστά ελαφιού 10 και τα απανθρακωμένα φυτικά υπολείμματα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού II. Αυτά τα υπολείμματα χρονολογούνται το 2900-2600 π.χ. και έδωσαν ευρύ φάσμα καλλιεργειών που περιλαμβάνει δημητριακά και όσπρια και τα μείγματα: ρόβι / σιτάρι, φάβα / κριθάρι και σιτάρι / κριθάρι, καθώς και σπόρους από λαθούρι σε μεγάλες ποσότητες. Αυτό είναι το πιο αρχαίο δείγμα των εξημερωμένων ψυχανθών που βρέθηκαν στις μεσογειακές περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου 11. Πύργος/ Yuvali (ο Ναύλοχος, τοπωνύμιο των αρχαίων) Είναι η τούμπα στο ομώνυμο ακρωτήριο. Σύμφωνα με τις επιφανειακές έρευνες κατοικήθηκε από την Πρώιμη έως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Σώζονται τμήματα του τείχους, θεμέλια οικοδομών και κομμάτια πήλινων αγγείων 12. Uğurlu / Zeytinlik Πρόκειται για χαμηλή τούμπα με πέντε διαδοχικές φάσεις (I-V) από πάνω προς τα κάτω. Η φάση Ι αντιπροσωπεύεται από επιφανειακά όστρακα που αποδίδονται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Η εγκατάσταση της Εποχής του Χαλκού πιθανότατα ήταν περιορισμένη και έχει καταστραφεί σημαντικά εξαιτίας της διάβρωσης της θέσης 13. 6 7 Harmankaya, S. Erdoğu, B., 2001, 33 8 9 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 1991, 93 10 Yaman, B., 2011, 105 11 Jones, G., 2005, 39 12 13 Harmankaya, S. Erdoğu, B. 2001, 31-32
Β νι Οι προϊστορικοί οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού κατά μήκος των ανατολικών ακτών που ταυτίζονται με μικρούς λόφους τους οποίους οι ντόπιοι αποκαλούν χαρακτηριστικά «Β ν ί» (βουνί= υποκοριστικό του «βουνό») και είναι τέσσερις και χαρακτηρίζονται ως Β νί I, Β ν ι II, Β νί III, και Β νί IV. Οι επιφανειακές έρευνες πραγματοποιήθηκαν το 1997 από τους αρχαιολόγους Ηλία και Ιωάννα Ανδρέου 14. Η στρατηγική θέση των οικισμών όπως θα δούμε και παρακάτω, είχε ως αποτέλεσμα τη ναυτιλιακή δραστηριότητα και κατ επέκταση την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών, την εισαγωγή και εκμετάλλευση των νέων υλών (χαλκός) και την ευρύτερη επικοινωνία με τα γειτονικά νησιά και παράλια, αλλά και τις σχέσεις με τα πιο απομακρυσμένα κέντρα προέλευσης των πρώτων υλών και τους τόπους διάθεσης των προϊόντων της μεταλλοτεχνίας 15. To Β νι I αποτελεί μάλλον τον σημαντικότερο από τους τέσσερις κοντινούς μεταξύ τους οικισμούς. Προσέφερε άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα και οπτική επαφή με τις απέναντι θρακικές και μικρασιατικές ακτές. Η αύξηση του πληθυσμού και των δραστηριοτήτων επέβαλε σε επόμενη φάση την επέκταση του οικισμού στα συνεχόμενα πλατώματα, δυτικά και βόρεια της αρχικής εγκατάστασης, με την προσθετική μέθοδο. Έτσι, ο νέος οικισμός οχυρώθηκε με τείχος πλάτους 2,5μ. ενισχυμένο με πεταλόσχημους προμαχώνες, 5 τουλάχιστον πύργους στη βόρεια πλευρά του τείχους, όπου διακρίνεται άνοιγμα πύλης. Την ανάγκη αντιμετώπισης των εξωτερικών κινδύνων αποδεικνύει, εκτός από τα οχυρωματικά έργα, και η συγκέντρωση αγαθών με τη χρήση πολλών αποθηκευτικών αγγείων (πίθων), θραύσματα από τα οποία σώζονται επιφανειακά. Ακόμα, η ύπαρξη αμυντικού τείχους με ενάλληλους περιβόλους, προμαχώνες και αναλημματικούς τοίχους προϋποθέτουν πολλά εργατικά χέρια, απασχόληση εξειδικευμένων ως ένα βαθμό τεχνιτών και συμμετοχή μεγάλου μέρους της αντίστοιχης κοινότητας, συνθήκες δηλαδή που αποκαλύπτουν μια κοινή αντίληψη και ομαδική λειτουργία κάτω από έναν κεντρικό πυρήνα διοίκησης, στοιχεία που ερμηνεύονται από πολλούς ως πρώιμος δείκτης αστικοποίησης. Το φαινόμενο συλλογικών έργων κοινοτικού χαρακτήρα, που αφορούν πολίσματα πρωτο-αστικού χαρακτήρα, είναι συχνό και συναντάται αυτήν την περίοδο σε πολλές θέσεις των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου. Η κεραμική στο Β νί I είναι σημαντική για την ποιότητα και την ποσότητά της. Σώζεται στην επιφάνεια του εδάφους και φανερώνει τη χρονική διάρκεια χρήσης του χώρου. Από πλευράς πηλού και διακόσμησης, διακρίνονται 3 κατηγορίες: 14 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 2002, 75-78 15 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 2002, 79
1. Άβαφη, χονδροειδής κεραμική για σκεύη οικιακής χρήσης (αποθηκευτικά, κλειστά ή ανοιχτά δίωτα αγγεία, λεκάνες κυάθια, πρόχοι) 2. Στιλβωτή κεραμική με διάφορα σχήματα αγγείων (καρποδόχοι με σωληνωτές αποφύσεις στο χείλος ή οριζόντιες διατρήσεις) 3. Γραπτή κεραμική για ποικιλία αγγείων (βαθιές φιάλες, τριποδικές χύτρες γραπτή διακόσμηση σε τριποδικές χύτρες, πιθάρια). Ο τύπος και η χρήση της τριποδικής χύτρας είναι διαδεδομένη στους οικισμούς του βορειοανατολικού Αιγαίου κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, ενώ στις Κυκλάδες ενώ στις Κυκλάδες εμφανίζονται την Μέση Εποχή του Χαλκού και μιμούνται μινωικά πρότυπα. Αυτή η πρώιμη χρήση της τριποδικής χύτρας λοιπόν, δηλώνει πιθανώς την τεχνολογική υπεροχή του χώρου στον τομέα παρασκευής του φαγητού. Σημαντική είναι επίσης η ποσότητα του ποικίλου χρώματος απολεπισμάτων πυριτόλιθου που διακρίνονται επιφανειακά, διεσπαρμένα σ όλη την έκταση του οικισμού. Μαρτυρούν ανεπτυγμένη λιθοτεχνία και χρήση εργαλείων στις γεωργικές εργασίες και στην καθημερινή ζωή. Με τα στοιχεία από τα οικοδομικά λείψανα και το επιφανειακό υλικό, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η παλαιότερη εγκατάσταση στο Β νί I ανάγεται στο τέλος της Νεολιθικής και ότι η ακμή του οικισμού συμπίπτει με την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού η θέση έφτασε στο επίπεδο ενός πολίσματος με έκταση 15 στρέμματα και πληθυσμό που θα ξεπερνούσε τα 500 άτομα 16. Ένα εντυπωσιακό εύρημα που πιθανώς βρέθηκε στο Β νί I το 1917, είναι το χρυσό σφυρήλατο κυλινδρικό κύπελλο (ύψους 11 εκ.) καμωμένο από ένα φύλλο φυσικού ηλέκτρου (κράμα χρυσού και αργύρου). Εκποιήθηκε για πρώτη φορά το 1918 στο Sotheby s ( 150) και για δεύτερη πάλι στο Sotheby s το 2004 (εκτίμηση 400.000-600.000). Χρονολογείται γύρω στο 2600-2300 π.χ. 17 Το Β ν ι II βρίσκεται σε μικρή απόσταση και βορειότερα από το Β νί I, στο νότιο άκρο ενός ανοιχτού κόλπου στη θέση «Βδέλλες» και σ έναν χαμηλό λόφο-ακρωτήρι. Το ύψος του λόφου δεν ξεπερνά τα 5μ. Στο διαβρωμένο ανατολικό και πρανές του μικρού και χαμηλού λόφου που καλύπτεται από τον οικισμό, διαγράφονται αρχαίες επιχώσεις και οικοδομικά λείψανα, ενώ στις άλλες πλευρές διακρίνεται ο περίβολος που τον προστάτευε, κατασκευασμένος από μεγάλες κροκάλες. Στο βόρειο και καλύτερα διατηρημένο τμήμα του περιβόλου είναι ορατά ίχνη εισόδου και κεκλιμένης πρόσβασης-ράμπας ενισχυμένης με πεταλόσχημους προμαχώνες, ενώ είναι πιθανόν ότι πύλη υπήρχε και στο άλλο άκρο, προς τον αυχένα της νότιας πλευράς, στην οποία η οχύρωση διαγράφεται κατά τμήματα σε απόσταση μεταξύ 16 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 2002, 78 17 Μάτσας, Δ., 2005, 101
τους. Κατά μήκος της ακτής διακρίνονται οι βάσεις τεσσάρων τουλάχιστον προμαχώνων (πλάτος 3,5μ.). Στο πλάτωμα της πάνω επιφάνειας του λόφου είναι ορατά επιφανειακά θεμέλια δύο επίμηκων παράλληλων τοίχων που διατρέχουν, με κατεύθυνση Β-Ν, ολόκληρο σχεδόν το μήκος του οικισμού, και με τους οποίους μικροί εγκάρσιοι τοίχοι σχηματίζουν σειρά τετράγωνων δωματίων. Ένας επιμήκης τοίχος είναι ορατός στα νοτιοδυτικά και εξωτερικά του τειχισμένου χώρου, στο ομαλό βόρειο πρανές του συνεχόμενου προς προς τα νότια ψηλού λόφου, στον οποίο πρέπει να επεκτείνονταν οι δραστηριότητες των κατοίκων της προϊστορικής εγκατάστασης. Ο χώρος του οικισμού στο Β ν ι II είναι γεμάτος από επιφανειακά όστρακα που ανήκουν κυρίως σε αγγεία κατασκευασμένα από κοκκινωπό, καστανό ή γκριζωπό πηλό με μαρμαρυγία και χαλίκια 18. Το Β νί III εντοπίστηκε βορειότερα από Β νί I και Β ν ι II, στον ίδιο κόλπο με το Β ν ι II, στη θέση «Άσπρος Γκρεμνός». Καταλαμβάνει τραπεζόσχημο λόφο και βρίσκεται δίπλα στη συμβολή ενός ποταμού με τη θάλασσα, η οποία έχε διαβρώσει την ανατολική πλευρά του οικισμού. Στο πλάτωμα της κορυφής του λόφου διαγράφονται 3 ενότητες χώρων που ορίζονται με περιβόλους. Ο βορειότερος (35x 30μ.) περιβάλλεται από φαρδύ τοίχο και στο βορειοανατολικό τμήμα περιλαμβάνει επιφανειακό στρώμα με πλήθος οστράκων. Το κεντρικό τμήμα του πλατώματος διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το νότιο περικλείεται από οχυρωματικό περίβολο με πεταλόσχημους προμαχώνες. Στη βόρεια πλευρά της οχύρωσης διαγράφεται άνοιγμα πύλης προστατευμένο με προμαχώνες, ενώ δύο όμοιοι διακρίνονται στο δυτικό και στο ανατολικό άκρο της ίδιας πλευράς. Ανάλογες κατασκευές είναι ορατές και στη νότια πλαγιά του λόφου, όπου τα λείψανα των επιφανειακά σωζόμενων τοίχων είναι πυκνότερα, ενώ στη νοτιοανατολική γωνία φαίνεται να υπάρχει δεύτερη είσοδος του οχυρωμένου χώρου με πρόσβαση που διαμορφώνεται από κεκλιμένο επίπεδο-ράμπα, η οποία στηρίζεται σε δύο πλευρικούς τοίχους και συνδέει τη βόρεια όχθη του ποταμού και την παραλία με την πύλη. Νότια της κοίτης του ποταμού η ακτή παρουσιάζει γλωσσοειδή διαμόρφωση, στην αρχή της οποίας διακρίνεται τοίχος με κατεύθυνση Β-Ν, πιθανώς προστατευτικός της εκβολής ή υποτυπώδες λιμενικό έργο. Βόρεια του οικισμού και σε μικρή απόσταση από τους πεταλόσχημους πύργους υπάρχει μεγάλη λίθινη τυμβοειδής κατασκευή (διαμ. 6μ.), κατάλοιπο ίσως κυκλικού κτίσματος. Τα επιφανειακά όστρακα από τον οικισμό είναι διάσπαρτα και πυκνότερα στη βόρεια και νότια πλευρά του λόφου και προέρχονται από χονδρά αγγεία, κατασκευασμένα από καστανό ή καστανοκόκκινο πηλό με πολλά χαλίκια, αρκετά με αδρή επιφάνεια. Επίσης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών τουλάχιστον εργαλείων από οψιανό και μικρός πέλεκυς από οφίτη λίθο, ενώ εντοπίστηκαν άφθονα απολεπίσματα και πυρήνες πυριτολίθου σε ποικιλίες χρωμάτων. Στους πρόποδες του λόφου υπάρχουν επιφανειακά διάσπαρτα θραύσματα απολιθωμένων κορμών δέντρων, ενώ 18 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 2002, 79-80
μεγαλύτερα παρόμοια κομμάτια έχουν χρησιμοποιηθεί στους αναλημματικούς τοίχους που είναι ορατοί δυτικά του οικισμού 19. Το Β νί IV είναι η μεγαλύτερη σε έκταση προϊστορική εγκατάσταση της βορειοανατολικής ακτής της Ίμβρου, στον κόλπο της Πλάκας. Οι εγκαταστάσεις εκτείνονται σε 3 συνεχόμενες θέσεις, 2 ψηλότερους λόφους που χωρίζονται από μικρή κοιλάδα με ποταμό και χαμηλό έξαρμα ανατολικότερο στο μέσο περίπου του κόλπου. Οι δύο προεξοχές-πλάκες λειτουργούν ως κυματοθραύστες και αναλόγως με την κατεύθυνση των ανέμων, επιτρέπουν ασφαλή ελλιμενισμό μικρών σκαφών, είτε στο μικρό λιμάνι που σχηματίζεται δυτικά του ακρωτηρίου είτε στο μεγαλύτερο της βόρειας πλευράς. Στο βόρειο τμήμα του πλατώματος της κορυφής του ακρωτηρίου, απ όπου είναι ορατό και ελέγχεται ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του θρακικού πελάγους από τη Σαμοθράκη ως τη Χερσόνησο, ξεχωρίζει το κυρίως τμήμα του τειχισμένου οικισμού. Στην απότομη βορειοδυτική πλευρά σχηματίζεται χαμηλότερο επίπεδο, στο οποίο είναι ορατός αναλημματικός τοίχος (30-40μ.) που εκτελούσε προφανώς χρέη προτειχίσματος. Τα υπολείμματα της βάσης της βόρειας πλευράς της οχύρωσης, ορατά κατά μήκος της ακτής, αρκούν για να σχηματιστεί εικόνα του μεγέθους και της ποιότητας της οχύρωσης στο Β νί IV. Η επιφανειακή κεραμική είναι διάσπαρτη παντού. Πολλά όστρακα ανήκουν σε χονδροειδή αποθηκευτικά αγγεία από χονδρόκοκκο πηλό, ανάμικτο με μαρμαρυγία και μικρά χαλίκια. Σε ό,τι αφορά τα σχήματα, εντοπίστηκαν θραύσματα πιθαριών, αμφορέων, τριποδικών χυτρών, κυαθίων, πυξίδων και πρόχων. Κι εδώ βρέθηκαν διάσπαρτα πυριτολιθικά θραύσματα, ενώ διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός τουλάχιστον πήλινου πηνίου και μερικών εργαλείων από οψιανό 20. 19 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 2002, 80-81 20 Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ., 2002, 81-82
Η ΤΕΝΕΔΟΣ Η Τένεδος (τουρκικά Bozcaada= άγονο νησί) βρίσκεται 11 μίλια από τα Δαρδανέλια 2,5 μίλια από τις ακτές τις Τρωάδας, 16 μίλια νότια της Ίμβρου, 27 μίλια ανατολικά της Λήμνου 21. Έχει έκταση 36 τχλμ 22. H τοπογραφία διακρίνεται για τους χαμηλούς λόφους στα βόρεια και την πεδινή ζώνη στα νότια, που εκτείνεται από ανατολικά προς δυτικά και καταλαμβάνει τα δύο τρίτα του νησιού. Το ψηλότερο σημείο της Τενέδου (190μ.) είναι η κορυφή του υψώματος Προφήτη Ηλία. Αν και μικρή σε μέγεθος η Τένεδος λόγω της γεωγραφικής της θέσης κυριαρχούσε στην είσοδο του Ελλησπόντου και προσέφερε αγκυροβόλιο στα πλοία που τον εισέπλεαν, όταν φυσούσαν βορειοανατολικοί άνεμοι 23. Το νησί πήρε το όνομά του από τον οικιστή του Τένη, γιο του ήρωα Κύκνου από τους Κολωνούς της Τρωάδας και εγγονό του Ποσειδώνα. Λίγα είναι γνωστά για την προϊστορική Τένεδο, η οποία αναφέρεται στον Όμηρο (Ιλιάδα Α 38, 452, Λ 625, Ν 33, Οδύσσεια γ 159) 24. Η πρωιμότερη θέση ανάγεται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού 25. ΠΟΛΗ ΤΕΝΕΔΟΥ Η θέση βρίσκεται 1χλμ. δυτικά του λιμανιού. Πραγματοποιήθηκαν σωστικές ανασκαφές από το Αρχαιολογικό Μουσείο του Çanakkale. Ανασκάφηκαν ένα κτήριο και τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι που χρονολογούνται το α μισό της 3 ης χιλιετίας. Οι τάφοι είναι μεταγενέστεροι από το κτήριο, σχηματίζονται από ορθές πλάκες σε ορθογώνια- τραπεζοειδή διάταξη. Οι τρεις τάφοι ονομάστηκαν συμβατικά τάφος A, τάφος B και τάφος D. Στον τάφο A βρέθηκε χάλκινη περόνη και μικρό σκεύος με πώμα (πυξίδα). Ο τάφος B περιείχε διπλή ταφή με τους νεκρούς σε συνεσταλμένη στάση. Ο τάφος D περιείχε ταφή με τον νεκρό θαμμένο σε συνεσταλμένη στάση, οστά κάτω άκρου, πήλινα σφονδύλια και θαλάσσια όστρεα στα πόδια. Αυτήν την περίοδο κιβωτιόσχημος είναι μόνο ο τάφος 201 στην Τροία 26. Τα κτερίσματα που βρέθηκαν στους τάφους αυτούς έχουν στενή σχέση με την πολιτιστική παραγωγή 21 Μάτσας, Δ., 2005, 104 22 Takaoğlu, T. Bamyacı, O. 2007, 116 23 Μάτσας, Δ., 2005, 104 24 Χαλκιώτη, Α. 2014 25 Takaoğlu, T. Bamyacı, O. 2007, 135 26 Takaoğlu, T. Sevinç, N. 2004, 135-138
των κέντρων του βορειοανατολικού Αιγαίου και της Τρωάδας, ο τύπος του τάφου συνδέεται με τις Κυκλάδες, στα νεκροταφεία των οποίων επικρατεί. Ωστόσο, καινοφανές φαινόμενο στην αρχιτεκτονική του βορειοανατολικού Αιγαίου αποτελούν οι ξύλινοι στύλοι που ενσωματώνονται στον πηλόκτιστο «pisé» τοίχο του ορθογώνιου κτηρίου 27, στοιχείο που ίσως υπονοεί την επαρκή οικοδομική ξυλεία που μπορούσε να εξασφαλίσει το νησί την εποχή αυτή. Η ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ Η νεκρόπολη που έχει επισημανθεί εκτείνεται σε μικρό φυσικό όρμο του βόρειου τμήματος της ανατολικής ακτής στο νότιο τμήμα της σημερινής κύριας κωμόπολης του νησιού. Εδώ έχουν αποκαλυφθεί 49 τάφοι που χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Οι τάφοι της νεκρόπολης που ανάγονται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού είναι κιβωτιόσχημοι 28. Κιβωτιόσχημοι τάφοι έχουν βρεθεί την ίδια περίοδο στο Αιγαίο. Είναι ενδιαφέρον ότι η μοναδική έως σήμερα θέση της ΠΕΧ βρίσκεται εκεί όπου αργότερα αναπτύχθηκε η πόλις (και ίσως η Χώρα) του νησιού, όπως συμβαίνει σε αρκετά νησιωτικά κέντρα του Αιγαίου, ωστόσο η αρχαιολογική έρευνα του υπόλοιπου νησιού παραμένει ζητούμενο. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σε ό,τι αφορά την Ίμβρο, ο αριθμός των θέσεών της υποδηλώνει εκτεταμένη ενασχόληση των κατοίκων του νησιού με τη ναυτιλία και τις εμπορικές δραστηριότητες της εποχής, που όπως έχει καταστεί σαφές από τη συνολική μας γνώση για την ΠΕΧ του ΒΑ Αιγαίο συνδέονται κυρίως με τη μεταφορά και την επεξεργασία του χαλκού. Η Ίμβρος για τη διαδικασία αυτή, προμήθεια μεταφορά επεξεργασία διάθεση του χαλκού, νέου πολύτιμου υλικού της εποχής, αποτέλεσε σημαντικό σταθμό του δικτύου που λειτούργησε στο Αιγαίο, λόγω της καίριας θέσης της στην έξοδο του Ελλησπόντου και στη διαδρομή προς τις πλούσιες σε κοιτάσματα χαλκού περιοχές του Εύξεινου Πόντου. Οι νέες συνθήκες ζωής, οι ανακατατάξεις και οι πολύπλοκες κοινωνικές διεργασίες που συντελέστηκαν την ίδια εποχή στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο οδήγησαν στην ίδρυση και την ανάπτυξη ισχυρών και οργανωμένων πολισμάτων στις ακτές και στο εσωτερικό της Ίμβρου. 27 Μάτσας, Δ., 2005, 104-105 28 Μάτσας, Δ., 2005, 104
Η Τένεδος δεν είναι σε θέση ακόμα να δώσει αρχαιολογικά δεδομένα για την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Το έθιμο του ενταφιασμού, που διαπιστώνεται στο νησί, δεν είναι συνηθισμένο αυτήν την περίοδο στο ΒΑ Αιγαίο και την Τρωάδα. Τα δύο νησιά κατέχουν στρατηγική θέση, κάτι που τα κατέστησε και τα καθιστά σημαντικά καθ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Η πυκνή κατοίκηση των νησιών του Αιγαίου κατά την ΠΕΧ, σε συνδυασμό με την καίρια γεωγραφική θέση τους στην είσοδο του Ελλησπόντου, δικαιολογεί τον μεγάλο αριθμό των εγκαταστάσεων που διαπιστώθηκαν επιφανειακά και ανασκαφικά στην Ίμβρο, ενώ η ανάλογη εικόνα για την Τένεδο μένει να ερευνηθεί. Σε ό,τι αφορά τη σημερινή σύσταση του πληθυσμού και τις γλωσσικές αλλοιώσεις που έχουν αντίκτυπο στα ονόματα των αρχαιολογικών θέσεων (όπως αυτά καταγράφτηκαν σε παλαιότερες έρευνες, π.χ. των Η. Και Ι. Ανδρέου), θα ήταν χρήσιμο να σημειωθεί ότι οι Έλληνες κάτοικοι των νησιών αποτελούν πλέον ελάχιστη μειονότητα, συνθήκη η οποία ευνοεί την αντικατάσταση όλων των ελληνικών τοπωνυμίων με τουρκικά, με αποτέλεσμα τη μερική σύγχυση στην αναζήτησή τους από τον σύγχρονο ερευνητή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ. 1991. «Η Ίμβρος στην Αρχαιότητα», Αρχαιολογία και Τέχνες 41: 92-100. Ανδρέου, Η. Ανδρέου, Γ. 2002. «Η Ίμβρος στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού», Αρχαιολογία και Τέχνες 82: 75-83. Μάτσας, Δ. 2005. Ίμβρος. Στο Α. Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου, Αθήνα, 100-105. Χαλκιώτη, Α. 2014. Παράλιες και νησιωτικές κοινότητες στο Βορειοανατολικό Αιγαίο κατά την 5η και 4η Χιλιετία π.χ. Διαστάσεις του ενάλιου τοπίου. Διδακτορική Διατριβή Α.Π.Θ. Harmankaya, S. Erdoğu, B. 2001. «Prehistoric Survey at Gökçeada», Turkey, in 1999. University of Durham and Newcastle Upon Tyne Archaeological Reports for 1999-2000: 28-35. Jones, G. 2005. Environmental Archaeology, The Journal of Human Palaeoecology. 10 Oxford, Oxbow Books. Takaoğlu, T. Bamyacı, O. 2007. «Continuity and Change in Rural Land Use on Tenedos/Bozcaada». Στο Takaoğlu (επιμ.), Ethnoarcheological Investigations in Rural Anatolia, Ege Yayınları: 116-7 Takaoğlu, T. Sevinç, N. 2004. «The Early Bronze Age on Tenedos/Bozcaada». Studia Troica 14: 135-140. Yaman, B. 2011. «Anatomy of Archaeological Wood Charcoals from Yenibademli Mound (Imbros), Western Turkey», Mediterranean Archaeology and Archaeometry, 11: 33-39