ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Όταν η Ιστορία συναντάει την Οικονομία Μια διαθεματική προσέγγιση της Ιστορίας και της Οικονομίας μέσα από επιλεγμένες ενότητες της «Ιστορίας του Μεσαιωνικού και Νεότερου Κόσμου» Γεώργιος Θώδης, φιλόλογος Κωνσταντίνα Σβώλη, οικονομολόγος Σχολικό έτος 2013-14
ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΔΡΑΣΕΙΣ Π.Π. ΓΕΛ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΤΙΤΛΟΣ: «Όταν η Ιστορία συναντάει την Οικονομία.» της «Ιστορίας του Μεσαιωνικού και Νεότερου Κόσμου» ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΕΣ/ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΣ: Γεώργιος Θώδης, φιλόλογος Κωνσταντίνα Σβώλη, οικονομολόγος ΒΑΣΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΔΡΑΣΗΣ: Βασικός στόχος είναι να διερευνήσουν οι μαθητές, ότι παρόλο που η πρόβλεψη μιας εξέλιξης στην οικονομία (π.χ. ένα επεισόδιο κρίσης) είναι αρκετά δύσκολη, η μελέτη και η ερμηνεία της Ιστορίας μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη κατάλληλων πολιτικών και μέσων που θα επιταχύνουν ή θα επιβραδύνουν ή ακόμα και θα προλάβουν την εξέλιξη αυτή. Επίσης οι μαθητές να αντιληφθούν την εξέλιξη της Ιστορίας μέσα από μια άλλη οπτική, συνειδητοποιώντας τον πολύπλευρο χαρακτήρα της. Επιπλέον να αναπτύξουν λειτουργίες ενσυναίσθησης, τοποθετώντας τον εαυτό τους στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και να αναπτύξουν έτσι ιστορική κρίση. ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΡΑΣΗΣ: Ο χρυσός σόλιδος της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το «δολάριο του Μεσαίωνα» κατά τον S. Lopez, κυκλοφορούσε σχεδόν σε όλο το γνωστό τότε κόσμο. Άλλωστε σύμφωνα με το Μιχαήλ Ψελλό στη Χρονογραφία του «δύο πράγματα συντηρούν την ηγεμονία των Ρωμαίων: η φήμη των αξιωματούχων τους και τα χρήματά τους». Αλλά και στους επόμενους αιώνες η ολοένα και μεγαλύτερη διάδοση του χρήματος, ανέδειξε αυτό σε μια κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Κάθε οικονομική συναλλαγή όμως, περιέχει και μια ιστορική συναλλαγή, μια διαπραγμάτευση μνήμης. Τα ίδια τα νομίσματα, με τις εικαστικές τους επισημάνσεις, λειτουργούν ως μέσα οικονομικής συναλλαγής αλλά και ως μέσα προπαγάνδας, ως δεδομένα ιστορικής και αρχαιολογικής πληροφορίας αλλά και ως αντικείμενα επικοινωνίας με το παρελθόν. Η ιστορική αξία λοιπόν ανταλλάσσεται συγχρόνως με την οικονομική, διότι η κοινωνική συνείδηση υποστηρίζει ότι η μία επιτρέπει την άλλη. Ο Niall Ferguson επίσης, θεωρεί πως πίσω από κάθε ιστορικό φαινόμενο κρύβεται κι ένα οικονομικό μυστικό: γι αυτό και σε πολλά Πανεπιστήμια του εξωτερικού σήμερα η Ιστορία μελετάται μέσω της Οικονομίας. Βέβαια η Ιστορία, αν και δεν επαναλαμβάνεται, εντούτοις τα ιστορικά γεγονότα προσομοιάζουν, ώστε να εμφανίζονται ως κοινό πρότυπο εξέλιξης: χρηματοοικονομικές κρίσεις, υποτίμηση νομισμάτων,
εκχρηματισμός της οικονομίας, τολμηρά δημοσιονομικά μέτρα, χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, πτωχεύσεις συνοδεύονται στην ανθρώπινη παγκόσμια Ιστορία από ύφεση, απώλεια προϊόντος αλλά και από ανάκαμψη και άνθηση. Στην προτεινόμενη δράση επιχειρείται μια διαθεματική προσέγγιση της Ιστορίας και της Οικονομίας μέσα από επιλεγμένες ενότητες του βιβλίου της Β Λυκείου «Ιστορία του Μεσαιωνικού και Νεότερου Κόσμου» Ενδεικτικές ενότητες: 1. Τα δημοσιονομικά μέτρα του Νικηφόρου Α. 2. Η υποτίμηση του σολίδου την εποχή του Κωνσταντίνου Θ 3. Η φεουδαρχία της Μεσαιωνικής Ευρώπης 4. 4. Η πολιτική αστάθεια και η πτώχευση του 12 ου αιώνα στο Βυζάντιο 5. Η οικονομική πολιτική του Αλέξιου Α 6. Οι οικονομικές μεταβολές στη Δ. Ευρώπη στα μέσα του 11 ου 7. Η οικονομική ευρωστία στη Δ. Ευρώπη τον 13 ο 8. Η κρίση της φεουδαρχίας (1271-1330) 9. Ο εκχρηματισμός της οικονομίας στη Δ. Ευρώπη τον 12 ο 10. Οι οικονομικές μεταβολές στην Ευρώπη μετά τις γεωγραφικές ανακαλύψεις 11. Οι απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης και οι οικονομικές θεωρίες. (η οικονομική σκέψη του Διαφωτισμού) 12. Η οικονομική διείσδυση της Δύσης ως αίτιο παρακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ: Η αξιολόγηση των μαθητών θα γίνει μέσω φύλλων εργασίας και συνθετικών (ομαδικών ή ατομικών εργασιών). Η αξιολόγηση από όλους τους μαθητές αλλά και από τους εκπαιδευτικούς θα αφορά συνολικά την κάθε ομάδα και θα βασίζεται στα παρακάτω κριτήρια: α) για το περιεχόμενο: αν έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί τα σχετικά με το θέμα που εξετάζεται στοιχεία και αν τεκμηριώνονται οι απόψεις. β) για την οργάνωση και δομή των κειμένων: αν υπάρχει λογική αλληλουχία και συνοχή. γ) για την ομαδική εργασία: αν οι εργασίες είναι αποτέλεσμα αμοιβαίας συνεισφοράς και ανταλλαγής απόψεων και αν έχουν αξιοποιηθεί οι δεξιότητες όλων των μαθητών και δ) για τη χρήση των ΤΠΕ: αν έχουν αξιοποιηθεί οι δυνατότητες των ΤΠΕ για την εκπόνηση των εργασιών. ΔΙΑΡΚΕΙΑ: Ετήσια, μέχρι τη λήξη των μαθημάτων.
κεφάλαιο 1 ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ (565-843) 6. Κοινωνία και οικονομία α. Η οικονομία (6ος-9ος αι.) Οι επιδημίες και οι φυσικές καταστροφές που συγκλόνισαν την αυτοκρατορία στο δεύτερο μισό του 6ου αι., σε συνδυασμό με τις απώλειες από τους πολέμους και τις εχθρικές εισβολές, προκάλεσαν μεγάλη μείωση του πληθυσμού της. Ωστόσο, παρά την οικονομική και δημογραφική κρίση που προκάλεσαν οι παραπάνω αιτίες, δεκάδες πόλεις επιβίωσαν κατά τη δύσκολη αυτή περίοδο. Πολλές μάλιστα από τις πόλεις αυτές, όπως η Έφεσος και η Νίκαια, συνέχισαν να ακμάζουν ως κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας. Όμως οι αστικές δραστηριότητες περιορίζονται και το εξωτερικό εμπόριο φθίνει συνεχώς. Οι χερσαίοι δρόμοι του εμπορίου με την Ανατολή, τα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα της Συρίας και της Αιγύπτου ελέγχονται πια από τους Άραβες. Στις περιόδους ανακωχής, βέβαια, το αραβοβυζαντινό εμπόριο αναβιώνει. Οι Βυζαντινοί ωστόσο είναι υποχρεωμένοι να μοιράζονται τα κέρδη τους με τους Αραβες, στους οποίους καταβάλλουν τελωνειακούς δασμούς. Το εμπόριο με τη Δύση, στις αρχές του 8ου αι., μειώνεται στο ελάχιστο, χωρίς η επικοινωνία να διακοπεί εντελώς. Πάντως οι θαλάσσιες επικοινωνίες παραμένουν εξαιρετικά επικίνδυνες εξαιτίας της δράσης των πειρατών. Κατά τα τέλη του 8ου και τις αρχές του 9ου αι. ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξάνεται και φθάνει περίπου τα 11 εκατομμύρια, ενώ παράλληλα η οικονομία και το εμπόριο αρχίζουν να ανακάμπτουν. Ο Νικηφόρος Α' πήρε τολμηρά δημοσιονομικά μέτρα για την ανόρθωση της οικονομίας, τα οποία από τους αντιπάλους του και τον χρονογράφο Θεοφάνη χαρακτηρίστηκαν ως κακώσεις. Τα μέτρα αυτά ήταν τα ακόλουθα: 1. Η ακύρωση των φοροαπαλλαγών που είχε θεσπίσει η αυτοκράτειρα Ειρήνη και η εγγραφή των πολιτών στους φορολογικούς καταλόγους 2. Η επιβολή του καπνικού φόρου (για κάθε εστία που καπνίζει, δηλαδή για κάθε νοικοκυριό) στους πάροικους (εξαρτημένους γεωργούς) των μονών και των ναών, καθώς και στα πολυάριθμα φιλανθρωπικά ιδρύματα 3. Η καθιέρωση της συλλογικής ευθύνης της κοινότητας του χωριού για την καταβολή των φόρων 4. Η απαγόρευση της τοκογλυφίας 5. Η δημιουργία κλήρων για τους ναύτες στρατιώτες της Μ. Ασίας και 6. Η υποχρέωση των πλούσιων ναυκλήρων (πλοιοκτητών) της Κωνσταντινούπολης να δανειστούν από το κράτος με υψηλό επιτόκιο. Το τελευταίο αυτό μέτρο απέβλεπε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας. Τόκος Είναι η αποζημίωση σε χρήματα που είναι υποχρεωμένος να δώσει ο οφειλέτης στο δανειστή για ορισμένη ποσότητα χρηματικού δανείου που πήρε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι οικονομολόγοι συχνά αναφέρονται στον τόκο ως αμοιβή για τη χρησιμοποίηση χρηματικού κεφαλαίου, ή ως τιμή με την οποία χρεώνεται η χρήση κεφαλαίου. Ο λόγος του τόκου προς το κεφάλαιο λέγεται επιτόκιο. Ο Τόκος είναι το ποσό των χρημάτων που θα εισπράξετε ως
δανειστής, όταν παράσχετε «πίστη» (δηλαδή δάνειο) ενός Αρχικού Κεφαλαίου σε κάποιαν άλλη οικονομική μονάδα. Το Επιτόκιο είναι ο λόγος του Τόκου προς το Αρχικό Κεφάλαιο. Αν για παράδειγμα, παράσχετε πίστη (δάνειο) ύψους 500.000 Ευρώ (= Αρχικό Κεφάλαιο) για έναν χρόνο και συμφωνήσετε ότι στο τέλος του χρόνου θα εισπράξετε 600.000, το ποσό: 600.000 500.000 = 100.000 Ευρώ Είναι ο Τόκος σας και ο λόγος Τόκος προς Αρχικό Κεφάλαιο, δηλαδή: 100.000/500.000 = 0,20 ή 20% Είναι το Επιτόκιο με το οποίο παρείχατε το δάνειο. Ο πυρήνας των χρηματοπιστωτικών αγορών και του κεντρικού τους «εργαλείου», του επιτοκίου, βρίσκεται στην εύλογη παραδοχή ότι υπάρχει μια Σχέση Ανταλλαγής (αλλιώς: μια Αντίστροφη Σχέση) ανάμεσα στην τωρινή κατοχή αγοραστικής δύναμης και στη μελλοντική κατοχή αγοραστικής δύναμης. Το Επιτόκιο είναι η τιμή που θα εισπράξετε, όταν παράσχετε σε κάποιον αυτήν την δυνατότητα παρούσας αγοραστικής δύναμης (αλλιώς: είναι η τιμή που θα καταβάλλει, θα πληρώσει ο δανειζόμενος, επειδή αποκτά αυτήν την «τωρινή» δυνατότητα. Δημ. Ζαχαριάδη Σούρα, Χρήμα-Πίστη-Τράπεζες, Αθήνα 2002, Εκδόσεις Σταμούλη Επιτόκιο Είναι το κόστος του χρήματος, δηλαδή η τιμή για τη χρήση συγκεκριμένου χρηματικού κεφαλαίου για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Υπάρχουν πολλά είδη επιτοκίων μέσα σε μια καπιταλιστική οικονομία. Επιτόκιο δανεισμού, καταθέσεως, πιστωτικών καρτών, διατραπεζικό, διακρατικό και πολλά άλλα. Συνήθως όταν αναφερόμαστε στο επιτόκιο ως τιμή εννοούμε μια συνισταμένη που αντιπροσωπεύει όλα τα είδη των επιτοκίων. Όλα τα είδη των επιτοκίων έχουν την ίδια κατεύθυνση. Δηλαδή είτε όλα αυξάνονται, είτε όλα μειώνονται. Λέγοντας πως το επιτόκιο π.χ δανεισμού είναι 4 % εννοούμε πως αν κάποιος θέλει να αγοράσει σήμερα κάποιες χρηματικές μονάδες (να δανειστεί χρήμα) θα πρέπει στο τέλος της περιόδου αναφοράς να πληρώσει μαζί με το κεφάλαιο που αγόρασε και 4 % παραπάνω. Σύμφωνα με την καθημερινή πρακτική το σύνηθες χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπολογίζεται το επιτόκιο είναι το ένα έτος 360 ημέρες (όχι 365) χωρίς όμως να αποκλείονται και άλλα χρονικά διαστήματα. Θα πρέπει παρ' όλα αυτά να σημειωθεί ότι η ελληνική δικαιοσύνη έχει απορρίψει σε πολλές περιπτώσεις Διαταγές Πληρωμής τραπεζών έναντι οφειλετών, με τις οποίες επιτάσσουν τους οφειλέτες να πληρώσουν συγκεκριμένο ποσό βασισμένο σε υπολογισμό επιτοκίου 360 ημερών. Με άλλα λόγια, έχει κριθεί ότι η ως άνω πρακτική υπολογισμού των επιτοκίων είναι παράνομη. Επίσης το επιτόκιο αποτελεί τον τόκο κεφαλαίου για 100 χρηματικές μονάδες γι αυτό συνήθως εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό. Το επιτόκιο υπόκειται σε αλλαγές που αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς. Ωστόσο η ρύθμιση των επιτοκίων δεν γίνεται αυτόματα, αλλά με αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών. Τα κριτήρια με βάση τα οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις μπορεί να είναι αρκετά σύνθετα, αφορούν στο σχεδιασμό της νομισματικής πολιτικής μιας οικονομίας, και είναι από τα κεντρικά θέματα που εξετάζει η μακροοικονομική. Οι πρώτες καταγραφές πιστώσεων χρονολογούνται πίσω στο 3.000 π.χ. και στον πολιτισμό των Σουμέριων, ενώ και σε άλλους πολιτισμούς είναι φανερή η ύπαρξη δανείων πριν την δημιουργία νομίσματος (οι συναλλαγές γίνονταν με το ανταλλαγές αγαθών ή με πολύτιμα μέταλλα). Ο τόκος κατά τον Μεσαίωνα θεωρούνταν από τη Χριστιανική Εκκλησία ως κάτι γενικά ανήθικο, ανεπίτρεπτο, αμαρτωλό. Ο εβραϊκός νόμος επίσης απαγόρευε τη χορήγηση δανείων με τόκο.
Όμως με την πάροδο του χρόνου η απαγόρευση αυτή θεωρήθηκε ότι αφορούσε τους ομοεθνείς και ότι δεν απέκλειε τα δάνεια με τόκο προς χριστιανούς. Με το πέρασμα του χρόνου οι πεποιθήσεις αυτές ατόνησαν. Σήμερα ο έντοκος δανεισμός, ακόμα και η τοκογλυφία, αποτελούν πρακτικές περισσότερο ή λιγότερο συνήθεις στον χριστιανικό και τον ιουδαϊκό κόσμο. Αντίθετα, στα ισλαμικά κράτη η τοκοφορία αντίκειται στους νόμους και στη θρησκεία. Οι τράπεζες λειτουργούν με ειδικό καθεστώς. Από αυτόν τον κανόνα τείνει να ξεφύγει σήμερα η Τουρκία λόγω του πληθωρισμού. Τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών εκτινάσσονται στο 12%. Τοκογλυφία Σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 404 ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση, τιμωρούμενος, αν επιχειρεί κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται η εκ μέρους του δράστη (δανειστή) συνομολόγηση ή λήψη για τον εαυτό του ή υπέρ τρίτου, περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η τοκογλυφία προϋποθέτει τη σύναψη συμβάσεως δανείου (αρθρ. 806 επ. Α.Κ.) και όχι δικαιοπραξία άλλης μορφής. Βασικός όρος του αξιοποίνου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι τα περιουσιακά ωφελήματα που συνομολογεί ή λαμβάνει ο δράστης να υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Ώστε οποιαδήποτε άλλης μορφής σύμβαση εκ των οποίων να προκύπτει μετάθεση περιουσίας πλην αυτής του δανείου δεν μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της τοκογλυφίας. http://www.provataslaw.gr/ Οι πρώτοι βλαστοί της ξεπρόβαλαν λίγο μετά την εμφάνιση του χρήματος. Τον 7ο π.χ. αιώνα, στην Αθήνα, η νομοθέτηση της "σεισάχθειας" από τον Σόλωνα είχε στόχο την απαλλαγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών από τα τοκογλυφικά χρέη. Κάτι ανάλογο έκανε και ο Ιούλιος Καίσαρ στη Ρώμη τον 1ο π.χ. αιώνα. Παρά τους απαγορευτικούς κανόνες, η τοκογλυφία γιγαντώθηκε στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού χιλιάδες δανειολήπτες, κυρίως αγρότες, σύρονταν στη δουλοπαροικία, επειδή αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Χρειάστηκε να παρέμβει η Α' Οικουμενική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, για να διακόψει την πρακτική της χορήγησης δανείων με δυσβάστακτα επιτόκια. Η λέξη τοκογλύφος προέρχεται από τις λέξεις τόκος και γλύφος (=χάραγμα, σκάλισμα). Αναφέρεται περιγραφικά στη συνήθεια των τοκογλύφων να χαράσσουν με τη γλυφίδα πάνω στο ξύλινο τραπέζι τους τόκους με τους οποίους επιβάρυναν τους πελάτες τους. http://el.wikipedia.org/wiki Φορολογία
Είναι η επιβολή υποχρεωτικών φόρων υπέρ του κράτους. Τα κρατικά έσοδα μέσω των υποχρεωτικών φόρων των φυσικών προσώπων (πολιτών) και νομικών προσώπων αποτελούν στη σύγχρονη οικονομία την σημαντικότερη πηγή των δημοσίων εσόδων. Ο αντικειμενικός σκοπός της φορολογίας είναι τριπλός: αφενός μεν η χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών, κατά την δημοσιονομική πολιτική, αφετέρου η ενίσχυση ή σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης, που αφορά την οικονομία γενικότερα, και τέλος η ανακατανομή του πλούτου που αφορά την κοινωνική οικονομία για άμβλυνση των ανισοτήτων. Η εισοδηματική πολιτική (το κόστος εκτέλεσης του κυβερνητικού έργου) στηρίζεται ακριβώς στους πόρους που αποκομίζει το κράτος με τη φορολογική πολιτική που αποφασίζει να εφαρμόσει. Οι υποχρεωτικές εισφορές ονομάζονται συνήθως φόροι. Η φορολογία φαίνεται να ξεκίνησε από την αρχαιότητα ως υποχρέωση ανθρώπων να καταβάλλουν αντικείμενα ή προϊόντα αξίας σε άρχοντες ή κράτη. Συνήθως σε κάθε περιοχή υπήρχε ένας άρχοντας με στρατιωτική, πολιτική εξουσία ή ήταν απλά ένας γαιοκτήμονας στον οποίο αποδίδονταν οι εισφορές, και αυτός με τη σειρά του τις έστελνε στην ανώτατη κρατική αρχή. Άλλο αξιοσημείωτο φαινόμενο της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα είναι η παροχή υπηρεσιών από τους άρχοντες με αντάλλαγμα το δικαίωμα της είσπραξης των φόρων μιας επαρχίας για δικό τους όφελος. Στον ελλαδικό χώρο επί Βυζαντίου παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι εισφορές να καταβάλλονται στην κοινότητα αντί για κάποιο άρχοντα και αυτή με τη σειρά της να αποδίδεται στο κράτος. Ιστορικά υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος δεν είναι ένας πολίτης ή περίοικος (κάτοικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα) μιας περιοχής, αλλά ένα ολόκληρο κράτος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένα αναγνωρισμένο κράτος καταβάλλει υποχρεωτική εισφορά σε ένα άλλο μετά από σχετική συνθήκη που έχει υπογραφεί. Αυτό συνέβη στο Μεσαίωνα, όπου σλαβικά κράτη πλήρωναν στο Βυζάντιο φόρο, ενώ το ίδιο σε άλλες ιστορικές περιόδους πλήρωνε φόρο στην Περσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η φορολογία στην αρχαιότητα και το Μεσαίωνα ίσως συνδέθηκε με τη στρατιωτική κατάκτηση ή πολιτική κτήση όπως υποδηλώνει η χαρακτηριστική φράση φόρος υποτέλειας. Σχεδόν ταυτόχρονα με τη φορολογία αναπτύχθηκε και το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, ώστε να δημιουργηθούν ειδικές οργανώσεις συλλογής φόρων για την εξασφάλιση της είσπραξης των φόρων και τον ακριβή υπολογισμό του κάθε φόρου. Αυτές οι οργανώσεις ταυτόχρονα μπορούσαν να επιδικάσουν ποινές σε φοροφυγάδες. Η φοροδιαφυγή ανέρχεται στην Ελλάδα σε 30 δις ευρώ ετησίως, κάνοντας την πρωταθλήτρια στην παραοικονομία, και η μείωση της κατά 20 δις ευρώ θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι κατά ποσοστό 30% [5]. Οι υποχρεωτικές εισφορές αρχικά ήταν ένα μέρος της σοδειάς, όπως συνέβαινε στην αρχαία Αίγυπτο και αργότερα αντικαταστάθηκαν με χρήματα μετά την εφεύρεσή του. Ωστόσο, ο υπολογισμός της υποχρεωτικής καταβολής εξακολουθούσε να γίνεται με βάση την έκταση των κτημάτων του φορολογούμενου μέχρι και μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε πολλά κράτη. Η φορολογία δεν είναι πάντα η μοναδική πηγή εσόδων ενός κράτους, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το κράτος ελέγχει μερικά μονοπώλια ως κύρια ή συμπληρωματική πηγή εσόδων, όπως συνέβη επί Όθωνα στην Ελλάδα όπου το κράτος είχε τον έλεγχο ορυχείων της Χαλκιδικής. Εκτός από τους φόρους, ένα κράτος μπορεί να επιβάλλει εισφορές και σε εμπορικές συναλλαγές που γίνονται μέσα σε αυτό, ακόμα και όταν οι συναλλασσόμενοι δεν είναι πολίτες του κράτους. http://el.wikipedia.org/wiki
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ 1.Με βάση την πηγή και τις ιστορικές σας γνώσεις να σχολιάσετε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Νικηφόρου Α' και να επισημάνετε τυχόν αρνητικά στοιχεία τους. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α προερχόταν από την οικονομική υπηρεσία και είχε διευθύνει ως λογοθέτης του γενικού τη δημοσιονομική πολιτική του Βυζαντίου. Έτσι, γνώριζε σε βάθος τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η αυτοκρατορία και, για να ανορθώσει τα δημόσια οικονομικά, πήρε κάποια ιδιαίτερα σκληρά φορολογικά μέτρα. Έθιγαν κυρίως τις πλουσιότερες τάξεις και την εκκλησιαστική περιουσία, γι' αυτό ο χρονογράφος Θεοφάνης, μεγάλος εχθρός του Νικηφόρου, τα ονόμασε "κακώσεις". Μάλιστα, η αντίδραση και η δυσαρέσκεια που προκάλεσαν, κατέληξαν σε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Νικηφόρου. Οι δέκα "κακώσεις" αναφέρονταν σε θέματα δημογραφικά ή οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής και ορισμένες απέβλεπαν στην ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης της χώρας. Συγκεκριμένα, οι τρεις πρώτες κακώσεις επέβαλλαν εξοικισμούς, το μέτρο της "επιβολής" και την καταβολή μιας εφάπαξ εισφοράς 2 κερατίων για τα έξοδα αναθεώρησης των φορολογικών καταλόγων (αναθεώρηση που σήμαινε αναπροσαρμογή προς τα άνω της φορολογίας). Η τέταρτη και η πέμπτη ανακαλούσαν όλες τις εις βάρος του δημοσίου φορολογικές ελαφρύνσεις (τους ονομαζόμενους κουφισμούς), που η αυτοκράτειρα Ειρήνη είχε χορηγήσει κυρίως σε διαμένοντες σε ευαγείς οίκους, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, σε όσους εκμεταλλεύονταν εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία και αυτοκρατορικές γαίες. Η έκτη, η έβδομη και η όγδοη "κάκωσις" φορολογούσαν όσους πλούτιζαν αιφνιδίως, εύρισκαν ένα θησαυρό, έπαιρναν κάποια κληρονομιά ή αγόραζαν δούλους. Η ένατη και η δέκατη αφορούσαν τους ναυτιλλομένους: η ένατη προέβλεπε την αναγκαστική αγορά κρατικής γης (κυρίως από αυτούς που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία) και μάλιστα στην τιμή που όριζε το κράτος, και, τέλος, η δέκατη τους επέβαλλε να δανειστούν υποχρεωτικά 12 λίτρες χρυσού από το κράτος και να τα επιστρέψουν με τόκο 16,66%. www.fhw.gr/chronos/gr 2. Να καταγράψετε σε ένα πίνακα τις ονομασίες των φόρων κατά την περίοδο του 8 ου και 9 ου αιώνα στο Βυζάντιο. Οι βασικοί φόροι αυτής της περιόδου ήταν: ο έγγειος φόρος (που υπολογιζόταν με τη βοήθεια μοδίων), το εννόμιο (φόρος επί των ζώων), το καπνικό (φόρος για κάθε εστία, δηλαδή νοικοκυριό)και η συνωνή (χρηματικό συμπλήρωμα του έγγειου φόρου που αφορούσε την αγροτική παραγωγή). Τον 8ο αιώνα, εκτός απ' αυτούς, εμφανίστηκαν τα παρακολουθήματα, μια σειρά πρόσθετων έκτακτων φόρων, οι οποίοι, όμως, σιγά-σιγά έγιναν τακτικοί. Αυτά ήταν το δικέρατο (έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε από το Λέοντα Γ για να επισκευαστούν τα τείχη της
«Όταν η Ιστορία συναντάει την Οικονομία.» Κωνσταντινούπολης) και το εξάφολλο (εισφορά, μάλλον πάλι από το Λέοντα Γ', για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών). Κάποιες άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις, δευτερεύουσας σημασίας, ήταν οι επήρειες (τακτικές ή έκτακτες παροχές που επιβάλλονταν από το κράτος και καρπώνονταν οι φορολογικοί υπάλληλοι) και οι αγγαρείες (υποχρέωση προσωπικής εργασίας ή καταβολή χρημάτων ως απαλλαγή απ' αυτήν). Το σύνολο των πρόσθετων αυτών έκτακτων ή τακτικών φόρων μπορούσε να ανεβάσει τη φορολογική υποχρέωση που προέκυπτε από τους τέσσερις βασικούς, από 8 μέχρι και 44%! Τέλος, κοντά σε όλους αυτούς, υπήρχαν και έμμεσοι φόροι, όπως για παράδειγμα τα κομμέρκια (αντίστοιχα με τους σημερινούς δασμούς και τα διόδια). Για την είσπραξη των φόρων το βυζαντινό κράτος διαιρούνταν σε διοικήσεις, δηλαδή φορολογικές περιφέρειες. Ο διοικητής ήταν ο υπεύθυνος για την είσπραξη των φόρων, στην οποία προέβαιναν υπάλληλοι του λογοθεσίου του γενικού. Οι φόροι εισπράττονταν σε δύο δόσεις: το Μάιο και το Σεπτέμβριο. www.fhw.gr/chronos/gr 2. Να διαβάσετε την πηγή και να εντοπίσετε αξιολογικές κρίσεις του συντάκτη της που να δικαιολογούν τον όρο κακώσεις. Οι λεγόμενες κακώσεις του Νικηφόρου [Πρώτη κάκωση]: Το έτος αυτό (810) ο Νικηφόρος [ ] αφού μετέφερε χριστιανούς από όλα τα θέματα, τους διέταξε να εγκατασταθούν στις σκλαβηνίες. Η δεύτερη κάκωση ήταν η διαταγή να στρατολογούνται οι φτωχοί και να εξοπλίζονται με έξοδα των συγχωριανών τους οι οποίοι όφειλαν να καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο και 18.5 χρυσά νομίσματα (για κάθε φτωχό), επειδή το χωριό πλήρωνε στο δημόσιο με πνεύμα αλληλεγγύης τους φόρους των μελών του. Η τρίτη κάκωση ήταν η διαταγή να αναθεωρηθούν οι φορολογικοί κατάλογοι και να αυξηθούν τα τέλη, γιατί κάθε φορολογούμενος όφειλε να πληρώσει και δύο κεράτια (1/12 ανά νόμισμα φόρου=8,33%) ως έξοδα γραφικής ύλης (χαρτιατικών ένεκα) [Σημ.: Πρόκειται πιθανώς για τον φόρο δικέρατον]. Η τέταρτη κάκωση ήταν η διαταγή να καταργηθούν οι κουφισμοί (φοροαπαλλαγές) [της Ειρήνης, 797-802]. Η πέμπτη κάκωση ήταν η διαταγή να ζητηθεί από τους παροίκους (εξαρτημένους γεωργούς) των ευαγών ιδρυμάτων, δηλ. του ορφανοτροφείου και των ξενώνων και των γηροκομείων των εκκλησιών και των βασιλικών μονών, ο καπνικός φόρος (φόρος για κάθε εστία που καπνίζει, δηλ. για κάθε νοικοκυριό) αναδρομικά από το πρώτο έτος της παράνομης βασιλείας του [ ]. Η δέκατη κάκωση: Διέταξε να συγκεντρωθούν οι επιφανείς εφοπλιστές της Κωνσταντινούπολης και τους έδωσε δάνειο δώδεκα λίτρες χρυσού (72X12=864 χρυσά νομίσματα), με τόκο τέσσερα κεράτια ανά χρυσό νόμισμα (=16,66%), με την υποχρέωση να πληρώνουν και το σύνηθες κομμέρκιον (φόρος 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων). Θεοφάνης Χρονογραφία, έκδ. C. de Boor, τ. 1, Λειψία 1883, 486-487.
κεφάλαιο 2 Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (843-1054) 2. Oικονομία α. Οι δημογραφικές εξελίξεις και η αγροτική παραγωγή Από τις αρχές του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε αύξηση της αγροτικής παραγωγής και δημογραφική ανάκαμψη, κυρίως στις πόλεις, όπου, λόγω των περισσότερων δυνατοτήτων απασχόλησης, άρχισε να μεταναστεύει μέρος του αγροτικού πληθυσμού. Η τάση αυτή ενισχύθηκε στη διάρκεια του 10ου αι., επειδή τότε επεκτάθηκε η μεγάλη γαιοκτησία και αυξήθηκε η αγροτική φορολογία. Συγχρόνως υποχώρησαν οι επιδημίες. Η ακώλυτη, λοιπόν, φυσική αύξηση του αστικού πληθυσμού και η εσωτερική μετανάστευση, συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημογραφική ανάκαμψη. β. Το εμπόριο και η βιοτεχνία Κατά την ίδια περίοδο αναζωογονήθηκαν επίσης το εμπόριο και η βιοτεχνία. Οι χωρικοί επισκέπτονται όλο και πιο συχνά τα εμπορικά κέντρα, για να διαθέσουν στην αγορά το πλεόνασμα της παραγωγής τους και να αγοράσουν ό,τι δεν παράγουν οι ίδιοι. Ανάμεσα σ' αυτά τα κέντρα ξεχωρίζει η Κωνσταντινούπολη: με την εξαιρετική γεωπολιτική θέση της είναι κομβικό σημείο των μεγάλων εμπορικών δρόμων. Μεγαλύτερη σημασία για την οικονομία έχουν αρχικά οι χερσαίοι δρόμοι, ενώ οι θαλάσσιοι αναπτύσσονται ιδιαίτερα από τη δεκαετία 960-970 και εξής, όταν ανακτώνται η Κρήτη, η Κύπρος και η βόρεια Συρία. Είναι η αρχή της μεγάλης ανάπτυξης του βυζαντινού εμπορίου: τώρα όλες οι μεγάλες χερσαίες και θαλάσσιες μεσογειακές αρτηρίες είναι υπό βυζαντινό έλεγχο. Στις πόλεις ανθούν η κεραμική, η τέχνη της επεξεργασίας πολύτιμων λίθων, η βιοτεχνία λινών και μεταξωτών υφασμάτων και άλλες βιοτεχνίες. Σημαντικά κέντρα είναι η Χερσώνα, η Νικομήδεια, οι Σάρδεις, το Δυρράχιο, η Θήβα, η Αθήνα, η Κόρινθος και η Σπάρτη. Βιοτεχνικές δραστηριότητες αναπτύσσονται και στην ύπαιθρο, όπου καλύπτουν στοιχειώδεις ανάγκες του αγροτικού πληθυσμού. Εδώ λειτουργούν, για παράδειγμα, σιδηρουργεία, ενώ περιφερόμενοι σιδηρουργοί κατασκευάζουν και επισκευάζουν επί τόπου αγροτικά εργαλεία. γ. Τα αστικά επαγγέλματα Μεταξύ 10ου και 11ου αι. αυξάνεται ο αριθμός των απασχολουμένων στο εμπόριο και στη βιοτεχνία. Πολυάριθμοι χειρώνακτες (μεταφορείς, αγωγιάτες, ναυτικοί και λιμενεργάτες) εργάζονται στις πόλεις και τα λιμάνια. Η ανάγκη να τραφεί ο πληθυσμός των αστικών κέντρων (οι χειρώνακτες, ο δήμος, δηλαδή οι φτωχοί και άνεργοι πολίτες, η ανώτερη τάξη και ο κλήρος) καθιστά το μικρεμπόριο και τα
επαγγέλματα που αφορούν τη διατροφή κυρίαρχες οικονομικές δραστηριότητες στις μεγάλες πόλεις. Τα αστικά, εμποροβιοτεχνικά κυρίως, επαγγέλματα είναι οργανωμένα σε προνομιούχα σωματεία, τα συστήματα, (συντεχνίες) η λειτουργία των οποίων διέπεται από αυστηρούς κανόνες (Επαρχικόν Βιβλίον) και εποπτεύεται από τον Έπαρχο της Πόλης (δηλ. το διοικητή της). Τα συστήματα προμηθεύονται στην ίδια τιμή τις πρώτες ύλες και τα ξένα εμπορεύματα, αλλά είναι ελεύθερα να ρυθμίσουν τον όγκο της παραγωγής, το μισθό των υπαλλήλων και, ως ένα σημείο, την τιμή πώλησης των αγαθών. Αυστηρά ελέγχεται η ποιότητα και η διάθεση των πολύτιμων εμπορευμάτων, των οποίων η εξαγωγή από τη βυζαντινή επικράτεια απαγορεύεται. Τα μέλη των συστημάτων έχουν ποικίλα οικονομικά προνόμια και μπορούν να ασκούν πολιτική πίεση. Η εγγραφή στα συστήματα εξαρτάται από την αποδεδειγμένη επαγγελματική ικανότητα, ενώ η αποβολή συνοδεύεται από σωματικές ποινές. Αυτό ενισχύει τον κρατικό έλεγχο, ο οποίος επιδιώκει να διασφαλίσει όχι τόσο τα συμφέροντα των παραγωγών, όσο αυτά του ίδιου του κράτους και των καταναλωτών. Συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη Οι συντεχνίες ήταν ενώσεις, ή σωματεία, εργαζομένων στις πόλεις, που τελούσαν υπό την εποπτεία του κράτους και απέβλεπαν στην προστασία των συμφερόντων των μελών τους και στη μετάδοση τεχνογνωσίας (διά της μαθητείας), ενώ ασκούσαν και πολιτική επιρροή. Οι συντεχνίες της πρωτεύουσας τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο του επάρχου της Πόλεως (praefectus Urbi). Καθώς στην πράξη η εξάρτησή τους από το κράτος ήταν περιορισμένη, αποτελούσαν έναν από τους πόλους εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Από τις αρχές του 13ου αιώνα, το σύστημα των συντεχνιών φαίνεται να παρακμάζει. Δημητρούκας Ιωάννης, Συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη, 2007, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη www.ehw.gr Συντεχνίες ΩΣ ΓΥΡΩ στο ΙΒ αιώνα η Κωνσταντινούπολη ήταν το κύριο εμπορικό κέντρο της Ευρώπης. Kαι σαν τέτοιο, το χρυσό νόμισμά του, το «μπεζάντ» όπως το ονόμαζαν στη Δύση, ήταν δεκτό για πολύν καιρό σα νόμισμα σταθερής ανταλλαγής σ ολόκληρη την Ευρώπη. Αλλά αν λάβουμε υπ όψη μας αυτές τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση -που διακόπηκαν βέβαια αλλά δεν καταστράφηκαν ολοκληρωτικά από τις αραβικές επιδρομές- είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός πως το δυτικό σύστημα των συντεχνιών μοιάζει σε ορισμένα του σημεία με το σύστημα που διατηρήθηκε για μακρύ χρονικό διάστημα στο Βυζάντιο. Όπως γνωρίζουμε από τη βυζαντινή Βίβλο του Επάρχου, του Ι' αιώνα, όλοι οι Έλληνες, και οι έμποροι, και οι τεχνίτες της πρωτεύουσας (και πιθανά και των άλλων πόλεων), ήταν οργανωμένοι σε σωματεία ή σε συντεχνίες, που ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο του Επάρχου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι έμποροι των βοοειδών, οι χασάπηδες, οι ψαρομανάβηδες, oι ψωμάδες, οι έμποροι μπαχαρικών και του μεταξιού, τόσο του ακατέργαστου όσο και του
κατεργασμένου για τους τελευταίους, οι ναυπηγοί, ακόμα και οι συμβολαιογράφοι, οι σαράφηδες και οι χρυσοχόοι, όλοι έπρεπε υποχρεωτικά να ανήκουν σε κάποια συντεχνία. Όπως περιγραφόταν προσεκτικά στους ύστερους δυτικούς κανονισμούς του συστήματος: κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες. Το ημερομίσθιο και οι ώρες εργασίας ήταν προσεκτικά διακανονισμένες και η προσπάθεια να προκαταλάβουν ή να δυσχεράνουν την αγορά απαγορευόταν, μαζί με την αποκάλυψη των μυστικών της κατασκευής Μία σημαντική διάκριση είναι το γεγονός, πως αντίθετα από τη δύση, όπου η εξουσία του Κράτους είχε κατ ουσία εξαφανιστεί, το βυζαντινό σύστημα δεν είχε πρωταρχικό σκοπό να υπηρετεί το συμφέρον των παραγωγών και των εμπόρων, αλλά κύρια να βοηθάει τον κυβερνητικό έλεγχο της οικονομικής ζωής για το συμφέρον του Κράτους. Ποιος ήταν ο βαθμός της επιρροής του Βυζάντιου πάνω στις δυτικές συντεχνίες δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Φυσικά δεν μπορεί κανένας να παραβλέψει το γεγονός πως οι συντεχνίες, παρ όλο που είχαν άλλο σκοπό, υπήρχαν ήδη στον ύστερο ρωμαϊκό κόσμο και ο βυζαντινός ήταν προέκταση του ρωμαϊκού. Το σπουδαίο είναι ίσως το γεγονός πως παρόμοιες περιστάσεις μπορεί κάλλιστα να δημιούργησαν ίδιας μορφής απαντήσεις, ακόμα και σε περιοχές που απείχαν μεταξύ τους. Όμως, ώσπου να γίνει μια προσεκτική και λεπτομερειακή σύγκριση των συντεχνιών του Μεσαίωνα της Ανατολής και της Δύσης, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως η μακρόχρονη οικειότητα που υπήρχε ανάμεσα στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες και στη βυζαντινή οικονομική ζωή -πολλές ιταλικές πόλεις είχαν εμπορικές παροικίες στην Κωνσταντινούποληδεν είχε καμιά σχέση με την εξέλιξη της οργανώσεως των συντεχνιών της Δύσης και με τις συνήθειές τους. Κ.Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ Το Επαρχικόν Βιβλίον Στις αρχές του 10ου αιώνα η οικονομία της αυτοκρατορίας είχε ανακάμψει και οι συντεχνίες της πρωτεύουσας ήταν πολλές και ακμαίες. Τα επαγγέλματα είχαν φτάσει στην εξειδίκευση και η αστική οικονομία άκμαζε συνεχώς. Ακριβώς την εποχή αυτή χρονολογείται το Επαρχικόν Βιβλίον. Το Βιβλίο αυτό μας δίνει πολλές πληροφορίες για τα συστήματα ή πολιτικά σωματεία της Βασιλεύουσας, οι οποίες σχετίζονται με την οργάνωση, τη λειτουργία και τους τρόπους ελέγχου τους. Από τις πιο φημισμένες συντεχνίες είναι: οι Ταβουλάριοι, τα επαγγέλματα σχετικά με το χρήμα, ο Κλάδος ένδυσης, οι Μυρεψοί, οι Κηρουλάριοι, οι σαπωνοπράται, οι σαλδαμάριοι, οι Βυρσοδέψες, τα επαγγέλματα σχετικά με τον εφοδιασμό σε τρόφιμα και οι Τεχνίτες. Οι συντεχνίες και το κράτος Έλεγχοι ασκούνταν από τον έπαρχο και τους υπαλλήλους του. Ο λεγατάριος επέβλεπε και παρουσίαζε στον έπαρχο τους ξένους εμπόρους. Αυτός ήλεγχε τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι ξένοι και καθόριζε τη διάρκεια διαμονής τους στο Βυζάντιο. Όταν έληγε η άδεια παραμονής των ξένων, ο λεγατάριος τους οδηγούσε ενώπιον του επάρχου, ο οποίος εξέταζε τον κατάλογο των αγορών τους, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος να εξαχθούν πολύτιμα προϊόντα. Εκτός του λεγατάριου αναφέρεται, ως ελεγκτής μέτρων και σταθμών, ο σύμπονος σε σχέση με τις συντεχνίες των βυρσοδεψών, των αρτοποιών και των καπήλων και οι πληρεξούσιοί του
έξαρχοι, που σχετίζονταν με τους πρανδιοπράτες και τους μεταξοπράτες και ευθύνονταν για τις σφραγίδες και τον έλεγχο της ποιότητας του νήματος. Τα επαγγελματικά σωματεία στην Κωνσταντινούπολη του 10ου αιώνα παρόλο που αποτελούσαν συλλόγους ή κοινότητες που ακολουθούσαν την ίδια νομοθεσία, παρουσίαζαν διαφορές και ιδιαιτερότητες στην οργάνωσή τους. Κάθε μέλος ήταν ελεύθερο να επενδύει χρήματα, αλλά στα όρια που του επέβαλλε το επάγγελμά του. Το κράτος ευνοούσε τον υγιή από τον επικίνδυνο ανταγωνισμό. Έτσι καθόριζε συγκεκριμένους τόπους για την άσκηση κάθε επαγγέλματος, απαγόρευε στους επαγγελματίες να ενεργούν με στόχο τη δημιουργία μονοπωλίων και απαγόρευε στους επαγγελματίες να ενεργούν με στόχο τη δημιουργία μονοπωλίων ή να αποθηκεύουν κρυφά προϊόντα, για να τα διαθέσουν στην αγορά σε περιόδους κρίσης. Δηλαδή υποχρέωνε τους επιχειρηματίες ενός κλάδου να ενεργούν συλλογικά ως προς την αγορά των εισαγόμενων προϊόντων.. Από αυτή τη στιγμή ο ανταγωνισμός ήταν ελεύθερος. Έτσι αποτρεπόταν ο κατακερματισμός της αγοράς, αυξανόταν η αποτελεσματικότητα και παρέμεναν χαμηλά τα έξοδα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όλοι οι επαγγελματίες αγόραζαν στην ίδια τιμή Όσον αφορούσε τα προσωπικά δικαιώματα του κάθε επιχειρηματία, είχε την ικανότητα να ορίζει μόνος του το χρόνο αγοράς και διάθεσης του προϊόντος, καθώς και να προσδιορίζει το επίπεδο επένδυσης και της τιμής πώλησης. Ωστόσο, η τιμή πώλησης δεχόταν κι αυτή με τη σειρά της περιορισμούς, εφόσον δεν μπορούσε να υπερβεί ένα ποσοστό 4-12 %, πέραν της αύξησης που συνεπάγονταν οι φθορές του προϊόντος και οι αναγκαίες δαπάνες. Το κράτος ήλεγχε και επιτηρούσε την ποιότητα των προϊόντων τη διακίνηση των πολυτελών και στρατηγικής σημασίας προϊόντων και παρακολουθούσε από κοντά την εγγραφή νέων μελών. Η συμμετοχή στις συντεχνίες δεν αποτελούσε κληρονομικό δικαίωμα, όπως στη Ρώμη, αλλά εξαρτιόταν κυρίως από συστάσεις για την προσωπική ακεραιότητα, την επαγγελματική επάρκεια του υποψήφιου μέλους, καταβολή τελών εγγραφής και δωρεά χρημάτων στα παλαιά μέλη. Τα μέλη των συντεχνιών είχαν πολλές υποχρεώσεις, όπως παρουσία σε δημόσιες εκδηλώσεις ή τις συνελεύσεις του σωματείου και αγορεύσεις με αγορανομικό ή άλλο χαρακτήρα. Αυστηροί κανόνες ίσχυαν σε σχέση με την παραμονή των ξένων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Οι περιορισμοί συνοδεύονταν από πρόστιμα και σωματικές ποινές. Η περίοδος μετά του Βυζαντίου. (13ος αι. και μετά) Αυτή η περίοδος σήμανε και το τέλος της ανάπτυξης μερικών συντεχνιών και κατ επέκταση και της αστικής οικονομίας. Αυτό, βέβαια, δε συνέβη σε όλες τις συντεχνίες αλλά μόνο σε αυτές που εξαρτιόνταν από την Κωνσταντινούπολη, όπως οι συντεχνίες της μεταξουργίας. Η αιτία ήταν η εμπορική κυριαρχία των Γενουατών και των Βενετών από τη μία, αλλά και η εξασθένιση της κρατικής εξουσίας. Αστική οικονομία (4ος-13ος αι.) Ιστορικό πλαίσιο Οι εργαζόμενοι στις πόλεις της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν οργανωμένοι σε ενώσεις (collegia) σύμφωνα με την ρωμαϊκή παράδοση. Οι ενώσεις ή σωματεία είχαν πολλές αρμοδιότητες και αρκετά δικαιώματα. Παρόλο που όλες τους οι ενέργειες εποπτεύονταν από το κράτος, αυτό τους έδινε την ευκαιρία να λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα, δηλαδή να αποτελούν όργανο διοίκησης και οργάνωσης της πολιτείας. Πιο συγκεκριμένα, είχαν τη
δυνατότητα να προστατεύουν τα συμφέροντά τους, να ενισχύουν τη συνοχή των μελών τους, να διατηρούν τον ανταγωνισμό σε λογικά πλαίσια και να επιτυγχάνουν την τεχνογνωσία. Επιπλέον, εκπροσωπούσαν τους διάφορους κλάδους ενώπιον των αρχών και έτσι διατηρούσαν την πολιτική επιρροή τους. Απ τον 3ο αιώνα μ.χ. και εξής, τα σωματεία αποτελούσαν υπολογίσιμο παράγοντα οικονομικής σταθερότητας και γι αυτό οι αρχές προσπαθούσαν να μονιμοποιήσουν τους εργαζομένους, να σταθεροποιήσουν τις τιμές και τέλος να αποτρέψουν πιθανές ελλείψεις αγαθών στην αγορά. Τα σωματεία της πρωτεύουσας βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο του Επάρχου της Πόλεως. Στην πράξη η εξάρτησή τους απ το κράτος ήταν περιορισμένη, αφού το ποσό του φόρου που καλούνταν να καταβάλλουν δεν ήταν μεγάλο κατά τα χρόνια του Ιουστινιανού Α. Σύμφωνα με τις ταφικές επιγραφές του Κωρύκου και μια απεργία των οικοδόμων στις Σάρδεις, οι συντεχνίες των επαρχιακών πόλεων απολάμβαναν ακόμη μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Οι συντεχνίες επιτελούσαν γενικά τρεις λειτουργίες συγχρόνως : α) προωθούσαν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα, β) αποτελούσαν μέσο ελέγχου της οικονομίας από το κράτος και γ) ήταν ενώσεις με έντονη πολιτική δράση. Ανάλογα με τις ανάγκες και τα δεδομένα της κάθε εποχής μία από αυτές τις λειτουργίες θα επικρατούσε σε μεγαλύτερο βαθμό. ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ 1. Με βάση την πηγή και τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφέρετε ποιες υποχρεώσεις είχε το "σύστημα" των ιχθυοπρατών; Πώς λειτουργούσε ο έλεγχος των συστημάτων και τι επιδιωκόταν, πρωτίστως μ' αυτόν; Οι ιχθυοπράτες 1. Οι ιχθυοπράτες να διαμένουν στις μεγάλες καμάρες της πόλης πουλώντας τα ψάρια που έπιασαν φρέσκα. Κάθε καμάρα να έχει έναν επιστάτη, για να επιβλέπει πώς έγινε η αγορά στην άκρη της θάλασσας και πως γίνεται η εκποίηση των ψαριών. Για τις υπηρεσίες του να κερδίζει ένα μιλιαρήσιον για κάθε χρυσό νόμισμα. 2. Δεν επιτρέπεται στους πωλητές να παστώνουν ή να πωλούν τα ψάρια στους ξένους, που ακολούθως τα μεταφέρουν στο εξωτερικό. Μόνο τα περισσευούμενα επιτρέπεται να παστωθούν, για να μη χαλάσουν. 3. Οι επιστάτες των ιχθυοπρατών πρέπει να έρχονται κάθε πρωί στον έπαρχο και να αναφέρουν πόσα λευκά ψάρια έπιασαν τη νύχτα, για να πωλούν τα ψάρια στους κατοίκους σύμφωνα με τους ορισμούς του. Όσοι τολμούν να ενεργούν αντίθετα στις διατάξεις να εκδιώκονται από το σύστημα, αφού δαρθούν και κουρευτούν. Επαρχικόν Βιβλίον, 17, 1-4, εκδ. J. Koder, Βιέννη 1991, 126-128 2. Με βάση την πηγή και τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφέρετε τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο των Μακεδόνων; Η πόλη στα μάτια ενός περιηγητή (12 ος αι.) Η Κωνσταντινούπολη είναι μία θορυβώδης πόλη: από όλες τις χώρες έρχονται εδώ άνθρωποι από στεριά και θάλασσα, για να εμπορευθούν. Σ' όλο τον κόσμο δεν υπάρχει παρόμοια πόλη έξω
«Όταν η Ιστορία συναντάει την Οικονομία.» από τη Βαγδάτη, τη μεγάλη πόλη, που ανήκει στο Ισλάμ. Η Κωνσταντινούπολη έχει αναρίθμητα κτίρια. Χρόνο με το χρόνο οι φόροι από όλη την Ελλάδα (δηλαδή τις βαλκανικές επαρχίες) μεταφέρονται εδώ, όπου τα κάστρα είναι γεμάτα από μεταξωτά ενδύματα, πορφύρα και χρυσάφι. Τέτοια κτίρια, τέτοια πλούτη δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Λέγεται ότι καθημερινά έσοδα της Πόλης, δηλαδή τα ενοίκια από τα δημόσια καταστήματα και οι δασμοί που επιβάλλονται στους εμπόρους που έρχονται από τη στεριά και τη θάλασσα, φθάνουν τα 20.000 χρυσά νομίσματα. Βενιαμίν εκ Τουδέλης, στο :Α. Sharf, Byzantine Jewry. Νέα Υόρκη 1973. 135. Τελωνειακοί Δασμοί Ενώ η θεωρία του διεθνούς εμπορίου μας διαβεβαιώνει ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι ωφέλιμο για όλες τις χώρες, στην πράξη η διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών αντιμετωπίζει πολλά εμπόδια. Οι διάφορες χώρες «προστατεύουν» την οικονομία τους από τον ανταγωνισμό του εξωτερικού. Έτσι εφαρμόζουν τη λεγόμενη δασμολογική προστασία. Υπάρχουν διάφορα μέτρα που μπορούν να παρθούν από μια χώρα για τον περιορισμό των εισαγωγών. Από αυτά, ο δασμός έχει χρησιμοποιηθεί πιο συχνά από όλες τις χώρες στο παρελθόν. Ο δασμός είναι ένας φόρος πάνω στα εισαγόμενα προϊόντα. Ο εισαγωγέας πληρώνει πάνω από το κόστος αγοράς του προϊόντος ένα πρόσθετο ποσό. Το ποσό αυτό μπορεί να υπολογίζεται ως ένα ποσοστό της αξίας του αγαθού οπότε έχουμε τον κατ αξία ή ad valorem δασμό. Εναλλακτικά ο δασμός αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο ποσό κατά μονάδα του εισαγόμενου αγαθού, είναι δηλαδή προκαθορισμένος (specify duty). Τέλος, είναι δυνατό να έχουμε σύνθετο δασμό που επιβάλλεται τόσο ως ποσοστό όσο και ως σταθερό ποσό κατά μονάδα προϊόντος. Ε.Πουρναράκης, Διεθνή Οικονομικά, Εκδόσεις «Το Οικονομικό» Κ. & Π. Σμπίλιας, Αθήνα1995
6. Οι διάδοχοι του Βασιλείου Β'(1025-1054) α. Η οικονομία Μετά το θάνατο του Βασιλείου Β' αρχίζει μια περίοδος, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης και συγχρόνως από πολιτική αστάθεια. Η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου προκάλεσαν συσσώρευση αγαθών που δεν εξισορροπήθηκε όμως με ανάλογη αύξηση του κυκλοφορούντος νομίσματος. Για να ικανοποιήσει τη μεγαλύτερη ζήτηση ρευστού χρήματος από την αγορά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' νόθευσε το χρυσό βυζαντινό νόμισμα (solidus) με άργυρο. Με την υποτίμηση αυτή που ανερχόταν σε 18% και με τις υποτιμήσεις που ακολούθησαν μέχρι το τέλος του αιώνα το χρυσό βυζαντινό νόμισμα, το δολλάριο του Μεσαίωνα, όπως το αποκάλεσε ο ιστορικός S. Lopez, έπαυσε να κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές. β. Η κοινωνική πολιτική Στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής, οι διάδοχοι του Βασιλείου Β' πήραν μια σειρά μέτρων που υπονόμευαν μακροπρόθεσμα τη συνοχή της βυζαντινής κοινωνίας. Η κατάργηση του αλληλέγγυου και η εγκατάλειψη του αγώνα κατά των δυνατών είχαν μοιραίες συνέπειες: οι μεγαλογαιοκτήμονες απορρόφησαν τα κτήματα των μικρών γεωργών, με αποτέλεσμα αυτοί να εξελιχθούν σε πάροικους. Η εξέλιξη αυτή υπονόμευσε αφενός την αμυντική ισχύ, αφού προϋπόθεση για τη στράτευση ενός πολίτη ήταν η κατοχή αγροτικού κλήρου, αφετέρου την οικονομική ευρωστία του κράτους. Επί Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου οι δυνατοί εξαιρέθηκαν από τη φορολογία, απέκτησαν σημαντικές δικαστικές και διοικητικές δικαιοδοσίες και αύξησαν την κτηματική τους περιουσία. Επίσης, πολλές φορές το κράτος αναγκαζόταν να εκμισθώνει τους φόρους σε ιδιώτες. Αυτό, μακροπρόθεσμα, είχε ως συνέπεια να περιοριστούν τα δημόσια έσοδα και να καταπιέζονται οικονομικά οι γεωργοί. Συνοπτικά, κατά την περίοδο αυτή το Βυζαντινό Κράτος διατήρησε την ισχύ του και η Βυζαντινή κοινωνία εξακολούθησε να ευημερεί, αλλά, συγχρόνως, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις και εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα μιας κρίσης, που έμελλε να εκδηλωθεί με ιδιαίτερη ένταση κατά τις επόμενες δεκαετίες. γ. Πολιτική αστάθεια Οι συχνές εναλλαγές αυτοκρατόρων, οι δολοπλοκίες και οι έριδες χαρακτηρίζουν την περίοδο αυτή. Οι διαμάχες ξεσπούσαν κυρίως ανάμεσα στους δυνατούς, οι οποίοι είχαν αποκτήσει αίγλη από τους πολέμους, και στην πολιτική αριστοκρατία της πρωτεύουσας, που είχε ενισχυθεί από την πολιτική του Βασιλείου Β'. Οι θρίαμβοι των Μακεδόνων αυτοκρατόρων στα πεδία των μαχών δημιούργησαν ένα αίσθημα υπερβολικής αυτοπεποίθησης που εξηγεί και την αδιαφορία την οποία επέδειξαν οι διάδοχοι του Βασιλείου Β' για τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Δείγμα αλαζονείας υπήρξε και η καθιέρωση του θεσμού του εξαργυρισμού (δηλαδή εξαγορά της θητείας), και η βαθμιαία
επάνδρωση του βυζαντινού στρατού από ξένους μισθοφόρους, τη στιγμή που νέοι, άκρως επικίνδυνοι εχθροί, απειλούσαν τα δυτικά, τα βόρεια και τα ανατολικά σύνορα του κράτους. Οι περίοδοι του βυζαντινού νομίσματος 1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α (491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα. Την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται: από τον σόλιδο που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. από τις δύο υποδιαιρέσεις του: το σεμίσσιο και το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα. Το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά το εξάγραμμο, ένα βαρύ ασημένιο νόμισμα, το οποίο καθιερώνεται στις κρατικές πληρωμές. Μετά το 681 το εξάγραμμο περιορίζεται σε κοπή αναμνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται εντελώς στις αρχές του 8ου αιώνα. Ο 6ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική περίοδος στη εξέλιξη του χάλκινου νομίσματος. Αντίθετα ο 7ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια παρακμή στις κοπές των χάλκινων νομισμάτων. 2η Περίοδος: Από τα μέσα του 8ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η μείωση των νομισματικών υποδιαιρέσεων. Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρό ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο κωνσταντίνιος σόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Ήρθε η στιγμή της υποτίμησης του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, μια υποτίμηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως
το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και -όπως έχει διατυπώσει η Morrison- θα πρέπει να χωριστεί σε δύο φάσεις. Στη φάση της ελεγχόμενης υποτίμησης (1024-1071) και στη φάση της καταστροφικής υποτίμησης. 3η Περίοδος: Από τη βασιλεία του Αλεξίου Α (1081-118) μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα. Σημείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α Κομνηνού το 1092. Το υπέρπυρο παίρνει τη θέση του παλιού νομίσματος του λεγόμενου ιστάμενον. Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος αλλά η καθαρότητα σε πολύτιμο μέταλλο είναι μικρότερη. Το πρώτο είναι τραχύ, από ήλεκτρο, ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Το δεύτερο είναι το τραχύ από κράμα, ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου. 4η Περίοδος: Από το 1261-1453. η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νομισμάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β και ο Μιχαήλ Θ καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια δουκάτα. Αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14ο αιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα το σταυράτο. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα. Η αλλοίωση του βυζαντινού νομίσματος Η πιο κοινή πρακτική αισχροκέρδειας εκ μέρους των πολιτών ήταν το ψαλίδισμα της περιφέρειας των νομισμάτων. Σε πάπυρο του 4ου αιώνα μαθαίνουμε ότι ο πολίτης Ευδαίμων προσκαλεί στο σπίτι το φίλο του Λογγίνο και του παραγγέλλει να φέρει μαζί την ύαλοπροφανώς ειδικό κοπίδι με ενσωματωμένο κρύσταλλο στην κόψη του-,ώστε να προβούν στην περικοπή νομισμάτων. Το κράτος προφανώς από πολύ νωρίς θέσπισε αυστηρούς νόμους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στο Θεοδοσιανό Κώδικα διασώζεται νόμος του Κωνσταντίνου Α ο οποίος ως τιμωρία του σχετικού παραπτώματος καθορίζει την ποινή του θανάτου, ποινή η οποία επιβάλλεται επίσης και σε όποιον διοχετεύσει στην αγορά πλαστές απομιμήσεις σόλιδων. Επίσης ο ίδιος κώδικας μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός το 363 δημιούργησε ειδική τάξη δημοσίων λειτουργών σε κάθε πόλη, τους ζυγοστάτες με κύριο μέλημα την επιδίκαση διαφορών που προέκυπταν μεταξύ συναλλασσομένων από υποψίες μείωσης του μεγέθους των νομισμάτων. Παρόμοιες διευθετήσεις εντοπίζονται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο η παραχάραξη του χρυσού νομίσματος εξισώνεται με το παράπτωμα της εσχάτης προδοσίας, καθώς και σε μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις. Οι προβλεπόμενες τιμωρίες για τους παραχαράκτες είναι εξαιρετικά αυστηρές. Για παράδειγμα ο νόμος του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β το 343 επιβάλλει την ποινή πυρράς σε όποιον καταγίνεται με παραχάραξη σολίδων, ενώ ταυτόχρονα προβλέπει αμοιβή στον πληροφοριοδότη παραχαρακτών. Στις εκλογές του Λέοντα Γ και του γιού του Κωνσταντίνου Ε, που εκδόθηκαν πιθανότατα το Μάρτιο του 741, αναφέρεται ως ποινή το κόψιμο των χεριών. Η ίδια ποινή επαναλαμβάνεται και στον Πρόχειρο Νόμο του Λέοντα ΣΤ Σοφού, όχι μόνο κατασκευαστή πλαστών νομισμάτων και τους άμεσους συνεργάτες του, αλλά και για τον κτηματία, τον οικονόμο ή τον ένοικο σπιτιού στην κατοικία ή την ιδιοκτησία των οποίων έλαβε χώρα η παραχάραξη. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται οι αντίστοιχες διατάξεις των Βασιλικών καθώς και οι σχετικές ρυθμίσεις του Επαρχικού Βιβλίου. Στην περίπτωση παραχάραξης του χάλκινου νομίσματος οι ποινικές επιπτώσεις έχουν ηπιότερο χαρακτήρα, παρουσιάζουν αρκετές διακυμάνσεις και πολλές φορές επηρεάζονται από την κοινωνική τάξη ή επαγγελματική ενασχόληση του παραχαράκτη. Ωστόσο οι ποινές για την παραχάραξη χάλκινων νομισμάτων
«Όταν η Ιστορία συναντάει την Οικονομία.» έπαιρναν αυστηρότερο χαρακτήρα όταν οι εμπλεκόμενοι στο αδίκημα ανήκαν στο υπαλληλικό δυναμικό του επίσημου νομισματοκοπείου. Οδηγούνταν στα δικαστήρια και υποβάλλονταν σε εξαντλητική ανάκριση για να φανερώσουν συνεργάτες και βοηθούς ενώ οι πληροφοριοδότες καταξιώνονταν με αμοιβές χρηματικές ή ακόμη με την απόκτηση της, ελευθερίας τους όταν αυτοί ανήκαν στην τάξη των δούλων. Οι αυστηρές ποινές απαριθμούνται στα νομικά κείμενα καθ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήδη από την πρώιμη εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, υποδηλώνουν ότι το αδίκημα της παραχάραξης ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο. ΠΑΡΑΘΕΜΑ 1.Με βάση την πηγή και τις ιστορικές σας γνώσεις να αναφέρετε τη σημασία των βυζαντινών νομισμάτων για τη διάδοση της αυτοκρατορικής ιδεολογίας Το Δολάριο του Μεσαίωνα Από το 312, που πρωτοεμφανίζεται, ως τα μέσα του 11ου αι., το βυζαντινό νόμισμα θα μείνει σταθερό και καθαρό. Ίσως δεν είναι ανάγκη να αναζητήσουμε άλλη εξήγηση για τον πρωταρχικό ρόλο που έπαιξε στη μυθική ιστορία του Βυζαντίου, αλλά και στο μαζικό υποσυνείδητο των λαών του Μεσαίωνα. Ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης (6ος αι ) θα στηρίξει τη θεωρία του για την αιωνιότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο "ότι με το νόμισμα αυτών (δηλαδή των Βυζαντινών) εμπορεύονται όλα τα έθνη και είναι δεκτό σε κάθε τόπο από το ένα ως το άλλο άκρο της γης και θαυμάζεται από κάθε άνθρωπο και κάθε βασιλική εξουσία. Και τέτοιο νόμισμα δεν υπάρχει σ' άλλο κράτος" Χλαμυδοφόρος αυτοκράτορας, κρατώντας στο χέρι σφαίρα σταυροφορούσα και σκήπτρο, εστεμμένος από Αγγελο Κυρίου ή από τον ίδιο το Χριστό με χαραγμένα τα ηχηρά ονόματα της (αυτοκρατορικής) εξουσίας... κυκλοφορούσε, χάρη στο νόμισμα, από τη μια γωνιά της αυτοκρατορίας στην άλλη, περνούσε στα χέρια ανθρώπων κάθε τόπου, διαλαλώντας τη στρατιωτική ισχύ της αυτοκρατορίας (σύμβολό της η χλαμύδα), το θεοστήρικτο της αυτοκρατορικής αρχής ( ο θεόστεπτος βασιλεύς είναι τοποτηρητής του Χριστού στη γη ), το παγκόσμιο και οικουμενικό της θεοπρόβλητης εξουσίας (σημάδια τους το σκήπτρο και η σφαίρα) και τέλος τα βυζαντινά αναφαίρετα δικαιώματα στη ρωμαϊκή κληρονομιά Ε. Αρβελέρ, Αρχαιολογία, 1, (1981), 39-40.
Σόλιδος του Iουστινιανού B Το νόμισμα ανήκει σε μια περίοδο καθοριστική για την εξέλιξη της βυζαντινής νομισματοκοπίας, τη βασιλεία του Iουστινιανού B?. Ο Ιουστινιανός ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε την απεικόνιση του Xριστού στην πρόσθια όψη των χρυσών σολίδων. Μέχρι τότε, σχεδόν αποκλειστικά απεικονιζόταν το πορτραίτο του αυτοκράτορα, τακτική που έγινε συνήθης στους ελληνιστικούς χρόνους και παγιώθηκε στους ρωμαϊκούς. Στο συγκεκριμένο χρυσό σόλιδο ο Παντοκράτορας εικονίζεται κατά μέτωπο, ενώ στην οπίσθια όψη παριστάνεται ο αυτοκράτορας, που στέκεται επίσης κατά μέτωπο και κρατάει σταυρό. Και στις δύο όψεις υπάρχουν οι χαρακτηριστικές συντομογραφημένες επιγραφές. Η παράσταση συνδέεται με την πρώτη βασιλεία του Ιουστινιανού, στα έτη 685-695 μ.x. Ο σόλιδος έχει κοπεί στο νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης, στα τέλη του 7ου αι. μ.χ. 2. Σε ένα πίνακα με δυο στήλες, σημειώστε, αριστερά, τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές που έλαβαν χώρα επί των επιγόνων του Βασιλείου και δεξιά, περιληπτικά, τις συνέπειές τους. οικονομικοκοινωνικές μεταβολές συνέπειες