Εκµετάλλευση λιγνιτικών κοιτασµάτων και βιώσιµη ανάπτυξη Ιωάννης E. Τσώλας Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Εφαρµοσµένων Μαθηµατικών και Φυσικών Επιστηµών E-mail: itsolas@central.ntua.gr ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η βιώσιµη ή αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί πρόκληση για την εξορυκτική βιοµηχανία, δεδοµένου ότι οι εξορυκτικές δραστηριότητες είναι άρρηκτα συνδεδεµένες µε σηµαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται το µεθοδολογικό πλαίσιο για την κατάρτιση δεικτών αειφορίας (sustainability indicators) στην περίπτωση της εκµετάλλευσης λιγνιτικών κοιτασµάτων, οι οποίοι καλύπτουν περισσότερες από µία διαστάσεις ή το σύνολο των διαστάσεων της αειφορίας. Το προτεινόµενο µεθοδολογικό πλαίσιο βασίζεται στην τεχνική της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων (Data Envelopment Analysis) και µπορεί να εφαρµοστεί σε κλαδικό ή επιχειρησιακό επίπεδο µε στόχο την αξιολόγηση της επίδοσης στο πλαίσιο της αειφορίας. Η επιτυχία της εφαρµογής του πλαισίου συναρτάται µε την έκταση των τηρούµενων στοιχείων και την αναγκαιότητα προσδιορισµού των απαραίτητων µεταβλητών, που θα πρέπει να συµπεριληφθούν σε µια τέτοια ανάλυση, προκειµένου να υπάρξει πλήρης ανταπόκριση στις προκλήσεις που θέτει η αειφόρος ανάπτυξη. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Αειφόρος ανάπτυξη και λειτουργία των επιχειρήσεων Η δραστηριότητα των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αειφορίας σχετίζεται µε την έννοια της αειφόρου ή βιώσιµης ανάπτυξης (sustainable development), η οποία, σύµφωνα µε την Παγκόσµια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (World Commision on Environment and Development), ορίζεται ως η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της σηµερινής γενιάς χωρίς περιορισµό της δυνατότητας των µελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους στο µέλλον (βλ. επίσης Cowell et al. 1999, Callens and Tyteca 1999). Παρόλο που δεν υπάρχει σύγκλιση απόψεων για την έννοια της αειφόρου ή βιώσιµης ανάπτυξης είναι κοινά αποδεκτό ότι έχει τρεις διαστάσεις: την περιβαλλοντική, την οικονοµική και την κοινωνική διάσταση. Καθεµιά διάσταση αντιπροσωπεύει ένα αντίστοιχο διαφορετικό σύστηµα (οικονοµικό, περιβαλλοντικό/οικολογικό και κοινωνικό σύστηµα) καθένα από τα οποία χαρακτηρίζεται από διαφορετικούς στόχους που τίθενται. Ο όρος αειφόρος ή βιώσιµη ανάπτυξη χρησιµοποιείται για να περιγράψει την όλη διαδικασία προς µια αειφόρο κοινωνία (sustainable society), µια ιδανική κοινωνία όπου απώτερος στόχος είναι η µεγιστοποίηση της επίτευξης των στόχων που χαρακτηρίζουν καθένα από τα προαναφερθέντα συστήµατα (Cowell et al. 1999). Η επιχείρηση στο πλαίσιο της αειφόρου αναπτυξης θεωρείται ως ένα υποσύστηµα ενός ευρύτερου οικονοµικού (economic system), οικολογικού (ecological system) και κοινωνικού συστήµατος (social system), το οποίο χρησιµοποιεί εισροές από το φυσικό/οικολογικό και κοινωνικό περιβάλλον και τις µετασχηµατίζει σε προϊόντα και υπηρεσίες που είναι σηµαντικά και απαραίτητα στην κοινωνία. Η αλληλεπίδραση της επίχειρησης µε το ευρύτερο οικονοµικό-οικολογικό/περιβαλλοντικό-κοινωνικό σύστηµα εκδηλώνεται µέσω των παραγόµενων προϊόντων και υπηρεσιών που επιδρούν στην ποιότητα της ζωής (εισόδηµα, επενδύσεις σε πάγια στοιχεία, έρευνα και ανάπτυξη κλπ) και των επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον (περιβαλλοντικών επιπτώσεων) που επιδρούν δυσµενώς στην ποιότητα της ζωής (σχήµα 1). 1
Σχήµα 1. Λειτουργία των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης (βλ. Tyteca 1999) 2 ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 2.1 είκτες αειφορίας-συνολικοί δείκτες επίδοσης Για την παραγωγή µέτρων επίδοσης στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης απαιτείται να ληφθούν υπόψη, εάν αυτό είναι δυνατόν, όλες οι αλληλεπιδράσεις της επιχείρησης µε το ευρύτερο οικονοµικό-οικολογικό/περιβαλλοντικό-κοινωνικό σύστηµα. Στην περίπτωση αυτή τα µέτρα της επίδοσης των επιχειρήσεων λαµβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις της επιχείρησης µε το προαναφερθέν σύστηµα προκειµένου να καλυφθεί, εάν αυτό είναι εφικτό, το σύνολο των διαστάσεων της αειφορίας και αναφέρονται ως δείκτες αειφορίας (sustainability indicators). Οι δείκτες αειφορίας αποτελούν ουσιαστικά δείκτες συνολικής επίδοσης (aggregate performance indicators) για την κατάρτιση των οποίων µπορεί να εφαρµοστεί η τεχνική της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων (Data Envelopment Analysis, DEA). Οι δείκτες συνολικής επίδοσης που καταρτίζονται µε τη βοήθεια της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων λαµβάνουν τιµές ίσες ή µικρότερες της µονάδας µε την αξιοποίηση δεδοµένων εισροών εκροών οµοειδών στο πλαίσιο του προαναφερθέντος πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων (σχήµα 1). Τα δεδοµένα αναφέρονται σε ένα δείγµα οµοειδών παραγωγικών µονάδων/επιχειρήσεων για µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο (π.χ. έτος) ή και στην ίδια παραγωγική µονάδα/επιχείρηση/κλάδο για διαφορετικές χρονικές περιόδους. 2.2 Περιβάλλουσα Ανάλυση εδοµένων Η Περιβάλλουσα Ανάλυση εδοµένων 1 αποτελεί µια τεχνική που βασίζεται στις αρχές του µαθηµατικού προγραµµατισµού και χρησιµοποιείται κυρίως για τη µέτρηση της τεχνικής 1 Ο Farrell (1957) έθεσε τις βάσεις της τεχνικής αυτής, που ήρθε ξανά στην επικαιρότητα από τους Charnes et al. (1978), στους οποίους οφείλει και την ονοµασία της Data Envelopment Analysis (DEA). 2
αποδοτικότητας (technical efficiency) 2. Η Περιβάλλουσα Ανάλυση εδοµένων χρησιµοποιείται προκειµένου να επιτευχθεί η µέτρηση της σχετικής τεχνικής αποδοτικότητας µονάδων, που χρησιµοποιούν τις ίδιες εισροές και παράγουν τις ίδιες εκροές. Οι µονάδες αυτές είναι γνωστές στη βιβλιογραφία ως αυτόνοµες µονάδες λήψης αποφάσεων (decision making units, DMUs). Η µέτρηση της τεχνικής αποδοτικότητας βασίζεται στη µη παραµετρική αναπαράσταση της τεχνολογίας παραγωγής, που επιτυγχάνεται µε βάση τους περιορισµούς που θέτουν οι πραγµατικές συνθήκες και τα δεδοµένα (εισροές-εκροές) και η προσέγγιση που ακολουθείται κατά την εφαρµογή της είναι γνωστή ως µη παραµετρική προσέγγιση (non-parametric approach). Xαρακτηριστικό της µεθοδολογίας αυτής είναι ο καθορισµός µιας µέγιστης ή ελάχιστης αξίας, που επιτυγχάνεται κάτω από τους περιορισµούς που θέτει η τεχνολογία αναφοράς (reference technology). Με άλλα λόγια περιγράφεται ένα σύνορο (boundary) µε τη δηµιουργία του µετώπου αποτελεσµατικότητας (efficiency frontier) µιας µη παραµετρικής τεχνολογίας αναφοράς στο οποίο ευρίσκονται οι αποδοτικές µονάδες 3. Για εφαρµογές της µεθοδολογίας στην εκµετάλλευση του άνθρακα βλ. Byrnes et al. (1984) και στην εκµετάλλευση των ελληνικών λιγνιτικών κοιτασµάτων βλ. Τσώλας (1995), Tsolas (1995), Τσώλας και Παναγόπουλος (1996), Tsolas (2001), Tsolas and Patmanidou (2003) και Tsolas and Patmanidou (2004). Σύµφωνα µε τον Tyteca (1999) και τους Callens and Tyteca (1999) µέσω της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων υπάρχει η δυνατότητα κατάρτισης συνολικών δεικτών που περιλαµβάνουν δύο διαστάσεις ή το σύνολο των διαστάσεων της αειφορίας 4, ήτοι: Οικονοµικός - Περιβαλλοντικός δείκτης (economic-ecological indicator) Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης (social-ecological indicator) Οικονοµικός - Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης (economic- social- ecological indicator) O τρόπος κατάρτισης του Οικονοµικού - Περιβαλλοντικού δείκτη είναι ίδιος µε αυτόν που αφορά στην εφαρµογή της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων για τη µέτρηση της αποδοτικότητας που βασίζεται σε αναλογική/σύµµετρη µείωση όλων των εισροών και των µη επιθυµητών εκροών µε σταθερές τις εκροές (µοντέλο ελαχιστοποίησης των εισροών και των µη επιθυµητών εκροών, βλ.tyteca 1996, Tyteca 1997, Tyteca 1999). Για την κατάρτιση των άλλων δεικτών (Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης, Οικονοµικός - Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης) χρησιµοποιείται η 'βελτιωµένη' µέτρηση της εκροής (enhanced hyperbolic output efficiency measure) που προτάθηκε από τους Färe et al. (1989). Οι τάσεις σχετικά µε την κατάρτιση δεικτών αειφορίας όπως αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία αφορούν στην κατάρτιση σύνθετων δεικτών οι οποίοι προκύπτουν από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων δεικτών που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των µεταλλευτικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αειφορίας (Azapagic 2004). Αναφορικά µε τα µοντέλα της DEA που παρουσιάζονται στο σχήµα 2, σε κάθε περίπτωση θεωρείται ότι υπάρχoυν k τoν αριθµό (k=1,,k) οµοειδείς επιχειρήσεις/µονάδες (ή oτι η ίδια επιχείρηση µελετάται για τη χρoνική περίoδo k ετών) που παράγουν M τον αριθµό εκροές (που 2 Η αποδοτικότητα σχετίζεται µε τον τρόπο µε τον οποίο ένα οικονοµικό υποκείµενο χρησιµοποιεί και κατανέµει τους παραγωγικούς του πόρους. Η συνολική αποδοτικότητα (overall efficiency) διαχωρίστηκε αρχικά από τον Farrell (1957) στην: α) Τεχνική αποδοτικότητα (technical efficiency) και β) Οικονοµική αποδοτικότητα ή αποδοτικότητα κατανοµής (allocative efficiency, βλ. Μπελεγρή- Ροµπόλη και Τσώλας 1999). 3 Περισσότερα για την Περιβάλλουσα Ανάλυση εδοµένων βλ. Norman and Stoker (1991), Charnes et al. (1978), Charnes et al. (1994). 4 H µέτρηση των επιµέρους διαστάσεων της αειφορίας σε επίπεδο επιχείρησης επιτυγχάνεται µέσω της κατάρτισης µονοδιάστατων δεικτών, ήτοι (Tyteca 1999): Οικονοµικός δείκτης (economic indicator), Κοινωνικός δείκτης (social indicator), Περιβαλλοντικός δείκτης (ecological indicator). Ο τρόπος κατάρτισης των επιµέρους δεικτών (Οικονοµικός, Κοινωνικός, Περιβαλλοντικός δείκτης) βασίζεται στο βασικό µοντέλο της DEA (µοντέλο ελαχιστοποίησης των εισροών). Για τη µέτρηση της τεχνικής αποδοτικότητας (productive or technical efficiency), βλ. Norman and Stoker (1991), Charnes et al. (1978), Charnes et al. (1994). 3
συµβολίζονται µε το διάνυσµα y R M +, π.χ. προστιθέµενη αξία ή παραγωγή λιγνίτη σε φυσικές µονάδες) και L τον αριθµό επιθυµητές εκροές που αφορούν το κοινωνικό περιβάλλον (που συµβολίζονται µε το διάνυσµα s R L +, π.χ. απασχόληση), εφόσον λαµβάνονται υπόψη τέτοιες εκροές, χρησιµοποιώντας Ν τον αριθµό εισροές (που συµβολίζονται µε το διάνυσµα x R N +, π.χ. ώρες λειτουργίας καδοφόρων εκσκαφέων, ηλεκτρική ενέργεια), παράγοντας παράλληλα και J τον αριθµό µη επιθυµητές εκροές (undesirable outputs, που συµβολίζονται µε το διάνυσµα w R J +, π.χ. άγονα υλικά, αντλούµενα ύδατα). Σχήµα 2. είκτες αειφορίας S, S 1 : τεχνολογίες αναφοράς Μ1: Οικονοµικός - Περιβαλλοντικός δείκτης (Μοντέλο εισροών - µη επιθυµητών εκροών) M2: Οικονοµικός - Περιβαλλοντικός δείκτης M3: Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης M4: Οικονοµικός - Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης ε= δείκτες αειφορίας t = επιχείρηση/ετήσια δραστηριότητα 3. ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΟΥ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗ ΛΙΓΝΙΤΙΚΩΝ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΩΝ Η ανάπτυξη ενός συστήµατος µέτρησης της επίδοσης, στο οποίο εντάσσεται ουσιαστικά η παραγωγή συνολικών µέτρων επίδοσης, περιλαµβάνει τις φάσεις του σχεδιασµού, της εφαρµογής και της λειτουργίας. Στη φάση του σχεδιασµού του συστήµατος προσδιορίζονται οι βασικοί στόχοι και επιλέγονται τα µέτρα επίδοσης. Στη φάση της εφαρµογής του συστήµατος επιτυγχάνεται η συλλογή και η επεξεργασία των στοιχείων µε βάση τα οποία προκύπτουν τα µέτρα επίδοσης. 4
Στη φάση της λειτουργίας του συστήµατος αξιολογείται ο βαθµός επίτευξης των στόχων στο πλαίσιο της στρατηγικής των επιχειρήσεων. Παράλληλα µια επιχείρηση θα πρέπει επίσης να εξασφαλίσει τη συνεχή αναθεώρηση του συστήµατος µέτρησης της επίδοσης. Στην Ελλάδα έχει εφαρµοστεί το προαναφερθέν µεθοδολογικό πλαίσιο για την κατάρτιση συνολικών µέτρων επίδοσης και ειδικότερα συνολικών περιβαλλοντικών δεικτών, ήτοι του Οικονοµικού - Περιβαλλοντικού δείκτη (Μοντέλο εισροών - µη επιθυµητών εκροών) στην περίπτωση της αξιολόγησης της λειτουργίας του ορυχείου Νοτίου Πεδίου της ΕΗ από τους Tsolas and Patmanidou (2003) και Tsolas and Patmanidou (2004). Τα δεδοµένα στην πρώτη περίπτωση (σχεδιασµός - εφαρµογή, βλ. Tsolas and Patmanidou 2003) αφορούσαν στην εκροή (εξορυσσόµενη ποσότητα λιγνίτη), στις εισροές (οκτάωρα εργασίας, ώρες λειτουργίας καδοφόρων εκσκαφέων, ηλεκτρική ενέργεια) και στις µη επιθυµητές εκροές (εξορυσσόµενα άγονα και αντλούµενα ύδατα), ενώ στη δεύτερη περίπτωση (αναθεώρηση, βλ. Tsolas and Patmanidou 2004) στις µη επιθυµητές εκροές εκτός από τα αντλούµενα ύδατα χρησιµοποιήθηκαν τα εξορυσσόµενα άγονα που απετίθεντο στην εξωτερική απόθεση καθώς επίσης και η διακινούµενη προς απόθεση ποσότητα της τέφρας. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η παρούσα εργασία παρουσιάζει το µεθοδολογικό πλαίσιο για την κατάρτιση δεικτών αειφορίας κατά την εκµετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασµάτων, το οποίο βασίζεται στην τεχνική της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων. Το µεθοδολογικό πλαίσιο αποτελεί µια bottom up προσέγγιση µε στόχο τη συγκριτική αξιολόγηση ενός δείγµατος οµοειδών παραγωγικών µονάδων/επιχειρήσεων ή της ίδιας παραγωγικής µονάδας/επιχείρησης για διαφορετικές χρονικές περιόδους. Στη βάση της συστηµικής ανάλυσης καθορίζονται οι µεταβλητές που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αειφορίας και δηµιουργείται µια βάση δεδοµένων. Στα δεδοµένα διακρίνονται οι οικονοµικές µεταβλητές (εισροές, επιθυµητές εκροές), τα περιβαλλοντικά δεδοµένα (π.χ. ρυπαντές) και τα δεδοµένα που σχετίζονται µε την κοινωνική διάσταση της αειφορίας (π.χ. επιθυµητές εκροές όπως η απασχόληση). Η εµπειρία από τις εφαρµογές του µεθοδολογικού πλαισίου στην Ελλάδα για την παραγωγή συνολικών περιβαλλοντικών δεικτών δείχνει ότι η παρουσία υπαρχουσών πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της αειφορίας θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση τέτοιων δεικτών. Στην περίπτωση της εξορυκτικής βιοµηχανία απαιτείται κατά τη φάση του σχεδιασµού οι ιδιαιτερότητες της παραγωγικής διαδικασίας να ληφθούν υπόψη κατά τη διαδικασία ανάπτυξης συνολικών δεικτών µέτρησης της επίδοσης, προκειµένου να καλυφθούν οι επιµέρους διαστάσεις ή και το σύνολο των διαστάσεων της αειφορίας. Το προτεινόµενο πλαίσιο για την παραγωγή του Οικονοµικού - Περιβαλλοντικού δείκτη µπορεί να θεωρηθεί ως ένα γενικό πλαίσιο που µπορεί να εφαρµοστεί σε λιγνιτικές εκµεταλλεύσεις στον ελληνικό χώρο, αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της παραγωγικής διαδικασίας. Το µεθοδολογικό πλαίσιο µπορεί να εφαρµοστεί επίσης για την ανάπτυξη πέραν του Οικονοµικού - Περιβαλλοντικού δείκτη και άλλων πολυδιάστατων δεικτών (π.χ. Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης, Οικονοµικός - Κοινωνικός - Περιβαλλοντικός δείκτης) στο πλαίσιο των προκλήσεων που θέτει η αειφόρος ανάπτυξη όχι µόνο για την κλάδο του λιγνίτη αλλά για την εξορυκτική βιοµηχανία γενικότερα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Azapagic, A. (2004). Developing a framework for sustainable development indicators for the mining and minerals industry, Journal of Cleaner Production, 12, pp639-662 Byrnes, P., Färe, R. and Grosskopf, S. (1984). Measuring productive efficiency:an application to Illinois strip mines, Management Science, Vol, 30, No 6, pp1079-1092 Callens and Tyteca (1999). Towards indicators of sustainable development for firms. A productive efficiency perspective. Ecological Economics, 28, pp41-53 Charnes, A., Cooper, W. Lewin A. and Seiford, L. (1994). Data Envelopment Analysis: Theory, Methodology, and Application, Kluwer Academic Publishers. 5
Charnes, A., Cooper W. and Rhodes E. (1978). Measuring the efficiency of decision making units, European Journal of Operational Research, 2, pp429-444. Cowell, S., Wehrmeyer, W., Argust, P. and Robertson, J.G.S. (1999). Sustainability and the primary extraction industries: theories and practice. Resources Policy, 25, pp277-286 Färe, R., Grosskopf, S., Lovell, C.A.K and Pasurka, C. (1989). Multilateral productivity comparisons when some outputs are undesirable: a non parametric approach, Review of Economics and Statistics, 71, pp90-98 Farrell, M. (1957). The measurement of productive efficiency, Journal of the Royal Statistical Society, series A, vol 120, pp253-281 Μπελεγρή-Ροµπόλη, Α. και Τσώλας, Ι. (1999). Η εφαρµογή της Περιβάλλουσας Ανάλυσης εδοµένων για τη µέτρηση της τεχνικής αποδοτικότητας της ΕΗ (1970-92), Πρακτικά 11oυ Εθνικού Συνεδρίου ιαχείριση πόρων και συστηµάτων για βιώσιµη ανάπτυξη, Ελληνική Εταιρία Επιχειρησιακών Ερευνών, Μάιος 1997, Έκδοση Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Αθήνα 1999, Τόµος ΙΙ, σελ. 370-384. Norman, M. and Stoker, B. (1991). Data Envelopment Analysis: the assessment of performance, Publ. John Willey and Sons Ltd. Τσώλας, Ι. Ε. (1995). Ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας στην ελληνική µεταλλευτική βιοµηχανία, ιδακτορική ιατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τµήµα Μηχανικών Μεταλλείων- Μεταλλουργών. Tsolas, I. and Patmanidou, L. (2003). South Field lignite mine aggregate environmental performance indicators, Book of Proceedings of the International Conference: Sustainable Development Indicators in the Mineral Industries (SDIMI 2003), Milos Island, 21th to 23th May 2003, (ed.) Z. Agioutantis, Publ. Milos Conference Center-George Eliopoulos, pp291-295 Tsolas, I. and Patmanidou, L. (2004). Environmental performance indicators of mineral production: The case of South Field lignite mine of PPC S.A. in Western Macedonia, Greece, Proceedings of the 8 th International Symposium on Environmental Issues and Waste management in Energy and Mineral Production - SWEMP 2004, Ankara, 17-20 May 2004, eds. A. G. Pasamehmetzoglou, A. Ozgenoglu and A.Y. Yesilay, 2004, Balkema, pp25-28 Τσώλας Ι. και Παναγόπουλος Κ. (1996). "Μέτρηση της τεχνικής αποδοτικότητας ορυχείων- Οι περιπτώσεις των υπαίθριων εκµεταλλεύσεων Πεδίου Καρδιάς και Νοτίου Πεδίου του Λιγνιτικού Κέντρου Πτολεµαΐδας-Αµυνταίου της ΕΗ στη υτική Μακεδονία", Ορυκτός Πλούτος, τεύχος 100, σελ 23-36 Tsolas, I.(1995). Productive efficiency in Greek lignite mining: an application of the DEA model, 3rd Balkan Conference on Operational Research, Proceedings, Vol. II, (eds.) B. Papathanassiou and K. Paparrizos, Hellenic Operational Research Society, Thessaloniki, 16-19 October, pp1239-1252 Tsolas, I. (2001). Technical efficiency measurement and occupational safety level. The case of Greek lignite mining, Proceedings of the 17 th International Mining Congress & Exhibition of Turkey, IMCET 2001, Ankara, 19-21 June 2001, (eds. E. Unal, B. Unver and E. Tercan, Balkema, pp583-587 Tyteca, D. (1996). On the measurement of environmental performance in firms: A literature review and a productive efficiency perspective. Journal of Environmental Management 46, pp281 308 Tyteca, D. (1997). Linear programming models for the measurement of environmental performance of firms concepts and empirical results. Journal of Productuctivity Analysis 8, pp183 197 Tyteca, D. (1999). Sustainability indicators at the firm level: pollution and resource efficiency as a necessary condition towards sustainability. Journal of Industrial Ecology, 2, 4, pp61 77 6