www.inlaw.gr Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201 [ 2 ]
Αδικοπραξία - Αναπηρία και παραµόρφωση του παθόντος ικαστήριο: Εφετείο Λάρισας Αριθµός απόφασης: 221 Έτος: 2012 - Αδικοπραξία. Αναπηρία και παραµόρφωση παθόντος. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. εδικασµένο. Έφεση. Νέες ή συµπληρωµατικές αποδείξεις. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή η παραµόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαµβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµίωσης αν επιδρά στο µέλλον του". "Ως αναπηρία" θεωρείται κάποια έλλειψη της σωµατικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως "παραµόρφωση" νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εµφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις.ης ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω ως "µέλλον" νοείται η επαγγελµατική, οικονοµική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. εν απαιτείται βεβαιότητα δυσµενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραµορφώσεως στο µέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων. Στον επαγγελµατικό - οικονοµικό τοµέα η αναπηρία ή παραµόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισµού και της οικονοµικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσµενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονοµικών δυσχερειών και στενότητος στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόµενοι µε αναπηρία ή παραµόρφωση µειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηµατικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το µέλλον του, η χρηµατική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζηµίωση εφ' όσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται µε την επίκληση και απόδειξη ζηµίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς µεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως µετά το ζηµιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξάλλου η συνεπεία της αναπηρίας ή παραµορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζηµία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζηµίωση που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδηµάτων). Όµως η αναπηρία ή παραµόρφωση ως τοιαύτη δεν σηµαίνει κατ' ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζηµίας. Τούτο συµβαίνει σε ανήλικο που δεν έχει εισέλθει ακόµη στην παραγωγική διαδικασία και δεν µπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραµορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζηµία. εν µπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραµόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία. Είναι όµως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραµόρφωση ανάλογα µε το βαθµό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυµίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσµενή επίδραση στην κοινωνική - οικονοµική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όµως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσµενής αυτή επίδραση είναι δεδοµένη και εποµένως δεν δικαιολογείται εµµονή στην ανάγκη προσδιορισµού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό οικονοµικό µέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιµο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραµορφώσεως ως βλάβης του σώµατος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς εννόµου αγαθού, που απολαύει και συνταγµατικής προστασίας σύµφωνα µε τις παραγράφους 3 και 6 το άρθρου 21 του Συντάγµατος, όχι µόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις µεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται µε αδυναµία πορισµού οικονοµικών ωφεληµάτων ή πλεονεκτηµάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερµηνεία της ΑΚ 931 που την καθιστά εφαρµόσιµη σύµφωνα µε την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή
παραµόρφωση ενός ευλόγου χρηµατικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραµορφώσεως χωρίς σύνδεση µε συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόµενου κατά την ΑΚ 931 ευλόγου χρηµατικού ποσού εξευρίσκεται κατ' αρχήν µε βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραµορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήµατα του παθόντος που κατ' ανάγκη συνδέεται µε επίκληση και απόδειξη συγκεκριµένης περιουσιακής ζηµίας λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την Α. Κ. 932 χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε µεµονωµένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεµελίωση κάθε µιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη µιας των λοιπών (ΑΠ 1874/2006 Επ.Συγκ.. 2007.20). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325, 331 ΚΠολ και 432 ΑΚ προκύπτει ότι, το δεδικασµένο το οποίο παράγεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν εµποδίζει τη µεταγενέστερη, µε νέα αγωγή, επιδίωξη περαιτέρω πρόσθετης χρηµατικής ικανοποιήσεως. Προϋπόθεση, όµως, γι αυτό είναι ότι οι συνέπειες της αδικοπραξίας και της ηθικής βλάβης εκδηλώθηκαν µεταγενέστερα και δεν µπόρεσαν να προβλεφθούν από το δικαστήριο το οποίο, επιδίκασε την προηγούµενη χρηµατική ικανοποίηση. Σηµασία για την επιδίκαση πρόσθετης χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης έχουν µόνο οι µεταγενέστερες συνέπειες και περιπλοκές, τις οποίες το δικαστήριο, κατά το χρόνο εκδόσεως της προηγούµενης αποφάσεώς του, δεν έλαβε υπόψη του, διότι η επέλευσή τους δεν έπρεπε ή δεν έπρεπε σοβαρά, να αναµένεται. Κατά πόσο δε, κατά την επιδίκαση της χρηµατικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη µελλοντική δυσµενή εξέλιξη αποτελεί ζήτηµα που διαπιστώνεται µε την ερµηνεία της προηγούµενης απόφασής του (ΑΠ 420/2000 Ελ νη 41.1575, ΕφΑθ 7802/2000 Ελ νη 43.467). - Μετά την εξαφάνιση της απόφασης, το δευτεροβάθµιο ικαστήριο δεν κωλύεται να διατάξει, εφόσον από το νόµο δεν ορίζεται το αντίθετο (αρθρ. 524 παρ. 1 ΚΠολ ) νέες ή συµπληρωµατικές αποδείξεις µε τα αποδεικτικά µέσα που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου κώδικα, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και η διενέργεια πραγµατογνωµοσύνης, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 389 ΚΠολ, που έχει εφαρµογή σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθµό (ΑΠ 1474/1990, 630, Σαµουήλ η Έφεσις εκδ. 3η αριθµ. 560, 563, 768). Εξάλλου, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 368 παρ. 2 ΚΠολ, το ικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγµατογνώµονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήµης ή τέχνης. ΑΚ: 432, 929, 931, ΚΠολ : 321, 322, 324, 325, 331, 524, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αδικοπραξία - Αναπηρία και παραµόρφωση του παθόντος Αριθµός απόφασης: 210 Έτος: 2012 - Αδικοπραξία. Αναπηρία ή παραµόρφωση παθόντα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. [4]
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ "η αναπηρία ή παραµόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαµβάνοντας υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµίωσης αν επιδρά στο µέλλον του". Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηµατικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το µέλλον του. Η χρηµατική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζηµίωση εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται µε την επίκληση και απόδειξη περιουσιακής ζηµίας, δηλαδή διαφοράς µεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως µετά το ζηµιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπάρχει χωρίς αυτό. Η συνεπεία της αναπηρίας ή παραµορφώσεως ανικανότητας προς εργασία εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζηµία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζηµίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδηµάτων). Όµως η αναπηρία ή παραµόρφωση ως τοιαύτη δεν σηµαίνει κατ' ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζηµίας. Τούτο συµβαίνει σε ανήλικο που δεν έχει εισέλθει ακόµη στην παραγωγική διαδικασία και δεν µπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραµορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζηµία. εν µπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή παραµόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία. Είναι όµως βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραµόρφωση ανάλογα µε το βαθµό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυµίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσµενή επίδραση στην κοινωνική-οικονοµική εξέλιξη τούτου κατά τρόπο όµως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσµενής αυτή επίδραση είναι δεδοµένη και εποµένως δεν δικαιολογείται εµµονή στην ανάγκη προσδιορισµού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό, οικονοµικό µέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιµο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραµορφώσεως ως βλάβης του σώµατος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς εννόµου αγαθού, που απολαύει και συνταγµατικής προστασίας, σύµφωνα µε τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγµατος, όχι µόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος αλλά και στις µεταξύ του σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται µε αδυναµία οικονοµικών ωφεληµάτων ή πλεονεκτηµάτων. Έτσι ορθότερη κρίνεται η ερµηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ που την καθιστά εφαρµόσιµη σύµφωνα µε την οποία προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραµόρφωση ενός εύλογου χρηµατικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας και παραµορφώσεως χωρίς σύνδεση και συγκεκριµένη περιουσιακή ζηµία η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (ΑΠ 670/2006). Το ποσό του επιδικαζόµενου εύλογου χρηµατικού ποσού εξευρίσκεται µε βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραµορφώσεως, καθώς και µε συνεκτίµηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραµορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου καθώς και τη συνεκτίµηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή παραµορφώσεώς του, όπως συµβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, αξιώσεως χρηµατικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 321/2011, ΑΠ 408/2011). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθµός 19 ΚΠολ η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και έτσι ιδρύεται ο προβλεπόµενος από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως και όταν έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως υπάρχει αντίστοιχα, όταν τα εκτιθέµενα στο αιτιολογικό της αποφάσεως που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, πραγµατικά περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάση του πραγµατικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννοµης συνέπειας ή την άρνησή της ή όταν αυτά αντιφάσκουν [5]
µεταξύ τους και έτσι δεν µπορεί να ελεχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνοι που δεν εφαρµόσθηκε. ΑΚ: 929, 931, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αδικοπραξία - Αρχή αναλογικότητας Αριθµός απόφασης: 167 Έτος: 2010 - Αδικοπραξία. Χρηµατική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Αρχή αναλογικότητας. - Με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγµατος, όπως αυτό ισχύει µετά τη συνταγµατική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν να επιβληθούν στα ατοµικά δικαιώµατα "πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγµα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρηση του, οι νοµίµως επιβαλλόµενοι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγµάτωση του επιδιωκόµενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν µέτρο το οποίο, σε σχέση µε άλλα δυνάµενα να ληφθούν µέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισµό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό, ώστε η αναµενόµενη ωφέλεια να µην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. (ΟλΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατοµικού δικαιώµατος νόµο, απευθύνεται κατ' αρχήν στο νοµοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας µπορεί να γίνει αν ο κοινός νοµοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας µε νόµο υπέρµετρους περιορισµούς ατοµικών δικαιωµάτων, οπότε ο δικαστής µπορεί, ελέγχοντας τη συνταγµατικότητα του νόµου, να µην εφαρµόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγµατος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγµατικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρµογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτηµα του µέτρου της επιδικαστέας χρηµατικής ικανοποιήσεως ο νόµος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηµατική ικανοποίηση, δηλαδή χρηµατική ικανοποίηση ανάλογη µε τις περιστάσεις της συγκεκριµένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νοµοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτηµα του προσδιορισµού του ύψους της χρηµατικής ικανοποιήσεως. Εποµένως, σύµφωνα µε τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άµεσης εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγµατος, η ευθεία δε επίκληση της κατά τον προσδιορισµό του ύψους της χρηµατικής ικανοποιήσεως στερείται σηµασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση µε, τον κατ' εφαρµογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισµό αυτής, αποτελέσµατα και εποµένως δεν µπορεί να ελεγχθεί κατά τούτο αναιρετικώς για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 25 του Συντάγµατος και της καθιερούµενης δι' αυτού αρχής της αναλογικότητας (Ολ.ΑΠ 6/2009). [6]
- Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο µπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του αποζηµίωση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια, ύστερα από εκτίµηση των πραγµατικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθµού του πταίσµατος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των µερών, και µε βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής να επιδικάσει ή όχι χρηµατική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίµηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηµατίζεται από την εκτίµηση των πραγµατικών γεγονότων (ΚΠολ 561 παρ. 1), χωρίς υπαγωγή του πορίσµατος σε νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να κριθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόµιµης βάσεως. ΚΠολ : 914, 932, Σ: 25, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 520 Έτος: 2009 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ. Χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε οικογένεια θύµατος. Εν διαστάσει σύζυγος. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αρχή αναλογικότητας. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζηµίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνοµο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζηµίας. Συνυπαιτιότητα υπάρχει, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, όταν ο ζηµιωθείς συντέλεσε από δικό του πταίσµα στη ζηµία και την έκτασή της, οπότε το δικαστήριο µπορεί να µην επιδικάσει αποζηµίωση ή να µειώσει το ποσό της. Στην περίπτωση αυτή, η µεν κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδροµή ή όχι πταίσµατος του ζηµιωθέντος, η οποία είναι κρίση σχετική µε νοµική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολ, η κρίση όµως για τον καθορισµό του ποσοστού κατά το οποίο πρέπει να µειωθεί η αποζηµίωση δεν υπόκειται στον έλεγχο αυτό, γιατί αφορά εκτίµηση πραγµάτων. - Κατά τα άρθρα 12 παράγραφος 1, 19 παράγραφος 3 και 20 παράγραφος 1 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), το ανώτατο επιτρεπόµενο όριο ταχύτητας των αυτοκινήτων, µέσα σε κατοικηµένες περιοχές, ορίζεται σε 50 χιλιόµετρα την ώρα, εκτός αν άλλως ορίζεται µε ειδική σηµείωση, οι δε οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν µε σύνεση και διαρκώς τεταµένη την προσοχή, να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά, στους υπερήλικες, στα άτοµα µε αναπηρίες (ΑµεΑ) και γενικώς στα πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια. Επίσης, κάθε οδηγός οδικού οχήµατος επιβάλλεται να έχει πλήρη έλεγχο του οχήµατός του, ώστε να µπορεί κάθε στιγµή να εκτελεί τους απαιτούµενους χειρισµούς, επιβάλλεται δε να ρυθµίζει την ταχύτητα του οχήµατός του, λαµβάνοντας συνεχώς υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήµατός του µπροστά από οποιοδήποτε [7]
εµπόδιο που µπορεί να προβλεφθεί και το οποίο βρίσκεται στο ορατό από αυτόν µπροστινό τµήµα της οδού. Υποχρεούται, επίσης, να µειώνει την ταχύτητα του οχήµατός του και, σε περίπτωση ανάγκης, να διακόπτει την πορεία του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Πάντως, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξεως και του επελθόντος αποτελέσµατος. - Κατά το άρθρο 932 εδ. γ' ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου µπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύµατος χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισµός του όρου "οικογένεια του θύµατος", προφανώς διότι ο νοµοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει κατά τρόπο δεσµευτικό τα όρια ενός θεσµού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, κρίνεται αναγκαστικά από τις επιδράσεις των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδροµή του χρόνου. Κατά τη σαφή όµως έννοια της ανωτέρω διατάξεως, που απορρέει από το σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύµατος περιλαµβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόµενοι συγγενείς του θανατωθέντος, αδιαφόρως αν συζούσαν µε αυτόν ή διέµεναν χωριστά. Η επιδίκαση, όµως, της ως άνω χρηµατικής ικανοποιήσεως, στα δικαιούµενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγµατικό ζήτηµα, της ύπαρξης, κατ' εκτίµηση του δικαστηρίου της ουσίας, µεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθηµάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων µπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισµό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς από την επιδίκαση της εν λόγω χρηµατικής ικανοποιήσεως (ΟλΑΠ 21/2000). Στην οικογένεια του θύµατος περιλαµβάνεται και η "εν διαστάσει σύζυγος" κατά το χρόνο θανατώσεως αυτού, διότι η διάσταση των συζύγων κατά το χρόνο θανατώσεως του ενός από αυτούς δεν καταλύει τυπικά την ιδιότητα του µέλους της οικογένειας κατά την έννοια της ΑΚ 932. Είναι διαφορετικό το ζήτηµα, αν αυτή υπέστη πράγµατι ή όχι ψυχική οδύνη από τη θανάτωση του συζύγου της. Τούτο κρίνεται, κατά περίπτωση, βάσει των προσκοµιζοµένων αποδείξεων. Θα ληφθούν υπόψη τα αίτια της διαστάσεως, η διάρκειά της και η τυχόν έναρξη ή µη της διαδικασίας διαζυγίου. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ, δηµιουργείται λόγος αναιρέσεως αν παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου, συνίσταται δε η παραβίαση στην εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή κανόνα που υπάρχει, όταν εφαρµόζεται ή δεν εφαρµόζεται κατά περίπτωση κανόνας ενώ δεν υπάρχουν ή υπάρχουν, αντίστοιχα, οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, σύµφωνα µε τα όσα ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας. - Κατά το εδάφιο 19 του άρθρου 559 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε ή ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στην προκειµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε (ΟλΑΠ 25/2004). - Ο προσδιορισµός του ποσού της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού αυτή σχηµατίζεται από την εκτίµηση [8]
πραγµατικών γεγονότων (αρθρ. 561 παράγραφος 1 ΚΠολ ), χωρίς την υπαγωγή του πορίσµατος σε νοµική έννοια, ώστε να µπορεί να νοηθεί εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου ή παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτε από άποψη παραβιάσεως ή µη της αρχής της αναλογικότητας, που εισάγεται ως νοµικός κανόνας µε τη διάταξη του άρθρου 25 παράγραφος 1 του Συντάγµατος. Και τούτο, διότι ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στον έλεγχο της συνταγµατικότητας διατάξεως νόµου και, συγκεκριµένα, αν ο νοµοθετικός περιορισµός ενός συνταγµατικώς προστατευοµένου δικαιώµατος σέβεται ή όχι την αρχή της αναλογικότητας. ηλαδή ο έλεγχος από άποψη τηρήσεως της αρχής αυτής γίνεται µεταξύ της συνταγµατικής διατάξεως που προστατεύει κάποιο δικαίωµα και της νοµοθετικής διατάξεως, που το περιορίζει. Έξω, όµως, από το πεδίο αυτό τα δικαστικά όργανα δεν έχουν εξουσία να εφαρµόζουν απευθείας την αρχή της αναλογικότητας, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας τους σε συγκεκριµένη υπόθεση, αλλά εφαρµόζουν την οικεία διάταξη του νόµου, ο οποίος αναθέτει σ' αυτά να αποφασίσουν. Εποµένως, δικαστική απόφαση, που δεν πέτυχε σε συγκεκριµένη περίπτωση στον προσδιορισµό της εύλογης χρηµατικής ικανοποιήσεως του άρθρου 932 ΑΚ, δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά εσφαλµένη και θα ελεγχθεί µε τα επιτρεπόµενα ένδικα µέσα στα πλαίσια, που οι ρυθµίζουσες τα ένδικα µέσα διατάξεις οριοθετούν τον έλεγχο. ΑΚ: 297, 330, 914, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, ΚΟΚ: 12, 19, 20, 38, ΑΚ: 25, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1623 Έτος: 2010 - Αυτοκινητικό ατύχηµα. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παράβαση των διδαγµάτων της κοινής πείρας. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. ΑΚ: 300, 334, 340, 914, ΚΠολ : 559 αριθ, 19, 559 αριθ, 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1609 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 299, 330 εδ. β, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει, ότι σε περίπτωση συγκρούσεων µεταξύ δύο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της [9]
συµπεριφοράς του οδηγού και της ζηµίας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που, αν είχε καταβληθεί, µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού αυτοκινήτου, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της συγκρούσεως. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει, όταν η παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά του οδηγού ήταν, σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεµελιώνει αυτή καθ' αυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος. - Οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές κι εποµένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδροµή ή όχι υπαιτιότητας του εµπλακέντος σε σύγκρουση οχηµάτων οδηγού και του αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του και του ζηµιογόνου αποτελέσµατος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' και 19 του ΚΠολ για ευθεία η εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου ειδικότερα, έλλειψη νόµιµης βάσεως της αποφάσεως, ήτοι εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικού κανόνα, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του αριθµού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ, υπάρχει, όταν στις αιτιολογίες της αποφάσεως, που αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν µπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρµόστηκε, όχι όµως όταν οι ελλείψεις ή οι αντιφάσεις ανάγονται στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση και αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς στην απόφαση. ΑΚ: 297, 298, 299, 330, 914, 932, ΚΠολ : 498, 568, 576, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 779 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκίνητα. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που [10]
υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, που µπορεί να είναι και ο ζηµιωθείς στην περίπτωση που συνετέλεσε και ο ίδιος την πρόκληση ή την επαύξηση της ζηµιάς, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολ γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι, στη συγκεκριµένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη, εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήµιου αποτελέσµατος, περί του ότι δηλαδή το ζηµιογόνο γεγονός σε σχέση µε τη ζηµία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, ως αναγόµενη σε εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολ ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης και του επελθόντος αποτελέσµατος (ΑΠ 468/2003). - Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολ, επιτρέπεται µόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 ΚΠολ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλµατα του δικαστηρίου κατά την εκτίµηση του νόµω βάσιµου της αγωγής ή των ισχυρισµών των διαδίκων, καθώς και τα νοµικά σφάλµατα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση kλπ. ορθώς απορρίφθηκε ως µη νόµιµη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόµιµη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που. απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), η όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). (ΟλΑΠ 1/1999). Ο προβλεπόµενος από το άρθρο 569 αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης µε την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόµενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσµατος αναφορικά µε τη [11]
συνδροµή ή µη γεγονότων, που στη συγκεκριµένη περίπτωση συγκροτούν το πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεση τους, να µην µπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νοµικώς (ΟλΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόµιµης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της πρέπει να προκύπτουν αµέσως από την προσβαλλόµενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειµένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας µόνο την προσβαλλόµενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόµενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. - Ο λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγµατα" θεωρούνται οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αµυντικό µέσο και άρα στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογηµένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισµοί που αποτελούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίµηση των αποδείξεων αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιµοι κατά νόµο ισχυρισµοί (ΟλΑΠ 3/1997, 1933/2006). Εξ άλλου δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισµό (πράγµα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιαδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιµετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγµάτων προβληθέντα ισχυρισµό, µε την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996). ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1535 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παραβίαση διδαγµάτων της κοινής πείρας. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραβίαση από το δικαστήριο των ορισµών του νόµου ως προς τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 του ΑΚ συνάγεται, ότι η ευθύνη προς αποζηµίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συµπεριφοράς του δράστη και της ζηµίας. Παράνοµη είναι η συµπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωµα ή συγκεκριµένο συµφέρον του ζηµιωθέντος, µπορεί δε να συνίσταται σε θετική [12]
ενέργεια ή παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας από διάταξη νόµου ή από προηγούµενη συµπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννοµη σχέση µεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και ειδικότερα, όταν ο δράστης δηµιούργησε ορισµένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε είχε υποχρέωση να λάβει πριν και µετά τη δηµιουργία της επικίνδυνης καταστάσεως κάθε ενδεικνυόµενο από τις περιστάσεις, σύµφωνα µε τους κανόνες της τέχνης, της επιστήµης και της κοινής πείρας, µέτρο, έστω και µη προβλεπόµενο από ειδική διάταξη νόµου, προς προστασία των τρίτων από την πρόκληση σε αυτούς οποιασδήποτε ζηµίας (ΑΠ 50/2002, 831/2005). Η υπαιτιότητα µε τη µορφή είτε του δόλου (άµεσου ή ενδεχόµενου), ο οποίος υπάρχει όταν ο δράστης θέλει ή αποδέχεται την παραγωγή του επιζήµιου αποτελέσµατος, είτε της αµέλειας (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης), η οποία υπάρχει όταν ο δράστης προξενεί το επιζήµιο αποτέλεσµα από έλλειψη της προσοχής, την οποία θα όφειλε να καταβάλει ο µετρίως συνετός κοινωνικός άνθρωπος στη θέση του, ευρισκόµενος από τις αυτές βιοτικές και λοιπές περιστάσεις. Ζηµία είναι η προς το χειρότερο προξενούµενη µεταβολή (βλάβη) των έννοµων αγαθών του προσώπου, που αφήνει ένα έλλειµµα (µία διαφορά) µεταξύ της νέας καταστάσεως που έχει παραχθεί και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς το επιζήµιο γεγονός. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράληψη είναι, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας και λογικής, ικανή και µπορεί, µε την κανονική και συνήθη πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει το επιζήµιο αποτέλεσµα. - Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παράβαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ. Αντίθετα, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσµατος, αφορά τα πράγµατα και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 1128/2000). - Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολ, σύµφωνα µε την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν, σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 561 παρ.1 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς να ελέγχεται η κρίση του ως προς την αξιοπιστία των µαρτύρων και την αξιολόγηση των αποδείξεων γενικά, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, περιλαµβανοµένων και των ερµηνευτικών ή στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολ. Ωστόσο δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά µέσα, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα από αυτά κατ' είδος αναφερόµενα κατά νόµο επιτρεπτά (ΑΠ 544/2005, 190/1995) και σε καταφατική περίπτωση ο λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιµος (ΑΠ 1137/2001, 416/1999). - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν οι νόµιµοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το [13]
νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 12-13/1995, 1/1999). - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 118 αρ.4, 566 παρ.1, 577 παρ.3 και 559 αρ.12 του ΚΠολ συνάγεται ότι για να είναι ορισµένος ο λόγος αναιρέσεως, της παραβίασης από το δικαστήριο των ορισµών του νόµου ως προς τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) η αποδιδόµενη στην προσβαλλόµενη απόφαση παραβίαση του νόµου σε σχέση µε τη δύναµη των αποδεικτικών µέσων που έχουν εκτιµηθεί, β) προς απόδειξη ποίου ουσιώδους πραγµατικού ισχυρισµού έγινε επίκληση και προσκόµιση του σχετικού αποδεικτικού µέσου, γ) ποία η αποδεικτική δύναµη που αποδόθηκε στο αποδεικτικό µέσο, διαφορετική από την οριζόµενη µε το νόµο και δ) το σφάλµα της προσβαλλόµενης αποφάσεως (ΑΠ 354/1999, 441/1993, 575/1980). - Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολ, της παρά το νόµο λήψης υπόψη από το δικαστήριο πραγµάτων που δεν προτάθηκαν ή µη λήψης υπόψη πραγµάτων που προτάθηκαν και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεν ιδρύεται όταν δεν αφορά αυτοτελείς πραγµατικούς ισχυρισµούς, αλλά αφορά τα προσκοµιζόµενα από τους διαδίκους αποδεικτικά µέσα ή τα πραγµατικά περιστατικά που προκύπτουν από αυτά (ΑΠ 185/2002) ή επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 3/1997). ΑΚ: 297, 298, 299, 330, 346, 914, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011, Ελ νη 2012, σελίδα 361, σχολιασµός Ι. Ν. Κ. Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 1705 Έτος: 2011 - Ζηµιά από περισσοτέρους. Αναγωγή µεταξύ τους. Συντρέχον πταίσµα. Τρόπος καταβολής αποζηµίωσης. Αναπηρία ή παραµόρφωση παθόντος. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Κατά τις διατάξεις των άρθρων 926 και 927 ΑΚ υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη των πλειόνων υποχρέων και οι παθόντες δικαιούνται να απαιτήσουν ολόκληρη τη ζηµία τους από καθένα εξ αυτών, ο οποίος δεν µπορεί να επικαλεσθεί έναντι των παθόντων το πταίσµα του τρίτου ως λόγο µειώσεως της αποζηµιώσεως. Έτσι το συντρέχον πταίσµα του οδηγού ενός από τα συγκρουσθέντα αυτοκίνητα δεν καταλογίζεται κατ' αρχήν στον επιβάτη του αυτοκινήτου, ο οποίος τραυµατίσθηκε ή θανατώθηκε, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 300 ΑΚ. Συνεπώς ένα τέτοιο συντρέχον πταίσµα δεν επιτρέπεται κατά νόµο να ληφθεί υπόψη ως προσδιοριστικός παράγοντας για τον καθορισµό τους ύψους της αποζηµίωσης και της χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβη του παθόντος ή λόγω ψυχικής οδύνης των µελών της οικογενείας του θανατωθέντος. Υπό την αντίθετη εκδοχή παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 296, 297, 300, 914, 926, 927 και 932 ΑΚ (ΟλΑΠ 13/2002). - Από τις διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α' και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος ζηµιώσει άλλον παράνοµα και υπαίτια έχει υποχρέωση αποζηµίωσης του παθόντος, η οποία περιλαµβάνει τη µείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζηµιωθέντος (θετική ζηµία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Εξάλλου από την παρ. 3 του άρθρου 930 ΑΚ η αξίωση αποζηµίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζηµιώσει αυτόν που αδικήθηκε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται γενικότερη αρχή, κατά την οποία η κατά η κατά του ζηµιώσαντος αξίωση του παθόντος για [14]
αποζηµίωσή του δεν µπορεί να αποκρουσθεί από του ζηµιώσαντα εκ του λόγου ότι άλλος εκ του νόµου υποχρεωµένος κατέβαλε ήδη στον αποσχόντα αναίτια από την εργασία του (λόγω τραυµατισµού) το µισθό του. ιάφορο δε είναι το ζήτηµα εάν αυτός που κατέλαβε το µισθό στον παθόντα κατά τη διάρκεια της ανυπαίτιας απουσίας του έχει δικαίωµα µετά την είσπραξη από τον παθόντα της ισόποσης αποζηµίωσης από τον ζηµιώσαντα να αναζητήσει τυχόν τα καταβληθέντα. Και τούτο για το λόγο ότι η διάταξη δεν φαίνεται να εσκόπησε να προσπορίσει τη σωρευτική αποζηµίωση του παθόντος, αλλ' ούτε και να απαλλάξει τον αδικοπραγήσαντα από τις συνέπειες της πράξεώς του (ΑΠ 1005/1990). - Από τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ, που ορίζει ότι "η αναπηρία ή παραµόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαµβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζηµιώσεως, αν επιδρά στο µέλλον του", σε συνδυασµό µε εκείνες των άρθρων 298, 299, 914, 929 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αναπηρία ή η παραµόρφωση, που προξενείται στον παθόντα, ανεξαρτήτως φύλου, εκτός από την επίδραση, την οποία µπορεί να ασκήσει τόσο στο ύψος των χρηµατικών ποσών, που θα στερείται ο παθών στο µέλλον η θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του, όσο και στο ύψος της χρηµατικής ικανοποιήσεως, που θα επιδικασθεί για την ηθική βλάβη, µπορεί να θεµελιώσει και αυτοτελή αξίωση για αποζηµίωση, αν επιδρά στην επαγγελµατική, οικονοµική και κοινωνική του εξέλιξη. εν απαιτείται βεβαιότητα δυσµενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραµορφώσεως στο µέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων. Στον επαγγελµατικό- οικονοµικό τοµέα η αναπηρία ή παραµόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισµού και της οικονοµικής εξέλιξης και προαγωγή του. - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ, θεµελιώνεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιαστεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, συνίσταται δε η παραβίασή του στην εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή, που υπάρχει όταν εφαρµόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου αν και δεν υπάρχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις εφαρµογής του ή στην αντίθετη περίπτωση όταν δεν εφαρµόζεται κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν και υπάρχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις του. ΑΚ: 296, 297, 300, 914, 926, 927, 930, 931, 932, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 9, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 683 Έτος: 2011 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος. ιδάγµατα κοινής πείρας. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Έννοµο συµφέρον για την άσκηση αναίρεσης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, ή οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους [15]
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, που µπορεί να είναι και ο ζηµιωθείς στην περίπτωση που συνετέλεσε και ο ίδιος την πρόκληση ή την επαύξηση της ζηµιάς, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. - Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολ γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι, στη συγκεκριµένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη, εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήµιου αποτελέσµατος, περί του ότι δηλαδή το ζηµιογόνο γεγονός σε σχέση µε τη ζηµία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, ως αναγόµενη σε εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολ ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος (ΑΠ 468/2003). - Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του Κ.Πολ.. συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιµότητα ή µη των προβαλλόµενων από τους διαδίκους πραγµατικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα νόµιµα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση και έµµεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά µέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηµατισµό της κρίσης τους. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να µνηµονεύει και να εξαίρει µερικά από τα αποδεικτικά µέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του µεγαλύτερης σηµασίας τους, αρκεί να γίνεται αναµφίβολα βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της απόφασης ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν νόµιµα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.. υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγµατικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού µόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείµενο απόδειξης (ΟλΑΠ 14/2005 και 2/2008). - Κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου µέσου της αναίρεσης είναι να υπάρχει στον αναιρεσείοντα έννοµο συµφέρον. Το έννοµο συµφέρον που απαιτείται, για να ασκηθεί ένα ένδικο µέσο, εποµένως και η αναίρεση, προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν βλάπτεται (ηττάται), δηλαδή όταν απορρίπτονται ολικά ή µερικά οι προτάσεις του ή γίνονται ολικά ή µερικά δεκτές έναντι αυτού αιτήσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη δηλαδή του αναιρεσείοντος πρέπει [16]
να υπάρχει σε σχέση µε τον αντίδικο του και η προσβαλλόµενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του. Το έννοµο συµφέρον πρέπει να κρίνεται από την προσβαλλόµενη απόφαση (ΚΠολ 68), εφόσον δε δεν θεµελιώνεται από τα εκτιθέµενα στο δικόγραφο της αναίρεσης και δεν προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλοµένης, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος προκύπτει ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία)"ο προβλεπόµενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης µε την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας φορά ελλείψεις αναγόµενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσµατος αναφορικά µε τη συνδροµή ή µη γεγονότων, που στη συγκεκριµένη περίπτωση συγκροτούν το πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεση τους, να µην µπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νοµικώς. Η ύπαρξη νόµιµης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψη της πρέπει να προκύπτουν αµέσως από την προσβαλλόµενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειµένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας µόνο την προσβαλλόµενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόµενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1. ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 155 Έτος: 2012 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Υπαιτιότητα. Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος. ιδάγµατα κοινής πείρας. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους [17]
συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισµένη πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. - Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσµατος (ΑΠ 75/75 /νη 4β. 732, ΑΠ 468/2003 /νη 45.717). Επίσης, και µόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ στους οδηγούς των οχηµάτων κατά την οδήγηση τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συµπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζηµιογόνου γεγονότος ή την µείωση των επιζήµιων συνεπειών (ΑΠ 1500/2002). - Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολ γιατί είναι κρίση νοµική έννοια, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριµένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήµιου αποτελέσµατος, περί του ότι δηλαδή το ζηµιογόνο γεγονός σε σχέση µε τη ζηµία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος, ως αναγόµενη σε εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολ ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολ επιτρέπεται αναίρεση για έλλειψη νόµιµης βάσης όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης τα περιστατικά εκείνα που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριµένη περίπτωση της συνδροµής των νόµιµων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρµόστηκε ή για τη συνδροµή τους που αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ανεπαρκείς ή αντιφατικές όχι ως προς την εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγοµένου από αυτές πορίσµατος, αλλά στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν, ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 26/2004). ΑΚ: 297, 298, 300, 330, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 46 Έτος: 2012 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Κακή σύνθεση του [18]
ικαστηρίου. εν υπάρχει κακή σύνθεση του δικαστηρίου αν στο Εφετείο (πολιτικό) και σε σχέση µε κάποια συγκεκριµένη υπόθεση συµµετάσχει Εφέτης, που είχε συµµετάσχει στην αντίστοιχη ποινική δίκη. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση (άρθ. 559 αριθ. 19). - Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζηµίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αµέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνοµη συµπεριφορά του υπόχρεου σε αποζηµίωση έναντι εκείνου που ζηµιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της παράνοµης συµπεριφοράς και της ζηµίας. Η παράνοµη συµπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας µπορεί να συνίσταται όχι µόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωµένος σε πράξη από το νόµο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόµενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ικανή και µπορούσε αντικειµενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισµένη και κανονική πορεία των πραγµάτων, το επιζήµιο αποτέλεσµα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγµατικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συµπέρασµα να θεωρηθεί κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας ορισµένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζηµίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νοµική, αναγόµενη στην ορθή ή µη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγµάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νοµική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρµογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρµοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. - Η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο, την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόµιµης βάσης της απόφασης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγµατικό του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ο οποίος εφαρµόστηκε (υπαγωγικός συλλογισµός), ώστε καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή µη εφαρµογής της διάταξης, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. - Για να ιδρυθεί ο λόγος αναίρεσης από το εδάφιο 1 του άρθρου 1 του άρθρου 559 ΚΠολ πρέπει να παραβιαστεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Η παραβίαση εκδηλώνεται, είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή εσφαλµένη υπαγωγή. (ΑΠ 822/2008). - Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε πράγµατι στην απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες για το κρίσιµο ζήτηµα της υπαιτιότητας ή συνυπαιτιότητας των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων και για το ζήτηµα της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας µεταξύ των παραλείψεών τους και του επελθόντος αποτελέσµατος της σύγκρουσης των οχηµάτων τους. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται η απόσταση του αυτοκινήτου του αναιρεσείοντος από το φορτηγό αυτοκίνητο που [19]
οδηγούσε ο πρώτος αναιρεσίβλητος κατά τη στιγµή που ο τελευταίος εκτελούσε ελιγµό προς τα αριστερά στο ρεύµα κυκλοφορίας, όπου εκινείτο ο αναιρεσείων, καθώς επίσης δεν εκτίθεται σαφώς αν ο πρώτος αναιρεσίβλητος πριν ενεργήσει τον ελιγµό προς τα αριστερά είχε δει το αυτοκίνητο του αναιρεσείοντος, ενόψει του ότι η προσβαλλοµένη απόφαση δέχεται ανέλεγκτα, ότι η οδός όπου εκινούντο τα οχήµατα ήταν ευθεία σε αρκετή απόσταση. Επίσης δεν διευκρινίζεται σαφώς για ποιο λόγο ο αναιρεσείων έπρεπε να συµµορφωθεί στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, αφού δέχεται ότι το ατύχηµα συνέβη κατά τη στιγµή που ο πρώτος αναιρεσίβλητος εισήλθε µε ελιγµό στο αριστερό ρεύµα κυκλοφορίας, όπου εκινείτο ο αναιρεσείων. - Κατά το άρθρο 559 αριθµ. 2 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε νόµιµη σύνθεση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόµενη και µε τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 8 του Ν. 1756/1899 "Κώδικας Οργανισµού ικαστηρίων και Καταστάσεως ικαστικών Λειτουργών" και 52 παρ. 1 στοιχ. ε' του ΚΠολ, συνάγεται ότι δεν υπάρχει κακή σύνθεση του δικαστηρίου κατά το νόµο και άρα δεν δηµιουργείται ο συναφής λόγος εξαιρέσεως, αν στο Εφετείο (πολιτικό) και σε σχέση µε κάποια συγκεκριµένη υπόθεση συµµετάσχει Εφέτης, που είχε συµµετάσχει στην αντίστοιχη ποινική δίκη. ΑΚ: 297, 298, 300, 914, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 2, 559 αριθ. 19, Νόµοι: ΓΠΝ/1910, άρθ. 10, ηµοσίευση: INLAW 2012 Αδικοπραξία - Αυτοκίνητα Αριθµός απόφασης: 23 Έτος: 2012 - Αδικοπραξία. Αυτοκινητικό ατύχηµα. Παράβαση των διατάξεων του ΚΟΚ. Οι έννοιες της αµέλειας και υπαιτιότητας ή συνυπαιτιότητας καθώς και του αιτιώδους συνδέσµου είναι νοµικές. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297 έως 300, 330 εδαφ. β και 914 του άρθρου του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση συγκρούσεως µεταξύ δύο οχηµάτων, η ευθύνη προς αποζηµίωση προϋποθέτει συµπεριφορά παράνοµη και υπαίτια, επέλευση ζηµίας και ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας µεταξύ της συµπεριφοράς του οδηγού και της ζηµίας, µορφή υπαιτιότητας είναι και η αµέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιµέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή που αν είχε καταβληθεί µε µέτρο τη συµπεριφορά του µέσου συνετού και επιµελούς οδηγού αυτοκινήτου θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή της σύγκρουσης. Αιτιώδης σύνδεσµος υπάρχει όταν η παράνοµη συµπεριφορά του οδηγού, ήταν σύµφωνα µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγµάτων, να επιφέρει τη ζηµία και την επέφερε στη συγκεκριµένη περίπτωση. - Η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) δεν θεµελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήµατος, αποτελεί όµως στοιχείο η στάθµιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση µε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσµου µεταξύ της συγκεκριµένης παραβάσεως και του επελθόντος αποτελέσµατος. Ο Κώδικας οδικής Κυκλοφορίας ορίζει στο άρθρο 23 παρ 2 "προκειµένου ο οδηγός να αλλάξει κατεύθυνση προς τα αριστερά υποχρεούται να πλησιάζει προοδευτικά προς τον άξονα του οδοστρώµατος, αν είναι διπλής κατεύθυνσης και προς το αριστερό άκρο αυτού, αν είναι µονής [20]