Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» Τμήμα Φιλολογίας Ειδίκευση Γλωσσολογίας Μεταπτυχιακή Διατριβή «Δανεισμός επιθημάτων: Η περίπτωση της Ποντιακής» Βασιλική Μουχτούρη Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Αγγελική Ράλλη Πάτρα, 2016
Πανεπιστήμιο Πατρών Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» Τμήμα Φιλολογίας Ειδίκευση Γλωσσολογίας Μεταπτυχιακή Διατριβή «Δανεισμός επιθημάτων: Η περίπτωση της Ποντιακής» Βασιλική Μουχτούρη Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Αγγελική Ράλλη Πάτρα, 2016
Περιεχόμενα Ευχαριστίες Περίληψη... 1 Abstract... 1 1 Εισαγωγή... 2 2 Γλωσσική επαφή... 3 2.1 Δανεισμός... 4 2.1.1 Δανεισιμότητα των στοιχείων... 5 2.2 Λεξιλογικός δανεισμός... 6 2.2.1 Προσαρμογή δάνειων λέξεων... 7 2.3 Δανεισμός μορφημάτων... 8 2.4 Παράγοντες που επηρεάζουν το δανεισμό... 8 2.4.1 Η ένταση της γλωσσικής επαφής... 9 2.4.2 Τυπολογική απόσταση και δανεισμός... 10 2.4.3 Κοινωνιοπολιτισμικές συνθήκες... 10 3 Θεωρητικό πλαίσιο... 11 3.1 Παραγωγή ως μορφολογική διαδικασία... 11 3.1.1 Παραγωγικά επιθήματα... 12 3.1.2 Περιορισμοί παραγωγικών επιθημάτων... 13 3.1.3 Παραγωγικότητα παραγωγικών επιθημάτων... 13 3.2 Δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων... 14 3.3 Αλλομορφία... 15 3.4 Γένος... 16 3.5 Κλιτική τάξη... 16 4 Η Ποντιακή διάλεκτος... 16 5 Η Τουρκική... 18 6 Δεδομένα... 18 7 Εξέταση δεδομένων... 19 7.1 Παράγωγα από τουρκική βάση... 20 7.2 Παράγωγα από μη τουρκική βάση... 23 7.3 Το παραγωγικό επίθημα -τζής... 24 7.3.1 Το παραγωγικό επίθημα -cı της Τουρκικής... 24 7.3.2 Το παραγωγικό επίθημα -τζής στην Ποντιακή... 25
7.3.3 Περιορισμοί και παραγωγικότητα του -τζής... 27 7.4 Το παραγωγικό επίθημα -λής... 28 7.4.1 Το παραγωγικό επίθημα -lι της Τουρκικής... 28 7.4.2 Το παραγωγικό επίθημα -λής της Ποντιακής... 29 7.4.3 Περιορισμοί και παραγωγικότητα του -λής... 31 7.5 Το παραγωγικό επίθημα -λίκιν... 31 7.5.1 Το παραγωγικό επίθημα -lik της Τουρκικής... 31 7.5.2 Το παραγωγικό επίθημα -λίκιν της Ποντιακής... 32 7.5.3 Περιορισμοί και παραγωγικότητα του -λίκιν... 33 7.6 Αλλόμορφα των επιθημάτων -τζής, -λής και -λίκιν... 34 7.6.1 Αλλόμορφα του επιθήματος -τζής... 34 7.6.2 Επιπλέον αλλόμορφα του -τζής... 35 7.6.3 Αλλόμορφα του επιθήματος -λής και -λίκιν... 37 7.7 Η περίπτωση του επιθήματος -σίζης... 39 7.7.1 Το παραγωγικό επίθημα -siz της Τουρκικής... 39 7.7.2 Το παραγωγικό επίθημα -σίζης στα δάνεια παράγωγα... 40 7.8 Παρατηρήσεις... 42 8 Προσαρμογή δάνειων λέξεων στην Ποντιακή... 43 8.1 Απόδοση γραμματικού γένους... 43 8.2 Ενσωμάτωση δανείων στο κλιτικό σύστημα... 44 8.2.1 Κλιτικές τάξεις στην Ποντιακή... 44 8.2.2 Δάνεια και κλιτική τάξη... 47 9 Τυπολογική απόσταση και δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων... 48 10 Συμπεράσματα... 49 Βιβλιογραφία... 51 Παράρτημα... 56
Ευχαριστίες Η συγγραφή και η ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τη γνώση, τη βοήθεια και την καθοδήγηση ορισμένων ανθρώπων, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω. Τις θερμές μου ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στην επιβλέπουσα καθηγήτρια της παρούσας εργασίας καθ. Αγγελική Ράλλη, η οποία σε πρώτη φάση με καθοδήγησε κατά την αναζήτηση των ερευνητικών μου ενδιαφερόντων. Πέρα από την επιστημονική καθοδήγηση και τη μετάδοση των γνώσεών της, θα ήθελα επίσης να την ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη που μου έχει δείξει καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου, καθώς και για την κατανόησή της. Ένα μεγάλο ευχαριστώ θα ήθελα να απευθύνω και προς τους υπόλοιπους καθηγητές της κατεύθυνσης της γλωσσολογίας και διδάσκοντες στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, καθ. Άννα Ρούσσου, καθ. Αργύρη Αρχάκη, καθ. Θεόδωρο Μαρκόπουλο, καθ. Γεώργιο Ξυδόπουλο και καθ. Δημήτρη Παπαζαχαρίου, για τις γνώσεις που μου προσέφεραν, αλλά κυρίως για την συμβολή τους στη βελτίωση των δεξιοτήτων μου σχετικά με τη συγγραφή και την παρουσίαση εργασιών στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος, για την άμεση ανταπόκρισή τους σε κάθε αίτημα, καθώς επίσης και για την προθυμία τους να ακούσουν και να συζητήσουν τους προβληματισμούς των φοιτητών. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους συμφοιτητές και φίλους μου, Σταύρο και Κωνσταντίνα, για την ηθική συμπαράσταση κατά την εκπόνηση της εργασίας μου, αλλά και για τα πολύτιμα σχόλιά τους. Τέλος, το μεγαλύτερο ευχαριστώ το απευθύνω στην οικογένειά μου και τους στενούς μου φίλους για την υπομονή, την κατανόηση και την αμέριστη ψυχολογική υποστήριξη που μου παρείχαν.
1 Περίληψη Η παρούσα εργασία μελετά τα παράγωγα της Ποντιακής διαλέκτου από τουρκική και μη τουρκική βάση, με σκοπό να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο οι ομιλητές της Ποντιακής δανείζονται παραγωγικά επιθήματα της Τουρκικής. Η έρευνα αφορά τα επιθήματα -cι, -lι, -lιk και -sιz της Τουρκικής. Τα δεδομένα αντλούνται από το «Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου» του Άνθιμου Παπαδόπουλου (1958-1961). Η εμφάνιση ζευγών παράγωγων και απλών δάνειων λέξεων με την ίδια βάση οδηγεί στην επανανάλυση της δομής και στη διάκριση των παραγωγικών επιθημάτων (Weinreich 1953 Αναστασιάδη- Συμεωνίδη 1994 Winford 2010). Επίσης, εξετάζεται η διατήρηση ή μη των ιδιοτήτων των παραγωγικών επιθημάτων στη γλώσσα δέκτη, ξεχωριστά για κάθε επίθημα, ενώ διακρίνεται η περίπτωση του -sιz ως μη ενσωματωμένου παραγωγικού επιθήματος στην Ποντιακή. Ακόμη γίνεται λόγος για τους παράγοντες που καθορίζουν την απόδοση γραμματικού γένους στις δάνειες λέξεις. Την απόδοση του γραμματικού γένους φαίνεται πως καθορίζουν τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά [ανθρώπινο] και [φύλο], τα οποία είναι υπεύθυνα και για την απόδοση του γένους στην Κοινή Νέα Ελληνική (Ράλλη 2005). Η ενσωμάτωση των δάνειων λέξεων στο κλιτικό σύστημα της Ποντιακής προϋποθέτει την ένταξή τους σε κλιτικές τάξεις. Αφού γίνει η διάκριση των κλιτικών τάξεων της Ποντιακής με βάση τα κριτήρια της Ράλλη (2005), παρατηρείται πως η φωνολογική ομοιότητα των καταλήξεων των δάνειων λέξεων με τις καταλήξεις των κλιτικών τάξεων της Ποντιακής συμβάλλει σημαντικά στην επιλογή της κλιτικής τάξης (Δημελά 2013 Ralli et al. 2015). Τέλος, υποστηρίζεται πως η τυπολογική διαφορά μεταξύ Ποντιακής και Τουρκικής δεν είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να εμποδίσει το δανεισμό παραγωγικών μορφημάτων. Λέξεις-κλειδιά: γλωσσική επαφή, δανεισμός μορφημάτων, Ποντιακή διάλεκτος, Τουρκική, ενσωμάτωση, κλιτικές τάξεις Abstract The present thesis deals with the derivatives of Pontic with Turkish and non-turkish stem, in order tο reveal how the speakers of Pontic have borrowed derivational suffixes from Turkish. This study is concerned with the Τurkish suffixes -ci, -li, -lik and -siz. The data under examination are drawn from the "Istorikon Lexikon tis Pontikis Dialektou" of Anthimos Papadopoulos (1958-1961). The emergence of pairs of derived and morphologically simple loanwords with the same stem leads to the reanalysis of the structure and the identification of the derivational suffixes (Weinreich 1953; Anastasiadi-Symeonidi 1994; Winford 2010). Furthermore, the maintenance or not of the properties of the derivational suffixes in the recipient language is thoroughly examined for each suffix, while the case of -siz, as an unintegrated derivational suffix in Pontic, is investigated separately. In addition, the factors that determine the
2 assignment of grammatical gender to loanwords are discussed. The assignment of grammatical gender seems to be heavily defined by the semantic features [human] and [sex], which are responsible for gender assignment in Modern Greek (Ralli 2005), too. The integration of loanwords in the inflectional system of Pontic requires their integration into inflectional classes. Following the distinction of inflectional classes in Pontic, based on the analysis of Ralli (2005), the phonological similarity of the endings of loanwords with the endings of inflectional classes in Pontic is observed to contribute significantly to the selection of the inflectional class (Dimela 2013; Ralli et al. 2015). Finally, it is argued that the typological difference between Pontic and Turkish is not great enough to prevent borrowing of derivational morphemes. Keywords: language contact, borrowing of morphemes, Pontic, Turkish, integration, inflectional classes 1 Εισαγωγή Η επικράτηση των Τούρκων στον ελλαδικό χώρο και στην περιοχή του Πόντου είχε ως αποτέλεσμα την επαφή των δύο πολιτισμών, μέρος των οποίων αποτελεί και η γλώσσα. Η συνύπαρξη τουρκόφωνων και ποντιόφωνων πληθυσμών στον Πόντο οδήγησε στην επίδραση της Τουρκικής στη διάλεκτο του Πόντου. Η επίδραση της Τουρκικής είναι πολύ αισθητή στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, το οποίο εμπλουτίστηκε με πολλές νέες δάνειες λέξεις από την Τουρκική. Στόχος της εργασίας αυτής είναι να μελετήσει τις δάνειες παράγωγες για την Τουρκική λέξεις και να εξηγήσει πώς ο λεξιλογικός δανεισμός οδήγησε σε δανεισμό παραγωγικών επιθημάτων και πιο συγκεκριμένα των -cι, -lι και -lιk ( -τζής, -λής και - λίκιν για την Ποντιακή). Επίσης, η εργασία στοχεύει στη μελέτη των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων των δάνειων παραγωγικών επιθημάτων στη γλώσσα δέκτη. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα πρέπει να προηγηθεί παρουσίαση της μέχρι τώρα μελέτης της γλωσσικής επαφής. Στην επόμενη ενότητα θα παρουσιάσω κάποιες εισαγωγικές έννοιες σχετικά με τη γλωσσική επαφή και τον δανεισμό. Θα αναφερθώ στο λεξιλογικό δανεισμό, καθώς επίσης και στην προσαρμογή των λέξεων στη γλώσσα δέκτη. Αναφορά θα γίνει και στο δανεισμό μορφημάτων. Ακόμη θα αναφερθώ στους παράγοντες που επηρεάζουν το δανεισμό, όπως η ένταση της γλωσσικής επαφής, η τυπολογική απόσταση μεταξύ των γλωσσών και οι κοινωνικές συνθήκες στο περιβάλλον επαφής. Στην τρίτη ενότητα θα παρουσιάσω το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο ακολουθώ σχετικά με τη μορφολογική ανάλυση των παραγώγων, αλλά και με βάση το οποίο μελετώ τις ιδιότητες και τους περιορισμούς επιλογής των παραγωγικών επιθημάτων. Επίσης, θα περιγράψω τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται ο δανεισμός των παραγωγικών μορφημάτων. Στη συγκεκριμένη ενότητα θα αναφερθώ και στο θεωρητικό πλαίσιο βάσει του οποίου μελετώ την απόδοση του γραμματικού γένους στα δάνεια και την ένταξη τους στο κλιτικό σύστημα της διαλέκτου.
3 Βασικές πληροφορίες και κυριότερα χαρακτηριστικά για την διάλεκτο του Πόντου και την Τουρκική δίνονται στην τέταρτη και πέμπτη ενότητα αντίστοιχα. Η έκτη ενότητα περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη συλλογή των δεδομένων και τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν. Στην έβδομη ενότητα ακολουθεί η εξέταση των παράγωγων από τουρκική και μη τουρκική βάση. Στη συνέχεια μελετώ ξεχωριστά τα επιθήματα -τζής, -λής και -λίκιν τα οποία δανείστηκε η Ποντιακή. Οι ιδιότητες, οι περιορισμοί επιλογής και η εμφάνιση αλλομόρφων των επιθημάτων εξετάζονται σε σχέση με τη γλώσσα πηγή. Η περίπτωση του τουρκικού -sιz μελετάται ως ιδιαίτερη περίπτωση, αφού παρά τη εισαγωγή λέξεων με -sιz στη διάλεκτο, το επίθημα δεν ενσωματώνεται. Η όγδοη ενότητα περιλαμβάνει τη διερεύνηση της προσαρμογής των δάνειων παραγώγων στην Ποντιακή. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για την απόδοση του γραμματικού γένους στις δάνειες λέξεις και για την ένταξή τους στις κλιτικές τάξεις της διαλέκτου. Τον παράγοντα της τυπολογικής απόστασης των γλωσσών εξετάζω στην ένατη ενότητα, ενώ, τέλος, στην δέκατη ενότητα ακολουθούν τα συμπεράσματα. 2 Γλωσσική επαφή Η γλωσσική επαφή έχει απασχολήσει σημαντικά τους μελετητές των γλωσσών ως μέσο γλωσσικής αλλαγής (μεταξύ άλλων, Thomason & Kaufman 1988 Thomason 2001 Matras 2009 Winford 2010). Είναι σχεδόν αδύνατο μία γλώσσα να μην βρεθεί σε επαφή με κάποια άλλη (Thomason 2010: 32). Οι γλωσσικές επιλογές των ομιλητών και τα νέα στοιχεία που μπορεί να εισάγουν στη γλώσσα τους μέσω της γλωσσικής επαφής πιθανότατα να επιφέρουν αλλαγές στο γλωσσικό τους σύστημα, αλλαγές οι οποίες μπορούν να αφορούν όλα τα επίπεδα της γλώσσας. Σύμφωνα με την Aikhenvald (2006: 4) όταν μια γλώσσα παρουσιάζει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που αναμένεται να διαθέτει με βάση τη γενετική της προέλευση, τότε συνήθης ύποπτος θεωρείται η γλωσσική επαφή. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται η τάση να θεωρείται φορέας αλλαγής ένας εξωτερικός παράγοντας, όπως η επαφή γλωσσών, μόνο αν έχει με κάθε τρόπο αποκλειστεί κάθε πιθανότητα εσωτερικής αιτιότητας (Thomason 2010: 34). Για να μπορέσει κανείς να διακρίνει αν πρόκειται για αλλαγή λόγω επαφής, η Thomason προτείνει πέντε κριτήρια (βλ. Thomason 2001). Τα κριτήρια της Thomason (2001) σχετίζονται με τη γενικότερη εικόνα που εμφανίζει η εξεταζόμενη γλώσσα ως προς το δανεισμό, με τη δυνατότητας εύρεσης μιας γλώσσας που θα αποτελέσει πηγή δανεισμού, καθώς και με την ύπαρξη κοινών δομών μεταξύ των γλωσσών. Παράλληλα, θα πρέπει να εξεταστεί η παρουσία ή όχι της υποτιθέμενης δάνειας δομής στις εμπλεκόμενες γλώσσες, πριν την μεταξύ τους επαφή.
4 2.1 Δανεισμός Ο δανεισμός αποτελεί φυσικό επακόλουθο της γλωσσικής επαφής. Σύμφωνα με τους Thomason & Kaufman (1988: 37) δανεισμός (borrowing) είναι η διαδικασία κατά την οποία φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας Γ1 ενσωματώνουν χαρακτηριστικά μιας άλλης γλώσσας Γ2 στη γλώσσα τους (Γ1). Ο όρος borrowing συχνά χρησιμοποιείται ως ευρύτερος όρος για να περιγράψει κάθε νέο χαρακτηριστικό που εισάγεται σε μία γλώσσα ως προϊόν γλωσσικής επαφής (Matras & Sakel 2007). Όπως είναι φυσικό, η ενασχόληση πολλών μελετητών με το φαινόμενο του δανεισμού οδήγησε στην διατύπωση ποικίλων όρων σχετικά με αυτό. Ο Haugen (1950: 211-212) υποστηρίζει πως παρόλο που ο όρος borrowing δεν εκφράζει με απόλυτη ακρίβεια το φαινόμενο, δεν έχει βρεθεί πιο κατάλληλος όρος από αυτόν. Οι Thomason και Kaufman (1988: 37) χρησιμοποιούν τον όρο interference (παρεμβολή) ως γενικότερο όρο για την γλωσσική αλλαγή λόγω της επαφής των γλωσσών, ενώ εξειδικεύουν τον όρο borrowing για περιπτώσεις ενσωμάτωσης στοιχείων σε μια γλώσσα από τους ίδιους της τους φυσικούς ομιλητές. Από την άλλη πλευρά ο Haspelmath (2009: 36) χρησιμοποιεί το borrowing ως γενικότερο όρο ανεξάρτητα από το ποιος επιφέρει την αλλαγή στη γλώσσα, ενώ χρησιμοποιεί τον όρο adoption (υιοθέτηση) για αυτό που οι Thomason και Kaufman ορίζουν ως borrowing. Ο Johanson (1999: 39) προτείνει τον όρο code copying (αντιγραφή κώδικα) για την ενσωμάτωση νέων στοιχείων, ενώ τα στοιχεία που ενσωματώνονται τα ονομάζει copies (αντίγραφα). Σύμφωνα με τον ίδιο, η αντιγραφή κώδικα περιγράφει ακριβέστερα τη διαδικασία χωρίς να υποδηλώνει θετική ή αρνητική στάση απέναντι στο αποτέλεσμα της. Τον όρο replication 1 χρησιμοποιεί ο Matras (2009: 146) υποστηρίζοντας πως με τον όρο αυτό αποδίδεται σαφέστερα η διαδικασία εφαρμογής των στοιχείων στο γλωσσικό περιβάλλον για την επίτευξη επικοινωνιακών στόχων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάκριση των δανείων σε matter και pattern borrowings (Sakel 2007). Σύμφωνα με τη Sakel (2007: 15) matter borrowing ή υλικό δάνειο αποτελεί η αναπαραγωγή (replication) μορφολογικού υλικού μιας γλώσσας, καθώς και του φωνολογικού του σχήματος, σε μία άλλη γλώσσα. Αντίθετα, pattern borrowing, ή διαφορετικά δομικό δάνειο αποτελεί η αναπαραγωγή μόνο των σχημάτων δομικών ή σημασιολογικών, από μια γλώσσα σε μια άλλη χωρίς το δανεισμό μορφημάτων. Ο λεξιλογικός δανεισμός, αλλά και ο δανεισμός μορφημάτων που θα εξετάσουμε στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο matter borrowing. Διαφορετική ορολογία χρησιμοποιείται και όσον αφορά στις εμπλεκόμενες γλώσσες. Ο Winford (2010) ως γλώσσα πηγή (source language) ορίζει τη γλώσσα που δανείζει τα στοιχεία της, ενώ ως γλώσσα δέκτη (recipient language) εκείνη που τα δανείζεται, ενώ έχουν προταθεί επίσης οι όροι donor - replica language, superstratesubstrate language, κ.λπ. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιείται. Ο κάθε ερευνητής χρησιμοποιεί τους ήδη υπάρχοντες όρους ή εισάγει νέους με σκοπό να περιγράψει όσο το δυνατόν ακριβέστερα τα 1 Μία πιθανή απόδοση του όρου θα μπορούσε να είναι «αναπαραγωγή».
5 αποτελέσματα της γλωσσικής επαφής, ανάλογα με τη διάσταση την οποία θέλει να τονίσει. 2.1.1 Δανεισιμότητα των στοιχείων Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως καμία γλωσσική δομή δε μπορεί να «ξεφύγει» από το δανεισμό, δεδομένης της έντασης και της διάρκειας της γλωσσικής επαφής (Thomason & Kaufman 1988 Hickey 2010: 14). Από το φωνολογικό μέχρι και το συντακτικό επίπεδο, όλες οι δομές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δανεισμού υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Matras (2009) εκτός από αυτούσιο γλωσσικό υλικό, οι ομιλητές μπορούν και δανείζονται ακόμη και μοτίβα, τα οποία προσαρμόζουν στο σύστημά τους χρησιμοποιώντας γηγενές γλωσσικό υλικό. Οι γλωσσολογικές έρευνες σχετικά με την επαφή γλωσσών έχουν δείξει πως παρόλο που όλα τα στοιχεία μιας γλώσσας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δανεισμού, κάποια είναι πιο επιρρεπή σε αυτόν. O Whitney (1881) ήταν ο πρώτος που διέκρινε το γεγονός αυτό, υποστηρίζοντας την υπεροχή των ουσιαστικών σε βάρος των υπόλοιπων μερών του λόγου, αναφορικά με τη δανεισιμότητα, ενώ επισήμανε πως ακολουθούν τα επιθήματα, η κλίση και οι ήχοι. Ο Comrie (1989: 209) παρατηρεί πως η γλώσσα δέκτης δανείζεται περισσότερο στοιχεία περιεχομένου, από την γλώσσα πηγή με την οποία έρχεται σε επαφή, παρά γραμματικά στοιχεία. Σύμφωνα με την Moravcsik (1978) η σημασιολογική αυτονομία διευκολύνει το δανεισμό. Με άλλα λόγια όσο πιο αυτόνομα είναι σημασιολογικά τα στοιχεία, τόσο ευκολότερο είναι να δανειστούν, ενώ ο Field (2002) υποστηρίζει πως ο δανεισμός είναι πιο εύκολος να συμβεί όταν υπάρχει σταθερή και ξεκάθαρη σχέση μεταξύ μορφής και σημασίας του στοιχείου. Μάλιστα, βασιζόμενος στον παραπάνω ισχυρισμό προτείνει την Ιεραρχία Δανεισιμότητας (Borrowability hierarchy) (Field 2002: 38): (1) content item > function word > agglutinating affix > fusional affix στοιχείο >λειτουργική > συγκολλητικό > διαχυτικό περιεχομένου λέξη πρόσφυμα πρόσφυμα Τα στοιχεία περιεχομένου έχουν την πιο σταθερή σχέση μεταξύ μορφής και σημασίας. Το γεγονός αυτό διευκολύνει το δανεισμό σύμφωνα με τον Field (2002). Για αυτό ακριβώς το λόγο βρίσκονται υψηλότερα στην ιεραρχία που προτείνει, σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες του σχήματος (1). Την έννοια της δανεισιμότητας αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο ο Matras (2007), προσεγγίζοντας την μέσα από τη γλωσσική συμπεριφορά των ομιλητών. Η επαφή των γλωσσών έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση δύο τρόπων έκφρασης για το ίδιο πράγμα. Οι ομιλητές επιλέγουν να εξαλείψουν τις ανταγωνιζόμενες δομές, επιλέγοντας μία. Η ευκολία με την οποία οι ομιλητές επιλέγουν να αλλάξουν τον τρόπο έκφρασης της γλώσσας τους συνιστά για αυτόν τη δανεισιμότητα. Ο Matras (2010: 78) υποστηρίζει πως αυτό που διευκολύνει τους ομιλητές και υποκινεί το δανεισμό είναι μεταξύ άλλων, η απουσία εμποδίων κατά την ενσωμάτωση
6 των στοιχείων. Με άλλα λόγια, όσο λιγότερη προσαρμογή απαιτείται για κάποιο γλωσσικό δάνειο στη γλώσσα δέκτη, τόσο ευκολότερο είναι αυτό να δανειστεί. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως το λεξιλόγιο μιας γλώσσας είναι το πρώτο που εμπλουτίζεται κατά την επαφή των γλωσσών. Αυτό συμβαίνει γιατί οι λέξεις συνιστούν σημασιολογικά αυτόνομες μονάδες, ενώ παράλληλα η σχέση ανάμεσα στη μορφή και τη σημασία τους είναι σταθερή. Επιπλέον, το γεγονός ότι σε ορισμένες γλώσσες για την ενσωμάτωση νέων λέξεων δεν απαιτείται παρά φωνολογική προσαρμογή καθιστά τις λέξεις εύκολο «στόχο» για τους ομιλητές. 2.2 Λεξιλογικός δανεισμός Μία πρώτη ένδειξη γλωσσικής επαφής αποτελεί ο δανεισμός λεξικών στοιχείων ή λεξιλογικός δανεισμός (lexical borrowing). Το λεξιλόγιο, ως ανοιχτή τάξη με υψηλό βαθμό γνώσης από τους ομιλητές, είναι κύρια πηγή δανεισμού (Hickey 2010: 8). Ο λεξιλογικός δανεισμός έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό και πολλοί έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν τη διαδικασία αυτή, αλλά και τα αποτελέσματά της, χρησιμοποιώντας μάλιστα ποικίλους όρους (μεταξύ άλλων, Haugen 1950 Thomason & Kaufman 1988 Johanson 1999 Haspelmath 2008 Matras 2009), ο καθένας εστιάζοντας σε διαφορετικές πλευρές του φαινομένου. Ο Haugen (1950: 214-215) προτείνει μία τριμερή διάκριση των λέξεων που αποτελούν αντικείμενο δανεισμού σε δάνειες λέξεις (loanwords), δάνεια αμαλγάματα/ μίγματα (loanblends) και δάνεια σημασιολογικής μετάθεσης (loanshifts). Ως δάνειες λέξεις ορίζει τις λέξεις που εισάγονται στη γλώσσα δέκτη αυτούσιες, χωρίς κάποιο επιπλέον στοιχείο. Δάνεια αμαλγάματα/ μίγματα αποτελούν οι λέξεις που αποτελούνται από δύο μέρη, ένα δάνειο μέρος και ένα μέρος από τη γλώσσα δέκτη. Κανένα δάνειο μέρος δε φέρουν τα δάνεια σημασιολογικής μετάθεσης, καθώς αντικείμενο δανεισμού είναι μόνο η σημασία, η οποία προέρχεται από τη γλώσσα πηγή. Οι ομιλητές υιοθετούν τη σημασία μιας λέξης ή μιας δομής από τη γλώσσα πηγή, ωστόσο τη σημασία αυτή την αποδίδουν σε κάποιο υπάρχον στοιχείο της γλώσσας τους. Ο όρος δάνεια λέξη (loanword) έχει χρησιμοποιηθεί από άλλους ερευνητές ως γενικότερος όρος για οποιαδήποτε λέξη που αποτελεί αντικείμενο δανεισμού (Haspelmath 2009). Η εσωτερική δομή των δάνειων λέξεων δεν είναι ορατή στους ομιλητές της γλώσσας δέκτη, παρά μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες, τις οποίες θα εξετάσω παρακάτω. Επίσης, η διάκριση της εσωτερικής δομής των δάνειων λέξεων σχετίζεται με το βαθμό διγλωσσίας των ομιλητών της γλώσσας δέκτη. Όσο καλύτερα γνωρίζουν οι ομιλητές τη γλώσσα πηγή, τόσο ευκολότερα επιτυγχάνεται η πρόσβαση στην εσωτερική δομή των λέξεων. Μελετώντας το λεξιλογικό δανεισμό οι μελετητές παρατηρούν πως δε δανείζονται όλες οι λέξεις με την ίδια ευκολία. Ως προς τις γραμματικές κατηγορίες, πολλοί μελετητές ισχυρίζονται πως τα ουσιαστικά είναι πιο εύκολο να δανειστούν (Myers- Scotton 2002 Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 1994). Σύμφωνα με την Myers-Scotton (2002: 240) η ευκολία που εμφανίζει η κατηγορία των ουσιαστικών όσον αφορά στο δανεισμό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν φέρει δομή ορισμάτων, όπως συμβαίνει με το ρήμα.
7 Επίσης, η Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1994) αναφέρει ότι το ουσιαστικό δηλώνει μία οντότητα ή μια έννοια, κάνοντας το πιο «λεξιλογικό» και άρα πιο εύκολο στο δανεισμό. Ο Haugen (1950: 224) κάνει λόγο για κλίμακα υιοθεσιμότητας (scale of adoptability). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του, πρώτα στην κλίμακα αυτή εμφανίζονται τα ουσιαστικά, ενώ αμέσως μετά τα ρήματα, με τις υπόλοιπες λεξικές κατηγορίες να ακολουθούν. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως οι μελετητές συμφωνούν στην υπεροχή των ουσιαστικών έναντι των άλλων τάξεων, όσον αφορά το δανεισμό. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν πως και το ρήμα υπόκειται εξίσου εύκολα σε δανεισμό (Wichmann & Wohlgemuth 2008 Ralli 2012). Η παρούσα εργασία θα ασχοληθεί με τα δάνεια ουσιαστικά από την Τουρκική, στην Ποντιακή. Επιπλέον, δε γνωρίζουμε πολλά για την κατηγορία των επιθέτων, γεγονός που σύμφωνα με τον Haspelmath (2008), αποδίδεται στην ιδιαίτερη συμπεριφορά του επιθέτου, μιας και ένα επίθετο στη γλώσσα πηγή, μπορεί να εισαχθεί και να λειτουργεί ως ουσιαστικό στην γλώσσα δέκτη, ενώ πολλές φορές ένα όνομα μπορεί να λειτουργεί τόσο ως ουσιαστικό, όσο και ως επίθετο στην ίδια γλώσσα (Κυρανούδης 2001). Η κατηγόρια των επιθέτων θα μας απασχολήσει επίσης στην εργασία αυτή. 2.2.1 Προσαρμογή δάνειων λέξεων Όσον αφορά στην προσαρμογή των δάνειων λέξεων, οι λέξεις που εισάγονται σε μία γλώσσα υπόκεινται σε φωνολογικές, μορφολογικές, σημασιολογικές και συντακτικές τροποποιήσεις, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Haugen (1950: 215), η φωνολογική προσαρμογή είναι η πιο συνηθισμένη διαδικασία και το αποτέλεσμά της εξαρτάται από το βαθμό διγλωσσίας των ομιλητών. Σε περίπτωση που ο βαθμός διγλωσσίας των ομιλητών είναι μικρός, οι ομιλητές υποκαθιστούν τους ήχους της γλώσσας πηγής, με εκείνους της φυσικής τους γλώσσας. Στην παρούσα μελέτη μας ενδιαφέρει κυρίως η μορφολογική προσαρμογή των ονομάτων (ουσιαστικών/ επιθέτων). Αν εφαρμόζαμε τις στρατηγικές ενσωμάτωσης των ρημάτων που σημειώνουν οι Wichmann & Wohlgemuth (2008) στα ουσιαστικά, θα παρατηρούσαμε πως δύο στρατηγικές μπορούν να ισχύουν για τα τελευταία. Η άμεση εισαγωγή (direct insertion) ή η έμμεση εισαγωγή (indirect insertion). Σύμφωνα με την πρώτη περίπτωση ένα ουσιαστικό εισάγεται απευθείας στην γλώσσα δέκτη χωρίς τη χρήση κάποιου γηγενούς στοιχείου, ενώ στην δεύτερη περίπτωση θα ήταν απαραίτητη η χρήση ενός ακόμη μορφήματος (πχ. παραγωγικού) της γλώσσας δέκτη. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως για την Νέα Ελληνική (και τις διαλέκτους της) η εισαγωγή είναι έμμεση, καθώς για την εισαγωγή των δάνειων λέξεων προστίθεται ένα κλιτικό επίθημα. Ωστόσο, ο γενικότερος υποχρεωτικός χαρακτήρας της κλίσης (Ράλλη 2005) μας αποτρέπει από ένα τέτοιο συμπέρασμα. Κατά συνέπεια, η απουσία κάποιου παραγωγικού μορφήματος της γλώσσας δέκτη πάνω σε δάνεια ονόματα που να τα προσαρμόζει, οδηγεί στην στρατηγική της άμεσης εισαγωγής των ονομάτων.
8 Η προσαρμογή των δανείων ονομάτων και η ενσωμάτωσή τους στη γλώσσα δέκτη περιλαμβάνει την απόδοση γραμματικού γένους, αλλά και την ένταξη σε κάποια κλιτική τάξη της γλώσσας δέκτη (Haspelmath 2009 Winford 2010). Εκτός όμως από τις αλλαγές στη φωνολογική και μορφολογική δομή μιας λέξης συχνά απαιτείται και σημασιολογική προσαρμογή της λέξης. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όταν η λέξη που εισάγεται δεν αποτελεί μία εξ ολοκλήρου νέα έννοια στη γλώσσα δέκτη. Αυτό σημαίνει πως η προσθήκη της στο λεξιλόγιο της γλώσσας δέκτη θα δημιουργήσει προβλήματα λόγω της παρουσίας μιας αντίστοιχης σημασιολογικά μονάδας. Η λύση θα δοθεί είτε με την επικράτηση της νέας λέξης, είτε με την σημασιολογική εξειδίκευσή τους (Weinreich 1953: 54). 2.3 Δανεισμός μορφημάτων Παρόλα αυτά, αντικείμενο δανεισμού δεν αποτελούν μόνο οι λέξεις. Ο δανεισμός δεσμευμένων μορφημάτων και μάλιστα παραγωγικών απαντάται συχνά, όχι βέβαια στον ίδιο βαθμό με τον λεξιλογικό δανεισμό. Ποιος είναι όμως ο λόγος που μία γλώσσα δανείζεται μορφήματα; Σύμφωνα με τον Weinreich (1953: 33) ο δανεισμός δεσμευμένων μορφημάτων συμβαίνει για να αντικαταστήσει περιπτώσεις μηδενικού μορφήματος ή φωνημικά λιγότερο ισχυρούς τύπους. Τα παραδείγματα, ωστόσο, που παραθέτει αφορούν το δανεισμό κλιτικών επιθημάτων. Επίσης αναφέρει πως οι δίγλωσσοι ομιλητές δανείζονται μορφήματα με σκοπό να εκφράσουν τις κατηγορίες του ενός συστήματος εξίσου καλά με το άλλο. Αυτό σημαίνει πως οι ομιλητές προτιμούν να εισάγουν δομές σημασιολογικά πιο διαφανείς από τις αντίστοιχες της γλώσσας τους. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει όμως σε περιπτώσεις μονόγλωσσων ομιλητών λόγω της έλλειψης επαρκούς γνώσης της γλώσσας πηγής. Η προτίμηση των ομιλητών υπέρ των μη δεσμευμένων μορφημάτων έναντι των δεσμευμένων αποτελεί αιτία δανεισμού μορφημάτων. Με άλλα λόγια, οι ομιλητές προτιμούν να δανείζονται ελεύθερα μορφήματα, ώστε να αντικαταστήσουν τα αντίστοιχα δεσμευμένα μορφήματα της γλώσσας τους (Weinreich 1953: 34). Οι Anastassiadis-Symeonidis και Chatzopoulou (2012: 512) αναφέρουν πως ο δανεισμός επιθημάτων αποτελεί ένα σίγουρο τρόπο για την έκφραση λεπτών πραγματολογικών διαφορών. Ακόμη και αν δύο μορφήματα διαφορετικής προέλευσης απαντώνται σε μια γλώσσα και φαίνεται να φέρουν την ίδια σημασία ή λειτουργία, το καθένα εξυπηρετεί συγκεκριμένες πραγματολογικές λειτουργίες. 2.4 Παράγοντες που επηρεάζουν το δανεισμό Η επαφή γλωσσών και ο δανεισμός δε συμβαίνουν πάντα με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν το δανεισμό και διαμορφώνουν τα «αποτελέσματά» του. Η ένταση της γλωσσικής επαφής, η τυπολογική απόσταση μεταξύ των γλωσσών, καθώς και οι κοινωνιοπολιτισμικές συνθήκες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του φαινομένου.
9 2.4.1 Η ένταση της γλωσσικής επαφής Οι Thomason και Kaufman (1988) αναφέρουν πως η ένταση της επαφής καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αλλαγές που θα προκύψουν σε μία γλώσσα. Η ένταση της επαφής επηρεάζεται άμεσα από το γλωσσικό επίπεδο (φωνολογία, μορφολογία, κ.λπ.) και τη φύση της επαφής, αν δηλαδή πρόκειται για συνθήκες διγλωσσίας και σε ποιο βαθμό (Hickey 2010: 7). Επίσης σημαντικό ρόλο παίζει η διάρκεια της γλωσσικής επαφής, καθώς είναι φυσικό η μακροχρόνια επαφή μεταξύ δύο γλωσσών να συμβάλει στην αύξηση του βαθμού διγλωσσίας. Οι Thomason και Kaufman (1988: 74-75) προτείνουν μία κλίμακα δανεισμού η οποία σχετίζεται με την ένταση της επαφής. Στην κλίμακα αυτή διακρίνονται πέντε επίπεδα έντασης δανεισμού, ξεκινώντας από την ελάχιστη μέχρι την πολύ ισχυρή πολιτισμική πίεση. Να σημειώσω εδώ πως στα ανώτερα επίπεδα της κλίμακας προϋποτίθεται η άριστη γνώση της γλώσσας πηγής από τους ομιλητές της γλώσσας δέκτη. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο επίπεδο της κλίμακας οι ερευνητές εντοπίζουν αποκλειστικά το λεξιλογικό δανεισμό. Στην περίπτωση αυτή η ένταση της επαφής είναι ελάχιστη. Μόνο λεξικά στοιχεία περιεχομένου εισάγονται από τους ομιλητές στο σύστημα της γλώσσας τους. Στο δεύτερο επίπεδο, η ένταση της επαφής είναι ελαφρώς πιο έντονη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός από λέξεις περιεχομένου και λειτουργικές λέξεις, εισάγονται και φωνήματα ή συντακτικά χαρακτηριστικά, τα οποία ωστόσο δεν επηρεάζουν τη δομή της γλώσσας. Στο αμέσως επόμενο επίπεδο η ένταση είναι πιο έντονη. Υπό τις συνθήκες αυτές παρατηρείται δανεισμός μορφημάτων, παραγωγικών ή κλιτικών, καθώς και κάποιες συντακτικές διαφοροποιήσεις. Η τέταρτη βαθμίδα περιλαμβάνει περιπτώσεις ισχυρής πολιτισμικής πίεσης. Στις περιπτώσεις αυτές συναντά κανείς το δανεισμό βασικών συντακτικών χαρακτηριστικών που επιφέρουν μικρή τυπολογική αλλαγή, καθώς επίσης χρήση δάνειων μορφημάτων με γηγενή στοιχεία. Στο πέμπτο και τελευταίο επίπεδο, η ένταση της πολιτισμικής πίεσης είναι τόσο ισχυρή, ώστε οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δανεισμού και να επιφέρει ριζικές τυπολογικές αλλαγές στο σύστημα της γλώσσας δέκτη. Δεδομένης της πολυετούς συνύπαρξης της Ποντιακής με την Τουρκική και της κυριαρχίας των Τούρκων στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου, η πολιτισμική πίεση που δέχτηκε η διάλεκτος υπήρξε αναμφισβήτητα έντονη. Από την άλλη πλευρά, οι ομιλητές της Ποντιακής κράτησαν πιο αυστηρή στάση απέναντι στην Τουρκική σε σχέση με τους ομιλητές της Καππαδοκικής και προσπάθησαν να διατηρήσουν τη γλώσσα τους ως στοιχείο ταυτότητας. Για τους παραπάνω λόγους, θεωρώ πως η περίπτωση της Ποντιακής εντάσσεται στην τέταρτη βαθμίδα της κλίμακας του δανεισμού. Ο δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων της Τουρκικής και η χρήση τους με γηγενείς βάσεις στη διάλεκτο του Πόντου ενισχύει την παραπάνω άποψη.
10 2.4.2 Τυπολογική απόσταση και δανεισμός Η τυπολογική απόσταση μεταξύ των γλωσσών σε επαφή μπορεί να λειτουργήσει ως καταλυτικός ή ανασταλτικός παράγοντας για το δανεισμό (Winford 2010: 178). Η δομική ομοιότητα των γλωσσών ευνοεί το δανεισμό μορφημάτων (Weinreich 1953: 44). Σύμφωνα με την Thomason (2010: 40) η τυπολογική απόσταση μεταξύ των εμπλεκόμενων σε επαφή ποικιλιών βοηθά στην πρόβλεψη του βαθμού παρεμβολής μεταξύ των δύο, δεδομένης και της έντασης της επαφής. Αν η απόσταση μεταξύ των δύο είναι μικρή, ο δανεισμός διευκολύνεται. Αντίθετα, η τυπολογική ανομοιότητα λειτουργεί ως τροχοπέδη στο δανεισμό γλωσσικών στοιχείων. Ο Field (2002: 40-41) διατυπώνει την Αρχή Συμβατότητας Συστημάτων (Principle of System Compatibility) σύμφωνα με την οποία ένας τύπος είναι δανείσιμος εφόσον συμμορφώνεται με τις δυνατότητες της γλώσσας δέκτη, οι οποίες εξαρτώνται από τη μορφολογική της δομή. Με άλλα λόγια, η τυπολογία της γλώσσας δέκτη καθορίζει τι μπορεί αυτή να δανειστεί από τη γλώσσα πηγή. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν η γλώσσα δέκτης ανήκει στην κατηγορία των διαχυτικών γλωσσών τότε ο δανεισμός οποιουδήποτε μορφήματος είναι εφικτός. Η γλώσσα δέκτης αποφεύγει το δανεισμό ασύμβατων σε σχέση με τη μορφολογική της δομή τύπων, με στόχο να διατηρήσει την μορφολογική της ακεραιότητα. Ο Johanson (2002: 306) υποστηρίζει πως ο δανεισμός διευκολύνεται όταν οι βασικές δομές των γλωσσών είναι κοινές. Ένα στοιχείο είναι ευκολότερο να δανειστεί όταν αποτελεί αντίστοιχο τύπο για ένα ήδη υπάρχον στοιχείο της γλώσσας δέκτη. Επιπλέον, η ξεκάθαρη και διαφανής αντιστοιχία μεταξύ μορφής και σημασίας ενός στοιχείου το καθιστά ευκολότερα δανείσιμο. Αν η αντιστοιχία αυτή, μορφής και σημασίας, είναι ξεκάθαρη ή όχι σχετίζεται άμεσα με την τυπολογία της γλώσσας (Matras 2009). Στην εργασία αυτή θα αναφερθώ στα γενικά τυπολογικά χαρακτηριστικά της Ελληνικής και της Τουρκικής γλώσσας. Θα εξετάσω αν η τυπολογική απόσταση μεταξύ των δύο γλωσσών είναι τόση, ώστε να αποτραπεί ο δανεισμός μορφημάτων ή αν υπάρχουν κοινές δομές στις δύο γλώσσες που τον ευνοούν. 2.4.3 Κοινωνιοπολιτισμικές συνθήκες Η σχέση μεταξύ δύο πολιτισμών σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό περιβάλλον καθορίζει τι θα δανειστεί η γλώσσα του ενός πολιτισμού από τη γλώσσα του άλλου (Weinreich 1953: 92). Κατά τη γλωσσική επαφή, οι εμπλεκόμενες γλώσσες δεν τυγχάνουν της ίδιας κοινωνικής θέσης. Ως κυρίαρχη γλώσσα (dominant language) θεωρείται η γλώσσα του κράτους ή η γλώσσα των μέσων ενημέρωσης και γενικότερα του δημόσιου λόγου (Matras 2009: 45). Κυρίαρχη γλώσσα συνιστά τις περισσότερες φορές η γλώσσα της πλειονότητας. Στην περίπτωση γλωσσικής επαφής που εξετάζουμε κυρίαρχη γλώσσα αποτελεί η Τουρκική. Συχνά η κυρίαρχη γλώσσα ταυτίζεται με αυτή που αναφέρεται ως γλώσσα κύρους (prestige language). Η γλώσσα κύρους είναι αυτή που συνήθως λειτουργεί ως πηγή
11 δανεισμού. Για την ασύμμετρη κοινωνική σχέση των δύο γλωσσών έχει προταθεί η διάκριση σε γλώσσα υπερστρώματος (superstrate language) και γλώσσα υποστρώματος (substrate language) (Hickey 2010: 7). Κατά συνέπεια, η γλώσσα υπερστρώματος είναι αυτή που επιδρά στη γλώσσα υποστρώματος και την αλλάζει. Παρόλα αυτά σε περιπτώσεις μακρόχρονης συμβίωσης δύο γλωσσών και η γλώσσα υποστρώματος μπορεί να επηρεάσει τη γλώσσα κύρους. 3 Θεωρητικό πλαίσιο Στην παρούσα μελέτη θα εξετάσω πώς ο λεξιλογικός δανεισμός μπορεί να οδηγήσει σε δανεισμό επιμέρους μορφημάτων και ειδικότερα προσφυμάτων. Πιο συγκεκριμένα, θα ασχοληθώ με το δανεισμό παραγωγικών επιθημάτων από την Τουρκική στην Ποντιακή. Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσω το θεωρητικό πλαίσιο υπό το οποίο θα πραγματοποιηθεί η έρευνά μου. 3.1 Παραγωγή ως μορφολογική διαδικασία Η παραγωγή (derivation) αποτελεί μορφολογική διαδικασία σχηματισμού λέξεων (Aronoff (1994) Bauer (1988) Booij (2005) Ράλλη (2005) Lieber (2009). Κατά τη δημιουργία νέων λέξεων παραγωγικά προσφύματα προστίθενται σε μία βάση. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται προσφυματοποίηση (affixation) και είναι η πιο συχνή διαδικασία παραγωγής. Η βάση, στην οποία προσκολλώνται τα προσφύματα, συνιστά το σημασιολογικό πυρήνα της λέξης. Για την Ελληνική, τα παραγωγικά προσφύματα διακρίνονται σε προθήματα (prefixes) (2α) και επιθήματα (suffixes) (2β), ανάλογα με τη θέση τους στο σχηματισμό. Τα προθήματα προηγούνται του θέματος, ενώ τα επιθήματα έπονται. (2) 2 α. ξε- γράφ(ω) β. γραφ-εί(ο) Και οι δύο κατηγορίες μορφημάτων αποτελούν δεσμευμένα μορφήματα (bound morphemes), μορφήματα δηλαδή που χρειάζεται να προσκολληθούν σε μία βάση. Η παραγωγή νέων λέξεων με προσθήκη επιθημάτων αποτελεί τον πιο κοινό παραγωγικό μηχανισμό (Štekauer et al. 2012). Η επιθηματοποίηση είναι εξαιρετικά παραγωγική διαδικασία για την Ελληνική, αλλά και για την Τουρκική. Εκτός από την παραγωγή νέων λέξεων με προσφυματοποίηση, η μετάπλαση (conversion), η ετεροίωση (ablaut) και η αλλαγή τονισμού είναι κάποιοι από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί η παραγωγή για τη δημιουργία νέων λέξεων (βλ. 3α-γ), με τις οποίες, ωστόσο, δε θα ασχοληθώ. (3) α. γυαλάκια > γυαλάκιας β. απέχω > αποχή γ. contrást > cónstrast 2 Τα κλιτικά επιθήματα βρίσκονται σε παρένθεση.
12 (Ράλλη 2005: 140, 142, 143) 3.1.1 Παραγωγικά επιθήματα Όπως προαναφέρθηκε, τα παραγωγικά επιθήματα προσκολλώνται σε μία βάση σχηματίζοντας νέες λέξεις. Στην Ελληνική, τα παραγωγικά επιθήματα είναι πολύ περισσότερα από τα προθήματα (Ράλλη 2005: 146). Κάποια από αυτά προέρχονται από την Αρχαία Ελληνική και κάποια είναι δάνεια από γλώσσες όπως τα Ιταλικά και τα Τουρκικά (Ralli 2013: 9). Τα περισσότερα από αυτά συχνά αλλάζουν τη γραμματική κατηγορία της βάσης στην οποία προστίθενται (Bauer 1988 Booij 2005: 51 για την ΚΝΕ Ράλλη 2005). Στο παράδειγμα (4), μπορεί να δει κανείς πως ενώ έχουμε τη ρηματική βάση αράζ-, με την προσθήκη του επιθήματος -τός η νέα λέξη που δημιουργείται ανήκει στην κατηγορία του επιθέτου. (4) αράζ (ω) ΡΗΜ + -τός αραχτός ΕΠΙΘ Εκτός όμως από την αλλαγή που προκαλούν στη βάση στην οποία προσαρτώνται, τα επιθήματα φαίνεται να προτιμούν συγκεκριμένες κατηγορίες βάσεων με τις οποίες συνδυάζονται. Ο Aronoff (1976: 47) διατύπωσε την υπόθεση μοναδικής βάσης (unitary base hypothesis). Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, ένα μόρφημα μπορεί να συνδυάζεται μόνο με βάσεις που ανήκουν σε μία γραμματική κατηγορία. Το γεγονός οφείλεται σύμφωνα με τις Melissaropoulou & Ralli (2010) στις ιδιότητες επιλογής των παραγωγικών επιθημάτων. Ωστόσο, υπάρχουν παραγωγικά επιθήματα τα οποία φαίνεται να επαληθεύουν την υπόθεση αυτή, αλλά και αρκετά άλλα που την διαψεύδουν (5): (5) δημιουργ Ρ + (ε)ια δημιουργία < δημιουργώ βλακ Επιθ + (ε)ια βλακεία < βλάκας Επιπλέον, τα παραγωγικά επιθήματα συνήθως φέρουν συγκεκριμένο σημασιολογικό περιεχόμενο. Το γεγονός αυτό πιθανότατα σχετίζεται με τον περιορισμό του φραγμού (blocking), (Aronoff 1976: 43). Ο περιορισμός αυτός αποτρέπει τη δημιουργία λέξεων των οποίων η σημασία εκφράζεται από ήδη υπάρχουσες λέξεις στο σύστημα. Για τα παραγωγικά επιθήματα ο περιορισμός του φραγμού λειτουργεί έτσι ώστε αντίπαλα μορφήματα να οργανώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένους το καθένα τομείς, (Plag 1996: 774). Ας παρατηρήσουμε τους σχηματισμούς στο (6). (6) υαλοπωλ-εί(ο) καφεν-εί(ο) φαρμακ-εί(ο) θεωρ-εί(ο)
13 Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις το επίθημα έχει συγκεκριμένη σημασία και δηλώνει τόπο/ χώρο. Ωστόσο, δε συμβαίνει το ίδιο με όλα τα παραγωγικά επιθήματα, καθώς κάποια μπορεί να δηλώνουν περισσότερες από μία σημασίες, όπως για παράδειγμα το επίθημα -της, το οποίο μπορεί να δηλώνει το δράστη, αλλά και το όργανο (Ράλλη 2005: 148). Με βάση τα παραπάνω, θα εξετάσω τη συμπεριφορά των δάνειων παραγωγικών επιθημάτων στην Ποντιακή, καθώς και το ενδεχόμενο αλλαγής των χαρακτηριστικών των εν λόγω επιθημάτων κατά το πέρασμά τους από την Τουρκική στην Ποντιακή. 3.1.2 Περιορισμοί παραγωγικών επιθημάτων Τα παραγωγικά επιθήματα δεν συνδυάζονται τυχαία με τη βάση. Όπως είδαμε στην προηγούμενη υποενότητα, φαίνεται πως υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί ή ιδιότητες που καθορίζουν την κατηγορία της βάσης την οποία επιλέγει κάθε επίθημα. Σύμφωνα με τη Lieber (2009: 64) τα παραγωγικά επιθήματα υπόκεινται σε περιορισμούς σχετικά με τη βάση την οποία θα επιλέξουν. Οι περιορισμοί αυτοί αφορούν το φωνολογικό, το μορφολογικό, το συντακτικό, το σημασιολογικό, αλλά το πραγματολογικό επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας. Σύμφωνα με τον Fabb (1988) οι περιορισμοί αυτοί σχετίζονται με τα ίδια τα προσφύματα. Κάθε πρόσφυμα φέρει περιορισμούς επιλογής (selectional restrictions). Αντίθετα, ο Plag (1996: 774) υποστηρίζει πως η συνδυαστικότητα των επιθημάτων δεν έγκειται μόνο σε ιδιοσυγκρασιακές προτιμήσεις των επιθημάτων. Φέρνοντας ως παράδειγμα τα επιθήματα της Αγγλικής που σχηματίζουν από ρήματα ουσιαστικά υποστηρίζει πως ο περιορισμός δεν έχει να κάνει με τους περιορισμούς επιλογής των ονοματικών επιθημάτων, αλλά με τη βάση, το ρηματοποιητή, καθώς και με γενικότερες αρχές που διέπουν τη διαδικασία της παραγωγής (Plag 1996: 777). Οι Melissaropoulou & Ralli (2010: 348) υποστηρίζουν πως οι περιορισμοί επιλογής αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό των παραγωγικών επιθημάτων, ενώ παράλληλα οι παράγωγοι σχηματισμοί υπόκεινται σε περιορισμούς που είναι είτε γλωσσικά προσδιορισμένοι, είτε όχι (Melissaropoulou & Ralli 2010: 350-351). Ακολουθώντας την ανάλυση αυτή, θα εξετάσω τους περιορισμούς επιλογής των δάνειων παραγωγικών επιθημάτων στην Ποντιακή. 3.1.3 Παραγωγικότητα παραγωγικών επιθημάτων Ο όρος παραγωγικότητα (productivity) χρησιμοποιείται ευρέως στην παραγωγική (derivational) μορφολογία. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν είναι σαφώς ορισμένος και χρησιμοποιείται πολλές φορές ενστικτωδώς από τους μελετητές (Aronoff 1976: 35). Ως παραγωγικό ορίζεται καθετί που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παράγει νέους τύπους στη γλώσσα (Bauer 1988).
14 Σύμφωνα με τον ίδιο, δύο είναι τα βασικά γνωρίσματα της παραγωγικότητας. Η παραγωγικότητα αποτελεί διαβαθμίσιμη έννοια. Αυτό σημαίνει πως δεν χρησιμοποιούνται όλα τα μορφολογικά μοτίβα στον ίδιο βαθμό (Booij 2005: 68). Όσον αφορά στο δεύτερο χαρακτηριστικό της γνώρισμα, πρόκειται για μία έννοια συγχρονική (Bauer 1988: 61). Με άλλα λόγια, ένα στοιχείο μπορεί να είναι εξαιρετικά παραγωγικό μία δεδομένη στιγμή, ενώ με το πέρασμα του χρόνου πιθανότατα να χάσει την παραγωγικότητά του. Για να υπολογίσουμε το βαθμό παραγωγικότητας ενός στοιχείου σε μία δεδομένη στιγμή δεν αρκεί να μετρήσουμε τους σχηματισμούς στους οποίους εντοπίζεται (Aronoff 1976: 36). Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τους περιορισμούς στους οποίους έγκειται. Όπως προαναφέρθηκε, τα παραγωγικά επιθήματα υπόκεινται σε περιορισμούς σχετικά με τη βάση την οποία θα επιλέξουν και όχι μόνο. Οι περιορισμοί αυτοί αφορούν, όπως είδαμε, όλα τα επίπεδα ανάλυσης της γλώσσας. Όσο περισσότερους περιορισμούς φέρει το επίθημα τόσο λιγότερο παραγωγικό είναι. Η παραγωγικότητα ενός στοιχείου συνδέεται επίσης με τη σημασιολογική του συνάφεια (coherence) (Aronoff 1976:38). Η συνάφεια σχετίζεται με το κατά πόσο κανείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τη σημασία του νέου σχηματισμού. Μελετώντας τα δάνεια παραγωγικά επιθήματα και τους περιορισμούς τους οποίους φέρουν, θα προσπαθήσω να φτάσω σε κάποιες πρώτες παρατηρήσεις σχετικά με την παραγωγικότητα των δάνειων επιθημάτων. 3.2 Δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων Σύμφωνα με τους Weinreich (1953: 31), Αναστασιάδη- Συμεωνίδη (1994) και Winford (2010) ο δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων προϋποθέτει λεξιλογικό δανεισμό. Για να μπορέσει να δανειστεί ένα παραγωγικό επίθημα θα πρέπει να εισαχθούν πολλές λέξεις της γλώσσας πηγής οι οποίες να περιέχουν το εν λόγω επίθημα. Θα πρέπει, επίσης, να εισαχθούν λέξεις που φέρουν μόνο τη βάση των παραπάνω λέξεων χωρίς το επίθημα. Με αυτόν τον τρόπο οι ομιλητές θα καταφέρουν να επαναναλύσουν τη δομή και να διακρίνουν το επιμέρους παραγωγικό συστατικό. Όταν αυτό συμβεί οι ομιλητές έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν το επίθημα και σε άλλες βάσεις. Σε περίπτωση που τα επιθήματα αρχίσουν να χρησιμοποιούνται με βάσεις της γλώσσας δέκτη σημαίνει πως έχουν ενσωματωθεί πλήρως, ενώ εάν το επίθημα χρησιμοποιείται στην παραγωγή στα πλαίσια των κανόνων και των περιορισμών που φέρει η γλώσσα δέκτης τότε δεν επιφέρει αλλαγές στο σύστημα (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη, 1994). Σύμφωνα με τον Matras (2009: 209) η χρήση των δάνειων παραγωγικών επιθημάτων με βάσεις της γλώσσας δέκτη ορίζεται ως backward diffusion. 3 Παράλληλα, μπορεί η χρήση των δάνειων επιθημάτων να επεκταθεί σε νέες βάσεις ξενικής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για forward diffusion. Στην εργασία αυτή θα μας απασχολήσει ο δανεισμός παραγωγικών επιθημάτων της Τουρκικής από την Ποντιακή. Θα εξετασθεί ο βαθμός ενσωμάτωσης των παραγωγικών 3 Μία πιθανή απόδοση των δύο στην Ελληνική ίσως ήταν ατυχής και για αυτό το λόγο αποφεύγεται.
15 επιθημάτων, τα οποία εντοπίζονται στα δεδομένα μας και κατά πόσο αυτά υπακούν στους περιορισμούς και τους κανόνες της γλώσσας δέκτη σχετικά με την παραγωγή. Επιπλέον, θα διερευνηθεί κατά πόσο τα παραγωγικά επιθήματα διατηρούν στη γλώσσα δέκτη, τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που διέθεταν στη γλώσσα πηγή. 3.3 Αλλομορφία Αλλομορφία ονομάζεται η ύπαρξη δύο ή και περισσότερων μορφών (morphs) ενός μορφήματος. Οι μορφές αυτές φέρουν την ίδια σημασία και βρίσκονται σε συμπληρωματική κατανομή (Bauer 1988 Booij 2005 Ράλλη 2005 Lieber 2009). Με άλλα λόγια πρόκειται για διαφορετικές μορφές του ίδιου μορφήματος (αλλόμορφα) οι οποίες έχουν ακριβώς την ίδια σημασία, αλλά διαφοροποιούνται ως προς την εμφάνισή τους, ανάλογα με το περιβάλλον. Αυτό σημαίνει πως τα αλλόμορφα δεν μπορούν να απαντώνται στα ίδια περιβάλλοντα. Η αλλομορφία εντοπίζεται τόσο στα θέματα, όσο και στα προσφύματα (Booij 2005: 31). Η ύπαρξη αλλομόρφων μπορεί να οφείλεται σε φωνολογικούς λόγους. Οι φωνολογικοί κανόνες ή οι φωνολογικοί περιορισμοί που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα φωνολογικά περιβάλλοντα οδηγούν στην εμφάνιση αλλομόρφων. Στο παρακάτω παράδειγμα (Ράλλη 2005: 66) βλέπουμε πως το τελικό /n/ του προθήματος συν- (/sin-/) ηχηροποιεί τα άηχα κλειστά αρκτικά σύμφωνα: (7) συμπεριφέρομαι /simberiferome/ (p b / m- ) συντρέχω /sindrexo/ (t d / n- ) Η φωνολογική αλλομορφία είναι προβλέψιμη (Lieber 2009: 159) ακριβώς επειδή σχετίζεται με τους φωνολογικούς κανόνες της γλώσσας, οι οποίοι βρίσκονται συνεχώς σε ισχύ. Εκτός όμως από την αλλομορφία που προκύπτει από τους ισχύοντες φωνολογικούς κανόνες μιας γλώσσας, υπάρχουν και περιπτώσεις μορφολογικής αλλομορφίας. Σύμφωνα με τη Ράλλη (2005: 67-68), πρόκειται για περιπτώσεις όπου τα αλλόμορφα εμφανίζονται σε συγκεκριμένα μορφολογικά περιβάλλοντα και η εμφάνισή τους δεν δικαιολογείται φωνολογικά. Στο (8) δίνεται ένα παράδειγμα μορφολογικής αλλομορφίας, όπου η κατανομή των αλλομόρφων εξαρτάται από το χαρακτηριστικό του αριθμού: (8) ο άνθρωπ-ος οι άνθρωπ-οι (απουσία αλλομορφία) ενώ ο μανάβη-ς οι μανάβηδ-ες (παρουσία αλλομορφίας) Σύμφωνα με τη Lieber (2009) oι διαφορετικές αυτές μορφές του μορφήματος είναι μη προβλέψιμες και για το λόγο αυτό αποθηκεύονται αυτούσιες στο νοητικό λεξικό. Υπό αυτό το πλαίσιο, θα εξετάσω την ύπαρξη ή όχι αλλομόρφων για τα παραγωγικά επιθήματα που δανείστηκε η Ποντιακή, καθώς και την κατανομή τους.
16 3.4 Γένος Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η προσαρμογή των δάνειων λέξεων και η ένταξή τους στη γλώσσα δέκτη προϋποθέτει την απόδοση γραμματικού γένους. Το γένος αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό των ονοματικών θεμάτων, αλλά και των παραγωγικών επιθημάτων (Ράλλη 2005 Ralli et al. 2015). Για την ΚΝΕ, το γένος αποδίδεται στα ονόματα με βάση τη σημασιολογία και πιο συγκεκριμένα βάσει των σημασιολογικών χαρακτηριστικών του [ανθρώπινου] και του [φύλου] (Ράλλη 2005). Αυτό σημαίνει πως ένα +ανθρώπινο όνομα θα λάβει αρσενικό ή θηλυκό γένος ανάλογα με το φύλο. Ωστόσο, παρατηρείται πως η απόδοση του γένους δε γίνεται με απόλυτη αυστηρότητα. Στην παρούσα εργασία θα εξετάσω αν και για τα Ποντιακά ισχύουν τα ίδια κριτήρια για την απόδοση γένους με την Κοινή Νέα Ελληνική (ΚΝΕ), καθώς και αν υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση του γραμματικού γένους και σχετίζονται με τη γλώσσα πηγή, όπως είναι η απουσία γραμματικού γένους στα Τουρκικά, εφόσον διαθέτει εγγενείς ιδιότητες γένους. 3.5 Κλιτική τάξη Η Ελληνική διαθέτει πλούσια κλιτική μορφολογία. Για την ενσωμάτωση των δάνειων λέξεων στο κλιτικό της σύστημα κρίνεται απαραίτητη η ένταξή τους σε μία κλιτική τάξη. Σύμφωνα με τη Ράλλη (2005: 109) το χαρακτηριστικό της κλιτικής τάξης εντοπίζεται τόσο στα θέματα, όσο και στα κλιτικά επιθήματα. Ακολουθώντας την ταξινόμηση της Ράλλη (2005) για τις κλιτικές τάξεις της ΚΝΕ, αλλά και με γνώμονα την ταξινόμηση της Γκιουλέκα (2015) για την Ποντιακή, θα προσπαθήσω να διακρίνω τις κλιτικές τάξεις της διαλέκτου. Έπειτα, θα μελετήσω κατά πόσο η φωνολογία της δάνειας λέξης επηρεάζει την ένταξη σε κάποια κλιτική τάξη της γλώσσας δέκτη, καθώς επίσης εάν επαληθεύεται η διαπίστωση των Ralli et al. (2015) ότι οι κλιτικές τάξεις των νεοελληνικών διαλέκτων ομοιάζουν με αυτές της Κοινής Νέας Ελληνικής. 4 Η Ποντιακή διάλεκτος Η Ποντιακή διάλεκτος είναι μία από τις διαλέκτους της Νέας Ελληνικής, την οποία μιλούσαν οι κάτοικοι του ανατολικού Εύξεινου Πόντου, στις νότιες όχθες της Μαύρης θάλασσας, στη Βορειοδυτική Τουρκία (Οικονομίδης 1958). Ο Κοντοσόπουλος (2008: 10) αναφέρει πως ομιλούνταν σε συνολικά 800 οικισμούς. Από τα δυτικά, ξεκινώντας από την Ινέπολη, μέχρι την Αθήνα της Κολχίδας στα ανατολικά, υπήρχαν ομιλητές της Ποντιακής, όπως επίσης και στην ενδοχώρα. Σύμφωνα με τον Dawkins (1916: 6) πρόκειται για τη σημαντικότερη και τη μεγαλύτερη ελληνόφωνη περιοχή της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε πως ανάμεσα στους ποντιόφωνους πληθυσμούς
παρεμβάλλονταν τουρκόφωνοι πληθυσμοί (Κοντοσόπουλος 2008), οδηγώντας στην εμφάνιση φαινομένων πολυτυπίας (Δημελά 2013). Με την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) οι Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και κυρίως σε περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας (Παπαδόπουλος 1958, Κοντοσόπουλος 2008, Δημελά 2013), ενώ κάποιοι Πόντιοι μουσουλμάνοι παρέμειναν στην περιοχή του Πόντου διατηρώντας τη γλώσσα (Mackridge 1987). Σήμερα η Ποντιακή αποτελεί ένα μείγμα ιδιαίτερων γλωσσικών χαρακτηριστικών των επιμέρους ποικιλιών από τις οποίες προέρχεται, φανερά επηρεασμένη από την Κοινή Νέα Ελληνική (Ρεβυθιάδου et al. 2011: 220). Όπως προαναφέρθηκε, η Ποντιακή ομιλούταν σε μια αρκετά μεγάλη περιοχή και όπως είναι φυσικό δε θα μπορούσαν να λείπουν οι ενδο- διαλεκτικές διαφορές (Παπαδόπουλος 1958). Ο Τριανταφυλλίδης (1938) διακρίνει τρεις διαλεκτικές ζώνες: Τα Οινουντιακά, τα Τραπεζουντιακά και τα Χαλδιώτικα, με τα τελευταία να είναι πιο επηρεασμένα από την Τουρκική, ενώ ο Παπαδόπουλος (1958) κάνει λόγο για δύο διαλεκτικές υποομάδες. Στην περίπτωση της Ποντιακής, η Τουρκική δεν μπόρεσε να επηρεάσει τη διάλεκτο σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως συνέβη με την Καππαδοκική (Κοντοσόπουλος 2008). Τα γεγονός αυτό οφείλεται στον μεγάλο αριθμό των ομιλητών (Janse 2002), καθώς και στην καθυστερημένη ενσωμάτωση της περιοχής στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Επιπλέον, ο κλειστός χαρακτήρας των Ποντίων και η συντηρητικότητά τους βοήθησε στη διατήρηση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της διαλέκτου. Εκτός όμως από την Τουρκική και άλλες γλώσσες έχουν έρθει σε επαφή με τα Ποντιακά. Σύμφωνα με τον Janse (2002: 205), η Λαζική, η Κουρδική, η Γεωργιανή και η Αρμενική είναι κάποιες από τις γλώσσες που ήρθαν σε επαφή με τα Ποντιακά και επηρέασαν το λεξιλόγιο, αλλά και τη γραμματική τους. Ο Παπαδόπουλος (1958) περιλαμβάνει στο λεξικό του λέξεις αραβικής και περσικής προέλευσης οι οποίες εισήχθησαν στην Ποντιακή είτε απευθείας, είτε μέσω της Τουρκικής, όπως αναφέρει ο ίδιος. Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της διαλέκτου, θα αναφερθούν τα κυριότερα από αυτά σύμφωνα με τους Κοντοσόπουλο (2008) και Janse (2002). Γενικότερο χαρακτηριστικό αποτελεί η εμφάνιση αρκετών αρχαϊκών στοιχείων στη διάλεκτο. Ειδικότερα, ως προς τη φωνολογία, έχουμε την παρουσία δασέων συριστικών /ʃ/ και την απουσία συνίζησης των ονομάτων σε -έα/-ία. Η διατήρηση της προφοράς του η ως ε, όπως συνέβαινε στην Αρχαία Ελληνική, αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της διαλέκτου (Μανωλέσσου & Παντελίδης 2011). Επίσης, χαρακτηριστικό αποτελεί η διατήρηση του τελικού -ν, όπως και ο τσιτακισμός. Ως προς τη μορφολογία, χαρακτηριστικό γνώρισμα αποτελεί η χρήση της αιτιατικής για τα αρσενικά σε -ον σε θέση υποκειμένου όπως πχ. ο λύκον. Ο τύπος αυτός φαίνεται να σχετίζεται με την οριστικότητα (Ralli et al. 2015). Για τα ρήματα σε κάποιες περιοχές δεν εμφανίζεται διάκριση συνοπτικού και μη συνοπτικού μέλλοντα. Όσον αφορά στη σύνταξη έχουμε την αντωνυμία σε μεταρηματική θέση, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται το είντα αντί του τι. 17