ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Κατεύθυνση: Οικονομική και Περιφερειακή Ανάπτυξη

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι συνθήκες πραγματοποίησης της παραγωγής στην απλή αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου Παρασκευάς Παρασκευαΐδης

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Αξίες και τιμές παραγωγής. Η σχέση μεταξύ του 1ου και του 3ου τόμου του «Κεφαλαίου» Γιώργος Σταμάτης

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της (2) Συντάχθηκε απο τον/την ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Παρασκευή, 11 Σεπτέμβριος :57

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στη µακροοικονοµική

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 1: Βασικές Έννοιες. Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Μακροοικονομική. Ενότητα 2: Η μέτρηση των Βασικών Μακροοικονομικών Αγαθών. Σόρμας Αστέριος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (Κοζάνη)

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ. και το Κόστος


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Εργατικού Δυναμικού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΙΟΝ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει o μαθητής

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

ΣΑΛΙΜΠΑ ΖΙΖΗ. Δρ. Οικονομολόγος της Εργασίας Εμπειρογνώμων. Οικονομικές διακυμάνσεις - Πληθωρισμός Ανεργία

ΔΙΕΚ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ Γ ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι ΜΑΘΗΜΑ 3 ο

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΤΕΚΑ (11) ΣΕΛΙΔΕΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2007

Μακροοικονομική Θεωρία Ι

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2012

Κόστος- Έξοδα - Δαπάνες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:

ΜΕΡΟΣ Β Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

Στις παρακάτω προτάσεις να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της πρότασης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

1 Μερική παραγώγιση και μερική παράγωγος

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 2 Ενότητα #7: Μονοπώλιο (II)

Μάθηµα 3ο. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ, GDP)

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Dani Rodrik, Economics Rules why economics works, when it fails, and how to tell the difference, Oxford University Press, U.K.

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη Ι. Σκέφτομαι ως Οικονομολόγος. Αρ. Διάλεξης: 2

Η οικονοµία στην Μακροχρόνια Περίοδο Τι είναι το κλασσικό υπόδειγµα;

ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ( )

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή... 13

4.1 Ζήτηση εργασίας στο βραχυχρόνιο διάστημα - Ανταγωνιστικές αγορές

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ KEΦAΛAIO I

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2019

ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η Πτωτική Τάση του Ποσοστού Κέρδους, ως η Βασική Αιτία Εκδήλωσης των Οικονομικών Κρίσεων: Η Περίπτωση της Ελλάδας

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΚΑΤΑΝΟΕΙΣΤΕ ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ & ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΣΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Αρ. Απάντηση Αρ. Απάντηση Ερώτησης 1. A 6. C 2. C 7. A 3. A 8. E 4. B 9. A 5. E 10. C

Το Επενδυτικό σχέδιο 3. Βασικές έννοιες και ορισµοί

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Οµιλία του Προέδρου του ΣΕΒ. κ. Οδυσσέα Κυριακόπουλου. «Περιφερειακή Ανάπτυξη και Απασχόληση»

13 Το απλό κλασικό υπόδειγμα

ΑΟΘ : ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

Μακροοικονομική Κεφάλαιο 2 Ποσοτικές Μετρήσεις και Διάρθρωση της Εθνικής Οικονομίας. 2.1 Εθνικοί Λογαριασμοί

Made in Greece: τι σημαίνει το Ελληνικό προϊόν για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία. Γεώργιος Μπάλτας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

H ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ Α. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ελληνική Δημοκρατία Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Ηπείρου. Μακροοικονομική. Ενότητα : Εισαγωγή βασικές οικονομικές έννοιες. Καραμάνης Κωνσταντίνος

Χρήμα και Οικονομική Μεγέθυνση. Προσφορά Χρήματος, Πληθωρισμός και Οικονομική Μεγέθυνση

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Υποδείγματα Συσσώρευσης Ανθρωπίνου Κεφαλαίου, Ιδεών και Καινοτομιών και Ενδογενούς Μεγέθυνσης

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Πατρών. Οικονομικά της Εκπαιδευσης. Ακαδημαικό έτος Διδάσκων: Νίκος Γιαννακόπουλος

Α' Τ Α Ξ Η Γ Ε Ν Ι Κ Ο Υ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ

Περιφερειακή Ανάπτυξη

«O ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ»

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 5 η. Αποτίμηση Στοιχείων Κόστους και Οφέλους

θυσιάζονται, όταν παράγεται μία επιπλέον μονάδα από το αγαθό Α. Μονάδες 3

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Κατεύθυνση: Οικονομική και Περιφερειακή Ανάπτυξη Τίτλος Εργασίας: Η Σημασία της Διάκρισης της εργασίας σε Παραγωγική/Μη παραγωγική στην οικονομική ανάλυση Η εργασία υποβάλλεται για την μερική κάλυψη των απαιτήσεων με στόχο την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος Στόικος Βασίλης Επιβλέπων/ουσα Καθηγητής/Καθηγήτρια: Τσαλίκη Περσεφόνη 06/2015 1

Περίληψη Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε, με το ζήτημα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, όπως αυτό απασχόλησε κατεξοχήν τους οικονομολόγους, από τα πρώτα στάδια των ερευνών τους, μέχρι και σήμερα. Αποδεχόμενοι τον διαχωρισμό αυτό, θα παρατηρήσουμε πως προκύπτουν διαφορετικά αποτελέσματα στην παρουσίαση των Εθνικών Λογαριασμών, καθώς επίσης και τις μεταβλητές που αφορά η διάκριση αυτή, ποιες είναι, πως τις επηρεάζει η διαφορετική θεώρηση στην μέτρηση, καθώς και τα αποτελέσματα που μπορούμε να έχουμε ως αντικείμενο ανάλυσης κάθε φορά. Οι οικονομίες που εξετάζονται, υπό το πρίσμα αυτό, είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία και Ισπανία, για τα έτη 1970-2007, οικονομίες που τα τελευταία χρόνια, πλήττονται από οικονομική κρίση. Οι οικονομίες αυτές, τα τελευταία τριάντα χρόνια, το διάστημα δηλαδή που εξετάζεται εδώ, πέρασαν από την σιωπηρή κρίση του 1970-1980, σε φάση ανόδου, γνώρισαν άνθιση σε τομείς πιο εξειδικευμένης απασχόλησης ως σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες, όπως χρηματοοικονομικούς κλάδους (ασφάλειες, μεσιτείες, τράπεζες), άθλησης, προσωπικής φροντίδας, εμπορικά ολοκληρωμένα συστήματα (wholesale markets), μιας και η τεχνολογική επανάσταση μέσω των υπολογιστών ή και γενικότερα, όπως εκφράστηκε μέσω των πληροφοριακών συστημάτων ή ακόμα και μέσων μετάδοσης, επέτρεψε την ταχύτερη ανάπτυξη τους και την βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων, όσον αφορά την καπιταλιστική διαδικασία συσσώρευσης που έλαβε τόπο στις χώρες αυτές. Το βασικό ερώτημα είναι πάντα κατά πόσο η διαδικασία αυτή και ο τρόπος αυτής της ανάπτυξης και κεφαλαιακής συσσώρευσης οδήγησε τις χώρες αυτές σε κρίση, ποιοι είναι οι μηχανισμοί που συνέβαλαν σε αυτό, και κατά πόσο τα αίτια είναι ενδογενή. Εργαλεία ανάλυσης και μέτρησης είναι το ποσοστό του κέρδους, η σχέση μισθών/κερδών και οι μεταβλητές που προκύπτουν από την ανάλυση των εθνικών λογαριασμών, όχι φυσικά αυτούσιες, αλλά έπειτα από επεξεργασία και κατάλληλη τροποποίηση. Τα στοιχεία εθνικολογιστικών λογαριασμών τροποποιήθηκαν από την βάση της Ameco, για τα παραπάνω έτη και η πηγή τους αφορά στην EUKLEMS Database, November 2009 release, March 2011 update. Στο πρώτο κεφάλαιο, θα ορίσουμε τις κύριες μεταβλητές που θα μας απασχολήσουν σ ολόκληρη την συζήτηση, όπως είναι το πλεόνασμα και οι σχετικοί ορισμοί που συναντάει κάποιος στην βιβλιογραφία, όσον αφορά την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Θα επεκταθούμε τόσο στην συζήτηση που έλαβε χώρα στο χρόνο, όσο και στα συμπεράσματα που κατέληξαν ή όχι, οι οικονομολόγοι που ασχολήθηκαν με το ζήτημα στην πορεία της οικονομικής σκέψης. Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα σταθούμε στη μαρξιστική θεωρία, ώστε να δώσουμε του σχετικούς ορισμούς του ποσοστού του κέρδους, έννοια που θα μας απασχολήσει περαιτέρω στη εμπειρική παρουσίαση, μέσω της προσπάθειας αποσαφήνισης της οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε τα χρόνια πριν την κρίση του 2008, στις χώρες που αναφερόμαστε και για τις οποίες γίνεται ο σχετικός λόγος. Στο τρίτο κεφάλαιο, η διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας αναλύεται υπό το πρίσμα των εθνικών λογαριασμών, και αποτυπώνεται στις διαφορές που υπάρχουν στην κλασσική όσο και στην ορθόδοξη φιλοσοφία καταγραφής τους, σε επίπεδο μεταβλητών αλλά και ανάλυσης τους. Στο τέταρτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης, όπου 2

αναλύονται τα δεδομένα που αφορούν την κάθε χώρα, και μέσω των κατάλληλων τροποποιήσεων και ανάλυσης πάνω σε αυτά τα στοιχεία, οδηγούμαστε στα συμπεράσματα που μας ενδιαφέρουν και καταγράφουν την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στις χώρες-στόχους το διάστημα 1970-2007. Η προσπάθεια μας, φυσικά, σ όλη την εργασία γίνεται για να αποσαφηνίσουμε την διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας και να μπορέσουμε να δούμε κατά πόσο αυτή έχει νόημα ακόμα για την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής, και κατά πόσο είναι αναγκαία και πρόσφορη για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή όχι. 3

Δηλώνω ότι είμαι συγγραφέας αυτής της εργασίας και ότι κάθε βοήθεια την οποία είχα για την προετοιμασία της, είναι πλήρως αναγνωρισμένη και αναφέρεται στην εργασία. Επίσης, έχω κάνει σαφής αναφορές (συντάκτη, χρονολογία, εργασία, σελίδα) τις όποιες πηγές από τις οποίες έκανα χρήση δεδομένων, προτάσεων, ιδεών ή λέξεων, είτε αυτές αναφέρονται ακριβώς είτε είναι παραφρασμένες. Καταλαβαίνω ότι η αποτυχία να γίνει αυτό ανέρχεται σε λογοκλοπή και θα θεωρηθεί λόγος αποτυχίας σε αυτήν την διπλωματική και του συνολικού βαθμού της. Ακόμα δηλώνω ότι αυτή η γραπτή εργασία προετοιμάστηκε από εμένα προσωπικά και αποκλειστικά και ότι θα αναλάβω πλήρως τις συνέπειες εάν η εργασία αυτή αποδειχθεί ότι δεν μου ανήκει. Όνομα (παρακαλώ χρησιμοποιήστε κεφαλαία):... Υπογεγραμμένος/η:... Ημερομηνία:... 4

Ευχαριστίες Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέπουσα, κα. Περσεφόνη Τσαλίκη, για την πολύτιμη βοήθεια της καθ όλη την διάρκεια της εκπόνησης της εργασίας και για την ευκαιρία που μου έδωσε να συνεργαστώ μαζί της σε ένα ενδιαφέρον θέμα όπως αυτό με το οποίο ασχολείται η παρούσα εργασία. Ιδιαίτερες ευχαριστίες, επίσης, στους γονείς μου για την στήριξη που έδειξαν και δείχνουν σε κάθε προσπάθεια όπως αυτή που έγινε στην διάρκεια τόσο της παρακολούθησης του προγράμματος σπουδών όσο και στην συγγραφή της μεταπτυχιακής εργασίας. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συμφοιτητές μου, και τον καθένα ξεχωριστά, για την συνεργασία που είχαμε καθ όλη την διάρκεια του μεταπτυχιακού προγράμματος. 5

Περιεχόμενα 1.Πλεόνασμα, Υπεραξία, Διάκριση Παραγωγικής/Μη παραγωγικής Εργασίας.5 1.1 Το Πλεόνασμα και η Υπεραξία..5 1.2 Παραγωγική και μη Παραγωγική Εργασία..11 1.3 Παραγωγική και μη Παραγωγική Εργασία στον Marx..16 2. Η πτωτική τάση του ποσοστό του κέρδους....17 2.1 Το ποσοστό του κέρδους και τα συστατικά του μέρη..17 3. Κλασσικοί και Ορθόδοξοι Λογαριασμοί.20 3.1 Εθνικοί Λογαριασμοί και Διάκριση μεταξύ Παραγωγικής και μη Παραγωγικής Εργασίας.20 3.2 Εθνικοί Λογαριασμοί και Κλασσικές Κατηγορίες..22 4. Εμπειρική Διερεύνηση..30 4.1 Σχέση Παραγωγικών/ Μη παραγωγικών Εργαζομένων και Μεταβλητό Κεφάλαιο..30 4.2 Τεχνική και Αξιακή Σύνθεση Κεφαλαίου.38 4.3 Παραγωγικότητα και Υπεραξία.43 4.4 Το ποσοστό του Κέρδους.50 4.5 Επενδύσεις.53 5. Συμπεράσματα.56 6. Βιβλιογραφία 58 6

1.Πλεόνασμα, Υπεραξία, Διάκριση Παραγωγικής/μη Παραγωγικής Εργασίας Στο παρόν κεφάλαιο θα αναφερθούμε στους ορισμούς των βασικών μεταβλητών που απασχολούν το σύνολο της παρούσας εργασίας. Θα αναφερθούμε στις βασικές θεωρίες και σχολές οικονομικής σκέψης που αναφέρονται στο πλεόνασμα, την υπεραξία και τον τρόπο δημιουργίας αυτών. Θα σταθούμε ιδιαίτερα στην μαρξιστική θεωρία μιας και οι ερμηνείες που έδωσε για τον ορισμό των μεταβλητών αυτών αποτέλεσαν την πηγή που καθόρισε, εν πολλοίς την κλασσική θεωρία, αλλά και με την κριτική που άσκησε ανανέωσε τις κυρίαρχες μέχρι τότε θεωρίες περί σχηματισμού, τόσο του πλεονάσματος όσο και των και των μεταβλητών που το συνέχουν [υπεραξία, σταθερό, μεταβλητό κεφαλαίο κλπ.]. Εν συνεχεία, θα σταθούμε στην συζήτηση περί παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, στην έννοια που έδωσαν οι πρώτοι οικονομολόγοι, καθώς και την πορεία αυτής συζήτησης στο χρόνο, μέχρι την νεοκλασική «λύση», όπου καθόρισε και την κυρίαρχη τάση που έχουν οι εθνικοί λογαριασμοί στη σύγχρονη οικονομική ανάλυση, συζήτηση που οφείλουμε να πούμε ότι συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχει χάσει την αξία της. Τέλος, θα σταθούμε στην ερμηνεία του Marx και την διαίρεση που έκανε περί παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, ώστε να γίνει ξεκάθαρη και να αποτελέσει το σχήμα υπό το οποίο θα αναλυθούν, εν συνεχεία τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών αλλά και θα γίνει κατανοητή η διαφορά μεταξύ του κλασσικού και ορθόδοξου τρόπου μέτρησης της υπεραξίας και του πλεονάσματος. 1.1 Το πλεόνασμα Και η Υπεραξία Το πλεόνασμα και η δημιουργία υπεραξίας κατέχει κεντρική θέση στις οικονομικές θεωρίες και η ερμηνεία της έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους οικονομολόγους ή τις διάφορες σχολές οικονομικής σκέψης μιας και ο ορισμός που δίνεται κάθε φορά έχει άμεση σχέση είτε με τις ιστορικά προσδιορισμένες σχέσεις παραγωγής [τουλάχιστον στην αρχή] είτε με την [όσο προχωρούσε η επιστήμη της οικονομίας και η εμβάθυνση στο θέμα αφορούσε όλο και περισσότερο τον οικονομικό προσδιορισμό της] με την ανάλυση της στα στοιχεία εκείνα που την αποτελούν και την συνέχουν [απαρτίζουν] ως σώμα. Στο παρόν κεφάλαιο θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις διάφορες θέσεις που έχουν υποστηριχθεί γύρω από τον σχηματισμό του πλεονάσματος, πως δημιουργείται και μπορεί να υπολογιστεί ή όχι και θα προσπαθήσουμε να συνδέσουμε την συζήτηση με την οποία ξεκίνησε ουσιαστικά ο «διάλογος» της οικονομικής επιστήμης, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτής, με την διάκριση ανάμεσα σε παραγωγική ή μη της εργασίας στις επόμενες υπό-ενότητες. Στην παρούσα εργασία μας ενδιαφέρει το πλεόνασμα που δημιουργείται στην σφαίρα της παραγωγής ως προϊόν μιας διαδικασίας, τους συστήματος της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής και η έννοια που παίρνει κάθε φορά από τους οικονομολόγους ή τις διάφορες σχολές σκέψης όταν τις απασχολεί το πρόβλημα του σχηματισμού του πλούτου και των μεγεθών που επηρεάζει ως μεταβλητή μέσα στην κοινωνική αναπαραγωγική ή μη διαδικασία. Η ανάλυση αφορά σε θεωρίες που έχουν να κάνουν με τον ορισμό του πλεονάσματος από τα πρώτα χρόνια παρουσίας της οικονομικής ανάλυσης και σκέψης έως τους νεώτερους χρόνους της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας ως τρόπο 7

δημιουργίας πλεονάσματος και συσσωρευτικής διαδικασίας πλούτου τόσο για τις σύγχρονες οικονομίες, όσο και για την επιχειρηματική παραγωγική διαδικασία ξεχωριστά. Πιο συγκεκριμένα, για τους Μερκαντιλιστές, όπως φανερώνει και το όνομα τους (merchandising = εμπόριο) και αποτελούν το σύνολο των οικονομολόγων του 16 ου και 18 ου αιώνα, το πλεόνασμα προκύπτει από την αγορά σε χαμηλή τιμή και την πώληση σε υψηλή, στην σφαίρα του εμπορίου. Οι πολιτικές υπέρ του εξωτερικού εμπορίου και ενίσχυσης των εξαγωγών, ακόμα και με ακραία μέτρα, όπως πόλεμος για την απόσπαση χρυσού και την συνακόλουθη αύξηση του πλεονάσματος στα εθνικά θησαυροφυλάκια, ήταν παράγωγα της παραπάνω σκέψης(rima 1999). Οι φυσιοκράτες (1750-1780) με ιδρυτή τον Francois Quesnay (1694-1774), προσπάθησαν να δώσουν ορισμό για το πλεόνασμα με βάση την παραγωγή και όχι την τιμή, και συγκεκριμένα έριξαν το βάρος στην αγροτική παράγωγη, όπου η διαφορά (πλεόνασμα) προκύπτει από την καθαρό προϊόν (net product), το οποίο είναι το παραγόμενο προϊόν μείον το κόστος των εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή, και το καρπώνονται, οι γαιοκτήμονες. Για τους φυσιοκράτες, μόνο ο αγροτικό τομέας δημιουργεί πλεόνασμα, ενώ ο βιομηχανικός, αφορά απλώς σε μετασχηματισμό της πρώτης ύλης σε προϊόν, χωρίς να προστίθεται τίποτα επιπλέον ως αξία. Τάχθηκαν υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού, ιδιαίτερα, υπέρ των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων και την τιμή αυτών την ονόμασαν, καλή τιμή (bon prix). Η συνεισφορά τους (Tableau Economique) και η έρευνα για το πώς διανέμεται το προϊόν και το οικονομικό κύκλωμα που προκύπτει έδωσε στην οικονομική ανάλυση το πρώτο σχήμα αναπαραγωγής της δημιουργίας πλούτου και της διανομής του, και στη ουσία αποτέλεσε τον πρώτο πίνακα εισροών-εκροών στα πλαίσια της φεουδαρχικής κοινωνίας (Rima 1999) Ο Α.Smith (1723-1790) ήταν ο πρώτος οικονομολόγος που έκανε την διάκριση μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής. Η πρώτη αφορά στην χρησιμότητα του αντικειμένου, ενώ η δεύτερη στην δυνατότητα αγοράς του αντικειμένου άλλων αγαθών. Το πλεόνασμα για τον Smith είναι συνάρτηση τόσο της εργασίας δηλαδή του εργάσιμου χρόνου που ξοδεύτηκε για να παραχθεί το εκάστοτε αγαθό, όσο και του κεφαλαίου (πρώτες ύλες, πάγιος εξοπλισμός) και της γαιοπροσόδου (ενοίκιο γης). (Wealth of Nations, Βιβλίο 1) Ο D.Ricardo (1722-1823), ενώ αποδέχεται την εργασιακή θεωρία της αξίας του Smith, ορίζει ως πλεόνασμα τη διαφορά μεταξύ της συνολικής εργασίας και της εργασίας που απαιτείται για να αναπαραχθεί αυτή η συνολική εργασία. Αυτό εξαρτάται από τον λόγο παραγωγής προς κατανάλωση. Η πηγή του πλεονάσματος δεν είναι λοιπόν συνδεδεμένη με την θεωρία της αξίας. Το πλεόνασμα είναι ένα καθαρό υπόλοιπο, που περιέρχεται στα χέρια των κεφαλαιοκρατών αφού αφαιρεθούν τα τρέχοντα έξοδα τους για την παραγωγή (Μαυρουδέας 2010). Για τον K.H.Marx (1818-1883), με τον οποίον θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στην πορεία της συζήτησης μας, το πλεόνασμα στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής καθορίζεται από το κόστος παραγωγής του. 8

Η τιμή του εμπορεύματος καθορίζεται με τον ακόλουθο τρόπο (Τσουλφίδης 2004): P= κόστος παραγωγής + (μέσο ποσοστό κέρδους) (υφιστάμενο κεφάλαιο) = κόστος παραγωγής + κανονικά κέρδη Ο Marx, όρισε, επίσης, ως υπεραξία το αποτέλεσμα της εργασιακής προσπάθειας πέρα και πάνω από τον χρόνο που χρειάζεται για να παραχθεί η δική της συνεισφορά στην δημιουργημένη νέα αξία. Ο χρόνος που απαιτείται για να παραχθεί μια συγκεκριμένη αξία είναι πάντα συγκεκριμένος, έστω 3 ώρες. Οι ώρες αυτές είναι για τον Μαρξ, αρκετές ώστε να ανταλλαχθεί η αξία που έχει παραχθεί με το ημερομίσθιο που είναι αρκετό ώστε να αναπαραχθεί ο εργαζόμενος και να μισθώσει τις καθημερινές του ανάγκες. Οποιαδήποτε εργασία πέρα από αυτό τον χρόνο δημιουργεί το πλεόνασμα που καρπώνεται ο καπιταλιστής, και ο χρόνος αυτός θεωρείται ως υπεραξία, χρόνος που φυσικά αντιστοιχεί σε μονάδες μισθού. Το σύνολο αυτό είναι που όρισε ο Μαρξ, ως μεταβλητό κεφάλαιο.(capital, Vol. I) Το μεταβλητό κεφάλαιο, έτσι, η αξία, δηλαδή της εργατικής δύναμης μπορεί να υπολογιστεί ως : λ = c+v και c+i>c+v και I>v άρα s=ι-v>o όπου λ= νέα αξία, c= σταθερό κεφάλαιο ή νεκρή εργασία (πρώτες ύλες και αποσβέσεις), Ι= ζωντανή εργασία v= ώρες εργασίας και s= εργάσιμος χρόνος πέρα και πάνω από αυτόν που απαιτείται για να παραχθεί και να αναπαραχθεί η εργατική τάξη και ως εκ τούτου υπεραξία (Τσουλφίδης 2004). Αν θέλουμε να δούμε αναλυτικότερα, πως προκύπτει το κέρδος μέσω του κυκλώματος στην παραγωγική διαδικασία, σύμφωνα με τον Marx, μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής παρακάτω: Οι επιχειρηματίες, προκαταβάλουν τα χρήματα τους (Μ) ώστε να αγοράσουν εμπορεύματα ως εισροές (C). Τα εμπορεύματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: 1) μέσα παραγωγής (πρώτες ύλες και μηχανήματα), δηλαδή σταθερό κεφάλαιο ( c ) και 2) εργατική δύναμη ή μεταβλητό κεφάλαιο ( v ). Οι καπιταλιστές προβαίνουν σε αυτές τις ενέργειες με σκοπό στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας, έστω (P), να βρεθούν με ένα σύνολο διαφορετικών εμπορευμάτων (C ) που όταν τα ανταλλάξουν να αντλήσουν περισσότερο χρήμα από όσο αρχικά επένδυσαν (M ), με Μ >Μ. : M C- c+v.p.c -M Η υπεραξία ή κέρδος εκτιμάται από τη διαφορά των δύο άκρων του παραπάνω κυκλώματος, δηλαδή ΔM=M -M. Εντός της διανομής αυτής, το κύκλωμα γίνεται C-M-C, όπου το χρήμα παίζει διαμεσολαβητικό ρόλο για την ανταλλαγή δύο διαφορετικών 9

εμπορευμάτων, με άλλα λόγια το χρήμα απλά ξοδεύεται προκειμένου να αγοραστεί κάποιο άλλο αγαθό, οπότε και δεν υφίσταται πλεόνασμα, με την έννοια της αξίας χρήσης. Τέλος το κύκλωμα των εμπορικών δραστηριοτήτων γράφεται: M-C- C -M, όπου Μ είναι το χρήμα που προκαταβάλλεται και C το σύνολο των εμπορευμάτων που αγοράζονται από τους εμπόρους, ενώ το C συμβολίζει το ίδιο σύνολο εμπορευμάτων που μεταπωλούνται. (Capital, Vol. I) Οι ορισμοί που δώσανε οι νεότεροι οικονομολόγοι (Νέο-κλασσικοί) για το πλεόνασμα εκφράζονται μέσω από τις έννοιες του οριακού κόστους-εσόδου, προσδιορισμοί εξίσου σαφείς και συναφείς με την πορεία που είχε η οικονομική ανάλυση στα μετέπειτα χρόνια, και έχουν να κάνουν με την παραδοχή πως όλες οι δραστηριότητες της ανθρώπινης παραγωγικής διαδικασίας, εκτός από την σφαίρα της προσωπικής κατανάλωσης παράγουν πλεόνασμα, σκέψη που πηγάζει όπως θα δούμε παρακάτω από τον ορισμό που έδωσε ο Marshall(1890) για την παραγωγική εργασία και θα παρουσιαστεί σε επόμενο κεφάλαιο. Συνάγεται εκ των ανωτέρω, ότι το πλεόνασμα, κάθε φορά και ανάλογα με τον ορισμό που δίνει κάθε σχολή σκέψης, έχει ως βάση ανάλυσης τον ορισμό της αξίας στο επίπεδο του παραγόμενου προϊόντος και ορισμό της τιμής του εμπορεύματος, ή καλύτερα, στη προσπάθεια που γίνεται κάθε φορά για τον ορισμό της φυσικής τιμής από τις σχολές οικονομικής σκέψης, αντικατοπτρίζεται τόσο η εποχή και το σύστημα παραγωγικής σχέσης που το διέπει, όσο και η κάθε φορά τάση για προσδιορισμό ενός συστήματος παραγωγής τέτοιο, όπου η απόσπαση του κέρδους θα είναι είτε η μέγιστη δυνατή, π.χ. μερκαντιλιστές, είτε η φυσική τιμή του προϊόντος με βάση κάποιο κριτήριο (π.χ. φύση) και η προσπάθεια εύρεσης ενός τέτοιου κριτηρίου, χαρακτηρίζουν ή μπορούν να χαρακτηρίσουν τον προσδιορισμό που δίνεται στην κάθε φορά προκύπτουσα θεωρία, π.χ. εργασιακή θεωρία της αξίας. 10

1.2 Παραγωγική και Μη παραγωγική Εργασία Το θέμα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, είναι ένα ζήτημα, που έχει πολύ συζητηθεί από τους οικονομολόγους. Στα πλαίσια της παρούσας ανάλυσης, η εργασία του Marx, και ο διαχωρισμός της οικονομίας βάσει του τι είναι παραγωγικό ή όχι, έχει την σημασία του για να παρασταθούν τα βασικά μεγέθη που θα μας απασχολήσουν στο εμπειρικό κομμάτι της ανάλυσης και γι αυτό το λόγο στο κεφάλαιο αυτό γίνεται εκτενής αναφορά στην πορεία που είχε η συζήτηση αυτή στο χρόνο και τι κατέληξε να σημαίνει για την οικονομία σήμερα. Στην αρχή η διάκριση είχε να κάνει με το κατά πόσο μια εργασία είναι ηθικά καταξιωμένη ή όχι. Στην συνέχεια περιορίστηκε στο κατά πόσο μια εργασία παράγει πλεόνασμα και συνεπώς πλούτο σε μια κοινωνία. Επομένως, ανάλογα με την κυρίαρχη θεωρία περί δημιουργίας πλεονάσματος διακρινόταν σε παραγωγική και μη παραγωγική (Τσουλφίδης 2004). Έτσι, οι μερκαντιλιστές, θεωρούσαν παραγωγική την εργασία των εμπόρων και των ναυτικών, μιας και το πλεόνασμα γι αυτούς προέρχεται από την σφαίρα της διανομής του κεφαλαίου. Για τους φυσιοκράτες, μόνο ο αγροτικός τομέας μπορεί να δημιουργεί πλεόνασμα περισσότερο από τις απαιτούμενες εισροές, συνεπώς, οποιαδήποτε εργασία απασχολείται στον αγροτικό τομέα είναι παραγωγική (Rubin 1999). Ο Smith έχοντας υπόψη του, τους προηγούμενους ορισμούς που έδωσαν τόσο οι μερκαντιλιστές, όσο και οι φυσιοκράτες, για την παραγωγική εργασία, διαχώρισε την θέση του, και υποστήριξε ότι είτε η εργασία στον αγροτικό τομέα, είτε στην βιομηχανία είναι παραγωγική υπό την αίρεση ότι η μισθωτή εργασία, πληρώνεται από το κεφάλαιο του επιχειρηματία και δημιουργεί κέρδη. Η εργασία δε που προέρχεται από κέρδη ή ενοίκια, θεωρείται μη παραγωγική. Ο κρατικός μηχανισμός και τα επαγγέλματα που συντηρεί από την στιγμή που δεν παράγουν αξία χρήσης με σκοπό το κέρδος ακόμα και όταν εκπληρώνουν τον σκοπό τους είναι μη παραγωγικά, εφόσον η εργασία που αναλώνουν δεν παράγει τίποτα που να μπορεί κατόπιν να εξαγοράσει ή να προμηθεύσει ίση ποσότητα εργασίας. Σε ένα δεύτερο ορισμό, όπου περιοριζόταν στο χαρακτήρα ή την χρηστική αξία του εμπορεύματος, όρισε ως μη παραγωγική την εργασία που αναλώνεται στον τομέα των υπηρεσιών, μιας και το προϊόν της σε σχέση με τα υλικά αγαθά, καταναλώνεται την ίδια στιγμή που παράγεται (Wealth of Nations, Βιβλίο 1). O Ricardo από την στιγμή που κατανόησε πλήρως την διάκριση που έκανε ο Smith, αλλά γράφοντας σε μια εποχή που το καπιταλιστικό σύστημα ήταν σε προχωρημένο στάδιο δεν θεωρούσε πως η αύξηση του μη παραγωγικού τομέα θα είναι πρόβλημα για την κεφαλαιακή συσσώρευση από την στιγμή που η υπεραξία μπορεί να διατηρηθεί και να αυξάνεται ολοένα χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας και την συνακόλουθη μηχανοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας (Ricardo, 1819). Ο Marx (1869), για του οποίου τον διαχωρισμό θα επεκταθούμε και στο επόμενο κεφάλαιο, επέκρινε τον Smith και τον Ricardo, ότι δεν είχαν συλλάβει σωστά τον ορισμό της υπεραξίας μιας και στην δική του ανάλυση, παραγωγική εργασία για τον καπιταλισμό θεωρείται οποιαδήποτε 11

εργασία ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο, αναπαράγει το κεφάλαιο, και παράγει υπεραξία για το κεφάλαιο. Σε αντιδιαστολή με αυτόν τον ορισμό, βρίσκεται η εργασία στη σφαίρα της παραγωγής, που παράγει είτε αξίες χρήσης για την κατανάλωση του ίδιου του παραγωγού, είτε εμπορεύματα για πώληση και αποκόμιση εισοδήματος από ανεξάρτητους παραγωγούς. Εξ ορισμού, η υπόλοιπη εργασία που δεν περιλαμβάνεται σ αυτούς του ορισμούς θεωρείται μη παραγωγική. Η μη παραγωγική εργασία δεν ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, αλλά άμεσα με τα έσοδα, δηλαδή με τους μισθούς και τα κέρδη. Η μη παραγωγική εργασία, καταναλώνει πλούτο και δεν παράγει νέα αξία. Ο μη παραγωγικός εργάτης, αμείβεται, με βάση την αξία της αναπαραγωγής του, και υπόκειται στους ίδιους περιορισμούς, όσον αφορά την εκμετάλλευση του από τον εργοδότη, μιας και οι επιπλέον εργατοώρες που αναλίσκει, αποτελούν υπεραξία που δεν πληρώνεται. Παραδείγματα, τέτοιων εργασιών είναι οι εποπτικές ή συμβουλευτικές διαδικασίες (Theories of Surplus Value, Vol. I). Ο Rubin (1972), θεωρεί πως κάθε τύπος εργασίας στην καπιταλιστική διαδικασία, που μισθώνεται από το κεφάλαιο στην διαδικασία της παραγωγής, αποτελεί παραγωγική διαδικασία. Ο Bullock (1973), όρισε ως παραγωγική εργασία αυτήν που ανταλλάσσεται με κεφάλαιο, στην διαδικασία της παραγωγής και παράγει υπεραξία και υπερπροϊόν που μπορούν να συσσωρευτούν. Οι Shaikh και Tonak (1999), αναφέρουν ότι παραγωγική εργασία είναι η μισθωτή εργασία που ανταλλάσσεται με κεφάλαιο και δημιουργεί υπεραξία. Ο Baran (1957) ορίζει ως μη παραγωγική εργασία το αποτέλεσμα των εργασιών που καταλήγουν σε παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, των οποίων η ζήτηση οφείλεται σε ανάγκες και συνθήκες στις οποίες απουσιάζει η ορθολογικότητα από την οικονομία, όπως η διαφήμιση και το marketing. Άλλα παραδείγματα που σχετίζονται με αυτήν ακριβώς την σχετική θέση που έχουν αυτές οι εργασίες με την δημιουργία του πλεονάσματος είναι τα επαγγέλματα των δασκάλων, των επιστημόνων ή των καλλιτεχνών. Παραδείγματα μη παραγωγικής εργασίας, τέλος συναντάμε και σε άλλους οικονομολόγους (Baghwati, Fine and Saad Filho), μερικά από τα οποία, είναι οι λογιστές, οι ταμίες και οι υπηρεσίες συλλογής και φορολογίας. Η διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη εργασίας, εγκαταλείφθηκε ούτως ή άλλως με την με την εμφάνιση της νεοκλασικής σχολής, όπου η άποψη του Marshall (1890) αποτυπώνει το νέο πνεύμα που κυριαρχούσε στην οικονομική σκέψη : Και αν είχαμε μια καινούρια αφετηρία, θα ήτανε ορθό να θεωρήσουμε όλη την εργασία παραγωγική, εκτός από εκείνη που αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον σκοπό προς τον οποίο είχε σχεδιαστεί, και επομένως δεν παράγει καμιά χρησιμότητα (Marshall 1890, σ. 54) Από το ορισμό αυτό και έπειτα, παραγωγική εργασία θα θεωρούνταν κάθε εργασία, η οποία είναι χρήσιμη και χρήσιμη κάθε εργασία που αμείβεται στην αγορά. Παραγωγική εργασία κάθε εργασία που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή οποιωνδήποτε αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται στην αγορά. 12

Η διάκριση αυτή, από εκεί και έπειτα συνεχίστηκε να χρησιμοποιείται στα εθνικολογιστικά συστήματα των πρώην κεντρικά σχεδιασμένων οικονομιών, και είναι εξαιρετικά σημαντική για τα Μαρξιστικά οικονομικά (Τσουλφίδης 2004). Ο Mandel (1981)θεωρεί πως ένας ακριβής ορισμός της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας έχει θεωρητική σημασία και για τον καπιταλισμό. Ο διαχωρισμός έχει νόημα και στον υπολογισμό της αξίας του εθνικού εισοδήματος. Επιπλέον, οι Savran and Tonak (1999) θεωρούν πως το ζήτημα της διάκρισης είναι διαφιλονικούμενο για ένα ακόμα λόγο. Κατανοώντας την επίδραση που έχει η μεγέθυνση του τομέα των υπηρεσιών στην καπιταλιστική διαδικασία αναπαραγωγής, παρατηρούν πως οι μεταβολές του ποσοστού κέρδους στην οικονομία μπορούν να εξηγηθούν βάσει αυτής της διάκρισης (μη παραγωγικός τομέας). Τέλος, υπάρχουν οικονομολόγοι (ορθόδοξοι), όπως οι Baumol (1967) και οι Bacon και Eltis (1976), έχοντας αφετηρία, όχι τον παραγωγή αξίας χρήσης, αλλά το κατά πόσο τα πρότυπα ακολουθούν μια ορθολογιστική καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, χωρίζουν την οικονομία σε δύο τομείς (market-non market sector), όπου ο παραγωγικός υπόκειται σε μεταβολές της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω τεχνολογικών βελτιώσεων, ενώ ο μη παραγωγικός έχει στάσιμο ρυθμό παραγωγικότητας όσον αφορά την εργασία. Ο μη παραγωγικός εν απουσία χαμηλής ελαστικότητας της τιμής και υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας ως προς την ζήτηση, καταλήγει εκτός αγοράς, επιδοτείται και εμπίπτει σε ερασιτεχνισμούς. Επιπλέον παρατήρησαν, ότι μεταπολεμικά, τις εποχές που εφαρμόστηκαν οι Κεϋνσιανές πολιτικές στις Η.Π.Α και στην Αγγλία, πως τομείς μη παραγωγικοί, με την αύξηση των εργασιών τους συμβάλουν στην πτώση της παραγωγικότητας, της γενικής οικονομίας, και προτείνουν για τέτοιους κλάδους, ιδιωτικοποιήσεις. Στον παρακάτω πίνακα μπορούμε να δούμε το προϊόν και το ποσοστό μεταβολής του ανάμεσα στους παραγωγικούς και μη παραγωγικούς τομείς τριών οικονομιών-στόχων (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) ως αποτέλεσμα της διανομής του και της διάρθρωσης αυτών των οικονομιών: Πίνακας 1.2.1: Μέση ποσοστιαία Μεταβολή Παραγωγικών/Μη παραγωγικών Δραστηριοτήτων Δεκαετίες Μέση Μεταβολή Παραγωγικού/Μη παραγωγικού τομέα (προϊόν) 1970 1980 1990 2000-07 Χώρες/Τομείς P NP P NP P NP P NP Ελλάδα % 4,50 5,24 0,08 2,49 0,46 2,95 1,19 4,32 Πορτογαλία '06 % 14,28 12,62 2,76 1,53 3,57 4,53 1,11 2,56 Ισπανία% 13,48 13,19 1,79 3,03 2,96 3,67 4,43 5,20 Παρατηρούμε για παράδειγμα πως την Ελλάδα ο μη παραγωγικός τομέας την δεκαετία του 1970 μετέβαλε κατά μέσο όρο το προϊόν κατά 5,24% σε αντίθεση με το παραγωγικό τομέα του οποίου η μεταβολή άγγιζε το 4,50%. Από την άλλη στην Πορτογαλία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13

12,62% και 14,28% αντιστοίχως για την ίδια δεκαετία ενώ στην Ισπανία το προσεχές διάστημα 13,19% και 13,48%. Αν θέλουμε να πάλι για το ίδιο διάστημα να αποτυπώσουμε τις μεταβολές του προϊόντος εντός της σφαίρας των τομέων για τις ίδιες χώρες: Πίνακας 1.2.2: Τομείς Δραστηριότητας και Προϊόν (Ελλάδα) Ελλάδα, Μέση Μεταβολή Τομέα Παραγωγικής Δραστηριότητας (Προϊόν) Τομείς/Δεκαετίες 1970 1980 1990 2000-07 Πρωτογενής % 1,90 2,05 0,01-1,93 Δευτερογενής % 15,36-0,15-0,26 2,23 Τριτογενής % 5,24 0,86 2,95 4,32 Πίνακας 1.2.3: Τομείς Δραστηριότητας και Προϊόν (Πορτογαλία) Πορτογαλία, Μέση Μεταβολή Τομέα Παραγωγικής Δραστηριότητας (Προϊόν) Τομείς/Δεακετίες 1970 1980 1990 2000-07 Πρωτογενής % 12,02 2,00 1,58 0,05 Δευτερογενής % 14,59 2,86 2,86 1,20 Τριτογενής % 12,62 1,53 4,53 2,56 Πίνακας 1.2.4: Τομείς Δραστηριότητας και Προϊόν (Ισπανία) Ισπανία, Μέση Μεταβολή Τομέα Παραγωγικής Δραστηριότητας (Προϊόν) Τομεις/Δεκαετίες 1970 1980 1990 2000-07 Πρωτογενής % 13,88 3,68 1,56-0,26 Δευτερογενής % 13,48 1,64 2,69 4,53 Τριτογενής % 13,19 3,03 3,67 5,20 Στο πίνακα 2 που αφορά την Ελλάδα το διάστημα 1970-2007, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως διακυμάνθηκε διαχρονικά το διάστημα αυτό το προϊόν του κάθε τομέα ως αποτέλεσμα της μέσης μεταβολής του(%) τις δεκαετίες αναφοράς. Το διάστημα για την Πορτογαλία είναι 1970-2006 και για την Ισπανία 1970-2007 επίσης. Μπορούμε, για παράδειγμα να διαπιστώσουμε ότι στην Ισπανία το διάστημα 2000-07 η μέση μεταβολή του προϊόντος του πρωτογενούς τομέα παρουσίασε μείωση στο διάστημα 2000-2007 της τάξης του (0,26%) ενώ η αντίστοιχη του 14

δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα παρουσίασε αύξηση 4,53% και 5,20% αντιστοίχως. Τα στοιχεία έχουν τροποποιηθεί από την EU KLems, Growth and Productivity Accounts Volume 1.0 (March 2007). Να σημειωθεί, τέλος, πως η διάκριση εδώ γίνεται, όσο αυτό μπορεί να είναι συνεπές, με βάση την αξία χρήσης που παράγεται, όπως αυτή αφορά στη κλασσική οικονομική σκέψη. Για τους Sungur Savran και Ε. Ahmet Tonak(1999) η ανάπτυξη του μη παραγωγικού τομέα στα καπιταλιστικά συστήματα, τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση σε συνδυασμό με την τεχνολογική πρόοδο και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής. Η εξάπλωση στην οικιακή και διεθνή μετάδοση της επικοινωνίας, η μεγάλη μεγέθυνση των τουριστικών επιχειρήσεων και των υπηρεσιών φροντίδας, οι μορφές του μαζικού αθλητισμού και της φυσικής άθλησης οργανωμένων υπό την καπιταλιστική μορφή είναι μόνο μερικά παραδείγματα από αυτά που αναφέρονται στην σχετική βιβλιογραφία ως αποτελέσματα της μεγέθυνσης ενός τομέα που το προϊόν του δεν αποτελεί παραγωγή αξίας χρήσης παρά μόνο αναπαραγωγή και διανομή της παραγμένης αξίας χρήσης των προηγούμενων μορφών καπιταλιστικής παραγωγής του προϊόντος. 15

1.3 Παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στον Marx Ο Μαρξ (1869) ορίζει ως παραγωγική εργασία την μισθωτή εργασία που παράγει υπεραξία για το κεφάλαιο, δηλαδή την εργασία που παράγει κεφάλαιο. Η διάκριση μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή μέσα από τις ενότητες δραστηριοτήτων μέσω των οποίων εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή κάθε οικονομίας και κοινωνίας γενικά: Παραγωγή (production): διαδικασία κατά την οποία οι διάφορες εισροές (αξίες χρήσης) αναλώνονται, προκειμένου να δημιουργηθούν μέσω της εργασίας καινούριες αξίες χρήσης ή να μετασχηματιστούν οι ήδη υπάρχουσες αξίες χρήσης Κυκλοφορία ή διανομή (circulation of distribution): διαδικασία κατά την οποία διάφορες εισροές (αξίες χρήσης) χρησιμοποιούνται ως μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητα (εργασία), προκειμένου μια σειρά από αξίες χρήσης να αλλάξουν ιδιοκτησία (βλ. αξία ανταλλαγής) Συντήρηση και αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης (preservation and reproduction of social order): διαδικασία, όπου διάφορες εισροές (αξίες χρήσης) σε συνδυασμό με ανθρώπινη δραστηριότητα (εργασία), χρησιμοποιούνται με σκοπό την διατήρηση και αναπαραγωγή της κοινωνικής τάξης. Σ αυτήν την δραστηριότητα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης, το νομικό σύστημα, οι φυλακές, ο στρατός, η ιδιωτική και δημόσια αστυνομία κλπ. Προσωπική κατανάλωση (personal consumption): διαδικασία κατά την οποία αξίες χρήσης καταναλώνονται με σκοπό την προσωπική αναπαραγωγή των καταναλωτών (Τσαλίκη και Τσουλφίδης 2013). Οι παραπάνω κατηγορίες κοινωνικής παραγωγής μπορούν να παρασταθούν ως έξης: Πίνακας 1.3.1 : Σφαίρες Κοινωνικής Παραγωγής Αξίες Χρήσης (1) Πώληση με κέρδος (2) Μισθωτή Εργασία (3) Παραγωγή νέας Αξίας (4) Ιδιοκτησιακά Δικαιώματα (νέα ή διατήρηση παλιών) (5) Παραγωγή ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΟΧΙ Διανομή ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΟΧΙ ΝΑΙ Αναπαραγωγή ΝΑΙ - ΝΑΙ ΟΧΙ ΝΑΙ Κατανάλωση ΝΑΙ ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ - Πηγή: Δοκίμια Πολιτική Οικονομίας(1999), σ.191 Στην στήλη (1), οι αξίες χρήσης παράγονται ως κεφάλαιο για τον ιδιοκτήτη των μέσων, χωρίς να αναφέρονται αναγκαστικά στην καπιταλιστική σχέση παραγωγής. Στην στήλη (2)η παραγόμενες αξίες χρήσης αποσκοπούν στην πώληση για δημιουργία πλεονάσματος, χωρίς να υπονοείται ότι υπάρχει μισθωτή εργασία, άρα και καπιταλιστική σχέση παραγωγής. Στην στήλη (3) περιγράφονται όσες παραγωγικές διαδικασίες εμπεριέχουν μισθωτή εργασία, αναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία και μετασχηματίζονται σε κεφάλαιο με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Στην στήλη (4), περιγράφεται ακριβώς αυτό που εννοείται ως καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, όπου η μισθωτή εργασία δεν 16

ανταλλάσσεται μόνο με κεφάλαιο αλλά παράγει και υπερπροϊόν και νέα αξία για τον εργοδότη που μπορεί να συσσωρευτεί. Αξίζει να ειπωθεί, ότι μόνο στην σφαίρα της παραγωγής υπάρχει η δημιουργία υπεραξίας, ενώ η σφαίρα της διανομής ή κυκλοφορίας, αφορά στην κατανάλωση της ήδη υπάρχουσας. Οι Savran and Tonak (1999) αναφέρουν ότι οι δραστηριότητες της παραγωγής είναι αυτές που μετατρέπουν την φυσική μορφή των αντικειμένων και διαμεσολαβούν μεταξύ της φύσης και του ανθρώπου. Οι σφαίρες της κυκλοφορίας και διανομής, είναι οι παραγωγικές εκείνες σχέσεις που απορρέουν από ένα ιστορικά καθορισμένο σύνολο κοινωνικοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Για να καθίσταται παραγωγική μια διαδικασία, πρέπει να είναι παραγωγική για το κεφάλαιο. Ο Marx (1869) αναφέρει, ότι υπάρχουν τομείς στην καπιταλιστική οικονομία, όπου δεν έχει νόημα η διάκριση της παραγωγικής/μη παραγωγικής εργασία, μιας και δεν υπάρχει η σχέση μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου. Ο αυτοαπασχολούμενος θεωρεί τον εαυτό του μισθωτό εργάτη και τα μέσα παραγωγής ως κεφάλαιο. Αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε το τελευταίο, θα λέγαμε ότι οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροεργοδότες που απασχολούνται στην σφαίρα της κυκλοφορίας, αποτελούν μη παραγωγική εργασία. Ωστόσο, μέρος αυτών που απασχολούνται στην παραγωγική διαδικασία, θεωρούνται παραγωγικοί εργάτες και καπιταλιστές. Επιπρόσθετα, οι διαδικασίες αποθήκευσης και μεταφοράς που έχουν στόχο την μεταφορά της παραγόμενης αξίας χρήσης στον αγοραστή, είναι απολύτως ίδιες με τις υπόλοιπες σχέσεις καπιταλιστικής παραγωγής, κι αυτό γιατί η διάκριση δεν έχει σχέση με το περιεχόμενο της εργασίας. Αναφέρει ως παράδειγμα την πώληση του τραγουδιού από τον τραγουδιστή, όπου όταν πωλεί το τραγούδι για τον ίδιο θεωρείται μη παραγωγική εργασία, ενώ όταν μισθώνεται από τον επιχειρηματία και αποκομίζει κέρδος, αποτελεί παραγωγική εργασία (Theories of Surplus Value I, κεφ. 4). Σύμφωνα με τον Marx, λοιπόν, και τους σχετικούς σχολιαστές, θα μπορούσαμε να παραδεχθούμε ότι παραγωγική εργασία είναι η μισθωτή εργασία που απασχολείται στην σφαίρα της παραγωγής, είναι οργανωμένη σύμφωνα με τα καπιταλιστικά πρότυπα και δημιουργεί υπεραξία. Ο Rubin (1928) συνοψίζει τη διάκριση ως: Κάθε τύπος που οργανώνεται σε μορφές της καπιταλιστικής διαδικασίας της παραγωγής ή διατυπωμένο με μεγαλύτερη ακρίβειαεργασία που προσλαμβάνεται από το παραγωγικό κεφάλαιο, δηλαδή το κεφάλαιο στη φάση της παραγωγής καλείται, παραγωγική εργασία (Rubin 1928, σ. 269) 17

2 Η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους Ο ορισμός του ποσοστού του κέρδος έχει σημασία, όχι τόσο για την διάκριση αυτή καθεαυτή, αλλά είναι ένας δείκτης με τον οποίο μπορεί να παρασταθεί από τους εθνικολογιστικούς λογαριασμούς, όπως θα δούμε παρακάτω καθώς θα προχωράει η ανάλυση των οικονομιών στόχων που μας αφορούν, τον βαθμό απόδοσης των συστημάτων των οικονομιών καθώς και την πορεία τους ως σύνολο από την άνθηση στην κρίση και ύφεση, καθώς το μακρό κύμα της οικονομίας διαπερνά τον άξονα της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Στην ουσία, εδώ αποτελεί μια «παρέκβαση» από το κεντρικό θέμα της συζήτησης, εξίσου όμως χρήσιμη μιας και θα μας απασχολήσει παρακάτω, όλο και περισσότερο όσο θα προχωράμε στην έρευνα και την αποτύπωση των στοιχείων που απαρτίζουν την ανάλυση, και η αναζήτηση ενός συνολικού μέτρου απόδοσης ή τάσεων των οικονομιών που εξετάζουμε θα είναι επιτακτική. 2.1 Το ποσοστό του κέρδους και τα συστατικά του μέρη Ο Marx κάνει σαφές ότι οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά πραγματοποιούνται με στόχο την ορθολογικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και, επομένως, τη μείωση του μοναδιαίου κόστους, ακόμη και κάτω από το μέσο όρο του κλάδου για την άντληση υπερκερδών, δηλαδή για την εξασφάλιση ενός ποσοστού κέρδους πέρα και πάνω από το μέσο ποσοστό κέρδους της οικονομίας (Capital, Vol. 1,2). Το ποσοστό του κέρδους είναι ο δείκτης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και έχει σχέση με την μάζα των κερδών που πραγματοποιήθηκαν στην διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου, ενός έτους, προς το συνολικό ποσό των επενδυμένων κεφαλαίων σε μια επιχείρηση ή στο σύνολο της οικονομίας (Dumenil and Levy, 2004) Για τον Marx, το ποσοστό του κέρδους, συνδέεται αναλόγως με την υπεραξία και αντιστρόφως ανάλογα με την σύνθεση του κεφαλαίου. Η σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης της υπεραξίας με αποτέλεσμα την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Ο ορισμός του ποσοστού κέρδους μπορεί να παρασταθεί και από τον τύπο (σχέση 2.1.1): όπου r= ποσοστό κέρδους, S= συνολικά κέρδη (υπεραξία), K= συνολικά επενδυμένο κεφάλαιο (μηχανήματα και εγκαταστάσεις) και V= μεταβλητό κεφάλαιο. Από την διάσπαση του ποσοστού κέρδους στα συστατικά του μέρη (σχέση 2.1.2): ( ) ( ) 18

όπου Y= V+S= συνολική νέα αξία, L= ώρες εργασίας, y= Y/L= παραγωγικότητα της εργασίας και w=μέσος πραγματικός μισθός. Επομένως η ελάττωση του μεταβλητού κεφαλαίου μπορεί να ισοφαριστεί με την ανάλογη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, ή η μείωση ταυ αριθμού των απασχολημένων εργατών ισοφαρίζεται με ανάλογη παράταση της εργάσιμης ημέρας. Έτσι, μέσα σε ορισμένα όρια η εργασία πού μπορεί το κεφάλαιο να εκμεταλλεύεται είναι ανεξάρτητη από τον αριθμό των εργατών. Αντίστροφα, η ελάττωση του ποσοστού υπεραξίας αφήνει αμετάβλητη τη μάζα της υπεραξίας πού παράγεται, αν αυξηθεί ανάλογα το μέγεθος του μεταβλητού κεφαλαίου ή ο αριθμός των απασχολημένων εργατών (Το κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 318-319). Εξαιτίας της εισαγωγής όλο και πιο νέων μηχανοποιημένων μεθόδων παραγωγής, αυξάνεται η αξιακή σύνθεση (K/V) και ο λόγος (σταθερού ή παγίου) κεφαλαίου (καθαρού) προϊόντος (K/Y) σε φυσικούς όρους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και ο λόγος σε όρους αξιών ή άμεσων τιμών (K/L), όπου L=V+S=νέα αξία. Όταν, λοιπόν, η υλοποιημένη (δηλαδή σε φυσικούς όρους) σύνθεση του κεφαλαίου (K/L) αυξάνεται, συνεπάγεται ότι και η αξιακή σύνθεση κεφαλαίου (K/V) θα αυξάνεται, καθώς ο λόγος K/L αποτελεί το κάτω όριο του C/V. Την σχέση αυτή την αναπαράγουμε ως εξής (σχέση 2.1.3): ( ) Το ποσοστό υπεραξίας έχει αυξητική τάση και άρα, όταν ο λόγος K/L αυξάνεται, ο λόγος K/V θα αυξάνεται αναγκαστικά ακόμη περισσότερο. Όταν η υλοποιημένη σύνθεση κεφαλαίου (K/L) αυξάνεται, εξαιτίας της ανοδικής τάσης του μοναδιαίου κεφαλαιακού κόστους, η αξιακή σύνθεση κεφαλαίου (C/V)αυξάνεται ακόμα πιο γρήγορα. Η οργανική σύνθεση κεφαλαίου αυξάνεται ανάλογα με την τεχνική σύνθεση κεφαλαίου (M/L), δηλαδή των λόγο των παραγόμενων μέσων προς της εργασία σε φυσικούς όρους. Έτσι, η οργανική και η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου συνδέονται μεταξύ τους μέσω της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου, M/L, Η ΑΣΚ, σε κάθε χρονική περίοδο, εκφράζει την ΤΣΚ σε τρέχοντες αξιακούς όρους. Η ΟΣΚ εκφράζει την ΤΣΚ σε (σταθερούς) αξιακούς όρους (λ Κ M/λ W wl). Δηλαδή, η ΟΣΚ εκφράζει πιο συγκεκριμένα την μεταβαλλόμενη διαχρονικά τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου σταθμισμένη με τις αξίες της αρχικής περιόδου. Επομένως όταν η ΤΣΚ αυξάνεται, η ΟΣΚ επίσης αυξάνεται, ενώ η τάση της ΑΣΚ εξαρτάται και από τις μοναδιαίες αξίες των μέσων παραγωγής λ Κ, και των μέσων κατανάλωσης (μισθιακά εμπορεύματα) λ W, (όπως και της κάθε φορά ποσότητας τους) που απαρτίζουν την αξία της εργασιακής δύναμης (Τσαλίκη και Τσουλφιδης 2013). Οι μοναδιαίες αξίες λ Κ και λ W, αντιπροσωπεύουν τμήματα της παραγωγής τόσο σε κεφαλαιουχικά προϊόντα, όσο και σε καταναλωτικά αγαθά και με τις επικαλύψεις που δημιουργούνται λόγω του μεγάλου αριθμού των κλάδων, αλλά και εξαιτίας των διαφορετικών χρήσεων που έχουν αυτά, ο λόγος τους εκφράζεται ως λ Κ /λ W =1.Με τον όρο διαφορετικές χρήσεις εννοούμε ότι ένα αγαθό, ανάλογα με την χρήση που του γίνεται μπορεί να είναι κεφαλαιουχικό ή καταναλωτικό. Το μοναδιαίο αποτέλεσμα που δίνει εκφράζει αυτό ακριβώς. Ότι η επίδραση 19

που ασκούν στην ΑΣΚ είναι μακροχρόνια ουδέτερη, δηλαδή οι τιμές των παραγωγικών μέσων εξισώνονται, όπως αυτές εκφράζονται στους πίνακες εισροών-εκροών πολλών κλάδων και σε συνδυασμό με την διάχυση της τεχνολογίας σε όλους τους κλάδους αργά ή γρήγορα το σύνολο της παραγωγικότητας δε αργεί να εκφραστεί μέσα από την αύξηση της ΑΣΚ και εντέλει της ΟΣΚ. O Marx επ αυτού σημειώνει: η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου δεν περιορίζεται σε κάποια επιμέρους σφαίρα της παραγωγής, αλλά πραγματοποιείται λίγο ή πολύ σε όλες. επομένως οι μεταβολές στην παραγωγικότητα αντανακλώνται γενικά σε όλη την οικονομία (Κεφάλαιο ΙΙΙ, σ. 212) Εν τέλει, ο Marx διατείνεται ότι η ενδογενής τάση που έχει το κεφάλαιο για μηχανοποίηση, αυτοματοποίηση και κεφαλαιοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, εκφράζεται αρχικά με την ανοδική τάση της ΤΣΚ καταλήγει στην αύξηση της ΑΣΚ, και εν τέλει στην αύξηση της ΟΣΚ,. Αυτό συμβαίνει παρά την πτώση της μοναδιαίας αξίας των στοιχείων του σταθερού (και του μεταβλητού) κεφαλαίου ή την εξοικονόμηση που μπορεί να γίνει στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, δηλαδή η αύξηση του λόγου K/V, συμβάλει στην πτώση του ποσοστού κέρδους παρά την αυξητική τάση του ποσοστού υπεραξίας, η οποία τείνει να αυξάνει το ποσοστό κέρδους (Capital, Vol III). Σε παρακάτω κεφάλαιο, θα αναλυθεί περαιτέρω, ο ορισμός αυτός και θα γίνει προσπάθεια εύρεσης του ποσοστού αυτού για τις οικονομίες που εξετάζουμε (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία). 20

3.Κλασσικοί και Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Στο παρόν κεφάλαιο, θα αναφερθούμε πρώτα, στις διαφορές μέτρησης που προκύπτουν από την διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας στην αποτύπωση των κλασσικών και ορθόδοξων εθνικών λογαριασμών, διαφορές που οφείλονται, σαφώς στην εννοιολογική διαφορετική τοποθέτηση που έχουν τόσο η κλασσική, όσο και η νεοκλασική σχολή σκέψης, περί παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας. Διαφορές που προκύπτουν, τόσο από τον ορισμό των μεταβλητών και τις παραδοχές που κάνουν γι αυτές, όσο και στα αποτελέσματα που δίνονται από την μέτρηση τους σε καθαρούς όρους. Τέλος, θα παρουσιάσουμε σχεδιαγράμματα, όπου θα φαίνεται σε πραγματικά στοιχεία η διαφορά στην μέτρηση που προκύπτει από τους εθνικούς λογαριασμούς των χωρών της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. 3.1 Εθνικοί Λογαριασμοί Και Διάκριση μεταξύ Παραγωγικής και μη Παραγωγικής Εργασίας Ήδη από τα χρόνια των μερκαντιλιστών, υπήρχε η επιθυμία εκτίμησης του κοινωνικού πλούτου, καταγραφής του και ανάλυσης των συστατικών του και διανομής του στις κοινωνικές τάξεις. Οι φυσιοκράτες, προσπάθησαν να εκτιμήσουν τον πλούτο αυτό και συνέλαβαν την διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής, ως ένα σύστημα διπλής εισόδου, προτάσσοντας τον αγροτικό τομέα ως κύρια πηγή δημιουργίας του πλούτου. Οι Smith και Ricardo, βασιζόμενοι στο έργο των φυσιοκρατών, διεύρυναν το σύστημα τους, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία πλούτου είναι αποτέλεσμα ροής των εισοδημάτων, που προέρχονται από μισθούς, κέρδη και γαιοπρόσοδο, και ανίχνευσαν την αιτία δημιουργίας αυτού και στην σφαίρα της βιομηχανικής παραγωγής (Τσαλίκη και Τσουλφίδης 2012). Το σύστημα των Εθνικών Λογαριασμών ουσιαστικά αναπτύχθηκε και υιοθετήθηκε διεθνώς μετά την δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας από τον Keynes. Το σύστημα των εθνικών λογαριασμών οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην προσέγγιση αυτή και έννοιες όπως οι συνολικές δαπάνες κατανάλωσης και επένδυσης κ.ο.κ. έχουν την βάση τους σ αυτή την σκέψη. Σημαντική ήταν επίσης η προσέγγιση των Simon Kuznets (1971) και Richard Stone (1984), όπου με την σκέψη τους καθόρισαν τον υπολογισμό των μεταβλητών αυτών. (Λ. Τσουλφίδης 2004). Αυτό που επικράτησε και έμεινε ως αντίληψη για πολλά χρόνια (μέχρι τουλάχιστον τα τέλη της δεκαετίας του 1970)ήταν πως αν η οικονομία αφεθεί στις δικές της δυνάμεις οδηγείται σε περιόδους κρίσης και εκτεταμένης ανεργίας. Αυτό που προκύπτει ως ανάγκη είναι η ύπαρξη, επομένως, ενός παρεμβατικού κράτους η οποία εκδηλώνεται μέσω της άσκησης νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών. Ο όρος που καθόρισε την δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος προκύπτει από την θεωρία της ενεργούς ζήτησης του Keynes όπου οι δαπάνες είναι αυτές που καθορίζουν το ύψος του παραγόμενου προϊόντος και την απαιτούμενη για την παραγωγική του απασχόληση: Το σύστημα των εθνικών λογαριασμών προέκυψε από τις ανάγκες της οικονομικής πολιτικής και η ιστορία της ανάπτυξης του συστήματος εθνικών λογαριασμών είναι στην πραγματικότητα αδιαχώριστη από την ιστορία των οικονομικών προβλημάτων, που τέθηκαν από την κρίση της 21

δεκαετίας του 1930, από την βιομηχανική κινητικότητα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και από τους μεταπολεμικούς επαναπροσδιορισμούς μεταξύ των εθνών (Ruggles and Ruggles 1956, σ. 5) Οι ασκούμενες πολιτικές από το εκάστοτε κράτος βασίζονται στα στοιχεία αυτά και είναι χρήσιμο για το ίδιο να γνωρίζει με ποιο τρόπο δαπανάται το εισόδημα, τον ρυθμό αποταμίευσης και την επένδυση που προκύπτει ως αποτέλεσμα της διαδικασίας συσσώρευσης, ώστε να προβαίνει σε αντίστοιχες κάθε φορά παρεμβατικές ή όχι ρυθμιστικού ή επιχειρηματικού τύπου δραστηριότητες. Επιπλέον, το κράτος ενδιαφέρεται για τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις των επενδύσεων στο εισόδημα και την απασχόληση. Στην μεταπολεμική περίοδο η κλασσική διχοτόμηση εγκαταλείφθηκε προς χάριν την νεοκλασικής άποψης του Marshall(1890) του οποίου η άποψη περί παραγωγικής ή μη εργασίας, όπως είπαμε παραπάνω, συνάδει με την γνώμη ότι κάθε εργασία εκτός από εκείνη που αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον σκοπό της είναι παραγωγική, εάν η αγορά είναι κάθε φορά πρόθυμη να την ανταλλάξει με μισθό, μιας και θεωρεί πως παράγει αξία (πλεόνασμα) με αποτέλεσμα να την καθιστά μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Τα χρόνια της «άνθισης της οικονομίας», πολλοί «μη παραγωγικοί κλάδοι» (ασφάλειες, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κλπ. ) σύμφωνα με την κλασσική διχοτόμηση αύξησαν το προϊόν τους υπέρμετρα εις βάρος των «παραγωγικών κλάδων» (βιομηχανία, γεωργία) με αποτέλεσμα να γίνει και πάλι μέρος της συζήτησης μεταξύ των οικονομολόγων το ζήτημα της διάκρισης της εργασίας, ως ερώτημα για το αποτέλεσμα που έχει αυτή η αύξηση των μη παραγωγικών δραστηριοτήτων στην συνολική οικονομία τόσο για την συσσώρευση της ίδιας της οικονομίας και το μέρος που αναλογεί κάθε φορά στον παραγωγικό τομέα, όσο και για τις μακροχρόνιες δυνατότητες που έχει υπό αυτή την δυναμική για να αναπαράγεται ες αεί (Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013). 22

3.2 Εθνικοί λογαριασμοί και κλασσικές-ορθόδοξες κατηγορίες Για την νέο-κλασσική θεωρία κάθε εργασία που αποφέρει μια αμοιβή στην αγορά μπορεί να χαρακτηριστεί παραγωγική, μιας και αποφέρει νέα αξία. Έτσι, στους συμβατικούς εθνικούς λογαριασμούς (ΕΛ) οποιαδήποτε εργασία ανεξαρτήτως της σφαίρας παραγωγής που ανήκει, ακόμα και αυτές που απλώς συντηρούν και αναπαράγουν την κοινωνική τάξη θεωρούνται πως παράγουν νέα αξία και αυξάνουν το επίπεδο ευημερίας και πλούτου της κοινωνίας. Σύμφωνα με του ΕΛ των νέοκλασσικών μόνο στην σφαίρα της προσωπικής κατανάλωσης δε συναντάμε παραγωγή νέας αξίας και προϊόντος. Στον παρακάτω πίνακα (2) βλέπουμε τις κατηγορίες που χαρακτηρίζονται από εκτέλεση παραγωγικής εργασίας και ποιοι εμπεριέχουν μη παραγωγική ή και καθόλου εργασία. Πίνακας 3.2.1 : Κλάδοι εθνικών λογαριασμών και παραγωγική-μη παραγωγική εργασία Οικονομικός κλάδος (ΕΛ) 1. Δάση, Γεωργία, Αλιεία 2. Ορυχεία 3. Μεταποίηση 4. Ηλεκτρισμός, Φωταέριο, Ύδρευση 5. Κατασκευές 6. Μεταφορές, Επικοινωνίες 7. Εμπόριο 8. Τράπεζες, Ασφάλειες, Κτηματκές Επιχειρήσεις 9. Κατοικίες 10. Δημόσια Διοίκηση, Ασφάλεια 11. Υγεία, Εκπαίδευση 12. Διάφορες Υπηρεσίες Παραγωγική Εργασία ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ Ιδιωτική ΝΑΙ ΝΑΙ Μη παραγωγική Εργασια ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ Δημόσια ΝΑΙ ΝΑΙ Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες αφορούν στην απόσπαση της υπεραξίας από του παραγωγικούς τομείς, οπότε και η μέτρηση της αξίας τέτοιων κλάδων που έχουν σχέση είτε με το εμπόριο, είτε με χρηματοοικονομικές παραγωγικές διαδικασίες δηλαδή συναλλαγές και αλλαγές στην ιδιοκτησία ή δανεισμό χρεογράφων και χρηματικού κεφαλαίου (π.χ. τράπεζες, ασφάλειες, κτηματικές επιχειρήσεις) είτε αφορά σε αξία εντελώς πλασματική δημιουργίας αξίας (π.χ. κατοικίες) 1 είτε τέλος καταμετράται για δεύτερη φορά (π.χ. δημόσια διοίκηση και άμυνα) 2 παρουσιάζονται στις μετρήσεις των ορθόδοξων ΕΛ ως διπλά καταγεγραμμένες. Είναι σαφές, ότι η διαφορά στη θεώρηση των κλάδων και η κατάταξη τους σε παραγωγικούς και μη έχει επίπτωση στην μέτρηση των διαφόρων μεταβλητών (ποσοστό υπεραξίας, ποσοστό κέρδους κλπ.) και η μέτρηση τους δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη επεξεργασία. Η διάκριση έχει να κάνει με τις δραστηριότητες που παράγουν νέα αξία και αυτές που απορροφούν μέρος της παραγμένης αξίας. Αν θέλαμε, εν συνεχεία, να απλοποιήσουμε το σχήμα της οικονομίας ώστε να δούμε σε μια πρώτη ανάγνωση την διαφορά μεταξύ των 1 Οι ιδιοκτήτες κατοικιών θεωρούνται ότι ενοικιάζουν τις κατοικίες στους εαυτούς τους καταβάλλοντας (τεκμαρτά) ενοίκια τα οποία αυξάνουν το συνολικό εισόδημα και προϊόν της οικονομίας. 2 Στους ΕΛ η συνεισφορά του δημόσιου τομέα στο Α.Ε.Π. είναι ίση με τους μισθούς των υπαλλήλων που απασχολούνται. Οι μισθοί αυτοί προέρχονται από τους φόρους που επιβάλλονται στο προϊόν και στα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα και επομένως έχουν ήδη καταγραφεί στην μέτρηση του Α.Ε.Π., με αποτέλεσμα να παρατηρείται το πρόβλημα της διπλής μέτρησης. 23

κλασσικών κατηγοριών μέτρησης της αξίας και των αντίστοιχων ορθόδοξων, θα αντιστοιχούσαμε μία προς μία τις κατηγορίες ως εξής: οι ορθόδοξες κατηγορίες της ακαθάριστης παραγωγής, της καθαρής προστιθέμενης αξίας, οι αποσβέσεις (και πρώτες ύλες), οι μισθοί, τα κέρδη και ο λόγος κερδών-μισθών αντιστοιχούν μία προς μια στην κλασσική ακαθάριστη παραγωγή, στην κλασική καθαρή προστιθέμενη αξία, στο σταθερό κεφάλαιο, στο μεταβλητό κεφάλαιο, την υπεραξία και το ποσοστό υπεραξίας. Στην προσπάθεια της παρουσίασης μια οικονομίας με δύο τομείς όπου το προϊόν διανέμεται μεταξύ δύο τομέων (παραγωγή και εμπόριο) παρατηρούμε ότι οι κατηγορίες διαφέρουν ανάμεσα στα δύο συστήματα: Πίνακας 3.2.2 3 : ΟΕΛ και ΚΕΛ. Παραγωγή και εμπόριο Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή και Εμπόριο Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή Εμπόριο S=90 Πt=20 Πt=30 Wt=30 Wt=20 mt+dt=20 mt+dt=20 Πp=20 Πp=20 V=30 C=20 Wp=30 mp+dp=20 Wp=30 mp+dp=20 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή S+V+C=140 (mp+dp+wp+πp+mt+dt+wt+πt)=140 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία S+V=120 (Wp+Πp+Wt+Πt)=100 Μεταβλητό Κεφάλαιο Μισθοί V=30 Wp+Wt=50 Υπεραξία Κέρδη S=Πp+Πt+(mt+Dt)+Wt=90 Πp+Πt=50 Ποσοστό Υπεραξίας Κέρδη/Μισθοί S/V=300% (Π/W)=50/50=100% Πηγή: Δοκίμια Πολιτικής Οικονομίας (2013) Όπου: S= Υπεραξία, V= W p = Μεταβλητό Κεφάλαιο, C= m p +D p = Σταθερό κεφάλαιο, Π t = Κέρδη εμπορικού κεφαλαίου, W t = Μισθοί, m t +D t = πρώτες ύλες και αποσβέσεις Στον πίνακα 3.2.2 το μέτρο της συνολικής καθαρής προστιθέμενης αξίας των ορθόδοξων Εθνικών Λογαριασμών (ΟΕΛ) είναι συστηματικά μικρότερο από το αντίστοιχο μέτρο των Κλασσικών Εθνικών Λογαριασμών (ΚΕΛ). Επίσης, ο όρος «μεταβλητό κεφάλαιο», περιλαμβάνει μόνο τους μισθούς των παραγωγικών εργατών, εν αντιθέσει με την κατηγορία των ΟΕΛ, μισθοί και ημερομίσθια, που περιλαμβάνει και τις αμοιβές που λαμβάνουν οι μη παραγωγικοί εργάτες. Ακόμα, η συνολική υπεραξία που δημιουργούν οι παραγωγικοί εργάτες διαφέρει γενικά από το σύνολο των κερδών που αναφέρουν οι ΟΕΛ, καθώς ένα μέρος της απορροφάται από τα έξοδα της σφαίρας κυκλοφορίας και είτε δεν εμφανίζεται καθόλου στους ΟΕΛ (πρώτες ύλες και αποσβέσεις στον τομέα του εμπορίου) είτε παίρνει την μορφή των μισθών των μη παραγωγικών εργατών. Κατά συνέπεια ο λόγος μισθών-κερδών υποεκτιμά διπλά το ποσοστό υπεραξίας, διότι 3 Πηγή: Λ. Τσουλφίδης, Π. Τσαλίκη, Δοκίμια Πολιτικής Οικονομίας, Εκδόσεις Τζιόλα, 2013 24

αφενός μεν υποεκτιμά την συνολική υπεραξία και αφετέρου υπερεκτιμά το μεταβλητό κεφάλαιο. Στο παράδειγμα του πίνακα 3.2.3 παρακάτω, προστίθεται ο χρηματοπιστωτικός τομέας όπου τα έσοδα που προκύπτουν από τους τόκους των κεφαλαίων που δανείζονται η «παραγωγή» και το «εμπόριο» παίρνουν με την σειρά τους την μορφή των εξόδων για πρώτες ύλες και αποσβέσεις (m f +D f )και για μισθούς (W f ), ενώ το υπόλοιπο αποτελεί τα κέρδη του χρηματοοικονομικού τομέα (Π f ). Το αποτέλεσμα είναι ότι η κλασσική προστιθέμενη αξία αποκλίνει ακόμα περισσότερο από το αντίστοιχο μέτρο των ορθοδόξων ΕΛ, λόγω του ότι τα υλικά και οι αποσβέσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα δε συμπεριλαμβάνονται στην νέα αξία, που σύμφωνα με την κλασσική θεώρηση, έχει δημιουργηθεί στον τομέα της παραγωγής. Η συνολική υπεραξία αποκλίνει ακόμα περισσότερο, καθώς ένα καινούριο μέρος αποσπάται για υλικά και αποσβέσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και ο λόγος κερδών μισθών του μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω των της πρόσθεσης των μισθών των μη παραγωγικών εργαζόμενων του χρηματοπιστωτικού τομέα στον υπολογισμό της υπεραξίας στους ΟΕΛ. Συνεπώς ο λόγων κερδών-μισθών των ΟΕΛ δεν είναι συνεπής δείκτης μέτρησης της υπεραξίας μιας και ο κάθε τομέας που προστίθεται υποεκτιμά την πραγματική σχέση κερδών-μισθών και το πρόβλημα μεγεθύνεται ακόμα περισσότερο με την πρόσθεση των τομέων της δημόσιας διοίκησης και άμυνας (Τσαλίκη και Τσουλφίδης, 2013). Στην προσπάθεια μας, να διαπιστώσουμε αλλά και να μετρήσουμε το μέγεθος αυτό της υπεραξίας στις οικονομίες στόχους που μελετάμε (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία), έστω για τα έτη 1970 και 2007, βασιζόμαστε στα στοιχεία της NACE 2 την EUKlems Ameco για τα έτη τη 1970-2007 για Ελλάδα και Ισπανία και 1970-2006 για την Πορτογαλία. Οι κατηγορίες αφορούν 60 βιομηχανίες παραγωγικές και μη παραγωγικές για τις οποίες η διάκριση έγινε με βάση τον πίνακα 6 4 και περιλαμβάνουν εκτός των άλλων δραστηριότητες τόσο στον πρωτογενή, όσο Πίνακας 3.2.3: ΟΕΛ και ΚΕΛ: Παραγωγή, εμπόριο και χρηματοπιστωτικός τομέας Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή Εμπόριο και Πίστη Πf=10 Wf=15 mf+df=5 Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Πf=10 Wf=15 mf+df=5 S=90 Πt=10 Wt=20 mt+dt=20 Πp=10 Πp=20 Πt=10 Wt=20 mt+dt=20 V=30 Wp=30 Wp=30 C=20 mp+dp=20 mp+dp=20 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή C+V+S=140 (mp+dp+wp+πp+mt+dt+wt+πt+mf+df+wf+πf)=140 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία S+V=120 (Wp+Πp+Wt+Πt+Wf+Πf)=95 Μεταβλητό Κεφάλαιο Μισθοί V=Wp=30 Wp+Wt+Wf=65 Υπεραξία Κέρδη S=Πp+Πt+Πf+(mt+Dt)+(mf+Df)+Wt+Wf=90 Πp+Πt+Πf=30 Ποσοστό Υπεραξίας Ποσοστό Υπεραξίας S/V=300% (Π/W)=30/65=46% Πηγή: Δοκίμια Πολιτικής Οικονομίας (2013) 4 Πηγή: Λ. Τσουλφίδης, Π. Τσαλίκη, Δοκίμια Πολιτικής Οικονομίας, Εκδόσεις Τζιόλα, 2013 25

και στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, ακόμη και δημόσιο μη παραγωγικό (Πίνακας 3.2.4): κυρίως Πίνακας 3.2.4: Βιομηχανίες και Διάκριση Παραγωγικών, Μη παραγωγικών Τομέων INDUSTRIES TOTAL INDUSTRIES AGRICULTURE, HUNTING, FORESTRY AND FISHING a+b AGRICULTURE, HUNTING AND FORESTRY FISHING MINING AND QUARRYING c MINING AND QUARRYING OF ENERGY PRODUCING MATERIALS MINING AND QUARRYING EXCEPT ENERGY PRODUCING MATERIALS TOTAL MANUFACTURING d FOOD, BEVERAGES AND TOBACCO TEXTILES, TEXTILE, LEATHER AND FOOTWEAR WOOD AND OF WOOD AND CORK PULP, PAPER, PAPER, PRINTING AND PUBLISHING CHEMICAL, RUBBER, PLASTICS AND FUEL OTHER NON-METALLIC MINERAL BASIC METALS AND FABRICATED METAL MACHINERY, NEC ELECTRICAL AND OPTICAL EQUIPMENT TRANSPORT EQUIPMENT MANUFACTURING NEC; RECYCLING ELECTRICITY, GAS AND WATER SUPPLY e ELECTRICITY AND GAS WATER SUPPLY CONSTRUCTION f WHOLESALE AND RETAIL TRADE g HOTELS AND RESTAURANTS h TRANSPORT AND STORAGE AND COMMUNICATION i POST AND TELECOMMUNICATIONS FINANCE, INSURANCE, REAL ESTATE AND BUSINESS SERVICES jtk FINANCIAL INTERMEDIATION REAL ESTATE, RENTING AND BUSINESS ACTIVITIES COMMUNITY SOCIAL AND PERSONAL SERVICES ltq PUBLIC ADMIN AND DEFENCE; COMPULSORY SOCIAL SECURITY EDUCATION HEALTH AND SOCIAL WORK OTHER COMMUNITY, SOCIAL AND PERSONAL SERVICES PRIVATE HOUSEHOLDS WITH EMPLOYED PERSONS EXTRA-TERRITORIAL ORGANIZATIONS AND BODIES Πηγή: EUKLEMS database, November 2009 release, March 2011 update Οι παραγωγικοί τομείς αφορούν τις κατηγορίες atb, c (πρωτογενής τομέας),d, e και f (δευτερογενής τομέας), ενώ οι μη παραγωγικοί τις κατηγορίες g, h, i, jtk καθώς και ltq (τριτογενής τομέας και δημόσιος). Σύμφωνα με τους ορισμούς που δώσαμε παραπάνω για την διάκριση της εργασίας σε παραγωγική και μη μπορούμε σχηματικά να δούμε για τα έτη 1970 την καθαρή προστιθέμενη αξία, τα κέρδη και τους μισθούς, αλλά κυρίως την διαφορά στην μέτρηση της υπεραξίας που προκύπτει από τα δύο συστήματα για τις χώρες αναφοράς 5. Έτσι: 5 Οι υπολογισμοί είναι του συγγραφέα. 26

Ελλάδα 1970 Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή, Εμπόριο, Πίστη, Δ.Τ. Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Δ.Τ. 1.470 1.470 5.234 5.234 8.600 1.114 8.600 53.705 1.114 8.186 8.186 6.380 1.198 1.198 16.507 6.380 20.066 2.900 11.066 16.507 45.263 9.734 2.900 9.734 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή 74.504 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια 63.439 Μεταβλητό Κεφάλαιο 9.734 Υπεραξία Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή 126.653 Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία 51.463 Μισθοί 22.433 Κέρδη 53.705 Ποσοστό Υπεραξίας 29.030 Ποσοστό Υπεραξίας 5,517 1,294 Πορτογαλία 1970 Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Δ.Τ. 66 66 2.706 2.706 5.342 3.292 5.342 3.292 4.809 4.809 3.221 4.523 4.523 10.818 3.221 11.200 24.137 10.818 28.580 24.137 8.433 Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή 47.167 107.127 Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία 41.253 60.214 Μισθοί 8.433 42.435 Υπεραξία Κέρδη 32.821 17.779 Ποσοστό Υπεραξίας 3,892 0,419 Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή, Εμπόριο, Πίστη, Δ.Τ. 32.821 5.914 8.433 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Μεταβλητό Κεφάλαιο Ποσοστό Υπεραξίας 27

Ισπανία 1970 Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή, Εμπόριο, Πίστη, Δ.Τ. Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Δ.Τ. 5.426 5.426 44.485 44.485 42.919 6.950 42.919 251.650 6.950 48.280 48.280 14.897 11.665 11.665 48.925 14.897 89.149 34.073 46.596 48.925 247.823 58.139 34.073 58.139 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή 356.385 652.731 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία 309.789 263.218 Μεταβλητό Κεφάλαιο Μισθοί 58.139 146.796 Υπεραξία Κέρδη 251.650 116.422 Ποσοστό Υπεραξίας Ποσοστό Υπεραξίας 4,328 0,793 Ενώ για τα έτη 2007 στις ίδιες χώρες, μπορούμε να παρατηρήσουμε: Ελλάδα 2007 Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή, Εμπόριο, Πίστη, Δ.Τ. Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Δ.Τ. 3.760 3.760 18.958 18.958 31.085 4.175 31.085 91.633 4.175 35.290 35.290 17.339 6.880 6.880 60.109 17.339 43.520 13.641 13.942 60.109 76.617 18.228 13.641 18.228 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή 123.802 329.600 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία 109.861 138.627 Μεταβλητό Κεφάλαιο Μισθοί 18.228 69.833 Υπεραξία Κέρδη 91.633 68.794 Ποσοστό Υπεραξίας Ποσοστό Υπεραξίας 5,027 0,985 28

Πορτογαλία 2006 Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή, Εμπόριο, Πίστη, Δ.Τ. Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Δ.Τ. 268 268 24.110 24.110 28.583 3.292 28.583 102.613 3.292 37.287 37.287 37.171 9.300 9.300 42.625 37.171 11.200 19.361 15.615 42.625 28.580 20.528 19.361 20.528 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή 138.757 262.307 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία 123.142 129.705 Μεταβλητό Κεφάλαιο Μισθοί 20.528 77.773 Υπεραξία Κέρδη 102.613 51.931 Ποσοστό Υπεραξίας Ποσοστό Υπεραξίας 4,999 0,668 Ισπανία 2007 Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί Παραγωγή, Εμπόριο, Πίστη, Δ.Τ. Παραγωγή Εμπόριο Πίστη Δ.Τ. 10.153 10.153 173.927 173.927 151.723 6.950 151.723 758.751 6.950 48.280 48.280 38.710 74.825 74.825 197.455 38.710 329.481 104.491 122.095 197.455 735.757 158.789 104.491 158.789 Κλασσική Ακαθάριστη Παραγωγή Ορθόδοξη Ακαθάριστη Παραγωγή 1.039.635 2.030.543 Κλασσική Καθαρή Προστιθέμενη Αξια Ορθόδοξη Καθαρή Προστιθέμενη Αξία 917.540 875.122 Μεταβλητό Κεφάλαιο Μισθοί 158.789 489.828 Υπεραξία Κέρδη 758.751 385.294 Ποσοστό Υπεραξίας Ποσοστό Υπεραξίας 4,778 0,787 Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η τόσο η υπεραξία, όσο και η σχέση κερδών-μισθών έχει αυξηθεί στο σχετικό διάστημα 1970-2007, αύξηση που έχει να κάνει τόσο με την σχέση καθ εαυτή όσο και με το μερίδιο αύξησης των μη παραγωγικών τομέων στο σύνολο της οικονομίας. Φυσικά, αυτό που ενδιαφέρει την παρούσα εργασία δεν είναι στο σημείο αυτό η ποσοτική μέτρηση των τομέων καθ εαυτό αλλά η διαφορά που συστηματικά εμφανίζεται στους λογαριασμούς ως αποτέλεσμα της μέτρησης στις κατηγορίες που περιλαμβάνουν, διαφορές που εξηγήσαμε παραπάνω. Για παράδειγμα στην Ελλάδα του 1970 το ποσοστό της υπεραξίας εμφανιζόταν στους κλασσικούς ΕΛ ως 5,517 και στους αντίστοιχους ορθόδοξους, ως 1,294, ενώ για το 2007, το αντίστοιχα ποσοστά ήταν 5,027 και 0,985. 29

4.Εμπειρική Διερεύνηση Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε στοιχεία και δεδομένα που προκύπτουν από τις βασικές μεταβλητές των εθνικών λογαριασμών, όπως τις αναπτύξαμε παραπάνω και θα δούμε τις βασικές σχέσεις (υπεραξία, κέρδη-μισθοί, μεταβλητό κεφάλαιο κλπ.) που διέπουν το σύστημα των ΕΛ για τις χώρες Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε συγκριτικά αποτελέσματα. Η περίοδος που εξετάζουμε αφορά τα έτη 1970-2007, περίοδοι, ανάμεσα σε δύο κρίσεις (ή «σιωπηρή» κρίση του 1970-80 και η κρίση μετά το 2007 που ζούμε έως σήμερα) και εξετάζονται με βάση τα δεδομένα που έχουμε στην διάθεση μας από την Klems της Ameco, και τροποποιημένα από το σύστημα κατηγοριοποίησης των βιομηχανιών NACE 2, όπως το αναπτύξαμε παραπάνω. Συνεχίζουμε να θεωρούμε τόσο τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, ως παραγωγικούς κλάδους, όσο και τον τριτογενή ως μη παραγωγικό για λόγους απλοποίησης αλλά και συνέπειας ως προς την θεωρία της διάκρισης που συζητάμε. Τα δεδομένα συνεχίζουν να περικλείουν την πληροφορία του ετήσιου πληθωρισμού, όπως δίνεται από την Klems, και οι τιμές είναι σταθερές (2007). 4.1 Σχέση Παραγωγικών, Μη παραγωγικών Εργαζομένων και Μεταβλητό Κεφάλαιο (Μισθοί) Στην προσπάθεια μας, να αποτυπώσουμε σε αριθμούς τις μεταβολές του προϊόντος και των εργαζομένων που έλαβαν χώρα κατά τις δεκαετίες που ερευνούμε, μπορούμε σε μια πρώτη ανάγνωση να παρουσιάσουμε τις μεταβολές αυτές συνοπτικά ανά δεκαετία ως εξής: Πίνακας 4.1.1: Μεταβολή Προϊόντος Παραγωγικού/ Μη παραγωγικού Τομέα Ανά δεκαετία Μεταβολή Προϊόντος Παραγωγικού/Μη παραγωγικού τομέα (ανα δεκαετία) Δεκαετίες 1970-79 1980-89 1990-99 2000-07 Χώρες/Τομείς P NP P NP P NP P NP Ελλάδα % 56,0 64,2 3,5 25,4-0,2 24,1 8,3 34,4 Πορτογαλία % 49,2 25,8 27,5 20,0 37,2 41,0 4,9 13,6 Ισπανία % 39,6 36,6 24,4 33,7 23,3 35,1 30,2 43,3 Πίνακας 4.1.2: Μεταβολή Εργαζομένων στους Παραγωγικούς/Μη παραγωγικούς Κλάδους ανά δεκαετία Μεταβολή Απασχολούμενων Παραγωγικού/Μη παραγωγικού Τομέα (ανά δεκαετία) Δεκαετίες 1970-79 1980-89 1990-99 2000-07 Χώρες/Τομείς P NP P NP P NP P NP Ελλάδα % -2,9 32,6-8,2 25,9-11,4 28,0-9,7 18,5 Πορτογαλία % -2,9 16,8-4,6-2,2-14,8 17,7-9,7 9,1 Ισπανία % -10,4 17,5-11,7 26,8-0,4 22,7 15,5 30,8 Στον Πίνακα 4.1.1 μπορούμε να παρατηρήσουμε την μεταβολή του προϊόντος όχι ως μέσο όρο αύξησης ή μείωσης δεκαετίας όπως παραπάνω, αλλά ως την απόλυτη μεταβολή που είχε το συνολικό προϊόν της οικονομίας, όπως διανεμήθηκε στους παραγωγικούς και μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όλο αυτό το διάστημα. Μπορούμε, για 30

παράδειγμα να δούμε την σταδιακή μείωση του που υπέστη η παραγωγή του προϊόντος στον παραγωγικό τομέα της Ελλάδος σε σταθερές τιμές του 2007 και την σταδιακή αύξηση του προϊόντος του μη παραγωγικού τομέα το αντίστοιχο διάστημα, και να τα συγκρίνουμε με αντίστοιχα ποσοστά της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, όπου η εικόνα είναι σαφώς και πιο ισορροπημένη καθ όλο το διάστημα αναφοράς. Το γεγονός ότι οι τιμές είναι συνεχείς μας επιτρέπει να έχουμε μια συγκρίσιμη εικόνα για την πορεία και κατανομή του προϊόντος στους τομείς για την κατάσταση που επικρατούσε πριν την τελευταία κρίση. Μπορούμε, λοιπόν, να διαπιστώσουμε, ότι ενώ το προϊόν όσον αφορά την Ελλάδα, σε όρους 2007, μειωνόταν σταδιακά, στις δεκαετίες μετά το 1980, διατηρούσε τους ρυθμούς αύξησης του στους μη παραγωγικούς τομείς, ως αποτέλεσμα της αύξησης των τομέων αυτών, στα χρόνια της άνθισης, και επίσης λόγω της αυξανόμενης απόσπασης της υπεραξίας από τους πρωτογενείς και δευτερογενείς τομείς. Η διόγκωση των μη παραγωγικών τομέων θεωρείται δεδομένη τόσο εξαιτίας της ανάπτυξης των τομέων τεχνολογίας, όσο και των υπηρεσιών τουρισμού, αναψυχής, αθλητισμού αλλά και της διόγκωσης του χρηματοοικονομικού τομέα, με την απελευθέρωση που γνώρισαν οι κλάδοι αυτοί τα χρόνια μετά την δεκαετία του 1970-80. Αντίστοιχα, συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε και για την Πορτογαλία και Ισπανία θεωρώντας σαφώς και πιο ισορροπημένη την σχέση ανάμεσα σε παραγωγικούς και μη παραγωγικούς τομείς, όπως αποτυπώνεται από την μεταβολή του προϊόντος όλα αυτά τα χρόνια. Στον πίνακα 4.1.2, από την άλλη, βλέπουμε την μεταβολή που ίσχυσε τις δεκαετίες αυτές σε όρους εργαζομένων, μεταβολής που σαφώς είχε να κάνει με την μεταφορά απασχολούμενων από τους κλάδους της παραγωγής αξία χρήσης, σε κλάδους όπου έχουν να κάνουν με την σφαίρα της διανομής, αναπαραγωγής και προσωπικής κατανάλωσης. Έτσι, (εδώ οι μεταβολές εκφράζουν απόλυτους αριθμούς) μπορούμε να επεξεργαστούμε καλύτερα την απομείωση, σε αριθμούς εργαζομένων, που υπέστη ο παραγωγικός τομέας προς χάριν ενός ολοένα αυξανόμενου μη παραγωγικού τομέα, ο οποίος καλύπτει τις πιο εξειδικευμένες ανάγκες ενός πληθυσμού, σε οικονομίες που από «κλειστές» περνάνε σε φάσεις ανάπτυξης και πιο προχωρημένα στάδια οικονομικής ολοκλήρωσης. Στον πίνακα 4.1.3 παρακάτω μπορούμε να δούμε εκτενέστερα πως διαμορφώθηκε η σχέση μεταξύ αυτών των κλάδων σε αριθμούς εργαζομένων, όπου: EMP= Συνολικός αριθμός εργαζόμενων (σε χιλιάδες) EMPp= Αριθμός παραγωγικών εργαζόμενων (σε χιλιάδες) EMPnp= Αριθμός μη παραγωγικών εργαζόμενων (σε χιλιάδες) Για την Ελλάδα, παραδείγματος χάριν τα στοιχεία όπως τα τροποποιήσαμε από τα εθνικολογιστικα στοιχεία που μας δίνει η Ameco: 31

Πίνακας 4.1.3: Παραγωγική/Μη παραγωγική Εργασία και σχέσεις μισθών, εργαζόμενων ΕΛΛΑΔΑ 1970-2007 ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ/ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΝ YEAR EMP EMPp EMPnp COMPp COMPnp COMPp/COMPnp COMP/EMP COMPp/EMPp COMPnp/EMPnp EMPp/EMPnp EMP/EMPp EMP/EMPnp 1970 3.086 2.094 992 9.734 12.699 0,767 6,736 4,648 12,800 2,111 1,474 3,111 1971 3.019 2.040 978 10.869 13.588 0,800 7,522 5,327 13,889 2,086 1,479 3,086 1972 3.053 2.038 1.015 12.063 14.601 0,826 8,068 5,918 14,385 2,008 1,498 3,008 1973 3.091 2.037 1.053 13.379 15.657 0,855 8,570 6,567 14,866 1,935 1,517 2,935 1974 3.130 2.037 1.093 12.358 15.722 0,786 8,325 6,065 14,387 1,864 1,536 2,864 1975 3.173 2.039 1.134 13.339 16.565 0,805 8,901 6,544 14,607 1,798 1,556 2,798 1976 3.217 2.041 1.177 14.523 17.659 0,822 9,458 7,117 15,006 1,734 1,577 2,734 1977 3.265 2.044 1.221 14.941 18.563 0,805 9,713 7,310 15,199 1,673 1,598 2,673 1978 3.303 2.035 1.268 15.478 19.581 0,790 10,075 7,606 15,448 1,605 1,623 2,605 1979 3.348 2.033 1.316 15.851 20.389 0,777 10,290 7,798 15,499 1,545 1,647 2,545 1980 3.420 2.055 1.366 15.283 20.574 0,743 9,952 7,438 15,067 1,505 1,665 2,505 1981 3.531 2.116 1.416 14.773 20.797 0,710 9,598 6,983 14,689 1,494 1,669 2,494 1982 3.505 2.044 1.461 14.513 21.071 0,689 9,791 7,100 14,422 1,399 1,715 2,399 1983 3.541 2.084 1.456 14.605 21.477 0,680 9,898 7,007 14,749 1,431 1,699 2,431 1984 3.556 2.045 1.511 15.174 21.864 0,694 10,163 7,421 14,473 1,353 1,739 2,353 1985 3.590 2.032 1.558 15.821 22.582 0,701 10,549 7,785 14,493 1,304 1,767 2,304 1986 3.605 2.053 1.552 15.395 23.223 0,663 10,489 7,497 14,965 1,323 1,756 2,323 1987 3.603 1.996 1.608 15.781 23.548 0,670 10,781 7,907 14,649 1,241 1,806 2,241 1988 3.665 1.985 1.680 15.446 24.291 0,636 10,714 7,782 14,459 1,181 1,846 2,181 1989 3.679 1.960 1.719 15.742 25.547 0,616 11,053 8,031 14,861 1,140 1,877 2,140 1990 3.729 1.943 1.787 15.384 25.956 0,593 10,986 7,920 14,527 1,087 1,920 2,087 1991 3.647 1.831 1.816 15.901 26.335 0,604 11,441 8,684 14,505 1,009 1,992 2,009 1992 3.697 1.830 1.867 14.205 27.224 0,522 11,069 7,763 14,580 0,980 2,020 1,980 1993 3.718 1.708 2.010 13.312 27.683 0,481 10,770 7,794 13,774 0,850 2,177 1,850 1994 3.786 1.699 2.086 13.228 28.041 0,472 10,670 7,783 13,441 0,815 2,228 1,815 1995 3.820 1.685 2.135 13.208 29.326 0,450 11,022 7,839 13,733 0,789 2,267 1,789 1996 3.805 1.675 2.130 13.631 29.767 0,458 11,225 8,138 13,975 0,786 2,272 1,786 1997 3.784 1.626 2.158 14.044 32.179 0,436 12,169 8,638 14,909 0,753 2,328 1,753 1998 3.940 1.666 2.275 14.826 33.649 0,441 12,398 8,900 14,794 0,732 2,365 1,732 1999 3.941 1.654 2.287 15.314 35.654 0,430 13,103 9,258 15,591 0,723 2,382 1,723 2000 3.935 1.621 2.313 15.528 36.655 0,424 13,449 9,576 15,846 0,701 2,427 1,701 2001 3.921 1.598 2.323 15.989 37.942 0,421 14,012 10,006 16,331 0,688 2,454 1,688 2002 3.925 1.567 2.358 16.471 39.687 0,415 14,599 10,513 16,830 0,664 2,505 1,664 2003 3.977 1.556 2.421 16.753 41.051 0,408 14,787 10,769 16,956 0,643 2,556 1,643 2004 4.007 1.447 2.561 16.002 44.712 0,358 15,287 11,062 17,462 0,565 2,770 1,565 2005 4.068 1.456 2.612 16.424 46.438 0,354 15,460 11,277 17,780 0,558 2,793 1,558 2006 4.153 1.450 2.703 16.970 49.203 0,345 15,960 11,705 18,201 0,536 2,865 1,536 2007 4.206 1.464 2.742 18.228 51.606 0,353 16,655 12,455 18,820 0,534 2,874 1,534 Στο σχεδιάγραμμα 4.1.1 καθώς και στα επόμενα του κεφαλαίου απότυπώνονται σε γραφικές παραστάσεις τα στοιχεία με τις αντίστοιχες περιγραφές τους, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Πορτογαλία και την Ισπανία. Η τροποποίηση έγινε από τα εθνικολογιστικά στοιχεία της Ameco και για τις υπόλοιπες χώρες. Σχεδιάγραμμα 4.1.1: Παραγωγικοί/Μη παραγωγικοί εργαζόμενοι και συνολική εργασία (Ελλάδα) 3,500 3,000 2,500 2,000 1,500 1,000 EMPp/EMPnp EMP/EMPp EMP/EMPnp 0,500 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 32

Στον οριζόντιο άξονα αποτυπώνεται ο χρόνος με αρχή το έτος 1=1970 και 37=2007. Ο λόγος των παραγωγικών εργαζομένων προς τον λόγο των μη παραγωγικών εργαζομένων (EMPp/EMPnp) βαίνει διαρκώς μειούμενος σε όλη τη διάρκεια που εξετάζουμε (1970-2007) ενώ η σχέση του συνολικού αριθμού εργαζόμενων προς τον αριθμό των παραγωγικών εργαζόμενων (EMP/EMPp) είναι αυξανόμενη. Το ίδιο ισχύει και για τον λόγο του συνολικού αριθμού των εργαζόμενων προς τον αριθμό των μη παραγωγικών εργαζόμενων (EMP/EMPnp)για την Ελλάδα το διάστημα 1970-2007. Για την Πορτογαλία (1970-2006) και Ισπανία (1970-2007) οι αντίστοιχοι λόγοι έχουν ως εξής: Διάγραμμα 4.1.2: Παραγωγικοί και μη παραγωγικοί Εργαζόμενοι και συνολική εργασία (Πορτογαλία) 4,000 3,500 3,000 2,500 2,000 1,500 EMPp/EMPnp EMP/EMPp EMP/EMPnp 1,000 0,500 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Διάγραμμα 4.1.3: Παραγωγικοί και μη παραγωγικοί Εργαζόμενοι και συνολική εργασία (Ισπανία) 3,500 3,000 2,500 2,000 1,500 1,000 EMPp/EMPnp EMP/EMPp EMP/EMPnp 0,500 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 33

Παρατηρούμε πως ο λόγος παραγωγικών/μη παραγωγικών εργαζόμενων (EMPp/EMPnp) βαίνει διαρκώς μειούμενος για το υπό εξέταση διάστημα. Αν θέλουμε επίσης να δούμε την σχέση μισθών και πως διαμορφώθηκαν το υπό εξέταση διάστημα, ορίσαμε ως: Compp=Μισθοί παραγωγικών εργαζόμενων (σε εκατομμύρια ) Compnp=Μισθοί μη παραγωγικών εργαζόμενων (σε εκατομμύρια ) Compp/Compnp=Λόγος μισθών παραγωγικών εργαζόμενων/μισθών μη παραγωγικών εργαζόμενων (σε εκατομμύρια ) και για την Ελλάδα μπορούμε να πούμε ότι ισχύει τα έτη 1970-2007: Διάγραμμα 4.1.4: Σχέση παραγωγικών, μη παραγωγικών μισθών (Ελλάδα) 0,900 0,800 0,700 0,600 0,500 0,400 0,300 0,200 0,100 0,000 COMPp/COMPnp 1 3 5 7 9 1113151719212325272931333537 COMPp/COMPnp Ενώ για την Πορτογαλία τα έτη 1970-2006: Διάγραμμα 4.1.5: Σχέση παραγωγικών, μη παραγωγικών μισθών (Πορτογαλία) 0,700 COMPp/COMPnp 0,600 0,500 0,400 0,300 COMPp/COMPnp 0,200 0,100 0,000 1 3 5 7 9 1113151719212325272931333537 34

Τέλος για την Ισπανία, μπορούμε να αποτυπώσουμε σε διάγραμμα για τα έτη 1970-2007 την παρακάτω σχέση παραγωγικών, μη παραγωγικών μισθών: Διάγραμμα 4.1.6: Σχέση παραγωγικών, μη παραγωγικών μισθών (Ισπανία) 0,800 0,700 0,600 0,500 0,400 0,300 0,200 0,100 0,000 COMPp/COMPnp 1 3 5 7 9 1113151719212325272931333537 COMPp/COMPnp Από τα διαγράμματα 4,5,6 αποτυπώνεται η σχέση των παραγωγικών, μη παραγωγικών μισθών καθ όλη την διάρκεια της περιόδου 1970-2007 και 2006 για την Πορτογαλία, σχέση που φαίνεται να ακολούθησε την συνακόλουθη μεταφορά των δραστηριοτήτων της οικονομίας από παραγωγικούς κλάδους (αγροτικός τομέας, βιομηχανικός τομέας, κλάδος κατασκευών κλπ.) σε μη παραγωγικούς (υπηρεσίες, μεταφορές, χρηματοοικονομικοί κλάδοι κλπ.) Αν θέλουμε τέλος να παραστήσουμε σε την διακύμανση του μισθού από τις συνεχείς τιμές του 2007 ώστε να αποτυπωθεί το μέγεθος της αύξησης του μισθού των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε σχέση με το αντίστοιχο των μη παραγωγικών για το διάστημα 1970-2007 για την Ελλάδα και την Ισπανία και 1970-2006 για την Πορτογαλία: 35

Διάγραμμα 4.1.7: Μισθοί παραγωγικού, μη παραγωγικού τομέα (Ελλάδα) 60.000 50.000 40.000 30.000 20.000 COMPp COMPnp 10.000 0 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Διάγραμμα 4.1.8: Μισθοί παραγωγικού, μη παραγωγικού τομέα (Πορτογαλία) 70.000 60.000 50.000 40.000 30.000 COMPp COMPnp 20.000 10.000 0 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 36

Διάγραμμα 4.1.9: Μισθοί Παραγωγικού μη παραγωγικού τομέα (Ισπανία) 350.000 300.000 250.000 200.000 150.000 COMPp COMPnp 100.000 50.000 0 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Είναι σαφές, ότι εδώ ο μισθός αναφέρεται στην μάζα της αξίας που δημιουργείται στη σφαίρα τόσο της παραγωγής, όσο και στις σφαίρες της διανομής, της κυκλοφορίας, της αναπαραγωγής και της προσωπικής κατανάλωσης και ισοδυναμεί με αυτό που οι κλασσικοί οικονομολόγοι θα ονόμαζαν μεταβλητό κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, στα διαγράμματα 7, 8 και 9 η κλίση της ευθείας των μη παραγωγικών τομέων είναι πιο απότομη από αυτή των παραγωγικών και ταυτόχρονα πιο πάνω από την τελευταία. 37

4.2 Τεχνική και αξιακή σύνθεση κεφαλαίου Η τεχνική σύνθεση κεφαλαίου είναι ο λόγος που συνδέει την αξιακή σύνθεση κεφαλαίου με την οργανική, και είναι ο λόγος που εκφράζει την τελευταία (οργανική) σε καθαρά φυσικούς όρους. Όπως είδαμε και παραπάνω (κεφάλαιο 2.1)είναι η σχέση του κεφαλαίου προς τον λόγο των εργατών σε φυσικούς όρους και αποτελεί ένα μέτρο που αυξάνει καθώς προχωρά η καπιταλιστική συσσώρευση και η παραγωγή νέας αξίας εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την κεφαλαιοποίηση της παραγωγής. Με άλλα λόγια, αποτελεί μια πρώτη εκτίμηση του παρανομαστή (υλοποιημένη αξία) του ποσοστού του κέρδους. Όσο αυξάνει, ενισχύει το επιχείρημα για την αυξητική τάση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, σε μια προσπάθεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας, μειώνοντας το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και την τιμή πώλησης του εμπορεύματος, και την αύξηση του μεριδίου της αγοράς και ενίσχυση της ανταγωνιστικής του θέσης. Επομένως για το διάστημα 1970-2007 για την Ελλάδα μπορούμε μέσα από τα δεδομένα που έχουμε στην διάθεση μας από τα εθνικολογιστικά στοιχεία, όπως παρουσιάζονται από την Klems της Ameco να παραστήσουμε με σχεδιάγραμμα την σχέση αυτή, παρακάτω, ως εξής: Σχεδιάγραμμα 4.2.1: Τεχνική σύνθεση κεφαλαίου (Ελλάδα) 60,000 50,000 40,000 30,000 20,000 CAP/TEMP CAP/PEMP 10,000 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 όπου : CAP=Συνολικό Κεφάλαιο (σε εκατομμύρια ) TEMP=Αριθμός συνολικών εργαζόμενων (σε χιλιάδες) PEMP=Αριθμό παραγωγικών εργαζόμενων (σε χιλιάδες) CAP/TEMP=Λόγος κεφαλαίου/ Συνολική απασχόληση CAP/PEMP=Λόγος κεφαλαίου/ Παραγωγική απασχόληση Παρατηρούμε, όπως είναι επόμενο, ότι ο λόγος CAP/PEMP που εκφράζει την τεχνική σύνθεση κεφαλαίου των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας, βρίσκεται σε θέση πάνω από τον αντίστοιχο λόγο που 38

εκφράζει το σύνολο των εργαζόμενων (CAP/TEMP), ενώ και οι δύο λόγοι έχουν αυξητική τάση, προς επίρρωση των παραπάνω επιχειρημάτων. Το ίδιο βλέπουμε να ισχύει για την Πορτογαλία (1970-2006) και για την Ισπανία (1970-2007), όπως μπορούμε να δούμε παρακάτω: Σχεδιάγραμμα 4.2.2: Τεχνική σύνθεση κεφαλαίου (Πορτογαλία) 25,000 20,000 15,000 10,000 CAP/TEMP CAP/PEMP 5,000 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Σχεδιάγραμμα 4.2.3: Τεχνική σύνθεση κεφαλαίου (Ισπανία) 60,000 50,000 40,000 30,000 20,000 CAP/TEMP CAP/PEMP 10,000 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Μπορούμε να παρατηρήσουμε εμφανώς, από τα δεδομένα, την αυξητική τάση που είχε η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου τα χρόνια πριν την τελευταία κρίση, τάση που αύξανε διαρκώς, όσο μεγέθυναν οι οικονομίες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τους, και η κεφαλαιοποίηση της παραγωγής αυξανόταν, προς χάριν της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας, τόσο με νέες δραστηριότητες (μη παραγωγικές), όσο και ως προς τα κεφαλαιακά μεγέθη του ήδη υπάρχοντος παραγωγικού τομέα. Στους παραγωγικούς τομείς που εκφράζονται μέσα από την σχέση (CAP/PEMP) βλέπουμε, ότι ο λόγος είναι σαφώς υψηλότερος από τον αντίστοιχο της συνολικής οικονομίας μιας και όπως είδαμε παραπάνω ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται σ αυτούς του κλάδους 39

είναι μικρότερος από σύνολο των εργαζόμενων, αλλά και μείωνε συνεχώς το ποσοστό του, ως σύνολο μισθών, σε σχέση με την κεφαλαιοποίηση της παραγωγής, σχέση που μπορούμε να παραστήσουμε με την βοήθεια των διαγραμμάτων για το ίδιο διάστημα ως εξής: Σχεδιάγραμμα 4.2.4: Αξιακή Σύνθεση Κεφαλαίου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) 1,500 1,000 ΑΣΚ (GR) 0,500 ΑΣΚ (PRT) 0,000 1 4 7 10 13 16 19 22 25 28 31 34 37 ΑΣΚ (GR) ΑΣΚ (SP) Η αξιακή σύνθεση που παριστάνεται στο διάγραμμα, είναι ο λόγος του κεφαλαίου προς τον μεταβλητό κεφαλαίο (C/V), όπου εδώ το C ως αριθμητής είναι το πάγιο κεφάλαιο (capital stock), προς τον παρανομαστή που αντιπροσωπεύει τους μισθούς των εργαζομένων συνολικα στους παραγωγικούς και μη παραγωγικούς τομείς, οπότε και αποτυπώνει ένα μόνο κομματι της θεωρίας που θέλει να υπολογίζονται στον παρανομαστή των μισθών μόνο οιπαραγωγικοί μισθοί. Αν δοκιμάζαμε να δούμε την σχέση αυτή, θα ορίζαμε ως: CAP= Συνολικό πάγιο κεφάλαιο (σε εκατομμύρια ) TCOMP= Συνολικοί Μισθοί (σε εκατομμύρια ) NPCOMP= Μεταβλητό κεφάλαιο μη παραγωγικού τομέα (σε εκατομμύρια ) PCOMP= Μεταβλητό κεφάλαιο παραγωγικού τομέα (σε εκατομμύρια ) Οπότε και CAP/ΤCOMP= Αξιακή σύνθεση κεφαλαίου CAP/PCOMP=Αξιακή σύνθεση που αφορά τον παραγωγικό τομέα CAP/NPCOMP= Αφιακή Σύνθεση που αφορά τον μη παραγωγικό τομέα Και έτσι για την Ελλάδα θα είχαμε για παράδειγμα: 40

Πίνακας 4.2.1: Αξιακή Σύνθεση Κεφαλαίου και Παραγωγική/Μη παραγωγική Εργασία Eλλάδα 1970-2007 Αξιακή Σύνθεση Κεφαλαίου YEAR COMP NPCOMP PCOMP CAP CAP/TCOMP CAP/PCOMP CAP/NPCOMP 1970 20.787 12.699 9.734 26.502 1,275 2,723 2,087 1971 22.706 13.588 10.869 28.190 1,242 2,594 2,075 1972 24.633 14.601 12.063 30.942 1,256 2,565 2,119 1973 26.485 15.657 13.379 32.835 1,240 2,454 2,097 1974 26.060 15.722 12.358 31.646 1,214 2,561 2,013 1975 28.238 16.565 13.339 33.340 1,181 2,499 2,013 1976 30.430 17.659 14.523 35.209 1,157 2,424 1,994 1977 31.715 18.563 14.941 36.456 1,149 2,440 1,964 1978 33.273 19.581 15.478 40.772 1,225 2,634 2,082 1979 34.453 20.389 15.851 41.004 1,190 2,587 2,011 1980 34.038 20.574 15.283 41.203 1,210 2,696 2,003 1981 33.894 20.797 14.773 36.106 1,065 2,444 1,736 1982 34.318 21.071 14.513 35.097 1,023 2,418 1,666 1983 35.046 21.477 14.605 38.281 1,092 2,621 1,782 1984 36.133 21.864 15.174 37.718 1,044 2,486 1,725 1985 37.875 22.582 15.821 39.561 1,044 2,501 1,752 1986 37.815 23.223 15.395 39.597 1,047 2,572 1,705 1987 38.844 23.548 15.781 39.543 1,018 2,506 1,679 1988 39.265 24.291 15.446 41.812 1,065 2,707 1,721 1989 40.666 25.547 15.742 45.242 1,113 2,874 1,771 1990 40.972 25.956 15.384 46.073 1,125 2,995 1,775 1991 41.721 26.335 15.901 48.115 1,153 3,026 1,827 1992 40.922 27.224 14.205 48.446 1,184 3,411 1,780 1993 40.039 27.683 13.312 50.926 1,272 3,825 1,840 1994 40.394 28.041 13.228 48.670 1,205 3,679 1,736 1995 42.105 29.326 13.208 54.440 1,293 4,122 1,856 1996 42.712 29.767 13.631 55.225 1,293 4,051 1,855 1997 46.047 32.179 14.044 56.726 1,232 4,039 1,763 1998 48.853 33.649 14.826 58.814 1,204 3,967 1,748 1999 51.640 35.654 15.314 57.921 1,122 3,782 1,625 2000 52.918 36.655 15.528 61.090 1,154 3,934 1,667 2001 54.946 37.942 15.989 66.416 1,209 4,154 1,750 2002 57.299 39.687 16.471 66.964 1,169 4,066 1,687 2003 58.804 41.051 16.753 72.983 1,241 4,356 1,778 2004 61.256 44.712 16.002 73.156 1,194 4,572 1,636 2005 62.897 46.438 16.424 77.101 1,226 4,694 1,660 2006 66.285 49.203 16.970 75.805 1,144 4,467 1,541 2007 70.045 51.606 18.228 75.807 1,082 4,159 1,469 Οι αντίστοιχοι λόγοι για Ισπανία και Πορτογαλία, όπως και την Ελλάδα μπορύν να παρουσιαστουν σε ένα διαγραμμα που θα αφορά το παραγωγικό πλέον κομμάτι, ως εξής: 41

Διαγραμμα 4.2.5: Αξιακή Σύνθεση Κεφαλαίου (2) 5,000 4,000 3,000 2,000 1,000 0,000 1 4 7 10 13 16 19 22 25 28 31 34 37 ΑΣΚ (GR) ΑΣΚ (GR) ΑΣΚ (PRT) ΑΣΚ (SP) Στο διαγραμμα 14, είναι φανερό πως η σχέση παγίου κεφαλαίου προς μισθούς, αύξανε καθόλη την διαρκεια που εξετάζουμε και στις τρεις χώρες αναφοράς, για παράδειγμα το 2006 στην Πορτογαλία και Ισπανία οι λόγοι να είναι 2,14 και 2,364 αντίστοιχα, πάντως σίγουρα θετικοί και μεγαλύτεροι από την μονάδα. Στο παραπάνω διάγραμμα, σαφώς και αντικατοπτρίζεται και ένα κομμάτι της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου που θα μας απασχολήσει περαιτέρω, στην αναφορά μας για το ποσσοστό του κέρδους, σε συνέχεια της εργασίας 42

4.3 Παραγωγικότητα και υπεραξία Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες που έχουν ως αποτέλεσμα την απόσπαση υπεραξίας από τις παραγωγικές δραστηριότητες της οικονομίας και την συνακόλουθη απόσπαση μέρους του πλεονάσματος αυτών, δημιουργούν την «ανάγκη» αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, ως αντισταθμιστικό παράγοντα στην αύξηση του μη παραγωγικού τομέα της οικονομίας. Οι μη παραγωγικές δραστηριότητες, με άλλα λόγια, δημιουργούν την ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε η οικονομία να μπορεί απρόσκοπτα να τις ανατροφοδοτεί. Η παραγωγικότητα ως δείκτης έχει να κάνει με την μέτρηση της παραγόμενης νέας αξίας ως προς κάποιο παραγωγικό συντελεστή (εργασία, πρώτες ύλες, πάγιο κεφάλαιο κλπ.). Στην προκειμένη περίπτωση, μας ενδιαφέρει η παραγωγικότητα της εργασίας σε επίπεδο εθνικών λογαριασμών, όπου ο αριθμητής είναι η εκροή της παραγωγικής διαδικασίας (π.χ. συνολικό προϊόν) ενώ ο παρανομαστής εκφράζει την εισροή της εργασίας σε φυσικούς όρους (αριθμός εργαζόμενων) Όσον αφορά την μέτρηση της παραγωγικότητας, οι ΚΕΛ (Κλασσικοί Εθνικοί Λογαριασμοί) εξαιτίας της διάκρισης που κάνουν στις δραστηριότητες, περιλαμβάνουν στην μέτρηση της παραγωγικότητας, στον αριθμητή την Καθαρή Προστιθέμενη Αξία των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, όσο και τους φόρους, ενοίκια, τόκους, που καταβάλλονται στους μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, καθώς και την ακαθάριστη αξία παραγωγής του τομέα του εμπορίου, του χρηματοπιστωτικού και κτηματομεσιτικού τομέα. Σε αντίθεση με αυτούς, οι Ορθόδοξοι Εθνικοί Λογαριασμοί, συμπεριλαμβάνουν στον αριθμητή του κλάσματος αδιάκριτα όλη την παραγωγή καθώς και στον παρανομαστή, όλη την εργασία, με αποτέλεσμα οι πρώτοι, ΚΕΛ, να παρουσιάζουν την αύξηση στον δείκτη της παραγωγικότητας πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ΟΕΛ. Έτσι αν θέλουμε να έχουμε μια εκτίμηση της παραγωγικότητας για τις οικονομίες που εξετάζουμε θα μπορούσαμε να δούμε διαγραμματικά για την Ελλάδα και το διάστημα 1970-2007: Σχεδιάγραμμα 4.3.1: Παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα (1970-2007) 140,000 120,000 100,000 80,000 60,000 pro. (ΟΕΛ) pro. (ΚΕΛ) 40,000 20,000 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 43

Ενώ για Πορτογαλία (1970-2006) και Ισπανία (1970-2007) αντίστοιχα: Σχεδιάγραμμα 4.3.2: Παραγωγικότητα εργασίας στην Πορτογαλία (1970-2006) 80,000 70,000 60,000 50,000 40,000 30,000 pro. (ΟΕΛ) pro. (ΚΕΛ) 20,000 10,000 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Σχεδιάγραμμα 4.3.3: Παραγωγικότητα της εργασίας στην Ισπανία (1970-2007) 180,000 160,000 140,000 120,000 100,000 80,000 60,000 pro. (ΟΕΛ) pro. (ΚΕΛ) 40,000 20,000 0,000 1 3 5 7 9 11 13 15 17 19 21 23 25 27 29 31 33 35 37 Παρατηρούμε πως και στις τρεις περιπτώσεις η παραγωγικότητα των ΚΕΛ εμφανίζεται να βαίνει σαφώς αυξανόμενη, αλλά και μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ΟΕΛ, με εξαίρεση ίσως την Πορτογαλία για το διάστημα των πρώτων περιόδων (δεκαετιών), όπου πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός, πως η μείωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως εκφράζεται μέσα από την μείωση του αριθμού των εργαζόμενων στους παραγωγικούς τομείς, δεν αντισταθμίστηκε στα χρόνια μέχρι την διαφοροποίηση του, από αντίστοιχη αύξηση στου μη παραγωγικούς τομείς, οπότε και το σύνολο των εργαζομένων από ένα σημείο και έπειτα ταυτίστηκε με αυτό των παραγωγικών εργαζόμενων. Για την μέτρηση του ποσοστού υπεραξίας εργαστήκαμε ως εξής. Από την καθαρή προστιθέμενη αξία του παραγωγικού τομέα αφαιρέσαμε τους μισθούς των παραγωγικών εργαζόμενων (μεταβλητό κεφάλαιο) και στην 44

συνέχεια διαιρέσαμε το ποσό αυτό με το μεταβλητό κεφάλαιο. Δεν συμπεριλαμβάνεται καθόλου το προϊόν του τομέα του εμπορίου, και των χρηματοπιστωτικών τομέων, με το σκεπτικό πως το αντικείμενο τους έχει να κάνει ακριβώς με την απόσπαση του πλεονάσματος που δημιουργείται στην σφαίρα της παραγωγής, ενώ το προϊόν τόσο του πρωτογενούς, όσο και του δευτερογενούς τομέα στις χώρες είναι προϊόν διαδικασίας παραγωγής χρήσης αξίας, όποτε και συνεπής ως προς την θεωρία που συζητάμε είναι η μέτρηση του αποκλειστικά σε όρους κλασσικής διχοτόμησης. Με άλλα λόγια, από τον τύπο της υπεραξίας που αποτελεί τον αριθμητή του ποσοστού του κέρδους και την διάσπαση του στα βασικά του συστατικά (βλ. σχέση 1.2), αποτυπώσαμε αριθμητικά το ποσοστό της υπεραξίας για τις τρεις χώρες και πιο συγκεκριμένα για το σύνολο του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα τα έτη 1970-06-07. Αν ορίσουμε ως ΚΠΑp= Καθαρή Προστιθέμενη Αξία που παράγεται στους παραγωγικούς κλάδους (σε εκατομμύρια ) Compp= Αξία Μεταβλητού Κεφαλαίου στους παραγωγικούς τομείς (σε εκατομμύρια ) ΚΠΑp-Compp= Υπεραξία (σε εκατομμύρια ) Και (ΚΠΑp-Compp)/Compp= Ποσοστό Υπεραξίας παίρνουμε: 45

Πίνακας 4.3.2: Υπεραξία και Ποσοστό Υπεραξίας (Ελλάδα) Year ΚΠΑ COMPp Υπεραξία Υπεραξία % 1970 73.173 9.734 63.439 6,517 1971 80.704 10.869 69.835 6,425 1972 89.352 12.063 77.289 6,407 1973 98.029 13.379 84.650 6,327 1974 89.752 12.358 77.394 6,263 1975 96.528 13.339 83.189 6,236 1976 103.997 14.523 89.474 6,161 1977 106.269 14.941 91.328 6,113 1978 112.070 15.478 96.592 6,241 1979 114.787 15.851 98.936 6,242 1980 112.206 15.283 96.923 6,342 1981 108.808 14.773 94.036 6,365 1982 106.426 14.513 91.912 6,333 1983 105.764 14.605 91.158 6,241 1984 108.956 15.174 93.781 6,180 1985 113.303 15.821 97.482 6,162 1986 111.480 15.395 96.084 6,241 1987 111.430 15.781 95.649 6,061 1988 113.326 15.446 97.880 6,337 1989 116.012 15.742 100.271 6,370 1990 112.811 15.384 97.427 6,333 1991 117.251 15.901 101.351 6,374 1992 108.611 14.205 94.406 6,646 1993 103.671 13.312 90.359 6,788 1994 103.902 13.228 90.675 6,855 1995 103.729 13.208 90.522 6,854 1996 105.524 13.631 91.893 6,741 1997 105.723 14.044 91.679 6,528 1998 109.864 14.826 95.039 6,410 1999 112.564 15.314 97.250 6,350 2000 116.957 15.528 101.430 6,532 2001 119.508 15.989 103.519 6,474 2002 121.748 16.471 105.277 6,392 2003 125.647 16.753 108.894 6,500 2004 120.004 16.002 104.002 6,499 2005 120.424 16.424 104.000 6,332 2006 126.470 16.970 109.500 6,452 2007 128.088 18.228 109.861 6,027 46

Με τον ίδιο τρόπο εργαζόμαστε και για τις υπόλοιπες χώρεςοικονομίες. Αν θέλουμε, εν συνεχεία, να δούμε το ποσοστό της υπεραξίας, όπως διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση του μεταβλητού κεφαλαίου από την ΚΠΑ και την διαίρεση του πρώτου με αυτό, θα παρατηρούσαμε διαγραμματικά τα εξής για τις τρείς χώρες-οικονομίες που μας ενδιαφέρουν, στα συνήθη πλέον διαστήματα: Σχεδιάγραμμα 4.3.4: Υπεραξία στις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία,Ισπανία) 8,000 6,000 4,000 S/V (GR) 2,000 0,000 1 4 7 10 13 16 19 22 25 28 31 34 37 S/V (GR) S/V (PRT) S/V (SP) Είναι, εμφανές από την σχέση 1.2, ότι το ρυθμός μεταβολής αυτού του ποσοστού, θα πρέπει να παραμένει αυξανόμενος και μάλιστα μεγαλύτερος από τον ρυθμό μεταβολής του παρανομαστή της σχέσης του ποσοστού του κέρδους, ώστε να υπάρχει κερδοφορία στην οικονομία και η παραγωγική διαδικασία της οικονομίας να παραμένει σε τροχιά «άνθισης», όπως χαρακτηρίζεται το ανοδικό κύμα του οικονομικού κύκλου, στην σχετική βιβλιογραφία. 47