ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ-ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (2009) ΚΛΙΜΑΚΙΟ Σ,Τ,Χ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΖΩΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΣΠΥΡΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ- UNRESERVED CONSTITUTIONAL RIGHTS» Της Ιωάννας Χαλά
Αρ. Μητρώου: 1340200100614 Περιεχόμενα: Περιεχόμενα...σελ. 2 Εισαγωγή...σελ. 3 Γενικές Οριοθετήσεις Δικαιωμάτων...σελ. 4 Περιορισμοί Δικαιωμάτων...σελ. 5 Ανεπιφύλακτα Συνταγματικά Δικαιώματα...σελ. 7 Άρθρα Ανεπιφύλακτων Συνταγματικών Δικαιωμάτων...σελ. 8 Ανθρώπινη Αξία...σελ.11 Ελεύθερη Ανάπτυξη προσωπικότητας...σελ.15 Δικαίωμα στη Ζωή...σελ.17 Δικαίωμα στην Σωματική και Ψυχική Ακεραιότητα...σελ.19 Προσωπική Ασφάλεια...σελ.20 Νόμιμος Δικαστής...σελ.21 Αναφέρεσθαι...σελ.22 Προηγούμενη Ακρόαση...σελ.24 Ελευθερία της Παιδείας...σελ.25 Ελευθερία της Επιστήμης Έρευνας και Διδασκαλίας...σελ.27 Ελευθερία της Τέχνης...σελ.30 Απαραβίαστο Ιδιωτικής και Οικογενειακής Ζωής...σελ.32 Δικαίωμα του Συνέρχεσθαι...σελ.34 Θρησκευτική Ελευθερία...σελ.36 Περίληψη (Abstract)...σελ. 38 Λήμματα...σελ.39 Νομολογία...σελ.40 Βιβλιογραφία...σελ.41 2
Εισαγωγή Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, δηλαδή η ολόπλευρη και σύμμετρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του, καθώς επίσης η ομαλή λειτουργία και εξέλιξή του κοινωνικού συνόλου προϋποθέτουν την εξασφάλιση ορισμένων αγαθών, στα οποία περιλαμβάνεται και η δικαιοσύνη. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου: «Θεμέλιο της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ειρήνης στον κόσμο είναι η αναγνώριση της σύμφυτης σε όλους τους ανθρώπους αξιοπρέπειας, όπως και των δικαιωμάτων τους που είναι για όλους ίσα και αναφαίρετα». Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου ως μεμονωμένου ατόμου ή ως μέλους μιας ομάδας, που κατοχυρώθηκαν νομικά, χαρακτηρίζονται από το Σύνταγμα μας ως α τ ο μ ι κ ά συνταγματικά δικαιώματα, γιατί εγγυώνται την ατομικότητα του ανθρώπου και την μη απορρόφησή του σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Τα ατομικά δικαιώματα είναι συστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου και αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται από το κοινωνικό κράτος. Η ανάγκη συνύπαρξης των προστατευομένων εννόμων αγαθών και των φορέων τους, οδηγεί στην οριοθέτηση των ατομικών δικαιωμάτων. Υπόκεινται στις οριοθετικές ρήτρες που απορρέουν εκ του Συντάγματος αλλά και σε ειδικούς περιορισμούς,όπως η επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Υπάρχουν όμως και ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα χωρίς καμία επιφύλαξη νόμου. Πρόκειται για τα λεγόμενα «α ν ε π ι φ ύ λ α κ τ α» συνταγματικά δικαιώματα. Η ιδιαίτερη αυτή κατηγορία δικαιωμάτων θα αποτελέσει το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Θα εξετασθούν οι περιορισμοί και οι οριοθετήσεις που επιδέχονται τα δικαιώματα εν γένει, θα δοθεί ορισμός και 3
αναφορά στα ανεπιφύλακτα δικαιώματα αλλά και πιο αναλυτική προσέγγιση εκάστου χωριστά. Γενικές οριοθετήσεις άσκησης «Οριοθέτηση είναι ο με διατάξεις δικαίου στο πλαίσιο της γενικής σχέσης πραγματοποιούμενος καθορισμός του γενικού περιεχομένου, ο προσδιορισμός των ανωτάτων ορίων άσκησης του δικαιώματος» 1. Η οριοθέτηση αποτελεί κανόνα δικαίου που δεν περιορίζει αλλά χαράσσει τα εξωτερικά σύνορα των δικαιωμάτων. Οι ρυθμίσεις που απορρέουν από τις οριοθετήσεις έχουν καθολικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται σε όλα τα συνταγματικά δικαιώματα. Γενικές οριοθετήσεις προβλέπονται στα άρθρα 5 πρ 1και 25 του Συντάγματος: α) δικαιώματα των άλλων, β) το Σύνταγμα, γ) τα χρηστά ήθη, δ) η απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης και ε) η κοινωνική οριοθέτηση. Από αυτές τις γενικές οριοθετήσεις προκύπτουν οι τρείς βασικές οριοθετικές ρήτρες: η ρήτρα της συνταγματικής νομιμότητας, η ρήτρα της χρηστότητας και η ρήτρα της κοινωνικότητας 2. Σύμφωνα με την αρχή της συνταγματικής νομιμότητας οποιαδήποτε ενέργεια ιδιωτών ή κρατικών οργάνων θα πρέπει να μην έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτό νόμους. Η αρχή της συνταγματικής νομιμότητας προκύπτει εκτός από το άρθρο 5 πρ 1 και από το άρθρο 120πρ2, όπου: «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτόι και η αφοσίωσή του στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Ως γενική όμως συνταγματική αρχή που εφαρμόζεται συνολικά στην Ελληνική έννομη τάξη, ισχύει παντού και θα υπήρχε και χωρίς διαρρήδην αναφορά της στο Σύνταγμα. 1 Δημητρόπουλος, Συνταγμ/κά Δικαιώματα, Τόμος Γ, σελ. 155 2 Κατά Χρυσόγονο πρόκειται για γενικούς περιορισμούς, Ατομ. Και Κοιν. Δικ. 2006, σελ. 72. 4
Η αρχή της κοινωνικότητας αναφέρεται προς ένα μέρος των κοινωνών του δικαίου με τα «δικαιώματα των άλλων» στο άρθρο 5πρ1 είτε προς όλους τους κοινωνούς με την προάσπιση του γενικού συμφέροντος στα αρθρά 25ρπ1 και 106πρ2. Η ρήτρα της κοινωνικότητας χαράσσει τα εξωτερικά όρια της κοινωνικής συμπεριφοράς των κοινωνών της έννομης τάξης και σύμφωνα με αυτήν η συμπεριφορά τους οφείλει να μην προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και να μην προκαλεί άμεση και σπουδαία βλάβη στο κοινωνικό σύνολο. Και άρα να μην θίγει το γενικό συμφέρον. Τέλος η ρήτρα της χρηστότητας περιλαμβάνει τον σεβασμό των χρηστών ηθών, των επιταγών δηλαδή της κρατούσας κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε συγκεκριμένο χώρο και τόπο. Την τήρηση της καλής πίστης και την απαγόρευση της κάταχρησης, δηλαδή της νομότυπης πλην όμως υποερβολικής και γι αυτό μη ανεκτής από την έννομη τάξη άσκηση δικαιώματος. Περιορισμοί Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα υφίστανται επιβαρύνσεις, δεσμεύσεις που ασκούνται στην «ατμόσφαιρα» τους. Οι δεσμεύσεις αυτές διακρίνονται σε απλές επιδράσεις, απλούς περιορισμούς και προσβολές. Απλές επιδράσεις είναι οι επιβαρύνσεις που υφίσταται ένα δικαίωμα από την ελεύθερη νόμιμη δράση των άλλων στην κοινωνικοπολιτικοοικονομική πραγματικότητα. Έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα όμως δεν θίγουν τον προστατευτικό νομικό κύκλο τους. Περιορισμός: strictο sensu είναι οι κάθε είδους επιπτώσεις που υφίστανται τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα από δράσεις κρατικών οργάνων ή ιδιωτών, και που συρρικνώνουν το νόμιμο γενικό περιεχόμενό τους. 5
Διακρίνεται σε απλό περιορισμό και σε προσβολή. Απλός περιορισμός είναι κάθε νόμιμη δράση ιδιωτών ή κρατικών οργάνων που προκαλεί τη συρρίκνωση του περιεχομένου του δικαιώματος στο πλαίσιο ειδικής σχέσης. Προσβολή είναι απαγορευμένος περιορισμός, πραγματικές καταστάσεις που δεν αναγνωρίζονται από το δίκαιο. Ειδικοί περιορισμοί είναι οι άμεσοι περιορισμοί, που προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα και οι επιφυλάξεις υπέρ του νόμου. Όπως ορίζει ρητά το άρθρο 25πρ1 εδάφιο δ του Συντάγματος: «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα είτε από το νόμο εφόσον υπάρχει σχετική επιφύλαξη υπέρ αυτού». Επιφύλαξη του νόμου είναι η ρητή παραπομπή στο νόμο, και οι νόμοι που εκδίδονται βάσει συνταγματικών επιφυλάξεων λέγονται εκτελεστικοί και ρυθμίζουν τη συγκρότηση και λειτουργία των άμεσων κρατικών οργάνων. Η επιφύλαξη του νόμου διακρίνεται σε γενική και ειδική. Γενική επιφύλαξη νόμου έχουμε όταν δεν οριοθετείται εκ των προτέρων από το Σύνταγμα το περιεχόμενο του νόμου, ενώ αντιθέτως ειδική όταν οριοθετείται εκ των προτέρων το περιεχόμενο του νόμου. Με την επιφύλαξη του νόμου προστατεύονται τα συνταγματικά δικαιώματα αφού καθίσταται δυνατή η επιβολή περιορισμών σε αυτά στις περιπτώσεις που ορίζονται από τον νόμο και με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος. Σύμφωνα με μια άποψη: «η επιφύλαξη του νόμου δεν αποβλέπει ούτε πάντοτε ούτε αναγκαστικά στον περιορισμό του συγκεκριμένου κάθε φορά δικαιώματος που καθιερώνει και προστατεύει το Σύνταγμα. Συχνότερες είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η ρήτρα έχει αποκλειστικά είτε κυρίως ρυθμιστική λειτουργία» 3. 3 Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ 243, Τόμος Γ 6
Όρια των περιορισμών Οι περιορισμοί που τίθενται στα συνταγματικά δικαιώματα δεν είναι ανέλεγκτοι. Γενικές αρχές απορρέουσες από το Σύνταγμα καθορίζουν τα όριά τους και είναι α) η αρχή της αναγκαιότητας, β) ο πυρήνας του δικαιώματος, γ) η απαγόρευση νομοθετικού περιορισμού συγκεκριμένης περίπτωσης, δ) η απαγόρευση καταχρηστικής επιβολής περιορισμών και τέλος ε) η συμφωνία προς την ελεύθερη δημοκρατική τάξη. Ανεπιφύλακτα Συνταγματικά Δικαιώματα Ανεπιφύλακτα συνταγματικά δικαιώματα είναι εκείνα που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα χωρίς επιφύλαξη νόμου. Με τη σειρά τους όμως και εκείνα δεν ανέλεγκτα και απεριόριστα. Έχουν συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής και δε περιπτώσεις σύγκρουσης τους με άλλα συνταγματικά δικαιώματα. Καθορίζονται ερμηνευτικά με βάση τις αρχές της πρακτικής αρμονία. Σύμφωνα με το άρθρο 25πρ1 είναι επιτρεπτοί οι νομοθετικοί περιορισμοί όταν η διάταξη κάνει ρητή αναφορά στην επιφύλαξη υπέρ του νόμου και δεν υπάρχουν αμφιβολίες για την ένταση που η επιφύλαξη καταλαμβάνει. Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει τεκμήριο που απαγορεύει την εφαρμογή νομοθετικών περιορισμών. Τα σημαντικότερα ανεπιφύλακτα δικαιώματα είναι: Άρθρο 2 1: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταχρική υποχρέωση της πολιτείας». 7
Άρθρο 4 1: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». 2: «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». 5: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Άρθρο 5 1: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωής της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». 2 εδ.α : «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας, και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων». 2 εδ. γ : «Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας». Άρθρο 6 1 εδ. α : «Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση». Άρθρο 7 2: «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως ο νόμος ορίζει». 3 εδ. α : «Η γενική δήμευση απαγορεύεται». 8
3 εδ. β : «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν». Άρθρο 8: «Κανένας δεν στερείται χωρίς την θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Άρθρο 9 1: «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Άρθρο 10 1: «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο». Άρθρο 11 1: «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». 2: «Μόνο στις δημόσιες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριοες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν». Άρθρο 13 1: «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Άρθρο 16 1: «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες η ανάπτυξη και η προαγωγή τους 9
αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα». 4: «Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια. Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους». Άρθρο 20 2: «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Άρθρο 22 1 εδ. β : «Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». 10
Ανθρώπινη αξία-άρθρο 2 παρ 1 Η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινη αξίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το οποίο: «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» Συμπληρωματικά η εν λόγω αρχή προκύπτει εκτός από την διαρρήδην καθιέρωσή της στο άρθρο 2 και από τα άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ 1 και 2, 7 παρ. 2, 25 παρ. 1-4, 106 παρ. 2 αλλά και από την πλειονότητα των αναφερομένων στα θεμελιώδη δικαιώματα διατάξεων. Η ανθρώπινη αξία αποτελεί, ως το υπέρτατο αγαθό, την καταστατική αρχή του σύγχρονου δικαϊικού κόσμου (konstitutives Prinzip), και του κοινωνικού ανθρωπισμού, αφού δίκαιο δεν συνιστά μόνο ό,τι δεν προσβάλλει αλλά και ό,τι αναδεικνύει την αξία του ανθρώπου 4. Ό,τι δηλαδή αναδεικνύει και προάγει την πνευματική, ψυχική, σωματική και κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου. Η ανθρώπινη αξία ως κολοφώνας των μητρικών δικαιωμάτων (muttergrundrecht) εξειδικεύεται αλλά και πλειστάκις ερμηνεύει τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2+3 που κατοχυρώνουν τα εναπομείναντα δύο από την τριάδα των μητρικών δικαιωμάτων (ισότητα και ελευθερία). Η συνταγματοποίηση της αρχής του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας την καθιστά γνήσιο δεσμευτικό κανόνα παρόλο που δεν εντάσσεται τυπικά στο τμήμα των συνταγματικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 4-25 του Συντάγματος * 5 Η υπαγωγή της ανθρώπινης στην αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων δεν αναιρεί την σημαντικότητα του αντικειμένου του δικαιώματος αυτού, και τον ανεπίσημο χαρακτηρισμό του ως υπέρτατου αγαθού. Αντιθέτως, προς επίρρωσιν της ουσιαστικής «ανωτερότητας» του 2 παρ. 1 περιλαμβάνεται ρητώς στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του Σ. (άρθρο 110 πρ. 1Σ) και δεν περιλαμβάνεται στις διατάξεις που αναστέλλουν την ισχύ τους στις περιπτώσεις του άρθρου 48 πρ. 1 Σ. 4 Δημητρόπουλος, Γενική Συνταγματική Θεωρία 2004 (σελ. 100επ.) 5* Μάνεσης σελ. 111 11
Εκ των ανωτέρω αναλυθέντων, προκύπτει η ύψιστη σημασία και θέση του δικαιώματος του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας στην ελληνική Έννομη τάξη και άρα και η μη επιδεκτικότητα παντός είδους περιορισμού και επιφυλάξεως νόμου στην άσκησή του. Η αρχή της ισότητας Άρθρο 4 παρ 1,2,5 του Συντάγματος Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την γενική αρχή της ισότητας στο άρθρο 4 παρ 1 κατά το οποίο: «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.». Σε άλλες διατάξεις του ίδιου άρθρου αλλά και σε άλλα άρθρα κατοχυρώνονται ειδικές πλευρές της αρχής αυτής, που θα αναφερθούν στη συνέχεια. Κατοχυρώνεται στη διάταξη αυτή η νομική ισότητα, δηλαδή η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Είναι λοιπόν η αρχή της ισότητας στην πραγματικότητα η αρχή της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων χωρίς προκαταλήψεις και διακρίσεις. Η αρχή της ισότητας σημαίνει την απρόσωπη και αντικειμενική κρίση μιας περίπτωσης, κατά συνέπεια απαγορεύει την αυθαίρετη διάκριση. Από την άλλη απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων. Φορείς στο δικαίωμα της ισότητας είναι όλοι οι Έλληνες αλλά το Σύνταγμα εγγυάται την ισότητα αμοιβής, την προσωπική, κοινωνική και εν μέρει την οικονομική ελευθερία και για τους αλλοδαπούς. Το δικαίωμα της ισότητας, κατά την κρατούσα άποψη, δεν έχει άμεση τριτενέργεια αφού αυτό θα συνεπαγόταν περιορισμό της ιδιωτικής ελευθερίας. 12
Η ισότητα των φύλων Άρθρο 4 παρ2,116 παρ 2 και 22παρ 1 Άρθρο 4 παρ 2: «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.» Άρθρο 116 παρ 2: «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών.» Άρθρο 22 παρ 1 εδάφιο β : «Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.» Η ειδική αυτή αρχή της ισότητας απαγορεύει τις υπέρ του ενός ή του άλλου φύλου ευμενείς ή δυσμενείς διακρίσεις αλλά επεκτείνει τις υπέρ του ενός μόνο φύλου ευμενείς διατάξεις και υπέρ του άλλου. Γενική εξαίρεση από το άρθρον 116 παρ 2 προβλέπεται για «αποχρώντες» λόγους που έχουν να κάνουν δηλαδή με βιολογικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες των δύο φύλων. Η γενική αυτή εξαίρεση εξειδικεύεται από το Σύνταγμα στο άρθρο 21 παρ 1,2 για τη μητρότητα και τις χήρες όσων έπεσαν στον πόλεμο. Η στρατιωτική υποχρέωση του άρθρου 4 παρ 6 δεν περιορίζεται μόνο στους άντρες αλλά έχει επεκταθεί και στις γυναίκες υπό προϋποθέσεις. Το άρθρο 4 παρ2 δεν αναθεωρείται κατά το άρθρο 110 παρ 1 ούτε αναστέλλεται κατά το άρθρο 48. 13
Ισότητα αμοιβής εργασίας Άρθρο 22 παρ 1 εδάφιο β : «Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.» Η διάταξη αυτή απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φύλου αλλά και κάθε άλλη διάκριση. Καθιερώνεται αγώγιμη αξίωση και όχι απλώς υποχρέωση του εργοδότη. Με τον όρο εργασία νοείται η εξαρτημένη εργασία και με τον όρο αμοιβή νοείται ο μισθός και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται στον εργαζόμενο σε είδος ή χρήμα ως αντάλλαγμα της παροχής εργασίας του. Φορείς του δικαιώματος στην ισότητα αμοιβής στην εργασία είναι και οι αλλοδαποί. Αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια και δεν υπόκειται σε περιορισμούς που είναι άσχετοι με την αξία της παρεχόμενης από τον εργαζόμενο εργασίας. Φορολογική ισότητα Άρθρο 4 παρ 5: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους.» Με τη συνεισφορά τους στα δημόσια βάρη οι πολίτες εκπληρώνουν το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης που αξιώνει από αυτούς το κράτος σύμφωνα με την παρ 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ 5 απαγορεύει τις αυθαίρετες διακρίσεις. Οι φορολογικές 14
απαλλαγές και εξαιρέσεις επιτρέπονται αλλά δεν αποτελούν αντικείμενο φορολογικής εξουσιοδότησης. Απαγορεύεται η τυπική φορολογική ισότητα, η επιβολή ίσου φόρου σε κάθε πολίτη αλλά αντιθέτως κατοχυρώνεται η αναλογική ισότητα και λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές δυνάμεις του κάθε φορολογούμενου. Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (5 π. 1,2 Σ) Η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 πρ.1 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει του Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Η έννοια της προσωπικότητας, όπως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο είναι ευρύτερη από την έννοια της νομικής προσωπικότητας, της ικανότητάς του να είναι κάποιος υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Προσωπικότητα εδώ θα πρέπει να νοηθεί το σύνολο των ιδιοτήτων, ικανοτήτων και καταστάσεων που αφ ενός μεν προκύπτουν από την υπόσταση του ανθρώπου ως λογικού και συνειδητού όντος αφετέρου εξατομικεύουν συγκεκριμένο πρόσωπο 6. Το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ανήκει στο τρίπτυχο των μητρικών δικαιωμάτων (Muttergrundrecht) όπως και το δικαίωμα του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας και το δικαίωμα της ισότητας. Όπως προκύπτει από το άρθρο 5 πρ. 1, το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα 6 Μάνεσης, Ατομικές Ελευθερίες, 1982, σελ. 116. 15
χωρίς επιφύλαξη νόμου. Ανήκει λοιπόν στα «ανεπιφύλακτα» συνταγματικά δικαιώματα. Παρά ταύτα υπόκειται σε τρείς περιορισμούς, σε μια οριοθετική τριάδα 7 που προβλέπεται «απευθείας από το Σύνταγμα» κατά την έννοια του εδαφίου δ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του 2001 8. Σύμφωνα λοιπόν με την πρ. 1 του άρθρου 5, το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ελευθερίας εν γένει οριοθετείται μέχρι το σημείο που δεν θίγει δικαιώματα (Συνταγματικά αλλά και του κοινού δικαίου) 9 άλλων, δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη. Με τον όρο χρηστά ήθη θα πρέπει να νοηθούν επιταγές της κρατούσας κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο. Θα πρέπει λοιπόν η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας να είναι σύμφωνη προς τις αντιλήψεις και πεποιθήσεις του μέσου τίμιου κοινωνικού ανθρώπου 10. Επιπλέον, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, πρέπει να εκδηλώνεται μέσα στα πλαίσια της αρχής της συνταγματικής νομιμότητας εν ευρεία έννοια που καθιερώνεται από τον συντακτικό νομοθέτη, αφού ως «Σύνταγμα» νοείται το σύνολο των συνταγματικών αφ ενός αλλά και των σύμφωνων με αυτούς κανόνων του κοινού δικαίου. Τέλος η ελευθερία της προσωπικότητας πρέπει να οριοθετείται (και όχι να περιορίζεται, όπως υποστηρίζεται από πολλούς θεωρητικούς) όταν ασκείται κατά τόπο, χρόνο και τρόπο που προσβάλλει δικαιώματα των άλλων, την κοινωνικότητα και κατ επέκταση το γενικό συμφέρον. Δικαίωμα στην ζωή-άρθρο 5 πρ. 2 Σ. 7 Δημητρόπουλους, Συνταγματικά Δικαιώματα, Τεύχος Γ, 2008 σελ. 361. 8 Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006 σελ. 82. 9 Παραράς, Σύνταγμα και ΕΣΔΑ, 2001, σελ. 45 10 Δημητρόπουλους, Συνταγματικά Δικαιώματα, Τεύχος Γ, σελ. 364 16
Κατά το άρθρο 5 πρ. 2 του Συντάγματος: «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις προβλέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει τον διεθνές δίκαιο». Η προστασία της ζωής όλων όσοι βρίσκονται στην Ελληνική επικράτεια, εκτός από την ρητή της κατοχύρωση στο παραπάνω άρθρο, υπονοείται και στο άρθρο 2 πρ 1 του Συντάγματος, όπου προστατεύεται η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας. Η ζωή αποτελεί την βάση της ανθρώπινης αξίας. Ο συντακτικός νομοθέτης καθιερώνει στο άρθρο 5 πρ.2 διφυή προστασία της ζωής: αντικειμενικά και υποκειμενικά, αφού η δικαϊική προστασία δεν εξασφαλίζεται μόνο με την παροχή δικαιωμάτων αλλά και με την αντικειμενική τους κατοχύρωση. Διχογνωμία υπάρχει όσον αφορά την προστασία της «ζωής» του εμβρύου (nasciturus) σύμφωνα με το άρθρο 5 πρ. 2 του Σ.. Κατά μία άποψη 11 το άρθρο 5 πρ. 2 του Σ. αναφερόμενο σε όλους όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια, υπονοεί ότι φορείς του δικαιώματος στην ζωή είναι μόνο πρόσωπα υπαρκτά σε ενεστώτα χρόνο και άρα ούτε το κυοφορούμενο 12, ούτε ο νεκρός. Κατά άλλη άποψη 13 το Σύνταγμα δεν προστατεύει στο εν λόγω άρθρο μόνο την «πλήρη, αλλά και κάθε μορφή ανθρώπινης ζωής, επομένως και την ζωή του εμβρύου ή του κυοφορούμενου. Πάντως σε περιπτώσεις αδύνατης συνύπαρξης εγκύου και εμβρύου, γίνεται δεκτό ότι το Σύνταγμα τίθεται υπέρ της ζωής της εγκύου. 11 Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006 σελ. 223-224 12 Βλαχόπουλος, Προγενετικός έλεγχος και Ατομικά Δικαιώματα, ΔτΑ 2002 13 Δημητρόπουλος, Συνταγματικό Δικαίωμα, τεύχος Γ, 2008 σελ. 397 17
Το δικαίωμα στην ζωή ως θεμελιώδες δικαίωμα έχει αμυντική, προστατευτική και εξασφαλιστική ισχύ. Από την φύση του αντικειμένου του είναι δικαίωμα ανεπίδεκτο περιορισμών και οριοθετήσεων. Δεν περιορίζεται από το τρίπτυχο των ρητρών της νομιμότητας, χρηστότητας και κοινωνικότητας. Όπως προκύπτει από το γράμμα του Συντάγματος, η μόνη οριοθέτηση που μπορεί να τεθεί στο δικαίωμα της ζωής είναι η επιβολή του θανάτου με το θεσμό της θανατικής ποινής. Συγκεκριμένα στο άρθρο 7 πρ. 3 του Σ. όπως διαμορφώθηκε μετά την αναθεώρηση του 2001: «Θανατική ποινή δεν επιβάλλεται 14 εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν». Το δικαίωμα στην ζωή προστατεύεται αλλά και οριοθετείται από την επιβολή θανατικής ποινής προβλεπόμενης από τον νόμο ύστερα από δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 2 πρ. 1 της ΕΣΔΑ 15. Οι προβλέψεις αυτές καθίστανται βέβαια ανενεργές στην πράξη, αφού με την κύρωση του ν. 3289/2004 του ΙΓ Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, προβλέπεται η πλήρης κατάργηση της θανατικής ποινής. Ωστόσο, από τον συνδυασμό των άρθρων 4 πρ. 6: «Κάθε έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων», 36 πρ. 1 και 48 του Συντάγματος, προκύπτει ότι το δικαίωμα στην ζωή δεν αποκλείει την ένοπλη και άρα με κίνδυνο θανάτωσης μεγάλου αριθμού προσώπων άμυνα της χώρας, σε περιόδους ύπαρξης συνθηκών πολέμου. Δικαίωμα σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας (άρθρο 7 παρ 2 Σ) 14 Η θανατική ποινή καταργήθηκε με το άρθρο 1 πρ. 12... του ν. 2207/1994 15 Αποστολίδη, Το δικαίωμα στη ζωή ως πολιτικό ζήτημα, ΔτΑ 2004 σελ. 43 18
Το δικαίωμα της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος στην υγεία κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 πρ. 2 του Συντάγματος κατά το οποίο: «Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως ο νόμος ορίζει.» Παράλληλα, στο άρθρο 5 πρ. 5 του Συντάγματος που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην προστασία της υγείας και ως εκ τούτου το δικαίωμα στην προστασία της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ανθρώπου: «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων». Η υγεία δεν είναι απλώς πραγματική κατάσταση αδιατάρακτης συλλειτουργίας των ανθρωπίνων οργάνων αλλά και αξία, το ύψιστο των αγαθών, μετά την ζωή 16. Η σωματική ακεραιότητα αποτελεί το corpus του αγαθού της υγείας και η ψυχική ακεραιότητα το animus του προστατευόμενου αυτού αγαθού. Εύλογη λοιπόν η πρόβλεψη επιβολής ποινών τόσο για την πρόκληση βλάβης της υγείας corpore corporis αλλά και μέσω άσκησης ψυχολογικής βίας ή προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η άσκηση του δικαιώματος της υγείας και ειδικότερα της προστασίας της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας επιδέχεται οριοθετήσεις στην αρχή της συνταγματικής νομιμότητας, αφού δεν μπορεί να αντίκειται στο Σύνταγμα ή σε διατάξεις νόμων σύμφωνους με το Σύνταγμα, στην αρχή της χρηστικότητας αφού δεν μπορεί να προσκρούει στις επιταγές της κρατούσας κοινωνικής ηθικής του μέσου ανθρώπου σε συγκεκριμένη χωροχρονική πραγματικότητα και τέλος οριοθετείται από την αρχή της κοινωνικότητας αφού δεν μπορεί να προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Επιπλέον, μπορεί να περιορισθεί σε περίπτωση συναίνεσης του ατόμου για λόγους που 16 Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, 1974 σελ 110. 19
αφορούν στη ζωή ή την υγεία άλλων ή για λόγους δημόσιας υγείας και ασφάλειας, πάντα μέσα στα πλαίσια του σεβασμού και της προστασίας της αρχής του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας. Προσωπική Ασφάλεια (6πρ. 1Σ) Ο συντακτικός νομοθέτης δεν κατοχυρώνει expressis verbis το ευρύτατο δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας. Ωστόσο συνάγεται από συστηματική ερμηνεία των άρθρων 2 πρ1, 5 πρ1, 2, 5, 25πρ 1 17 Κατά την άλλη άποψη (κρατούσα) το περιεχόμενο της προσωπικής ασφάλειας ορίζεται κυρίως στο άρθρο 5 πρ 3: «Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος», σε συνδυασμό με το άρθρο 6 πρ 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο: «Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα». Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό από την γραμματική προσέγγιση του άρθρου 5 πρ 3 του Συντάγματος, απαραβίαστη είναι η προσωπική ελευθερία εν γένει και όχι η προσωπική ελευθερία από σύλληψη, φυλάκιση ή καταδίωξη, αφού υπάρχει επιφύλαξη υπέρ του κοινού νομοθέτη. Μπορεί λοιπόν ο τελευταίος να προβλέπει περιπτώσεις περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας. Απ την άλλη, δεν είναι ελεύθερος να επιβάλλει αυθαίρετα όσους και όποιους περιορισμούς θέλει αλλά περιορίζεται και ο ίδιος, από τα λεγόμενα «όρια των περιορισμών» 18. 17 Δημητρόπουλος, Συνταγμ. Δικαιώματα, Τεύχος Γ -2008, σελ. 426. 18 Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Α 2005 σελ. 280. 20
Αφ ενός το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει ρητά τις προϋποθέσεις σύλληψης και φυλάκισης. Οποιοσδήποτε κατηγορείται, είναι δυνατόν να συλλαμβάνεται, δηλαδή να υποβάλλεται στην φυσική εξουσία κρατικών οργάνων με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσωρινή έστω στέρηση της ελευθερίας του μόνο είτε με ειδικά εμπεριστατωμένο αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, είτε όταν πρόκειται για αυτόφωρο έγκλημα 19. Επιπλέον ο νομοθέτης περιορίζεται από την αρχή του απαραβιάστου του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων (εν προκειμένω της προσωπικής ασφάλειας) και έτσι δεν δύναται να συλλαμβάνει και να κρατεί κατά βούληση αφού αυτί θα οδηγούσε στην ουσιαστική άρση του ατομικού δικαιώματος και στην εγκαθίδρυση αστυνομικού κράτους. Άρθρο 8 Σ Το Δικαίωμα του νόμιμου Δικαστή «Κανένας δεν στερείται χωρίς την θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Το άρθρο αυτό αποβλέπει στην εξασφάλιση της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης απαγορεύοντας την ακούσια αφαίρεση του ορισμένου εκ νόμου δικαστή για κάθε πολίτη καθώς και την σύσταση επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων. Η απαγόρευση αυτή αποτελεί καταστατική εγγύηση του κράτους δικαίου και ίδιον της γνήσιας απονομής της δικαιοσύνης 20. Η πολιτεία έχει υποχρέωση να ιδρύει δικαστήρια και να ορίζει εκ των προτέρων δικαστή που θα εκδικάσει συγκεκριμένη υπόθεση με βάση γενικά και αφηρημένα κριτήρια 21. 19 Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, σελ. 567 20 Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, σελ. 238 21 Προς διασφάλισην του αδιαβλήτου των συνθέσεων, καθιερώνεται σύμφωνα με το άρθρο 17Β Κ.Ο.Δ.Κ.Δ. η κλήρωση των συνθέσεων στα δικαστήρια (ν.1868/1989) 21
Συμπληρωματικά προς διασφάλισης της αρχής του νομίμου δικαστή, απαγορεύεται στο 2 ο εδάφιο του άρθρου 8 του Συντάγματος η δημιουργία έκτακτων δικαστηρίων και δικαστικών επιτροπών, μετά την τέλεση του εγκλήματος προς διαπίστωση ενοχής ή απαλλαγής προσώπων που ορίζονται συγκεκριμένα. Από την διατύπωση της διάταξης δεν συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι ο διάδικος μπορεί με την θέλησή του να επιλέξει τον δικαστή που θα τον δικάσει. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση στην ratio της συγκεκριμένης διάταξης που είναι η διασφάλιση της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Δικαίωμα του ΑΝΑΦΕΡΕΣΘΑΙ άρθρο 10 παρ 1 του Συντάγματος Άρθρο 10 παρ 1: «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα,τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον, που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με το νόμο.» Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι, όπως προκύπτει από τη συνταγματική διάταξη έχει διπλό περιεχόμενο: Α) Την άτυπη πρόσβαση στις διοικητικές αρχές και Β) την αξίωση της αιτιολογημένης και σύντομης απάντησης της αρχής. 22
Αναφορά είναι κάθε γραπτή αίτηση προς τις διοικητικές αρχές να προβούν σε ορισμένη ενέργεια ή να την παραλείψουν. Δεν αποτελούν αναφορές οι απλές εκφράσεις γνώμης, οι δημοψηφισματικές εκδηλώσεις, οι ερωτήσεις και επερωτήσεις βουλευτών και αναφορές των στρατιωτικών όταν αποτελούν τρόπο άσκησης της υπηρεσίας τους. Επίσης οι αναφορές στη Βουλή διαφέρουν από τις αιτήσεις του άρθρου 10 και προβλέπονται από το άρθρο 69. Φορείς του δικαιώματος του αναφέρεσθαι είναι και αλλοδαποί και ΝΠΙΔ., μπορεί να ασκηθεί από πολλούς μαζί και εκ της φύσεώς του δεν αναπτύσσει τριτενέργεια. Είναι διαδικαστικό δικαίωμα, δεν είναι αυτοτελές αλλά δικαίωμα για την προστασία άλλου δικαιώματος. Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι συνοδεύεται από τέσσερις επιφυλάξεις νόμου: Α) ο αναφερόμενος οφείλει να τηρεί τους νόμους του Κράτους Β) η αρχή υποχρεούται σε ταχεία ενέργεια επί τη βάσει των κειμένων διατάξεων Γ) η αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων Δ)σε περίπτωση μη απάντησης καταβάλλεται και ειδική χρηματική αποζημίωση στον αιτούντα 23
Προηγούμενη Ακρόαση (20 πρ 2 Σ.) Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 πρ 2 του Συντάγματος, όπου: «το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερόμενου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του», αλλά και στο άρθρο 6 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) που προβλέπει ότι οι διοικητικές αρχές πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, γραπτά ή προφορικά ως προς τα σχετικά ζητήματα. Από την συνταγματοποίηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης προκύπτει ότι το εν λόγω δικαίωμα συνιστά ουσιώδη τύπο της διοικητικής πράξης, και αποτελεί διάταξη άμεσου εφαρμογής και ιδρύει ευθεία υποχρέωση της δημόσιας διοίκησης, ανεξάρτητη από νομοθετική διαμεσολάβηση. Επιπροσθέτως, η συνταγματική κατοχύρωση της προηγούμενης ακρόασης ασκεί σημαντική επιρροή στην λεγόμενη «πειθαρχική δίκη». Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης εμπεριέχει και το δικαίωμα παράστασης ή συμπαράστασης με δικηγόρο ώστε να περιλαμβάνει κάθε νόμιμο μέσο που συντείνει στην καλύτερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου και να είναι αποτελεσματική. Ως εκ τούτου, διατάξεις νόμων που αποκλείουν την παράσταση δικηγόρων στις πειθαρχικές δίκες, είναι αντισυνταγματικές. Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης ανήκει στα ανεπιφύλακτα δικαιώματα, ωστόσο σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης που αναφέρεται σε κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο, αποκλείει το δικαίωμα αυτός στις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης. Επιπλέον, δεν προβλέπεται προηγούμενη ακρόαση όταν η πράξη της διοίκησης αποτελεί άσκηση δέσμης αρμοδιότητας και δεν συνδέεται με την υποκείμενη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου. 24
Περιπτωσιολογία μη άσκησης του δικ/τος προηγ. Ακρόασης. Κανονιστικές Πράξεις. Επί απλών προπαρασκευαστικών. Όταν πρόκειται να εκδοθεί πράξη για δέσμια αρμοδιότητα. Για πράξεις που συνδέονται με αντικ. συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου αντίθετα αν η πράξη που επίκειται να εκδοθεί από την διοίκηση συνδέεται με υποκειμενική συμπεριφορά. Ελευθερία της παιδείας «Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας,σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια» σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος παρ 4 εδάφιο α. Και «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης, Και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.» σύμφωνα με την παρ 2. Παιδεία είναι η «καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος».κανείς δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος να εκπαιδευτεί. 22 Η ελευθερία του πνεύματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελευθερία της παιδείας όπως αυτή κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και εξειδικεύεται με πλήθος νόμων. Η ελευθερία της παιδείας είναι θετική και αρνητική. 22 Γ. Μιχαηλιδης 25
Θετική γιατί ο απολαμβάνων το δικαίωμα είναι ελεύθερος να αποφασίσει το είδος της εκπαίδευσης του και το αν θέλει να εκπαιδευτεί, αρνητική πλευρά ωστόσο είναι το ότι, η ελευθερία της παιδείας είναι αυστηρά καθορισμένη από το Σύνταγμα και συγκεκριμένα από το αρθ16 3 το οποίο ορίζει την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. «corpus animus: πραγματοποίηση μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, γνωσιολογική και καλλιτεχνική καλλιέργεια του ανθρώπινου πνεύματος» 23 Το δικαίωμα στην παιδεία δεν αποτελεί μονό αντικειμενική αρχή αλλά και ατομικό δικαίωμα με αμυντική, προστατευτική και διασφαλιστική διάσταση. Είναι δικαίωμα ανεπίδεκτο και δεν είναι δυνατή η παραίτηση από την προστασία που παρέχεται από τα δικαιώματα της παιδείας. Φορείς του δικαιώματος της παιδείας είναι όλα τα φυσικά πρόσωπα με ελληνική ιθαγένεια αλλά και αλλοδαποί.το δικαίωμα στην παιδεία θεωρείται διασφαλιστικό μόνο υπέρ των Ελλήνων,αμυντικό υπέρ Ελλήνων και αλλοδαπών 24,στρέφεται κατά του Κράτους και της ιδιωτικής εξουσίας. Η διασφαλιστική διάσταση του δικαιώματος στο σύνταγμα αναγνωρίζεται με το αρθ 16 παρ 4 που ορίζει ότι «όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας» αλλά και με το εδ.β της ίδιας παραγράφου που προβλέπει ότι «το κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή η ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητες τους». Τέλος ως προστατευτικό δικαίωμα στρέφεται πρός το κράτος και αυτό προκύπτει από την ίδια λεκτική διατύπωση της διάταξης που ανάγει την παιδεία σε βασική αποστολή του κράτους. Αναμφισβήτητα υπάρχουν ρητοί περιορισμοί όπως ορίζεται στο αρθ. 16 παρ 3 ότι «τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα». 23 Α.Δημητρόπουλος 24 Α.Δημητρόπουλος 26
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, το μάθημα των θρησκευτικών κλπ. που είναι ειδικά θέματα και όπως όλα τα συνταγματικά δικαιώματα έτσι και τα δικαιώματα της παιδείας μπορούν να περιορισθούν στο πλαίσιο της θεσμικής προσαρμογής. Ελευθερία της Επιστήμης έρευνας διδασκαλίας Στο άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «..η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα». Επιστήμη είναι η αναζήτηση, ανάπτυξη και αξιοποίηση της γνώσεως. Η έρευνα είναι επομένως συστατικό στοιχείο της επιστήμης. Αλλά και η διδασκαλία είναι απαραίτητη για την συνέχιση της επιστημονικής έρευνας και την εφαρμογή των προγραμμάτων της 25. Η επιστήμη, η έρευνα, η διδασκαλία είναι έννοιες αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες. Η ελευθερία της επιστήμης περιλαμβάνει της ελευθερία της επιστημονικής επίλυσης και ενασχολήσεως με οποιοδήποτε επιστημονικό θέμα ώστε να είναι απαράδεκτη και ανεπίτρεπτη η επιβολή ορισμένης εργασίας που ο φορέας του δικαιώματος δεν επιθυμεί. Τα πάντα υπόκεινται στην έρευνα. Η αρχή «πίστευε και μη ερεύνα» δεν συμβιβάζεται με την θεμελιώδη απόφαση του συντακτικού νομοθέτη για την ελευθερία της έρευνας. Δεν υπάρχουν δόγματα απαραβίαστα. 25 Π.Δ. Δαγτογλου 27
Φορείς της ελευθερίας της επιστήμης έρευνας και διδασκαλίας, είναι τόσο φυσικά, όσο και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου 26, τόσο ημεδαποί όσο και αλλοδαποί, ανεξάρτητα από το αν ασκούν έρευνα εντός ή εκτός των πανεπιστημίων στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα 27. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Οι σχέσεις μεταξύ ιδιωτών διέπονται από ιδιωτικές συμβάσεις και στους κανόνες του ιδιωτικού και του ποινικού δικαίου. Η ελευθερία διδασκαλίας κατοχυρώνεται από την ενεργητική της πλευρά (διδασκαλία) και από την παθητική της (ελευθερία διδασκομένων). Υποστηρίζεται πως η ελευθερία της διδασκαλίας του άρθρου 16 1 αφορά μόνο την διδασκαλία πανεπιστημιακού επιπέδου και όχι εκείνη της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης η οποία ακολουθεί δεσμευτικές οδηγίες 28. Το άρθρο 16 παρ.1 διακηρύσσει την ελευθερία της επιστήμης έρευνας και διδασκαλίας χωρίς περιορισμούς. Η ελευθερία της επιστήμης δεν καθιστά τον επιστήμονα legibus solutus αλλά υπόκειται και αυτή στο γενικώς ισχύον δίκαιο. Ο επιστήμονας κατά την άσκηση της επιστήμης του δεν δικαιούται να διαπράττει έσχατη προδοσία, περιύβριση αρχής και συμβόλων, καθύβριση του θεού ή εγκλήματα κατά της τιμής. Δεν μπορεί ο επιστημονικός ερευνητής να εφαρμόζει μεθόδους που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή διακινδυνεύουν την ατομική ή δημόσια υγεία. Αποδέκτες του δικαιώματος επομένως είναι η κρατική και δημόσια εξουσία, που οφείλουν να προάγουν την ανάπτυξή του. Το δικαίωμα στην επιστήμη, έρευνα και διδασκαλία κατοχυρώνεται από το άρθρο 16 παρ. 1 ως ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα που δεν υπόκειται σε ειδικούς περιορισμούς. Υπάρχει αυξημένη συνταγματική προστασία. Οπωσδήποτε όμως δύναται να περιοριστεί από τους γενικούς 26 ΣτΕ 14/1988(ολ), 1043/89 (τμδ ) ΤοΣ 1989,308 (309) 27 ΣτΕ 1043/89 (τμδ ) ΤοΣ 1989, 308 (309/10) 28 Μάνεσης: ο «Πολίτης» 28
νόμους του ισχύοντος δικαίου, προκειμένου να προστατευθεί η ευρυθμία της κοινωνικής ζωής. Ελευθερία της Τέχνης Κατά το άρθρο 16 παρ 1 «Η τ έ χ ν η και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. Η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.» Δυσκολίες ανακύπτουν όσον αφορά τον ορισμό της τέχνης, μιας και δεν ορίζεται στο συνταγματικό κείμενο. Τέχνη είναι με την ευρεία έννοια «η 29
περί του ωραίου αντίληψη όπως αυτή εκφράζεται σε ανθρώπινο δημιούργημα». 29 Κάθε δημιουργική έκφραση της ανθρώπινης σκέψης. Animus της τέχνης είναι η «περί του ωραίου αντίληψη» που αποτελεί το πνευματικό, το ουσιαστικό στοιχείο της τέχνης.corpus της τέχνης είναι το ίδιο το έργο τέχνης που αποτελεί το «υλικό ένδυμα της» 30 Η ελευθερία της καλλιτεχνικής εργασίας εν γένει είναι ειδικότερη της ελευθερίας της εργασίας. Από την ελευθερία της τέχνης συνάγεται και η απαγόρευση του εξαναγκασμού της καλλιτεχνικής εργασίας. 31 Η άρνηση του χαρακτηρισμού ενός έργου ως έργου τέχνης γιατί ανήκει σε απορριπτόμενη σχολή, νοοτροπία και τεχνοτροπία, απαγορεύεται. Είναι αντισυνταγματική η απαίτηση άδειας ή η διενέργεια λογοκρισίας ή άλλος παρόμοιος προληπτικός έλεγχος με εξαίρεση την προστασία άλλου εννόμου αγαθού που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Όλα τα φυσικά πρόσωπα έχουν δικαίωμα να παράγουν τέχνη αλλά και να απολαμβάνουν τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Φορείς της ελευθερίας της τέχνης 1) είναι φυσικά πρόσωπα ημεδαπά και αλλοδαπά, ο καλλιτεχνικός δημιουργός αλλά και το κοινό του.2) φορείς δημόσιας εξουσίας αλλά και ιδιωτών το άρθρο 16 παρ 1 δεν υπάγει την ελευθερία της τέχνης σε κανενός είδους (ΝΠΙΔ, εκδοτικούς οίκους κα) Στην ελευθερία της τέχνης ισχύει ασφαλώς και η απαγόρευση του εξαναγκασμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας. 32 Η ελευθερία της τέχνης αποτελεί «ισχύον δίκαιο» και όχι «προγραμματική πρόταση».η διάταξη του άρθρου 16 1 εδ.α δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο του άρθρου 110 παρ1 και επομένως είναι δυνατή η αναθεώρηση της. 29 Δημητρόπουλος 30 Δημητρόπουλος Α. 31 Βλ. άρθρο 946 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ και άρθρο 22 παρ. 3 Συν (αρ11β) 32 Δαγτόγλου Π. 30
Η ελευθερία της τέχνης προστατεύεται ως αμυντικό και απόλυτο δικαίωμα. Το σύνταγμα βέβαια αναγνωρίζει και την προστατευτική διάσταση του δικαιώματος στην τέχνη. Το κράτος οφείλει να προστατεύει την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Η νομοθετική εξουσία υποχρεούται να λαμβάνει,όλα τα απαιτούμενα νομοθετικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύει την τέχνη. Το ίδιο επίσης η εκτελεστική εξουσία και η δικαστική εξουσία. Το κράτος υποχρεούται να έχει πολιτιστική πολιτική και οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και να μεριμνά για την πρόσφορη διδασκαλία της τέχνης. Δεν δικαιούται να κηδεμονεύει την τέχνη. Νόμοι που προβαίνουν στο χαρακτηρισμό ενός έργου τέχνης δεν αποτελούν ως προς τα κριτήριά τους αντισυνταγματικό ορισμό της τέχνης με την προϋπόθεση ότι αφήνουν περιθώρια για νέους πειραματισμούς όντας απαλλαγμένοι από αυθαίρετες διακρίσεις. Πλάι στην υποχρέωση του Κράτους να προάγει και να αναπτύσσει την τέχνη δεν θεμελιώνεται αγώγιμη αξίωση των καλλιτεχνών παρά μόνο στο μέτρο που είναι επιτρεπτό εκ του νόμου. Δεν υπάρχουν ειδικές σχέσεις και περιορισμοί όσον αφορά την ελευθερία της τέχνης. Η τέχνη ανήκει στα λεγόμενα «ανεπιφύλακτα δικαιώματα», το σύνταγμα δεν προβλέπει ρητά συγκεκριμένους περιορισμούς ούτε κάποια επιφύλαξη. 33 Αυτό δε σημαίνει όμως ότι ο καλλιτέχνης είναι legibus solutus αλλά υπόκειται στους γενικούς νόμους του Κράτους. 33 Δημητροπουλος Α. 31
Απαραβίαστο ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής Κατά το άρθρο 9 παρ 1 εδ. β : «Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», η ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει μόνο τις ιδιωτικές στιγμές του ανθρώπου. Πρόκειται για ένα ατομικό δικαιώμα με αμυντικό και προστατευτικό περιεχόμενο, που αποτελεί αντικειμενική αρχή του συντάγματος. Απαγορεύει κάθε μορφή επέμβασης στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου και έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και προστασίας από το δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας, καθώς δεν απαγορεύει μόνον την είσοδο στην κατοικία, αλλά και κάθε μορφή παραβίασης της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου. Απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής σημαίνει απαγόρευση της δημοσιοποίησης της ζωής του ανθρώπου. Η ιδιωτική ζωή διακρίνεται σε ατομική και οικογενειακή προστατεύεται αφενός μεν ο άνθρωπος ως άτομο, αφετέρου δε, ως μέλος της οικογενείας. Η οικογένεια, που αποτελείται πρωτίστως από τους συζύγους και τα τέκνα τους προστατεύεται, είτε υπάρχει γάμος, είτε όχι, καθώς κατά το σύνταγμα ο δεσμός μεταξύ των προσώπων είναι πιο σημαντικός, από την ύπαρξη έγγαμης συμβίωσης. Είναι μητρικό δικαίωμα με συνταγματική κατοχύρωση. Από την συνταγματική αρχή απορρέει το δικαίωμα του καθενός στην ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή. Είναι απαραβίαστο δικαίωμα προϋπόθεση της ελευθερίας. Αποτελεί «ισχύον δίκαιο» που αναπτύσσει πλήρη νομική δύναμη και δεσμευτικότητα 34. 34 Δημητρόπουλος Α. 32
Η ιδιωτική ζωή είναι προστατευόμενο αγαθό «ιδιωτική ζωή είναι εκείνη που ο άνθρωπος διάγει με στενό κύκλο ανθρώπων (corpus) και αφορά τα πρόσωπα αυτά (ιδιωτικές υποθέσεις) (animus) 35 Το corpus αναφέρεται στα άτομα με τα οποία διεξάγεται η ιδιωτική ζωή, στενός κύκλος προσώπων. Ο όρος «ιδιωτικός» έχεν ανθρωποκεντρικό περιεχόμενο. Animus: Ιδιωτική υπόθεση. Απαραίτητη είναι η αναζήτηση του ουσιαστικού προσδιορισμού της ιδιωτικής ζωής. Για την αποτελεσματική προστασία αυτών των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων θεσπίστηκε ο ν. 2471/1997 και το άρθρο 9Α του Συν. μετά την αναθεώρηση του 2001 το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής έχει αμυντικό περιεχόμενο προστατευτικό δικαίωμα και προστατευτική υποχρέωση του κράτους, διασφαλιστικό περιεχόμενο. Φορέας του αμυντικού δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο είναι κάθε φυσικό πρόσωπο-οικογένεια-σύζυγος-παιδιά, είναι αποδέκτες του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Με το τρίπτυχο της συνταγματικής νομιμότητας, κοινωνικότητας και της χρηστικότητας οριοθετείται το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Το δικαίωμα του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, ως ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαιωμα δεν δέχεται κανενός είδους περιορισμό αλλά προστατεύει ενέργειες που είναι τμήμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Δικαίωμα του συνέρχεσθαι 35 Δημητρόπουλος Α. 33
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 «οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα» και στο άρθρο 11 παρ. 2 «μόνο στις δημόσιες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν». Διεθνώς η ελευθερία του συνέρχεσθαι προστατεύεται από το άρθρο 11 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς». Ο συντακτικός νομοθέτης, κατοχυρώνει στο εν λόγω άρθρο, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, ως αντικειμενική αρχή του συντάγματος, αλλά και ως ανεπιφύλακτο ατομικό δικαίωμα. Η συνάθροιση, είναι συνάντηση ατόμων, τα οποία δεν πρέπει να παρευρίσκονται τυχαία, σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο δημόσιο ή ιδιωτικό. Ο αριθμός των ατόμων είναι ακαθόριστος. Στο νομικό πλαίσιο μια συνάθροιση, για να προστατεύεται, πρέπει να είναι ήσυχη και άοπλη. Για να είναι ήσυχη μια συνάθροιση πρέπει οι μετέχοντες να μην έχουν επαναστατικό ή εγκληματικό χαρακτήρα. «Ειρηνική συνάθροιση» 36. Για να είναι άοπλη, οι μετέχοντες πρέπει να μην είναι οπλισμένοι. Καθένας είναι ελεύθερος να συμμετέχει και να διοργανώνει συναθροίσεις, είναι όμως και ελεύθερος να μην συμμετέχει σε αυτες. Μπορεί δε ελεύθερα να επιλέγει τον τόπο και τον χρόνο και δεν απαιτείται καμία άδεια για να γίνει μια συνάθροιση. Το δικαίωμα στους Έλληνες να συνέρχονται, έχει αμυντικό αλλά και προστατευτικό χαρακτήρα, από το κράτος, το οποίο πρέπει όχι μόνο να μην παρεμποδίζει την άσκηση του δικαιώματος, αλλά και να λαμβάνει μέτρα για την ακώλυτη άσκησή του. Η άσκηση του δικαιώματος συνάθροισης υπόκειται στις γενικές οριοθετήσεις, στη ρήτρα της συνταγματικής νομιμότητας, της κοινωνικότητας 36 ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ Π.Ο.Π., Τ.Α., σελ. 330-331 34
και χρηστότητας. Η άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης πρέπει να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και με τους συμφωνημένους προς αυτό νόμους. 37 Όπως έχει προαναφερθεί προστατευόμενη από το σύνταγμα είναι η ήσυχη και άοπλη συνάθροιση. Γι αυτό το λόγο το Σύνταγμα επίτρέπει να παρίσταται η αστυνομία στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 11, οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν, με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής. Η απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων είναι αιτιολογημένη, και εφαρμόζεται όταν προκύπτει σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια σε ορισμένη περιοχή, η απειλείται η σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως ο νόμος ορίζει. Θρησκευτική ελευθερία Το άρθρο 13 1 του συντάγματος «Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». 37 Ανδρέας-Γ. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα-Ειδικό μέρος, 2008 σελίδα-122. 35
Προβλέπει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και κατοχυρώνεται σαν ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα. στο Θείο 38. Η θρησκεία αποτελεί ένα σύμπλεγμα πεποιθήσεων που αναφέρονται Το σύνταγμα προστατεύει κάθε γνωστή θρησκεία. (άρθρο 13 2) κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη, και όχι κάθε θρησκεία. Κάθε θρησκεία θεωρείται γνωστή, εάν τα δόγματα και οι πεποιθήσεις της είναι φανερές. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης διαθέτει θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Κάθε άτομο μπορεί να επιλέγει όποια θρησκεία θέλει, σύμφωνα με το θετικό περιεχόμενο,και να την εξωτερικεύσει. Σχετικά με το αρνητικό περιεχόμενο ο καθένας δύναται να μην υιοθετεί κανένα θρησκευτικό δόγμα. Κατά το σύνταγμα κανένα άτομο δεν εξαναγκάζεται σε ενέργειες αντίθετες στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Αντιθέτως δεν επιτρέπονται διακρίσεις βασιζόμενες στις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός 39. Η ελευθερία στην λατρεία προστατεύεται και αυτή από το σύνταγμα θετικά, ελευθερία θρησκευτικής δράσης, αλλά και αρνητικά, ελευθερία μη λατρείας οποιασδήποτε θρησκείας. Η άσκηση της λατρείας γίνεται ατομικά ή συλλογικά σύμφωνα με το άρθρο 13 2. Η θρησκευτική ελευθερία, σαν ανεπιφύλακτο συνταγματικό δικαίωμα, δεν επιδέχεται περιορισμούς, μολαταύτα είναι θεμιτή η συμμόρφωση και η υπαγωγή του προς τους νόμους του Ελληνικού δικαιϊκού συστήματος. Τέλος η σημαντικότητα του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 παρ. 1 του συντάγματος προκύπτει από την ρητή αναφορά του, στα άρθρα που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του συντάγματος. 38 Ανδρέας Δημητροπ. Ο.Π σελ. 120 39 Ανδρέας Δημητροπ. Ο.Π. σελ. 122-123 36