ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ Η πλέον διαδεδοµένη και αποδεκτή θεωρία είναι η τριµερής θεωρία της γνώσης που ορίζει τη γνώση ως δικαιολογηµένη αληθή πεποίθηση (justified true belief). Ανάλυση της τριµερούς θεωρίας Η θεωρία αυτή υποστηρίζει πως αν µία πεποίθηση είναι αληθής και δικαιολογηµένη τότε αποτελεί γνώση για το υποκείµενο. Για να κατανοήσουµε καλύτερα τον παραπάνω ορισµό θα πρέπει να αναλύσουµε ξεχωριστά τις τρεις αυτές συνθήκες της γνώσης. 2.1. Πεποίθηση Η πεποίθηση θα µπορούσε να γίνει κατανοητή ως µία συµπεριφορά απέναντι σε ένα αντικείµενο. Υπάρχουν και άλλες συµπεριφορές που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, δηλαδή αποτελούν τη σχέση ενός υποκειµένου µε ένα αντικείµενο και θα µπορούσαν να είναι φόβος, αµφιβολία, επιθυµία κτλ. Για παράδειγµα: Ο Νίκος έχει την πεποίθηση ότι η Γη είναι σφαιρική. Αυτό σηµαίνει ότι η σχέση του υποκειµένου (Νίκος) µε το αντικείµενο (το γεγονός της σφαιρικότητας της Γης) έχει σχέση πεποίθησης. Η πρώτη συνθήκη για τη γνώση είναι η ύπαρξη πεποίθησης. Για να γνωρίζει ένα υποκείµενο κάτι θα πρέπει πρώτα από όλα να το πιστεύει. Αν δεν υπάρχει η πεποίθηση για ένα πράγµα δεν είναι δυνατόν αυτό το πράγµα να αποτελεί γνώση ακόµη και αν πληροί τις άλλες δύο προϋποθέσεις, δηλαδή να είναι αληθές και να υπάρχει πλήρης δικαιολόγησή του. 2.2. Το Πρόβληµα της Αλήθειας Aλήθεια είναι η συµφωνία της νόησης µε την πραγµατικότητα. Tο «Πρόβληµα της Αλήθειας» σχετίζεται µε το στοιχείο της αµφιβολίας για τις µορφές της γνώσης και για τα κριτήρια µε τα οποία ξεχωρίζουµε τις µορφές γνώσης. Στην κρίση µας για την Αλήθεια λαµβάνονται υπόψη: α) Το Υποκείµενο ως φορέας και παραγωγός κοινωνικής συνείδησης β) Tο Αντικείµενο µε τη µορφή που εµφανίζεται στο Υποκείµενο και γ) η µεταξύ τους σχέση, που διαµορφώνεται κατά τη γνωστική διαδικασία και αντανακλάται στο αφηρηµένο επίπεδο της ιδεολογίας. Οι πιο βασικές θεωρίες για την αλήθεια είναι οι εξής: Θεωρία της αντιστοιχίας (correspondance theory) Μία από τις παλαιότερες και ίσως τις ευρέως αποδεκτές θεωρίες είναι η θεωρία της αντιστοιχίας. Η θεωρία αυτή έχει δύο βασικούς ισχυρισµούς: Πρώτον, µία πρόταση είναι αληθής αν και µόνο αν αντιστοιχεί στα γεγονότα. Δεύτερον, µία θεωρία είναι ψευδής αν και µόνο αν αποτυγχάνει στο να αντιστοιχηθεί στα γεγονότα.
Συνεπώς, µε βάση την παραπάνω θεωρία, µία πρόταση δεν είναι αληθής αν απλώς πιστεύουµε ότι είναι αληθής. Ακόµη, η ίδια θεωρία υποδεικνύει ότι µία πρόταση δεν µπορεί να είναι ταυτόχρονα και αληθής και ψευδής. Επίσης, στην ίδια λογική δεν µπορεί να υπάρξει η περίπτωση µία πρόταση να είναι αληθής για κάποιους αλλά ψευδής για κάποιους άλλους. Για παράδειγµα: "Οι αρχαίοι λαοί πίστευαν ότι η Γη ήταν ένας δίσκος που επέπλεε σε µία απέραντη θάλασσα." Δεν µπορούµε να ισχυριστούµε ότι η πρόταση "Η Γη είναι ένας δίσκος που επιπλέει σε µία απέραντη θάλασσα" είναι αληθής για εκείνους τους ανθρώπους. Μπορούµε να πούµε µόνο ότι είχαν αυτή την πεποίθηση η οποία όµως δεν ήταν αληθής. Η θεωρία αντιστοιχίας είναι αρκετά παλαιά και ευρέως αποδεκτή. Ωστόσο, υπάρχουν στο χώρο της επιστηµολογίας αρκετές εντάσεις γύρω από αυτή. Κάποιοι θεωρούν ότι η θεωρία δεν ισχύει, εκτός αν έχουµε µία εξήγηση για το πως µία πρόταση ανταποκρίνεται στα γεγονότα. Άλλοι, θεωρούν πως η θεωρία είναι αδύναµη γιατί η έννοια των γεγονότων είναι ασαφής. Άλλοι πάλι, θεωρούν πως είναι αδύνατο να εξηγήσουµε τι είναι τα γεγονότα χωρίς να χρησιµοποιήσουµε τους χαρακτηρισµούς αληθής και ψευδής και έτσι η θεωρία αντιστοιχίας γίνεται κυκλική. Πραγµατιστική θεωρία της αλήθειας (pragmatic theory) Μια άλλη θεωρία για την αλήθεια είναι η πραγµατιστική θεωρία της αλήθειας. Ο κεντρικός άξονας στον οποίο κινείται η θεωρία είναι ότι οι αληθείς πεποιθήσεις είναι γενικώς χρήσιµες ενώ οι ψευδείς όχι. Δηλαδή η θεωρία αυτή λέει ότι µία πρόταση είναι αληθής αν και µόνο αν η πίστη σε αυτή ή η δράση σε σχέση µε αυτή οδηγήσει έστω και µακροπρόθεσµα σε κάτι χρήσιµο. Ένα παράδειγµα για την καλύτερη κατανόηση της θεωρίας αυτής είναι το παρακάτω: Αν υποθέσουµε πως ένας γιατρός θέλει να θεραπεύσει έναν ασθενή του, είναι χρήσιµο για αυτόν να έχει αληθείς πεποιθήσεις για το πώς πρόκειται να θεραπεύσει τον ασθενή. Για τη θεωρία αυτή υπάρχουν επίσης πολλές επικρίσεις. Σηµαντική είναι η θέση που θέτει το ζήτηµα της ύπαρξης προτάσεων που είναι αληθείς αλλά δεν είναι χρήσιµη η πίστη σε αυτές, αντίθετα η µη πίστη σε αυτές µπορεί να φανεί πιο χρήσιµη. Συνεκτική θεωρία της αλήθειας (coherence theory) Η συνεκτική θεωρία της αλήθειας έχει ως βασικό της συστατικό την έννοια της συνοχής. Για να γίνει κατανοητή, θα χρησιµοποιήσουµε το παρακάτω παράδειγµα: Ένα υποκείµενο έχει τη γνώση ότι: 1) Έχει την αίσθηση ενός παγωµένου αντικειµένου στην παλάµη του 2) Έχει την αίσθηση ενός σφαιρικού αντικειµένου στην παλάµη του 3) Έχει ένα λευκό αντικείµενο στην παλάµη του. Συνεπώς, το υποκείµενο είναι σε θέση να έχει την πίστη ότι στο χέρι του βρίσκεται µία χιονόµπαλα.
Από το παράδειγµα προκύπτει πως ένα υποκείµενο µπορεί να φτάσει στην αλήθεια βασιζόµενο στη συνοχή διαφόρων άλλων αληθών προτάσεων. Συνεπώς, δεχόµενοι µία από της θεωρίες της αλήθειας µπορούµε να χαρακτηρίσουµε µία πρόταση αληθή ή ψευδή. Στην καθηµερινή ζωή πολλοί άνθρωποι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν πράγµατα που όµως είναι ψευδή. Αυτά, σύµφωνα µε την τριµερή θεωρία δεν αποτελούν γνώσεις. Ένα απλό παράδειγµα είναι το εξής: Ένα παιδί πιστεύει ότι 2+3=6. Τότε το παιδί ισχυρίζεται πως γνωρίζει ότι 2+3=6. Σύµφωνα µε τη θεωρία εφόσον 2+3=6 είναι ψευδές, η πρόταση αυτή δεν µπορεί να αποτελεί γνώση. Ακόµη, σηµαντικό είναι να προσθέσουµε το ότι αν µία πρόταση που εθεωρείτο αληθής αποδειχθεί αργότερα ψευδής, τότε το υποκείµενο θα πρέπει να αναθεωρήσει καθώς η πρόταση αυτή δεν αποτελεί πλέον γνώση. Δηλαδή, αυτό που εθεωρείτο κάποτε γνωστό τελικά είναι άγνωστο. Ότι είναι ψευδές δεν µπορεί να αποτελεί γνώση. Τελικά, γνώση είναι η γνώση της αλήθειας. 2.3. Δικαιολόγηση Η Δικαιολόγηση είναι σύµφωνα µε την τριµερή θεωρία µια ακόµα συνθήκη για τη γνώση. Για την δικαιολόγηση ισχύουν τα παρακάτω: Όταν µιλάµε για την δικαιολόγηση που αφορά τη γνώση θα πρέπει να είναι σαφές ότι ο τρόπος της δικαιολόγησης θα είναι σύµφωνος µε την γνωσιοθεωρία. Αυτό είναι σηµαντικό καθώς υπάρχουν τρόποι δικαιολόγησης που δεν ανταποκρίνονται στις αρχές της λογικής σκέψης. Μία πρόταση µπορεί να είναι αληθής αλλά να µην είναι δικαιολογηµένη. Μία πρόταση µπορεί να είναι δικαιολογηµένη αλλά να µην είναι αληθής. Για παράδειγµα κάποιος πιστεύει ότι είναι µεσηµέρι και έχει δικαιολογήσει την πεποίθηση του κοιτώντας το ρολόι του που δείχνει ότι είναι µεσηµέρι. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν είναι αληθής καθώς είναι απόγευµα και το ρολόι του υποκειµένου πηγαίνει 2 ώρες πίσω. Θα πρέπει να υπάρχει διάκριση ανάµεσα στην δικαιολογηµένη πρόταση και στο πρόσωπο που την δικαιολογεί. Σε αντίθεση µε την αλήθεια, µία πρόταση µπορεί να είναι δικαιολογηµένη για ένα υποκείµενο αλλά για ένα δεύτερο όχι. Θεωρίες Δικαιολόγησης Παρακάτω θα γίνει µία αναφορά στις τρεις βασικές θεωρίες της δικαιολόγησης. Θεµελιωτισµός (foundationaism) Σύµφωνα µε τη θεωρία του θεµελιωτισµού, για να δικαιολογηθεί µία πρόταση θα πρέπει η δικαιολόγηση της να στηρίζεται σε µία άλλη ήδη δικαιολογηµένη πρόταση. Με αυτή τη λογική, θα πρέπει για κάθε πρόταση που καλείται να δικαιολογηθεί να
υπάρχει µία τουλάχιστον δικαιολογηµένη πρόταση και ούτω κάθε εξής. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στο συµπέρασµα ότι για να υπάρξει η γνώση θα πρέπει να υπάρχει ένας ικανός αριθµός δικαιολογηµένων πεποιθήσεων. Έτσι εδώ είναι απαραίτητη η χρήση της έννοιας των θεµελίων δηλαδή οι βασικές αρχές ή προτάσεις που δικαιολογούνται από µόνες τους, είναι δηλαδή αυτόδικαιολογούµενες, αποτελούν αξιώµατα. Η έννοια των θεµελίων είναι και η κεντρική στη θεµελιωτική θεωρία της δικαιολόγησης. Η θεωρία αυτή έχει αρκετούς επικριτές οι οποίοι αρνούνται την ύπαρξη των βασικών δικαιολογηµένων αρχών. Αν υποθέσουµε ότι αυτές δεν υπάρχουν, τότε όλη η θεωρία καταρρέει. Συνεκτική θεωρία δικαιολόγησης (Coherentism) Η θεωρία αυτή αντιτάσσεται στη θεµελιωτική θεωρία καθώς θεωρεί πως η δικαιολόγηση δεν είναι µια διαδικασία επιχειρηµατολόγησης και λογικής συνέχειας. Η συνεκτική θεωρία προτείνει ότι η δικαιολόγηση προκύπτει από την συνοχή ενός συστήµατος βασικών αρχών και ιδεών. Συνεπώς, η δικαιολόγηση γίνεται ισχυρή από τον τρόπο µε τον οποίο οι ιδέες του συστήµατος συνδέονται µεταξύ τους. Όσο ισχυρότερος ο δεσµός τους, τόσο πιο ισχυρή και η δικαιολόγηση. Θεωρία αξιοπιστίας (reliabilism) Σύµφωνα µε την θεωρία των αξιόπιστων διαδικασιών, η δικαιολόγηση των πεποιθήσεων εξαρτάται από το αν αυτές σχηµατίζονται µέσα από αξιόπιστες διαδικασίες ή όχι. Οι διαδικασίες που δηµιουργούν ψευδείς πεποιθήσεις περιλαµβάνουν συγκεχυµένους συλλογισµούς, εξάρτηση από συναισθηµατικές καταστάσεις, διαίσθηση, εικασίες και βεβιασµένες γενικεύσεις. Αντίθετα, αξιόπιστες διαδικασίες θεωρούνται όσες περιλαµβάνουν πρότυπες αντιληπτικές διαδικασίες, καλή συλλογιστική και ενδοσκόπηση. Η αξιοπιστία των γνωστικών διαδικασιών ποικίλει. Ακόµα και διαδικασίες που δεν είναι εντελώς αξιόπιστες µπορούν να είναι πηγές δικαιολόγησης. Ο Lehrer (1990) επιχειρεί να συνδέσει τις τρεις θεωρίες της δικαιολόγησης κρατώντας τα θετικά τους στοιχεία. Πιστεύει ότι η δικαιολόγηση των πεποιθήσεων προκύπτει µε τη διασύνδεσή τους µε τις προϋπάρχουσες πληροφορίες, όπως πρεσβεύει ο συνεκτικισµός. Ωστόσο, ορισµένες πεποιθήσεις πρέπει να γίνουν αποδεκτές χωρίς επιπλέον τεκµήρια, µόνο µε την πίστη ότι είµαστε αξιόπιστοι. Αυτό σηµαίνει ότι κάποιες πεποιθήσεις είναι αυτο-δικαιολογούµενες, όπως υποστήριξαν οι θεµελιωτιστές. Η αποδοχή της αξιοπιστίας µας είναι αναγκαία γιατί διαφορετικά θα κινδυνεύαµε να περιπέσουµε στον σκεπτικισµό. Τελικά, η δικαιολόγηση µιας πεποίθησης ξεκινά από την εµπιστοσύνη στην αξιοπιστία µας (αυτο-αξιοπιστία) και καταλήγει στη σύνδεσή της σε ένα σύστηµα πεποιθήσεων. 2.4 Η ανασκευή του Gettier
Ο Edmund Gettier το 1963 υποστήριξε ότι τριµερής θεωρία της γνώσης είναι πολύ αδύναµη για να αποκλείσει ορισµένες περιπτώσεις. Για τον λόγο αυτό, έδωσε δύο παραδείγµατα, όπου ένα άτοµο έχει δικαιολογηµένη αληθή πεποίθηση για µία πρόταση, αλλά η πρόταση αυτή δεν αποτελεί γνώση για αυτόν. Τα παραδείγµατα αυτά έχουν καθιερωθεί να ονοµάζονται και «αντιπαραδείγµατα» του Gettier. Το πρόβληµα που θέτει ο Gettier (1963) είναι να βρεθεί ένας τροποποιηµένος ορισµός για τι είναι γνώση, που να αντιµετωπίζει τα προβλήµατα που δηµιουργούνται από τα αντιπαραδείγµατά του. Η διαµάχη σχετικά µε τα προβλήµατα που θέτει ο Gettier είναι εξαιρετικά σύνθετη. Ο Gettier παρουσιάζει περιπτώσεις, στις οποίες οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην τριµερή θεωρία της γνώσης είναι αληθείς για κάποια πρόταση, ωστόσο είναι συγχρόνως ψευδείς ως προς το ότι το εν λόγω πρόσωπο γνωρίζει την συγκεκριµένη πρόταση. Το πρόβληµα του Gettier είναι επιστηµολογικά σηµαντικό. Πολλοί θεωρούν πως η λύση στα αντιπαραδείγµατα του Gettier είναι µια τέταρτη προϋπόθεση για την προτασιακή γνώση, πέρα από τις προϋποθέσεις της δικαιολόγησης, της αλήθειας και της πεποίθησης. Βέβαια, δεν υπάρχει µια συγκεκριµένη τέταρτη προϋπόθεση που να έλαβε οµόφωνη αποδοχή, απλά ορισµένες προτάσεις είναι πιο γνωστές σε σχέση µε άλλες (The Oxford Handbook of Epistemology 2002). 2.4. Είδη γνώσης Οι φιλόσοφοι χωρίζουν συνήθως τη γνώση σε τρεις κατηγορίες: την προσωπική, την προτασιακή και την διαδικαστική. Βέβαια, αυτή που αφορά κυρίως τους φιλοσόφους είναι η προτασιακή. Ωστόσο, η κατανόηση των συνδέσεων µεταξύ των τριών τύπων της γνώσης µπορεί να είναι χρήσιµη για µια πιο σαφή κατανόηση του τι είναι γνώση. Ακόµη και στην καθηµερινή γλώσσα, όταν λέµε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι, υπάρχουν διαφορετικές αισθήσεις της γνώσης ή µπορούµε να πούµε, διάφορα είδη της γνώσης. Προσωπική γνώση Το πρώτο είδος της γνώσης είναι η προσωπική γνώση ή βιωµατική γνώση. Αυτό είναι το είδος της γνώσης που έχουµε όταν λέµε για παράδειγµα ότι: "Ξέρω τη µουσική του Μότσαρτ". Συγκεκριµένα η γνώση υπό αυτήν την έννοια έχει να κάνει µε το εάν είµαστε εξοικειωµένοι µε κάτι, για παράδειγµα για να γνωρίζω τον Γιώργο, πρέπει να τον έχω συναντήσει ή για να γνωρίζει κάποιος το τι είναι φόβος, πρέπει να τον έχει νιώσει. Σε κάθε µία από αυτές τις περιπτώσεις, η λέξη "γνωρίζω" χρησιµοποιείται για να αναφερθούµε στη προσωπική γνώση. Προτασιακή γνώση
Η προτασιακή γνώση είναι η γνώση των πραγµατικών περιστατικών που έχουν λάβει χώρα ή των αληθών προτάσεων. Όπως προκύπτει από τον ορισµό η προσωπική γνώση είναι διαφορετική από την προτασιακή, εποµένως, κάποιος µπορεί να έχει άριστη προτασιακή γνώση για κάποιον χωρίς να έχει καθόλου προσωπική γνώση γι αυτόν. Για παράδειγµα, µπορώ να έχω εξαιρετική προτασιακή γνώση για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, δηλαδή να ξέρω πού και πότε γεννήθηκε και σε ποια πανεπιστήµια σπούδασε. Δεν µπορώ όµως να ισχυριστώ ότι έχω προσωπική γνώση γι αυτόν χωρίς να τον έχω συναντήσει ποτέ. Ας αναφέρουµε άλλο ένα ακόµη παράδειγµα από την καθηµερινότητα. Ας υποθέσουµε, ότι είµαι εντυπωσιασµένος µε τον Γιάννη ο οποίος έχει πολλές γνώσεις σχετικά µε τον Ιούλιο Καίσαρα...τότε θα µπορούσαµε να πούµε: ''ο Γιάννης ξέρει πραγµατικά τον Καίσαρα''. Σαφώς, εννοούµε ότι ο Γιάννης έχει πολλές γνώσεις προτασιακού τύπου σχετικά µε τον Καίσαρα και όχι ότι ο Γιάννης έχει συναντήσει τον Ιούλιο Καίσαρα. Κάποιος µπορεί να έχει προσωπική γνώση και για πράγµατα, εκτός από πρόσωπα. Ένας µπορεί να έχει, για παράδειγµα, προσωπική γνώση του Παρισιού. Και πάλι, θα πρέπει να διακρίνουµε τη γνώση αυτού του είδους από την προτασιακή γνώση. Κάποιος θα µπορούσε να έχει προτασιακού τύπου γνώσεις για το Παρίσι, γνωρίζοντας ποιες είναι οι κύριες λεωφόροι, πότε ιδρύθηκε η πόλη ή πού βρίσκονται διάφορα αξιοθέατα, χωρίς όµως το είδος της προσωπικής γνώσης που θα είχε εάν ήταν εκεί στην πραγµατικότητα. Διαδικαστική γνώση Η διαδικαστική γνώση αφορά την ικανότητα του υποκειµένου. Μερικές φορές όταν λέµε ότι ένα υποκείµενο ξέρει να κάνει κάτι εννοούµε ότι έχει την ικανότητα να κάνει κάτι. Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο όταν λέµε ότι ένα υποκείµενο ξέρει πώς να κάνει κάτι δεν υπονοούµε ότι έχει την ικανότητα να το κάνει. Υπάρχει, λοιπόν, µια διάκριση στη διαδικαστική γνώση όταν υπονοούµε ότι κάποιος έχει την ικανότητα να το κάνει και όταν όχι. Παράδειγµα: ο Γιάννης ξέρει ποδήλατο. Σηµαίνει ο Γιάννης έχει την ικανότητα να ισοροπεί στο ποδήλατο. Αντίθετα, ο Γιάννης δεν ξέρει να µαγειρεύει. Έχουµε διαχωρίσει την προτασιακή γνώση τόσο από την προσωπική όσο και από τη διαδικαστική. Παραδοσιακά, οι φιλόσοφοι ασχολούνται περισσότερο µε την προτασιακή γνώση. Ένας λόγος γι αυτό είναι το ότι θέλουν να γνωρίζουν τι είναι αληθές και να αξιολογούν τόσο τους δικούς τους ισχυρισµούς όσο και των άλλων σύµφωνα µε τα δεδοµένα.