Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Θεσσαλία-Στερεά Ελλάδα-Ήπειρος 2007-2013 ΕΔΑ Ηπείρου. Μελέτη διαχείρισης ζωικών υποπροϊόντων και λυμάτων πτηνοκτηνοτροφικών μονάδων, σχεδιασμός παρεμ βάσεων Μελέτη διαχείρισης ζωικών υποπροϊόντων και λυµάτων πτηνοκτηνοτροφικών µονάδων, σχεδιασµός παρεµβάσεων και δράσεων προς υλοποίηση, έλεγχος σκοπιµότητας και καταλληλότητας των σχεδίων που υποβάλλονται από φορείς και επενδυτές Ιωάννινα, Αύγουστος 2011 1
Μελέτη διαχείρισης ζωικών υποπροϊόντων και λυµάτων πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων, σχεδιασµός παρεµβάσεων και δράσεων προς υλοποίηση, έλεγχος σκοπιµότητας και καταλληλότητας των σχεδίων που υποβάλλονται από φορείς και επενδυτές ΣΥΝΤΑΞΗ ΜΕΛΕΤΗΣ: Q&D A.E. Σύµβουλοι Ποιότητας & Ανάπτυξης Επιστηµονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου, Πανεπιστηµιούπολη. Τ.Κ. 45 110, Ιωάννινα Τηλ: 26510-85080, 26510-85120 Fax: 26510-07679 URL: www.q-d.gr e-mail: info@q-d.gr Υπεύθυνος Σύνταξης - Συντονιστής Οµάδας Έργου: Τσακανίκας Γεώργιος, Κτηνίατρος Οµάδα Έργου: Ηλιάδης Σταύρος, Οικονοµολόγος Κόχυλας Ελευθέριος, Κτηνίατρος Μαγκλάρας Παναγιώτης, Γεωπόνος Πεϊµανίδης Κωνσταντίνος, Μηχανολόγος Μηχανικός Σελλάς Νικόλαος, Χηµικός Μηχανικός Φωτόπουλος Ιωάννης, Χηµικός 2
1. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Στο 1 ο κεφάλαιο της µελέτης περιγράφεται το νοµικό πλαίσιο που καθορίζει τις διαδικασίες αδειοδότησης και λειτουργίας των κτηνοτροφικών µονάδων και των µονάδων µεταποίησης σε σχέση µε τα ζωικά υποπροϊόντα. Το πλαίσιο αυτό είναι αρκετά πολύπλοκο, αφού περιλαµβάνει πλήθος Εθνικών και Κοινοτικών νοµοθετηµάτων και διατάξεων. Ενδεικτικά οι σχετικές διατάξεις αφορούν την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, την περιβαλλοντική αδειοδότηση βιοµηχανιών, πτηνο-κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων, έργων ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, διάφορες πολεοδοµικές και χωροταξικές διατάξεις, τη διαχείριση επικίνδυνων και µη επικίνδυνων αποβλήτων, τους υγειονοµικούς κανόνες για τη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων και τις µεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες, τη διατροφή των ζώων και τις ζωοτροφές, τη ρύπανση των υδάτων και του θαλάσσιου περιβάλλοντος, την ατµοσφαιρική ρύπανση, την ολοκληρωµένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, το ενδοκοινοτικό εµπόριο, τις διάφορες µεταβατικές διατάξεις κ.α. Η ορθολογική διαχείριση των Επικίνδυνων Αποβλήτων (E.A.) αποτελεί αναγκαιότητα προκειµένου, αφ ενός µεν να εξασφαλίζεται και να προστατεύεται το περιβάλλον και η δηµόσια υγεία και αφ ετέρου να εφαρµόζεται η περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τοµέα αυτό. Ο Ευρωπαϊκός Κανονισµός 1774/2002/ΕΚ, καθώς και οι τροποποιήσεις του και οι συναφείς νοµοθετικές πράξεις, καθορίζει το πλαίσιο για τη διαχείριση των ζωικών υποπροϊόντων (κόπρος, νεκρά ζώα, µη βρώσιµα υποπροϊόντα σφαγής, αίµα, Υλικά Ειδικού Κινδύνου, οστά, υπολείµµατα τροφίµων ζωικής προέλευσης κ.λ.π.). Ο 1774/2002/ΕΚ, µεταξύ άλλων απαιτεί την εγκατάσταση και εφαρµογή µελέτης HACCP (Hazard Analysis - Critical Control Points) στις µονάδες επεξεργασίας ζωικών υποπροϊόντων (Μονάδες Μεταποίησης ή Ενδιάµεσου Χειρισµού Υλικών κατηγορίας 1, 2 και 3), οι οποίες περιλαµβάνουν µονάδες αποτέφρωσης, παραγωγής βιοαερίου, λιπασµατοποίησης κ.λ.π. Ο κανονισµός 1069/2009/ΕΚ από τις 04-03- 2001 αντικαθιστά τον 1774/2002/ΕΚ, συγκεφαλαιώνοντας όλη την αποκτηθείσα εµπειρία από την εφαρµογή των υγειονοµικών µέτρων που αφορούν τα ζωικά υποπροϊόντα. Σύµφωνα µε την Εθνική Νοµοθεσία (Κ.Υ.Α. 8668/2007 - ΦΕΚ 287/Β/02.03.2007, «Έγκριση Εθνικού Σχεδιασµού ιαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων - ΕΣ ΕΑ»), τα ζωικά υποπροϊόντα που σύµφωνα µε τον Κανονισµό 1774/2002/ΕΚ κατατάσσονται στην κατηγορία 1, αποτελούν Επικίνδυνα Απόβλητα. Σύµφωνα µε στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, η ετήσια παραγωγή των επικίνδυνων ζωικών υποπροϊόντων στην Ελλάδα ανέρχεται σε 45.000 τόνους περίπου. Οι επί µέρους στόχοι του ΕΣ ΕΑ συνοψίζονται στην αποτέφρωση των υλικών της Κατηγορίας 1 και τη µεταποίηση των υλικών της Κατηγορίας 2. εν µπορεί να γίνει διάθεση ζωικών υποπροϊόντων σε ΧΥΤΑ ή άλλη τοποθεσία χωρίς αυτά να έχουν προηγουµένως υποστεί µία από τις µεθόδους επεξεργασίας που περιγράφονται στον Κανονισµό 1774/2002/ΕΚ. 3
Οι στοιχειώδεις κανόνες για την αποθήκευση και διαχείριση της κόπρου περιγράφονται από την εθνική και κοινοτική νοµοθεσία για τη νιτρορύπανση. Περιέχονται διατάξεις σχετικά µε την αποθήκευση της κοπριάς σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί «ευπρόσβλητες ζώνες, µε στόχο την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση. Η Οδηγία 1996/61/ΕΚ (και η Οδηγία 2008/1/ΕΚ που την αντικατέστησε) σχετικά µε την Ολοκληρωµένη Πρόληψη και Έλεγχο της Ρύπανσης (Integrated Prevention Pollution Control, IPPC), αναφέρεται στον έλεγχο και την πρόληψη της ρύπανσης µε βάση την πρόγνωση και τη λήψη των αναγκαίων µέτρων, ώστε να επιτευχθεί ένας υψηλός βαθµός προστασίας του περιβάλλοντος. Λίγες µόνο από τις µονάδες που λειτουργούν ή θα λειτουργήσουν στην Περιφέρεια Ηπείρου εντάσσονται υποχρεωτικά στο καθεστώς της Οδηγίας 96/61/ΕΚ, καθώς τα µεγέθη των κτηνοτροφικών και µεταποιητικών µονάδων στην Ελλάδα είναι µικρότερα από αυτά που ορίζονται στην Οδηγία. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις τα κράτη µέλη λαµβάνουν υπόψιν τους τις Βέλτιστες ιαθέσιµες Τεχνικές κατά τη διαδικασία αδειοδότησης και ελέγχου µικρότερων µονάδων, λαµβάνοντας υπόψιν τις ειδικές γεωγραφικές, οικολογικές και κοινωνικό-οικονοµικές παραµέτρους των τοποθεσιών εγκατάστασης. Για τη γνωµοδότηση επί της σκοπιµότητας και καταλληλότητας των σχεδίων που υποβάλλονται από φορείς και επενδυτές προς τους ήµους και τις Περιφέρειες (όπως ορίζεται στο Νόµο 3852/2010 - Σχέδιο «Καλλικράτης») θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψιν τα κριτήρια που θέτει η κείµενη νοµοθεσία, στο πλαίσιο που περιγράφηκε. Στο Π.. 140/2010 «Οργανισµός της Περιφέρειας Ηπείρου» (ΦΕΚ Α 233 27-12-2020) καθορίζονται οι σχετικές αρµοδιότητες των υπηρεσιών της Περιφέρειας Ηπείρου: 2. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ Οι αυξανόµενες απαιτήσεις της αγοράς, η πρόοδος της γενετικής, τα εξελιγµένα γεωργικά µηχανήµατα και η διάθεση σχετικά φθηνής ζωοτροφής στο εµπόριο είχε σαν συνέπεια την αύξηση των αριθµών των εκτρεφόµενων ζώων αυξήθηκαν, του µεγέθους των γεωργικών εκµεταλλεύσεων και τη µετατροπή της κτηνοτροφίας σε εντατική, µε την εξαίρεση της παραδοσιακής εκτατικής αιγοπροβατοτροφίας. Η συνδεδεµένη µε την κτηνοτροφία µεταποίηση, παρουσίασε αντίστοιχα αύξηση των µεγεθών και της παραγωγής της αλλά και των περιβαλλοντικών επιπτώσεών της. Τα περιβαλλοντικής φύσεως ζητήµατα που σχετίζονται µε την κτηνοτροφία είναι η κατανάλωση ενέργειας και νερού, η παραγωγή στερεών και τα υγρών αποβλήτων και η αποτελεσµατικότητα των διατάξεων βιολογικού καθαρισµού τους καθώς και οι αέριοι ρύποι και ο θόρυβος. Το κυριότερο περιβαλλοντικό πρόβληµα που οφείλεται στην εντατική κτηνοτροφία είναι η κοπριά. Μεγάλη σηµασία έχει η εκποµπή της αµµωνίας, η οποία εκλύεται σε µεγάλες ποσότητες και θεωρείται ο κυριότερος ρύπος του αέρα. Τα επίπεδα κατανάλωσης και εκποµπών των κτηνοτροφικών µονάδων εξαρτώνται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες, όπως είναι η φυλή των ζώων, η σύσταση της ζωοτροφής, η φάση της παραγωγής 4
και το εκάστοτε σύστηµα διαχείρισης, αλλά και από άλλες παραµέτρους όπως το κλίµα και τα χαρακτηριστικά του εδάφους, το είδος των εγκαταστάσεων και τις µεθόδους αποθήκευσης της κοπριάς και διασποράς της στο έδαφος, Η εντατική κτηνοτροφία συνεπάγεται υψηλή συγκέντρωση ζώων και η συγκέντρωση αυτή µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως ένας πρόχειρος δείκτης της ποσότητας κοπριάς που παράγουν τα εκτρεφόµενα ζώα και του κατά πόσο µια περιοχή κινδυνεύει να αντιµετωπίσει περιβαλλοντικά προβλήµατα όπως οξίνιση - νιτρορύπανση, (NH 3, SO 2, NO x ), ευτροφισµός (N, P), όχληση (οσµή, θόρυβος) και εκτεταµένη ρύπανση από βαρέα µέταλλα και φυτοφάρµακα. Οι διατροφικές κρίσεις που συντάραξαν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 (Μεταδοτικές Σπογγώδεις Εγκεφαλοπάθειες - ΜΣΕ, π.χ. νόσος των «τρελών αγελάδων») κατέδειξαν το ρόλο που διαδραµατίζουν τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο στη διάδοση ορισµένων µεταδοτικών νόσων. Οι Μεταδοτικές Σπογγώδεις Εγκεφαλοπάθειες προσβάλουν τα ζώα και των άνθρωπο και είναι χρόνιες µη ιάσιµες θανατηφόρες νόσοι του κεντρικού νευρικού συστήµατος. Η εισαγωγή των παραγόντων που τις προκαλούν στην τροφική αλυσίδα γίνεται είτε µέσω της µόλυνσης των ζωοτροφών είτε µέσω τις διασποράς στο έδαφος ορισµένων ζωικών υποπροϊόντων (Υλικών Ειδικού Κινδύνου). Τα υποπροϊόντα αυτά δεν πρέπει πλέον να εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Νοµοθεσία θεσπίζει αυστηρούς υγειονοµικούς κανόνες σχετικά µε τη χρήση των υποπροϊόντων αυτών, ώστε να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο υγιεινής και ασφάλειας. Τα σηµαντικότερα περιβαλλοντικά ζητήµατα που συνδέονται µε τη βιοµηχανία τροφίµων ζωικής προέλευσης είναι η κατανάλωση και η ρύπανση του νερού, η κατανάλωση ενέργειας και η παραγωγή υποπροϊόντων ζωικής προέλευσης. Οι οσµές µπορεί να αποτελέσουν το σηµαντικότερο καθηµερινό περιβαλλοντικό πρόβληµα ενώ η εκποµπή αερίων από την καύση στην ατµόσφαιρα είναι ένα θέµα που αφορά τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης. Η αναγνώριση όλων των κινδύνων για το περιβάλλον και τη δηµόσια υγεία που σχετίζονται µε τα ζωικά υποπροϊόντα και τα λύµατα των πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων (Hazard Identification), καθώς και η ανάλυση των επιπτώσεων τους για τον άνθρωπο και το περιβάλλον (Ανάλυση Επικινδυνότητας - Risk Assessment) είναι ουσιαστική για τον καθορισµό των προληπτικών και διορθωτικών µέτρών για την εξουδετέρωση τους. Η διαθέσιµη επιστηµονική γνώση σχετικά µε τους ειδικούς βιολογικούς (π.χ. prions - Μεταδοτική Σπογγώδη Εγκεφαλοπάθεια) και άλλους κινδύνους (π.χ. νιτρορύπανση, κλιµατική αλλαγή) που προκύπτουν από εσφαλµένους χειρισµούς ή την ανεξέλεγκτη διάθεση των ζωικών υποπροϊόντων στο περιβάλλον, αναβαθµίζεται συνεχώς. Η Ορθή Κτηνοτροφική και Ορθή Βιοµηχανική πρακτική αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα των Βέλτιστων ιαθέσιµων Τεχνικών. Παρ όλο που είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν τα περιβαλλοντικά οφέλη µε βάση τη µείωση των εκποµπών ή της κατανάλωσης νερού και ενέργειας, είναι προφανές ότι η συνετή διαχείριση συµβάλει στη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των µονάδων εκτροφής και 5
µεταποίησης ενώ ταυτόχρονα βελτιώνει και τα οικονοµικά τους αποτελέσµατα. Ιδιαίτερη σηµασία έχει η ορθή διαχείριση της κόπρου, µε τη χρήση της για την λίπανση του αγρού η την παραγωγή βιοαερίου. Η αυξανόµενη ανησυχία σχετικά µε την ασφάλεια των τροφίµων έχει ως αποτέλεσµα την αύξηση παραγωγής των ζωικών υποπροϊόντων που θεωρούνται απόβλητα, µε την απόρριψη ορισµένων µερών των ζώων. Η διαχείρισή τους περιλαµβάνει δραστηριότητες όπως η αποτέφρωση σφαγίων ή τµηµάτων τους, η καύση του λίπους και του κρεαταλεύρου, η παραγωγή βιοαερίου, η λιπασµατοποίηση, η διατήρηση των δορών και των δερµάτων στα σφαγεία για χρήση από τη βυρσοδεψία και η υγειονοµική ταφή, διασπορά ή έγχυση στο έδαφος, µετά από αδρανοποίηση. Όσον αφορά τα απόβλητα της γαλακτοβιοµηχανίας που δηµιουργούν σηµαντικά περιβαλλοντικά προβλήµατα, η περαιτέρω επεξεργασία του τυρογάλακτος για την παραγωγή τυριών τυρογάλακτος (ανθότυρο, µανούρι) ή προϊόντων επεξεργασίας (πρωτεΐνες γάλακτος και λακτόζη σε σκόνη) αποτελεί την καλύτερη διαθέσιµη επιλογή, καθώς τα απόβλητα αυτά περιέχουν πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας. Εξαιρετικές προοπτικές φαίνεται να προσφέρει η δηµιουργία υποδοµών για την παραγωγή βιοαερίου από τα απόβλητα των πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων και των ζωικών υποπροϊόντων. Το βιοαέριο, που αποτελεί µια ανανεώσιµη πηγή ενέργειας, παράγεται από την αναερόβια χώνευση γεωργικών (υπολείµµατα καλλιεργειών, κατσίγαρος κ.λ.π.) και κτηνοτροφικών αποβλήτων (λύµατα από χοιροστάσια, βουστάσια), βιοµηχανικών αποβλήτων και λυµάτων καθώς και αστικών οργανικών απορριµµάτων. Αποτελείται τυπικά από 65% µεθάνιο και 35% διοξείδιο του άνθρακα και µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την παραγωγή θερµότητας και ηλεκτρικής ενέργειας και ως καύσιµο για µηχανές εσωτερικής καύσης. Η κατασκευή και λειτουργία µονάδων παραγωγής βιοαερίου µε την µέθοδο της αναερόβιας χώνευσης των αποβλήτων, αποτελεί την βέλτιστη από περιβαλλοντική και ενεργειακή άποψη λύση, καθώς αξιοποιεί το ενεργειακό δυναµικό του βιοαερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής και θερµικής ενέργειας αποδίδοντας οργανικό λίπασµα (χωνευµένη πρώτη ύλη βιοµάζας / κόµποστ) πλούσιο σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Το βιοαέριο µπορεί επίσης να αντικαταστήσει τα συµβατικά καύσιµα σε ποσοστό που µπορεί να φτάσει το 15-20%, ενώ ως αναβαθµισµένο βιοαέριο µπορεί να διοχετευτεί στο δίκτυο του φυσικού αερίου και να χρησιµοποιηθεί για παραγωγή υδρογόνου (fuel cell). 3. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ Για τη διατύπωση των καταλληλότερων προτάσεων όσον αφορά τις Βέλτιστες ιαθέσιµες Τεχνικές για την κτηνοτροφία και τη συνδεδεµένη µε αυτή µεταποίηση καθώς και για διερεύνηση της δυνατότητας εγκατάστασης µονάδων παραγωγής βιοαερίου ή άλλης επεξεργασίας των αποβλήτων πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων και των ζωικών υποπροϊόντων, είναι ουσιώδης η καταγραφή της υφιστάµενης κατάστασης στην Περιφέρεια Ηπείρου. Τα στοιχεία που αξιολογήθηκαν περιέλαβαν µεταξύ άλλων τη δυναµικότητα των µονάδων, τη διατροφή των ζώων, τη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων, τις εφαρµοζόµενες µεθόδους εκτροφής, παραγωγής και διαχείρισης των αποβλήτων και των ζωικών υποπροϊόντων. 6
Επίσης διερευνήθηκαν οι δυνατότητες εφαρµογής των Βέλτιστων ιαθέσιµων Τεχνικών και εναλλακτικής διαχείρισης των αποβλήτων και των ζωικών υποπροϊόντων. Για την αποτύπωση της υφιστάµενης κατάστασης χρησιµοποιήθηκαν τα σχετικά διαθέσιµα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας, του EUROSTAT και της Περιφέρειας Ηπείρου. Η κτηνοτροφία στην Περιφέρεια της Ηπείρου είναι εξαιρετικά ανεπτυγµένη. Η βοοτροφία εµφανίζει σηµαντική ανάπτυξη, τόσο µε την εκτατική της µορφή όσο και µε την εντατική (γαλακτοπαραγωγή - πάχυνση). Η προβατοτροφία και αιγοτροφία, πάρα τις πιέσεις που δέχονται τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να αποτελούν δραστηριότητες µε σηµαντική οικονοµική και πολιτιστική αξία για την περιοχή. Η Ήπειρος αποτελεί περιφέρεια µε εθνική σηµασία για τη χοιροτροφία και την πτηνοτροφία αφού συγκεντρώνει µεγάλο αριθµό µονάδων και ζωικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου στην περιοχή υπάρχει µεγάλος αριθµός βιοµηχανικών σφαγείων, πτηνοσφαγείων και βιοµηχανιών επεξεργασίας κρέατος, καθώς και βιοµηχανιών επεξεργασίας γάλακτος και αυγών. Στην Περιφέρεια της Ηπείρου η εντατική κτηνοτροφία εντοπίζεται σε συγκεκριµένες περιοχές, όπως το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων (βοοτροφία, πτηνοτροφία), το τρίγωνο της Φιλιππιάδας (χοιροτροφία), ο κάµπος της Άρτας (χοιροτροφία, πτηνοτροφία) κ.λ.π. Η Ήπειρος παράγει το 15% περίπου του Ελληνικού κρέατος και είναι δεύτερη σε παραγωγή µετά την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Επίσης παράγει το 13% περίπου της εγχώριας παραγωγής και είναι δεύτερη σε παραγωγή τυριού και γάλακτος µετά την Περιφέρεια Θεσσαλίας. Ο χαρακτήρας της κτηνοτροφίας και των συνδεδεµένων µε αυτήν δραστηριοτήτων στην Περιφέρεια Ηπείρου είναι καθαρά εξαγωγικός, αφού µικρό µόνο µέρος των παραγόµενων προϊόντων καταναλώνονται από την τοπική αγορά. Το γεγονός αυτό όµως συνεπάγεται αυξηµένες χηµικές και ενεργειακές εισροές σε οικολογικά και οικιστικά ευαίσθητες περιοχές (Παµβώτιδα, Αµβρακικός, λεκάνες απορροής των ποταµών, άξονες αστικής ανάπτυξης κ.α.) που φιλοξενούν ή περιβάλλονται από σηµαντικό αριθµό µεγάλης δυναµικότητας κτηνοτροφικών και βιοµηχανικών µονάδων. Η καταγεγραµµένη επιβάρυνση των οικοσυστηµάτων της περιοχής και οι συγκρούσεις µεταξύ της αστικής επέκτασης και της κτηνοτροφίας τοποθετούν σε υψηλή προτεραιότητα το ζήτηµα της διαχείρισης των κτηνοτροφικών λυµάτων και των ζωικών υποπροϊόντων. Στις παρούσες συνθήκες οικονοµικής κρίσης που πλήττει ιδιαίτερα τους κλάδους της κτηνοτροφίας και της µεταποίησης, η εφαρµογή λύσεων που θα συµβαδίζουν µε τις σύγχρονες επιστηµονικές εξελίξεις και θα ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νοµοθεσίας, χωρίς παρόλα ταύτα να συνεπάγονται υψηλό κόστος, αποκτά ιδιαίτερη σηµασία. Η εξειδίκευση της διεθνούς εµπειρίας στις τοπικές συνθήκες είναι απαραίτητη για την επιλογή και την εφαρµογή των Βέλτιστων ιαθέσιµων Τεχνικών για τον περιορισµό της ρύπανσης από την κτηνοτροφία και τις συνδεδεµένες µε αυτή δραστηριότητες στις µονάδες της Περιφέρειας Ηπείρου. Ιδιαίτερη έµφαση θα πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του προσωπικού των κτηνοτροφικών µονάδων και των µονάδων µεταποίησης µε την εφαρµογή εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών 7
προγραµµάτων, στη µείωση της κατανάλωσης νερού και ενέργειας, στη βελτίωση των πρακτικών διαχείρισης της κόπρου, στην εφαρµογή συστηµάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης και ανακύκλωσης, στην ορθή διαχείριση των αποθηκών, στις πρακτικές για την αξιοποίηση των υποπροϊόντων και την αποφυγή διασποράς µολυσµατικών παραγόντων καθώς και στη µείωση των εκπεµπόµενων οσµών και των αέριων ρύπων. Η Περιφέρεια Ηπείρου παρουσιάζει σηµαντικό δυναµικό οργανικών αποβλήτων (λύµατα χοιροστασίων, πτηνοτροφείων, βουστασίων, υπολείµµατα καλλιεργειών, οργανικά απόβλητα από τη γαλακτοκοµική παραγωγή, υποπροϊόντα σφαγείων, βιοµηχανιών τροφίµων και αγροτοβιοµηχανιών, λάσπη υδάτινων αποβλήτων, οργανικό µέρος των δηµοτικών στερεών αποβλήτων, οργανικά απόβλητα από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις εστίασης κλπ.). Οι µέθοδοι που κυριαρχούν στην Περιφέρεια της Ηπείρου για τη διαχείριση των αποβλήτων των πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων είναι ο διαχωρισµός του στερεού και υγρού µέρους τους και η απόρριψη του στερεού µέρους στους αγρούς, συνήθως µετά από χώνευση. Για το υγρό µέρος η συνηθέστερη πρακτική είναι ο βιολογικός καθαρισµός και η απόρριψη του υγρού εκροής σε υδατορέµατα ή παρακείµενα αγροτεµάχια. Οι πρακτικές όµως αυτές παρουσιάζουν σηµαντικά προβλήµατα, µε κυριότερα την εκποµπή δυσάρεστων οσµών, αµµωνίας και αερίων του θερµοκηπίου, καθώς και τη νιτρορύπανση του εδάφους και των υδάτων, κυρίως στις ήδη επιβαρηµένες περιοχές. Έτσι η χρησιµοποίηση των αποβλήτων για την παραγωγή ενέργειας (βιοαέριο) ή/και για την παραγωγή οργανικού λιπάσµατος (κόµποστ), εµφανίζονται ως ιδιαίτερα ελκυστικές εναλλακτικές µορφές διαχείρισης. Τα ζωικά υποπροϊόντα που προκύπτουν από τη βιοµηχανία κρέατος στην Περιφέρεια Ηπείρου (τα Υλικά Κατηγορίας 1 υποχρεωτικά) αποτεφρώνονται σε κλίβανους µικρής δυναµικότητας στα σφαγεία ή στις πτηνο-κτηνοτροφικές µονάδες. Καταγράφεται ωστόσο σαφώς η τάση δηµιουργίας υποδοµών αξιοποίησης των υποπροϊόντων για την παραγωγή βιοαερίου, κόµποστ η pet food, κυρίως σε µεγάλες µονάδες σφαγείων. Όσον αφορά τα απόβλητα της γαλακτοβιοµηχανίας της περιφέρειας Ηπείρου, η περαιτέρω επεξεργασία του τυρογάλακτος για την παραγωγή τυριών τυρογάλακτος ή προϊόντων επεξεργασίας, αποτελεί την καλύτερη επιλογή παρόλο που συνεπάγεται αυξηµένο λειτουργικό κόστος και απαιτεί επενδύσεις. Θα πρέπει να σηµειωθεί πως η χρήση του τυρογάλακτος για τη διατροφή των χοίρων εφαρµόζεται κατά καιρούς σε µονάδες της περιοχής, δηµιουργώντας όµως σηµαντικά περιβαλλοντικά, διαχειριστικά και διατροφικά προβλήµατα. Η δηµιουργία υποδοµών για την παραγωγή βιοαερίου από τα απόβλητα των πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων και των ζωικών υποπροϊόντων στην Περιφέρεια Ηπείρου, φαίνεται να προσφέρει σηµαντικές προοπτικές. Η κατασκευή και λειτουργία µονάδων παραγωγής βιοαερίου µε την µέθοδο της αναερόβιας χώνευσης των αποβλήτων, αποτελεί την βέλτιστη από περιβαλλοντική και ενεργειακή άποψη λύση, ενώ το µέγεθος των µονάδων που µπορούν να είναι βιώσιµες στην Περιφέρεια ποικίλει. 8
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των µονάδων βιοαερίου είναι µικρότερες από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των συνδεδεµένων µε αυτές δραστηριοτήτων και οπωσδήποτε πολύ µικρότερες από τις επιπτώσεις των εφαρµοζόµενων σήµερα πρακτικών διαχείρισης των αποβλήτων. εφόσον βέβαια εξασφαλίζεται η «περιβαλλοντική συµβατότητα» µε τον κατάλληλο σχεδιασµό, κατασκευή και λειτουργία της µονάδας. Ωστόσο οι κάτοικοι των παρακείµενων περιοχών συχνά εκφράζουν ανησυχίες για την εγκατάσταση αντίστοιχων µονάδων, γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί σε έλλειψη ενηµέρωσης. Παρόλο που έχουν κατά καιρούς καταγραφεί σχετικές αντιδράσεις, η εκτίµηση της Οµάδας Έργου είναι πως ο υψηλός βαθµός περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης των κατοίκων της Περιφέρειας τελικά όχι µόνον δεν θα δυσχεράνει, αλλά αντίθετα θα διευκολύνει την εγκατάσταση µονάδων βιοαερίου, εφόσον βέβαια υπάρξει η κατάλληλη ενηµέρωση και επιδειχθεί πνεύµα διαλόγου από τα εµπλεκόµενα µέρη. Στην Περιφέρεια Ηπείρου δεν έχει επιτευχθεί ακόµη η λειτουργία αντίστοιχων µονάδων σε µεγάλη κλίµακα, υπάρχουν ωστόσο ορισµένες µονάδες συνδεδεµένες κυρίως µε τη βιοµηχανία κρέατος. Ωστόσο οι προοπτικές για το µέλλον είναι θετικές, καθώς το δυναµικό παραγωγής βιοαερίου στην Περιφέρεια της Ηπείρου από κτηνοτροφικά απόβλητα είναι σηµαντικό. Η συγκέντρωση των µεγάλων πτηνο-κτηνοτροφικών µονάδων σε συγκεκριµένες ζώνες, οι οποίες µάλιστα διαθέτουν καλές οδικές προσβάσεις και συνδέονται εύκολα µε το ηλεκτρικό δίκτυο, κάνει δυνατή τη βιώσιµη λειτουργία ακόµη και µεγάλων µονάδων παραγωγής βιοαερίου. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Όπως περιγράφηκε, η πτηνο-κτηνοτροφία εµφανίζει σηµαντική ανάπτυξη στην περιφέρεια Ηπείρου. Στις παρούσες συνθήκες της βαθιάς και παρατεταµένης οικονοµικής κρίσης, η σηµασία του πρωτογενούς τοµέα για την Ήπειρο αναβαθµίζεται ακόµη περισσότερο. Με τον καθορισµό και την εφαρµογή κατάλληλων πολιτικών και αναπτυξιακών µέτρων, η κτηνοτροφική παραγωγή και η συνδεδεµένη µε αυτή µεταποίηση µπορεί να προσφέρει πεδίο οικονοµικής ανάπτυξης και να αποτελέσει παράγοντα διατήρησης της κοινωνικής συνοχής για τους κατοίκους της Περιφέρειας που πλήττονται από την καλπάζουσα ανεργία και τη ραγδαία µείωση του βιοτικού επιπέδου. Μια τέτοια ανάπτυξη του πρωτογενούς τοµέα ωστόσο, µπορεί να δηµιουργήσει πλήθος προβληµάτων στην περίπτωση που δε ληφθεί υπόψιν η περιβαλλοντική διάσταση της διαχείρισης των πτηνοκτηνοτροφικών αποβλήτων και των ζωικών υποπροϊόντων. Το προβληµατικό καθεστώς αδειοδότησης και η µεγάλη ηλικία των µονάδων, η µικρή διείσδυση «πράσινων» τεχνολογιών και η σχετική έλλειψη εκπαίδευσης των κτηνοτρόφων ήδη δηµιουργούν σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήµατα σε ορισµένες περιοχές. Ένας παράγοντας που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν είναι η αντιπαράθεση µεταξύ των πτηνοκτηνοτρόφων, των κατοίκων και του κατασκευαστικού κεφαλαίου, που καταγράφεται όλο και πιο συχνά στα 9
όρια των ζωνών αστικής επέκτασης της Περιφέρειας. Οι αντιπαραθέσεις αυτές οφείλονται σε βαθιές κοινωνικές και οικονοµικές αντιθέσεις (οικονοµική υποβάθµιση των κτηνοτρόφων, απαγροτοποίηση - αστικοποίηση, οικοδοµικά συµφέροντα κ.λ.π.), ωστόσο συχνά παίρνουν τη µορφή συγκρούσεων µε επίκεντρο περιβαλλοντικά προβλήµατα. Είναι εµφανές λοιπόν πως η αντιµετώπιση των περιβαλλοντικών θεµάτων που σχετίζονται µε την πτηνοκτηνοτροφία είναι κρίσιµη. Επιτυχηµένες δράσεις στον τοµέα αυτό, πέρα από τα οικονοµικά και οικολογικά οφέλη τους, µπορούν να λειτουργήσουν πολυσήµαντα, πολλαπλασιάζοντας τα θετικά αποτελέσµατα κάθε σχεδιαζόµενης παρέµβασης για τις τοπικές κοινότητες.. Η ενσωµάτωση φιλικών προς το περιβάλλων τεχνολογιών και τεχνικών στις επενδύσεις που θα πραγµατοποιηθούν, όχι µόνο θα περιορίσει τις δυσµενείς περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες της κτηνοτροφίας άλλα θα προσφέρει επιπλέον αναπτυξιακές προοπτικές, αξιοποιώντας παράλληλα το εξειδικευµένο ανθρώπινο δυναµικό που διαθέτει η Ήπειρος. Τα συµπεράσµατα, οι προτάσεις και οι προτεινόµενες δράσεις, καθώς και τα στοιχεία που περιέχονται στη Μελέτη, έχουν σκοπό: Να διευκολύνουν τη χάραξη πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων από την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση Να χρησιµοποιηθούν για την πληροφόρηση των υποψήφιων επενδυτών όσον αφορά τις προοπτικές, την περιβαλλοντική επίδραση, τη βιωσιµότητα και τις τεχνικές και νοµικές απαιτήσεις για κάθε επένδυση Να προσφέρουν κατευθυντήριες γραµµές στην αξιολόγηση των υποβαλλόµενων σχεδίων αλλά και στον έλεγχο των υπό ίδρυση ή υφιστάµενων µονάδων Να χρησιµοποιηθούν για την περιβαλλοντική εκπαίδευση των παραγωγών αλλά και του ευρύτερου κοινού της περιοχής Να συµβάλλουν στην άµβλυνση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της κτηνοτροφίας και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο και τους ηµιαστικούς οικισµούς. Να συνεισφέρουν στην προσπάθεια για την αύξηση του ποσοστού παραγόµενης ενέργειας από Ανανεώσιµες Πηγές στην Περιφέρεια και στη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας (µονάδες βιοαερίου, κοµποστοποίησης). Να συντελέσουν εµµέσως στην αύξηση του εισοδήµατος των κτηνοτρόφων (αποφυγή προστίµων, µείωση κόστους παραγωγής, έσοδα από πώληση παραγόµενης ενέργειας µονάδων βιοαερίου κ.λ.π. 10