ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΜΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η εμπειρία από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

9663/19 ΣΠΚ/μγ 1 JAI.2

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

της δίωξης ή στην αθώωση.

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 13: H προστασία των προσωπικών δεδομένων και ιδίως στο διαδίκτυο. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0126(NLE) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Δίκαιο και Internet: 5 πρόσφατες αποφάσεις που αξίζουν την προσοχή μας

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Οι Παραβιάσεις Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο και η Αντιμετώπισή τους εντός του Δημόσιου Συστήματος Απονομής Δικαιοσύνης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθμ: 253/2013 )

9664/19 ΘΚ/μκρ 1 JAI.2

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

9666/19 ΣΠΚ/μκρ 1 JAI.2

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

Το δικαίωμα της επικοινωνίας

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

1. Το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτεί ειδική προστασία πέραν του ΓΚΠΔ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΣΤΟΝ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΌ ΤΟΜΕΑ ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ / ΑΡ.ΦΥΛΛΟΥ 287 / 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1999

ΣΧEΔΙΟ EΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2119(INI)

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Η Συνδικαλιστική Οργάνωση-Μέρος ΙΙΙ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΔΗΛΩΣΗ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΣ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Ανάρτηση Απαντήσεων στις Εξετάσεις του μαθήματος «Στοιχεία Δικαίου και Κυβερνοηθική» Πέμπτη, 02 Ιούλιος :15

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ),

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

09. Ποινικό Δίκαιο & Ποινική Δικονομία

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ

Η ελευθερία και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

16350/12 ΑΓΚ/γπ 1 DG D 2A

Στην Αθήνα σήμερα την. μεταξύ των κάτωθι συμβαλλόμενων:

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

1. Απαγορεύεται επικοινωνία με τον οφειλέτη για οφειλές για τις οποίες έχει προβεί σε δικαστικές ενέργειες αμφισβήτησης

2. Το Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α 57) περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΜΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Η Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου των ανταποκρίσεων: Σύγχρονη ερμηνευτική προσέγγιση.» Επιβλέπουσα: Παπαδοπούλου Λίνα, Αν. Καθηγήτρια της Φανής Τζιουρά ΑΜ: Θεσσαλονίκη 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή- ιστορική επισκόπηση της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος του απορρήτου των ανταποκρίσεων...5 2. Οι έννοιες της επικοινωνίας και του απορρήτου των ανταποκρίσεων...8 2.1 Έννοια και περιεχόμενο της επικοινωνίας..8 2.1.1 Τα εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας...8 2.2 Η απόρρητη επικοινωνία και η ελευθερία της ανταπόκρισης...11 2.3 Το απόρρητο της επικοινωνίας στο Σύνταγμα..14 2.3.1 Ο όρος «απολύτως» στο κείμενο του άρθρου 19 του Συντάγματος.15 3. Ρυθμίσεις για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο....19 3.1 Στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών..19 3.2 Η προστασία στα πλαίσια της ΕΣΔΑ 20 3.2.1 Στα προστασία στο πλαίσιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης...21 3.3 Η Αμερικανική προσέγγιση..22 4. Η Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας...25 4.1 Ερμηνεία του Άρθρου 19, παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος 25 4.1.1 Το απόρρητο της επικοινωνίας...26 4.1.2 Φορείς και αποδέκτες του δικαιώματος..30 4.1.3 Το απόρρητος της επικοινωνίας σε άλλους χώρους 32 4.1.3.1 Το απόρρητο της επικοινωνίας στην οικογένεια.32 4.1.3.2 Φυλακές...34 4.1.3.3 Εργασιακός χώρος...35 4.2 Σχέση του απορρήτου των επικοινωνιών με άλλα συνταγματικά δικαιώματα..37 4.2.1 Σε σχέση με το Άρθρο 9 του Συντάγματος...37 4.2.2 Σε σχέση με το Άρθρο 9 Α του Συντάγματος.38 4.2.3 Σε σχέση με το Άρθρο 5 και 5 Α του Συντάγματος.39 2

5. Η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας..42 5.1 Νομοθεσία.42 5.1.1 Ο Νόμος Ν. 2225/1994...43 5.1.2 Το Προεδρικό διάταγμα Π.Δ. 47/2005 44 5.1.3 Ο Νόμος Ν. 3471/2006...45 5.1.4 Ο Νόμος Ν. 3115/2003...46 5.1.5 Ο Νόμος N. 2774/1999...47 5.2 Ποινική προστασία 48 6. Λόγοι άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας..50 6.1 Άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας...50 6.1.1 Ποιος διατάσσει την άρση;..50 6.1.2 Διαδικασία..51 6.1.3 Χρονική διάρκεια 53 6.2 Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων έτσι όπως ισχύει μετά τον Ν. 3658/2008...54 6.2.1 Τα εγκλήματα..55 6.2.2 Πρόσθετες εγγυήσεις...56 7. Η απαγόρευση των παράνομων αποδεικτικών μέσων...61 7.1 Επίκριση: η στάθμιση συγκρουόμενων εννόμων αγαθών......63 8. Εποπτικές Αρχές 67 8.1 Η Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών...69 8.2 Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών...69 8.2.1 Ο Σκοπός 69 8.2.2 Συγκρότηση και αρχές λειτουργίας..70 8.2.3 Αρμοδιότητες...72 8.3 Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων 75 9. Επισκόπηση νομολογίας...77 9.1 Επισκόπηση περαιτέρω περιπτώσεων από την ελληνική νομολογία....77 3

9.1.1 Υπόθεση υπαγωγής δευτερογενών στοιχείων ταυτότητας του καλούντος στην έννοια του απορρήτου..77 9.1.2 Υπόθεση μαγνητοφώνησης χωρίς τη συναίνεση του ομιλούντος.77 9.1.3 Υπόθεση απαγορεύσεως των παράνομων αποδεικτικών μέσων..77 9.2 Επισκόπηση περαιτέρω νομολογίας υπό το πρίσμα του ΕΔΔΑ 78 9.2.1 Υπόθεση Kruslin v. France 1990, και Huvig v. France 1990.78 9.2.2 Υπόθεση Schenk v. Switzerland 1988.78 9.2.3 Υπόθεση Klass and others v. Germany 1978...79 9.2.4 Υπόθεση Silver and others v. United Kingdom 1983 και Campbell v. United Kingdom 1992.80 10. Περιπτωσιολογική μελέτη: Υπόθεση Edward Snowden..... 82 Συμπερασματικές παρατηρήσεις.86 Βιβλιογραφία Αρθρογραφία.88 1. Εισαγωγή- ιστορική επισκόπηση της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος του απορρήτου των ανταποκρίσεων 4

Η πορεία του απορρήτου των ανταποκρίσεων στην ελληνική συνταγματική ιστορία έχει τις ρίζες της στα Συντάγματα της περιόδου του Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Ενώ στα Συντάγματα της Επιδαύρου (1822) και του Άστρους (1823) απουσιάζει διάταξη σχετικά με την προστασία του απορρήτου, στο Σύνταγμα της Τροιζήνας (1897) καθώς και στο Ηγεμονικό Σύνταγμα (1832) γίνεται έμμεση αλλά πολύ πιο σαφή εγγύηση του δικαιώματος του απορρήτου των επιστολών 1. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας αναφέρει στο Άρθρο 12 πως «Η ζωή, η τιμή και τα κτήματα εκάστου, ενός της Επικρατείας ευρισκόμενα, είναι υπό την προστασίαν των νόμων». Επίσης στο Άρθρο 13 αναφέρει πως «Καμία διαταγή περί εξετάσεως και συλλήψεως οποιωνδήποτε προσώπων και πραγμάτων δεν μπορεί να εκδοθή, χωρίς να στηρίζεται εις ικανά δείγματα, και να περιγράφη τον τόπον της εξετάσεως, και τα πρόσωπα και πράγματα τα οποία πρέπει να συλληφθώσιν», διάταξη η οποία μπορεί να ερμηνευθεί ως εγγύηση κατά τη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι η επέμβαση της κρατικής εξουσίας στην προσωπική ελευθερία και την «ιδιωτική σφαίρα» και κατ επέκταση στο απόρρητο των επικοινωνιών (επιστολών) του ατόμου, για να είναι νόμιμη απαιτεί (γραπτή) διαταγή, αιτιολογημένη και αναλογική («να στηρίζεται εις ικανά δείγματα»), καθώς και ακριβώς προσδιορισμένη. Το Άρθρο 13 του Συντάγματος της Τροιζήνας λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί σαν ο «πρόγονος» της διατάξεως του Άρθρο 19, παρ. 1 εδ. β του ισχύοντος Συντάγματος. Η πρώτη ρητή κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας γίνεται στο Σύνταγμα του 1844 κα συγκεκριμένα στο Άρθρο 14 αυτού. Το Άρθρο 14 αναφέρει πως «Το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον». Η πανηγυρική όμως διακήρυξη της απόλυτης συνταγματικής προστασίας του απορρήτου των επιστολών γίνεται στο Άρθρο 29 του Συντάγματος του 1864, όπου προστέθηκε το επίρρημα «απολύτως» πριν από τη λέξη «απαραβίαστο» με αποτέλεσμα η τελική μορφή του Άρθρου 20 να έχει ως εξής: «Το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον». Στα χρόνια που ακολούθησαν δόθηκε με διάφορες αναθεωρήσεις (Γουδί 1911) η δυνατότητα αναστολής της ισχύος του Άρθρου 20 του Συντάγματος του 1844, όπως 1 Βλ. Σβώλος Α. & Βλάχος Γ., Το Σύνταγμα της Ελλάδος. Ερμηνεία- Ιστορία- Συγκριτικόν Δίκαιον, Μέρος Ι, Ατομικά Δικαιώματα, Αθήναι: 1954, σελ. 26-28, όπως και Αλιβιζάτος Ν. Εισαγωγή στην Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, Αντ. Ν. Σάκκουλας: Αθήνα- Κομοτηνή 1981, σελ. 35-38 5

με τη θέσπιση του θεσμού της «κατάστασης πολιορκίας» που εισήχθη με το Άρθρο 91 κατά την αναθεώρηση του 1911. Η δυνατότητα αναστολής συνεχίστηκε και στο Σύνταγμα του 1952, ενώ στα «Συντάγματα» της χούντας η προστασία του εν λόγω δικαιώματος ήταν καθαρά εικονική. Με την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος τον Ιούλιο του 1974 η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας επανέφερε με τη Συντακτική Πράξη της 1 ης Αυγούστου του 1974 σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τις σχετικές με τη μορφή του Πολιτεύματος διατάξεις του. Το Άρθρο 5 Συντακτικής Πράξης αφορούσε το απόρρητο των ανταποκρίσεων. Προέβλεπε την προσθήκη νέας παραγράφου στο Άρθρο 20 του Συντάγματος, η οποία είχε ως εξής: «Νόμος ορίζει τας εγγυήσεις υπό τας οποίας η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται υπό του απορρήτου δια λόγους εθνικής ασφάλειας και δημοσίας τάξεως ή προς διακρίβωσιν απεχθών εγκλημάτων». Στο Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος που ακολούθησε τον Δεκέμβριο του 1974, περιλαμβανόταν ως Άρθρο 13 η σχετική με το απόρρητο της ανταπόκρισης προτεινόμενη συνταγματική ρύθμιση: «Το απόρρητον των επιστολών και της καθ οιονδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως είναι απαραβίαστον. Νόμος ορίζει τας εγγυήσεις υπό τας οποίας η δικαστική αρχή διά λόγους εθνικής ασφάλειας ή προς διακρίβωσιν απεχθών εγκλημάτων δεν δεσμεύεται εκ του απορρήτου». Τελικά χρειάστηκαν ακόμη δέκα χρόνια κατά την αναθεώρηση του 1985/1986 όταν στο Σύνταγμα αυτό η κατοχύρωση του απορρήτου της επικοινωνίας έλαβε την εξής μορφή στα πλαίσια του Άρθρο 19: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Στην εργασία που ακολουθεί θα εξετάσουμε τη συνταγματική κατοχύρωση του απορρήτου των ανταποκρίσεων υπό το σύγχρονο πρίσμα του δικαίου. Θα αναλύσουμε την έννοια της επικοινωνίας και του απορρήτου των ανταποκρίσεων (κεφ. 2), ενώ θα δούμε πως το δικαίωμα αυτό προστατεύεται διεθνώς, και συγκεκριμένα στον ευρωπαϊκό χώρο (κεφ. 3). Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε στην ανάλυση της ερμηνείας του Άρθρου 19, παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος (κεφ. 4) 6

μελετώντας επίσης το πώς σχετίζεται το προστατευόμενο δικαίωμα με άλλα συνταγματικής κατοχύρωσης δικαιώματα της σφαίρας της προσωπικής ελευθερίας. Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση του πως τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν το γεγονός της παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας και της αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων που προηγουμένως έχουν αποκτηθεί παρανόμως (κεφ. 6) θα διερευνήσουμε τους λόγους υπό τους οποίους επιτρέπεται η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας κατά το Άρθρο 19, παρ. 1, εδ. β του Συντάγματος (κεφ. 5). Για να ολοκληρώσουμε την προσέγγιση της προστασίας του απορρήτου θα ανατρέξουμε στην κοινή νομοθεσία (κεφ. 7) καθώς και στην νομολογία των εθνικών δικαστηρίων αλλά και του ΕΔΔΑ. Τέλος, θα αναφερθούμε στην υπόθεση Edward Snowden, ως περιπτωσιολογική μελέτη στα πλαίσια μαζικής παράνομης παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από αμερικανικές δημόσιες υπηρεσίες πληροφοριών (κεφ. 8) και θα προβούμε σε συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με την ιδιωτική σφαίρα σήμερα. 2. Οι έννοιες της επικοινωνίας και του απορρήτου των ανταποκρίσεων 7

2.1 Έννοια και περιεχόμενο της επικοινωνίας Πριν την αναλυτική παρουσίαση του αντικειμένου μελέτης της εργασίας αυτής, κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο η αποσαφήνιση του πολύσημου και πολυχρησιμοποιούμενου όρου «επικοινωνία». Σε μία προσπάθεια απόδοσης ενός ορισμού του όρου αυτού, διαπιστώνεται ότι ο τελευταίος χρησιμοποιείται ως δηλωτικός μιας στενής και μιας ευρείας έννοιας. Πιο συγκεκριμένα, επικοινωνία με την στενή έννοια είναι η μετάδοση συγκεκριμένων ανθρώπινων στοχασμών, η μεταβίβαση ή, ορθότερα, η διαβίβαση μηνύματος με προσδιορισμένο περιεχόμενο μεταξύ αυτών που επικοινωνούν. Επικοινωνία με την ευρεία έννοια είναι κάθε μορφή ανθρώπινης σχέσης, όπου το μήνυμα δεν έχει απαραίτητα προσδιορισμένο περιεχόμενο, καθώς το τελευταίο μπορεί να προσδιορίζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, τις διανοητικές και σωματικές ικανότητες των επικοινωνούντων 2. Στην παρούσα εργασία εξετάζεται το απόρρητο της stricto sensu επικοινωνίας, της επικοινωνίας, δηλαδή, με την στενή έννοια. 2.1.1 Τα εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας Τα στοιχεία της επικοινωνίας διακρίνονται σε βασικά και επιμέρους. Τα βασικά στοιχεία της επικοινωνίας αποτελούν τα μέρη, δηλαδή αυτοί που επικοινωνούν ή οι ομάδες επικοινωνούντων και το μεταβιβαζόμενο ή διαβιβαζόμενο μήνυμα. Τα επιμέρους ή δευτερεύοντα στοιχεία της αποτελούν το σήμα, το κανάλι και το μέσο της επικοινωνίας. Πιο αναλυτικά, τα κύρια επικοινωνούντα μέρη είναι ο αποστολέας ή πομπός του μηνύματος, ο οποίος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της επικοινωνίας και αποστέλλει το μήνυμα και ο παραλήπτης ή αποδέκτης αυτού, ο οποίος το λαμβάνει. Τα ανωτέρω μπορούν να θεωρηθούν και εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας, μαζί με το χρόνο ή το ίδιο το γεγονός επικοινωνίας. Το μήνυμα που μεταβιβάζεται αποτελεί προϊόν του ανθρώπινου νου, άμεσα ή έμμεσα. Μπορεί να είναι οπτικό, ακουστικό, γραπτό κείμενο με τη μορφή κλασσικής ή ηλεκτρονικής επιστολής ή τηλεγραφήματος, έναρθρος λόγος, ηλεκτρονικά δεδομένα και οτιδήποτε άλλο συνίσταται στη μετάδοση 2 Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας: Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του συντάγματος της Ελλάδας, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 1 8

ή αλλιώς μεταβίβαση ενός στοχασμού ή μιας πληροφορίας από τον πομπό του στον δέκτη του. Το περιεχόμενο λοιπόν της επικοινωνίας είναι το εσωτερικό στοιχείο αυτής. Όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας υπάγονται στο απόρρητο και χαίρουν συνταγματικής προστασίας παρόλο που υπάρχει η άποψη σε μέρος της θεωρίας αλλά και της ελληνικής νομολογίας για το αντίθετο. Η νομολογία του ΕΔΔΑ όμως δέχεται στην υπόθεση Malone v. Ηνωμένο Βασίλειο 1984, πως η καταγραφή και γνωστοποίηση στις αστυνομικές αρχές όλων των αριθμών που καλεί συγκεκριμένη τηλεφωνική συσκευή, χωρίς τη συναίνεση του συνδρομητή, συνιστά επέμβαση στην αλληλογραφία του τελευταίου κατά την έννοια του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Στα επιμέρους στοιχεία, το σήμα είναι η μορφή που κατά την διαβίβασή του λαμβάνει το μήνυμα προκειμένου να καταστεί δυνατή η μετάδοσή του. Σε μια άμεση προφορική συνομιλία, για παράδειγμα, το σήμα μπορεί να είναι ο ανθρώπινος λόγος ή ήχος, όπως είναι, αντίστοιχα, ο γραπτός λόγος στην περίπτωση μιας επιστολικής επικοινωνίας, το ηλεκτρικό ρεύμα σε μια τηλεγραφική ή τηλεφωνική επικοινωνία, ή το ηλεκτρομαγνητικό σήμα σε μια ασύρματη επικοινωνία. Στη σύγχρονη εποχή, όπου οι επικοινωνίες μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή έχουν, σε μεγάλο βαθμό, παραμερίσει τις υπόλοιπες μορφές επικοινωνίας, ο ήχος, το κείμενο, η δυναμική εικόνα μετατρέπονται σε ηλεκτρονικά δεδομένα και αυτά σε ψηφιακό σήμα. Το κανάλι, με τη σειρά του, αποτελεί την οδό μέσω της οποίας διαβιβάζεται το σήμα μεταξύ των επικοινωνούντων, όπως σε μία τηλεφωνική συνδιάλεξη το κανάλι αποτελούν οι τηλεφωνικές γραμμές. Το μέσο διακρίνεται σε μέσο με τη στενή και ευρεία έννοια. Με την στενή έννοια τα μέσα διακρίνονται σε «παραστατικά», «αναπαραστατικά» και «μηχανικά», ενώ με την ευρεία έννοια μέσο είναι ο τεχνικός ή φυσικός τρόπος μετατροπής του μηνύματος σε σήμα ικανό να μεταδοθεί από το κανάλι. Τα παραστατικά μέσα χρησιμοποιούνται στις άμεσες επικοινωνίες και είναι κυρίως ο προφορικός λόγος, οι χειρονομίες ή οι εκφράσεις του προσώπου που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους, ενώ τα αναπαραστατικά μέσα είναι εκείνα που παράγουν μια μορφή «κειμένου», όπως είναι η γραφή και η φωτογραφία. 9

Τα μηχανικά μέσα, είναι αυτά που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία όσων βρίσκονται σε απόσταση. Τέτοια είναι η επιστολή, το τηλέφωνο, το τέλεξ, το φαξ, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, τα ηλεκτρονικά δεδομένα. Χάρη στη βοήθεια και την εξέλιξη της σύγχρονης τεχνολογίας, τα μηχανικά μέσα μπορούν να μεταδώσουν τα παραστατικά και να πραγματώσουν τη μεταβίβαση των μηνυμάτων μεταξύ των επικοινωνούντων που βρίσκονται σε απόσταση. Υπάρχουν όμως και τα υλικά μέσα, ο μεταδότης και ο δέκτης, χάρη στη βοήθεια των οποίων το μήνυμα του αποστολέα λαμβάνει τη μορφή σήματος, με τη χρήση του μεταδότη και το σήμα αυτό γίνεται με τη σειρά του καταληπτό από τον παραλήπτη ως μήνυμα, μέσω του δέκτη. Οι τηλεφωνικές συσκευές ή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτελούν τέτοια υλικά μέσα στις περιπτώσεις των τηλεπικοινωνιών. Η επικοινωνία διακρίνεται σε άμεση και έμμεση, μονόδρομη και αμφίδρομη, καθώς επίσης και σε απόρρητη, μη απόρρητη και δημόσια επικοινωνία. Όταν γίνεται λόγος για άμεση επικοινωνία αναφερόμαστε σ αυτή που τελείται άμεσα μεταξύ των επικοινωνούντων και με τη χρήση παραστατικών μέσων και προϋποθέτει την άμεση επαφή των ανθρώπων που επικοινωνούν και τη συνεύρεση αυτών στον ίδιο χώρο. Από την άλλη η έμμεση επικοινωνία, είναι αυτή που αλλιώς καλείται και «ανταπόκριση». Τελείται με τη χρήση κάποιου μηχανικού ή αναπαραστατικού μέσου, ή με τη βοήθεια και τον συνδυασμό και των δύο και αποτελεί τον τρόπο επικοινωνίας όσων προσώπων δεν βρίσκονται στον ίδιο χώρο και αυτό τους εμποδίζει να έχουν άμεση οπτική και ακουστική επαφή. Η εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού και της τεχνολογίας επινόησε πολλούς και διάφορους τρόπους έμμεσης επικοινωνίας, προκειμένου αρχικά να καταστήσει εφικτή και στη συνέχεια να διευκολύνει όλο και περισσότερο την επικοινωνία των ανθρώπων που δεν βρίσκονται στον ίδιο χώρο και να την κάνουν πιο εύκολη, ταχύτερη και αποτελεσματική. Έτσι, αν ανατρέξει κανείς στις κοινωνίες που βρίσκονταν ακόμα στα πρώτα στάδια της εξέλιξής τους, θα διακρίνει την μεγάλη πρόοδο στους τρόπους και τα μέσα της έμμεσης επικοινωνίας, καθώς από τα πρώτα ηχητικά σήματα, η ιστορία των επικοινωνιών πέρασε στο κλασσικό μέσο του γραπτού μηνύματος της επιστολής, στη συνέχεια στο τηλέφωνο και τον τηλέγραφο και σήμερα πλέον στο διαδίκτυο, που αποτελεί ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιούμενα μέσα επικοινωνίας του σύγχρονου ανθρώπου. 10

Επιπλέον, ανάλογα με το αν οι επικοινωνούντες είναι συγχρόνως αποστολείς και παραλήπτες των διαβιβαζόμενων μηνυμάτων, είναι δηλαδή δυνατή η ταυτόχρονη αποστολή και λήψη μηνύματος, ή αν το ένα μέρος απλώς αποστέλλει το μήνυμα και το άλλο μπορεί μονάχα να λάβει γνώση του περιεχομένου αλλά όχι και να αποστείλει ταυτόχρονα νέο μήνυμα, η επικοινωνία διακρίνεται σε αμφίδρομη και μονόδρομη, αντίστοιχα. Παραδείγματα αμφίδρομης επικοινωνίας αποτελούν οι τηλεφωνικές συνομιλίες, ενώ η επικοινωνία μέσω επιστολής, ή μέσω ραδιοφώνου ή τηλεόρασης αποτελούν μορφές μονόδρομης επικοινωνίας. Η αμφίδρομη επικοινωνία μπορεί να είναι διμερής ή πολυμερής, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν σε αυτή. Η τελευταία και πιο σημαντική, για την παρούσα μελέτη, διάκριση της επικοινωνίας, είναι αυτή σε απόρρητη, δηλαδή μυστική, μη απόρρητη και δημόσια επικοινωνία. Απόρρητη, ή μυστική, είναι η επικοινωνία που τελείται με την επιθυμία των προσώπων που επικοινωνούν να μην περιέλθει το περιεχόμενο της επικοινωνίας τους, κατά τη διαβίβασή του, σε γνώση τρίτων. Μη απόρρητη είναι αυτή που τελείται χωρίς να υφίσταται η παραπάνω επιθυμία από τους επικοινωνούντες ενώ σε μια δημόσια επικοινωνία, υπάρχει η εύλογη πεποίθηση των επικοινωνούντων ότι το διαβιβαζόμενο μήνυμα θα γίνει γνωστό σε τρίτους. 2.2 Η απόρρητη επικοινωνία και η ελευθερία της ανταπόκρισης Ως απόρρητη επικοινωνία θεωρούμε τη μυστική επικοινωνία, αλλά παρόλα αυτά την ελεύθερη επικοινωνία. Στην προσπάθεια ανάλυσης του ορισμού, ο Π. Δαγτόγλου θεωρεί ότι η ελευθερία της ανταπόκρισης και της επικοινωνίας, κατοχυρώνει, πέρα από το απόρρητο, ειδικώς και ρητώς την ελευθερία της επικοινωνίας, την ελευθερία δηλαδή καθενός να προβαίνει σε ιδιωτική εμπιστευτική επικοινωνία χωρίς να παρακωλύεται σ αυτό από τη δημόσια αρχή με την αιτιολογία π.χ. ότι το περιεχόμενο είναι υβριστικό ή διατυπωμένο σε ξένη ή μυστική γλώσσα 3. Η επιθυμία των επικοινωνούντων να μην περιέλθει το περιεχόμενο της επικοινωνίας σε γνώση τρίτων διαπιστώνεται πάντα ad hoc στις περιπτώσεις της άμεσης επικοινωνίας, ενώ στις περιπτώσεις της έμμεσης επικοινωνίας διαπιστώνεται από τη φύση του μέσου 3 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο-Ατομικά Δικαιώματα: Τόμος Α, Αντ. Ν. Σάκκουλας: Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 352 11

διαβίβασης τους μηνύματος. Όπως υποστηρίζουν ο Ν. Παπαδόπουλος 4, ο Ι. Καράκωστας και ο Ι. Κιούπης, εφόσον υπάρχει αμφιβολία για το αν μια επικοινωνία είναι απόρρητη ή μη, τότε τεκμαίρεται πως αυτή είναι απόρρητη 5. Ο όρος απόρρητο λοιπόν σημαίνει μυστικότητα, σημαίνει πως τα μέρη της επικοινωνίας επιθυμούν την εμπιστευτική ανταλλαγή μηνυμάτων και για το λόγο αυτό λαμβάνουν ειδικά μέτρα για το σκοπό αυτό. Ο όρος ανταπόκριση υποδηλώνει την επικοινωνία από απόσταση, η οποία πραγματώνεται με τη χρήση κάποιου μηχανικού μέσου ενώ η έννοια της επικοινωνίας, ως ευρύτερη της ανταπόκρισης, περιλαμβάνει τη μετάδοση σκέψης ή μηνύματος μεταξύ των μερών που επικοινωνούν και πραγματώνεται είτε με τη χρήση κάποιου μέσου, οπότε προκύπτει έμμεσα, είτε άμεσα. Ο Α. Μάνεσης θεωρεί ότι η ελευθερία της ανταπόκρισης βρίσκεται στο μεταίχμιο περισσότερων της μίας ατομικών ελευθεριών. Συγκεκριμένα αναφέρει πως αποτελεί εγγύηση της εν γένει προσωπικής ελευθερίας διότι συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική ζωή και είναι οιονεί προέκταση του ασύλου της κατοικίας 6. Διαφέρει όμως από την καθαρή απομόνωση (privacy) γιατί είναι επικοινωνία μέσα σε οικειότητα. Ακόμη υποστηρίζει πως προστατεύει την ελεύθερη και εμπιστευτική προς ένα άλλο πρόσωπο, τον ανταποκριτή, εκδήλωση και ανακοίνωση στοχασμών, ιδεών, συναισθημάτων και έτσι μετέχει της πνευματική ελευθερία που προστατεύει το Άρθρο 14 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια έχει σχέση με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ιδίως της πνευματικής. Πως παραβιάζεται όμως το απόρρητο; Το δικαίωμα της μυστικής επικοινωνίας παραβιάζεται με συγκεκριμένες πράξεις. Τέτοιες είναι όσες σχετίζονται με τη μικροφωνική ή τηλεσκοπική παρακολούθηση των λόγων και κινήσεων ενός ανθρώπου κατά την επικοινωνία του με άλλους ή την άρνηση ταχυδρομικής ή 4 Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας: Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, Νομική βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 170, όπως και Καράκωστας Ι. & Κιούπης Δ., Δίκαιο και Ίντερνετ: Νομικά ζητήματα του διαδικτύου, Π. Ν. Σάκκουλας: Αθήνα 2009, σελ. 153 5 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 251 και 256, αλλά και Αρκουλή Κ., Προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 61 6 Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Α Ατομικές ελευθερίες, 4 η Έκδοση, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις: Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 232 12

τηλεπικοινωνιακής μεταδόσεως μηνύματος 7, καθώς και κάθε άλλη πράξη που έχει ως σκοπό την προαναφερθείσα συνέπεια. Κάθε μορφή παρακολούθησης, ελέγχου ή αποτύπωσης της ανταπόκρισης ή της επικοινωνίας εμπίπτει στις πράξεις παραβίασης του απορρήτου των ανταποκρίσεων. Επίσης κάθε μορφή λογοκρισία ή άλλης παρεμπόδισης της επικοινωνίας, όπως για παράδειγμα η διαγραφή μέρους του κειμένου επιστολής που ανταλλάσουν μεταξύ τους οι κρατούμενοι, ή η μη διαβίβαση τηλεγραφήματος λόγο του περιεχομένου τους, ή τέλος η επιβολή σωρευτικά προς την προσωρινή κράτηση περιοριστικού όρου ως προς τη χρήση τηλεφώνου της φυλακής μόνο κατόπιν ειδικής άδειας του διευθυντής της φυλακής συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του απορρήτου των ανταποκρίσεων 8, όπως θα διαπιστώσουμε όταν θα εξετάσουμε το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στους κρατουμένους. Αντισυνταγματική μπορεί ακόμη να θεωρηθεί και η γενική απαγόρευση με το Άρθρο 53, παρ. 1 του νέου σωφρονιστικού κώδικα του Ν. 2776/1999, της χρήσης και κατοχής κινητών τηλεφώνων από τους κρατουμένους αφού έτσι πλήττεται η ελευθερία επικοινωνίας των τελευταίων με τον έξω κόσμο κατά τρόπο υπερβαίνοντα το αναγκαίο για την πρόληψη τέλεσης νέων εγκλημάτων μέτρο (ούτε μπορεί άλλωστε από την καταδίκη για συγκεκριμένο αδίκημα να συναχθεί γενικό τεκμήριο διαρκούς ετοιμότητας του κρατούμενου για τέλεση νέων αδικημάτων 9. Ακόμη, κάθε μορφή χρησιμοποίησης αποδεικτικών μέσων, τα οποία αποκτήθηκαν κατά παράβαση της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου, από δημόσιες αρχές συνιστά ύψιστη παραβίαση. Το Άρθρο 19 του Συντάγματος, αναφέρεται στο απόρρητο της επικοινωνίας και το δικαίωμα στην ελεύθερη ανταπόκριση. Στη συνέχεια της εργασίας αυτής θα ασχοληθούμε με την ανάλυση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, έτσι όπως αυτή κατοχυρώνεται Συνταγματικά και εξειδικεύεται νομοθετικά στην εθνική έννομη τάξη. 7 Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- ειδικό μέρος, Τόμος ΙΙΙ, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα 2005, σελ. 229-232 8 Στην περίπτωση αυτή εξυπακούεται πως ο διευθυντής των φυλακών οφείλει να ακολουθήσει άλλη νόμιμη διαδικασία άρσης του απορρήτου των ανταποκρίσεων για τη διακρίβωση τέλεσης κακουργηματικής πράξης. 9 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 259 13

2.3 Το απόρρητο της επικοινωνίας στο Σύνταγμα Με το Άρθρο 19, και ειδικότερα στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου κατοχυρώνεται το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως προέκταση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία. Όπως μόλις αναφέραμε, οι δύο συνιστώσες του σχετικού δικαιώματος, δηλαδή η ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας και το απόρρητο όλων των μορφών επικοινωνίας πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση και με βάση του αν τα ενδιαφερόμενα μέρη αποσκοπούσαν στη διατήρηση της επικοινωνίας ως μυστικής. Το δικαίωμα του παραπάνω άρθρου αποτελεί λοιπόν δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας αφού η ελευθερία διεξαγωγής της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση της προστασίας του απορρήτου. Ο Κ. Χρυσόγονος παρατηρεί ότι η ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι πλασματική όταν η επικοινωνία ελέγχεται με τον ενδεχόμενο μάλιστα επιβολής κυρώσεων και ή άλλων δυσμενών συνεπειών. 10 Συνεπώς, το δικαίωμα στην ελεύθερη διεξαγωγή της επικοινωνίας αποτελεί προϋπόθεση της προστασίας του απορρήτου. Δεν μπορεί να υπάρξει απόρρητο του επικοινωνούντος μηνύματος εάν δεν έχει προηγουμένως κατοχυρωθεί το δικαίωμα στην ελεύθερη επικοινωνία, δηλαδή το δικαίωμα να επιλέγει το άτομο το είδος, το μέσο και τον τρόπο επικοινωνίας 11. Το Σύνταγμα λοιπόν κατοχυρώνει το απόρρητο της επικοινωνίας με όποιο τρόπο κι αν αυτή γίνεται λαμβανομένης υπόψη κάθε δυνατής μελλοντικής τεχνολογικής εξέλιξης και συνεπώς τα μηνύματα που σχετίζονται με την επικοινωνία, όπως είναι για παράδειγμα τα στοιχεία των μερών, ο αριθμός τηλεφώνου και συνδρομητή, υπάγονται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο απόρρητο. Το δικαίωμα και η λειτουργία της διάταξης του Άρθρου 19 συνδέεται στενά με άλλα συνταγματικά δικαιώματα όπως αυτά κατοχυρώνονται με τα Άρθρα 2, παρ. 1, 5 παρ. 1, και 5 Α, 9 και 9 Α. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκαν στο Άρθρο 19 οι νέες παράγραφοι 2 και 3 με την 2 να επιτάσσει τη νομοθετική πρόβλεψη της συγκρότησης, λειτουργίας και 10 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 238 11 Καράκωστα Ι., Δίκαιο και Ίντερνετ: Νομικά ζητήματα του διαδικτύου, Π. Ν. Σάκκουλα: Αθήνα, 2003 14

των αρμοδιοτήτων ανεξάρτητης Αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των ανταποκρίσεων. Η τρίτη παράγραφος διατυπώνει ανεπιφύλακτα τον κανόνα της απαγόρευσης της χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των Άρθρων 19, 9 και 9 Α του Συντάγματος, οργανώνοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας του απορρήτου των ανταποκρίσεων. 2.3.1 Ο όρος «απολύτως» στο κείμενο του άρθρου 19 του Συντάγματος Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, ο όρος «απολύτως» τέθηκε αρχικά στο Άρθρο 20 του Συντάγματος του 1864, όταν ο συντακτικός νομοθέτης δεν αρκέστηκε στην απλή επανάληψη της διάταξης του Άρθρου 14 του Συντάγματος του 1844, σύμφωνα με την οποία «το απόρρητον των επιστολών είναι απαραβίαστον». Θεώρησε, λοιπόν, ότι με την προσθήκη του όρου «απολύτως» καθιστούσε το δικαίωμα που καθιέρωνε η εν λόγω διάταξη ανεπιφύλακτο. Ο όρος δεν απαλείφθηκε από καμία μεταγενέστερη συνταγματική διάταξη, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ένδειξη οπισθοδρόμησης. Σήμερα, η ύπαρξη του όρου αυτού στην διάταξη του Άρθρου 19 του Συντάγματος συμβάλει στον προσδιορισμό του κανονιστικού περιεχομένου της, παρά το γεγονός ότι από πολλούς ερμηνευτές, ο όρος αυτός έχει αντιμετωπιστεί με κάποια καχυποψία 12. Η έννοια του απαραβίαστου απορρήτου δηλώνει πως δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αυτής της μυστικότητας του Άρθρου 19. Όπως αναφέρει ο Π. Δαγτόγλου, με την έννοια του απορρήτου απαγορεύεται κάθε ενέργεια των δημοσίων αρχών προς λήψη γνώσεως ή κοινοποίηση σε τρίτους του περιεχομένου ή και αυτού του γεγονότος της επικοινωνίας. Απαγορεύεται έτσι το άνοιγμα των επιστολών, ή ακρόαση ή καταγραφή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων 13. 12 Βλ. Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Α Ατομικές ελευθερίες, 4 η Έκδοση, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις: Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 239, Δαγτόγλου Δ. Π., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5 η Έκδοση, Ενημερωμένη από Π.-Μ. Ευστρατίου, Αντ. Ν. Σάκκουλα: Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σελ 422, Τάχος Α., Το απαραβίαστον του απορρήτου των επιστολών και της εν γένει ανταποκρίσεως. Συμβολή εις την ερμηνείαν του άρθρου 20 του Συντάγματος της Ελλάδος. Διατριβή επί Δικτατορία υποβληθείσα εις την Σχολήν Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σάκκουλα: Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1967, σελ 43 επ. 13 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο- ατομικά δικαιώματα, Τόμος Ι, Αντ. Ν. Σάκκουλας: Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 422 15

Κατά συνέπεια με την προσθήκη του επιρρήματος «απολύτως» θεσπίζεται ένας άμεσα εφαρμοστέος απαγορευτικός κανόνας παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας που δεσμεύει κράτος και ιδιώτες. Τούτο σημαίνει πως η Πολιτεία οφείλει με θετικά μέτρα να προστατεύσει το απόρρητο της επικοινωνίας και να αποκλείσει οποιουσδήποτε άλλους περιορισμούς του θεμελιώδους δικαιώματος που καθιερώνει το πρώτο εδάφιο του Άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, πέρα από εκείνους που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου. Στη θεωρία υποστηρίζεται ότι η ανωτέρω διάταξη συνιστά βασικό έρεισμα για τη θεώρηση ενός τεκμηρίου υπέρ του απορρήτου της επικοινωνίας 14. Μάλιστα ο Α. Μάνεσης, αναφέρει πως ο νέος όρος «απολύτως απαραβίαστο» που διατηρήθηκε στο νέο Σύνταγμα δεν εναρμονίζεται με τις προβλεπόμενες ήδη εξαιρέσεις 15. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η παρουσία του όρου «απολύτως» αποτελεί βασικό κριτήριο για τον ερμηνευτή του δικαίου, όταν ο τελευταίος καλείται να σταθμίσει συγκρουόμενα θεμελιώδη δικαιώματα. Και στην περίπτωση που πρόκειται για σύγκρουση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας με το γενικό ή το δημόσιο συμφέρον, η διατύπωση του δεύτερου εδαφίου της διάταξης του Άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της, με ειδικά οριζόμενες προϋποθέσεις, υπεροχής του γενικού συμφέροντος, ειδικές μορφές του οποίου αποτελούν η εθνική ασφάλεια και η διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων, έννοιες που θα αναλύσουμε σε επόμενη ενότητα. Τι γίνεται, όμως, όταν το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας συγκρούεται με άλλα δικαιώματα, τα οποία τελούν υπό γενική ή ειδική επιφύλαξη νόμου και ποιος είναι ο ρόλος του όρου «απολύτως» στην επίλυση μιας τέτοιας σύγκρουσης 16 ; Και στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, ενόψει του όρου «απολύτως» και της αυξημένης ρυθμιστικής λειτουργίας του δεύτερου εδαφίου του Άρθρου 19 παρ. 1 Συντ., το προβάδισμα έχει και πάλι το απόρρητο της επικοινωνίας, ενώ η διασφάλιση της 14 Για ερμηνευτικές συνέπειες, Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2008, σελ 196 επ. 15 Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα Α - ατομικές ελευθερίες, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 4 η Έκδοση, Σάκκουλας: Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 239 16 Για σύγκρουση θεμελιωδών δικαιωμάτων βλ. Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα- Α Ατομικές ελευθερίες, 4 η Έκδοση, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις: Θεσσαλονίκη, 1982, σελ 65, όπως και Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Γ, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Αντ. Ν. Σάκκουλα: Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σελ. 295 επ. 16

προστασίας του δικαιώματος που συγκρούεται γίνεται σύμφωνα με τους όρους του παραπάνω εδαφίου. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, είναι απαραίτητο να γίνει λόγος για την σύγκρουση του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας με την θεμελιώδη αρχή της αξίας του ανθρώπου, που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θεωρητική περίπτωση ανθρώπου που δύναται να κατηγορείται σε ποινικό δικαστήριο για έγκλημα το οποίο τιμωρείται με την ανώτατη ποινή και τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα που μπορούν να συνηγορήσουν στην αθωότητά του αποκτήθηκαν κατά παράβαση του Άρθρου 19 του Συντάγματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, η αρχή της αξίας του ανθρώπου είναι εκείνη που υπερέχει και η υπεροχή αυτή μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή των καταρχήν απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, εφόσον η αντίθετη επιλογή θα οδηγούσε στην καταδίκη ενός αθώου. Μία άλλη περίπτωση σύγκρουσης του δικαιώματος του απολύτως απαραβίαστου της επικοινωνίας με την αξία του ανθρώπου, υπάρχει όταν, ενώ υφίσταται άμεσος, παρών και αδιαμφισβήτητος κίνδυνος, που πρέπει να αποτραπεί, κατά της ζωής ανθρώπων, ενώ παράλληλα καθίσταται αντικειμενικά και πραγματικά αδύνατη η εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου του Άρθρου 19 παρ. 1 Συντ., δηλαδή της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου, όπως π.χ. όταν ένοπλοι παράνομοι εισβάλουν σε χώρο κρατώντας όμηρους και επικοινωνούν με τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας μέσω κινητών τηλεφώνων. Όπως είναι φυσικό, σε μία τέτοια περίπτωση, η επέμβαση της δικαστικής αρχής για την εφαρμογή του Άρθρου 19 παρ. 1 εδάφιο β Συντ. είναι αντικειμενικά και πραγματικά αδύνατη από τη στιγμή που η διάσωση των ομήρων επιβάλλει την άμεση παρακολούθηση όλων των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ των δραστών 17. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, η αξία του ανθρώπου δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα ερμηνευτικής αυθαιρεσίας 18 που αποδεσμεύει τα κρατικά όργανα και τον ίδιο τον δικαστή από την υποχρέωση σεβασμού όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και το απόρρητο των επικοινωνιών, καθώς 17 Παπαδόπουλος Ν., Προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας: Ερμηνευτική προσέγγιση του Άρθρου 19 του Συντάγματος της Ελλάδας, Νομική βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2008, σελ 199 18 Βενιζέλος Ευ., Το γενικό συμφέρον και οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων: κριτική προσέγγιση των τάσεων της νομολογίας, Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής 1990, σελ. 185-201 17

σε μία τέτοια περίπτωση εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς την καταστρατήγηση του Συντάγματος. Προτού λοιπόν προβούμε στην εξέταση του εν λόγω δικαιώματος, ας δούμε πως αυτό προστατεύεται σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, ιδίως στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό χώρο. 3. Ρυθμίσεις για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο Στην ενότητα που ακολουθεί θα εξετάσουμε το θεσμικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας στο διεθνές και περιφερειακό επίπεδο. Όσον αφορά τη διεθνή του διάσταση, το δικαίωμα του απορρήτου των ανταποκρίσεων προστατεύεται διεθνώς από το Άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του 18

Ανθρώπου του 1948 καθώς και από το Άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966, ως πτυχή του δικαιώματος κάθε ανθρώπου για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Στον ευρωπαϊκό χώρο, το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας προστατεύεται από το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950 καθώς και το Άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα στον αμερικανικό χώρο η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, όπως θα δούμε, δεν προστατεύεται ρητά από το Αμερικανικό Σύνταγμα αλλά συνάγεται ερμηνευτικά. Το ρυθμιστικό πλαίσιο προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών στις ΗΠΑ τελεί υπό την αιγίδα διαφόρων δημοσίων αρχών οι οποίες στα πλαίσια της αντιτρομοκρατικής πολιτικής έχουν τη διακριτική ευχέρεια από το νόμο να το αίρουν. 3.1 Στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών Το Άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 αποτέλεσε τη βάση για την συμβατική κατοχύρωση σε διεθνές επίπεδο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα αναφέρει πως «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψής του. Καθένας έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και προσβολές αυτού του είδους». Στην πρώτη παράγραφο του Άρθρου 17 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966, αναφέρεται πως «κανείς δεν υπόκειται σε αυθαίρετες ή παράνομες παρενοχλήσεις της ιδιωτικής του ζωής, της οικογένειας, της κατοικίας ή της αλληλογραφίας του, ούτε σε παράνομες προσβολές της τιμής και της υπόληψής του», ενώ στη δεύτερη παράγραφο συνεχίζει πως «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας από το νόμο έναντι τέτοιων παρενοχλήσεων ή προσβολών». Βλέπουμε λοιπόν ο ιδιωτικός βίος (private life) είναι έννοια ευρύτερη και καλύπτει επίσης και το δικαίωμα της επικοινωνίας. Το συγκεκριμένο δικαίωμα συμπυκνώνει μια εξειδικευμένη προστασία της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου καθώς το τελευταίο καταφεύγει σε μέσα επικοινωνίας. Εγγυάται δηλαδή τον αποκλεισμό κινδύνων που 19

προκύπτουν από την πραγματοποίηση της επικοινωνίας για την πληροφόρηση του περιεχομένου της από αμέτοχους σε αυτή τρίτους. Τέλος το κράτος, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω και υπό το πρίσμα κυρίως του Άρθρου 28, παρ. 1 του Συντάγματος, υποχρεούται να προβαίνει στην ψήφιση νόμων, η ερμηνεία των οποίων να γίνεται υπό το φως του Άρθρου 19 και εν όψει της ιδιαίτερης κατοχύρωσης της ιδιωτικής σφαίρας. Το δικαίωμα της απόρρητης επικοινωνίας δεν αναπτύσσει άμεση άλλα έχει έμμεση τριτενέργεια 19. Στο πλαίσιο αυτό ο Κ. Χρυσόγονος αναφέρει πως αποδέκτες ισχύος του δικαιώματος πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι τόσο η κρατική εξουσία όσο και οι ιδιώτες αφού η διακινδύνευσή του μπορεί υπό τις σημερινές συνθήκες να προέλθει εξίσου ή και περισσότερο από τους τελευταίους 20. Σε κάθε περίπτωση, όπως θα αναλύσουμε κατωτέρω, το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας, όπως και τα υπόλοιπα δικαιώματα του πυρήνα της ιδιωτικότητας συνυπάρχουν μαζί. 3.2 Η προστασία στα πλαίσια της ΕΣΔΑ Σύμφωνα με το Άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ «Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του». Η δεύτερη παράγραφος του ανωτέρου άρθρου αναφέρεται στους θεμιτούς περιορισμούς του προαναφερθέντος δικαιώματος από τα κρατικά όργανα. Συγκεκριμένα στην παράγραφο αυτή αναφέρεται πως «Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται από του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μια δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον για την εθνικήν ασφάλειαν, τη δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων». Όπως γίνεται αντιληπτό, το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διεθνές επίπεδο, ενώ το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αφορά τέσσερις κύκλους 19 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο- ατομικά δικαιώματα, 2 η Έκδοση αναθεωρημένη, Αντ. Ν. Σάλλουλας: Αθήνα- Κομοτηνή 2005, σελ. 425 20 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Γ Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη: Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 241 20

δικαιωμάτων, όπως είναι αντίστοιχα ο ιδιωτικός βίος, ο οικογενειακός βίος, η κατοικία και η αλληλογραφία. Με αυτό τον τρόπο καθιερώνεται ένα θετικό δικαίωμα του ατόμου για σεβασμό της αλληλογραφίας του, ενώ θεσπίζεται η υποχρέωση του κράτους να μην επεμβαίνει κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο υπό συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις. Έτσι κάθε επέμβαση της δημόσιας εξουσίας στην άσκηση της ελευθερίας της ανταποκρίσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν συντελείται η ανταπόκριση, γραπτή ή τηλεφωνική, πρέπει να προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο επαρκώς ορισμένο. Το Άρθρο 8 αποτελεί τη βασική νομική διάταξη για την προστασία της ιδιωτικότητας στον ευρωπαϊκό χώρο και αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία και όπως θα δούμε παρακάτω η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Κλείνοντας να αναφέρουμε πως η ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα το Άρθρο 8 δεν ρυθμίζουν το ζήτημα της χρήσης των παράνομων αποδεικτικών μέσων, όμως για να κριθούν θεμιτά τα μέσα αυτά, πρέπει κατά περίπτωση να ελεγχθεί αν η χρήση αυτών επιδρά στο χαρακτήρα άλλων δικαιωμάτων όπως του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη υπό την έννοια του Άρθρου 6 της σύμβασης 21. 3.2.1 Στα προστασία στο πλαίσιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Το Άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει πως «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του». Η διάταξη αυτή μαζί με το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ αποτελούν τους θεμέλιους λίθους για την προστασία της ιδιωτικότητας και κατ επέκταση της επικοινωνίας στον ευρωπαϊκό χώρο. 3.3 Η Αμερικανική προσέγγιση 21 Ηλιοπούλου- Στράγγα Τζ, Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης κατηγορουμένου, Αντ. Ν. Σάκκουλας: Αθήνα- Κομοτηνή 2003, σελ. 117 21

Η αρχή της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών στις ΗΠΑ είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες αρχές στην Αμερική. Ενώ στα πλαίσια του οικονομικού φιλελευθερισμού η αρχή της προστασίας των ελευθεριών του πολίτη προστατεύει το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στον ιδιωτικό του βίο, από την άλλη στην πράξη υφίσταται μια a la carte προστασία αφού πολλές φορές το άτομο δίνει τη συναίνεσή του στην εκχώρηση του δικαιώματος που αφορά την ιδιωτική του ζωή ανάλογα με τις συμβάσεις που συνάπτει 22. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας στις ΗΠΑ η έννοια της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος πληροφοριακού αυτοκαθορισμού οδηγεί σε μια διαφορετική ιεράρχηση των ανωτέρω αρχών. Μάλιστα στο επίπεδο της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων το νομοθετικό καθεστώς στης ΗΠΑ, κυρίως μέσω του Privacy Act του 1974, αφορά μόνο την ρύθμιση της προστασία από τις δημόσιες αρχές. Σε επίπεδο Συνταγματικής κατοχύρωσης η 4 η Τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ αναφέρει ότι «το δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας των πολιτών, το άσυλο της κατοικίας τους, το απόρρητο των εγγράφων και προσωπικών ειδών τους εναντίον κάθε χωρίς λόγο έρευνας και κατασχέσεως είναι απαραβίαστα, δεν εκδίδεται δε σχετικό ένταλμα παρά για προφανή αιτία που στηρίζεται σε όρκο ή διαβεβαίωση και περιγράφει ειδικά τον τρόπο της έρευνας και τα πρόσωπα που θα συλληφθούν ή τα πράγματα που θα κατασχεθούν». Όσον αφορά το δικαίωμα του απορρήτου των ανταποκρίσεων, δεν υπάρχει πουθενά στο Αμερικανικό Σύνταγμα σχετική αναφορά. Βέβαια σε μια απόφαση του 1877, Ex Parte Jackson v. ΗΠΑ 23, το δικαστήριο ανέφερε πως «κανένας νόμος του Κογκρέσου δεν δίδει στους αξιωματούχους των ταχυδρομικών υπηρεσιών την εξουσία να παραβιάζουν το απόρρητο της αλληλογραφίας». Από την άλλη, στην απόφαση United States v. Ramsey 1997, το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε μια παραδοσιακή οριακή εξαίρεση στο γενικό απαραβίαστο των προσωπικών ανταποκρίσεων και θεώρησε ότι η κυβέρνηση μπορεί να ερευνά επιστολές που εισέρχονται στις ΗΠΑ βάσει της 22 Solove D., The digital person: Technology and privacy in the Information Age, New York University Press: New York 2004 23 Βλ. Ex parte Jackson v. U.S., U.S. Supreme Court, 96 U.S. 727, 1877, παρατίθεται στο: http://caselaw.lp.findlaw.com/scripts/getcase.pl?navby=case&court=us&vol=96&page=727#733 22

μακρόχρονης δικαιοδοσίας να αυτοπροστατεύεται σταματώντας και εξετάζοντας πρόσωπα και πράγματα που διέρχονται τα σύνορα και εισέρχονται στη χώρα 24. Σε άλλη υπόθεση το 1928, Olmstead v. United States 25, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η παγίδευση τηλεφώνου από την αστυνομία δεν αποτελούσε παραβίαση της 4 ης Τροποποίησης, ενώ στην απόφαση Katz v. United States το 1967 26, ανετράπη η προηγούμενη νομολογία αφού το δικαστήριο διατύπωσε την άποψη ότι η παγίδευση δημοσίου τηλεφώνου είναι αντίθετη στην 4 η Τροποποίηση αφού υπήρχε για τον χρήστη εύλογη προσδοκία ιδιωτικότητας. Η μη ρητή κατοχύρωση του απορρήτου των επικοινωνιών στο Αμερικανικό Σύνταγμα σε αντίθεση με τον Ευρωπαϊκό χώρο δημιουργεί ιδιαίτερα ερμηνευτικά και νομικά προβλήματα 27. Ο καθηγητής J. Reidenberg στη Νομική σχολή του Fordham University δήλωσε το 2005 πως «[ ] στην Ευρώπη το ζήτημα επιλύθηκε: Οι πολίτες έχουν ισχυρά δικαιώματα» εκφράζοντας τον προβληματισμό του σχετικά με την προστασία που παρέχεται στους αμερικανούς πολίτες όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα 28. Η μόνη προστασία που παρέχεται θεσμικά ρυθμίζεται από τα κάτωθι τρία σημαντικά νομοθετήματα. Πρώτον η παρακολούθηση των ενσύρματων, προφορικών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ποινικές υποθέσεις ρυθμίζεται από το Νόμο του 1968 (Omnibus Safe Streets and Crime Control Act) που τροποποιήθηκε από τον αντίστοιχο νόμο του Electronic Communications Privacy Act του 1986. Παρόλα αυτά, το ζήτημα των υποκλοπών στις ΗΠΑ παραμένει από τα πιο ακανθώδες αφού έχει πλούσια προϊστορία με υποθέσεις σταθμούς, το Watergate το 1972 αλλά και την υπόθεση Snowden το 2013, την οποία θα μελετήσουμε ως περιπτωσιολογική μελέτη στη συνέχεια. 24 Βλ. United States v. Ramsey, U.S. Supreme Court, 431 U.S. 606, 1997, παρατίθεται στο: http://caselaw.lp.findlaw.com/scripts/getcase.pl?court=us&vol=431&invol=606 25 Βλ. Olmstead v. United States, U.S. Supreme Court, 277 U.S. 438, 1928, παρατίθεται στο: https://supreme.justia.com/cases/federal/us/277/438/case.html 26 Βλ. Katz v. United States, U.S. Supreme Court, 389 U.S. 347, 1967, παρατίθεται στο: http://www.law.cornell.edu/supremecourt/text/389/347 27 Whitman J., The two western cultures of privacy: Dignity versus Liberty, Yale Law Journal, 2004, σελ. 1151 28 Dash E., Strong privacy law may explain data security in Europe, The New York Times, August 8, 2005 23

Στις ΗΠΑ μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11 ης Σεπτεμβρίου άλλαξαν πολλά σε νομοθετικό επίπεδο αναφορικά με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Στο όνομα της εθνικής ασφάλειας έγινε η μεγαλύτερη περιστολή ατομικών δικαιωμάτων από την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Στη νέα αυτή εποχή ο παραπάνω νόμος τροποποιήθηκε δύο φορές μια στα πλαίσια του USA- Patriot Act του 2001 (Uniting and Strengthening America- Providing Appropriate Tools Requires to Intercept and Obstruct Terrorism Act) καθώς και μια στα πλαίσια του FISA Act του 2008 (Foreign Intelligence Surveillance Act). Κατά τον τελευταίο η παρακολούθηση των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλεια παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια στις αρχές κατά την άρση του απορρήτου. Ο «Πατριωτικό Νόμος» αντίστοιχα έχει εισαγάγει μέτρα παραβίασης της «ιδιωτικότητας» α) παρέχοντας αυξημένες εξουσίες στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να παρακολουθούν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τη χρήση του διαδικτύου, να διεξάγουν μυστικές έρευνες σε κατοικίες, να αποκτούν ευαίσθητα προσωπικά στοιχεία από τρίτους, να επιτηρούν οικονομικές συναλλαγές και να διενεργούν παγιδεύσεις επικοινωνιών σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, β) έχοντας διαστείλει την προϋπόθεση της «εύλογης αιτίας» (που ζητείται με 4 η Τροποποίηση), επιτρέποντας έρευνες που έχουν ως συγκεκριμένη αιτία τη συλλογή πληροφοριών κατασκοπευτικού περιεχομένου ξένης δύναμης, γ) επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δικαστικών αρχών και μυστικών υπηρεσιών, θέτοντας έτσι τις βάσεις για μαζικές παρακολουθήσεις. Στο πνεύμα αυτό διεξάγονται, όπως φάνηκε από την υπόθεση Edward Snowden που θα εξετάσουμε στο όγδοο κεφάλαιο, μαζικές παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, και όχι μόνο, από τις υπηρεσίες πληροφοριών και εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. 4. Η Συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας 4.1 Ερμηνεία του Άρθρου 19, παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος Μετά την Αναθεώρηση του 2001, η κατοχύρωση του δικαιώματος της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών όπως προαναφέραμε έλαβε την ακόλουθη μορφή 24

με την προσθήκη δύο παραγράφων στο πλαίσιο του Άρθρου 19 του Συντάγματος. Η σημερινή μορφή του άρθρου έχει ως εξής: Άρθρο 19 1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους ασφαλείας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α. Η προσθήκη των δύο παραγράφων επιβαλλόταν ιστορικά και κοινωνικά ενώ το αντικείμενο προστασίας της πρώτης παραγράφου εξακολουθεί να είναι ο απόρρητος χαρακτήρας του μηνύματος, ανεξάρτητα από το μέσο που χρησιμοποιείται. Κατά συνέπεια το απόρρητο κατοχυρώνεται για κάθε μέσο επικοινωνίας, υπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον αυτό από τη φύση του είναι κατάλληλο για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας, στα πλαίσια της οικειότητας. Τέτοια μέσα είναι το τηλέφωνο, η τηλεομοιοτυπία- φαξ, telex, η αλληλογραφία γραπτή και ηλεκτρονική, εφόσον για την τελευταία χρησιμοποιείται ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου (π.χ. e- mail) 29. Η σκοπιμότητα της νέας προσθήκης όμως αναφορικά με τη συνταγματική κατοχύρωση της απαγόρευσης χρήσης παράνομα κτηθέντων αποδεικτικών μέσων είχε να κάνει με τη θέση του Άρθρου 19 στα πλαίσια του κεφαλαίου των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συντάγματος και την κανονιστική ενότητα των 29 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Π.Ν. Σάκκουλας: Αθήνα 2006, σελ. 257. Διαφορετικά ισχύει για την επικοινωνία σε δημοσιότητα, όπως σε εφαρμογές ιστοτόπων κοινωνικών δικτύων, τύπου Facebook, Twitter κτλ. από τη στιγμή που το μήνυμα είναι ορατό σε πολλούς (και ενίοτε άγνωστους) χρήστες. 25

Άρθρων 9, 9 Α και 19, αφού η απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων χαρακτηρίστηκε ως δικονομική κύρωση υψίστης σημασίας 30. 4.1.1 Το απόρρητο της επικοινωνίας Απόρρητη λοιπόν είναι η από το δίκαιο προστατευόμενη μυστική επικοινωνία (που πραγματοποιείται με μέσα που εξασφαλίζουν τη μυστικότητα) και για οποιοδήποτε θέμα, εκτός από ζητήματα που αναφέρονται στην εθνική ασφάλεια ή σε ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα. Προϋποθέτει, επομένως, και η απόρρητη επικοινωνία δύο μέρη, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με μηνύματα, αποστέλλουν ή ανταλλάσουν, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, πληροφορίες, σκέψεις, απόψεις κτλ. Η έννοια του απορρήτου δε, αναφέρεται στην εμπιστευτική, μέσα στο πλαίσιο οικειότητας επικοινωνία, που όχι μόνο δεν αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση αλλά και θέλει να παραμείνει γνωστή αποκλειστικά μόνο μεταξύ των επικοινωνούντων 31. Ο Α. Μάνεσης ορίζει το απόρρητο ως «απολύτως μυστικό» ενώ υποστηρίζει πως ο απολύτως μυστικός χαρακτήρας εξαρτάται από τη βούληση των μερών της επικοινωνίας 32. Υπάρχει και προστατεύεται εφόσον οι ενδιαφερόμενοι το θέλησαν και πήραν τα αναγκαία μέτρα για τη διαφύλαξη του περιεχομένου της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τα στοιχεία της απόρρητης επικοινωνίας εν προκειμένω είναι: α) τα μέρη, β) το περιεχόμενο (μήνυμα), γ) το μέσο ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να επέλθει η το αποτέλεσμα της επικοινωνίας και δ) η μορφή της επικοινωνίας ως απόρρητη. Η απόρρητη επικοινωνία είναι λοιπόν που διέπεται από μυστικότητα, ιδίως ως προς το περιεχόμενο του μηνύματος και που προστατεύεται νομικά. Απόρρητη, κατά συνέπεια, είναι η επικοινωνία όταν είναι μυστική, όταν ο τρόπος με τον οποίο γίνεται εξασφαλίζει μυστικότητα, δηλαδή περιορίζει τη γνώση του περιεχομένου της μεταξύ των επικοινωνούντων μερών. Η εξασφάλιση της 30 Βλ. δήλωση του Γενικού Εισηγητή της πλειοψηφίας Ε. Βενιζέλου ως προς την υποστήριξη του αναθεωρητικού διαβήματος της ενότητας των άρθρων. Πρακτικά συνεδριάσεων και Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος 2000, σελ. 61 31 Τσακυράκης Στ., Το απόρρητο της επικοινωνίας: απόλυτα απαραβίαστο ή ευχή της έννομης τάξης; ΝοΒ 1993, σελ. 997 32 Μάνεσης Α., Συνταγματικά Δικαιώματα Α - Ατομικές ελευθερίες, 4 η Έκδοση, Σάκκουλας: Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 236 26