Α.Θ. ( ) Αριθµός 1405/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2002, µε την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τµήµατος,. Πετρούλιας, Ε. ανδουλάκη, Π. Κοτσώνης, Α. Χριστοφορίδου, Σύµβουλοι,. Γρατσίας, Η. Τσακόπουλος, Πάρεδροι. Γραµµατέας η Α. Τριάδη, Γραµµατέας του Τµήµατος. Για να δικάσει την από 23 Απριλίου 2001 αίτηση: της Στεφανίας Εστακκίνη, κατοίκου Αγ. Παρασκευής Αττικής (Μάρκου Μπότσαρη 6), η οποία παρέστη µε τον δικηγόρο Φ. Καρβελά (Α.Μ. 5701), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδος, το οποίο παρέστη µε τον δικηγόρο. Σταθόπουλο (Α.Μ. 6400), που τον διόρισε µε απόφασή της η.ε. του ΤΕΕ. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρά άρνηση του Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδος, να χορηγήσει στην αιτούσα άδεια ασκήσεως επαγγέλµατος Αρχιτέκτονα, που εκδηλώθηκε µε την µη απάντηση στην προς τούτο κατατεθείσα αίτησή της µε την υπ αριθ. πρωτ. 35546/4-12-2000 και την πάροδο απράκτου τριµήνου από την ηµέρα που περιήλθε προς αυτό η αίτησή της, καθώς και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της ιοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε µε την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου. Γρατσία. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόµενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του Επιµελητηρίου, που ζήτησε την απόρριψή της.
Αριθµός 1405/2003-2- Μετά τη δηµόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ µ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό µ ο 1. Επειδή για την άσκηση της κρινοµένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόµιµο παράβολο (2433448/2001 ειδικά έντυπα παραβόλου). 2. Επειδή, την 4.12.2000, η αιτούσα, η οποία είναι Βρεταννίδα υπήκοος, υπέβαλε στο Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) αίτηση, µε την οποία ζήτησε να εγγραφεί στα µητρώα του Επιµελητηρίου, επικαλού- µενη ότι, ως κάτοχος διπλώµατος αρχιτεκτονικής, κτηθέντος στο Ηνωµένο Βασίλειο, δικαιούται να ασκήσει στην Ελλάδα το επάγγελµα του αρχιτέκτονα. Με την κρινοµένη αίτηση ακυρώσεως, κατατεθείσα εµπροθέσµως την 25.4.2001, προσβάλλεται ήδη η σιωπηρά απόρριψη της ανωτέρω αιτήσεως εγγραφής της αιτούσης στα µητρώα του Τ.Ε.Ε., στοιχειοθετηθείσα µε την πάροδο τριµήνου από της υποβολής της. 3. Επειδή η αίτηση εισάγεται, λόγω σπουδαιότητος, ενώπιον της επταµελούς συνθέσεως του Τµήµατος, κατόπιν της από 6.8.2001 πράξεως του Προέδρου του Β Τµήµατος ιακοπών του Συµβουλίου της Επικρατείας. 4. Επειδή, µε την οδηγία 85/384/ΕΟΚ του Συµβουλίου (ΕΕ L 223), τροποποιηθείσα εν συνεχεία µε τις οδηγίες 85/614/ΕΟΚ (ΕΕ L 376), 86/17/ΕΟΚ (ΕΕ L 27) και 90/658/ΕΟΚ (ΕΕ L 353), θεσπίσθηκε σύστηµα αµοιβαίας αναγνωρίσεως των πτυχίων αρχιτεκτονικής που χορηγούνται στα κράτη µέλη, προκειµένου οι υπήκοοι των κρατών- µελών που κατέχουν τέτοια πτυχία να διευκολυνθούν στην άσκηση του δικαιώµατός τους για ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών σε κράτος-µέλος διαφορετικό εκείνου στο οποίο απέκτησαν το πτυχίο τους, δικαιώµατος το οποίο κατοχυρώνεται στη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, κατά την οποία, άλλωστε, η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών συγκαταλέγεται µεταξύ των θεµελιωδών
Αριθµός 1405/2003-3- στόχων της Κοινότητος (βλ. άρθρο 3 περίπτωση γ της Συνθήκης, καθώς και την αυτή διάταξη του ενοποιηµένου κειµένου της Συνθήκης, όπως διαµορφώθηκε µε τη Συνθήκη του Άµστερνταµ, κυρωθείσα µε το Ν. 2691/1999, ΦΕΚ Α 47). Η οδηγία 85/384/ΕΟΚ, όπως είχε, κατά τα ανωτέρω, τροποποιηθεί, µεταφέρθηκε στην ελληνική έννοµη τάξη µε το Π.. 107/1993 (Α 49), το οποίο ευρίσκει ειδικό και επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισµα στα άρθρα 3 παράγραφος 2 και 4 του Ν. 1338/1983, µε τίτλο «Εφαρµογή του Κοινοτικού ικαίου» (Α 34), όπως ίσχυαν κατά τον εν προκειµένω κρίσιµο χρόνο. Το εν λόγω Προεδρικό ιάταγµα ορίζει, στο µεν άρθρο 2, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του Π.. 272/2000 (Α 224/17.10.2000), εκδοθέντος βάσει των αυτών ως άνω εξουσιοδοτικών διατάξεων, ότι «υπήκοοι κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) δύνανται να εγκατασταθούν και να ασκήσουν το επάγγελµα στον τοµέα της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα σύµφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις της ελληνικής νοµοθεσίας και µετά την απόκτηση άδειας άσκησης επαγγέλµατος από το Τεχνικό Επιµελητήριο Ελλάδας, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος», στο δε άρθρο 12, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 6 του Π.. 272/2000, ότι «οι διατάξεις του παρόντος διατάγµατος εφαρµόζονται και για τους υπηκόους των κρατών-µελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., οι οποίοι θα ασκήσουν το επάγγελµα του αρχιτέκτονα ως µισθωτοί (...)». Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του αυτού Προεδρικού ιατάγµατος ορίζεται, περαιτέρω, ότι, για την απόκτηση της προµνησθείσης αδείας ασκήσεως επαγγέλµατος, ο ενδιαφερόµενος υποβάλλει στο Τ.Ε.Ε. σχετική αίτηση, συνοδευόµενη από τα απαριθµούµενα στην εν λόγω διάταξη δικαιολογητικά, ενώ στην παράγραφο 1 του άρθρου 7, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 4 του Π.. 272/2000, ορίζονται τα εξής: «Η διαδικασία χορήγησης της άδειας άσκησης επαγγέλµατος από το Τ.Ε.Ε. ολοκληρώνεται (...) µέσα σε τρεις µήνες από την υποβολή από τον ενδιαφερόµενο όλων των απαιτουµένων δικαιολογητικών οπότε και αποκτά το δικαίωµα να χρησιµο-
Αριθµός 1405/2003-4- ποιεί τον επαγγελµατικό τίτλο του αρχιτέκτονα. Κατά της απορρίψεως ή της παραλείψεως χορήγησης άδειας ασκήσεως επαγγέλµατος εντός της ως άνω οριζόµενης προθεσµίας, ο ενδιαφερόµενος µπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 45 επ. του Π.. 18/1989». Τέλος, στο άρθρο 8 του αυτού, πάντοτε, Προεδρικού ιατάγµατος προβλέπονται τα εξής: «Οι υπήκοοι των κρατών µελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα και αποκτούν την άδεια άσκησης επαγγέλµατος, σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος, εγγράφονται υποχρεωτικά στο Τ.Ε.Ε. για την άσκηση του επαγγέλµατος του αρχιτέκτονα και έχουν τα ίδια δικαιώµατα και υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις διατάξεις της Ελληνικής νοµοθεσίας για τους διπλωµατούχους Αρχιτέκτονες Μηχανικούς και ιδιαίτερα από τους κανόνες της επαγγελµατικής δεοντολογίας». 5. Επειδή από τις ανωτέρω διατάξεις του Προεδρικού ιατάγµατος 107/1993, ερµηνευόµενες υπό το φώς των κρισίµων εν προκειµένω διατάξεων του πρωτογενούς και παραγώγου κοινοτικού δικαίου (που έχουν, κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 28 του Συντάγµατος, αυξηµένη τυπική ισχύ έναντι των κανόνων του εσωτερικού δικαίου), ευθέως συνάγεται ότι επί υποβολής στο Τ.Ε.Ε, από πρόσωπο το οποίο επικαλείται ότι εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής των εν λόγω διατάξεων, αιτήσεως χορηγήσεως αδείας ασκήσεως στην Ελλάδα του επαγγέλµατος του αρχιτέκτονα, το Τ.Ε.Ε., εφ όσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της αδείας τις οποίες τάσσει η οδηγία 85/384/ΕΟΚ, όπως ισχύει, καθώς και οι κανόνες µεταφοράς της στην ελληνική έννοµη τάξη, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια και να εγγράψει τον ενδιαφερόµενο στα µητρώα του Επιµελητηρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, το αρµόδιο όργανο του Τ.Ε.Ε. οφείλει να εκδώσει ρητή πράξη, στην οποία θα εκτίθενται, κατά τρόπο ειδικό και πλήρη, οι λόγοι απορρίψεως της αιτήσεως χορηγήσεως της αδείας και εγγραφής του ενδιαφεροµένου στα µητρώα (πρβλ., υπό το προϊσχύσαν του Π..
Αριθµός 1405/2003-5- 107/1993 καθεστώς, ΣτΕ 2098/1990). 6. Επειδή στην προκειµένη περίπτωση, η αιτούσα, η οποία είναι Βρεταννίδα υπήκοος, επικαλουµένη τις διατάξεις του Π../τος 107/1993 και το γεγονός ότι είναι κάτοχος πτυχίου αρχιτεκτονικής, χορηγηθέντος από εκπαιδευτικό ίδρυµα (Πανεπιστήµιο της Γλασκώβης), το οποίο εδρεύει στο Ηνωµένο Βασίλειο, υπέβαλε στο Τ.Ε.Ε., την 4.12.2000 (αριθµ. πρωτ. 35546/4.12.2000), αίτηση, συνοδευόµενη από σειρά σχετικών στοιχείων, µε την οποία ζήτησε να εγγραφεί στα µητρώα του Επιµελητηρίου ως αρχιτέκτονας. Υπό τα δεδοµένα, όµως, αυτά και εν όψει των όσων εξετέθησαν στην προηγουµένη σκέψη, το Τ.Ε.Ε. υπεχρεούτο να αποφανθεί επί της αιτήσεως, εκδίδοντας ρητή επ αυτής πράξη, µε την οποία το υποβληθέν αίτηµα, είτε θα γινόταν δεκτό, κατόπιν διαπιστώσεως της συνδροµής των νοµίµων προϋποθέσεων χορηγήσεως στην αιτούσα της αδείας ασκήσεως στην Ελλάδα του επαγγέλµατος του αρχιτέκτονα, είτε θα απορριπτόταν, µε ειδικώς και πλήρως αιτιολογηµένη πράξη, κατ επίκληση της ελλείψεως µιας ή περισσοτέρων από τις προϋποθέσεις αυτές. Και ναι µεν το Τ.Ε.Ε. προβάλλει, µε υπόµνηµά του, ότι ορισµένα από τα στοιχεία που υπέβαλε η αιτούσα (βεβαιώσεις του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρεταννών Αρχιτεκτόνων και δίπλωµα αρχιτεκτονικής του Πανεπιστηµίου της Γλασκώβης, στο αγγλικό πρωτότυπο και σε επίσηµες ελληνικές µεταφράσεις και απόσπασµα ποινικού µητρώου, στο ιταλικό πρωτότυπο και σε επίσηµη ελληνική µετάφραση) «υποβλήθηκαν χωρίς επισηµείωση της γνησιότητάς τους και της ιδιότητας µε την οποία υπέγραψαν οι συντάκτες τους και χωρίς όµοια επικύρωση από ελληνική διπλωµατική αρχή, όπως επιβάλλουν τα άρθρα 2 και 3 της Σύµβασης της Χάγης που κυρώθηκε µε το Ν. 1497/1984, Α 188», ο ισχυρισµός, όµως, αυτός δεν µπορεί να ασκήσει εν προκειµένω επιρροή. Και τούτο, προεχόντως διότι, οι ελλείψεις στις οποίες αναφέρεται το Τ.Ε.Ε. δεν θα µπορούσαν, πάντως, να αποτελέσουν νόµιµο έρεισµα απορρίψεως του αιτήµατος της αιτούσης, εφ όσον, όπως συνάγεται από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 3
Αριθµός 1405/2003-6- παράγραφοι 1 περιπτώσεις β, γ, στ, ζ και θ, 2 και 4 και 10 παράγραφος 1 του Π.. 107/1993 (οι οποίες αποβλέπουν, προδήλως, στην πληρέστερη δυνατή µεταφορά της οδηγίας 85/384/ΕΟΚ και στην αποτελεσµατικότερη δυνατή εξυπηρέτηση των σκοπών της), το Τ.Ε.Ε., επί αµφιβολιών ως προς τη γνησιότητα και το περιεχόµενο των εγγράφων που συνοδεύουν αίτηση υποβαλλόµενη κατ επίκληση των διατάξεων του Π.. 107/1993, δεν απορρίπτει άνευ ετέρου την αίτηση αυτή, αλλά επικοινωνεί απ ευθείας µε τις αντίστοιχες αρχές των κρατών-µελών, προκειµένου να ελέγξει τη γνησιότητα των εν λόγω εγγράφων και να ζητήσει σχετικές πληροφορίες ή διευκρινίσεις. Κατά συνέπεια, µε την άπρακτη πάροδο τριµήνου από της υποβολής της αιτήσεως της αιτούσης περί εγγραφής της στα µητρώα στοιχειοθετήθηκε παράλειψη του Τ.Ε.Ε. να αποφανθεί επί της αιτήσεως αυτής (βλ. σχετικώς και τα οριζόµενα στο άρθρο 45 παράγραφος 4 του Π.. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόµων για το Συµβούλιο της Επικρατείας», Α 8, καθώς και στην παρατεθείσα ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 παράγραφος 1 του Π.. 107/193) και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινοµένη αίτηση, να ακυρωθεί η ως άνω παράλειψη και να αναπεµφθεί η υπόθεση στο Τ.Ε.Ε., προκειµένου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, να αποφανθεί, µε ρητή πράξη, επί της υποβληθείσης ενώπιόν του αιτήσεως της αιτούσης. ι ά τ α ύ τ α έχεται την κρινοµένη αίτηση. Ακυρώνει, κατά τα εκτιθέµενα στο αιτιολογικό, την παράλειψη του Τ.Ε.Ε. να αποφανθεί επί της αιτήσεως, την οποία υπέβαλε ενώπιόν του η αιτούσα την 4.12.2000. Αναπέµπει την υπόθεση στο Τ.Ε.Ε., προκειµένου να αποφανθεί, κατά τα εκτιθέµενα στο αιτιολογικό, επί της ως άνω, υποβληθείσης ενώπιόν του αιτήσεως. ιατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου. Επιβάλλει στο Τ.Ε.Ε. τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης, η οποία
Αριθµός 1405/2003-7- Θεωρήθηκε ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων εξήντα (760) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2002 και η απόφαση δηµοσιεύθηκε σε δηµόσια συνεδρίαση στις 27 Μαΐου 2003. Ο Πρόεδρος του Τµήµατος Η Γραµµατέας του Τµήµατος Μ. Βροντάκης Α. Τριάδη