Ι. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Κεφάλαιο Ι Προσδιορισμός του εννοιολογικού περιεχομένου και της λειτουργίας της έρευνας.9

Σχετικά έγγραφα
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Αριθ. Πρωτ. Τηλ. : Fax : ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4592, (I)/2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Σελίδα 1 από 5. Τ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

της δίωξης ή στην αθώωση.

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3920, 12/11/2004 Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ (ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Πρόλογος... ΙΧ Συντομογραφίες... ΧΧV Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Ι. Περιεχόμενο του Δικαίου Καταστάσεως

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Γ. Ν. Τριανταφύλλου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Transcript:

Ι. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΙ. Συντομογραφίες ΙΙΙ. Πρόλογος Κεφάλαιο Ι Προσδιορισμός του εννοιολογικού περιεχομένου και της λειτουργίας της έρευνας.9 1. Ορισμός, σκοπός και διακρίσεις της κατ οίκον έρευνας..9 1.1. Ορισμός..9 1.2. Σκοπός διενέργειας της έρευνας...9 1.3. Διακρίσεις ερευνών..10 1.3.1. Διάκριση της κατ οίκον έρευνας βάσει του χρόνου διενέργειάς της 10 1.3.2. Διάκριση της κατ οίκον έρευνας από την αυτοψία...10 2. Η νομική έννοια της κατ οίκον έρευνας.11 2.1. Γενικά..11 2.2. Η ενέργεια αναζήτησης...11 2.3. Η αναζήτηση να γίνεται σε κατοικία..12 2.4. Η φυσική είσοδος και η παρουσία των ενεργούντων την έρευνα στην κατοικία 12 2.5. Ο δικονομικός χαρακτήρας.....13 2.6. Ο επαχθής χαρακτήρας 14 3. Η φύση της κατ οίκον έρευνας...15 3.1. Η κατ οίκον έρευνα ως ανακριτική πράξη.15 3.2. Η κατ οίκον έρευνα ως διαδικαστική πράξη..15 3.3. Η κατ οίκον έρευνα ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού 16 3.4. Η κατ οίκον έρευνα ως δικονομική πράξη διπλής λειτουργίας...17 4. Η «κατοικία» ως αντικείμενο της κατ οίκον έρευνας.17 4.1. Η συνταγματική κατοχύρωση του οικιακού ασύλου..17 4.2. Φορείς και αποδέκτες του δικαιώματος του οικιακού ασύλου 19 4.3. Οι περιορισμοί του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας..21 4.4. Η έννοια του όρου της κατοικίας 22 1

4.4.1. Επαγγελματικοί χώροι 24 4.4.1.1. Διενέργεια έρευνας σε δικηγορικά γραφεία ειδικότερα..26 4.4.2. Διενέργεια έρευνας σε οχήματα.28 4.4.3. Διενέργεια έρευνας σε διπλωμάτες 29 5. Ανακριτικές και διοικητικές έρευνες...29 5.1. Αστυνομικές έρευνες...29 5.1.1. Εισαγωγικά.29 5.1.2. Οι αστυνομικές έρευνες στην ελληνική έννομη τάξη ειδικότερα..31 6. Φορολογικοί διοικητικοί έλεγχοι..34 Κεφάλαιο ΙΙ Διενέργεια ερευνών..39 1. Διάκριση της απόφασης από τη διενέργεια της έρευνας..39 2. Γενικές προϋποθέσεις διενέργειας κατ οίκων ερευνών..40 2.1. Διενέργεια ανάκρισης για κακούργημα ή πλημμέλημα..41 2.1.1. Η διενέργεια της ανάκρισης να προηγείται της έρευνας 42 2.1.2. Ύπαρξη ισχυρών υπονοιών τέλεσης του εγκλήματος 44 2.1.3. Απαγόρευση διενέργειας κατ οίκον έρευνας στα πταίσματα...46 2.1.4. Η απαγόρευση διενέργειας έρευνας στην προκαταρκτική εξέταση...47 2.1.5. Η διενέργεια κατ οίκον έρευνας σε μεταγενέστερα στάδια της ποινικής διαδικασίας.50 2.1.6. Η λήξη της αρμοδιότητας της έρευνας...52 2.2. Επιδίωξη ορισμένου σκοπού...55 2.2.1. Η βεβαίωση του εγκλήματος..56 2.2.2. Η αποκάλυψη ή σύλληψη των δραστών του εγκλήματος..57 2.2.3. Η βεβαίωση ή αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε..58 2.3. Η ύπαρξη βάσιμης υπόθεσης επιτυχίας της έρευνας..59 2.4. Η βεβαίωση της αναγκαιότητας της έρευνας..61 3. Ειδικές προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας κατά τη διάρκεια της νύχτας...62 3.1. Γενικά..62 3.1.1. Σύλληψη προσώπου που διώκεται νόμιμα.63 3.1.2. Επ αυτοφώρω σύλληψη του δράστη να διαπράττει κακούργημα ή πλημμέλημα εντός της οικίας.65 2

3.1.3. Συγκέντρωση σε κατοικία όπου παίζονται κατ επάγγελμα τυχερά παιχνίδια ή χρησιμοποιείται ως τόπος κατ επάγγελμα ακολασίας...66 3.1.3.1. Γενικά..66 3.1.3.2. Η χρήση της οικίας για τέλεση αξιόποινων πράξεων.67 3.1.3.3. Κατ επάγγελμα τέλεση τυχερών παιχνιδιών..67 3.1.3.4. Κατ επάγγελμα ακολασία..69 3.1.3.5. Συνάθροιση μέσα στην οικία..70 3.1.4. Τόποι προσιτοί σε όλους τη νύχτα. 70 4. Αρμοδιότητα για διενέργεια των ερευνών...71 4.1. Εισαγωγικά..71 4.2. Διάκριση αναφορικά με την αρμοδιότητα για έκδοση απόφασης και διεξαγωγή της έρευνας 71 4.2.1. Γενικά 71 4.2.2. Έκτακτη αστυνομική προανάκριση 72 4.2.3. Τακτική προανάκριση 73 4.2.4. Κύρια ανάκριση.74 4.2.5. Υπόλοιπα στάδια της διαδικασίας.....75 5. Απόφαση και διενέργεια κατ οίκον έρευνας κατά τη διάρκεια της νύχτας 76 6. Διατυπώσεις και τρόπος διεξαγωγής της κατ οίκον έρευνας.77 6.1. Διατυπώσεις της κατ οίκον έρευνας.77 6.1.1. Εισαγωγικά 77 6.1.2. Η πρόσληψη δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου..77 6.1.3. Η πρόσληψη δικαστικού λειτουργού 79 6.1.3.1. Η προστατευτική λειτουργία σύμπραξης του δικαστικού λειτουργού Συγκριτικό δίκαιο..80 6.1.3.2. Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαστικού λειτουργού 81 6.1.4. Η αναζήτηση..83 6.1.5. Η δυνατότητα παραβίασης της πόρτας της οικίας και ο εν γένει καταναγκασμός..84 6.1.6. Η χορήγηση της συντασσόμενης έκθεσης έρευνας... 88 6.2. Τρόπος διεξαγωγής της έρευνας.88 3

Κεφάλαιο ΙΙΙ Τα όρια εξουσίας της έρευνας.90 1. Ο περιορισμός της έρευνας μόνο στον επιδιωκόμενο σκοπό..90 2. Δυνατότητα αποφυγής της έρευνας.90 3. Έρευνα χωρίς τις ειδικές προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας..91 3.1. Η συγκατάθεση του θιγόμενου...91 3.1.1. Η έννοια της συγκατάθεσης...91 3.1.2. Η λειτουργία της συγκατάθεσης 93 3.1.3. Προϋποθέσεις παραδεκτού της συγκατάθεσης..93 4. Απαγόρευση διενέργειας γενικών ερευνών.95 5. Η αρχή της αναλογικότητας...96 5.1. Το περιεχόμενο της αρχής της αναλογικότητας.96 5.2. Η αρχή της αναλογικότητας στις επιμέρους διατάξεις των κατ οίκων ερευνών 98 Κεφάλαιο ΙV Δικαιώματα και μέσα προστασίας του θιγόμενου από την κατ οίκον έρευνα.99 1. Δικαιώματα του θιγόμενου από την ενέργεια κατ οίκον έρευνας.99 1.1. Γενικά.99 1.1.1. Το δικαίωμα της ακρόασης 99 1.1.2. Το δικαίωμα να παρευρίσκεται στην διεξαγωγή της έρευνας.100 1.1.3. Το δικαίωμα γνωστοποίησης του σκοπού της έρευνας 101 2. Ποινικές και δικονομικές κυρώσεις επί παράνομων ερευνών...102 2.1. Ποινικές κυρώσεις.102 2.2. Δικονομικές κυρώσεις...103 2.2.1. Απόλυτη ακυρότητα.103 2.2.1.1. Επέκταση της ακυρότητας και σε άλλες πράξεις..104 Κεφάλαιο V Ειδικά ζητήματα.105 1. Επέκταση της ημερήσιας κατ οίκον έρευνας σε νυχτερινή χωρίς την τήρηση των σχετικών διατάξεων του αρ. 254 ΚΠΔ...105 2. Διενέργεια νυχτερινής κατ οίκον έρευνας για ανεύρεση πειστηρίων...105 4

3. Κατ οίκον έρευνα και τυχαία ευρήματα...106 IV. Βιβλιογραφία V. Νομολογία 5

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠ Άρειος Πάγος αρ. άρθρο βλ. βλέπε ΓνωμΕισΕφΘρ Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Εφετών Θράκης ΓνωμΕισΑπ Γνωμοδότηση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ΔΣΑΠΔ Διεθνές Σύμφωνο για Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα Σ Σύνταγμα εδ. εδάφιο ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΣχΚΠΔ Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ΠΚ Ποινικός Κώδικας Τ.Ν.Π. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Ν. νόμος παρατ. παρατηρήσεις ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά (περιοδικό) ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη (περιοδικό) εκδ. έκδοση στοιχ. στοιχείο επ. επόμενα σχετ. σχετικά ό.π. όπως παραπάνω νομολ. Νομολογία παρ. παράγραφος περ. περίπτωση πρβλ. παράβλεπε ΔιατΕισΕφ Διάταξη Εισαγγελέα Εφετών λ.χ. λόγου χάρη κ.λπ. και τα λοιπά κεφ. Κεφάλαιο ΝΔ Νομικό Διάταγμα ΓνωμΑντιεισΠρωτΑθ Γνωμοδότηση Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών 6

ΓνωμΕισΠλημ υποσημ. π.δ. π.χ. ΚΠολΔ κ.ο.κ. σημ. Β.Δ. σε συνδ. κ.ά. ΠτΔ ΝΠ ΝΠΙΔ ΝΠΔΔ ΑΚ ΚΠολΔ ΓΝΜΔ ΝΣΚ ΕΔΔΑ ΔτΑ ΔΣ αριθ. προσφ. ΚΦΔ ΝοΒ ΕλλΔνη ΣΤΕ Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υποσημείωση Προεδρικό Διάταγμα παραδείγματος χάριν Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και ούτω καθεξής σημείωση βασιλικό διάταγμα σε συνδυασμό και άλλα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νομικά Πρόσωπα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου Αστικός Κώδικας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Γνωμοδότηση Νομικό Συμβούλιο του Κράτους Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Δικαιώματα του Ανθρώπου Διοικητικό Συμβούλιο Αριθμός Προσφυγή Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας Νομικό Βήμα Ελληνική Δικαιοσύνη Συμβούλιο της Επικρατείας 7

III. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μέσα από τις σελίδες της παρούσας εργασίας επιχειρείται να προσδιοριστεί η νομική έννοια και φύση της κατ οίκον έρευνας, στο πλαίσιο της προδικασίας, καθώς και να τονιστεί ο σημαίνων χαρακτήρας αυτής, ως δικονομικής πράξης διπλής λειτουργίας. Ο νομοθέτης έχει εντάξει τις έρευνες στο δεύτερο τμήμα («ανακριτικές πράξεις») του τρίτου βιβλίου («προδικασία») του ΚΠΔ και συγκεκριμένα στα αρ. 253 επ. ΚΠΔ. Έτσι, για την καλύτερη κατανόηση και εφαρμογή τους, στο πλαίσιο της παρούσης θα αναλυθούν οι προϋποθέσεις διενέργειας των ερευνών, η έννοια της κατοικίας, οι απαιτούμενες διατυπώσεις διεξαγωγής τους, καθώς και ποια είναι τα αρμόδια όργανα για το σκοπό αυτό. Είναι πολύ σημαντικό, να επισημανθεί ότι οι διατάξεις των αρ. 253 επ. ΚΠΔ που ρυθμίζουν τα των ερευνών, βρίσκονται σε άμεση σχέση και συνάρτηση με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας (αρ. 9 Σ) καθώς επίσης και με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία, εξάλλου, διέπει το σύνολο των ως άνω διατάξεων. Τα όργανα που διεξάγουν την έρευνα οφείλουν να σέβονται και να τηρούν κατά γράμμα τόσο τις δικονομικές όσο και τις συνταγματικές επιταγές, τις σχετικές με τη διεξαγωγή των ερευνών, με αποτέλεσμα να υπόκεινται σε ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, σε περίπτωση που θίγουν τα δικαιώματα του καθ ου η έρευνα. Η κατ οίκον έρευνα, ως ανακριτική πράξη, αποτελεί κατ ουσία μια από τις δυσμενέστερες πράξεις δικονομικού καταναγκασμού, καθώς επιτρέπει, κατ ουσία, την επέμβαση των ανακριτικών οργάνων στην προσωπική σφαίρα της ιδιωτικότητας των πολιτών, εισβάλλοντας κατ αυτόν τον τρόπο στον πυρήνα της προσωπικότητας του ανθρώπου, το οποίο αποτελεί, κατ ουσία, άβατο του κάθε ανθρώπου. 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 1. Ορισμός, σκοπός και διακρίσεις της κατ οίκον έρευνας 1.1. Ορισμός Ο ΚΠΔ ρυθμίζει ρητά δύο είδη ερευνών ήτοι την κατ οίκον έρευνα (αρ. 254 ΚΠΔ επ.) και τη σωματική (αρ. 257 ΚΠΔ). Πέραν των δύο αυτών επίσημων ειδών στην επιστήμη γίνεται λόγος και για ένα τρίτο είδος, αυτό της έρευνας πραγμάτων ή αντικειμένων 1. Συγκεκριμένα, ως έρευνα πραγμάτων ορίζεται η έρευνα που διεξάγεται σε χώρους οι οποίοι δεν αποτελούν κατοικία (π.χ. περίκλειστα οικόπεδα) ή σε άλλα πράγματα (π.χ. κιβώτια, συρτάρια κ.ά.). Καίτοι δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη στον ΚΠΔ για το, εν λόγω, είδος έρευνας, γίνεται δεκτό ότι αυτή επιτρέπεται στο πλαίσιο της γενικής ρύθμισης του αρ. 253 ΚΠΔ 2. Ειδικότερα και αναφορικά με τις κατ οίκον έρευνες οι οποίες αναλύονται στο πλαίσιο της παρούσης εργασίας - με τον όρο κατ οίκον έρευνα νοείται «η ανακριτική πράξη που διενεργείται σε χώρους οι οποίοι προστατεύονται από τις συνταγματικές περί ασύλου της κατοικίας διατάξεις και κατά την οποία αναζητούνται, δια της φυσικής εισόδου και παρουσίας των ενεργούντων της, αντικείμενα ή πρόσωπα, έχοντα σχέση με ορισμένο έγκλημα» 3. 1.2. Σκοπός διενέργειας της έρευνας Όπως προκύπτει από την ανάγνωση της γενικής διάταξης του αρ. 253 ΚΠΔ σκοπός της διενέργειας μιας κατ οίκον έρευνας είναι η υλοποίηση τριών επιμέρους δικονομικών στόχων ήτοι: η βεβαίωση του διαπραχθέντος εγκλήματος, η αποκάλυψη ή σύλληψη των δραστών και τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που 1 Βλ. σχετ. Γ. Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 27 επ.. 2 Βλ. Γ. Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 27 με περαιτέρω παραπομπές. 3 Βλ. Δ. Κολώνια, Η κατ οίκον έρευνα, 2007, σελ. 1, καθώς και ορισμούς, Α. Καρράς, Ποινικό δικονομικό δίκαιο 2011, σελ. 487, Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης 2012, σελ. 297. 9

προκλήθηκε, σκοποί οι οποίοι αποτυπώνονται, εξάλλου, και στη γενικότερη διάταξη του αρ. 239 ΚΠΔ αναφορικά με τους σκοπούς της ανάκρισης. 1.3. Διακρίσεις ερευνών 1.3.1. Διάκριση της κατ οίκον έρευνας βάσει του χρόνου διενέργειάς της Ανάλογα με το χρόνο διενέργειας της η κατ οίκον έρευνα διακρίνεται σε: α) ημερήσια, η οποία πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της ημέρας και συγκεκριμένα από τις 6:00 το πρωί μέχρι και τις 20:00 το βράδυ για το διάστημα από 1 Οκτωβρίου έως και 31 Μαρτίου, και από τις 5:00 το πρωί μέχρι και τις 21:00 το βράδυ για το διάστημα από 1 η Απριλίου έως και 30 Σεπτεμβρίου. β) νυχτερινή, η οποία πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της νύχτας, ήτοι από τις 20:00 το βράδυ μέχρι και τις 6:00 το πρωί για το διάστημα από 1 Οκτωβρίου έως και 31 Μαρτίου και από τις 21:00 το βράδυ μέχρι και τις 5:00 το πρωί για το διάστημα από 1 η Απριλίου έως και 30 Σεπτεμβρίου. Η παραπάνω διάκριση προκύπτει σαφώς από το αρ. 254 ΚΠΔ συνάδει αφενός με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται ρητά στο αρ. 25 παρ. 1 Σ, η οποία, εξάλλου, διαπνέει το σύνολο των διατάξεων για τη διενέργεια των ερευνών, κι αφετέρου με τον ιδιαίτερα επαχθή χαρακτήρα 4 που αποκτά η κατ οίκον έρευνα για τα έννομα αγαθά, όταν διενεργείται κατά τη διάρκεια της νύχτας. 1.3.2. Διάκριση της κατ οίκον έρευνας από την αυτοψία Η αυτοψία είναι εκείνη η ανακριτική πράξη που συνίσταται, κατ ουσία στην άμεση παρατήρηση αντικειμένων από τους ανακρίνοντες. Στο σημείο αυτό, είναι προφανές, ότι τόσο τα αντικείμενα της αυτοψίας όσο και της έρευνας (χώροι, πράγματα, άνθρωποι) μπορεί να είναι τα ίδια. Εντούτοις, ενώ η έρευνα στοχεύει στην αναζήτηση αυθύπαρκτων αντικειμένων, στοιχείων ή προσώπων, η αυτοψία προϋποθέτει ότι τα τελευταία είναι, ήδη, γνωστά προκειμένου να υποβληθούν σε άμεση παρατήρηση και εξαγωγή συμπερασμάτων. Ακόμα, φαίνεται πως οι έρευνες αντιμετωπίζονται από το νομοθέτη ΜΓ, σελ. 346. 4 Πεπόνης Γ., Η κατ οίκον έρευνα εν καιρώ νυκτός προς ανεύρεσιν πειστηρίων, ΠοινΧρ 10

ως επαχθέστερες σε με την αυτοψία δεδομένου ότι οι πρώτες μπορούν να διενεργηθούν μόνο όταν διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα, ενώ η αυτοψία μπορεί να διεξαχθεί ακόμα και στην περίπτωση πταίσματος, ενώ τέλος η μεν αυτοψία μπορεί να διεξάγεται οποιαδήποτε ώρα, η, δε, έρευνα υπόκειται σε περιορισμούς κατά τη διάρκεια της νύχτας. 2. Η νομική έννοια της κατ οίκον έρευνας 2.1. Γενικά Η έρευνα, όπως αυτή αποτυπώνεται στον ΚΠΔ και ειδικότερα η κατ οίκον έρευνα αποτελεί έννοια νομική και το περιεχόμενό της δεν εξαντλείται μόνο στην έννοια της απλής αναζήτησης ορισμένων στοιχείων 5. Έτσι, η γραμματική και μόνο ερμηνεία του όρου δεν είναι ικανή να καλύψει πλήρως το περιεχόμενο της αντίστοιχης νομικής έννοιας, καθώς η έρευνα συναντάται σε πολλές μορφές, χωρίς ταυτόχρονα να ρυθμίζονται όλες στον ΚΠΔ, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις φορολογικές και αστυνομικές έρευνες, οι οποίες διενεργούνται σε χώρους που καλύπτονται από τη συνταγματική προστασία του ασύλου της κατοικίας, ωστόσο δεν διέπονται από τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ, καθώς με αυτές αναζητούνται ορισμένα στοιχεία προς διαπίστωση της τήρησης ή μη του νόμου 6. Η στοιχειοθέτηση της νομικής έννοιας της κατ οίκον έρευνας προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων 7, και ειδικότερα πρέπει: α) να υφίσταται ενέργεια αναζήτησης β) η αναζήτηση να γίνεται σε κατοικία γ) να ενεργείται με τη φυσική είσοδο και την παρουσία των ενεργούντων την έρευνα στην κατοικία δ) ο χαρακτήρας της να είναι δικονομικός ε) ο χαρακτήρας της να είναι επαχθής 2.2. Η ενέργεια αναζήτησης Η αναζήτηση αφορά στην ανεύρεση άγνωστων, ακόμα, στοιχείων, τα οποία είναι χρήσιμα για τη διαλεύκανση μιας υπόθεσης, τα, δε, στοιχεία μπορεί να είναι είτε 5 Δ. Κολώνιας, Η κατ οίκον έρευνα 2007, σελ. 3. 6 Βλ. αναλυτικότερα κεφ. Ι παρ. 6. 7 Δ. Κολώνιας, ό.π., σελ. 4 επ.. 11

αντικείμενα είτε πρόσωπα, η πρόσβαση στα οποία παρεμποδίζεται από την ύπαρξη υλικών εμποδίων ανάμεσα σε αυτά και τον ερευνώντα. Τόσο τα ζητούμενα αντικείμενα όσο και τα πρόσωπα δύνανται να μην είναι επαρκώς προσδιορισμένα ή να αγνοείται και η ίδια η ύπαρξή τους, όταν λ.χ. σε μία οικία, όπου τελέστηκε ανθρωποκτονία, διεξάγεται έρευνα για την ανεύρεση πειστηρίων 8. 2.3. Η αναζήτηση να γίνεται σε κατοικία Απαραίτητο στοιχείο για τη στοιχειοθέτηση της νομικής έννοιας της κατ οίκον έρευνας αποτελεί η ύπαρξη της «κατοικίας», δηλαδή ου υλικού αντικειμένου επί του οποίου επιχειρείται η αναζήτηση χρήσιμων στοιχείων. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τις διατάξεις των αρ. 253 επ. ΚΠΔ, στις οποίες γίνεται διάκριση των ερευνών ανάλογα με το αντικείμενο στο οποίο διενεργούνται 9. Έτσι, κάθε έρευνα που διενεργείται σε χώρους που δεν περιλαμβάνονται στην νομική έννοια του όρους της κατοικίας, διαφοροποιούνται σαφώς από την ανακριτική πράξη της κατ οίκον έρευνας 10. 2.4. Η φυσική είσοδος και η παρουσία των ενεργούντων την έρευνα στην κατοικία Η, κατά τις διατάξεις των αρ. 253 επ. ΚΠΔ, κατ οίκον έρευνα προς ανεύρεση των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων προϋποθέτει τη φυσική είσοδο και παρουσία των διενεργούντων την έρευνα. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται εμμέσως και από τη διάταξη του αρ. 9 παρ. 1 εδ. γ Σ σύμφωνα με την οποία είναι υποχρεωτική η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας, γεγονός που προφανώς παραπέμπει στη φυσική είσοδο και παραμονή του μαζί με τους ενεργούντες την έρευνα. 8 Βλ. Γ. Τριανταφύλλου, Η ρύθμιση και η λειτουργία των ερευνών κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 1993, σελ.28 επ.. 9 Ας σημειωθεί, εν προκειμένω, ότι στις διατάξεις του ΚΠΔ γίνεται λόγος μόνο για δύο είδη ερευνών, τις κατ οίκον και τις σωματικές. Αυτό, βέβαια δε σημαίνει ότι στις σχετικές διατάξεις δεν μπορούν να υπαχθούν και τα υπόλοιπα είδη ερευνών, τα οποία αναγνωρίζονται από την επιστήμη, ήτοι η έρευνα αντικειμένων και η έρευνα άλλων χώρων, πλην της κατοικίας, βλ. Γ. Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 116 επ.. 10 Βλ. κεφ. Ι παρ. 3.1. 12

Αυτού του είδους οι κατ οίκον έρευνες είναι ανακριτικές πράξεις και διακρίνονται σαφώς από τις αποκαλούμενες μυστικές έρευνες 11, οι οποίες διενεργούνται εξ αποστάσεως με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων παρακολούθησης, επιδιώκοντας τη διαπίστωση γεγονότων που εκτυλίσσονται εντός της οικίας 12. Εξάλλου, ο νομοθέτης εκλαμβάνει την κατ οίκον έρευνα ως μια ανακριτική πράξη που ενεργείται φανερά, παρουσία των ενεργούντων αυτήν, εντός της οικίας. Η είσοδος του ανακριτικού υπαλλήλου στην οικία δε συνδέεται απαραίτητα με τη διενέργεια έρευνας, καθώς μπορεί να λαμβάνει χώρα προκειμένου να συλληφθεί κάποιο άτομο που διώκεται νόμιμα (αρ. 254 στ. α ΚΠΔ). Επομένως, του νόμου μη διακρίνοντος πρέπει να γίνει δεκτό ότι και η είσοδος σε κατοικία είναι επιτρεπτή υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις έρευνες. Εξάλλου, η είσοδος αποτελεί μια χρονικά προγενέστερη της έρευνας πράξη, λιγότερο επαχθή, συνεπώς - από το μείζον στο έλασσον θα ήταν νομικά παράδοξο να επιτρέπεται η δικονομικά επαχθής ανακριτική πράξη της έρευνας εντός της οικίας και όχι η είσοδος σε αυτή που αποτελεί προαπαιτούμενο της. 2.5. Ο δικονομικός χαρακτήρας Απαραίτητο στοιχείο προσδιορισμού της νομικής έννοιας της κατ οίκον έρευνας είναι η ένταξή της ως διαδικαστική πράξη - στην ποινική διαδικασία, γεγονός που προκύπτει και από την ίδια τη διάταξη του αρ. 253 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία για το νόμιμο διενέργειας μιας έρευνας απαιτείται να διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα. Είναι πολύ σημαντικό, εν προκειμένω, να υπογραμμιστεί ότι η κατά τον ΚΠΔ κατ οίκον έρευνα αποτελεί διαδικαστική πράξη κατασταλτικού χαρακτήρα και ως εκ τούτου διαφέρει από τις προληπτικού περιεχομένου αντίστοιχες διοικητικές πράξεις. Συνεπώς, αν μια κατ οίκον έρευνα δεν είναι ενταγμένη σε κάποιο από τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, μετά την έναρξη της ποινικής δίωξης, τότε ο 11 Βλ. Δ. Κολώνια, ό.π., σελ 6. 12 Για τη διενέργεια των μυστικών ερευνών πρβλ. και Χρ. Νικολαΐδη, Νομιμότητα έρευνας και άσυλο κατοικίας στις ΗΠΑ: μια πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ΠοινΧρ ΛΗ, σελ. 924 επ. αναφορικά με το πρόβλημα που ανέκυψε στις ΗΠΑ, αν δηλαδή η από αέρος κατόπευση οικίας αποτελεί έρευνα. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο κείμενο, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι αρνητική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ελληνικό δίκαιο. 13

χαρακτήρας της παραμένει διοικητικός, ακόμα κι αν τα αποτελέσματά της φτάνουν μέχρι το χώρο της ποινικής διαδικασίας 13. Αν και δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνει κανείς ανάμεσα σε μια ανακριτική και μία διοικητική έρευνα, εντούτοις σημαντική ένδειξη αποτελεί η ύπαρξη ισχυρού βαθμού υπονοιών αναφορικά με την τέλεση ορισμένου εγκλήματος 14. Συλλήβδην, κάθε έρευνα που διενεργείται μετά την ύπαρξη ισχυρού βαθμού υπονοιών περί της τελέσεως ενός εγκλήματος, με απώτερο σκοπό την εξιχνίασή του, εντάσσεται στον ΚΠΔ (αρ. 253 επ.) και ως εκ τούτου συνιστά ανακριτική πράξη. Αντίθετα, έρευνες που διεξήχθησαν χωρίς προηγουμένως να υπάρχουν υπόνοιες περί της τελέσεως ενός εγκλήματος είναι διοικητικές 15. 2.6. Επαχθής χαρακτήρας Το τελευταίο εννοιολογικό στοιχείο του προσδιορισμού της νομικής έννοιας της κατ οίκον έρευνας είναι ο αδιαμφισβήτητα επαχθής της χαρακτήρας, γεγονός το οποίο προκύπτει και από την ίδια την ένταξή της στο δεύτερο τμήμα του τρίτου βιβλίου του ΚΠΔ (Προδικασία) και φέρει τον τίτλο «Ανακριτικές Πράξεις», όπου προφανώς ο νομοθέτης ενέταξε εκείνες τις ανακριτικές πράξεις που είναι λιγότερο ή περισσότερο επαχθείς, ή οχληρές από τη φύση ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Ειδικότερα, ο επαχθής χαρακτήρας των κατ οίκων ερευνών συνίσταται στην προσβολή του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας (αρ. 9 Σ), από όπου απορρέει τόσο ο άμεσος καταναγκασμός όσο και η υποχρέωση ανοχής του θιγόμενου. Η θέσπιση όλων αυτών των αυστηρών προϋποθέσεων σχετικά με τη διεξαγωγή των ερευνών και ιδίως η απαγόρευση κατ οίκων ερευνών στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, καθώς επίσης και ο περιορισμός των επιτρεπτών περιπτώσεων έρευνας στη διάρκεια της νύχτας, δύναται να εξηγηθεί μόνο από την προφανή ανάγκη προστασίας των ατομικών εννόμων αγαθών του θιγόμενου από την κρατική εξουσία προσώπου. 13 Βλ. Δ. Κολώνια, ό.π., σελ. 8, Γ. Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 45 επ.. 14 Για τις προϋποθέσεις διενέργειας των κατ οίκον ερευνών βλ. αναλυτικότερα κεφ. ΙΙ παρ. 2.1.2. 15 Τέτοιες έρευνες είναι και οι τελωνειακές που ενεργούνται σε όσους εισέρχονται ή εξέρχονται από τα σύνορα, χωρίς να υφίσταται απαραίτητα κάποια υπόνοια περί της τελέσεως κάποιου εγκλήματος. 14

Ο καταναγκαστικός χαρακτήρας της κατ οίκον έρευνας καθιερώνεται έμμεσα και στις διατάξεις των αρ. 252 παρ. 2 και 255 ΚΠΔ, επιβάλλεται από την ίδια τη φύση της και δικαιολογείται με την επίκληση της ανάγκης διαλεύκανσης της υπόθεσης 16. Τέλος, ο επαχθής χαρακτήρας των ερευνών γίνεται κατανοητός ακόμα καλύτερα λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας επιβολής άμεσου καταναγκασμού προς κάμψη τυχόν αντιδράσεων του θιγόμενου προσώπου, καθώς η άσκηση βίας προς υπερνίκηση της προβαλλόμενης αντίστασης αποτελεί αναγκαία υποχρέωση των πολιτών προς ανοχή των νόμιμα διεξαχθέντων ερευνών. 3. Η φύση της κατ οίκον έρευνας 3.1. Η κατ οίκον έρευνα ως ανακριτική πράξη Η διενέργεια της κατ οίκον έρευνας ρυθμίζεται από τις διατάξεις των αρ. 253 επ. ΚΠΔ, τα οποία εμπεριέχονται στο δεύτερο τμήμα του τρίτου βιβλίου του ΚΠΔ που φέρει τον τίτλο «ανακριτικές πράξεις». Συγκεκριμένα οι κατ οίκον έρευνες εντάσσονται στην κατηγορία των γενικών ανακριτικών πράξεων, και διακρίνονται για τον διερευνητικό τους χαρακτήρα 17 καθώς μέσω της διεξαγωγής τους επιδιώκεται η ανεύρεση αποδεικτικών στοιχείων προς βεβαίωση του τελεσθέντος εγκλήματος. Ο χαρακτηρισμός της κατ οίκον έρευνας ως ανακριτική πράξη καίτοι δεν αποσαφηνίζει ξεκάθαρα τη νομική της φύση, συντελεί, ωστόσο, στην ενεργοποίηση και εφαρμογή των γενικών διατάξεων για τις ανακριτικές πράξεις και συγκεκριμένα των αρ. 251 και 252 για τα καθήκοντα και δικαιώματα των ανακρινόντων 18. 3.2. Η κατ οίκον έρευνα ως διαδικαστική πράξη Με τον όρο «δικονομικές» ή «διαδικαστικές» πράξεις νοείται το σύνολο εκείνο των μορφών συμπεριφοράς των προσώπων, που διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην ποινική δίκη και οι οποίες ασκούν μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή στη 16 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινική Δικονομία: Βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης 2003, τ. ΙΙ, σελ. 160. 17 Βλ. σχετ. Ν. Ανδρουλάκη, Τα όρια της ανακριτικής δράσης και η αρχή της αναγκαιότητας, ΠοινΧρ ΚΕ, σελ. 11. 18 Βλ. Γ. Τριανταφύλλου, ό,π, σελ. 82. 15

δημιουργία και στην εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας προς την κατεύθυνση της περάτωσής της 19. Στη θεωρία έχουν διατυπωθεί πολλές διακρίσεις των διαδικαστικών πράξεων, ωστόσο, η κυριότερη διάκριση, που δύναται να οδηγήσει σε πρακτικές συνέπειες, είναι σε διαμορφωτικές και επιδιωκτικές. Διαμορφωτικές διαδικαστικές πράξεις είναι εκείνες που προωθούν άμεσα την ποινική δίκη, διαμορφώνοντας μία νέα δικονομική κατάσταση. Αντίθετα επιδιωκτικές είναι εκείνες που, χωρίς να προωθούν άμεσα τη διαδικασία, επιδιώκουν την πρόκληση κάποιας διαδικαστικής πράξης. Οι κατ οίκον έρευνες ανήκουν την κατηγορία των διαμορφωτικών διαδικαστικών πράξεων, καθώς προωθούν άμεσα την ποινική δίκη, συμβάλλοντας στη βεβαίωση του εγκλήματος, την ανακάλυψη ή σύλληψη των δραστών και την αποκατάσταση της προκληθείσης από το έγκλημα ζημίας. 3.3. Η κατ οίκον έρευνα ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού Ως «μέτρα δικονομικού καταναγκασμού» ή σύμφωνα με άλλη νεότερη άποψη «ποινικές δικονομικές προσβολές ατομικών δικαιωμάτων» 20 νοούνται συγκεκριμένες δικονομικές πράξεις που πλήττουν θεμελιώδη έννομα αγαθά και ελευθερίες, τα οποία λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και ιδίως στην προδικασία και σκοπό έχουν την υλοποίηση των επιμέρους σκοπών της ποινικής διαδικασίας. Κατά τη θεωρία τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: αφενός σε εκείνα που στρέφονται κατά της προσωπικής ελευθερίας κι αφετέρου σε εκείνα που αποσκοπούν στη διερεύνηση των πραγμάτων. Τα πρώτα στοχεύουν πρωτίστως στην εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και την αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων, ενώ τα δεύτερα στη συγκέντρωση και περαιτέρω εξασφάλιση του απαραίτητου αποδεικτικού υλικού 21. Είναι προφανές, ότι η κατ οίκον έρευνα συνιστά μέτρο δικονομικού καταναγκασμού καθώς με τη διενέργειά της στο πλαίσιο της ανάκρισης - πλήττεται 19 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2007, σελ. 323. 20 Βλ. σχετ. Α. Καρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2007, σελ. 6 επ.. 21 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινική Δικονομία: Βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης 2003, τ. ΙΙ, σελ. 158, Η. Αναγνωστόπουλο, Επικίνδυνοι κατηγορούμενοι και προληπτικά μέτρα, ΠοινΧρ ΛΓ, σελ. 769. 16

το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας προκειμένου να συγκεντρωθεί το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό. 3.4. Η κατ οίκον έρευνα ως δικονομική πράξη διπλής λειτουργίας Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού όπως συμβαίνει και με τις κατ οίκον έρευνες είναι η διπλή λειτουργία τους, δηλαδή επενεργούν αφενός στην ποινική δίκη προωθώντας την πραγμάτωση του σκοπού της κι αφετέρου στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αφού πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, συνεπώς έχουν διπλό χαρακτήρα, τόσο δικονομικό όσο και ουσιαστικό και ως εκ τούτου ανήκουν στην κατηγορία των «δικονομικών πράξεων διπλής λειτουργίας» 22. Ειδικότερα, με την κατ οίκον έρευνα, σε δικονομικό επίπεδο, επιδιώκεται η υλοποίηση τριών επιμέρους στόχων, ήτοι η βεβαίωση του εγκλήματος, η ανακάλυψη ή σύλληψη των δραστών καθώς και η αποκατάσταση της προκληθείσης από το έγκλημα ζημίας (αρ. 253 ΚΠΔ), τα οποία περαιτέρω σκοπό έχουν στην αποκατάσταση της έννομης τάξης από το διαπραχθέν έγκλημα. Προσέτι, η κατ οίκον έρευνα επενεργεί και στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου καθώς πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβίασης του οικιακού ασύλου (αρ. 334 ΠΚ). Ωστόσο, η νομότυπη διεξαγωγή της οδηγεί στην άρση του άδικου χαρακτήρα της, κατ εφαρμογή της διάταξης του αρ. 20 ΠΚ, επειδή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος επιβαλλόμενη εκ του νόμου 23, με αποτέλεσμα να υπερισχύει, τελικά, η δικονομική της λειτουργία. 4. H «κατοικία» ως αντικείμενο της κατ οίκον έρευνας 4.1. Η συνταγματική κατοχύρωση του οικιακού ασύλου Η κατοικία, ως άσυλο, ως απαραβίαστος δηλαδή χώρος, είναι πολύ παλιά. Ο «οίκος» και η «εστία» των αρχαίων Ελλήνων καθώς και η domus των Ρωμαίων δεν 22 Βλ. σχετ. Α. Καρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2007, σελ. 7, Θ. Δαλακούρα, Ποινική Δικονομία: Βασικές έννοιες και θεσμοί στην ποινική δίκη 2003, τ. ΙΙ, σελ. 153 επ.. 23 Βλ. σχετ. Α. Καρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 2007, σελ. 7. 17

ήταν απλώς ένας χώρος ιδιωτικής διαβίωσης, αλλά και χώρος λατρείας και ως εκ τούτου απαραβίαστο ιερό καταφύγιο 24. Στην ελληνική έννομη τάξη το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας κατοχυρώνεται ρητά στο αρ. 9 παρ. 1 εδ. α του Συντάγματος του 1975, σύμφωνα με το οποίο «η κατοικία του καθενός είναι άσυλο [ ] καμία έρευνα δε γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όπως νόμος ορίζει και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας». Η διάταξη αυτή είναι ανάλογη αντίστοιχων διατάξεων που ίσχυαν σε προηγούμενα Συντάγματα, με τη διαφορά ότι το Σύνταγμα του 1975 ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την προστασία του οικιακού ασύλου απαιτώντας την αδιάλειπτη και χωρίς εξαιρέσεις παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας. Εκτός από την ελληνική έννομη τάξη το οικιακό άσυλο κατοχυρώνεται και από διεθνείς συμβάσεις. Έτσι, με το αρ. 8 ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και η κατοικία 25. Συγκεκριμένα με την παρ. 2 του αρ. 8 οι δημόσιες αρχές επιτρέπεται να εισέλθουν στην κατοικία μόνο εφόσον αυτό προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο. Την ίδια προστασία απολαμβάνει το οικιακό άσυλο στο αρ. 17 του ΔΣΑΠΔ καθώς επίσης και στο αρ. 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Επομένως, η προβλεπόμενη επέμβαση στην κατοικία είναι θεμιτή μόνο εφόσον ικανοποιεί εκτός από το Σύνταγμα και τις απαιτήσεις των διεθνών κειμένων τα οποία αποτελούν εσωτερικό δίκαιο (αρ. 28 παρ. 1 εδ. α Σ). Ο όρος «οικιακό άσυλο» σημαίνει την απαγόρευση εισόδου ή παραμονής των οργάνων της δημόσιας εξουσίας - και όχι των ιδιωτών - στην κατοικία χωρίς τη γνώση ή παρά τη θέληση του εκάστοτε ενοίκου 26. Στην έννοια της εισόδου υπάγεται και η είσοδος οχημάτων ή αστυνομικών σκύλων στον περίφρακτο χώρο, καθώς και κάθε «φυσική» επέμβαση στον ιδιωτικό χαρακτήρα της κατοικίας 27. Ας σημειωθεί ότι το οικιακό άσυλο παραβιάζεται, επίσης, και όταν τα κρατικά όργανα παρεμποδίζουν τον ένοικο να εισέλθει στην οικία ή τον απομακρύνουν βίαια από αυτήν. Εντούτοις, η παρεμπόδιση εξόδου (κατ οίκον κράτηση, απαγόρευση κυκλοφορίας) συνιστά 24 Βλ. σχετ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά δικαιώματα 2012, σελ. 340. 25 ΓΝΜΔ ΝΣΚ 256/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. 26 Βλ. Δ. Κολώνια, ό.π., σελ. 17. 27 Υπό την έννοια αυτή παραβιάζει το άσυλο της κατοικίας η μυστική εγκατάσταση μικροφώνων, ενώ η παρακολούθηση των συνομιλιών προσβάλλει το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου, πρβλ. και Δ. Κολώνια, ό.π., σελ. 19. 18

περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας ή της ελευθερίας κινήσεως και όχι παραβίαση της οικιακής ασυλίας 28. Η διάταξη του αρ. 9 Σ κατοχυρώνει ένα αμυντικό ατομικό δικαίωμα, παρέχοντας, έτσι, τη δυνατότητα αξίωσης αποχής από κάθε επέμβαση της κρατικής εξουσίας στην κατοικία 29. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το αρ. 9 Σ όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα περισσότερα ατομικά δικαιώματα δεν αναπτύσσει άμεση και καθολική τριτενέργεια 30. Συνεπώς, για επεμβάσεις και προσβολές από άλλους ιδιώτες προστατεύουν οι αστικοί και ποινικοί νόμοι 31. Με το άσυλο της κατοικίας δεν πρέπει να συγχέονται ορισμένες συγγενείς έννοιες 32 όπως: α) η διπλωματική ασυλία που ορίζεται ως το απαραβίαστο της διπλωματικής αποστολής (πρεσβείας) και της κατοικίας του διπλωματικού αντιπροσώπου, αποτελεί προνόμιο του αντιπροσωπευόμενου κράτους και όχι ατομικό δικαίωμα του διπλωμάτη. β) η αστυνομική εξουσία ορισμένων κρατικών οργάνων (π.χ. του ΠτΔ) ή δημοσίων κτηρίων όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, καθώς πρόκειται για αρμοδιότητα και όχι για δικαίωμα γ) η προστασία της ιδιοκτησίας, η οποία αποτελεί, βέβαια, ατομικό δικαίωμα αλλά προστατεύει τον κύριο, δηλαδή τον εμπράγματο δικαιούχο της κατοικίας έναντι προσβολών της κυριότητας του ακινήτου και όχι τον πραγματικό κάτοικο. Η κατοχύρωση του ασύλου της κατοικίας προστατεύει την υπάρχουσα κατοικία και είναι εννοιολογικά άσχετη και λογικά επόμενη της απόκτησης κατοικίας. 4.2. Φορείς και αποδέκτες του δικαιώματος του οικιακού ασύλου Φορέας του ατομικού δικαιώματος του οικιακού ασύλου είναι μόνο τα φυσικά πρόσωπα και συγκεκριμένα ο εκάστοτε ένοικος, δηλαδή κάθε πρόσωπο που διαμένει 28 Βλ. σχετ. Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 344. 29 Βλ. Π. Τσίρης, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας 1994, σελ. 65. 30 Βλ. σχετ. Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 344. 31 Για την τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων βλ. αναλυτικά κεφ. Ι παρ. 4.2. 32 Βλ. σχετ. Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 342. 19

σε αυτή ανεξάρτητα αν είναι και ο ιδιοκτήτης. Στην περίπτωση μιας οικογένειας φορείς του δικαιώματος είναι όλα τα μέλη της 33. Το άσυλο της κατοικίας κατοχυρώνεται για όλα τα φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως ιθαγένειας. Αυτό προκύπτει και από το αρ. 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ σύμφωνα με το οποίο «παν πρόσωπο δικαιούται εις σεβασμόν [ ] της κατοικίας του». Συνεπώς, φορέας του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας είναι ο εκάστοτε ένοικος, ημεδαπός ή αλλοδαπός. Είναι αδιάφορη η νομική σχέση επί τη βάση της οποίας ένα πρόσωπο διαμένει στην κατοικία. Συνεπώς, είναι αδιάφορο αν είναι ιδιοκτήτης, ενοικιαστής, απλός ένοικος, φιλοξενούμενος, ή προκειμένου για επαγγελματικούς χώρους επιχειρηματίας ή υπάλληλος 34. Επίσης, αδιάφορη για την άσκηση του δικαιώματος είναι γενικά και η ηλικία του φορέα, ωστόσο είναι απαραίτητη η πνευματική ικανότητα και υγεία του φορέα 35. Αν και τα ΝΠ δεν μπορούν, κατ αρχάς, να θεωρηθούν φορείς των ατομικών δικαιωμάτων, εντούτοις, το δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας μπορεί να ασκηθεί και συλλογικά. Ανήκει, δε, και σε ημεδαπά και σε αλλοδαπά ΝΠΙΔ, όπως π.χ. ανώνυμες εταιρείες ή αναγνωρισμένα σωματεία, καθώς και σε προσωπικές ενώσεις 33 Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 345. 34 Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα 2006, σελ. 231. Αντίθετα, βλ. και Γ. Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 111, σύμφωνα με τον οποίο σε ό,τι αφορά τους επαγγελματικούς χώρους φορέας του δικαιώματος του οικιακού ασύλου είναι ο φορέας της επιχείρησης ή ο επαγγελματίας, ο οποίος αναπτύσσει την επαγγελματική και επιχειρηματική του δραστηριότητα σε αυτούς. Οι μισθωτοί του επιχειρηματία ή επαγγελματία δεν έχουν παρόμοιο δικαίωμα, έστω κι αν αυτοί εργάζονται στους συγκεκριμένους χώρους, διότι δεν έχουν τη δυνατότητα και το δικαίωμα να αποκλείουν την ελεύθερη πρόσβαση τρίτων σε αυτούς. Αν, ωστόσο, κάποιος εργαζόμενος έχει στη διάθεσή του ένα συγκεκριμένο χώρο δουλειάς, όπως π.χ. εργαστήριο, γραφείο κ.λπ., όπου εργάζεται μόνιμα και όπου δεν υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση άλλων προσώπων πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα του ασύλου ανήκει σε αυτόν. 35 Πρβλ. ωστόσο, εν προκειμένω, και Π. Τσίρη, ό.π., σελ. 62 σύμφωνα με τον οποίο υποκείμενα του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας είναι όλοι οι άνθρωποι, τόσο ενήλικοι όσο και ανήλικοι, εντούτοις, ορισμένη ηλικία είναι απολύτως αναγκαία για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και επομένως του ασύλου της κατοικίας και αυτή είναι η συμπλήρωση του δέκατου έτους της ηλικίας του ανηλίκου, με τη συμπλήρωση της οποίας ο ανήλικος αποκτά περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα προς δικαιοπραξία και αστική ευθύνη (αρ. 128-129 και 917 ΑΚ). 20

χωρίς νομική προσωπικότητα, π.χ. ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν σωματείο και εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα 36. Αποδέκτες του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας είναι όλοι οι φορείς της δημόσιας εξουσίας, ήτοι το Κράτος με το σύνολο των εξουσιών του νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική και τα άλλα ΝΠΔΔ, ανεξάρτητα από τους νομικούς τύπους δράσης τους., ενώ τέλος δεσμεύει και τα ΝΠΙΔ και ιδίως τις επιχειρήσεις αποκλειστικός ή κύριος μέτοχος των οποίων είναι το Κράτος 37. Το άσυλο της κατοικίας αποτελεί ένα αμυντικό ατομικό δικαίωμα έναντι του Κράτους και τους, εν γένει, φορείς της δημόσιας εξουσίας, ως εκ τούτου δεν αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια. Εντούτοις, υποστηρίζεται 38 ότι όπως συμβαίνει κατά την κρατούσα άποψη με τα ατομικά δικαιώματα - το δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας αναπτύσσει έμμεση τριτενέργεια, γεγονός που σημαίνει ότι το Κράτος είναι υποχρεωμένο να προστατεύει και οι σχετικοί νόμοι να ερμηνεύονται υπό το φως της συνταγματικής κατοχύρωσης του οικιακού ασύλου. Σε κάθε περίπτωση, δε, η προστασία της κατοικίας από επεμβάσεις ιδιωτών είναι, κατ αρχάς, άσχετη με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη έννοια του οικιακού ασύλου, ενώ αντίθετα προστατεύεται από τις διατάξεις τόσο του αστικού κώδικα περί προστασίας του κυρίου, νομέα και κατόχου, όσο και από τις διατάξεις του ποινικού κώδικα περί προστασίας της οικιακής ειρήνης και της ιδιοκτησίας 39. 4.3. Οι περιορισμοί του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας Το αρ. 9 Σ προστατεύει το άσυλο της κατοικίας χωρίς να το αναγορεύει ταυτόχρονα και άσυλο της παρανομίας και ως εκ τούτου δεν μπορεί κανείς να το επικαλεστεί για να συνεχίσει την παράνομη δράση του, καθώς «άσυλο της κατοικίας δε σημαίνει και άσυλο της παρανομίας» 40. Ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να αντιτάξει το άσυλο της κατοικίας στις επεμβάσεις που είναι αναγκαίες όπως π.χ. στην 36 Βλ. Π. Τσίρη, ό.π., σελ. 63 με περαιτέρω παραπομπές όπου γίνεται μνεία ότι τα ΝΠ στη Γερμανία αναγνωρίζονται ως φορείς των θεμελιωδών δικαιωμάτων με ρητή διάταξη του αρ. 19 παρ. 3 του Θεμελιώδους Νόμου. 37 Βλ. Π. Τσίρη, ό.π., σελ. 64. 38 Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 344 παρ. 516. 39 Βλ. Π. Τσίρη, ό.π., σελ. 64. 40 Π.Δ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 346 παρ. 520. 21

αποτροπή κάποιου δημόσιου κινδύνου π.χ. πυρκαγιάς, πλημμύρας ή γενικά κινδύνου ζωής. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω λεχθέντα είναι προφανές ότι το άσυλο της κατοικίας υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, με αποτέλεσμα να κατοχυρώνεται, εν τέλει, ένα συνταγματικά σχετικό δικαίωμα. Η διενέργεια της κατ οίκον έρευνας αποτελεί έναν από τους βασικότερους περιορισμούς του οικιακού ασύλου. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 9 Σ «καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος 41 ορίζει και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας», παραπέμποντας κατ ουσία στις προϋποθέσεις διενέργειας των ερευνών αρ. 253 επ. ΚΠΔ, όπως αυτές αναλύονται παρακάτω. 4.4. Η έννοια του όρου της κατοικίας Τόσο στο Σύνταγμα όσο και στους νόμους δεν υφίσταται ορισμός της κατοικίας. Ωστόσο, παγίως νομολογιακά η κατοικία εκλαμβάνεται ως μια πραγματική κατάσταση 42 και ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο της κύριας κατοικίας και μόνιμης εγκατάστασης του προσώπου, αλλά ούτε και ταυτίζεται με την έννοια της «στέγης» κατά τη διάταξη της παρ. 4 του αρ. 21 Σ. Έτσι, ως κατοικία ορίζεται «[ ] ο φυσικός, ιδιωτικός χώρος τον οποίο κάθε άνθρωπος έχει ορίσει γενικά ως, μη προσιτό σε τρίτους, χώρο διαβίωσης και εργασίας του, και στον οποίο η είσοδος είναι επιτρεπτή μόνο κατόπιν συναινέσεώς του. Δεν προστατεύεται συνεπώς η κατοικία καθεαυτή, αλλά ένας συγκεκριμένος χώρος που ανεμπόδιστα το άτομο αναπτύσσει την προσωπικότητά του. Επομένως, κατοικία, κατά τα αρ. 9 του Συντάγματος, θεωρείται κάθε κατάλυμα, κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαβίωση μόνιμη ή προσωρινή, για διαμονή ή ακόμα για εργασία και δεν είναι προσιτός σε όλους, στην έννοια, δε, αυτής εμπίπτει τόσο η αμιγής όσο και η μικτή 41 Ας σημειωθεί, επίσης, ότι κατ οίκον έρευνες επιτρέπει και ο ΚΠολΔ στο αρ. 929 παρ. 1, καθώς και ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων στο αρ. 11 παρ. 1, εφόσον και στις δύο αυτές περιπτώσεις το απαιτεί «ο σκοπός αναγκαστικής εκτέλεσης». Κατ οίκον έρευνα τηρουμένης της διάταξης του αρ. 9 Σ επιτρέπει και ο Ν. 3959/2011 περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στο αρ. 39 παρ. 1 στοιχ. δ, ο οποίος κατήργησε το αρ. 26 παρ. 1 στοιχ. γ του Ν. 703/1977 περί μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού. 42 ΓΝΜΔ ΝΣΚ 256/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. 22

κατοικία, τουτέστιν χρησιμοποιούμενη και ως έδρα επαγγελματικής δραστηριότητας [ ]» 43. Ο χώρος αυτός δεν είναι απαραίτητο να είναι οικοδομημένος, περιστοιχισμένος ή στεγασμένος. Αρκεί να είναι περιφραγμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην είναι ελευθέρως προσιτός σε άλλα άτομα. Έτσι, ως κατοικία εκλαμβάνεται ο κήπος και η αυλή αρκεί να είναι περίκλειστοι, το δωμάτιο του ξενοδοχείου, η καλύβα, η σκηνή, η καμπίνα του πλοίου και η λέμβος, εφόσον κατοικούνται και δεν είναι προσιτά σε όλους 44. Συνοψίζοντας, στην ευρύτερη έννοια της κατοικίας υπάγονται: α) η οικία είτε πρόκειται για διαμέρισμα είτε για μονοκατοικία, μαζί με τους κύριους χώρους (υπνοδωμάτιο, τραπεζαρία, καθιστικό), τους δευτερεύοντες (διάδρομος, κλιμακοστάσιο, βεράντα, γκαράζ, υπόγειο), αλλά και τους περιφραγμένους (κήπος, αυλή, πισίνα) όπου το άτομο διαμένει μόνιμα ή προσωρινά. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται ακόμα πρόχειρα στεγάσματα, παράγκες και σκηνές 45. β) κάθε άλλη οικία που τυχόν διαθέτει (δεύτερη, τρίτη κ.λπ.) γ) οι χώροι προσωρινής διαμονής, όπως δωμάτια ξενοδοχείο, νοσοκομείου, καμπίνα πλοίου ή αμαξοστοιχίας, τροχόσπιτο, σκηνή κ.ά. 43 ΓΝΜΔ ΝΣΚ 256/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΕισΑΠ 6/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ. Βλ. και ΓνωμΕισΠλημΑθ 8/1977, ΠοινΧρ ΚΖ, σελ. 392 η οποία αν και επαναλαμβάνει ότι στην έννοια της κατοικίας «[..] περιλαμβάνεται γενικώς και ο χώρος ή ο τόπος εργασίας και επαγγελματικής απασχολήσεως, ο περιφραγμένος ή κλειστός και μη αμέσως προσιτός εις πάντας [ ]» εντούτοις έκρινε ότι «[ ] ειδικώς ο χώρος εργασίας εις τας συγχρόνους βιομηχανικάς μονάδας δεν δύναται να συμπεριληφθεί εις τον ανωτέρω κανόνα και να θεωρηθεί ως κατοικία ούτε των εργοδοτών ούτε των εργαζομένων. Διότι και το μέγεθος του χώρου με την συνήθως ομοιόμορφον και στερεότυπον αρχιτεκτονικήν διαρρύθμισιν και το πολυάριθμο των εργαζομένων ανθρώπων, καθιστούν τον χώρον τούτον ξένον προς εκάστου (εργοδότου ή εργάτου) τον προσωπικόν βίον τον οποίον προστατεύει το οικιακόν άσυλον [ ]» ΓνωμΕισΕφΑθ 6236/1969, ΠοινΧρ 1969, σελ. 252 επ., και Αδαμ. Χ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία: θεωρία- πράξη νομολογία 2012, σελ. 272 παρ. 359, Δ. Βαρελά, Ποινική Δικονομία 1983, σελ. 92, Αδαμ. Παπαδαμάκης. Εφαρμογές Ποινικής Δικονομίας: μελέτες, γνωμοδοτήσεις, σχόλια στη νομολογία 2006, σελ. 43, Ν. Ανδρουλάκης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας: νομολογία κατ άρθρο 2015, σελ. 329. 44 Βλ. Κ. Βουγιούκα, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον: ειδικόν μέρος, τ. ΙΙ, σελ. 23 υποσημ. 5, ΓνωμΕισΠρωτΚατερ 1/1978, ΠοινΧρ 1980, σελ. 602 επ.. 45 ΓνωμΕισΠρωτΘεσ 4/1990, Υπερ. 1991, σελ. 93. 23

δ) οι επαγγελματικοί και εργασιακοί χώροι 46 όπως ιατρεία, δικηγορικά γραφεία, εργοστάσια, εργαστήρια, καφετέριες, κέντρα διασκέδασης, καφενεία κ.ά. αρκεί να συντρέχει η βασική προϋπόθεση του αποκλεισμού της ελεύθερης πρόσβασης στο κοινό ε) τα οχήματα για τα οποία, εξάλλου, υφίσταται έντονος προβληματισμός σχετικά με την προστασία τους 47. στ) τα καταστήματα και οι χώροι διασκέδασης, όπως π.χ. καφενεία, θέατρα, κινηματογράφοι, λέσχες κ.λπ. μετά το κλείσιμό τους λόγω παρέλευσης των ωρών λειτουργίας τους και τη διακοπή των συναλλαγών, οπότε παύουν να είναι δημόσιοι και καθίστανται ιδιωτικοί εξομοιούμενοι με κατοικία 48. 4.4.1. Επαγγελματικοί χώροι Επειδή η εργασία αποτελεί, αναμφισβήτητα, θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικότητας, κάθε άνθρωπος όταν εργάζεται πρέπει να αισθάνεται προστατευμένος από τυχόν επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας. Συνεπώς, γίνεται δεκτό ότι στη συνταγματική και καθ όλα διευρυμένη έννοια της «κατοικίας» υπάγονται και οι επαγγελματικοί χώροι 49. Το ίδιο δέχεται και το ΕΔΔΑ 50 το οποίο έκρινε ότι οι χώροι όπου διεξάγονται επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες περιλαμβάνονται στην έννοια της κατ αρ. 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ κατοικίας, επειδή η ratio της εν λόγω διάταξης περιλαμβάνει γενικά την προστασία του ατόμου απέναντι σε αυθαίρετες επεμβάσεις των δημοσίων αρχών. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση υπαγωγής των χώρων αυτών στην έννοια της κατοικίας αποτελεί ο αποκλεισμός της ελεύθερης πρόσβασης στο κοινό 51, ο οποίος 46 Βλ. κεφ. Ι παρ. 4.4.1. 47 Για τα οχήματα βλ. αναλυτικά κεφ. Ι παρ. 4.4.2. 48 ΓνωμΕισΑΠ 12/1963, ΠοινΧρ 1963, σελ. 375 επ.. 49 ΓΝΜΔ ΝΣΚ 256/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΓνωμΕισΠλημΑθ 8/1977, ΠοινΧρ ΚΖ, σελ. 392. 50 ΕΔΔΑ Buck κατά Γερμανίας, 28-4-2005, αριθ. προσφ. 41604/1998, ΕΔΔΑ Niemietz κατά Γερμανίας, 16-12-1992, αριθ. προσφ. 13710/1988, ΕΔΔΑ Petri Sallinen and others κατά Φιλανδία, 27-9-2005, αριθ. προσφ. 50882/1999, σύμφωνα με την οποία η επαγγελματική κατοικία περιλαμβάνεται στην έννοια του οικιακού ασύλου και ως εκ τούτου προστατεύεται από το αρ. 8 ΕΣΔΑ. Αυτό που πρέπει να ελέγχεται, ωστόσο, είναι το κατά πόσο οι έρευνες στους επαγγελματικούς χώρους γίνονται σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. 51 Βλ. Π. Τσίρη, ό.π., σελ. 75. 24

υφίσταται de facto για όσο χρόνο οι χώροι αυτοί δε λειτουργούν. Αντίθετα, όταν οι χώροι αυτοί είναι ανοιχτοί στο κοινό κατά την εν γένει λειτουργία τους εξομοιώνονται με δημόσιους χώρους 52 στους οποίους έχει πρόσβαση οποιοσδήποτε, χωρίς περιορισμό, και ως εκ τούτου δεν θεωρούνται «κατοικία», με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η πρόσβαση και έρευνα στα όργανα της δημόσιας εξουσίας, αποκλειστικά και μόνο στους χώρους που είναι ελεύθερα προσβάσιμοι στο κοινό 53. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη in concreto τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά προκειμένου να κριθεί πότε ένας χώρος είναι προσιτός ή όχι στο κοινό αλλά και σε ποια έκταση. Έτσι, π.χ. ένα ιατρείο που λειτουργεί με τη μέθοδο των προσυνεννοημένων ραντεβού δεν αποτελεί χώρο προσιτό σε όλους, αλλά μόνο στα άτομα με τα οποία υφίσταται συνεννόηση και συνεπώς τα όργανα δημόσιας εξουσίας δεν έχουν δικαίωμα εισόδου και έρευνας σε αυτούς 54. Αντίθετα, υφίσταται ευχέρεια εισόδου και έρευνας σε χώρους διασκέδασης, όπως π.χ. ενός κέντρου διασκέδασης ακόμα και με την προϋπόθεση επιβολής εισιτηρίου 55. Στους επαγγελματικούς χώρους εντάσσονται και συνεπώς προστατεύονται από το οικιακό άσυλο και οι χώροι των ιδιωτικών σχολείων 56. Αμφισβήτηση υπάρχει όσον αφορά τις βιομηχανικές μονάδες, όπου υφίσταται συνύπαρξη πολλών εργατών στον ίδιο τόπο, με αποτέλεσμα να έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το αν αυτές υπάγονται στην έννοια της κατοικίας 52 Βλ. και αρ. 100 παρ. 4 στ. ε ΠΔ 141/1991, σύμφωνα με το οποίο είναι δημόσιοι χώροι «[ ] τα καταστήματα εξυπηρέτησης του κοινού κατά το χρόνο λειτουργίας τους [ ]. 53 Έτσι, δεν είναι προσιτοί στο κοινό και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η έρευνα σε χώρους όπως: το γραφείο του επιχειρηματία, η κουζίνα, ο εσωτερικός χώρος περικλεισμένου μπαρ κ.ά. 54 Βλ. Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα 2002, σελ. 231. 55 Βλ. Δ. Κολώνια, ό.π., σελ. 28. 56 ΜονΠλημΠειρ 3444/1982, ΠοινΧρ ΛΓ, σελ. 190. 25

ή όχι 57. Ωστόσο, κατά την κρατούσα άποψη οι βιομηχανικές μονάδες αποτελούν κατοικία και ως εκ τούτου καλύπτονται από την προστασία του αρ. 9 Σ 58. Ας σημειωθεί, ακόμα, ότι στους επαγγελματικούς και εργασιακούς χώρους διεξάγονται έρευνες για τον έλεγχο τήρησης του νόμου. Πρόκειται για ελέγχους και επιθεωρήσεις που συνεπάγονται την υποχρεωτική για τον ένοικο είσοδο σε κατοικία με σκοπό διεξαγωγής υγειονομικής, εργατικής, οικονομικής επαγγελματικής και φορολογικής εποπτείας 59. 4.4.1.1. Διενέργεια έρευνας σε δικηγορικά γραφεία ειδικότερα Ειδικότερα, τα δικηγορικά γραφεία αποτελούν άσυλο και προστατεύονται από το αρ. 9 Σ στο μέτρο που αυτά εκλαμβάνονται ως κατοικία του δικηγόρου, δηλ. κατά τις ώρες και μέρες που δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κανένα 60. Εκτός, λοιπόν, από τα βράδια, τις μεσημβρινές ώρες και τις αργίες, τον υπόλοιπο καιρό που η είσοδος επιτρέπεται σε οποιονδήποτε έχει ανάγκη δικηγορικής συμβουλής, το δικηγορικό γραφείο δε θεωρείται άσυλο κατά την έννοια του αρ. 9 Σ. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δε σημαίνει άνευ ετέρου ότι τα δικηγορικά γραφεία υπάγονται στις κοινές περί έρευνας διατάξεις των αρ. 253 επ. ΚΠΔ. Εν αντιθέσει, το αρ. 39 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 61 «Κώδικας δικηγόρων» ορίζει ότι «Απαγορεύεται η διεξαγωγή έρευνας για την αναζήτηση εγγράφων ή άλλων στοιχείων ή των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης αυτών, καθώς και η κατάσχεση αυτών, για όσο χρόνο βρίσκονται στην κατοχή του δικηγόρου για υπόθεση που αυτός χειρίζεται [...]». Είναι προφανές ότι με το αρ. 39 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 καθιερώνεται μια απόλυτη απαγόρευση έρευνας στο δικηγορικό γραφείο, εφόσον ο δικηγόρος είναι 57 ΓνωμΕισΠλημΑθ 8/1977, ΠοινΧρ ΚΖ, σελ. 392, κατά την οποία υποστηρίζεται ότι οι χώροι αυτοί δεν αποτελούν κατοικία, καθόσον η συνύπαρξη πολλών εργατών στον ίδιο τόπο αίρει την απαραίτητη προϋπόθεση του «οικιακού χώρου» για την ύπαρξη κατοικίας. Ωστόσο, βλ. και Γ. Τριανταφύλλου, ό.π., σελ. 101, όπου υποστηρίζεται, αντιθέτως, ότι και οι χώροι αυτοί αποτελούν κατοικία, λόγω του ότι με την κοινή συμβίωση σε κοινό χώρο μιας ομάδας ατόμων, δεν παύει η ιδιωτική ζωή καθενός εκάστου, εφόσον ο χώρος αυτός δεν είναι προσιτός σε άλλα άτομα. 58 Βλ. Α. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα: ατομικές ελευθερίες 1982, σελ. 225. 59 Αναλυτικά για τη φύση καθώς και τις προϋποθέσεις διεξαγωγής των εν λόγω ερευνών βλ. κεφ. Ι παρ. 6. 60 Βλ. Κ. Μακρίδου, Το δικηγορικό απόρρητο 1989, σελ 142. 61 Ο Ν. 4194/2013 κατήργησε τον προγενέστερο ΝΔ 3026/1954 «περί κώδικα Δικηγόρων». 26

πληρεξούσιος ή συνήγορος του κατηγορουμένου 62. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η έντονη διαφοροποίηση ως προς τα δικηγορικά γραφεία - που επιβάλλεται από την υποχρέωση εχεμύθειας του δικηγόρου δε θα πρέπει να οδηγήσει στην αυστηρά αντίθετη θέση μιας απόλυτης και υπό οποιοσδήποτε συνθήκες απαγόρευσης έρευνας στα δικηγορικά γραφεία, καθώς μια τέτοια παραδοχή θα τα εξομοίωνε με «ιερό άσυλο» όπως γινόταν παλαιότερα δεκτό στο γαλλικό δίκαιο, άποψη που σύντομα εγκαταλείφθηκε 63. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να κατανοηθεί ότι η παρέκκλιση από τις κοινές διατάξεις διεξαγωγής ερευνών (αρ. 253 επ. ΚΠΔ) επιβάλλεται μόνο στο μέτρο που πρέπει να προστατευτεί το δικηγορικό απόρρητο 64. Συνεπώς, η προστασία του δικηγόρου αίρεται στις περιπτώσεις που ο τελευταίος ενεργεί ως φίλος και όχι ως πληρεξούσιος, όσο και όταν ο κατηγορούμενος είναι ο ίδιος ο δικηγόρος και όχι ο πελάτης 65. Εννοείται πως το δικηγορικό γραφείο δεν επιτρέπεται να μετατραπεί σε «καταφύγιο παράνομων δοσοληψιών» 66 του πελάτη, ο οποίος θα μπορούσε να μεταφέρει εκεί παράνομα έγγραφα ή ακόμα και το υλικό του εγκλήματος. Συνοψίζοντας, τότε μόνο επιτρέπεται η έρευνα στο δικηγορικό γραφείο, κατ αρ. 253 επ. ΚΠΔ όταν ο δικηγόρος δεν παρεμβαίνει με την επαγγελματική του ιδιότητα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι έρευνες απαγορεύονται απολύτως. Την παγιωμένη αυτή θέση αμφισβήτησε προσφάτως η υπ αριθ. ΣυμβΠλημΑθ 1966/2014 67. Ειδικότερα το ΣυμβΠλημΑθ με την ανωτέρω απόφασή 62 Βλ. Α. Κωνσταντινίδη, Έρευνες και κατασχέσεις σε δικηγορικά γραφεία, ΠοινΧρ ΜΕ, σελ. 865 επ.., Κ. Βουγιούκα, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον: ειδικόν μέρος, τ. ΙΙ, σελ. 25 και ΔιατΕισΕφΑθ 434/1978, ΠοινΧρ ΚΗ, σελ. 650, με την οποία κρίθηκε ότι επιτρέπεται η κατ οίκον έρευνα στην οικία ή το γραφείο του συνηγόρου που ήτο πληρεξούσιος του κατηγορουμένου, μετά την αμετάκλητη καταδίκη του τελευταίου, ο οποίος απέδρασε από τη φυλακή και ΕΔΔΑ Wieser and Bicos Beteiligiungen GmbH κατά Αυστρίας, 16-10-2007, ΠοινΛογ 4/2008, σελ.987 επ. 63 Πρβλ. Κ. Μακρίδου, Το δικηγορικό απόρρητο 1989, σελ 143 με περαιτέρω παραπομπές. 64 Βλ. εν προκειμένω Αρ. Κατσαούνη, Εισήγηση προς το ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Θες/κης, Αρμ. 1961, σελ. 408, σύμφωνα με τον οποίο σε αντίθεση με τις έρευνες, η ανακριτική πράξη της αυτοψίας δεν υπάγεται στην εν λόγω απαγόρευση. 65 Βλ. εν προκειμένω Αρ. Κατσαούνη, ό.π., σελ. 410, σύμφωνα με τον οποίο η απλ κ δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ότι θεωρεί τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου συνεργό, δεν προσδίδει σε αυτόν την ιδιότητα του κατηγορουμένου. 66 Βλ. σχετ. Κ. Μακρίδου, Το δικηγορικό απόρρητο 1989, σελ 144 επ.. 67 ΠοινΔικ 11/2014, σελ. 925. 27