ΜΑΘΗΜΑ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Γεώργιος Κ. Πατρίκιος, Δικηγόρος, Μ.Δ.Ε., Υπ. Δ.Ν Οι κοινές πολιτικές στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης : Οικονομική και Νομισματική Πολιτική, Εξωτερική και Πολιτική Ασφαλείας, Αγροτική Πολιτική, κ.α. Η ΚΟΙΝΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Η κοινή εμπορική πολιτική συνιστά ένα από τα κύρια εργαλεία των εξωτερικών σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας (άρθρο 133 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας). Εξισορροπεί τη θέσπιση τελωνειακής ένωσης μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης. Η κοινή εμπορική πολιτική συνεπάγεται ενιαία διαχείριση των εμπορικών σχέσεων με τις τρίτες χώρες, ιδίως μέσω ενός κοινού δασμολογίου και κοινών καθεστώτων για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. - 1 -
Η Κοινότητα υποστηρίζει την κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές και των τελωνειακών φραγμών. Τα μέσα που διαθέτει για την προστασία της κοινοτικής αγοράς περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ και μέτρων κατά των επιδοτήσεων, τον κανονισμό για τους εμπορικούς φραγμούς και τα μέτρα διασφάλισης. Η Επιτροπή διαπραγματεύεται και συνάπτει διεθνείς συμφωνίες εξ ονόματος της Κοινότητας στο πλαίσιο των διμερών και πολυμερών σχέσεών της. Συμμετέχει ενεργά στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει το ελεύθερο εμπόριο που είναι αρμονικό και ευνοεί τα συμφέροντα του συνόλου των διεθνών συντελεστών, ιδίως των χωρών που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Με την έννοια αυτή, τα γενικά και ειδικά προτιμησιακά μέτρα υπέρ των χωρών που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση αποτελούν σημαντική πτυχή της κοινής εμπορικής πολιτικής. Σημαντικό ρόλο στα πλαίσια της κοινής εμπορικής πολιτικής αποτελεί η Τελωνειακή Ένωση, η οποία στοιχειοθετεί το βασικό στοιχείο της κοινής αγοράς. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η δημιουργία της αποτέλεσε τον πρωταρχικό στόχο και διήρκεσε έως το 1968. Τα σημαντικότερα μέτρα περιελάμβαναν: Την κατάργηση όλων των δασμών και περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών τη δημιουργία κοινού δασμολογίου (ΚΔ), που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στα εμπορεύματα προέλευσης τρίτων χωρών (τα έσοδα που προκύπτουν ανήκουν στους ιδίους πόρους της Κοινότητας) την κοινή εμπορική πολιτική ως εξωτερική πτυχή της τελωνειακής ένωσης (η Κοινότητα μιλά με μία μόνο φωνή σε διεθνές επίπεδο). Θεσπίστηκαν κοινές διαδικασίες και κανόνες, καθώς και ένα ενιαίο διοικητικό έγγραφο (ΕΔΕ), σκοπός του οποίου ήταν να αντικαταστήσει τα διάφορα έγγραφα που χρησιμοποιούνταν έως τότε. Με την έναρξη ισχύος της ενιαίας αγοράς το 1993, όλοι οι τακτικοί έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα καταργήθηκαν, καθώς και οι τελωνειακές - 2 -
διατυπώσεις. Συνεπώς, οι υπηρεσίες των τελωνείων των κρατών μελών έπαψαν να έχουν αρμοδιότητα για την είσπραξη των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ, και για τη συλλογή των στατιστικών στοιχείων. Η Κοινότητα συνήψε ειδικές συμφωνίες, όπως για παράδειγμα ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΟΧ), για να διευκολύνει τις οικονομικές συναλλαγές, και όπως η Σύμβαση της Λομέ, που υπεγράφη με τις χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (ΑΚΕ), για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη παρέχοντας προτιμησιακή πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές. Οι προκλήσεις για το μέλλον είναι η προώθηση στενότερης συνεργασίας μεταξύ των εθνικών διοικήσεων και η καταπολέμηση της απάτης, χάρη στα διαδοχικά προγράμματα Τελωνεία 2002 και Τελωνεία 2007. Μία από τις προτεραιότητες του προγράμματος τελωνεία 2007 είναι να συνεχίσει να βοηθάει τα νέα κράτη μέλη να προσαρμόσουν τα συστήματα τους έτσι ώστε να χειριστούν την ελεύθερη ανταλλαγή και να πραγματοποιήσει τελωνειακούς ελέγχους στα νέα εξωτερικά σύνορα της ευρωπαϊκής Ένωσης. - 3 -
Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε. Ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών μειώνει τις τιμές, βελτιώνει την ποιότητα και διευρύνει τις δυνατότητες επιλογής για τους καταναλωτές. Ο ανταγωνισμός δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της τεχνολογικής καινοτομίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαθέτει ευρείες εξουσίες προκειμένου να διασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις τηρούν τους κανόνες της ΕΕ περί θεμιτού ανταγωνισμού. Αλλά η εφαρμογή των κανόνων αυτών πρέπει να εξυπηρετεί σημαντικούς τομείς, όπως, η καινοτομία, τα ενοποιημένα πρότυπα, ή η ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, οι επιχειρήσεις παρανομούν όταν καθορίζουν τιμές ή κατανέμουν τις αγορές μεταξύ τους. Οι επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση σε μία συγκεκριμένη αγορά απαγορεύεται να χρησιμοποιούν καταχρηστικά τη θέση τους αυτή για να συνθλίψουν τους ανταγωνιστές τους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν επιτρέπεται να προβαίνουν σε συγχωνεύσεις που θα τις βοηθήσουν να ελέγχουν την αγορά, αν και στην πράξη ο κανόνας αυτός αποτρέπει πολύ λίγες συγχωνεύσεις. Οι μεγάλες εταιρείες που σχεδιάζουν συγχωνεύσεις χρειάζονται την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανεξάρτητα από το πού εδρεύουν, δεδομένου ότι το κριτήριο είναι ο όγκος των συναλλαγών που πραγματοποιούν στο εσωτερικό της ΕΕ. Η Επιτροπή μπορεί να δώσει την έγκρισή της, υπό ορισμένες συνθήκες, σε μία εταιρεία που διατηρεί μονοπώλιο για παράδειγμα, όταν πρόκειται για επιχειρήσεις με ιδιαίτερα ακριβές υποδομές (φυσικά μονοπώλια) ή όταν απαιτείται η διασφάλιση υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, οι μονοπωλιακές εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι μεταχειρίζονται δίκαια τις άλλες εταιρείες. Τα φυσικά μονοπώλια πρέπει να θέτουν τις υποδομές τους στη διάθεση όλων των χρηστών. Τα κέρδη από την παροχή υπηρεσίας δημοσίου συμφέροντος δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για την επιδότηση εμπορικών πράξεων, η οποία ενδεχομένως θα οδηγούσε σε διαμόρφωση τιμών χαμηλότερων από αυτές των ανταγωνιστών. Οι μεγάλες εταιρείες, κατά τις συναλλαγές τους με μικρότερες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να εκμεταλλεύονται την διαπραγματευτική τους ισχύ για να επιβάλουν - 4 -
όρους που θα παρεμπόδιζαν τους προμηθευτές ή τους πελάτες τους να συναλλάσσονται με ανταγωνιστές τους. Η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές, και όντως το κάνει. Οι έρευνες που διενεργεί σε θέματα ανταγωνισμού δεν περιορίζονται στα εμπορεύματα αλλά καλύπτουν και τα ελεύθερα επαγγέλματα και τις υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως η λιανική τραπεζική και οι πιστωτικές κάρτες. Παράλληλα, η Επιτροπή παρακολουθεί στενά τη βοήθεια που χορηγούν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών σε επιχειρήσεις τους (κρατικές ενισχύσεις). Οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές δάνεια και επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις, παροχή αγαθών και υπηρεσιών σε προτιμησιακές τιμές, ή κρατικές εγγυήσεις που βελτιώνουν την πιστοληπτική ικανότητα μιας επιχείρησης έναντι των ανταγωνιστών της. Καμία κρατική ενίσχυση, υπό οποιαδήποτε μορφή, δεν επιτρέπεται σε προβληματικές επιχειρήσεις που δεν έχουν καμία πιθανότητα να καταστούν οικονομικά βιώσιμες. Ωστόσο, ο γενικός αυτός κανόνας έχει μερικές εξαιρέσεις. Η Επιτροπή μπορεί να επιτρέψει σε επιχειρήσεις να συνεργάζονται για την ανάπτυξη ενιαίων τεχνικών προτύπων για όλη την αγορά. Η χορήγηση ενίσχυσης σε μικρότερες επιχειρήσεις επιτρέπεται, υπό τον όρο ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Κρατική ενίσχυση επιτρέπεται να χορηγηθεί εφόσον υπάρχουν πραγματικές πιθανότητες για μια προβληματική, ή νέα επιχείρηση, να καταστούν κερδοφόρες και υπό τον όρο ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης (π.χ., διατήρηση ή δημιουργία θέσεων εργασίας). Αυτό που έχει βαρύνουσα σημασία είναι το κατά πόσο θα ωφεληθούν οι καταναλωτές ή θα ζημιωθούν άλλες επιχειρήσεις. Οι ενισχύσεις για την έρευνα και την καινοτομία, την περιφερειακή ανάπτυξη ή τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συνήθως επιτρέπονται, υπό τον όρο ότι εξυπηρετούν γενικότερους στόχους της ΕΕ. Τα πρακτικά οφέλη - 5 -
Μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις ανταγωνισμού για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι η υπόθεση του αμερικανικού γίγαντα της πληροφορικής, την εταιρεία Μάικροσοφτ. Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στην εν λόγω εταιρεία για την πρακτική της να συνδυάζει διάφορους τύπους λογισμικού σε ενιαίο πακέτο. Αποφασίστηκε ότι η συμπεριφορά της Μάικροσοφτ ήταν άδικη για τους καταναλωτές καθώς τους στερούσε τη δυνατότητα επιλογής, διατηρώντας τις τιμές τεχνητά υψηλές και περιορίζοντας την καινοτομία στον βιομηχανικό κλάδο κατασκευής λογισμικού. Χάρη στην παρέμβαση της Επιτροπής μειώθηκαν επίσης οι τιμές των αυτοκινήτων. Οι προσπάθειες της Επιτροπής για μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαμόρφωση των τιμών είχαν σαν αποτέλεσμα να περιοριστούν σημαντικά οι διαφορές στις προ φόρων τιμές εντός της ΕΕ, χωρίς, ωστόσο, να εξαλειφτούν ολοκληρωτικά, λόγω του ότι τα φορολογικά συστήματα διαφέρουν ανά χώρα. Χάρη στην Επιτροπή, επίσης, οι καταναλωτές έχουν πλέον περισσότερες επιλογές όσον αφορά την αγορά ενός αυτοκινήτου αλλά και την εξυπηρέτησή τους μετά την πώληση. Οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων μπορούν πλέον να πωλούν περισσότερες από μία μάρκες, οι διανομείς μπορούν να δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από μία χώρες της ΕΕ και, παράλληλα, η πώληση ανταλλακτικών και η επισκευή αυτοκινήτων είναι δυνατή από μη επίσημους διανομείς. Ελεγκτικές εξουσίες Οι ευρείες εξουσίες της Επιτροπής όσον αφορά τη διερεύνηση και τον τερματισμό παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού της ΕΕ υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Οι εταιρείες και τα κράτη μέλη υποβάλλουν τακτικά προσφυγές, πολλές φορές με επιτυχία, κατά αποφάσεων της Επιτροπής. Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού (ΕΔΑ) Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82-6 -
της συνθήκης ΕΚ, καθιερώθηκε ένα σύστημα παράλληλων αρμοδιοτήτων βάσει του οποίου η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών (EN) δύνανται να εφαρμόζουν αυτά τα άρθρα. Από κοινού, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και η Επιτροπή συναποτελούν ένα δίκτυο δημόσιων αρχών: ενεργούν προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος και συνεργάζονται στενά με στόχο την προάσπιση του ανταγωνισμού. Το δίκτυο καλείται «Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού» («ΕΔΑ»). Η δομή των εθνικών αρχών ανταγωνισμού ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Σε μερικά κράτη μέλη υπάρχει ένας ενιαίος φορέας ο οποίος διερευνά τις υποθέσεις και λαμβάνει τις πάσης φύσεως αποφάσεις. Σε άλλα κράτη μέλη, οι σχετικές αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ δύο φορέων, εκ των οποίων ο ένας φέρει την ευθύνη για τη διερεύνηση των υποθέσεων, ενώ ο άλλος, που συχνά είναι πολυπρόσωπος, είναι επιφορτισμένος με την έκδοση απόφασης για την εκάστοτε υπόθεση. Τέλος, σε ορισμένα κράτη μέλη, οι αποφάσεις με τις οποίες επιβάλλεται απαγόρευση ή/και πρόστιμο είναι δυνατό να εκδοθούν μόνο από δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, κάποια άλλη αρχή ανταγωνισμού ενεργεί ως εισαγγελέας ο οποίος παρουσιάζει την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου. Με την επιφύλαξη της γενικής αρχής της αποτελεσματικότητας, το άρθρο 35 του κανονισμού του Συμβουλίου παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιλέξουν τον φορέα ή τους φορείς που θα αναγορευθούν σε εθνικές αρχές ανταγωνισμού και να κατανείμουν τις σχετικές αρμοδιότητες μεταξύ τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αρχή που λαμβάνει μία καταγγελία ή κινεί αυτεπαγγέλτως μια διαδικασία παραμένει αρμόδια για τη διεκπεραίωση της υπόθεση. Μια αρχή μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης εάν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της παράβασης και του κράτους μέλους από το οποίο αυτή εξαρτάται, ώστε αυτή να είναι ικανή να θέσει τέλος αποτελεσματικά στην όλη παράβαση. Η παραπομπή μιας υπόθεσης σε άλλη αρχή είναι δυνατή μόνο στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας σε περίπτωση κατά την οποία είτε η πρώτη αρχή θεωρεί ότι είναι ακατάλληλη για να επιληφθεί της υπόθεσης είτε κάποια άλλη αρχή θεωρεί ότι η ίδια είναι ομοίως κατάλληλη για να επιληφθεί της υπόθεσης. Εξάλλου, η ανάληψη - 7 -
ενιαίας δράσης από μία εθνική αρχή ανταγωνισμού είναι επίσης πιθανό να ενδείκνυται όταν, καίτοι περισσότερες εθνικές αρχές ανταγωνισμού μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλες, η ανάληψη δράσης από μία και μόνο εθνική αρχή ανταγωνισμού αρκεί για τον τερματισμό της παράβασης στο σύνολό της. Η εκ παραλλήλου ανάληψη δράσης από δύο ή τρεις εθνικές αρχές ανταγωνισμού ενδείκνυται ενδεχομένως όταν μία συμφωνία ή πρακτική παράγει σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως στην επικράτεια εκάστης εθνικής αρχής ανταγωνισμού, ενώ η ανάληψη δράσης από μία και μόνο εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν θα αρκούσε προκειμένου να τεθεί τέλος στην παράβαση συνολικά ή/και για να επιβληθεί η δέουσα κύρωση. Οι αρχές οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εκ παραλλήλου για δεδομένη υπόθεση καταβάλλουν προσπάθεια για τον συντονισμό των ενεργειών τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Εξάλλου, η Επιτροπή είναι ιδιαιτέρως κατάλληλη να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης όταν η υπόθεση αυτή συνδέεται στενά με άλλες κοινοτικές διατάξεις οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν κατʹ αποκλειστικότητα ή με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την Επιτροπή, εφόσον το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει την έκδοση απόφασης της Επιτροπής με στόχο την ανάπτυξη της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, όπου ανακύπτει ένα νέο ζήτημα ανταγωνισμού, ή όταν απαιτείται η διασφάλιση της ουσιαστικής επιβολής της νομοθεσίας. Σε κάθε περίπτωση, η παραπομπή πρέπει να αποτελεί μία σύντομη και αποτελεσματική διαδικασία και να μη δημιουργεί προσκόμματα σε έρευνες που ενδεχομένως βρίσκονται σε εξέλιξη. Γιʹ αυτό τον σκοπό, ο κανονισμός του Συμβουλίου προτείνει μία σειρά μηχανισμών συνεργασίας με σκοπό την κατανομή των υποθέσεων, και δηλαδή: παροχή πληροφοριών κατά την έναρξη των διαδικασιών. Το άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού του Συμβουλίου προβλέπει την υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού, κάθε φορά που ενεργούν δυνάμει των άρθρων 81 ή 82 της συνθήκης, πριν ή άνευ χρονοτριβής μετά την έναρξη του πρώτου τυπικού μέτρου έρευνας. Ορίζει επίσης ότι η ενημέρωση μπορεί να - 8 -
παρασχεθεί και σε άλλες εθνικές αρχές ανταγωνισμού. Αυτός ο μηχανισμός επιτρέπει στο Δίκτυο να ανιχνεύει τις πολλαπλές διαδικασίες και να διευθετεί το ζήτημα της τυχόν παραπομπής των υποθέσεων από τη μία αρχή στην άλλη αφʹ ης στιγμής μία αρχή αρχίζει να διερευνά την εκάστοτε υπόθεση. αναστολή ή περάτωση της διαδικασίας. Όταν η ίδια συμφωνία ή πρακτική υποβάλλεται σε περισσότερες αρχές ανταγωνισμού, το άρθρο 13 του κανονισμού του Συμβουλίου προβλέπει τη νομική βάση για την αναστολή της διαδικασίας ή την απόρριψη της καταγγελίας με το σκεπτικό ότι με την υπόθεση ασχολείται ήδη ή έχει ασχοληθεί μία άλλη αρχή. Μία εθνική αρχή ανταγωνισμού έχει τη δυνατότητα, όχι όμως και την υποχρέωση, να αναστείλει ή να περατώσει τη διαδικασία της. Το άρθρο 13 του κανονισμού του Συμβουλίου είναι επίσης δυνατό να εφαρμοσθεί σε ένα σκέλος δεδομένης καταγγελίας ή σε ένα μέρος της εκάστοτε διαδικασίας και να εξετάσει τα υπόλοιπα σκέλη της καταγγελίας με τον τρόπο που αρμόζει. Ομοίως, η Επιτροπή δύναται και αυτή να απορρίψει μια καταγγελία λόγω ελλείψεως κοινοτικού συμφέροντος ή για άλλους λόγους που σχετίζονται με τη φύση της καταγγελίας. Ένα καίριο στοιχείο της λειτουργίας του Δικτύου είναι η εξουσία όλων των αρχών ανταγωνισμού να ανταλλάσσουν και να χρησιμοποιούν πληροφορίες οι οποίες έχουν συλλεγεί από τις ίδιες ενόψει της εφαρμογής του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της συνθήκης. Το άρθρο 12 του κανονισμού του Συμβουλίου ορίζει ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών μπορούν όχι μόνο να λάβουν χώρα μεταξύ μιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού και της Επιτροπής, αλλά και μεταξύ εθνικών αρχών ανταγωνισμού. - 9 -
ΚΟΙΝΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η γεωργική πολιτική για το σύνολο της Κοινότητας καθορίζεται στα άρθρα 32 έως 38 του τίτλου ΙΙ της συνθήκης ΕΚ. Η κοινή γεωργική πολιτική (ΚΑΠ) αποτελείται από σύνολο κανόνων και μηχανισμών, που ρυθμίζουν την παραγωγή, το εμπόριο και την επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), δίνοντας όλο και μεγαλύτερη προσοχή στην ανάπτυξη της υπαίθρου. Η Κ.Α.Π. θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι μόνον εξαιτίας του ποσοστού του προϋπολογισμού της ΕΕ που της αναλογεί δηλ.περίπου 50 %, ποσοστό το οποίο μειώνεται διαχρονικά (βλέπε διάγραμμα Η παραρτήματος ), του μεγάλου αριθμού των ατόμων και της έκτασης της επικράτειας που επηρεάζονται άμεσα από αυτήν, αλλά επίσης εξαιτίας της συμβολικής σημασίας της και του βαθμού της κυριαρχίας που έχει εκχωρηθεί από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι στόχοι της ΚΑΠ, όπως καθορίζονται στο άρθρο 33 της συνθήκης ΕΚ, είναι οι εξής: να αυξάνει την παραγωγικότητα της γεωργίας με την ανάπτυξη της τεχνικής προόδου και την εξασφάλιση της ορθολογικής αναπτύξεως της γεωργικής παραγωγής, καθώς της άριστης χρησιμοποιήσεως των συντελεστών παραγωγής, ιδίως του εργατικού δυναμικού να εξασφαλίζει κατʹ αυτό τον τρόπο ένα δίκαιο βιοτικό επίπεδο στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία να σταθεροποιεί τις αγορές να εξασφαλίζει τον εφοδιασμό να διασφαλίζει λογικές τιμές κατά την προσφορά αγαθών στους καταναλωτές. Για την επίτευξη των στόχων αυτών, το άρθρο 34 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών (ΚΟΑ) η οποία, ανάλογα με το προϊόν, λαμβάνει μία από τις ακόλουθες μορφές: κοινοί κανόνες ανταγωνισμού - 10 -
υποχρεωτικός συντονισμός των διαφόρων εθνικών οργανώσεων αγοράς ευρωπαϊκή οργάνωση της αγοράς. Οι ΚΟΑ δημιουργήθηκαν σταδιακά και τώρα υπάρχουν για όλα τα γεωργικά προϊόντα της ΕΕ. Αποτελούν τα βασικά μέσα της κοινής γεωργικής αγοράς, καθώς καταργούν τους φραγμούς για το ενδοκοινοτικό εμπόριο γεωργικών προϊόντων και διατηρούν κοινούς τελωνειακούς φραγμούς όσον αφορά τις τρίτες χώρες. Τρεις βασικές αρχές, που καθορίστηκαν το 1962, χαρακτηρίζουν την κοινή γεωργική αγορά και συνεπώς τις ΚΟΑ: ενοποιημένη αγορά: αυτό σημαίνει ελεύθερη κυκλοφορία των γεωργικών προϊόντων μέσα στην επικράτεια των κρατών μελών για την οργάνωση της ενοποιημένης αγοράς πρέπει να χρησιμοποιηθούν κοινά μέσα και κοινοί μηχανισμοί σε όλη την ΕΕ κοινοτική προτίμηση: αυτό σημαίνει ότι δίνεται προτίμηση και τιμολογιακό πλεονέκτημα στα γεωργικά προϊόντα της ΕΕ σε σχέση με τα εισαγόμενα σημαίνει επίσης την προστασία της εσωτερικής αγοράς από προϊόντα που εισάγονται από τρίτες χώρες σε χαμηλές τιμές και από σημαντικές διακυμάνσεις στην παγκόσμια αγορά οικονομική αλληλεγγύη: όλες οι δαπάνες και τα έξοδα που απορρέουν από την εφαρμογή της ΚΑΠ καλύπτονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. - 11 -