Χαρακτηριστικά του Κινήµατος της Οργανικής Γεωργίας- Κτηνοτροφίας στη Σύγχρονη Ευρώπη



Σχετικά έγγραφα
Ποιοτικά Προϊόντα και η Εναλλακτική Ανάπτυξη της Υπαίθρου

Αρχές και φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας. Δούμα Κατερίνα Γεωπόνος

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ για την παραγωγικότητα και βιωσιμότητα της γεωργίας

Προοπτικές συνεργασίας και καινοτομίας στο νέο ΠΑΑ

Ποιοτικά Προϊόντα και η Νέα Γεωγραφία της Υπαίθρου Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΑΑ

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΑΑ

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΠΕ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Κοινή Αγροτική Πολιτική και Υδατικοί Πόροι

Ε.Ε. Αποκλειστικό Πώς, πόσο και γιατί Χαµένοι από την ΚΑΠ του 2013;

econtentplus programme Χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση Δρ. Δημήτριος Αντωνόπουλος Φυτπροστασία στη Βιολογική Γεωργία

Ταμείου Αγροτικής Επιχειρηματικότητας,

Αγροτική Κοινωνιολογία

Γενικές πληροφορίες σχετικά με τον συμμετέχοντα στη διαβούλευση

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Thessaloniki Summit 2017

Στρατηγική για την ελληνική γεωργία και την ύπαιθρο στο πλαίσιο της ΚΓΠ με ορίζοντα το 2020

Βιολογική καλλιέργεια και διατροφή Γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα

: «Ιδιαίτερα» κλάσματα βιομάζας Δυναμικό

Βιολογικά Προϊόντα: Η εξέλιξή τους στην Ελλάδα Δρ Πολυμάχη Συμεωνίδου

ΚΥΡΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ (συνολικά)

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟ ΓΕΩΡΓΙΚΟ ΤΟΜΕΑ

Οι δραστηριότητες του Ο.Γ.Ε.Ε.Κ.Α «ΗΜΗΤΡΑ» στον τοµέα της κατάρτισης των αγροτών σχετικά µε την παραγωγή βιολογικών προϊόντων Πηνελόπη.

ΘΕΜΑ: Δεύτερες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του Ακαθάριστου

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία

Αγροτική Κοινωνιολογία

Τα Βασικά Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Πρωτογενούς Τομέα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Συνοδευτικό έγγραφο της πρότασης

Επιχειρηµατικότητα στα βιολογικά προϊόντα

Παραγωγικά συστήματα προβάτων και αιγών: Βιοποικιλότητα, τοπικές φυλές και προϊόντα τους

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ο ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. 9.1 Εισαγωγή

Αγροτική Κοινωνιολογία

Οι προοπτικές της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας

Τεχνολογική Προοπτική Διερεύνηση στην Ελλάδα ( )

Περιβαλλοντική αίδευση

Πίνακας αποτελεσμάτων της Ένωσης για την Καινοτομία το Σύνοψη Γλωσσική έκδοση ΕL

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Χριστίνα Α. Παππά Οικονοµολόγος Βοηθός έρευνας Υποψήφια διδάκτωρ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Πολιτικές κατά της φτώχειας

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Δείκτης Ψηφιακής Ωριμότητας

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Πρόκειται για τίτλο που δεν αφήνει να εννοηθεί καθαρά αυτό που στην. πραγματικότητα θα ήθελε να περιγράψει. Και αυτό επειδή

Βιολογική προβατοτροφία

Διατροφή Μηρυκαστικών Ζώων

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

Πρωτοβουλίες στον Αγροτικό Χώρο: Ανάγκες, Προβλήματα, Προοπτικές

Στατιστικά στοιχεία αγοράς βιοθέρμανσης & pellets στην Ευρώπη από τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Βιομάζας

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ. Ζητήματα ανάπτυξης: παραγωγικές προοπτικές και προστασία των φυσικών πόρων

Το Επενδυτικό σχέδιο 3. Βασικές έννοιες και ορισµοί

Εξέλιξη των Εσόδων του Προϋπολογισμού της ΕΕ ( )

Δρ. Χ ρ υ σ ο ύ λ α Π α π α ϊ ω ά ν ν ο υ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΤΟΜΕΑ KAI ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Perrotis College Dr. Konstantinos Rotsios Mr. Nikolaos Gizgis

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 2013 ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΣΧΕΔΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

Γεωργικές Εφαρμογές και Εκπαίδευση για την Αειφόρο Αγροτική Ανάπτυξη

ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Νοέμβριο 2012 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27) και της Ευρωζώνης (17) - Στοιχεία της Eurostat

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Παγκόσμια οικονομία. Διεθνές περιβάλλον 1

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Προβλήματα Υγείας των ζώων στις βιολογικές εκτροφές

8. Συµπεράσµατα Προτάσεις

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Επιδράσεις ΑΞΕ & Μέτρα Προσέλκυσης. Χρυσοβαλάντου Μήλλιου Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Εθνικό Σημείο Επαφής (ΕΣΕ) για τις Οδηγίες του ΟΟΣΑ για τις Πολυεθνικές Επιχειρήσεις. Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016 Αίθουσα 305Β Νίκης 5-7, Αθήνα

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΘΕΟ ΩΡΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΙ Α ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ AGROQUALITY FESTIVAL. Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης


Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΠΑΑ ΜΟΝΑΔΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ

ΘΕΜΑ: Δείκτης Ανεργίας για το μήνα Ιούλιο 2012 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (27) και της Ευρωζώνης (17) - Στοιχεία της Eurostat

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ»

ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΑ (Επίπεδα τέλους έτους)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ποσοστό στη.. του Μέτρου. Ποσό (σε ΕΥΡΩ)

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 4 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

Οι επιστημονικές δημοσιεύσεις από τα Ελληνικά ΑΕΙ υπερβαίνουν τον ευρωπαϊκό μ.ο., καθώς και ο δείκτης: επιστημονικές δημοσιεύσεις ανά εκατομμύριο

Transcript:

Χαρακτηριστικά του Κινήµατος της Οργανικής Γεωργίας- Κτηνοτροφίας στη Σύγχρονη Ευρώπη Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος * 1. Η κοινωνιολογική διαµάχη ανάµεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση Στη σύγχρονη κοινωνιολογία υπάρχει ένας επιστηµονικός καταµερισµός της εργασίας ανάµεσα σε εκείνους τους κοινωνιολόγους που ασχολούνται µε τον αγροτικό χώρο και µελετούν τη γεωργία και τις τοπικές της διαφοροποιήσεις και εκείνους που ασχολούνται µε τα τρόφιµα και εντάσσονται σε αυτό που λέγεται κοινωνιολογία της κατανάλωσης. Η κοινωνιολογία της αγροτικής παραγωγής ασχολείται κυρίως µε την απασχόληση, την οργάνωση της παραγωγής και τις οικονοµικές διαδικασίες και πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τον τρόπο που οι άνθρωποι καταναλώνουν τα τρόφιµα. Η κοινωνιολογία της κατανάλωσης ασχολείται µε το «φαγητό, τη διατροφή και τον πολιτισµό», ενώ οι οικονοµικές, κοινωνικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές πλευρές της παραγωγής τροφίµων είναι εκτός της εµβέλειάς της (Tovey, 1997, σελ. 21-22). Έχουν υπάρξει προσπάθειες γεφύρωσης του χάσµατος ανάµεσα στη θεώρηση της αγροτικής παραγωγής και της κατανάλωσης των τροφίµων. Μια προσέγγιση υποστηρίζει ότι και οι δύο πλευρές είναι συστατικά του «σύγχρονου συστήµατος τροφίµων», αφού σηµειώνονται σηµαντικές αλλαγές στην τεχνολογία της παραγωγής τροφίµων οι οποίες επηρεάζουν την παραγωγή µέσα στην εκµετάλλευση, το βιοµηχανικό σύστηµα µεταποίησης των τροφίµων και τις παρεχόµενες υπηρεσίες εστίασης. Πρόκειται δηλαδή για αλλαγές που συνδέονται µε το µετασχηµατισµό της οικιακής εργασίας, της προετοιµασίας του φαγητού και τις αλλαγές στο καταναλωτικό ενδιαφέρον σε σχέση µε το φαγητό (Goodman και Redclift). Μια δεύτερη προσέγγιση αφορά στην «κοινωνιολογία της γεωργίας και των τροφίµων» που επιχειρεί το συγκερασµό της µελέτης των εµπορευµατικών συστηµάτων παραγωγής τροφίµων, των διεθνών καθεστώτων τροφίµων και της παγκοσµιοποίησης της βιοµηχανίας τροφίµων µε το ζήτηµα των τροφίµων (Friedland, Bonnano κ.ά.). Όµως, παρά τις όποιες προσπάθειες, έχει υπάρξει µικρή πρόοδος στη θεώρηση της ίδιας της κατανάλωσης, ενώ υπογραµµίζεται η κεντρικότητα της παραγωγής και της εργασίας ως βάση της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής. Σύµφωνα µε τους Goodman and DuPuis (2002, σελ. 9) «Στην ουσία, η δυναµική της κατανάλωσης τοποθετείται στη σφαίρα της παραγωγής και οι καταναλωτές εξαναγκάζονται να ακολουθούν πολιτικές που εστιάζονται στην παραγωγή. Έτσι αποκρύβεται η άρρητη, µη-ανακοινώσιµη άποψη για τους καταναλωτές ως άτοµα που χειραγωγούνται, µε περιορισµένο ορίζοντα των οποίων η πολιτική αποκάλυψη µπορεί να εκφραστεί όταν ο φετιχισµός του εµπορεύµατος (δηλ. οι ψευδαισθήσεις που δηµιουργούν τα * Λέκτορας αγροτικής κοινωνιολογίας στο Τµήµα Οργάνωσης και ιαχείρισης Αγροτικών Εκµεταλλεύσεων του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων. 1

εµπορεύµατα) διαλυθεί. Ο καταναλωτής δεν συγκεντρώνει την προσοχή της θεωρίας λόγω του γεγονότος ότι δεν φαίνεται ότι µπορεί να «δράσει» πολιτικά Ο φετιχισµός αποκλείει την πολιτική από τη σφαίρα της κυκλοφορίας και αυτό που φαντάζει ως πολιτικό είναι η αστική ιδεολογία. Η αστική ιδεολογία δίνει στην κατανάλωση την εµφάνιση της χειραφέτησης όταν, στην πραγµατικότητα, αυτή µπλέκεται µε τον καπιταλισµό, όταν π.χ. οι καταναλωτές υψηλού εισοδήµατος αγοράζουν τα αποκαλούµενα τµηµατικά (niche) προϊόντα». Ένας τρόπος επανένωσης των δύο πλευρών (δηλαδή της παραγωγής και της κατανάλωσης) είναι η σύγχρονη πεποίθηση ότι η καταναλωτική δραστηριότητα είχε από πάντα µέσα της την εξουσία να αλλάξει την κοινωνία, ανεξαρτήτως οικονοµικής περιόδου. Σύµφωνα µε αυτή τη συλλογιστική, θα πρέπει κανείς να αναγνωρίσει την αµοιβαία συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων µεταξύ του παραγωγού και του καταναλωτή και να δει τους τρόπους µε τους οποίους οι αγοραίες και µη-αγοραίες δραστηριότητες αλληλεπιδρούν µεταξύ τους (Goodman and Du Puis, 2002, σελ. 13). Ιδιαίτερα όσον αφορά στη γεωργία και τα τρόφιµα γίνονται όλο και πιο ισχυρές οι συνδέσεις ανάµεσα σε αυτό που κάνουν οι αγρότες και σε αυτό που καταλήγουν να φάνε οι καταναλωτές. Άλλωστε, σε αυτό το επιστηµονικό και πολιτικό αίτηµα της διασύνδεσης ανάµεσα στον τρόπο που παράγονται τα τρόφιµα και στην κατανάλωσή τους είναι που έρχεται να απαντήσει το κίνηµα της οργανικής/βιολογικής γεωργίας (Tovey, 1997, σελ. 23). Το κίνηµα της οργανικής γεωργίας παρουσιάζεται ως ένα εναλλακτικό γεωργικό κοινωνικό κίνηµα µε την έννοια ότι έρχεται να προκαλέσει την αναπτυξιακή ιδεολογία µέσα στην ίδια τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία (Tovey, 1997, Sage, 2003). Η σύγχρονη εκδοχή της οργανικής γεωργίας έχει αναπτυχθεί στη βάση προηγούµενων προσπαθειών ανάδυσης ριζοσπαστικών εναλλαντικών λύσεων απέναντι στην κυρίαρχη µορφή γεωργίας. Η οργανική γεωργία αναφέρεται σε ένα νέο τύπο γεωργίας που εµπεριέχει µια ξεκάθαρη εικόνα της ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής. Σαν αποτέλεσµα, αυτή ορίζεται ως το αντίθετο της «συµβατικής γεωργίας» (Michelsen, 2001, σελ. 3-4). Αν λοιπόν µιλάµε για κίνηµα της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας που όχι µόνο «γνωρίζει τα τρόφιµα αλλά καλλιεργεί και τρόφιµα» (knows food and grows food) αυτό οφείλεται πρώτα από όλα στη δύναµη των καταναλωτών που θεωρούνται ως ένα δρων συλλογικό υποκείµενο (ως ένας συλλογικός φορέας) στο σύστηµα παραγωγής των τροφίµων που εκφράζει µια «µορφή πολιτικής» (Goodman and Du Puis, 2002, σελ. 16). 2. Υπάρχει απάντηση στο ερώτηµα: «τι είναι Βιολογικό/Οργανικό;» Το βασικό ερώτηµα που χρειάζεται να απαντηθεί σε σχέση µε το κίνηµα της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας είναι: «Τί είναι οργανικό;» (Goodman, 2000, Goodman and Du Puis, 2002). Η τεχνική διάσταση υπογραµµίζεται στην έννοια της οργανικής γεωργίας όπως αυτή συχνά χρησιµοποιείται: «Οργανική γεωργία είναι ένα σύστηµα παραγωγής το οποίο αποφεύγει ή αποκλείει τη χρήση συνθετικών λιπασµάτων, εντοµοκτόνων, ρυθµιστών ανάπτυξης και 2

προσθετικών στις ζωοτροφές. Η οργανική γεωργία βασίζεται σε µεγάλο βαθµό στην αµειψισπορά, στα υπολείµµατα των καλλιεργειών, στη ζωική κοπριά, στα ψυχανθή, στη χλωρή λίπανση, στα οργανικά απόβλητα και στο βιολογικό έλεγχο των εντόµων για τη διατήρηση της παραγωγικότητας του εδάφους, τον εφοδιασµό των φυτών µε θρεπτικά συστατικά, την καταπολέµηση των εντόµων, των ζιζανίων κλπ.» (Lampkin, 1994, σελ. 5 στο Siardos, 2001). Αυτό που διακρίνει την οργανική γεωργία είναι η εστίασή της στον τρόπο διαχείρισης που αφορά στη διατήρηση και βελτίωση της υγείας του συνολικού συστήµατος έδαφος- µικρόβια-φυτά-ζώα (ολιστική προσέγγιση) και επηρεάζει τις παρούσες και µελλοντικές αποδόσεις στο επίπεδο της γεωργικής εκµετάλλευσης. Σε αυτό το σύστηµα, δίνεται έµφαση στη χρησιµοποίηση εισροών και γνώσης ώστε να ενθαρρύνονται οι βιολογικές διαδικασίες των διαθέσιµων θρεπτικών συστατικών και να ενισχύεται η άµυνα έναντι των εχθρών των καλλιεργούµενων φυτών ή/και των εκτραφέντων ζώων. Βέβαια αυτό δε σηµαίνει ότι η γεωργική παραγωγή που δεν χρησιµοποιεί χηµικά λιπάσµατα και φυτοφάρµακα, αλλά παράλληλα δε λαµβάνει µέτρα για τη συνέχιση της γονιµότητας και της ενίσχυσης έναντι των εχθρών των φυτών/ζώων, είναι αποδεκτή ως οργανική (Siardos, 2001, σελ. 75). Ένας βασικός στόχος της οργανικής γεωργίας είναι η οικολογική πληρότητα/ορθότητα (ecological soundness) (Allen and Kovach, 2000, σελ. 223). Ο βασικός στόχος της «οικολογικής ορθότητας» παραπέµπει στο περιβάλλον, που αποτελεί όχι µόνο το βασικό πλαίσιο λειτουργίας, αλλά και στο αποτέλεσµα της γεωργικής παραγωγικής διαδικασίας. Όµως, σύµφωνα µε την Tovey, η οργανική γεωργία δεν αναφέρεται στο περιβάλλον µε την έννοια της διατήρησης του περιβάλλοντος, αλλά παραπέµπει σε µια ξεκάθαρη ενσωµάτωση της ιδέας της «αειφορίας» ή της «αειφόρου ανάπτυξης» (Tovey, 1997, σελ. 32). Με άλλα λόγια, η οργανική γεωργία αποτελεί µια κριτική στις συµβατικές µεθόδους παραγωγής τροφίµων. Ορισµένοι υποστηρίζουν ότι η αλυσίδα παραγωγής της συµβατικής γεωργίας είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν της οργανικής γεωργίας. Πιο συγκεκριµένα, η συµβατική γεωργία στηρίζεται στην εντατική χρήση εισροών κατά τη διαδικασία παραγωγής των τροφίµων και η γνώση παρέχεται σε αυτούς που παράγουν τις εισροές. Αντίθετα, η οργανική γεωργία διανέµει τη γνώση στις εκµεταλλεύσεις αφού οι γεωργοί πρέπει να επανατοποθετήσουν και να κατανοήσουν την διαδικασία παραγωγής τους. Oι οργανικοί καλλιεργητές πρέπει να ξεχάσουν µια σειρά από πρακτικές που χαρακτηρίζουν τη συµβατική γεωργία και να (ξανα)µάθουν µε ποιο τρόπο να καλλιεργούν µε έναν οικολογικά ορθό τρόπο. Με αυτή την έννοια, οι οργανικοί καλλιεργητές ξαναγίνονται «φορείς γνώσης» (Morgan and Murdoch, 2000). Έτσι, η οργανική γεωργία στοιχειοθετεί τουλάχιστον θεωρητικά µια εναλλακτική διαδροµή γνώσης και ακολούθως οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, που έρχεται να αντιπαρατεθεί στο υφιστάµενο ιεραρχικό και συγκεντρωτικό σύστηµα γνώσης που ωφελεί τις µεγάλες, πολυεθνικές επιχειρήσεις που παράγουν τις εισροές στη γεωργική παραγωγική διαδικασία. Η οργανική γεωργία αναπτύχθηκε στη βάση µιας ιδεολογικής θέσης ότι η αναπτυξιακή λογική της συµβατικής γεωργίας, που στηρίζει τη σύγχρονη καταναλωτική καπιταλιστική κοινωνία, δηµιουργεί σηµαντικά προβλήµατα. Παρά το ότι µια βασική διάσταση της κριτικής προς τη συµβατική γεωργία είναι ότι βλάπτει το περιβάλλον και 3

ενδεχόµενα να εντάσσει κανείς το οργανικό κίνηµα ως µια υποκατηγορία των περιβαλλοντικών κινηµάτων, στην πραγµατικότητα η οργανική γεωργία αφορά στην παραγωγή τροφίµων και άρα στην παραγωγική κατεύθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο, το περιβάλλον είναι ενδογενές συστατικό της γεωργικής παραγωγικής δραστηριότητας και σίγουρα η βιολογική γεωργία δεν παράγει µόνο τρόφιµα, αλλά ουσιαστικά «παράγει την ύπαιθρο» (Tovey, 1997, σελ.23-24). Άλλωστε, οι κοινωνιολόγοι του αγροτικού χώρου δεν µπορούν να αποσυνδέσουν το αποτέλεσµα της γεωργίας από το αγροτικό περιβάλλον. 3. Χαρακτηριστικά του Κινήµατος της Οργανικής Γεωργίας Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σηµειώθηκαν οι µεγάλες µεταβολές της οργανικής γεωργίας στην Ευρωπαϊκή γεωργία. Κατά την περίοδο 1993-2001, η γεωργική γη που χρησιµοποιείται από την οργανική γεωργία αυξήθηκε από το 0,7% στο 3,7% στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 χωρών. Πρόκειται λοιπόν για εξαπλασιασµό της έκτασης µέσα σε µια περίοδο οκτώ ετών. Η κατάσταση διαφέρει σηµαντικά από χώρα σε χώρα (βλ. Πίνακα 1). Για παράδειγµα, το ποσοστό της γεωργικής γης που χρησιµοποιείται από την οργανική γεωργία αγγίζει το 9,4% στην Ιταλία, το 8,4% στην Αυστρία, το 6,7% στη Φινλανδία, το 6,6% στη ανία και το 6,3% στη Σουηδία. Η Ελλάδα και η Ιρλανδία έχουν το µικρότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 15 µε µόλις 0,9% και 0,7% της γεωργικής γης αντίστοιχα. Η επέκταση της οργανικής γεωργίας υπήρξε θεαµατική στην Ελλάδα (αυξήθηκε 53 φορές), την Ισπανία (42 φορές), την Πορτογαλία (23 φορές) και το Ην. Βασίλειο (22 φορές) (Häring κ.ά., 2004). Στην Ευρώπη, το σύνολο της αγοράς οργανικών τροφίµων εκτιµάται ότι το 2003 άγγιξε τα 11 δισεκατοµµύρια Ευρώ, ενώ η παγκόσµια αγορά εκτιµάται ότι προσεγγίζει τα 25 δισεκατοµµύρια (βλ. Πίνακα 2). Αυτό που έχει ιδιαίτερη σηµασία είναι η τάση επέκτασης του τοµέα παραγωγής οργανικών τροφίµων η οποία στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης αφορά έναν ετήσιο ρυθµό µεγέθυνσης της τάξης του 10% (Häring κ.ά., 2004). Ένας σηµαντικός λόγος γι αυτή τη µεταστροφή του κλίµατος είναι το αυξανόµενο δηµόσιο ενδιαφέρον σε όλη την Ευρώπη για την οργανική γεωργία κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 (Michelsen, 2001, σελ. 4). Αντίθετα από ό,τι θα περίµενε κανείς, η οργανική γεωργία στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες δεν αναπτύχθηκε ως τµήµα της συµβατικής γεωργίας ούτε οι υποστηρικτές της ήταν αρχικά τουλάχιστον µεταξύ αυτών που εµπλέκονται στην ανάπτυξη της γεωργίας. Στην πραγµατικότητα, η οργανική γεωργία εξελίχθηκε στη βάση της γνώσης αλλά και από άτοµα που είχαν µικρή σχέση ή βρίσκονταν στις παρυφές, ή ακόµα και σε αντίθεση, µε τη συµβατική γεωργία. Εκείνοι που ανάπτυξαν την οργανική γεωργία είχαν στενές σχέσεις µε βιολόγους, µε περιβαλλοντικούς επιστήµονες, µε περιβαλλοντικά κινήµατα ή/και µε οµάδες καταναλωτών (Tovey, 1997, Michelsen, 2001, σελ. 7-8). Για εκείνους που αναρωτιούνται αν η οργανική γεωργία είναι ένα κοινωνικό κίνηµα, θέλουµε να υπογραµµίσουµε τρία χαρακτηριστικά της οργάνωσης και ανάπτυξης του τοµέα παραγωγής οργανικών τροφίµων: Πρώτον, η οργανική γεωργία δε στηρίχθηκε στη µεµονωµένη προσπάθεια ορισµένων παραγωγών αλλά αναπτύχθηκε στη βάση των 4

κοινών προσπαθειών πολλών και διαφορετικών συµφερόντων (δηλ. γεωργών, καταναλωτών, εµπόρων και απλών συνειδητοποιηµένων ή/και ριζοσπαστών πολιτών). εύτερον, η οργανική γεωργία κατευθύνεται στην αλλαγή τµηµάτων της γεωργίας στη βάση µιας ριζικής κριτικής βασικών χαρακτηριστικών της συµβατικής γεωργίας. Η κριτική υπογραµµίζει την ανάγκη η γεωργία να είναι περισσότερο φιλική µε το περιβάλλον και να επιδιώκει τη βιώσιµη παραγωγή επιτυγχάνοντας, παράλληλα, τη διατήρηση των γεωργικών πόρων, την ανακύκλωση των θρεπτικών συστατικών και την ευζωΐα των ζώων (Michelsen, 2001, σελ. 7). Τρίτον, τουλάχιστον θεωρητικά ή σε επίπεδο ρητορικής η οργανική γεωργία ήρθε να προσφέρει ένα κάποιο αντίδοτο στις εύλογες ανησυχίες της κοινωνίας σχετικά µε την ασφάλεια των τροφίµων και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του παραγωγικού συστήµατος στη βιώσιµη χρήση των φυσικών πόρων (Banks and Marsden, 2001, σελ. 103). Με αυτή την έννοια, θα λέγαµε ότι η οργανική γεωργία αποτελεί ένα κίνηµα µε την πολιτική διάσταση του όρου που κατανοείται από ορισµένους συγγραφείς ως: «µια αντιπολιτευτική πράξη που αµφισβητεί τις βιοµηχανικές ταξινοµήσεις των σχέσεων ανάµεσα στην κοινωνία και τη φύση που στηρίζονται σε έναν εργαλειακό χρησιµοθηρικό ορθολογισµό» (Goodman, 1999, σελ. 32). Λόγω της ευρείας κοινωνικής βάσης της οργανικής γεωργίας µπορούµε εύλογα να υποθέσουµε ότι η ανάπτυξή της οφείλεται στις εξελίξεις που σηµειώνονται στη συνολική κοινωνία. Απέναντι στη στενή παραγωγική αντίληψη που κυριαρχεί στη συµβατική γεωργία η οποία οδηγεί στην υπογράµµιση της τοµεακής προσέγγισης, στην κλειστή οργάνωση των δικτύων πολιτικής και την εργαλειακή σύλληψη του αγροτικού χώρου αναπτύσσεται η ευρεία αντίληψη της οργανικής γεωργίας που επιδιώκει τον αυτοέλεγχο του γεωργικού τοµέα. Ορισµένοι συγγραφείς βλέπουν την επέκταση της οργανικής/βιολογικής γεωργίας ως το αποτέλεσµα ενός µακρύ αγώνα µεταξύ των «υποστηρικτών των οργανικών µεθόδων» και των «φορέων της συµβατικής γεωργίας», στον οποίο παρατηρούνται ορισµένες σηµαντικές αλλαγές στην κατανοµή της εξουσίας κατά τα τελευταία χρόνια. Με την δροµολογούµενη κατάρρευση του κλειστού και τοµεακού «δικτύου αγροτικής πολιτικής», διαµορφώνονται οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη εναλλακτικών µοντέλων γεωργίας και πιο συγκεκριµένα της οργανικής γεωργίας (Tovey, 1997, σελ. 33-34). Όµως, η µεγάλη αλλαγή που επηρέασε σηµαντικά την εξέλιξη του κινήµατος της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας είναι η υιοθέτηση των στόχων της οργανικής γεωργίας από την Ευρωπαϊκή και κρατική αγροτική πολιτική. Η αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 εισήγαγε έναν αριθµό συνοδευτικών µέτρων, που περιελάµβανε τα αγροπεριβαλλοντικά µέτρα και ιδιαίτερα το πρόγραµµα της οργανικής γεωργίας. Με τις νέες αναθεωρήσεις της ΚΑΠ το 1999 και το 2003 ανανεώνονται και εδραιώνονται οι στόχοι επέκτασης της οργανικής γεωργίας και κτηνοτροφίας παράλληλα µε τη στήριξη και τον εκσυγχρονισµό της συµβατικής γεωργίας. Μια σηµαντική παρατήρηση εδώ είναι ότι υφίσταται µια διαδικασία θεσµοποίησης της οργανικής γεωργίας από την Ευρωπαϊκή και κρατική πολιτική για την ανάπτυξη της υπαίθρου που βέβαια έχει σηµαντικές επιπτώσεις στη δυναµική αλλά και τις προοπτικές ενσωµάτωσης του κινήµατος της οργανικής γεωργίας στην ευρύτερη οικονοµία (Louloudis, 2002). 5

Μέσα από την ενεργή προώθηση των προγραµµάτων οργανικής γεωργίας και κτηνοτροφίας που εισήγαγε η Ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική ή/και οι εθνικές πολιτικές των χωρών-µελών της Ε.Ε. συντελέσθηκε η εξάπλωσή της σε σχέση µε τη συµβατική γεωργία αλλά και η νοµιµοποίησή της στην κοινή γνώµη. Από τη µια µεριά, ένας σηµαντικός παράγοντας για τη µεγέθυνση της σηµασίας του κινήµατος της οργανικής γεωργίας στην Ευρωπαϊκή γεωργία είναι το αυξηµένο δηµόσιο ενδιαφέρον για την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίµων αλλά και για την υγεία των ζώων. Ένας αριθµός συµβάντων ή/και οξύτατων κρίσεων της βιοµηχανικής γεωργίας όπως η σαλµονέλα, η σπογκώδης εγκεφαλοπάθεια (BSE), οι γενετικά τροποιηµένοι οργανισµοί (GMOs) και ο αφθώδης πυρετός των ζώων (foot-and-mouth-disease) είχαν σηµαντικές επιπτώσεις στις αντιλήψεις του κοινού για την αξία της οργανικής και της βιοµηχανικής παραγωγής τροφίµων (Greer, 2002, σελ. 462). Είναι σηµαντικό να τονίσουµε εδώ ότι η παραγωγή τροφίµων έχει επηρεαστεί σε σηµαντικότατο βαθµό από την ανάγκη εξασφάλισης της εµπιστοσύνης στην παραγωγή τροφίµων στο πλαίσιο της Ε.Ε. Πιο συγκεκριµένα, η κατεύθυνση της αναθεώρησης της ΚΑΠ συνδέεται µε τη δηµιουργία κινήτρων για τη µείωση της παραγωγής και την έµφαση στις ποιοτικές διαστάσεις των προϊόντων αλλά και των µεθόδων παραγωγής. Για να καταλάβουµε τη στρατηγική σηµασία αυτού του ζητήµατος για την πορεία του κινήµατος της οργανικής γεωργίας αρκεί να αναφέρουµε ότι η διατροφική κρίση της «σπογκώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών» (ή νόσος των «τρελών αγελάδων») οδήγησε στην πλήρη ανατροπή των στάσεων των καταναλωτών στην Ε.Ε. σχετικά µε την ασφάλεια των τροφίµων. Από την πλευρά των καταναλωτών, αυτή η διατροφική κρίση δεν θεωρήθηκε απλώς ως µια αποτυχία του θεσµικού ή/και ρυθµιστικού συστήµατος της Ε.Ε. Η κρίση εµπιστοσύνης αφορούσε στην αποτυχία της επιστήµης αφού ο κίνδυνος µετάδοσης της νόσου µεταξύ των ειδών δεν είχε εντοπιστεί έγκαιρα ή µάλλον αποκλείστηκε από τους επιστήµονες (Haniotis, 2000). 1 Από την άλλη µεριά, το γεγονός ότι το κίνηµα της οργανικής γεωργίας ενσωµατώνεται στην κρατική στρατηγική για τη διαχείριση του αγροτικού χώρου είναι µια σηµαντική εξέλιξη που ενδεχοµένως να εντείνει τις εσωτερικές αντιφάσεις αυτού του κινήµατος. Η ανάπτυξη µιας εµπορευµατικής παραγωγής οργανικών προϊόντων αφορά στη δηµιουργία ενός συστήµατος πιστοποίησης και τη διενέργεια ελέγχων για την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι τα τρόφιµα που πωλούνται είναι αυθεντικά οργανικά προϊόντα. Αυτή η ανάγκη οδηγεί τις οργανώσεις οργανικών καλλιεργητών στην ανάληψη αρµοδιοτήτων πιστοποίησης και διενέργειας ελέγχων που βέβαια χρησιµοποιούνται για την διασφάλιση των όρων παραγωγής µιας ακόµα κατηγορίας εµπορευµάτων (Tovey, 1997, σελ. 33). Σαν αποτέλεσµα, η πίεση από τους καταναλωτές για εύρεση εναλλακτικών διεξόδων παραγωγής «ασφαλών τροφίµων» αλλά και η διαθεσιµότητα χρηµατοδοτικών µέσων και πόρων για την ανάπτυξη της οργανικής γεωργίας οδηγεί στην καθιέρωση των οργανικών προϊόντων ως «οικολογικά σηµασµένων» εµπορευµατικών προϊόντων τροφίµων. 1 Κεντρικής σηµασίας είναι η βασική συλλογιστική πάνω στην οποία στηρίζεται η Κοινοτική προσέγγιση που αντανακλά τα ενδιαφέροντα των καταναλωτών αφού η νοµοθεσία για τα τρόφιµα οικοδοµείται πάνω στην «αρχή της προφύλαξης» (precautionary principle). Εδώ, άλλωστε, έγκειται και η διαφορά στην προσέγγιση της ασφάλειας των τροφίµων σε σχέση µε τις ΗΠΑ, που αντανακλά τα συµφέροντα της προσφοράς τροφίµων και οικοδοµείται στην «αρχή της ουσιώδους ισοδυναµίας» (principle of substantial equivalence) (Haniotis, 2000, Klintman, 2002). 6

Βέβαια πρέπει να σηµειώσουµε ότι η πορεία της θεσµοποίησης της οργανικής/βιολογικής γεωργίας συντελείται µε διαφορετικούς τρόπους στις χώρες-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνδέεται µε την γέννηση του οργανικού κινήµατος αλλά και των τάσεων ανάπτυξής του στις διαφορετικές χώρες (Michelsen, 2001, σελ. 6-7, 9). Στο Ηνωµένο Βασίλειο, οι βασικές ιδέες της οργανικής γεωργίας έχουν µια µακρά ιστορία, αλλά ένας απολογισµός του κινήµατος της οργανικής/βιολογικής γεωργίας δείχνει ότι µέχρι το τέλος του 20 ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα κίνηµα µε εντελώς διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η µεταπολεµική γεωργική επανάσταση ουσιαστικά εξαφάνισε το παλαιό κίνηµα της οργανικής γεωργίας, ενώ ο προβληµατισµός σχετικά µε τη χρήση των εντατικών χηµικών µεθόδων και η ανάπτυξη του περιβαλλοντικού κινήµατος αναβίωσαν τις συζητήσεις για τα τρόφιµα και τη γεωργία. Σε αυτό το νέο κίνηµα, πρώην κάτοικοι των αστικών περιοχών που έγιναν οργανικοί καλλιεργητές έπαιξαν σηµαντικό ρόλο. Σε αντιδιαστολή µε το προ-πολεµικό κίνηµα (που αναφερόταν στον Ανθρωποσοφισµό, τον αποκρυφισµό και την Αγγλικανική ιδεολογία), οι νέοι οργανικοί καλλιεργητές αγκάλιασαν τις τεχνολογικές εξελίξεις στον µηχανοποιηµένο έλεγχο των παρασίτων και ανάπτυξαν ενδιάµεσες τεχνολογίες όπως τα προστατευµένα συστήµατα καλλιέργειας. Οι ιδρυτές της Ένωσης Οργανικών Καλλιεργητών (Organic Growers Association, ιδρύθηκε το 1981), ήταν ουσιαστικά καινούριοι στη γεωργία και ουσιαστικά νεοφερµένοι στην ύπαιθρο (Frost, 2002). Η οργανική κοινότητα στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη αποτελεί µια ιδιαίτερα ετερόκλητη οµάδα φορέων που περιλαµβάνει από πρόσφατα ανανίψαντες συµβατικούς καλλιεργητές ως τους βιοδυναµικούς καλλιεργητές, από εκείνους που ασχολούνται µε την ασφάλεια των τροφίµων σε συλλογικό επίπεδο ως εκείνους που υποστηρίζουν το κίνηµα υπέρ του Slow Food, και από τους µικρής-κλίµακας επιχειρηµατίες παραγωγούς και µεταποιητές ως εκείνους που είναι διαµετρικά αντίθετοι µε οποιοδήποτε τύπο γενετικά τροποποιηµένων οργανισµών. Αυτό που φαίνεται λοιπόν είναι ότι η «οργανική κοινότητα» περιλαµβάνει πολλά διαφορετικά «υπο-συστήµατα πολιτικής» (Bingen, 2001). Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτού αποτελεί η περίπτωση της ανίας όπου πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι εκεί υπάρχει µια ποικιλία παραγωγικών συστηµάτων που καταχωρούνται κάτω από την ετικέτα «οργανική γεωργία». Για παράδειγµα, εντοπίζονται διαφορετικές κατηγορίες βιοκαλλιεργητών όπως: «επιστρέφοντες στην ύπαιθρο», «σύγχρονοι βιοκαλλιεργητές», «παραδοδιακοί βιοκαλλιεργητές», «ακαδηµαϊκοί αγρότες», «σύγχρονοι, ορθολογικοί αγρότες» και «παγκόσµια πληροφορούµενοι αγρότες» (Kaltoft, 1999). Υπάρχουν πολλές διαφορετικές παραγωγικές πρακτικές που αντανακλούν διαφορές στις αξίες και τις νοοτροπίες που έχουν οι αγρότες που παράγουν οργανικά τρόφιµα. Η ιστορία του ανέζικου κινήµατος οργανικής γεωργίας ακολούθησε την πορεία ενός περιθωριακού κινήµατος που αργά αλλά σταθερά ενσωµατώθηκε στην κοινωνία. Κατά την περιθωριακή του φάση το κίνηµα της οργανικής γεωργίας ταυτίζονταν µε τις δραστηριότητες των εναλλακτικών, αριστερών και περιβαλλοντικών κινηµάτων, ενώ οι βιοδυναµική γεωργία λειτουργούσε ανεξάρτητα. Κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980 το κίνηµα της οργανικής γεωργίας στη ανία είχε εισέλθει στη φάση της θεσµοποίησης, 2 όπου βέβαια µπορεί να σηµάνει 2 Το 1988 στη ανία εισήχθει ένα εθνικό σύστηµα πιστοποίησης της οργανικής γεωργίας που στηρίχθηκε µε εθνικές επιδοτήσεις. Ενώ στη αρχή υπήρξε ένας ξεχωριστός συµβουλευτικός φορέας για τη βιολογική γεωργία, στην πορεία έγινε η συγχώνευση αυτού του ανεξάρτητου φορέα µε την επίσηµη συµβουλευτική 7

την µείωση των διαφοροποιήσεων τόσο ανάµεσα στις διαφορετικές πρακτικές όσο και ανάµεσα στις διαφορετικές φιλοσοφίες (Kaltoft, 1999, σελ. 39-41). Στην περίπτωση της Ελλάδας όπου το κίνηµα της οργανικής γεωργίας υπήρξε πιο περιθωριακό οι πρώτες βιολογικές καλλιέργειες παρουσιάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1980. Επρόκειτο για µικρού µεγέθους προσπάθειες από παραγωγούς που ασχολούνταν ερασιτεχνικά µε την καλλιέργεια οργανικών προϊόντων και στόχευαν στην κάλυψη των δικών τους καταναλωτικών αναγκών. Πολλοί από τους πρώτους οργανικούς καλλιεργητές ήταν ξένοι, µορφωµένοι µε αστεακή καταγωγή, που προέρχονταν από Βορειοευρωπαϊκές χώρες και είχαν επηρεαστεί από τις αρχές της βιοδυναµικής γεωργίας. Η ιδεολογία της οργανικής γεωργίας σύντοµα συνοδεύτηκε και από την θεσµοποίησή της µέσα από την επίσηµη Ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική. Τις πρωτοποριακές προσπάθειες για την αναγνώριση της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας ως ένα ρεαλιστικό εναλλακτικό µονοπάτι απέναντι στη συµβατική γεωργία τις διαδέχθηκαν οι ευνοϊκοί οικονοµικοί όροι µε τις εξαγωγικές επιχειρήσεις που ενδιαφέρονταν για την παραγωγή οργανικών προϊόντων και αργότερα οι κανονισµοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της οργανικής γεωργίας και κτηνοτροφίας (Louloudis, 2002). Παρόλα αυτά δεν µπορεί να αρνηθεί κανείς ότι στην Ευρώπη η δηµόσια χρηµατοδοτική στήριξη των οργανικών καλλιεργητών είχε θετική έως αρκετά θετική επίδραση στην ανάπτυξη της οργανικής γεωργίας τόσο σε εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (Michelsen, 2001, σελ. 15, Greer, 2002, σελ. 454-455). Το παράδειγµα της χώρας µας είναι χαρακτηριστικό, αφού ο ρόλος της κρατικής παρέµβασης είναι ουσιώδης για την επέκταση της οργανικής γεωργίας όπως άλλωστε για τη διατήρηση και ανάπτυξη της συµβατικής γεωργίας (Louloudis, 2002). Το θεσµικό και ρυθµιστικό πλαίσιο που έχει διαµορφωθεί στην Ευρώπη έχει επιτρέψει την άµεση στήριξη των παραγωγών για την µετατροπή της συµβατικής γεωργίας σε οργανική. Έχουν σχεδιαστεί και εφαρµοστεί πολιτικές που επιδρούν και στηρίζουν άµεσα την παραγωγή οργανικών τροφίµων και τα οποία αφορούν τα αγροπεριβαλλοντικά προγράµµατα, την εκτατικοποίηση των καλλιεργειών, την εµπορία και επεξεργασία γεωργικών προϊόντων, τις περιφερειακές και αγροτικές πολιτικές, τα συστήµατα ελέγχου και πιστοποίησης γεωργικών προϊόντων, την παροχή συµβουλευτικών υπηρεσιών και πληροφόρησης, την κατάρτιση και εκπαίδευση και, τέλος, την έρευνα και ανάπτυξη. Η στήριξη του τοµέα παραγωγής οργανικών προϊόντων αφορά τέσσερις βασικές κατηγορίες: α) πληρωµές στους παραγωγούς, β) εµπορία και περιφερειακή ανάπτυξη, γ) νοµικούς ορισµούς και δ) παροχή πληροφοριών. Παρόλα αυτά η στήριξη της οργανικής γεωργίας διαφέρει σηµαντικά από χώρα σε χώρα. Υπάρχουν χώρες που πολύ νωρίς προχώρησαν στην κατάρτιση ολοκληρωµένων προγραµµάτων για τη στήριξη της παραγωγής οργανικών προϊόντων που αφορούν και τις τέσσερις κατηγορίες δράσης. Ως το 2000, ορισµένες χώρες προχώρησαν στην κατάρτιση ολοκληρωµένων πολιτικών ή σχεδίων δράσης για την οργανική γεωργία (Σκανδιναβικές χώρες, Ολλανδία και Γαλλία) (Lampkin κ.ά., 1999). Με την έλευση της Agenda 2000 διαµορφώθηκαν σε επίπεδο Ε.Ε. περισσότερο ολοκληρωµένες πολιτικές και προγράµµατα για την προώθηση και στήριξη της οργανικής γεωργίας. Επισηµαίνεται η έλευση µιας νέας περιόδου όπου εισάγονται υπηρεσίων γεωργικών εφαρµογών που προϋπήρχε και ήταν εποπτευόµενη από την ανέζικη Ένωση Οικογενειακών Εκµεταλλεύσεων και την ανέζικη Ένωση Γεωργών. Ο στόχος αυτής της κίνησης ήταν να υπάρξει διάχυση της οργανικής γεωργίας µεταξύ των συµβατικών καλλιεργητών (Kaltoft, 1999, σελ. 40). 8

πολιτικές για την χωρική ανάπτυξη της υπαίθρου και η οργανική γεωργία αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα των πρωτοβουλιών για την αγροτική ανάπτυξη (Banks and Marsden 2001, Lampkin, 2002, van der Ploeg κ.ά., 2002). Τον Μάιο του 2001 ξεκίνησε η διαδικασία διαµόρφωσης ενός Σχεδίου ράσης για την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής οργανικών τροφίµων στην Ευρώπη, ως αποτέλεσµα ενός συνεδρίου που διοργανώθηκε στη ανία µε τίτλο: «Οργανικά Τρόφιµα και Γεωργία Οδεύοντας προς την Εταιρικότητα και τη ράση στην Ευρώπη». Αν και η διαδικασία δεν έχει οδηγήσει ακόµα στην κατάρτιση του Σχεδίου ράσης καταδεικνύει την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προχωρήσει στο στρατηγικό σχεδιασµό και στη ρύθµιση των δράσεων για την ανάπτυξη του οργανικού τοµέα (CEC, 2002). 3 Επανερχόµενοι στη θεσµοποίηση της οργανικής γεωργίας θα λέγαµε ότι η επικέντρωση των κανονισµών για την οργανική γεωργία και κτηνοτροφία στις τεχνικές πρακτικές διευκολύνει την ενσωµάτωση της οργανικής γεωργίας στο ευρύτερο οικονοµικό σύστηµα της αγοράς. Όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση έτσι και στις ΗΠΑ οι κανονισµοί για την ασφάλεια των τροφίµων δίνουν περισσότερη έµφαση στο προϊόν και λιγότερο στα χαρακτηριστικά της διαδικασίας παραγωγής. Στην πραγµατικότητα µια ετικέτα διαχωρίζει τα οργανικά από τα συµβατικά παραγόµενα τρόφιµα. Παράλληλα, οι ετικέτες που πιστοποιούν τη «γνησιότητα» ή/και τα χαρακτηριστικά των αποκαλούµενων «οργανικών τροφίµων» νοµιµοποιούν στη συνείδηση των καταναλωτών µια τεχνοκεντρική αντίληψη της ασφάλειας των τροφίµων αφήνοντας χώρο για την διαµόρφωση των «επιλογών των καταναλωτών», στην κυριαρχία του καταναλωτή και της αγοράς αλλά και στο άτοµο (Goodman, 2000, σελ. 217). Η συζήτηση για την οργανική γεωργία αποκτά νέα σηµασία στο τεχνικοεπιστηµονικό πεδίο όπου προσδιορίζονται τα γεωργο-οικολογικά κριτήρια στη βάση των οποίων επιτυγχάνεται η πιστοποίηση της παραγωγής οργανικών προϊόντων και κατοχυρώνεται η σχετική ετικέτα. Όµως αυτό αποτελεί ουσιαστικά ένα «πολιτικό» πεδίο διαχείρισης των οργανικών/βιολογικών προϊόντων που παράλληλα µεταφέρει στους ίδιους τους καταναλωτές την ευθύνη αποφυγής των όποιων διατροφικών κινδύνων (βλέπε Goodman, 2000, σελ. 218, Klintman, 2002). Θα λέγαµε λοιπόν ότι µε την ενσωµάτωση του οργανικού κινήµατος στην ευρύτερη οικονοµία της αγοράς συντελείται και η ουσιαστική µετάβασή του από τους ιδεολογικούς στους διαχειριστικούς στόχους. Παρόλα αυτά, η πιο σηµαντική κριτική στο οργανικό κίνηµα αφορά στην ευρύτατη υιοθέτηση των οργανικών προϊόντων από τους στυλοβάτες της οικονοµίας της αγοράς και ιδιαίτερα από τις µεγάλες συχνά πολυεθνικές επιχειρήσεις. Για παράδειγµα, στο Ηνωµένο Βασίλειο οι πωλήσεις των οργανικών προϊόντων έφθασαν το 1 δισεκατοµµύριο λίρες, ενώ η χώρα αυτή έρχεται τρίτη µετά τις ΗΠΑ και τη Γερµανία στην κατανάλωση οργανικών προϊόντων (Rayner, 2003). Είναι χαρακτηριστικό ότι τα µεγάλα σουπερ-µάρκετς κυριαρχούν στην αγορά διατηρώντας περίπου το 70% των πωλήσεων οργανικών προϊόντων (Greer, 2002, σελ. 454). 3 Κατά τη διαδικασία κατάρτισης του Ευρωπαϊκού Σχεδίου ράσης η άτυπη Ειδική Επιτροπή της Γεωργίας κατέθεσε µια έκθεση που περιγράφει την ανάπτυξη της οργανικής γεωργίας στην Ε.Ε., αναλύει τα προβλήµατα και τις δυσκολίες και επισηµαίνει ορισµένα στοιχεία για παραπέρα δράση. Αν και δεν συµπεριελήφθη στο παραπάνω κείµενο η ανάλυση των επιπτώσεων της ΚΑΠ στην οργανική γεωργία, ακολούθησε µια περίοδος όπου τα κράτη µέλη και οι ενδιαφερόµενοι φορείς διατυπώνουν τις θέσεις τους σχετικά µε το ανωτέρω κείµενο εργασίας. Σύµφωνα µε το σχεδιασµό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη βάση των απόψεων που θα εκφραστούν στην περίοδο αυτή ανοικτής συζήτησης του θέµατος θα προχωρούσε µέχρι το τέλος του 2003 σε προτάσεις σχετικά µε τα βήµατα που πρέπει να γίνουν (CEC, 2002). 9

Στις ΗΠΑ βέβαια οι εξελίξεις είναι πιο δραµατικές αφού το οργανικό κίνηµα έχει µετατραπεί σε µια επιχείρηση 7,7 δισεκατοµµυρίων δολαρίων που αποκαλείται «βιοµηχανική-οργανική». Τα οργανικά τρόφιµα είναι η πιο γρήγορα αναπτυσσόµενη κατηγορία στα σουπερ-µάρκετς των ΗΠΑ, µε ρυθµό αύξησης 20% το χρόνο την τελευταία δεκαετία. Στην πραγµατικότητα, τα οργανικά τρόφιµα που αποτελούσαν µια εναλλακτική αλυσίδα τροφίµων έχουν ουσιαστικά ενσωµατωθεί στην οικονοµία της αγοράς λόγω της δυναµικής επέκτασής τους. Οι µεγάλες αγρο-βιοµηχανίες αποφάσισαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να χειριστούν αυτή την εναλλακτική αλυσίδα τροφίµων ήταν να την εξαγοράσουν. Έτσι, πολλές από τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις που εξειδικεύονται στην παραγωγή οργανικών προϊόντων εξαγοράστηκαν από τις µεγάλες αγροβιοµηχανίες. Από την αρχή της δεκαετίας του 1990 οι µεγάλες βιοµηχανίες τροφίµων άρχισαν να παίρνουν τα οργανικά προϊόντα στα σοβαρά και έτσι βιοµηχανίες όπως η Heinz, η Gerber s, η Dole, η ConAgra και η ADM είτε δηµιούργησαν είτε αγόρασαν επιχειρήσεις παραγωγής οργανικών προϊόντων. Στην Καλιφόρνια, οι βιοµηχανικές οργανικές αγροτικές επιχειρήσεις δεν διαφέρουν καθόλου στην όψη τους και στο προφίλ τους από τις συµβατικές βιοµηχανικές γεωργικές επιχειρήσεις. Σήµερα, στην Καλιφόρνια πέντε µεγάλες γεωργικές επιχειρήσεις ελέγχουν πλήρως το ήµισυ της τοπικής αγοράς οργανικών προϊόντων αξίας 400 εκατοµµυρίων δολαρίων (Pollan, 2001). Στην Ελλάδα πρόσφατη κλαδική µελέτη εκτιµά ότι η εγχώρια αγορά οργανικών τροφίµων, σε τιµές λιανικής, ήταν 18,5 εκατοµµύρια ευρώ το 2002 και σηµείωσε αύξηση πάνω από 19% σε σχέση µε την προηγούµενη χρονιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 50% των λιανικών πωλήσεων οργανικών προϊόντων έγινε το 2002 από εξειδικευµένα καταστήµατα οργανικών προϊόντων, ενώ τα σουπερ-µάρκετς αντιπροσώπευαν το 40% και οι λαϊκές αγορές και τα λοιπά κανάλια διάθεσης από 5%. Στην κλαδική µελέτη επισηµαίνεται ότι η διαφορά τιµής των οργανικών προϊόντων σε σχέση µε τα αντίστοιχα συµβατικά εκτιµάται ότι κυµαίνεται µεταξύ 20-100% για τα είδη φυτικής παραγωγής, ενώ στα προϊόντα ζωϊκής παραγωγής µπορεί να φθάσει και το 300%. Οι προοπτικές του κλάδου κρίνονται ευνοϊκές, δεδοµένης της αύξησης της ενηµέρωσης των καταναλωτών, ενώ η αγορά των οργανικών προϊόντων µπορεί να επεκταθεί µε την περαιτέρω διείσδυση των προϊόντων αυτών στα σουπερ-µάρκετς (ICAP, 2003). Όσο η αγορά οργανικών προϊόντων επεκτείνεται τόσο περισσότερο οι µεγάλες αγροβιοµηχανικές επιχειρήσεις εισέρχονται σε αυτή την αγορά είτε µετατρέποντας τις συµβατικές τους καλλιέργειες σε οργανικές είτε µέσα από την υπογραφή συµβολαίων µε ή την εξαγορά επιτυχηµένων οργανικών επιχειρήσεων (Allen and Kovach, 2000, σελ. 225, Guthman, 2000). Φαίνεται λοιπόν ότι το κίνηµα της οργανικής γεωργίας, παρά την σοβαρή κριτική του στη συµβατική γεωργία, ενσωµατώνεται όλο και περισσότερο σε ένα σύστηµα που επιτρέπει στη συµβατική γεωργία να συνεχίσει να υφίσταται (Tovey, 1997, σελ. 36). Επιπλέον, πρέπει να σηµειώσουµε ότι σήµερα τα οργανικά προϊόντα καταναλώνονται κυρίως από τα «µεσαία στρώµατα» που είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στο αυξηµένο κόστος αυτών των προϊόντων. Από µια πλευρά, τα οργανικά τρόφιµα µπορούν να θεωρηθούν ως µια µορφή «ταξικής διατροφής», όπου τα µεσαία στρώµατα διαµορφώνουν µια «πολιτική τροφίµων», επιλέγοντας να «γνωρίζουν» τα οργανικά τρόφιµα συχνά αγνοώντας τις απόψεις των αγρεργατών και των φτωχότερων καταναλωτών (Goodman and Du Puis, 2002, σελ. 17-18). Τέλος, δεν µπορούµε να αγνοήσουµε το γεγονός ότι ένα βασικό συστατικό του 10

κινήµατος της οργανικής γεωργίας είναι η αστική καταγωγή των ατόµων και των φορέων που εµπλέκονται σε αυτό µε αποτέλεσµα να υιοθετείται ευκολότερα η τάση µαζικοποίησης και εµπορευµατοποίησης της παραγωγής οργανικών προϊόντων. 4. Συµπεράσµατα και διλήµµατα Η συζήτηση που προηγήθηκε µας οδηγεί στη διατύπωση ορισµένων ζητηµάτων που αφορούν στην επαναθεώρηση του κινήµατος της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας: 1. Η οργανική γεωργία αποτελεί ένα κοινωνικό πεδίο όπου µπορεί να βελτιωθεί η οικολογική ορθότητα/συµβατότητα της γεωργίας µέσα στο πλαίσιο της οικονοµίας της αγοράς, χωρίς ουσιαστικές κοινωνικές και οικονοµικές αλλαγές; Μια απάντηση θα ήταν ότι βραχυπρόθεσµα υπάρχει µια βελτίωση, αλλά µακροπρόθεσµα απαιτούνται αλλαγές στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονοµικές δοµές και σχέσεις (Allen and Kovach, 2000, σελ. 230). 2. Η αγορά των βιολογικών προϊόντων έχει από µόνη της τη δυναµική να προκαλέσει µεγαλύτερες αλλαγές τροφοδοτώντας ένα ουσιαστικό κοινωνικό κίνηµα για τα οργανικά τρόφιµα και τη γεωργία; Οι ετικέτες των οργανικών προϊόντων δεν αρκούν για να δηµιουργήσουν ένα αγροτροφικό σύστηµα που δίνει πραγµατική αξία (Allen and Kovach, 2000, σελ. 230) 3. Μπορεί η οργανική γεωργία να συνεχίσει να αναπτύσσεται πλήρως ως εναλλακτικό κίνηµα σε σχέση µε αυτό της συµβατικής γεωργίας; Υπάρχουν σηµαντικές αντιφάσεις ανάµεσα στα ιδεώδη και την πρακτική της οργανικής γεωργίας που αφορά στην υπογράµµιση των οργανικών στάνταρτς, στους περιορισµούς της διαδικασίας πιστοποίησης των οργανικών προϊόντων και στην ευρύτατη πρακτική της υποκατάστασης των εισροών, που βέβαια αναδεικνύονται από την επέκταση της οικονοµίας της αγοράς (Allen and Kovach, 2000, σελ. 221) 4. Μπορούν τα οργανικά προϊόντα να συνεχίσουν να παράγονται και να καταναλώνονται τοπικά ενάντια στην κυρίαρχη τάση εµπορευµατοποίησης που ελέγχεται από τις µεγάλες αγροβιοµηχανικές επιχειρήσεις; εν µπορεί να αρνηθεί κανείς ότι παράλληλα µε την ενσωµάτωση της παραγωγής οργανικών προϊόντων στις µεγάλες αγροβιοµηχανικές επιχειρήσεις υφίστανται αρκετές µικρού µεγέθους τοπικές οργανικές επιχειρήσεις που συνεχίζουν να τηρούν τα αγρο-οικολογικά ιδεώδη (Guthman, 2000, σελ. 257). Παρόλα αυτά µόνο ένα µικρό ποσοστό των οργανικών τροφίµων καταναλώνεται µέσω σύντοµων/µικρών εµπορευµατικών αλυσίδων (Banks and Marsden, 2001). 5. Μπορεί να διασφαλισθεί η διατήρηση της ποιότητας των οργανικών προϊόντων δεδοµένων των τάσεων µεγέθυνσης της αγοράς τους και της διαχείρισης που υφίστανται οι αγρο-οικολογικές πρακτικές που συνδέονται µε την καλλιέργεια αυτών των προϊόντων; 11

Αυτό που σηµειώνεται από τη σχετική βιβλιογραφία είναι ότι η ποιότητα των οργανικών προϊόντων αποτελεί ουσιαστικά το ζητούµενο, παρά το ότι συχνά αποκρύβεται πίσω από την προώθηση της πιστοποίησης και της χρήσης ετικετών (Greer, 2002, Guthman, 2002, Guthman, 2000, Goodman, 2002). Κλείνοντας το παρόν κείµενο είναι ανάγκη να σηµειώσουµε ότι η ιεράρχηση των ζητηµάτων είναι αυτή που χρειάζεται να επανεξετασθεί για την πληρέστερη θέαση του ρόλου της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτή η αλλαγή στην ιεράρχηση συνιστά µια πολιτική επιλογή που µπορεί να µετατρέψει το κίνηµα της οργανικής γεωργίας σε ένα «εναλλακτικό κοινωνικό κίνηµα», σε σχέση βέβαια µε την κυρίαρχη «παραγωγικίστικη λογική» της συµβατικής βιοµηχανικής γεωργίας. Φαίνεται λοιπόν ότι τόσο στο µυαλό των καταναλωτών όσο και στις πρωτοβουλίες που αφορούν στην κατάρτιση πολιτικών για την προώθηση της παραγωγής οργανικών τροφίµων, τα οργανικά τρόφιµα συνδέονται περισσότερο µε την ποιότητα και την ασφάλεια παρά µε την ανάγκη διατήρησης των εισοδηµάτων των µικρών παραγωγών, µια συνολική αντίληψη της σχέσης κοινωνίας και φύσης και τη µάχη απέναντι στην παγκοσµιοποιούµενη βιοµηχανική γεωργία (Banks and Marsden, 2001). Υπάρχουν, πάντως, µέσα στο κίνηµα της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας δύο βασικές οµάδες υποστηρικτών της. Από τη µια µεριά, είναι εκείνοι που δεν βλέπουν να υπάρχει σύγκρουση µεταξύ των αρχών της οργανικής γεωργίας και των µεγάλων γεωργικών επιχειρήσεων, αλλά συνεχίζουν να θεωρούν τον τοµέα παραγωγής οργανικών τροφίµων ως σηµαντικό για τη συντήρηση του αστικού πληθυσµού που παραµένει αποµακρυσµένος από την παραγωγή των γεωργικών προϊόντων και υποστηρίζουν την ανάγκη περισσότερων ελέγχων, ρύθµισης και κανόνων για την παραγωγή οργανικών προϊόντων. Από την άλλη µεριά είναι εκείνοι που θεωρούν ότι είναι ανάγκη να µειωθεί το χάσµα ανάµεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή και ανάµεσα στον πληθυσµό και τις διαδικασίες µε τις οποίες παράγονται τα τρόφιµα, ενώ πιστεύουν ότι η παραγωγή οργανικών τροφίµων δεν µπορεί να παράγεται στην ίδια κλίµακα, µε την ίδια κατανάλωσης ενέργειας, στο ίδιο µέγεθος και µε τις ίδιες περίπου συνθήκες που παράγονται τα συµβατικά τρόφιµα (Rigby and Caceres, 2001). Συµπερασµατικά, τονίζουµε ότι ίσως σήµερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία η θεωρητική και πραγµατική επανασύνδεση της παραγωγής και της κατανάλωσης των τροφίµων. Όµως αυτό µπορεί να σηµάνει σηµαντικές ανατροπές για τις κοινωνίες που θέτουν επιτακτικά προς επίλυση αυτό το ζήτηµα. Το παράδειγµα του κινήµατος της οργανικής γεωργίας-κτηνοτροφίας είναι χαρακτηριστικό για τον τρόπο µε τον οποίο τίθενται τα διλήµµατα τόσο σε κοινωνικοοικονοµικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Άλλωστε η επίλυση των ζητηµάτων είναι πάντοτε, εν τέλει, µια πολιτική πράξη. 12

Βιβλιογραφία - Αναφορές Allen, P. and Kovach, M. (2000), The Capitalist Composition of Organic: The Potential of Markets in Fulfilling the Promise of Organic Agriculture, Agriculture and Human Values, Vol. 17, pp. 221-232. Banks, J. and Marsden, T. (2001), The Nature of Rural Development: The Organic Potential, Journal of Environmental Policy and Planning, Vol. 3, pp. 103-121. Bingen, J (2001), Organic Farming and Rural Development Policy, Michigan Agricultural Experiment Station (available from http://www.msu.edu/~bingen/ OrgAg&RuralDevelopment.htm, accessed 12/11/2003). Commission of the European Communities (CEC) (2002), Analysis of the Possibility of a European Action plan for organic food and farming, Commission Staff Working Paper, SEC(2002) 1368, 12.12.2002, Brussels. Frost, D. (2002), Deconstructing the Organic Movement, in Powell κ.ά. (eds), UK Organic Research 2002: Proceedings of the COR Conference, 26-28 March 2002, Aberystwyth, pp. 113-114. Goodman, D. (1999), Agro-Food Studies in the Age of Ecology : Nature, Corporeality, Bio-politics, Sociologia Ruralis, Vol. 39, pp. 17-38. Goodman, D. (2000), Organic and Conventional Agriculture: Materializing Discourse and Agro-ecological Managerialism, Agriculture and Human Values, Vol. 17, pp. 215-219. Goodman, D. (2002), Rethinking Food Production-Consumption: Integrative Perspectives, Sociologia Ruralis, Vol. 42, No 4, pp. 217-277. Goodman, D. and DuPuis, M.E. (2002), Knowing Food and Growing Food: Beyond the Production-Consumption Debate in the Sociology of Agriculture, Sociologia Ruralis, Vol. 42, No 1, pp. 5-22. Greer, A. (2002), Policy Networks and Policy Change in Organic Agriculture: A Comparative Analysis of the UK and Ireland, Public Administration, Vol. 80, No 3, pp. 453-473. Guthman, J. (2000), Raising Organic: An Agro-ecological Assessment of Grower Practices in California, Agriculture and Human Values, Vol. 17, pp. 257-266. Guthman, J. (2002), Commodified Meanings, Meaningful Commodities: Rethinking Production-Consumption Links through the Organic System of Provision, Sociologia Ruralis, Vol. 42, No 4, pp. 295-311. Haniotis, T. (2000), Regulating Agri-Food Production in the US and the EU, AgBioForum, Vol. 3, No 2/3, pp. 84-86. Häring, A.M., Dabbert, S., Aurbacher, J., Bichler, B., Eichert, C., Gambelli, D., Lampkin, N., Offerman, F., Olmos, S., Tuson, J. and Zanoli, R. (2004), Impact of CAP measures on Environmentally Friendly Farming Systems: Status Quo, Analysis and Recommendations. The Case of Organic Farming, Unpublished report. ΙCAP (2003), Βιολογικές Καλλιέργειες και Βιολογικά Προϊόντα, Κλαδικές Μελέτες, Αθήνα, ICAP. Kaltoft, P. (1999), Values about Nature in Organic Farming Practice and Knowledge, Sociologia Ruralis, Vol. 39, No 1, pp. 39-53. 13

Klintman, M. (2002), Arguments Surrounding Organic and Genetically Modified Food Labelling: A Few Comparisons, Journal of Environmental Policy and Planning, Vol. 4, pp. 247-259. Lampkin, N. (2002), Development of Policies for Organic Agriculture, in Powell κ.ά. (eds), UK Organic Research 2002: Proceedings of the COR Conference, 26-28 March 2002, Aberystwyth, pp. 321-324. Lampkin, N., Foster, C., Padel, S. and Midmore, P. (1999), The Policy and Regulatory Environment for Organic Farming in Europe, Hohenheim. Louloudis, L. (2002), Stimulating Organic Farming The Case of Greece: Constraints and Opportunities for Development, in P.D. Pezaros and M. Unfried (eds), The CAP and the Environmental Challenge, Conference Proceedings, Maastricht, EIPA, pp. 199-219. Michelsen, J. (2001), Recent Development and Political Acceptance of Organic Farming in Europe, Sociologia Ruralis, Vol. 41, No 1, pp. 3-20. Morgan, K. and Murdoch, J. (2000), Organic vs. Conventional Agriculture: Knowledge, Power and Innovation in the Food Chain, Geoforum, Vol. 31, pp. 159-173. Pollan, M. (2001), The Organic-Industrial Complex, Boulder Daily Camera, 3 June 2001 (available from http://www.commondreams.org/views01/0603-03.htm). Rayner, J. (2003), Organic? No Thanks, Guardian, Sunday, 9 November 2003 (available from http://www.guardian.co.uk/food/story/0,2763,1080974,00.html). Rigby, D. and Caceres, D. (2001), Organic Farming and the Sustainability of Agricultural Systems, Agricultural Systems, Vol. 68, pp. 21-40. Sage, C. (2003), Quality in Alternative Food Networks: Conventions, Regulations and Governance, paper presented in the International Seminar entitled: Policies, Governance and Innovation for Rural Areas, 21-23 November 2003. Siardos, G. (2001), The Impact of Organic Agriculture on Socioeconomic Structures, in I. Kyriazakis and G. Zervas (eds), Organic Meat and Milk from Ruminants, Proceedings of an International Conference, Wageningen Academic Publishers, pp. 73-86. Σιάρδος, Γ. (2002), Βιολογική Γεωργία και Αειφορία, στο Γ. Σιάρδος και Α. Κουτσούρης, Αειφορική Γεωργία και Ανάπτυξη, Θεσσαλονίκη, Ζυγός, σελ. 165-201. Tovey, H. (1997), Food, Environmentalism and Rural Sociology: On the Organic Farming Movement in Ireland, Sociologia Ruralis, Vol. 37, No 1, pp. 21-37. Van der Ploeg, J.D., Long, A. and Banks, J. (eds) (2002), Living Countrysides. Rural Development Processes in Europe: The State of the Art, Doetinchem, Elsevier. 14

Πίνακας 1. Γεωργική γη που καλλιεργείται οργανικά/βιολογικά το 1993 και το 2001 Χώρες Έκταση που καλλιεργείται οργανικά (σε εκτάρια) 2001 1993 Ποσοστό στο Έκταση που σύνολο της καλλιεργείται γεωργικής γης οργανικά Ποσοστό στο σύνολο της γεωργικής γης Φορές που αυξήθηκε η έκταση από το 1993 Αυστρία 285.500 8,4 135.982 4,0 2,1 Βέλγιο 22.410 1,6 2.179 0,2 10,3 Γερµανία 632.165 3,7 246.458 1,4 2,6 ανία 173.497 6,6 20.090 0,8 8,6 Ισπανία 485.079 1,9 11.674 0,0 41,6 Φινλανδία 147.943 6,7 20.340 0,9 7,3 Γαλλία 419.750 1,5 87.829 0,3 4,8 Ην. Βασίλειο 679.631 4,3 30.992 0,2 21,9 Ελλάδα 31.118 0,9 591 0,0 52,7 Ιρλανδία 30.070 0,7 5.460 0,1 5,5 Ιταλία 1.230.000 9,4 88.437 0,7 13,9 Λουξεµβούργο 2.141 1,7 497 0,4 4,3 Ολλανδία 38.000 1,9 11.150 0,5 3,4 Πορτογαλία 70.857 1,8 3.060 0,1 23,2 Σουηδία 193.611 6,3 36.674 1,2 5,3 Ε.Ε. των 15 4.630.161 3,7 835.667 0,7 5,5 Σηµείωση: 1 εκτάριο = 10 στρέµµατα. Πηγή: Häring κ.ά., 2004, σελ. 8. Πίνακας 2. Εκτίµηση του µεγέθους της αγοράς βιολογικών τροφίµων για το 2003 Αγορές Πωλήσεις 2003 (εκατοµ. ) Ποσοστό στο σύνολο των τροφίµων Ετήσιος ρυθµός αύξησης (2003-2005) Κατά κεφαλή δαπάνη το 2003 ( ) Γερµανία 2.800 3.100 1,7 2,2 5 10 30,4 Ην. Βασίλειο 1.550 1.750 1,5 2,0 10 15 15,3 Ιταλία 1.240 1.400 1,0 1,5 5 15 19,2 Γαλλία 1.200 1.300 1,0 1,5 5 10 21,2 Ελβετία 725 775 3,2 3,7 5 15 95,3 Ολλανδία 425 475 1,0 1,5 5 10 38,1 Σουηδία 350 400 1,5 2,0 10 15 45,0 ανία 325 375 2,2 2,7 0 5 113,6 Αυστρία 325 375 2,0 2,5 5 10 48,9 Βέλγιο 200 250 1,0 1,5 5 10 - Ιρλανδία 40 50 <0,5 10 20 - Λοιπή Ευρώπη(*) 750 850 - - - Σύνολο Ευρώπης 10.000 11.000 - - - ΗΠΑ 11.000 13.000 2,0 2,5 15 20 - Καναδάς 850 1.000 1,5 2,0 10 20 - Ιαπωνία 350 400 <0,5 - - Ωκεανία 75 100 <0,5 - - Σύνολο 23.000 25.000 - - - Σηµείωση: * Περιλαµβάνει τη Φινλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία. Πηγή: Häring κ.ά., 2004, σελ. 18. 15