UNIT 2 voyage (n) journey (n) trip (n) travel (n) excursion (n) view (n) sight (n) world (n) earth (n) area (n) territory (n) season (n) period (n) fare (n) ticket (n) fee (n) miss (v) lose (v) take (v) bring (v) go (v) book (v) keep (v) arrive (v) reach (v) live (v) stay (v) border (n) edge (n) line (n) length (n) distance (n) guide (v) lead (v) native (adj) home (town) (n) UNIT 4 pitch (n) track (n) court (n) course (n) ring (n) rink (n) win (v) beat (v) score (v) play (n) game (n) spectator (n) μακρινό ταξίδι (κυρίως με πλοίο) ταξίδι (κυρίως μακρινό) ταξίδι ταξίδι, τα ταξίδια (το να ταξιδεύει κανείς) εκδρομή θέα αξιοθέατο κόσμος γη περιοχή έδαφος, περιοχή (που ελέγχεται από κάποιο κράτος, πολιτικό ηγέτη ή στρατό) εποχή (του έτους) περίοδος ναύλος εισιτήριο αντίτιμο (που πληρώνουμε για να αποκτήσουμε το δικαίωμα για κάτι, όπως να εγγραφούμε σε έναν οργανισμό) χάνω (φτάνω αργά και δεν προλαβαίνω το τρένο, το λεωφορείο κτλ.) χάνω (δεν έχω πια) πηγαίνω, μεταφέρω (κάποιον ή κάτι κάπου) παίρνω, φέρνω μαζί μου (κάποιον ή κάτι) πηγαίνω κάνω κράτηση (π.χ. εισιτηρίου, δωματίου σε ξενοδοχείο) κρατώ (εξακολουθώ να έχω στην κατοχή μου) φτάνω φτάνω (σε ένα μέρος) κατοικώ, μένω μένω, παραμένω (κάπου για λίγο καιρό ως καλεσμένος ή επισκέπτης) σύνορο άκρη γραμμή μήκος απόσταση δείχνω το δρόμο (σε κάποιον πηγαίνοντας μαζί του) οδηγώ (κάποιον σε ένα μέρος, συνήθως προπορευόμενος) ντόπιος η πόλη όπου ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια γήπεδο, αγωνιστικός χώρος στίβος, πίστα (για αγώνες δρόμου, ράλι κτλ.) γήπεδο (τένις, μπάσκετ-μπολ κτλ.) χώρος όπου διεξάγεται αγώνας δρόμου ή άλλο άθλημα (π.χ. γήπεδο γκολφ) ρινγκ (όπου γίνονται αγώνες πυγμαχίας), παγοδρόμιο κερδίζω (έναν αθλητικό αγώνα) νικάω, κερδίζω (κάποιον αντίπαλο) σημειώνω, κερδίζω (βαθμούς ή πόντους σε κάποιο άθλημα ή παιχνίδι) θεατρικό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό έργο παιχνίδι θεατής 1
viewer (n) umpire (n) referee (n) final (n) finale (n) end (n) ending (n) bat (n) stick (n) rod (n) racket (n) amateur (n) professional (adj) sport (n) athletics (n) interval (n) half time (n) draw (v) equal (v) competitor (n) opponent (n) Unit 6 artificial (adj) false (adj) natural (adj) physical (adj) true (adj) accurate (adj) method (n) way (n) engine (n) machine (n) motor (n) aim (n) cause (n) reason (n) estimate (v) calculate (v) electric (adj) electronic (adj) invent (v) discover (v) research (n) experiment (n) progress (n) development (n) modern (adj) new (adj) industry (n) factory (n) award (n) reward (n) τηλεθεατής διαιτητής (στο τένις, το μπέιζ-μπολ, το κρίκετ κά) διαιτητής (σε διάφορα αθλήματα) τελικός (αγώνας, αγωνίσματος ή αθλητικής διοργάνωσης) φινάλε (παράστασης) τέλος έκβαση, κατάληξη (αφηγήματος, ταινίας, θεατρικού έργου) ρόπαλο (του μπέιζ-μπολ, κρίκετ κτλ.) μπαστούνι (του χόκεϊ κτλ.) ράβδος, καλάμι (για ψάρεμα), βέργα ρακέτα ερασιτεχνικός επαγγελματίας αθλητισμός αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού, αγώνες στίβου (αγώνες δρόμου, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος κτλ.) διάλειμμα (παράστασης, συναυλίας κτλ.) ημίχρονο είμαι ισόπαλος, έρχομαι ισοπαλία ισοφαρίζω (συν)αγωνιζόμενος (που παίρνει μέρος σε διαγωνισμό ή αθλητικό αγώνα) αντίπαλος τεχνητός ψεύτικος (που είναι απομίμηση) φυσικός (που υπάρχει στη φύση) πραγματικός, απτός, αισθητός αληθινός ακριβής (σωστός στις λεπτομέρειες, χωρίς λάθη) μέθοδος τρόπος μηχανή (οχήματος) μηχανή κινητήρας σκοπός αιτία λόγος εκτιμώ (ένα ποσό) υπολογίζω, λογαριάζω ηλεκτρικός ηλεκτρονικός εφευρίσκω ανακαλύπτω έρευνα πείραμα πρόοδος ανάπτυξη σύγχρονος, μοντέρνος νέος, καινούργιος βιομηχανία εργοστάσιο βραβείο αμοιβή, ανταμοιβή 2
take place (phr) occur (v) Unit 8 deny (v) refuse (v) agree (v) accept (v) headline (n) heading (n) feature (n) article (n) talk show (n) quiz show (n) game show (n) announcer (n) commentator (n) tabloid (n) broadsheet (n) journalist (n) columnist (n) press (n) media (n) programme (n) program (n) channel (n) broadcast (n) bulletin (n) newsflash (n) Unit 10 relationship (n) connection (n) blame (n) fault (n) old (adj) ancient (adj) crowd (n) audience (n) enjoy (v) please (v) support (v) assist (v) kind (adj) polite (adj) sympathetic (adj) likeable (adj) γίνομαι, πραγματοποιούμαι γίνομαι, συμβαίνω αρνούμαι (ότι κάτι είναι αλήθεια) αρνούμαι (να κάνω ή να δεχτώ κάτι) συμφωνώ (έχω την ίδια γνώμη με κάποιον) συμφωνώ, δέχομαι (ότι κάτι είναι σωστό, δίκαιο ή αληθές) τίτλος (άρθρου σε εφημερίδα) επικεφαλίδα αφιέρωμα, άρθρο σε εφημερίδα ή περιοδικό, ή μέρος ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής που αναφέρεται σε ένα ειδικό θέμα άρθρο (σε εφημερίδα ή περιοδικό) τηλεοπτική εκπομπή με συνεντεύξεις διάσημων προσώπων τηλεπαιχνίδι στο οποίο οι παίκτες κερδίζουν απαντώντας σε ερωτήσεις τηλεπαιχνίδι στο οποίο οι παίκτες κερδίζουν παίρνοντας μέρος σε κάποια δραστηριότητα ή απαντώντας σε ερωτήσεις παρουσιαστής ή εκφωνητής του προγράμματος τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού σχολιαστής (που κάνει την περιγραφή ενός γεγονότος σε ζωντανή μετάδοση) εφημερίδα μικρού σχήματος και χωρίς ιδιαίτερα σοβαρή ύλη σοβαρή εφημερίδα με σελίδες μεγάλου σχήματος δημοσιογράφος δημοσιογράφος που διατηρεί μόνιμη στήλη σε εφημερίδα ή περιοδικό τύπος (τα γραπτά μέσα ενημέρωσης ή οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε αυτά) μέσα ενημέρωσης τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή πρόγραμμα η/υ τηλεοπτικός σταθμός εκπομπή σύντομο δελτίο ειδήσεων έκτακτο δελτίο ειδήσεων σχέση (μεταξύ ανθρώπων) σχέση, συνάφεια (μεταξύ πραγμάτων ή ανθρώπων) φταίξιμο λάθος, σφάλμα παλιός αρχαίος πλήθος κοινό (μιας παράστασης) απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι ευχαριστώ, προκαλώ ευχαρίστηση συντηρώ (οικονομικά, προσφέροντας τα απαραίτητα για την επιβίωση) βοηθώ καλός, ευγενικός (που ενδιαφέρεται και βοηθά τους άλλους) ευγενικός (στους τρόπους) συμπονετικός συμπαθητικός, αξιαγάπητος, ευχάριστος 3
nervous (adj) bad-tempered (adj) sensitive (adj) sensible (adj) company (n) group (n) popular (adj) famous (adj) typical (adj) usual (adj) ordinary (adj) close (adj) near (adj) unknown (adj) infamous (adj) ανήσυχος, αγχωμένος οξύθυμος, δύστροπος ευαίσθητος λογικός παρέα, συντροφιά ομάδα δημοφιλής διάσημος χαρακτηριστικός συνήθης, συνηθισμένος κανονικός, συνηθισμένος, κοινός (χωρίς κάτι το ιδιαίτερο) κοντινός, στενός (συγγενής, φίλος) κοντινός (στο χώρο) άγνωστος διαβόητος Unit 12 proof (n) απόδειξη evidence (n) στοιχεία (γεγονότα, καταθέσεις ή αντικείμενα που αποδεικνύουν ότι κάποιος διέπραξε ένα έγκλημα) suspect (v) υποψιάζομαι arrest (v) συλλαμβάνω (κάποιον ύποπτο) charge (v) κατηγορώ (κάποιον ότι διέπραξε κάποιο αδίκημα) suspect (n) ύποπτος accused (n) κατηγορούμενος decision (n) απόφαση verdict (n) ετυμηγορία commit (v) διαπράττω break (v) παραβιάζω (νόμο ή κανόνα) rule (n) κανόνας law (n) νόμος justice (n) δικαιοσύνη right (n) δικαίωμα judge (n) δικαστής jury (n) ένορκοι prosecute (v) μηνύω, διώκω ποινικώς persecute (v) διώκω, καταδιώκω capital punishment (n) θανατική ποινή corporal punishment (n)σωματική τιμωρία robber (n) ληστής burglar (n) διαρρήκτης thief (n) κλέφτης vandal (n) βάνδαλος (που καταστρέφει ξένη ή δημόσια περιουσία) hooligan (n) χούλιγκαν, ταραξίας sentence (v) καταδικάζω imprison (v) φυλακίζω innocent (adj) αθώος guilty (adj) ένοχος witness (n) μάρτυρας bystander (n) κάποιος που παρίσταται κατά τύχη σε ένα γεγονός (ατύχημα κτλ.) lawyer (n) δικηγόρος solicitor (n) (στη Μεγ. Βρετανία) δικηγόρος που παρέχει νομικές συμβουλές, συντάσσει συμβόλαια και παρίσταται σε κατώτερα δικαστήρια 4
Unit 14 prescription (n) recipe (n) operation (n) surgery (n) sore (adj) hurt (v) pain (n) illness (n) disease (n) injured (adj) damaged (adj) thin (adj) slim (adj) remedy (n) cure (n) therapy (n) effect (n) result (n) healthy (adj) fit (adj) examine (v) investigate (v) infection (n) pollution (n) plaster (n) bandage (n) ward (n) clinic (n) dose (n) fix (n) fever (n) rash (n) Unit 16 chop (v) slice (v) grate (v) bake (v) grill (v) fry (v) roast (v) boil (v) cook (n) cooker (n) chef (n) oven (n) grill (n) hob (n) kitchen (n) cuisine (n) lunch (n) dinner (n) plate (n) (ιατρική) συνταγή συνταγή (μαγειρικής) εγχείριση, χειρουργική επέμβαση χειρουργική θεραπεία πονεμένος, ερεθισμένος (λόγω τραυματισμού, μόλυνσης ή μεγάλης κούρασης) πονάω πόνος αρρώστια ασθένεια τραυματισμένος κατεστραμμένος, που έχει υποστεί ζημιές λεπτός, αδύνατος (ελκυστικά) λεπτός γιατρικό, φάρμακο (για τον πόνο ή κάποια ελαφρά αρρώστια) θεραπεία (φάρμακα ή άλλου είδους θεραπευτική αγωγή) (ειδική) θεραπεία, θεραπευτική αγωγή (ορισμένου είδους) επίδραση αποτέλεσμα υγιής που έχει καλή φυσική κατάσταση εξετάζω ερευνώ, διερευνώ μόλυνση (από ασθένεια) μόλυνση (του περιβάλλοντος) τσιρότο επίδεσμος θάλαμος (νοσοκομείου) κλινική δόση (φαρμάκου ή ναρκωτικού) δόση (ναρκωτικού) πυρετός εξάνθημα κόβω, τεμαχίζω, κομματιάζω (π.χ.κρέας, ξύλα) κόβω σε λεπτές φέτες τρίβω (κάποιο τρόφιμο, π.χ.τυρί, στον τρίφτη) ψήνω (ψωμί, γλυκό κτλ. στο φούρνο) ψήνω (στη σχάρα) τηγανίζω ψήνω (κρέας ή λαχανικά στο φούρνο) βράζω μάγειρας (αυτός που μαγειρεύει είτε επαγγελματικά είτε όχι) κουζίνα (η συσκευή, που συνήθως περιλαμβάνει φούρνο και μάτια) σεφ, αρχιμάγειρας φούρνος (η συσκευή) σχάρα, ψησταριά (η συσκευή) μάτι (κουζίνας) κουζίνα (ο χώρος όπου μαγειρεύουμε) κουζίνα, μαγειρική (ιδιαίτερος τρόπος μαγειρέματος) μεσημεριανό φαγητό το κύριο γεύμα της ημέρας, δείπνο πιάτο (το σκεύος όπου τρώμε) 5
bowl (n) saucer (n) dish (n) vegetable (n) vegetarian (n) vegan (n) fast food (n) takeaway (n) kettle (n) teapot (n) freezer (n) fridge (n) frozen (adj) freezing (adj) mix (v) stir (v) whisk (v) soft drink (n) fizzy drink (n) menu (n) catalogue (n) Unit 18 take (v) pass (v) read (v) study (v) test (n) exam (n) primary (adj) secondary (adj) high [school] (adj) colleague (n) classmate (n) prefect (n) pupil (n) student (n) qualifications (n) qualities (n) count (v) measure (v) degree (n) certificate (n) results (n) speak (v) talk (v) lesson (n) μπολ πιατάκι (φλιτζανιού) πιάτο (φαγητό μαγειρεμένο με ορισμένο τρόπο) λαχανικό χορτοφάγος (που δεν τρώει κρέας ή ψάρι) χορτοφάγος (που δεν τρώει οποιοδήποτε τρόφιμο προέρχεται από ζώο ή ψάρι, όπως αβγά, γάλα και τυρί) πρόχειρο φαγητό (από φαστ-φουντ) φαγητό σε πακέτο βραστήρας τσαγιέρα καταψύκτης ψυγείο κατεψυγμένος πολύ κρύο (για τον καιρό) αναμιγνύω ανακατεύω ανακατεύω, «χτυπάω» (π.χ.αβγά ή κρέμα με πιρούνι ή συρμάτινο χτυπητήρι) αναψυκτικό αναψυκτικό με ανθρακικό μενού κατάλογος προϊόντων δίνω (εξετάσεις) περνάω (τις εξετάσεις), πετυχαίνω (σε διαγώνισμα) διαβάζω μελετώ εξέταση διαγώνισμα σχετικός με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση σχετικός με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Μεγ. Βρετανία: σχολείο για παιδιά από 11 έως 18 ετών, στις ΗΠΑ: σχολείο για παιδιά από 14 έως 18 ετών συνάδελφος συμμαθητής σε ορισμένα σχολεία στη Μεγ. Βρετανία: μεγαλύτερος σε ηλικία μαθητής που επιβλέπει τους μικρότερους και τους βοηθάει να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς του σχολείου μαθητής (που πηγαίνει στο σχολείο ή κάποιος που παρακολουθεί μαθήματα σε ένα ορισμένο αντικείμενο) φοιτητής, σπουδαστής (σε πανεπιστήμιο, κολέγιο ή κάποια σχολή) τίτλος σπουδών, δίπλωμα ικανότητες, θετικές ιδιότητες, αρετές μετρώ (πόσοι άνθρωποι ή πράγματα περιλαμβάνονται σε μια ομάδα) μετρώ (για βρω ακριβώς το μέγεθος, το ποσό, την ταχύτητα κτλ.) κύκλος σπουδών σε πανεπιστήμιο, το πτυχίο που παίρνει κανείς μετά την ολοκλήρωσή τους πτυχίο, δίπλωμα, βεβαίωση σπουδών βαθμοί, αποτελέσματα (διαγωνίσματος) ξέρω, μιλάω (μια γλώσσα) μιλάω, συζητώ μάθημα (ώρα διδασκαλίας στο σχολείο) 6
subject (n) achieve (v) reach (v) task (n) effort (n) know (v) recognise (v) teach (v) learn (v) Unit 20 urban (adj) suburban (adj) rural (adj) smog (n) fog (n) smoke (n) mist (n) weather (n) climate (n) forecast (n) prediction (n) waste (n) litter (n) rubbish (n) clean (adj) clear (adj) pour (v) drizzle (v) flood (v) environment (n) surroundings (n) wind (n) air (n) reservoir (n) lake (n) puddle (n) pond (n) thunder (n) lightning (n) global (adj) worldwide (adj) plain (n) land (n) field (n) desert (n) extinct (adj) endangered (adj) recycle (v) reuse (v) μάθημα (αντικείμενο που διδάσκεται στο σχολείο, π.χ. Αγγλικά, Μαθηματικά, Βιολογία) πετυχαίνω, κατορθώνω (να κάνω ή να αποκτήσω κάτι) φτάνω (σε ένα ορισμένο χρονικό σημείο ή ένα ορισμένο στάδιο σε μια διαδικασία) εργασία, δουλειά (συνήθως δύσκολη ή δυσάρεστη) προσπάθεια γνωρίζω αναγνωρίζω διδάσκω μαθαίνω αστικός προαστιακός, των προαστίων αγροτικός, εξοχικός νέφος (που οφείλεται σε ατμοσφαιρική ρύπανση) ομίχλη καπνός δροσιά, υγρασία, ελαφρά ομίχλη καιρός κλίμα πρόβλεψη (τι γνωρίζουμε ότι είναι πιθανό να συμβεί, συνήθως σχετικά με τον καιρό ή την οικονομία) πρόβλεψη (τι νομίζουμε ότι θα συμβεί στο μέλλον) απόβλητα σκουπίδια (πεταμένα, που λερώνουν το χώρο) σκουπίδια καθαρός ασυννέφιαστος, ξάστερος (ουρανός) βρέχει ραγδαία ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει πλημμυρίζω (φυσικό) περιβάλλον περιβάλλον (ένα μέρος και όλα τα πράγματα που είναι μέσα σε αυτό) άνεμος αέρας δεξαμενή λίμνη λακκούβα με νερό (στο δρόμο) μικρή λίμνη κεραυνός, βροντή αστραπή παγκόσμιος παγκόσμιος (εκτεινόμενος σε όλο τον κόσμο) πεδιάδα γη (που χρησιμοποιείται για κάποιο σκοπό, π.χ. για καλλιέργεια ή για οικοδόμηση) χωράφι έρημος που έχει εκλείψει (για είδη φυτών ή ζώων) απειλούμενος (με εξάλειψη), που διατρέχει κίνδυνο να εκλείψει (για είδη φυτών ή ζώων) ανακυκλώνω ξαναχρησιμοποιώ 7
Unit 22 economic (adj) economical (adj) receipt (n) bill (n) make (n) brand (n) bargain (n) sale (n) discount (n) offer (n) price (n) cost (n) change (n) cash (n) wealth (n) fortune (n) till (n) checkout (n) products (n) goods (n) refund (v/n) exchange (v) fake (adj) plastic (adj) Unit 24 enjoy (v) entertain (v) play (v) act (v) star (v) audition (n) rehearsal (n) rehearse (v) practice (v) scene (n) scenery (n) stage (n) band (n) orchestra (n) group (n) review (n) criticism (n) ticket (n) fee (n) novel (n) fiction (n) οικονομικός (σχετικός με την οικονομία, τις επιχειρήσεις, το εμπόριο) οικονομικός (που ξοδεύει ή στοιχίζει λίγα χρήματα) απόδειξη (πληρωμής ή παράδοσης αγαθών) λογαριασμός (σε εστιατόριο) μάρκα (προϊόν κατασκευασμένο από μια ορισμένη εταιρεία) μάρκα (προϊόν ή ομάδα προϊόντων με ιδιαίτερη ονομασία που παράγονται από μια ορισμένη εταιρεία) ευκαιρία (κάτι που πωλείται σε τιμή ευκαιρίας) εκπτώσεις, περίοδος εκπτώσεων έκπτωση προσφορά (πώληση σε μειωμένη τιμή) τιμή κόστος ψιλά (κέρματα) μετρητά πλούτος περιουσία ταμείο, ταμειακή μηχανή (σε κατάστημα) ταμείο (όπου πληρώνουμε σε σούπερ-μάρκετ ή σε μεγάλα καταστήματα) προϊόντα αγαθά επιστρέφω χρήματα (σε κάποιον επειδή πλήρωσε για κάτι περισσότερο απ όσο έπρεπε ή επειδή αποφάσισε ότι δεν το θέλει), το ποσό που επιστρέφεται ανταλλάσσω πλαστός πλαστικός (κατασκευασμένος από πλαστικό) απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι διασκεδάζω (κάποιον) υποδύομαι, παίζω (ένα ρόλο, σε θεατρικό έργο ή ταινία) παίζω (στο θέατρο ή τον κινηματογράφο) πρωταγωνιστώ δοκιμαστική ακρόαση πρόβα κάνω πρόβα ασκούμαι, εξασκούμαι, μελετώ σκηνή, επεισόδιο (θεατρικού έργου, ταινίας, μυθιστορήματος κτλ.) σκηνικά (θεάτρου) σκηνή (θεάτρου) (μουσικό) συγκρότημα ορχήστρα (μικρό) συγκρότημα (μοντέρνας μουσικής) κριτική επίκριση εισιτήριο αντίτιμο (που πληρώνουμε για να αποκτήσουμε το δικαίωμα να κάνουμε κάτι, π.χ. να εγγραφούμε σε έναν οργανισμό) μυθιστόρημα μυθιστορήματα, μυθιστοριογραφία, μυθοπλαστική πεζογραφία 8
comic (n) cartoon (n) comedian (n) watch (v) see (v) look (v) listen (v) hear (v) Unit 26 put on (phr v) wear (v) costume (n) suit (n) dye (v) paint (v) fit (v) suit (v) match (v) cloth (n) clothing (n) blouse (n) top (n) design (v) manufacture (v) current (adj) new (adj) modern (adj) look (n) appearance (n) supply (v) produce (v) glimpse (v) glance (v) average (adj) everyday (adj) Unit 28 employer (n) employee (n) staff (n) job (n) work (n) career (n) earn (v) win (v) gain (v) raise (n) rise (n) wage(s) (n) salary (n) pay (n) commute (v) περιοδικό με κόμικς ταινία κινουμένων σχεδίων, κόμικς κωμικός, διασκεδαστής (που προσφέρει γέλιο με αστεία, ανέκδοτα κτλ.) παρακολουθώ βλέπω (π.χ. ταινία ή τηλεοπτικό πρόγραμμα) κοιτάζω ακούω (προσπαθώ να ακούσω ή στρέφω την προσοχή μου σε έναν ήχο) ακούω (αντιλαμβάνομαι ότι ακούγεται κάποιος ήχος) βάζω (ρούχο, κόσμημα κτλ.) φοράω (έχω βάλει ρούχο, κόσμημα κτλ.) κοστούμι (ηθοποιού) κοστούμι βάφω (τα μαλλιά μου) βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω μου κάνει (ένα ρούχο ή παπούτσια, ως προς το μέγεθος) ταιριάζω, πηγαίνω ταιριάζω, συνδυάζομαι ωραία ύφασμα ρουχισμός γυναικείο πουκάμισο ρούχο για το πάνω μέρος του σώματος σχεδιάζω κατασκευάζω, παράγω (βιομηχανικά προϊόντα) τρέχων, τωρινός, σημερινός νέος, καινούργιος μοντέρνος, σύγχρονος εμφάνιση, στιλ (φυσική) εμφάνιση, όψη προμηθεύω, παρέχω παράγω παίρνει το μάτι μου ρίχνω μια ματιά μέσος καθημερινός, συνήθης εργοδότης υπάλληλος, εργαζόμενος προσωπικό εργασία, δουλειά, επάγγελμα εργασία, δουλειά σταδιοδρομία κερδίζω, βγάζω (χρήματα, από τη δουλειά μου) κερδίζω (π.χ. ένα βραβείο, το λαχείο) κερδίζω, αποκτώ, παίρνω (π.χ. βάρος) αύξηση (μισθού) αύξηση (σε μέγεθος, ποσότητα ή δύναμη) αποδοχές μισθός αμοιβή, πληρωμή μετακινούμαι προς και από τον χώρο της εργασίας μου 9
deliver (v) retire (v) resign (v) fire (v) sack (v) make redundant (phr) overtime (n) promotion (n) pension (n) company (n) firm (n) business (n) union (n) charity (n) παραδίδω (γράμμα, προϊόν κτλ.) συνταξιοδοτούμαι παραιτούμαι απολύω (ως τιμωρία) απολύω απολύω (κάποιον επειδή θεωρώ ότι η θέση εργασίας του δεν είναι πια απαραίτητη) υπερωρία προαγωγή σύνταξη εταιρεία εταιρεία, επιχείρηση επιχείρηση συνδικαλιστικό σωματείο φιλανθρωπική οργάνωση 10