[Λεξικό Κριαρά] Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας Στ Γραμματικοί και άλλοι λεξικογραφικοί όροι και λέξεις Α ά. άρθρο του Λεξικού αβέβ. ετυμ. αβέβαιη ετυμολογία άγν. ετυμ. άγνωστη ετυμολογία ά. γρ. άλλη γραφή αι. αιώνας αιτ. αιτιολογικός αιτιατ. αιτιατική πτώση άκλ. άκλιτος αλβ. αλβανικός αλληλοπ. αλληλοπαθές αμάρτ. αμάρτυρος αμτβ. αμετάβατος αναβιβ. αναβιβασμός αναγκ. αίτ. αναγκαστικό αίτιο ανάγν. ανάγνωση αναδημ. αναδημοσίευση ανακ. ανακοίνωση αναλογ. αναλογία, αναλογικώς ανάτ. ανάτυπο ανατ. ανατύπωση αναφορ. αναφορικός ανέκδ. ανέκδοτος ανομ. ανομοίωση αντιδ. αντιδάνειο αντίθ. αντίθετος αντιθ. αντιθετικώς αντικ. αντικείμενο αντιμετάθ. αντιμετάθεση αντων. αντωνυμία αόρ. αόριστος αοριστολ. αοριστολογικός Άπ. Άπαντα απ. απαντά απαρέμφ απαρέμφατο απόλ. απόλυτος απορημ. απορηματικός απόσπ. απόσπασμα απρόσ. απροσώπο απροσ. απροσώπως αρ. αριθμός αραβ. αραβικός αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός αραμ. αραμαϊκός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 8
αριθμητ. άρν. αρνητ. αρομ. αρσ. αρχ. αρχαϊκ άσχ. αυτ. αφ. αφομ. αχρον. Β βεν. βιβλιοκρ. βλ. βλαχ. βοτ. βοτανική βουλγ. βραχυλογ. βυζ. Γ γαλλ. γεν. γενικ. γενουατ. γερμ. γεωγρ. γλωσσ. Γλωσσάρ. γρ. γραμμ. Δ δεικτ. δευτερόκλ. δευτεροπρόσ. δήλ. δηλ. δημ. δημοσ. διάβ. διάγρ. διαλεκτ. διατρ. διάφ. διαφορ. διόρθ. διορθώσ. δίστ. διφθογγ. αριθμητικό άρνηση αρνητικός αρομουνικός αρσενικός αρχαίος αρχαϊκός άσχετος αυτόθι αφιέρωση αφομοίωση αχρονολόγητος βενετικός βιβλιοκρισία βλέπε βλαχικός βοτανολογικός όρος βουλγαρικός βραχυλογικώς βυζαντινός γαλλικός γενική πτώση γενικότερα γενουατικός γερμανικός γεωγραφικός, -ώς γλωσσικός Γλωσσάριο (L-S) γράφε, γραφή γραμματικώς δεικτικός δευτερόκλιτος δευτεροπρόσωπος δήλωση δηλαδή δημοτικός δημοσίευση διάβαζε διάγραψε διαλεκτικός διδακτορική διατριβή διάφορος διαφορετικός διόρθωσε διορθώσαμε δίστιχο διφθογγισμός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 8
δοτ. δοτική πτώση εβρ. εβραϊκός έγγρ. έγγραφο εθν. εθνικό ειδικ. ειδικότερα εικασ. εικασία ειρων. ειρωνικός, -ώς εισαγ. εισαγωγή έκδ. έκδοση εκδ. εκδόσεις, εκδότης, εκδίδει εκκλ. εκκλησιαστικός (όρος) έκφρ. έκφραση εκφρ. εκφράσεις ελλειπτ. ελλειπτικός, -ώς ελλην. ελληνικός εμπρόθ. προσδ. εμπρόθετος προσδιορισμός εν. ενικός εναντιωμ. εναντιωματικός έναρθρ. έναρθρος ενδεχομ. ενδεχομένως ενδοιαστ. ενδοιαστικός ενεργ. ενεργητικός ενεστ. ενεστώτας ενθύμ. ενθύμηση ενν. εννοείται Εξήγ. Εξήγηση επεξήγ. επεξήγηση επεξηγ. επεξηγηματικός, -ώς επιγρ. επιγραφή επίδρ. επίδραση επίθ. επίθετο επιθετ. επιθετικός, -ώς Επίλ. Επίλογος επιμ. επιμέλεια επίρρ. επίρρημα επιρρ. επιρρηματικός, -ώς επιστ. επιστολή επιστημ. επιστημονικός όρος επιτ. επιτατικός, -ώς επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός, -ώς επόμ. επόμενος επών. επώνυμο επων. επωνυμία ερωτ. ερωτηματικός, -ώς εσφαλμ. εσφαλμένος, -α ετυμ. ετυμολογία ετυμολ. ετυμολογικό τμήμα άρθρου ευκτ. ευκτική έγκλιση Η ηθ. ηθικός, -ώς (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 3 / 8
ηχοπ. ηχοποίητος Θ θ. θέμα θεολ. θεολογικός όρος θετ. θετικός θηλ. θηλυκός θρησκ. θρησκευτικός, -ώς θωπευτ. θωπευτικώς Ι ιατρ. ιατρικός όρος ιδ. ιδίως ιδιάζ. σύντ. ιδιάζουσα σύνταξη ιδιάζ. χρ. ιδιάζουσα χρήση ιδιώμ. ιδιώματα ιδιωμ. ιδιωματικός, -ώς Ιντ. Ιντερμέδιο ισπ. ισπανικός ιστ. ιστορία, ιστορικός ιταλ. ιταλικός Κ κ. κάτι κ.ά. και άλλα κ.α. και αλλαχού Κ. Δ. Καινή Διαθήκη κάπ. κάποιος, -ον, κλπ. καταβιβ. καταβιβασμός κατάλ. κατάληξη καταφ. καταφατικός κατηγ. κατηγορούμενο κ.ε. και εξής κείμ. κείμενο κεφ. κεφάλαιο κλ. κλίση κλητ. κλητική πτώση κοιν. κοινός, -ώς κοινότ. κοινότατος κ.π.α. και πολλαχού αλλαχού κρητ. κρητικός κρητ. κ. κρητικά κείμενα κριτ. υπ. κριτικό υπόμνημα κτητ. κτητικός, -ά κ.τ.ό. και τα όμοια κυπρ. κυπριακός κυριολ. κυριολεκτικώς κύρ. όν. κύριο όνομα κώδ. κώδικας Λ λ. λέξη, λήμμα λαϊκ. λαϊκός λατ. λατινικός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 4 / 8
λόγ. λόγιος λογοτ. λογοτεχνία, λογοτεχνικός Μ μαθημ. μαθηματικός όρος μεγεθ. μεγεθυντικός μειωτ. μειωτικός, -ώς μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος μεσν. μεσαιωνικός μεταπλ. μεταπλασμός μεταφ. μεταφορά, μεταφορικώς μετάφρ. μετάφραση μετρ. αν. μετρική ανάγκη μετων. μετωνυμικώς μόρ. μόριο μτβ. μεταβατικός μτγν. μεταγενέστερος μτχ. μετοχή Ν ναυτ. ναυτικός όρος νεοελλ. νεοελληνικός νεότ. νεότερος νηπ. νηπιακός νομ. νομικός όρος Ο οικογ. οικογενειακός όν., ον. όνομα, ονόματος, -α ονομ. ονομαστική πτώση ονοματοπ. ονοματοποιία ό.π. όπου παραπάνω ορθότ. ορθότερος, -α οριστ. οριστική ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος Π παθ. παθητικός παλαιογρ. παλαιογραφικός παλαιότ. παλαιότερος, -α παπυρ. παπυρικό κείμενο παράγ. παράγωγο παραγ. παραγωγή παράθ. παράθεμα παραθ. παραθετικά παρακελευσμ. παρακελευσματικός παράλ. παράλειψη, παράλειψε παραλ. παραλείπεται, -ονται παράλλ. παράλληλος παραπ. παραπομπή, παραπεμπτικός παράρτ. παράρτημα (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 5 / 8
παρατ. παρατατικός παράφρ. παράφραση παραχωρ. παραχωρητικός παρεκτ. παρεκτεταμένος παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός παρκ. παρακείμενος παροιμ. παροιμία, παροιμιακός παρων. παρωνύμιο πβ. παράβαλε Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη περ. περίπου περιληπτ. περιληπτικός, -ώς περίοδ. περίοδος περιοδ. περιοδικό περσ. περσικός πιθ. πιθανός, -ώς πληθ. πληθυντικός ποιητ. αίτ. ποιητικό αίτιο πολλ. πολλαχού ποντ. ποντιακός πραγμ. πραγματολογικώς προβ. προβηγκιανός προέλ. προέλευση προηγ. προηγούμενος πρόθ. πρόθεση προθετ. προθετικός πρόκ. πρόκειται προκ. προκειμένου πρόλ. πρόλογος πρόσ. πρόσωπο (γραμμ.) προσδ. προσδιορισμός πρόσθ. πρόσθεσε προσθ. προσθήκη, -ες προστ. προστακτική προσφών. προσφώνηση προσων. προσωνυμία προσωπ. προσωπικός προσωποπ. προσωποποίηση πρότ. πρότεινε προφ. προφανής, -ώς πρωτόκλ. πρωτόκλιτος Ρ ρ. ρήμα ρηματ. ρηματικός ρουμ. ρουμανικός ρωσ. ρωσικός Σ σ. σελίδα σερβ. σερβικός σήμ. σήμερα (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 6 / 8
σημ. σημείωση σημασ. σημασία σημασιολ. σημασιολογικό τμήμα άρθρου σημερ. σημερινός σημιτ. σημιτικός σλαβ. σλαβικός σκωπτ. σκωπτικός, -ώς σπανιότ. σπανιότατο, -α στ. στίχος στερ. στερητικό στρατ. στρατιωτικός όρος συγγ. συγγενικός συγκ. συγκοπή συγκρ. συγκριτικός συμπερασμ. συμπερασματικός συμφ. συμφυρμός συν. συνήθως σύνδ. σύνδεσμος συνεκδ. συνεκδοχή, συνεκδοχικά συνεκφ. συνεκφορά συνηθέστ. συνηθέστατος, -α σύνθ. σύνθεση συνθ. συνθετικό συνίζ. συνίζηση σύντ. σύνταξη συνών. συνώνυμο σύστ. σύστοιχο συχνότ. συχνότατο, -α σχ. σχήμα σχετ. σχετικός σχηματ. σχηματισμός, σχηματίζεται σχόλ. σχόλιο Σχολ. Σχολιαστής (L-S) Τ τ. τύπος τεχν. τεχνικός τεύχ. τεύχος τίτλ. τίτλος τόμ., τ. τόμος τοπ. τοπικός τοπων. τοπωνύμιο τουρκ. τουρκικός τραγ. τραγούδι τριτόκλ. τριτόκλιτος τριτοπρόσ. τριτοπρόσωπος τροπ. τροπικός τσακων. τσακωνικός τυπογρ. τυπογραφικός τυπολ. τυπολογικό τμήμα άρθρου Υ (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 7 / 8
υβριστ. υβριστικός, -ώς υπερθ. υπερθετικός Υπόθ. Υπόθεση υποθ. υποθετικός υποκ. υποκείμενο υποκορ. υποκοριστικό υποτ. υποτακτική υποτιμ. υποτιμητικός, -ώς υποχωρ. υποχωρητικός, -ώς υστλατ. υστερολατινικός Φ φ. φύλλο φρ. φράση φωνητ. φωνητικός Χ Χορ. Χορικό χρ. χρήση χρον. χρονικός χφ(φ) χειρόγραφο, -α χ.τ. χωρίς τόπο (έκδοσης) χ.χρον. χωρίς χρονολογία (έκδοσης) (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 8 / 8