Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας

Σχετικά έγγραφα
ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΥΣΤΕΡΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

Με την προσδοκία ότι το βιβλίο αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε μαθητές και συναδέλφους φιλολόγους, εύχομαι καλή επιτυχία στο έργο τους.

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

Συντακτικό. χρόνου. Απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις Προσοχή ουσιαστ.(σε ονομαστ.)+ἐστί ουδέτερο επιθέτου+ἐστί(π.χ. ἄξιον ἐστί) ουδέτερο μτχ.


Μορφολογία - Ουσιαστικά. A Επίπεδο B επίπεδο Γ Επίπεδο Δ Επίπεδο. αρσενικά αρσενικά αρσενικά αρσενικά. ισοσύλλαβα. -έας, -είς -ής -είς

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Δ.Π.Μ.Σ.)

Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

ΣΧ.ΕΤΟΥΣ Τάξη Β Τμήμα: Β θεωρητική 1 Μάθημα: Λατινικά Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ. ρωμαϊκής λογοτεχνίας, γενικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής λογοτεχνίας

Εργαστήριο Αρχαιομάθειας. Κείμενο. Κατάλογος φαινομένων. Περιεχόμενα. [Διδασκαλία - Εκπαίδευση] Ηλεκτρονικές Ασκήσεις

ΕΙΜΙ= είμαι, υπάρχω. ΥΠΟΤΑ- ΚΤΙΚΗ ω ης η ωμεν. ισθι εστω. εσοίμην εσοιο εσοιτο εσοίμεθα εσοισθε εσοιντο ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΘΗΛΥΚΟ ΟΥΔΕΤΕΡΟ. ο υσης ο υσ η ο υσαν

Η πρόταση. Πρόταση λέγεται ένα σύντομο κομμάτι του λόγου, που περιλαμβάνει μια σειρά από λέξεις με ένα τουλάχιστον ρήμα και έχει ολοκληρωμένο νόημα.

ΟΜΟΙΟΙ ΚΑΙ OMOHXΟΙ ΤΥΠΟΙ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΑΡΘΡΑ. Μικρές λέξεις που μπαίνουν μπροστά από ουσιαστικά, επίθετα, τις κλιτές μετοχές και ορισμένες αντωνυμίες. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Ο. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΝΟΥ

ΣΤΑΔΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

accedo spolio, vaco utor, potior

ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2007 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΩΝ ΚΑΘΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΤΑΛΑ Α ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Τα ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Οι μαθητές και οι μαθήτριες να είναι σε θέση να: Να κατανοούν την ανθρωποκεντρική διάσταση του αρχαίου κόσμου.

Λογισμικό: Αρχαία με Νόημα Κατηγορία αναπηρίας: Κώφωση Βαρηκοΐα Μάθημα: Αρχαία Ελληνικά Τάξη/εις: Α, Β Γυμνασίου

«Η τροπικότητα στην Νέα Ελληνική» Ανάλυση βάσει του Επικοινωνιακού Δοµολειτουργικού Προτύπου

Βασικοί κανόνες κατά τη σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η ύλη για τις εξετάσεις υποτροφιών: (για οποιαδήποτε διευκρίνιση μπορείτε να απευθύνεστε στις γραμματείες των φροντιστηρίων).

ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΟ ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΟ (GERUNDIVUM) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Η γλώσσα της Κ.Δ. είναι η «κοινή» ελληνιστική, δηλαδή η δημώδης και η γλώσσα που ομιλείτο από τον 3 ο αι. π.χ. μέχρι τον 3 ο αι. μ.χ.

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Η παθητική σύνταξη και το ποιητικό αίτιο

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΣΗ. Η οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως διατύπωση, λέγεται πρόταση.

λατινικά γ λυκείου, γερούνδιο - γερουνδιακό ΓΕΡΟΥΝΔΙΟ ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΟ

ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΣΥΝΤΑΞΗ. α. απρόσωπου ρήματος δηλ. ενός ρήματος στο γ' ενικό πρόσωπο

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Εξεταστέα ύλη - Α Λυκείου

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ απαραίτητοι για τη σωστή μετάφραση

Αναδιάρθρωση και εξορθολογισμός διδακτέας ύλης

Gramática de referencia del español para griegos

Δεκτές είναι μόνο οι λέξεις της νέας Eλληνικής γλώσσας που υπάρχουν στα ισχύοντα βοηθήματα-λεξικά τα οποία είναι τα εξής (1) :

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. 1 η ΕΝΟΤΗΤΑ Οι πρώτες μέρες σε ένα νέο σχολείο

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΥΛΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΧ.ΕΤΟΥΣ

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Εισαγωγικές εξετάσεις 2019

ΘΕΜΑ Β Β1 Έννοια της μεσότητας α) Για τα πράγματα : (αντικειμενικό κριτήριο) Πρόκειται για το συγκεκριμένο εκείνο σημείο, το οποίο απέχει εξίσου από

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

MIΚΡΟ ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ & ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Ο.Π. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ / ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

PROF. GEORGE Th. PAVLIDIS

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΙΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟ : ΟΝΟΜΑ : ΤΑΞΗ : ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ :

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΘ. ΚΡΟΝΤΣΟΥ ΘΕΜΑ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ-ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΦΑΝΙΔΗΣ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΛΑΤΙΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ρήματα λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μία κατάσταση.

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Η σύνταξη μιας πρότασης

Διδακτικοί στόχοι εγχειριδίων Γλώσσας Δηµοτικού (2006)

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀκούω δ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον τρέψεσθαι, ὡς

Νέα ελληνικά Επίπεδο A1-Εξάμηνο Α Κοινωνικοπολιτιστικά Βιβλία. Πηγές

Δείγμα εξέτασης. Ο νέος σχεδιασμός

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

Ι, Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

Η απρόσωπη σύνταξη στα ν.ε. Απρόσωπα ρήματα είναι : α) τα ρήματα που σχηματίζονται μόνο στο γ' ενικό πρόσωπο: πρέπει, πρόκειται, επείγει κ.ά.

ΙΙΙ, Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

Περιεχόμενα. I. Εισαγωγή και γενικές οδηγίες II. Προετοιμασία: θεματικές ενότητες, λεξιλόγιο και Γραμματική 1. Δομή της γραπτής εξέτασης

Για μια ιστορία του ελληνικού λεξιλογίου

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Ι, Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

Θ.Α. ΑΜΕΛΙ ΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Οι σύνθετες προτάσεις αποτελούνται από δύο ή περισσότερες απλές προτάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία.

The G C School of Careers

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΛΩΣΣΑ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

Σχηματισμός Ευκτικής Παρακειμένου Ενεργητικής Φωνής. Στις σημειώσεις μας θα εστιάσουμε στον περιφραστικό τύπο, καθώς αυτός είναι ο πιο εύχρηστος.

Ανδρωνυµικά ονοµάζονται αυτά που προέρχονται από το βαφτιστικό ή οικογενειακό όνοµα του άντρα. Χρησιµοποιούνται µόνο για γυναίκες. Π.χ. Γιώργαινα. Προ

ΛΑΤΙΝΙΚΑ Β Λ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Γ Λ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Β1. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις:

ΓΚΥΡΤΗ ΜΑΡΙΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Α1. Να μεταφράσετε το υπογραμμισμένο απόσπασμα από το παρακάτω κείμενο:

Περίγραμμα Περιεχομένου Α.Π. Λατινικών Β Λυκείου

Πρόγραμμα θερινής περιόδου Γ Λυκείου Από 22 Ιουνίου έως 24 Ιουλίου Διάρκεια προγράμματος: 5 εβδομάδες

Όταν µπροστά από τα κύρια ονόµατα υπάρχει τίτλος, τότε το οριστικό άρθρο προηγείται του τίτλου: ο κύριος Μικέογλου ο πρίγκιπας Κάρολος

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (απρόσωπες εγκλίσεις)

Transcript:

[Λεξικό Κριαρά] Επίτομο λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας Στ Γραμματικοί και άλλοι λεξικογραφικοί όροι και λέξεις Α ά. άρθρο του Λεξικού αβέβ. ετυμ. αβέβαιη ετυμολογία άγν. ετυμ. άγνωστη ετυμολογία ά. γρ. άλλη γραφή αι. αιώνας αιτ. αιτιολογικός αιτιατ. αιτιατική πτώση άκλ. άκλιτος αλβ. αλβανικός αλληλοπ. αλληλοπαθές αμάρτ. αμάρτυρος αμτβ. αμετάβατος αναβιβ. αναβιβασμός αναγκ. αίτ. αναγκαστικό αίτιο ανάγν. ανάγνωση αναδημ. αναδημοσίευση ανακ. ανακοίνωση αναλογ. αναλογία, αναλογικώς ανάτ. ανάτυπο ανατ. ανατύπωση αναφορ. αναφορικός ανέκδ. ανέκδοτος ανομ. ανομοίωση αντιδ. αντιδάνειο αντίθ. αντίθετος αντιθ. αντιθετικώς αντικ. αντικείμενο αντιμετάθ. αντιμετάθεση αντων. αντωνυμία αόρ. αόριστος αοριστολ. αοριστολογικός Άπ. Άπαντα απ. απαντά απαρέμφ απαρέμφατο απόλ. απόλυτος απορημ. απορηματικός απόσπ. απόσπασμα απρόσ. απροσώπο απροσ. απροσώπως αρ. αριθμός αραβ. αραβικός αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός αραμ. αραμαϊκός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 8

αριθμητ. άρν. αρνητ. αρομ. αρσ. αρχ. αρχαϊκ άσχ. αυτ. αφ. αφομ. αχρον. Β βεν. βιβλιοκρ. βλ. βλαχ. βοτ. βοτανική βουλγ. βραχυλογ. βυζ. Γ γαλλ. γεν. γενικ. γενουατ. γερμ. γεωγρ. γλωσσ. Γλωσσάρ. γρ. γραμμ. Δ δεικτ. δευτερόκλ. δευτεροπρόσ. δήλ. δηλ. δημ. δημοσ. διάβ. διάγρ. διαλεκτ. διατρ. διάφ. διαφορ. διόρθ. διορθώσ. δίστ. διφθογγ. αριθμητικό άρνηση αρνητικός αρομουνικός αρσενικός αρχαίος αρχαϊκός άσχετος αυτόθι αφιέρωση αφομοίωση αχρονολόγητος βενετικός βιβλιοκρισία βλέπε βλαχικός βοτανολογικός όρος βουλγαρικός βραχυλογικώς βυζαντινός γαλλικός γενική πτώση γενικότερα γενουατικός γερμανικός γεωγραφικός, -ώς γλωσσικός Γλωσσάριο (L-S) γράφε, γραφή γραμματικώς δεικτικός δευτερόκλιτος δευτεροπρόσωπος δήλωση δηλαδή δημοτικός δημοσίευση διάβαζε διάγραψε διαλεκτικός διδακτορική διατριβή διάφορος διαφορετικός διόρθωσε διορθώσαμε δίστιχο διφθογγισμός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 8

δοτ. δοτική πτώση εβρ. εβραϊκός έγγρ. έγγραφο εθν. εθνικό ειδικ. ειδικότερα εικασ. εικασία ειρων. ειρωνικός, -ώς εισαγ. εισαγωγή έκδ. έκδοση εκδ. εκδόσεις, εκδότης, εκδίδει εκκλ. εκκλησιαστικός (όρος) έκφρ. έκφραση εκφρ. εκφράσεις ελλειπτ. ελλειπτικός, -ώς ελλην. ελληνικός εμπρόθ. προσδ. εμπρόθετος προσδιορισμός εν. ενικός εναντιωμ. εναντιωματικός έναρθρ. έναρθρος ενδεχομ. ενδεχομένως ενδοιαστ. ενδοιαστικός ενεργ. ενεργητικός ενεστ. ενεστώτας ενθύμ. ενθύμηση ενν. εννοείται Εξήγ. Εξήγηση επεξήγ. επεξήγηση επεξηγ. επεξηγηματικός, -ώς επιγρ. επιγραφή επίδρ. επίδραση επίθ. επίθετο επιθετ. επιθετικός, -ώς Επίλ. Επίλογος επιμ. επιμέλεια επίρρ. επίρρημα επιρρ. επιρρηματικός, -ώς επιστ. επιστολή επιστημ. επιστημονικός όρος επιτ. επιτατικός, -ώς επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός, -ώς επόμ. επόμενος επών. επώνυμο επων. επωνυμία ερωτ. ερωτηματικός, -ώς εσφαλμ. εσφαλμένος, -α ετυμ. ετυμολογία ετυμολ. ετυμολογικό τμήμα άρθρου ευκτ. ευκτική έγκλιση Η ηθ. ηθικός, -ώς (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 3 / 8

ηχοπ. ηχοποίητος Θ θ. θέμα θεολ. θεολογικός όρος θετ. θετικός θηλ. θηλυκός θρησκ. θρησκευτικός, -ώς θωπευτ. θωπευτικώς Ι ιατρ. ιατρικός όρος ιδ. ιδίως ιδιάζ. σύντ. ιδιάζουσα σύνταξη ιδιάζ. χρ. ιδιάζουσα χρήση ιδιώμ. ιδιώματα ιδιωμ. ιδιωματικός, -ώς Ιντ. Ιντερμέδιο ισπ. ισπανικός ιστ. ιστορία, ιστορικός ιταλ. ιταλικός Κ κ. κάτι κ.ά. και άλλα κ.α. και αλλαχού Κ. Δ. Καινή Διαθήκη κάπ. κάποιος, -ον, κλπ. καταβιβ. καταβιβασμός κατάλ. κατάληξη καταφ. καταφατικός κατηγ. κατηγορούμενο κ.ε. και εξής κείμ. κείμενο κεφ. κεφάλαιο κλ. κλίση κλητ. κλητική πτώση κοιν. κοινός, -ώς κοινότ. κοινότατος κ.π.α. και πολλαχού αλλαχού κρητ. κρητικός κρητ. κ. κρητικά κείμενα κριτ. υπ. κριτικό υπόμνημα κτητ. κτητικός, -ά κ.τ.ό. και τα όμοια κυπρ. κυπριακός κυριολ. κυριολεκτικώς κύρ. όν. κύριο όνομα κώδ. κώδικας Λ λ. λέξη, λήμμα λαϊκ. λαϊκός λατ. λατινικός (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 4 / 8

λόγ. λόγιος λογοτ. λογοτεχνία, λογοτεχνικός Μ μαθημ. μαθηματικός όρος μεγεθ. μεγεθυντικός μειωτ. μειωτικός, -ώς μέλλ. μέλλοντας μέσ. μέσος μεσν. μεσαιωνικός μεταπλ. μεταπλασμός μεταφ. μεταφορά, μεταφορικώς μετάφρ. μετάφραση μετρ. αν. μετρική ανάγκη μετων. μετωνυμικώς μόρ. μόριο μτβ. μεταβατικός μτγν. μεταγενέστερος μτχ. μετοχή Ν ναυτ. ναυτικός όρος νεοελλ. νεοελληνικός νεότ. νεότερος νηπ. νηπιακός νομ. νομικός όρος Ο οικογ. οικογενειακός όν., ον. όνομα, ονόματος, -α ονομ. ονομαστική πτώση ονοματοπ. ονοματοποιία ό.π. όπου παραπάνω ορθότ. ορθότερος, -α οριστ. οριστική ουδ. ουδέτερο ουσ. ουσιαστικό ουσιαστικοπ. ουσιαστικοποιημένος Π παθ. παθητικός παλαιογρ. παλαιογραφικός παλαιότ. παλαιότερος, -α παπυρ. παπυρικό κείμενο παράγ. παράγωγο παραγ. παραγωγή παράθ. παράθεμα παραθ. παραθετικά παρακελευσμ. παρακελευσματικός παράλ. παράλειψη, παράλειψε παραλ. παραλείπεται, -ονται παράλλ. παράλληλος παραπ. παραπομπή, παραπεμπτικός παράρτ. παράρτημα (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 5 / 8

παρατ. παρατατικός παράφρ. παράφραση παραχωρ. παραχωρητικός παρεκτ. παρεκτεταμένος παρετυμ. παρετυμολογία, παρετυμολογικός παρκ. παρακείμενος παροιμ. παροιμία, παροιμιακός παρων. παρωνύμιο πβ. παράβαλε Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη περ. περίπου περιληπτ. περιληπτικός, -ώς περίοδ. περίοδος περιοδ. περιοδικό περσ. περσικός πιθ. πιθανός, -ώς πληθ. πληθυντικός ποιητ. αίτ. ποιητικό αίτιο πολλ. πολλαχού ποντ. ποντιακός πραγμ. πραγματολογικώς προβ. προβηγκιανός προέλ. προέλευση προηγ. προηγούμενος πρόθ. πρόθεση προθετ. προθετικός πρόκ. πρόκειται προκ. προκειμένου πρόλ. πρόλογος πρόσ. πρόσωπο (γραμμ.) προσδ. προσδιορισμός πρόσθ. πρόσθεσε προσθ. προσθήκη, -ες προστ. προστακτική προσφών. προσφώνηση προσων. προσωνυμία προσωπ. προσωπικός προσωποπ. προσωποποίηση πρότ. πρότεινε προφ. προφανής, -ώς πρωτόκλ. πρωτόκλιτος Ρ ρ. ρήμα ρηματ. ρηματικός ρουμ. ρουμανικός ρωσ. ρωσικός Σ σ. σελίδα σερβ. σερβικός σήμ. σήμερα (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 6 / 8

σημ. σημείωση σημασ. σημασία σημασιολ. σημασιολογικό τμήμα άρθρου σημερ. σημερινός σημιτ. σημιτικός σλαβ. σλαβικός σκωπτ. σκωπτικός, -ώς σπανιότ. σπανιότατο, -α στ. στίχος στερ. στερητικό στρατ. στρατιωτικός όρος συγγ. συγγενικός συγκ. συγκοπή συγκρ. συγκριτικός συμπερασμ. συμπερασματικός συμφ. συμφυρμός συν. συνήθως σύνδ. σύνδεσμος συνεκδ. συνεκδοχή, συνεκδοχικά συνεκφ. συνεκφορά συνηθέστ. συνηθέστατος, -α σύνθ. σύνθεση συνθ. συνθετικό συνίζ. συνίζηση σύντ. σύνταξη συνών. συνώνυμο σύστ. σύστοιχο συχνότ. συχνότατο, -α σχ. σχήμα σχετ. σχετικός σχηματ. σχηματισμός, σχηματίζεται σχόλ. σχόλιο Σχολ. Σχολιαστής (L-S) Τ τ. τύπος τεχν. τεχνικός τεύχ. τεύχος τίτλ. τίτλος τόμ., τ. τόμος τοπ. τοπικός τοπων. τοπωνύμιο τουρκ. τουρκικός τραγ. τραγούδι τριτόκλ. τριτόκλιτος τριτοπρόσ. τριτοπρόσωπος τροπ. τροπικός τσακων. τσακωνικός τυπογρ. τυπογραφικός τυπολ. τυπολογικό τμήμα άρθρου Υ (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 7 / 8

υβριστ. υβριστικός, -ώς υπερθ. υπερθετικός Υπόθ. Υπόθεση υποθ. υποθετικός υποκ. υποκείμενο υποκορ. υποκοριστικό υποτ. υποτακτική υποτιμ. υποτιμητικός, -ώς υποχωρ. υποχωρητικός, -ώς υστλατ. υστερολατινικός Φ φ. φύλλο φρ. φράση φωνητ. φωνητικός Χ Χορ. Χορικό χρ. χρήση χρον. χρονικός χφ(φ) χειρόγραφο, -α χ.τ. χωρίς τόπο (έκδοσης) χ.χρον. χωρίς χρονολογία (έκδοσης) (c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 8 / 8